Αυγουστίνος Καντιώτης



Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ 2. ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ 3. TI ΣΥΜΒΟΥΛΙΖΕΙ Ο ΣΤΑΥΡΟΣ (Ενωσις με τον Χριστο, χωρισμος εκ του κοσμου, σταυρωσις παθων, αθλησις υπερ αληθειας και δικαιοσυνης, ζωη θυσιας και αυταπαρνησεως. Χριστιανος ανευ σταυρου δεν νοειται).

date Σεπ 13th, 2016 | filed Filed under: εορτολογιο

Ὕψωσις τοῦ τιμίου Σταυροῦ
14 Σεπτεμβρίου
Ὁμιλίες τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ (1) ΣΕ pdf
Kανονικά τον Σταυρό (2) ἡχητικό
Τί συμβουλίζει ὁ Σταυρός (3)

1. Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

 

 2. KANONIKA TON ΣTAYΡO MAΣ

——————-

——————

 3. ΤΙ ΣΥΜΒΟΛΙΖΕΙ  Ο ΣΤΑΥΡΟΣ

Ο ΣΤΑΥΡΟΣ, τὸ ὀδυνηρὸν ξύλον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐν πολλῇ ἀτιμίᾳ ἐξέπνευσεν ὁ υἱὸς τῆς Παρθένου, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, εἶνε τὸ ζωηρότερον ἔμβλημα τῆς αἰωνίου ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπον.

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ φύσει

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Βεβαίως οὐδέποτε ἔπαυσεν ὁ Θεὸς ν᾿ ἀγαπᾷ τὸν ἄνθρωπον. Ὁπουδήποτε καὶ ἐὰν σταθῶμεν καὶ στρέψωμεν τὰ βλέμματά μας πρὸς τὴν περὶ ἡμᾶς φύσιν, θὰ ἴδωμεν, ὡς ἐν πανοράματι, τὴν ἀγάπην τοῦ οὐρανίου Πατρός. Θὰ τὴν ἴδωμεν νὰ πλημμυρῇ τὸ ἄπειρον, ὅλον τὸ σύμπαν. Θεέ μου, ποῦ νὰ στραφῶμεν καὶ νὰ μὴ ἀντικρύσωμεν ἕνα δεῖγμα τῆς ἀγάπης σου! Τυφλοὶ καὶ κωφοὶ καὶ ἀναίσθητοι αὐτοὶ ποὺ δὲν τὴν βλέπουν, δὲν τὴν ἀκούουν, δὲν τὴν αἰσθάνονται.

Αἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου, ποὺ φωτίζουν, θερμαίνουν καὶ ζωογονοῦν τὴν πλάσιν· αἱ αὖραι καὶ οἱ ζέφυροι, ποὺ πνέουν καὶ δροσίζουν· τὰ ῥεύματα τῶν ποταμῶν, τὰ κύματα, οἱ μετεωρισμοὶ τῶν θαλασσῶν, αἱ χιονοσκεπεῖς κορυφαὶ τῶν ὀρέων· οἱ θησαυροὶ τῶν ὠκεανῶν, τὰ πολύτιμα μέταλλα ποὺ ἐγκλείουν τὰ σπλάγχνα τῆς γῆς· τὰ πολύχρωμα ἄνθη ποὺ σκορποῦν τὰ ἀρώματά των, οἱ γλυκεῖς καρποὶ τῶν δένδρων· αἱ μέλισσαι ποὺ πετοῦν ἀπὸ ἄνθος εἰς ἄνθος, τὰ ἀρνία ποὺ βόσκουν εἰς τὰς χλοερὰς πεδιάδας, τὰ πτηνὰ ποὺ μελῳδικῶς ψάλλουν μέσα εἰς τὰ πυκνά, τὰ παρθένα δάση, οἱ ἰχθύες, τὰ κήτη τὰ μεγάλα, οἱ λευϊάθαν (Ἰεζ. 32,2 μετάφρ. Ἀκύλα) ποὺ ποντοποροῦν· ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη, τὰ ἄστρα, οἱ γαλαξίαι…· ὅλα εἶνε ἄφωνοι ἱεροκήρυκες, ὅλα μυστικῶς κηρύττουν ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε ἀγάπη. Ὄχι δὲ μόνον τὰ μέγιστα, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐλάχιστα τῆς δημιουργίας τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, μία σταγὼν ὠκεανοῦ, ἕνα φύλλον δένδρου, ἕνα μόριον ὕλης, βλεπόμενα διὰ μικροσκοπίου, ἐὰν ὑπῆρχε τρόπος νὰ τὰ ἐρωτήσωμεν καὶ αὐτὰ νὰ μᾶς ἀπαντήσουν, θὰ ἠκούομεν ν᾿ ἀφήνουν μίαν μυριόστομον φωνήν. Ἡ φωνὴ αὐτή, ἐρχομένη ἐξ ὅλων τῶν σημείων τοῦ σύμπαντος, ὑμνεῖ τὴν θείαν ἀγάπην, τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπον, τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἐπιθυμεῖ νὰ βλέπῃ νὰ ζῇ ἐν χαρᾷ καὶ ἀγαλλιάσει.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Αὐτὴ ὡς μυστικὴ καὶ ἀόρατος ἅλυσις συγκρατεῖ τὴν δημιουργίαν. Αὐτὴ διὰ τῆς προνοίας, ἡ ὁποία ἐπεκτείνεται ἕως τὰ μικροσκοπικὰ δημιουργήματα, δὲν ἀφήνει νὰ διαλυθῇ ἡ φύσις εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη στοιχεῖα. Δὲν τὴν ἀφήνει νὰ ἐπαναστατήσῃ κατὰ τοῦ ἀχαρίστου καὶ τοῦ ἀποστάτου ἀνθρώπου, ἀλλά, καὶ ἀτακτοῦσαν ἐνίοτε διὰ τὴν ἁμαρτωλότητά μας, τὴν χαλιναγωγεῖ, τὴν ῥυθμίζει συμφώνως πρὸς τοὺς νόμους ποὺ αὐτὴ ἔθεσε, καὶ τὴν διατάσσει νὰ κινῆται εὐτάκτως καὶ εὐεργετικῶς διὰ τὸν ἄνθρωπον. Οὕτω τὰ πάντα ἐν τῷ φυσικῷ κόσμῳ, πεδίῳ δράσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελοῦν ὑπέροχον, ἀσύλληπτον ἁρμονίαν, ἡ ὁποία ἐπλήρωνε θαυμασμοῦ τὸν προφητάνακτα Δαυΐδ, ὥστε νὰ ψάλλῃ τὸν θεσπέσιον ὕμνον· «Αἰνεῖτε τὸν Κύριον ἐκ τῆς γῆς, δράκοντες καὶ πᾶσαι ἄβυσσοι· πῦρ, χάλαζα, χιών, κρύσταλλος, πνεῦμα καταιγίδος, τὰ ποιοῦντα τὸν λόγον αὐτοῦ· τὰ ὄρη καὶ πάντες οἱ βουνοί, ξύλα καρποφόρα καὶ πᾶσαι κέδροι· τὰ θηρία καὶ πάντα τὰ κτήνη, ἑρπετὰ καὶ πετεινὰ πτερωτά» (Ψαλμ. 148,7-10).
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Ἂς λάβωμεν ὡς συγκεκριμένον παράδειγμα τὸν ἥλιον. Εἶνε ὁ μέγας φωστήρ, τὸν ὁποῖον ἤναψεν ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ στερεώματι διὰ νὰ φωτίζῃ, διὰ νὰ γίνεται ἡμέρα. Ἀνατέλλει καὶ δύει εἰς ὡρισμένην ὥραν. «Ὁ ἥλιος ἔγνω τὴν δύσιν αὐτοῦ. Ἔθου σκότος, καὶ ἐγένετο νύξ» (Ψαλμ. 103,19-20). Καὶ τοῦτο, διότι ἡ τροχιά, τὴν ὁποίαν διατρέχει πέριξ τοῦ ἡλίου ἡ γῆ, εἶνε καθωρισμένη. Ἡ ἀπόστασις τοῦ ἡλίου ἀπὸ τῆς γῆς κατὰ τὰς διαφόρους ἐποχὰς τοῦ ἔτους εἶνε καὶ αὐτὴ καθωρισμένη. Ὅλα καθωρισμένα ἀπὸ Ἐκεῖνον! Τέλειον ὡρολόγιον. Ἀλλ᾿ ἐὰν Ἐκεῖνος, ἀγανακτῶν διὰ τὴν ἠθικὴν ἐκτροχίασιν τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τοῦ νόμου του, ὑποθέσωμεν, ὅτι διέτασσε τὸν ἥλιον ν᾿ ἀπομακρυνθῇ ἀκόμη περισσότερον ἐκ τῆς γῆς, νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸ σημεῖον εἰς τὸ ὁποῖον σήμερα εὑρίσκεται, νὰ ταξιδεύσῃ ἑκατομμύρια καὶ δισεκατομμύρια λευγῶν, τότε ἀπὸ τῆς γῆς ὁ ἥλιος θὰ ἐφαίνετο ὡς ἕνας μικρὸς ἀστήρ, ὡς ἕνας ἐξ ἐκείνων ποὺ βλέπομεν εἰς τὸν οὐρανόν, ἀστὴρ τοῦ ὁποίου αἱ ἀκτῖνες δὲν θὰ ἤρχοντο εἰς τὴν γῆν ἐντὸς 8 λεπτῶν τῆς ὥρας, ὡς τώρα, ἀλλὰ θὰ ἐχρειάζοντο 5 καὶ 10 καὶ 20 καὶ 40 ἔτη διὰ νὰ ἔλθουν ἐκ τῆς ἰλιγγιώδους ἐκείνης ἀποστάσεως. Φαντασθῆτε· μετὰ 40 ἔτη τὸ φῶς, τὸ ὁποῖον ἔχομεν τώρα εἰς τὰς οἰκίας μας ἐντὸς ὀλίγων λεπτῶν. Καὶ ὅταν θὰ ἤρχετο, θὰ ἦσαν τόσον ἀσθενεῖς αἱ ἀκτῖνες, ὥστε θὰ ἦτο ἀδύνατον νὰ φωτίσουν καὶ νὰ θερμάνουν καὶ ἕνα ἄνθρωπον. Ὁ ἥλιος θὰ εἶχε καταντήσει λύχνος νεκροταφείου. Ἀποτέλεσμα τῆς τοιαύτης ἀπομακρύνσεως τοῦ ἡλίου θὰ ἦτο, ὅτι ἡ γῆ, χάνουσα τὸν φωτισμὸν καὶ τὴν θέρμανσίν της