ΓΡΑΨΤΕ ΤΟ ΠΑΝΤΟΥ, ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ ΣΑΣ ΥΠΟΓΡΑΦΩ, ΑΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΗΜΕΡΕΣ ΕΙΡΗΝΗΣ, ΝΑ ΠΑΥΣΗ Η ΒΛΑΣΦΗΜΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΑΣ
Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως (Ἰω. 3,13-17)
Tοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
TI EINAI O ΘΕΟΣ;
«Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 3,15)
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο; Μᾶς μίλησε γιὰ ἐκεῖνον ποὺ κατέβηκε καὶ ἀνέβηκε· κατέβηκε στὰ κατώτερα βάθη, στὸν ᾅδη, καὶ ἀνέβηκε στὰ μεγαλύτερα ὕψη, στὸν οὐρανό· μᾶς μίλησε γιὰ τὸ Θεό. Ἀλλὰ τί εἶνε Θεός;
Ὑπῆρχε, λένε, ἕνας βασιλιᾶς ποὺ τὸν βασάνιζε ἡ σκέψι «τί εἶνε Θεός;». Κάλεσε ἕνα μεγάλο σοφὸ καὶ τὸ ρώτησε· –Τί εἶνε Θεός; Ἐκεῖνος ζήτησε τρεῖς μέρες προθεσμία. Κλείστηκε κι ἄρχισε νὰ μελετᾷ. Μὰ στὶς τρεῖς μέρες δὲν ἦταν σὲ θέσι νὰ δώσῃ ἀπάντησι. Παρουσιάστηκε στὸ βασιλιᾶ καὶ ζήτησε παράτασι ἄλλες τρεῖς μέρες. Τοῦ ἔδωσε, ἀλλὰ καὶ πάλι τίποτα. Ζήτησε πάλι καὶ πάλι παράτασι, μὰ τὸ ἴδιο. Ὥσπου ἀπελπισμένος παρουσιάζεται καὶ λέει· –Βασιλιᾶ μου, δυστυχῶς κανείς δὲν μπορεῖ νὰ δώσῃ ἀπάντησι στὸ ἐρώτημά σου.
Τί εἶνε Θεός; Ἀδυνατεῖ ν᾿ ἀπαντήσῃ ὁ πεπερασμένος νοῦς τοῦ ἀνθρώπου· δὲν μπορεῖ τὸ μικρό του μυαλουδάκι νὰ συλλάβῃ τὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ, τὴν ἄπειρο θεότητα, τὸν ἄπειρον Νοῦν. Ὅσο μπορεῖ ἕνα ποτήρι νὰ χωρέσῃ τὸ νερὸ τοῦ ὠκεανοῦ, ἄλλο τόσο μπορεῖ καὶ τὸ μικρό μας μυαλὸ νὰ χωρέσῃ τὸν ὠκεανὸ τῆς θεότητος, τὴ θεία σοφία.
Πάνω σ᾿ αὐτὸ ὑπάρχει ἕνα ἀνέκδοτο. Κάποιος, ποὺ τὸν βασάνιζε τὸ ἐρώτημα «τί εἶνε Θεός;», ἔσυρε τὰ βήματά του στὴν ἀκρογιαλιά. Βλέπει ἐκεῖ ἕνα παιδάκι νὰ κάνῃ μὲ τὰ χεράκια του ἕνα μικρὸ λάκκο καὶ μὲ τὸ κουβαδάκι του νὰ φέρνῃ καὶ νὰ ῥίχνῃ μέσα νερὸ ἀπὸ τὴ θάλασσα. –Τί κάνεις ἐκεῖ, παιδί μου; ρωτάει. –Νά, προσπαθῶ ν᾿ ἀδειάσω μέσα ἐδῶ τὴ θάλασσα. –Μὰ αὐτὸ εἶνε ἀνοησία. –Ἂν αὐτὸ εἶνε ἀνοησία, λέει τὸ παιδάκι, πόσο μᾶλλον ἀνοησία εἶνε νὰ νομίζῃ ὁ ἄνθρωπος πὼς μπορεῖ νὰ χωρέσῃ στὸ μικρὸ μυαλό του ὁ ὠκεανὸς τῆς θεότητος;… Τὸ παιδάκι ἦταν ἄγγελος, καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ ὁποίου ἐγὼ ἀναξίως φέρω τὸ ὄνομα (ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος).
