Αυγουστίνος Καντιώτης



ΓΡΑΨΤΕ ΤΟ ΠΑΝΤΟΥ, ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ ΣΑΣ ΥΠΟΓΡΑΦΩ, ΑΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΗΜΕΡΕΣ ΕΙΡΗΝΗΣ, ΝΑ ΠΑΥΣΗ Η ΒΛΑΣΦΗΜΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΑΣ

date Σεπ 10th, 2016 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως (Ἰω. 3,13-17)
Tοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

TI EINAI O ΘΕΟΣ;

«Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔ­δωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ Εσταυρ..ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 3,15)

Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ σημερινὸ εὐ­αγγέλιο; Μᾶς μίλησε γιὰ ἐκεῖνον ποὺ κατέβηκε καὶ ἀνέβηκε· κατέβηκε στὰ κατώτερα βάθη, στὸν ᾅδη, καὶ ἀνέβηκε στὰ μεγαλύτερα ὕψη, στὸν οὐρανό· μᾶς μίλησε γιὰ τὸ Θεό. Ἀλλὰ τί εἶνε Θεός;
Ὑπῆρχε, λένε, ἕνας βασιλιᾶς ποὺ τὸν βασά­νιζε ἡ σκέψι «τί εἶνε Θεός;». Κάλεσε ἕνα μεγά­λο σοφὸ καὶ τὸ ρώτησε· –Τί εἶνε Θεός; Ἐκεῖ­νος ζήτησε τρεῖς μέρες προθεσμία. Κλείστηκε κι ἄρχισε νὰ μελετᾷ. Μὰ στὶς τρεῖς μέρες δὲν ἦταν σὲ θέσι νὰ δώσῃ ἀπάντησι. Παρουσιάστηκε στὸ βασιλιᾶ καὶ ζήτησε παράτασι ἄλλες τρεῖς μέρες. Τοῦ ἔδωσε, ἀλλὰ καὶ πάλι τίποτα. Ζήτησε πάλι καὶ πάλι παράτασι, μὰ τὸ ἴδιο. Ὥσπου ἀπελπισμένος παρουσιάζεται καὶ λέει· –Βασιλιᾶ μου, δυστυχῶς κανείς δὲν μπορεῖ νὰ δώσῃ ἀπάντησι στὸ ἐρώτημά σου.
Τί εἶνε Θεός; Ἀδυνατεῖ ν᾿ ἀπαντήσῃ ὁ πεπερασμένος νοῦς τοῦ ἀνθρώπου· δὲν μπορεῖ τὸ μικρό του μυαλουδάκι νὰ συλλάβῃ τὴν ἔν­νοια τοῦ Θεοῦ, τὴν ἄπειρο θεότητα, τὸν ἄπει­ρον Νοῦν. Ὅσο μπορεῖ ἕνα ποτήρι νὰ χωρέ­σῃ τὸ νερὸ τοῦ ὠκεανοῦ, ἄλλο τόσο μπορεῖ καὶ τὸ μικρό μας μυαλὸ νὰ χωρέσῃ τὸν ὠκεανὸ τῆς θεότητος, τὴ θεία σοφία.
Πάνω σ᾿ αὐτὸ ὑπάρχει ἕνα ἀνέκδοτο. Κάποιος, ποὺ τὸν βασάνιζε τὸ ἐρώτημα «τί εἶνε Θεός;», ἔσυρε τὰ βήματά του στὴν ἀκρογιαλιά. Βλέπει ἐκεῖ ἕνα παιδάκι νὰ κάνῃ μὲ τὰ χεράκια του ἕνα μικρὸ λάκκο καὶ μὲ τὸ κουβα­δάκι του νὰ φέρνῃ καὶ νὰ ῥίχνῃ μέσα νερὸ ἀπὸ τὴ θάλασσα. –Τί κάνεις ἐκεῖ, παιδί μου; ρωτάει. –Νά, προσπαθῶ ν᾿ ἀδειάσω μέσα ἐδῶ τὴ θάλασσα. –Μὰ αὐτὸ εἶνε ἀνοησία. –Ἂν αὐ­τὸ εἶνε ἀνοησία, λέει τὸ παιδάκι, πόσο μᾶλ­λον ἀνοησία εἶνε νὰ νομίζῃ ὁ ἄνθρωπος πὼς μπορεῖ νὰ χωρέσῃ στὸ μικρὸ μυαλό του ὁ ὠ­κεα­νὸς τῆς θεότητος;… Τὸ παιδάκι ἦταν ἄγ­γελος, καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ ὁ­ποίου ἐγὼ ἀναξίως φέρω τὸ ὄνομα (ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος).
Ὥστε λοιπὸν κανείς δὲν θὰ μπορέσῃ ν᾿ ἀ­παντήσῃ στὸ ἐρώτημά μας; Ἀλλὰ τὴν ἀπάν­τησι ποὺ δὲν μποροῦν νὰ δώσουν οἱ σοφοὶ τοῦ κόσμου, τὴ δίνει τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ δυσ­τυχῶς ἐμεῖς δὲν τὸ διαβάζουμε. Τί λέει τὸ Εὐ­αγγέλιο, τί ἀπαντᾷ στὸ ἐρώτημά μας; Ἀνοῖ­ξτε καὶ ψάξτε στὶς ἐπιστολὲς τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου· θὰ βρῆτε ἐκεῖ τὴν ἀπάντησι. Ἐ­κεῖ, μέσα σὲ τρεῖς λέξεις –τί μεγαλεῖο!– κλείνει ὅλο τὸ νόημα καὶ λέει· ὁ Θεὸς εἶνε ἀγάπη, «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί» (Α΄ Ἰω. 4,8,16).

* * *

Ὁ Θεὸς εἶνε ἀγάπη! Ἂν ῥίξουμε, ἀγαπητοί μου, μιὰ ματιὰ στὴ φύσι, στὸν ἄνθρωπο, καὶ στὴν ἱστορία, θὰ δοῦμε τὴ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἡ φύσις καὶ ὅλο τὸ σύμπαν κατασκευά­­στηκε ἀπὸ τὸ Θεό, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος· «Πᾶς οἶκος κατασκευάζεται ὑπό τινος, ὁ δὲ τὰ πάντα κατασκευάσας Θεός» (Ἑβρ. 3,4)· τὸ σπί­τι ἔχει τὸν κατασκευαστή του, καὶ ὁ κόσμος ἔ­χει τὸν Κτίστη του. Ὁ Θεὸς δημιούργη­σε τὸν κό­σμο ἀπὸ ἀγάπη, τὴν ὁποία ἀκόμη πιὸ καθα­ρὰ βλέπουμε ἂν ἐξετάσουμε τὸν ἑαυ­τό μας, τὸν ἄνθρωπο. Εἶνε τὸ ἀριστούργημα τῆς θείας δη­μιουργίας, ἕνας μικρόκοσμος, θαῦμα θαυμάτων. Ὁ Θεὸς τὸν ἔβαλε νὰ κατοικήσῃ σ᾿ αὐτὸ τὸν πλανήτη μὲ τὰ ζῷα, τὰ πουλιά, τὴ θά­λασσα καὶ τὰ ψάρια γιὰ τὴ συντήρησί του. Ὅλα μᾶς τά ᾿δωσε· καὶ προπαντὸς ἡ ἀγάπη του μᾶς ἔδωσε τρία δῶρα· τὸν ἀέρα ποὺ ἀναπνέουμε κάθε στιγμή, τὴ βροχούλα ποὺ ποτίζει τὰ πάντα, καὶ τὸν ἥλιο ποὺ φωτίζει, θερμαίνει καὶ ζωογονεῖ. Χωρὶς αὐτὰ θὰ ἔπαυαν νὰ ζοῦν καὶ ζῷα καὶ φυτὰ καὶ ὁ ἄνθρωπος. Τὴ μεγαλύτερη ὅ­μως ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὴ δείχνει ἡ ἱστορία. Κοιτάξ­τε τί ἔκανε ὁ Θεὸς χάριν τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν τὸ λέω ἐγώ, τὸ εἶπε τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο· «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥσ­τε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 3,16). Θυσίασε τὸ μονάκριβο Παιδί του!
Πῶς νὰ σᾶς δώσω, ἀδελφοί μου, νὰ ἐννοήσετε τὴ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; Ἤθελα νά ᾿χω λίγη ἀπὸ τὴν εὐγλωττία τοῦ Χρυσοστόμου. Ἂν κάποιος ἀπὸ σᾶς εἶνε πατέρας κ᾿ ἔχῃ μονάκριβο παιδί, μπορεῖ θὰ μὲ νιώσῃ. Σὺ πατέρα μὲ τὸ μοναχοπαίδι, ποὺ τ᾿ ἀγαπᾷς τόσο ὥσ­τε τὴ νύχτα ποὺ κοιμᾶται βάζεις τ᾿ αὐτί σου στὸ στῆθος του καὶ παρακολουθεῖς τὴν ἀναπνοή του, ἂν σοῦ ἔλεγαν, ὅτι ὁ πιὸ θανάσιμος ἐχθρὸς τῆς οἰκογενείας σας κινδυνεύει, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ σωθῇ ἂν ἀνοίξῃς τὶς φλέβες τοῦ παι­διοῦ καὶ τὸ θυσιάσῃς, σὲ ρωτῶ, πατέρα, θὰ τὸ ἔκανες; Ἔ, ἀδελφοί μου, αὐτό ἔκανε ὁ Θεός· θυσίασε τὸν Υἱό του τὸν ἀγαπητὸ γιὰ μᾶς τοὺς ἐχθρούς του ποὺ παρακούσαμε τὸ θέλημά του. Πάνω στὰ βουνὰ ὕστερα ἀπὸ μιὰ μάχη ἕνας στρατιώτης, βαρειὰ πληγωμένος, ξεψυχοῦσε. Ἤθελε νὰ γράψῃ γιὰ τελευταία φορὰ δυὸ λέξεις στὸ πιὸ ἀγαπημένο πρόσωπο, στὴ μανού­λα του. Κανείς δὲν ἦταν κοντά του νὰ τὸν βοη­θήσῃ. Μελάνι δὲν εἶχε· εἶχε μόνο τὸ αἷμα του, ποὺ ἔτρεχε ἄφθονο ἀπὸ τὴν πληγή του. Πῆρε ἕνα χαρτί, βούτηξε τὸ δαχτυλάκι του στὸ αἷμα καὶ ἔγραψε· «Μανούλα, σ᾿ ἀγαπῶ». Ὅταν πέρασαν οἱ στρατιῶτες καὶ μάζεψαν τοὺς νεκρούς, βρῆκαν καὶ τὸ χαρτάκι αὐτὸ καὶ τό ᾿στειλαν στὴ μάνα του. Εἶχε πολλὲς ἀποδείξεις ἡ μανούλα του ὅτι ὁ γυιός της τὴν ἀγα­πᾷ· ἀλλὰ ἡ πιὸ μεγάλη, ἡ πιὸ ἔμπρακτη ἀπόδειξι, ἦταν αὐτὸ ποὺ κρατοῦσε στὰ χέρια της· «Μανούλα, σ᾿ ἀγαπῶ». Κ᾿ ἐμεῖς ἔχουμε πολλὲς ἀποδείξεις ὅτι μᾶς ἀγαπᾷ ὁ Θεός· ἀλλὰ ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ στὸ σταυρὸ εἶνε ἡ πιὸ τρανὴ ἀπ᾿ ὅλες. Ἐκεῖ ἔγραψε ὁ Θεὸς μὲ τὸ αἷ­μα τοῦ Υἱοῦ του· «Παιδί μου, σ᾽ ἀγαπῶ».