καὶ μὴ δυναμένη μὲ ὅλον τὸ πλῆθος τῶν ἐπιστημόνων της ν᾿ ἀναπληρώσῃ τὸ ἡλιακὸν φῶς, θὰ ἐβυθίζετο εἰς τὸ σκότος, οἱ παγετῶνες τῶν δύο πόλων θὰ ἐπεξέτεινον τὴν κυριαρχίαν των μέχρι τῆς διακεκαυμένης ζώνης, οἱ ποταμοί, αἱ λίμναι καὶ αἱ θάλασσαι θὰ ἐκρυσταλλοποιοῦντο, καὶ πᾶσα ζωὴ ἐπὶ τοῦ πλανήτου θὰ ἐνεκρώνετο. Ταῦτα, ἐὰν ὁ ἥλιος ἀπεμακρύνετο πέρα τοῦ ὁροθεσίου του. Ἀλλ᾿ ἐὰν ὁ ἥλιος, ἀντὶ ν᾿ ἀπομακρυνθῇ, ἐλάμβανε παρὰ τοῦ Πλάστου ἀντίθετον διαταγήν, διαταγὴν νὰ πλησιάσῃ, νὰ μειώσῃ τὴν ἀπόστασίν του ἐκ τῆς γῆς…, καὶ ἰδοὺ ὁ ἥλιος, πειθαρχικὸς στρατιώτης τοῦ Θεοῦ, ἐκτελεῖ τὸ πρόσταγμα, τρέχει ἰλιγγιωδῶς, πλησιάζει καὶ ἐλαττώνει κατὰ τὸ ἥμισυ τὴν μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τῆς γῆς ἀπόστασιν; Τότε ἐκ τῆς νέας θέσεώς του ὁ ἥλιος θὰ ἐφαίνετο ἐδῶ εἰς τὴν γῆν τετραπλάσιος καὶ πενταπλάσιος ἀπ᾿ ὅ,τι φαίνεται σήμερον, μεγαλοπρεπὲς μὲν καὶ φαντασμαγορικὸν θέαμα, ἀλλὰ μὲ ποίας τραγικὰς συνεπείας! Αἱ ἀκτῖνές του, θερμαὶ καὶ καυστικαὶ ἑκατοντάκις καὶ χιλιάκις περισσότερον τῆς σημερινῆς θερμότητος, θὰ ἔλυωνον τὴν ὕαλον καὶ τὰ σκληρότερα μέταλλα, καὶ πύρινοι ποταμοὶ ἀναλελυμένων μετάλλων θὰ ἐκυλίοντο, οἱ ποταμοὶ τῶν ὑδάτων θὰ ἐξηραίνοντο, οἱ ὠκεανοὶ θὰ ἐξητμίζοντο, καὶ ἡ γῆ, παρ᾿ ὅλους τοὺς ἀνεμιστῆρας τῶν ἐπιστημόνων, θὰ ἐψήνετο ὡς τὸ τοῦβλον ἐντὸς τῆς καμίνου. Καὶ οἱ ἄνθρωποι; Ἐὰν ἐπρολάμβανον, θὰ ἐγκατέλειπον ἐν σπουδῇ τοὺς οὐρανοξύστας καὶ θ᾿ ἀνεζήτουν τὰ βαθύτερα, τὰ σκοτεινότερα, τὰ ἀπροσπέλαστα ἀπὸ τὰς καιούσας ἡλιακὰς ἀκτῖνας σπήλαια τῆς γῆς, καὶ ὡς διψασμένοι Τάνταλοι θὰ ἔγλειφον μὲ τὰς γλώσσας των τὰ ὑγρὰ τοιχώματα τῶν σπηλαίων καὶ τῶν ὀπῶν τῆς γῆς… Ὁποία φρικώδης κατάστασις!
Ἀλλ᾿, ἄνθρωποι, μὴ ταράσσεσθε. Μετακινήσεις ὁροθεσιῶν, ἀλλοιώσεις καὶ μεταβολαί, σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ ἡλίῳ δὲν φαίνονται, τοὐλάχιστον ἐπὶ τοῦ παρόντος. Εἰς τὸ μέλλον; Ὁ Θεὸς οἶδε! Ὁ ἥλιος τώρα ἵσταται εἰς τὴν θέσιν του. Εὐρύθμως κινεῖται. Στέλλει ἑκατομμύρια, δισεκατομμύρια κιλοβὰτ φωτὸς εἰς τὴν ἀχάριστον γῆν. Καὶ ὁ Κύριός του ἀντ᾿ αὐτῶν εἰσπράττει… βλασφημίας, φρικτὰς βλασφημίας. Ὦ Κύριε, πόσον ἐλεήμων εἶσαι!