Ὥστε λοιπὸν κανείς δὲν θὰ μπορέσῃ ν᾿ ἀπαντήσῃ στὸ ἐρώτημά μας; Ἀλλὰ τὴν ἀπάντησι ποὺ δὲν μποροῦν νὰ δώσουν οἱ σοφοὶ τοῦ κόσμου, τὴ δίνει τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ δυστυχῶς ἐμεῖς δὲν τὸ διαβάζουμε. Τί λέει τὸ Εὐαγγέλιο, τί ἀπαντᾷ στὸ ἐρώτημά μας; Ἀνοῖξτε καὶ ψάξτε στὶς ἐπιστολὲς τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου· θὰ βρῆτε ἐκεῖ τὴν ἀπάντησι. Ἐκεῖ, μέσα σὲ τρεῖς λέξεις –τί μεγαλεῖο!– κλείνει ὅλο τὸ νόημα καὶ λέει· ὁ Θεὸς εἶνε ἀγάπη, «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί» (Α΄ Ἰω. 4,8,16).
* * *
Ὁ Θεὸς εἶνε ἀγάπη! Ἂν ῥίξουμε, ἀγαπητοί μου, μιὰ ματιὰ στὴ φύσι, στὸν ἄνθρωπο, καὶ στὴν ἱστορία, θὰ δοῦμε τὴ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἡ φύσις καὶ ὅλο τὸ σύμπαν κατασκευάστηκε ἀπὸ τὸ Θεό, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Πᾶς οἶκος κατασκευάζεται ὑπό τινος, ὁ δὲ τὰ πάντα κατασκευάσας Θεός» (Ἑβρ. 3,4)· τὸ σπίτι ἔχει τὸν κατασκευαστή του, καὶ ὁ κόσμος ἔχει τὸν Κτίστη του. Ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν κόσμο ἀπὸ ἀγάπη, τὴν ὁποία ἀκόμη πιὸ καθαρὰ βλέπουμε ἂν ἐξετάσουμε τὸν ἑαυτό μας, τὸν ἄνθρωπο. Εἶνε τὸ ἀριστούργημα τῆς θείας δημιουργίας, ἕνας μικρόκοσμος, θαῦμα θαυμάτων. Ὁ Θεὸς τὸν ἔβαλε νὰ κατοικήσῃ σ᾿ αὐτὸ τὸν πλανήτη μὲ τὰ ζῷα, τὰ πουλιά, τὴ θάλασσα καὶ τὰ ψάρια γιὰ τὴ συντήρησί του. Ὅλα μᾶς τά ᾿δωσε· καὶ προπαντὸς ἡ ἀγάπη του μᾶς ἔδωσε τρία δῶρα· τὸν ἀέρα ποὺ ἀναπνέουμε κάθε στιγμή, τὴ βροχούλα ποὺ ποτίζει τὰ πάντα, καὶ τὸν ἥλιο ποὺ φωτίζει, θερμαίνει καὶ ζωογονεῖ. Χωρὶς αὐτὰ θὰ ἔπαυαν νὰ ζοῦν καὶ ζῷα καὶ φυτὰ καὶ ὁ ἄνθρωπος. Τὴ μεγαλύτερη ὅμως ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὴ δείχνει ἡ ἱστορία. Κοιτάξτε τί ἔκανε ὁ Θεὸς χάριν τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν τὸ λέω ἐγώ, τὸ εἶπε τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο· «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 3,16). Θυσίασε τὸ μονάκριβο Παιδί του!