* * *

Ἡ ἀγάπη ὅμως τοῦ Θεοῦ γεννᾷ, ἀγαπητοί μου, ὑποχρεώσεις γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Πρέπει κ᾿ ἐμεῖς νὰ δείξουμε τὴν ἀγάπη μας. Ἡ ἀγάπη εἶ­νε ἡ βασίλισσα ποὺ σέρνει τὸ χορὸ τῶν ἀρετῶν.
Ἂν πάρουμε μιὰ πέτρα καὶ τὴ ῥίξουμε σὲ μιὰ λίμνη, θὰ σχηματισθοῦν κύκλοι· κύκλοι μικροί, μεγαλύτεροι, ἀκόμη πιὸ μεγάλοι, ποὺ θὰ φθάνουν ὣς τὶς ὄχθες τῆς λίμνης. Ἔτσι καὶ ἡ ἀγάπη ἔχει κύκλους – κύκλους. Πρῶτος κύκλος· νὰ ἀγαπήσουμε τὴν οἰκογένειά μας, τὴ μανούλα μας. Κανείς δὲν γεννήθηκε ἀπὸ βρά­χο· αὐτὴ μᾶς ἔφερε στὸν κόσμο, θυσιάστηκε γιὰ μᾶς. Γι᾿ αὐτὸ μαρμαρωμένο τὸ χέρι ποὺ θὰ σηκωθῇ νὰ δείρῃ τὴ μάνα! Ν᾿ ἀγαπήσῃ ἡ σύζυ­γος τὸ σύζυγο, ὁ ἄντρας τὴ γυναῖκα «καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν Ἐκκλησίαν» (Ἐφ. 5,25). Τώρα δυστυχῶς, γιὰ ἀσήμαντη αἰτία, χωρίζουν καὶ διαλύονται οἰκογένειες. Ἐκτὸς τῆς οἰκογε­νείας μας ν᾿ ἀγαπήσουμε τοὺς διδασκάλους μας· διότι ἐὰν τὸ ζῆν τὸ χρωστοῦμε στοὺς γονεῖς μας, τὸ εὖ ζῆν τὸ χρωστοῦμε στοὺς διδα­σκάλους μας. Πέρα ἀπὸ αὐτοὺς πρέπει νὰ ἀγα­πήσουμε τὸν εὐρύτερο κύκλο, τὴν πατρίδα μας, καὶ μάλιστα ὅταν ἡ πατρὶς αὐτὴ εἶνε ἡ Ἑλλάς. Ἀγαπᾶτε, ἀδελφοί μου, τὴν Ἑλλάδα μας, τὴ μαρτυρικὴ αὐτὴ χώρα, ποὺ ἔδωσε ἑκατόμβες θυμάτων γιὰ τὰ ὑψηλὰ ἰδανικά. «Μητρός τε καὶ πατρὸς καὶ τῶν ἄλλων προγόνων ἁπάντων τιμιώτερόν ἐστιν ἡ πατρὶς καὶ σεμνότερον καὶ ἁγιώτερον καὶ ἐν μείζονι μοίρᾳ καὶ παρὰ θεοῖς καὶ παρ᾿ ἀνθρώποις τοῖς νοῦν ἔχουσι» (Ἡ γνώμη τοῦ Σωκράτους περὶ πατρίδος· Πλάτωνος Κρίτων 12).