Σύμβολον τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ χάριτι

Ὦ ἀγάπη Θεοῦ, θεία ἀγάπη! Σὺ ἀνατέλλεις τὸν ἥλιον «ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς» καὶ βρέχεις «ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Ματθ. 5,45). Θαυμαστὴ ἡ ἀγάπη αὐτὴ τοῦ οὐρανίου Πατρός. Ἀλλ᾿ ἡ ἀγάπη αὐτή, ὅσον θαυμαστὴ καὶ ἂν εἶνε, φαίνεται μικρά, πολὺ μικρά, ἐν συγκρίσει πρὸς τὴν ἀγάπην, ἡ ὁποία ἐξεδηλώθη ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ποία γλῶσσα θὰ ὑμνήσῃ τὴν ἀγάπην αὐτήν; Ἀνοίξατε, φίλοι ἀναγνῶσται, ἀνοίξατε τὴν ἁγίαν Γραφὴν καὶ κάνετε θέμα βαθυτάτης μελέτης καὶ προσοχῆς δύο ῥητὰ ἐκ τῆς Κ. Διαθήκης. Τὸ ἕνα εἶνε τοῦ Κυρίου· «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 3,16). Τὸ ἄλλο ῥητὸν εἶνε τοῦ Παύλου· «Ἐμοὶ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι᾿ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ» (Γαλ. 6,14). Ὁ δὲ ἱ. Χρυσόστομος, φιλοσοφῶν ἐπὶ τῶν ῥημάτων τοῦ Παύλου, κηρύττει· Οὔτε ὁ οὐρανὸς οὔτε ἡ θάλασσα οὔτε ἡ γῆ οὔτε ἡ ἐκ τοῦ μηδενὸς δημιουργία τοῦ σύμπαντος οὔτε ἄλλο τι ὑπάρχει ποὺ ν᾿ ἀποδεικνύῃ τόσον τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπον ὅσον ὁ σταυρός. Ὁ σταυρὸς εἶνε ἡ δόξα μας, ἡ δόξα τῶν κηρυττόντων τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Χριστὸς ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Εἶνε ἡ ἀγάπη ὄχι πλέον εἰς τὰς χρυσᾶς ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου καὶ τὰ μυροβόλα ἄνθη τῶν ἀγρῶν καὶ εἰς τὰς ἀναψυκτικὰς αὔρας, ζεφύρους καὶ λοιπὰ εὐεργετικὰ δημιουργήματα φαινομένη, ἀλλ᾿ ἡ διὰ τοῦ αἵματος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ δεικνυομένη ἀγάπη, ἐκδηλουμένη ὄχι ὑπὲρ φίλων, ἀλλ᾿ ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν, ὑπὲρ τῶν ἁμαρτωλῶν, τῶν ἀχαρίστων καὶ βλασφήμων ἡμῶν ἀνθρώπων (βλ. Ῥωμ. 5,6-10). Ἀγάπη οὐρανομήκης. Ἀγάπη ὑπερβαίνουσα πᾶν μέτρον, πᾶσαν κατανόησιν. Ἀγάπη ἐσταυρωμένη. Οὕτω πως πρέπει νὰ τὴν ὀνομάσωμεν.
Αὐτὴ ἡ ἀγάπη ἤναψεν, ἐν τῷ νοητῷ στρεώματι φωστῆρα μέγαν, ἥλιον ποὺ θὰ φωτίζῃ καὶ θὰ θερμαίνῃ καὶ θὰ ζωογονῇ πᾶσαν καρδίαν πιστεύουσαν εἰς τὸν Ἐσταυρωμένον. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη συμπλέκεται τρυφερῶς καὶ σχηματίζει τὸν ἥλιον, τὸν μυστικὸν ἀστέρα τῆς Ἀποκαλύψεως, τὸν ἀστέρα τῶν ὀκτὼ ἀκτίνων. Πῶς; Ζωγράφισε σταυρὸν καὶ θέσε ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὸ ἀρχικὸν γράμμα τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔχεις τὸν ἀκτινοβολοῦντα ἀστέρα, τοῦ ὁποίου σύμβολον ἦτο ὁ κατὰ τὴν ἀλησμόνητον νύκτα τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου φανεὶς ἀστήρ. Ναί· ὁ ἀληθινὸς ἀστήρ, ὁ φωτίζων, ὁ θερμαίνων, ὁ ζωογονῶν, εἶνε ὁ Ἐσταυρωμένος! Τὸ λέγει ὁ ἴδιος εἰς τὸ τέλος τοῦ ἱεροῦ βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως· «Ἐγὼ Ἰησοῦς ἔπεμψα τὸν ἄγγελόν μου μαρτυρῆσαι ὑμῖν ταῦτα ἐπὶ ταῖς ἐκκλησίαις. Ἐγώ εἰμι ἡ ῥίζα καὶ τὸ γένος Δαυΐδ, ὁ ἀστὴρ ὁ λαμπρὸς ὁ πρωϊνός» (Ἀπ. 22,16).