Πῶς νὰ σᾶς δώσω, ἀδελφοί μου, νὰ ἐννοήσετε τὴ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; Ἤθελα νά ᾿χω λίγη ἀπὸ τὴν εὐγλωττία τοῦ Χρυσοστόμου. Ἂν κάποιος ἀπὸ σᾶς εἶνε πατέρας κ᾿ ἔχῃ μονάκριβο παιδί, μπορεῖ θὰ μὲ νιώσῃ. Σὺ πατέρα μὲ τὸ μοναχοπαίδι, ποὺ τ᾿ ἀγαπᾷς τόσο ὥστε τὴ νύχτα ποὺ κοιμᾶται βάζεις τ᾿ αὐτί σου στὸ στῆθος του καὶ παρακολουθεῖς τὴν ἀναπνοή του, ἂν σοῦ ἔλεγαν, ὅτι ὁ πιὸ θανάσιμος ἐχθρὸς τῆς οἰκογενείας σας κινδυνεύει, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ σωθῇ ἂν ἀνοίξῃς τὶς φλέβες τοῦ παιδιοῦ καὶ τὸ θυσιάσῃς, σὲ ρωτῶ, πατέρα, θὰ τὸ ἔκανες; Ἔ, ἀδελφοί μου, αὐτό ἔκανε ὁ Θεός· θυσίασε τὸν Υἱό του τὸν ἀγαπητὸ γιὰ μᾶς τοὺς ἐχθρούς του ποὺ παρακούσαμε τὸ θέλημά του. Πάνω στὰ βουνὰ ὕστερα ἀπὸ μιὰ μάχη ἕνας στρατιώτης, βαρειὰ πληγωμένος, ξεψυχοῦσε. Ἤθελε νὰ γράψῃ γιὰ τελευταία φορὰ δυὸ λέξεις στὸ πιὸ ἀγαπημένο πρόσωπο, στὴ μανούλα του. Κανείς δὲν ἦταν κοντά του νὰ τὸν βοηθήσῃ. Μελάνι δὲν εἶχε· εἶχε μόνο τὸ αἷμα του, ποὺ ἔτρεχε ἄφθονο ἀπὸ τὴν πληγή του. Πῆρε ἕνα χαρτί, βούτηξε τὸ δαχτυλάκι του στὸ αἷμα καὶ ἔγραψε· «Μανούλα, σ᾿ ἀγαπῶ». Ὅταν πέρασαν οἱ στρατιῶτες καὶ μάζεψαν τοὺς νεκρούς, βρῆκαν καὶ τὸ χαρτάκι αὐτὸ καὶ τό ᾿στειλαν στὴ μάνα του. Εἶχε πολλὲς ἀποδείξεις ἡ μανούλα του ὅτι ὁ γυιός της τὴν ἀγαπᾷ· ἀλλὰ ἡ πιὸ μεγάλη, ἡ πιὸ ἔμπρακτη ἀπόδειξι, ἦταν αὐτὸ ποὺ κρατοῦσε στὰ χέρια της· «Μανούλα, σ᾿ ἀγαπῶ». Κ᾿ ἐμεῖς ἔχουμε πολλὲς ἀποδείξεις ὅτι μᾶς ἀγαπᾷ ὁ Θεός· ἀλλὰ ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ στὸ σταυρὸ εἶνε ἡ πιὸ τρανὴ ἀπ᾿ ὅλες. Ἐκεῖ ἔγραψε ὁ Θεὸς μὲ τὸ αἷμα τοῦ Υἱοῦ του· «Παιδί μου, σ᾽ ἀγαπῶ».
* * *
Ἡ ἀγάπη ὅμως τοῦ Θεοῦ γεννᾷ, ἀγαπητοί μου, ὑποχρεώσεις γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Πρέπει κ᾿ ἐμεῖς νὰ δείξουμε τὴν ἀγάπη μας. Ἡ ἀγάπη εἶνε ἡ βασίλισσα ποὺ σέρνει τὸ χορὸ τῶν ἀρετῶν.
Ἂν πάρουμε μιὰ πέτρα καὶ τὴ ῥίξουμε σὲ μιὰ λίμνη, θὰ σχηματισθοῦν κύκλοι· κύκλοι μικροί, μεγαλύτεροι, ἀκόμη πιὸ μεγάλοι, ποὺ θὰ φθάνουν ὣς τὶς ὄχθες τῆς λίμνης. Ἔτσι καὶ ἡ ἀγάπη ἔχει κύκλους – κύκλους. Πρῶτος κύκλος· νὰ ἀγαπήσουμε τὴν οἰκογένειά μας, τὴ μανούλα μας. Κανείς δὲν γεννήθηκε ἀπὸ βράχο· αὐτὴ μᾶς ἔφερε στὸν κόσμο, θυσιάστηκε γιὰ μᾶς. Γι᾿ αὐτὸ μαρμαρωμένο τὸ χέρι ποὺ θὰ σηκωθῇ νὰ δείρῃ τὴ μάνα! Ν᾿ ἀγαπήσῃ ἡ σύζυγος τὸ σύζυγο, ὁ ἄντρας τὴ γυναῖκα «καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν Ἐκκλησίαν» (Ἐφ. 5,25). Τώρα δυστυχῶς, γιὰ ἀσήμαντη αἰτία, χωρίζουν καὶ διαλύονται οἰκογένειες. Ἐκτὸς τῆς οἰκογενείας μας ν᾿ ἀγαπήσουμε τοὺς διδασκάλους μας· διότι ἐὰν τὸ ζῆν τὸ χρωστοῦμε στοὺς γονεῖς μας, τὸ εὖ ζῆν τὸ χρωστοῦμε στοὺς διδασκάλους μας. Πέρα ἀπὸ αὐτοὺς πρέπει νὰ ἀγαπήσουμε τὸν εὐρύτερο κύκλο, τὴν πατρίδα μας, καὶ μάλιστα ὅταν ἡ πατρὶς αὐτὴ εἶνε ἡ Ἑλλάς. Ἀγαπᾶτε, ἀδελφοί μου, τὴν Ἑλλάδα μας, τὴ μαρτυρικὴ αὐτὴ χώρα, ποὺ ἔδωσε ἑκατόμβες θυμάτων γιὰ τὰ ὑψηλὰ ἰδανικά. «Μητρός τε καὶ πατρὸς καὶ τῶν ἄλλων προγόνων ἁπάντων τιμιώτερόν ἐστιν ἡ πατρὶς καὶ σεμνότερον καὶ ἁγιώτερον καὶ ἐν μείζονι μοίρᾳ καὶ παρὰ θεοῖς καὶ παρ᾿ ἀνθρώποις τοῖς νοῦν ἔχουσι» (Ἡ γνώμη τοῦ Σωκράτους περὶ πατρίδος· Πλάτωνος Κρίτων 12).
Ἀγάπα λοιπὸν τὴν οἰκογένειά σου, τοὺς διδασκάλους σου, τὴν κοινωνία καὶ τὴν πατρίδα σου· ἀλλὰ ἀκόμα περισσότερο ἀγάπα τὴν Ἐκκλησία, τὸν παπᾶ μὲ τὰ τριμμένα ῥάσα, ποὺ τόσο συνετέλεσε στὴν ἐλευθερία μας. Ἡ Ἐκκλησία μὲ τὰ σχολεῖα μᾶς συγκράτησε, διαφύλαξε τοὺς θησαυροὺς τοῦ πνεύματος καὶ καλλιέργησε τὴν ἰδέα τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος. Ἂν δὲν ἦταν οἱ παπᾶδες, κόκκινο φέσι θὰ φορούσαμε σήμερα.
Ἀλλὰ παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα, ἀγαπητοί μου, πρέπει νὰ ἀγαπήσουμε τὸ Θεό. Δυστυχῶς στὰ χρόνια μας ἡ ἀγάπη αὐτὴ ἐξέλιπε. Ποιά ἡ αἰτία τῆς ἀδιαφορίας πρὸς τὸ Θεό; Ἡ ἁμαρτία. Τὸ εἶπε ὁ Κύριος· «Διὰ τὸ πληθυνθῆναι τὴν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» (Ματθ. 24,12). Ναί, ἀδελφοί μου, ἡ ἁμαρτία, καὶ ἰδιαιτέρως ἡ ἁμαρτία τῆς βλασφημίας ποὺ ἀκούγεται παντοῦ· μέσα στὸ σπίτι, στοὺς δρόμους, στὶς πλατεῖες, στὴν ἀγορά, καὶ στὸ στρατό.
Ἀδελφοί μου, σᾶς ὑπογράφω συμβόλαιο· ἐὰν ὁ λαὸς πάψῃ νὰ βλαστημάῃ, τίποτα δὲν ἔχουμε νὰ φοβηθοῦμε· ἠλεκτρικὸ σύρμα θὰ γίνουν τὰ σύνορά μας καὶ ὅποιος τ᾿ ἀγγίζει θὰ τινάζεται στὸν ἀέρα! Γράψτε το παντοῦ καὶ ἰδίως στὶς καρδιές σας· ἂν θέλουμε νὰ δοῦμε ἡμέρες εἰρήνης, πρέπει νὰ λείψῃ ἡ βλασφημία ἀπὸ τὸν τόπο μας. Τότε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θὰ βασιλεύῃ παντοῦ καὶ θ᾿ ἀκούγεται μιὰ ἀπέραντη δοξολογία στὸν Κύριο· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὴν ἱ. μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου – Παναγίας Μαυριωτίσσης Καστορίας τὴν 11-9-1955.
Κ
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.