Ἀγάπα λοιπὸν τὴν οἰκογένειά σου, τοὺς διδασκάλους σου, τὴν κοινωνία καὶ τὴν πατρίδα σου· ἀλλὰ ἀκόμα περισσότερο ἀγάπα τὴν Ἐκκλησία, τὸν παπᾶ μὲ τὰ τριμμένα ῥάσα, ποὺ τόσο συνετέλεσε στὴν ἐλευθερία μας. Ἡ Ἐκκλησία μὲ τὰ σχολεῖα μᾶς συγκράτησε, δι­αφύλαξε τοὺς θησαυροὺς τοῦ πνεύματος καὶ καλλιέργησε τὴν ἰδέα τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος. Ἂν δὲν ἦταν οἱ παπᾶδες, κόκκινο φέσι θὰ φορούσαμε σήμερα.
Ἀλλὰ παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα, ἀγαπητοί μου, πρέ­πει νὰ ἀγαπήσουμε τὸ Θεό. Δυστυχῶς στὰ χρόνια μας ἡ ἀγάπη αὐτὴ ἐξέλιπε. Ποιά ἡ αἰτία τῆς ἀδιαφορίας πρὸς τὸ Θεό; Ἡ ἁμαρτία. Τὸ εἶπε ὁ Κύριος· «Διὰ τὸ πληθυνθῆναι τὴν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» (Ματθ. 24,12). Ναί, ἀδελφοί μου, ἡ ἁμαρτία, καὶ ἰδιαιτέρως ἡ ἁμαρτία τῆς βλασφημίας ποὺ ἀκούγεται παντοῦ· μέσα στὸ σπίτι, στοὺς δρόμους, στὶς πλατεῖες, στὴν ἀγορά, καὶ στὸ στρατό.
Ἀδελφοί μου, σᾶς ὑπογράφω συμβόλαιο· ἐὰν ὁ λαὸς πάψῃ νὰ βλαστημάῃ, τίποτα δὲν ἔ­χουμε νὰ φοβηθοῦμε· ἠλεκτρικὸ σύρμα θὰ γίνουν τὰ σύνορά μας καὶ ὅποιος τ᾿ ἀγγίζει θὰ τινάζεται στὸν ἀέρα! Γράψτε το παντοῦ καὶ ἰ­δίως στὶς καρδιές σας· ἂν θέλουμε νὰ δοῦμε ἡμέρες εἰρήνης, πρέπει νὰ λείψῃ ἡ βλασφημία ἀπὸ τὸν τόπο μας. Τότε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θὰ βασιλεύῃ παντοῦ καὶ θ᾿ ἀκούγεται μιὰ ἀπέραντη δοξολογία στὸν Κύριο· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰ­ῶνας.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὴν ἱ. μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου – Παναγίας Μαυριωτίσσης Καστορίας τὴν 11-9-1955.
Κ

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.