Αὐτὸς ὁ ἀστήρ, ὁ ἥλιος, ἐχαμήλωσεν, ἤγγισε τὴν γῆν, ἐπεριπάτησεν ἐπὶ τῆς γῆς, ἀλλὰ δὲν ἔκαυσε τὴν γῆν. Δὲν ἔκαυσε τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀλλ᾿ ἔφερε νέον πῦρ, ποὺ φλογίζει ἔκτοτε τὰς καρδίας τῶν πιστῶν. Ἔφερε τὴν οὐρανίαν ἀγάπην. Ἤνοιξεν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὴν ἀγκάλην του διὰ νὰ δεχθῇ καὶ περιπτυχθῇ τὸν ἄσωτον υἱόν.
Ἄνθρωπε, τί ταράσσεσαι; Τί μελαγχολεῖς καὶ ἀπελπίζεσαι; Ἡ ἁγία Τριὰς σὲ ἀγαπᾷ. Μύριαι αἱ ἀποδείξεις τῆς ἀγάπης τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ. Αἱ σταγόνες τῶν ὠκεανῶν μετροῦνται, ἀλλὰ τὰ δείγματα, τὰ τεκμήρια, αἱ φανεραὶ καὶ ἀφανεῖς ἀποδείξεις τῆς εὐεργετούσης σὲ ἀγάπης τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχουν καταμέτρησιν. Ἡ ὑψίστη ὅμως ἀπόδειξις τῆς θείας ἀγάπης εἶνε ἡ σταυρικὴ θυσία τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ. Ὁ Χριστὸς ἀντὶ σοῦ καὶ ὑπὲρ σοῦ, ἰδοὺ εἰς μίαν σύντομον πρότασιν τὸ μυστήριον τοῦ σταυροῦ. Ἀντὶ νὰ ὑψωθῇς σὺ εἰς τὸν σταυρόν, ὑψώθη ἐκεῖνος. Ὅ,τι ἔπρεπε νὰ πάθῃς σὺ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ διὰ τὰς ἁμαρτίας σου, ἔπαθεν ἐκεῖνος. Ἔπαθε, διὰ νὰ δώσῃ εἰς σὲ τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν, τὴν πραγματικὴν ἐλευθερίαν καὶ λύτρωσιν. Διατί λοιπὸν ταράσσεσαι; Ποῖα τὰ ἁμαρτήματά σου; Καὶ ἐὰν ὁ διάβολος εἰργάσθη ἐπὶ πολλὰ ἔτη καὶ δεκαετίας καὶ ἐρρίζωσε καὶ ἐπύργωσεν ἐν σοὶ τὴν ἁμαρτίαν εἰς ὄρη γρανίτου, μὴ ἀπελπισθῇς. Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἱλασμὸς καὶ τῶν ἰδικῶν σου ἁμαρτιῶν καὶ τοῦ κόσμου ὅλου. Μία σταγὼν τοῦ αἵματός του ἔχει τοιαύτην λυτρωτικὴν δύναμιν, ὥστε ἀρκεῖ νὰ διαλύσῃ τὸ ἁμαρτωλὸν συγκρότημα, νὰ σβήσῃ τὴν ἐνοχήν, καὶ νὰ κηρύξῃ ἀθῷον καὶ δίκαιον ἀκόμη καὶ τὸν μεγαλύτερον ἁμαρτωλόν. «Τὸ αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ… καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Α΄ Ἰω. 1,7), κηρύττει ὁ ἠγαπημένος μαθητὴς τοῦ Κυρίου. Δόξα τῷ Λυτρωτῇ τῶν αἰώνων, ψάλλουν χαρμοσύνως οἱ λελυτρωμένοι ἐκ παντὸς σημείου τῆς ὑφηλίου. Τίς δύναται πλέον νὰ χωρίσῃ τοὺς λελυτρωμένους ἀπὸ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ; Ὁ Παῦλος ἀπαντᾷ· Ἔχω ἀκράδαντον πεποίθησιν, ὅτι «οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ῥωμ. 8,38-39).
Ὁ σταυρὸς καταργεῖ τὴν ἔχθραν, τὸ «μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ» (Ἐφ. 2,14), συνάπτει τὰ διεστῶτα, ἑνώνει Θεὸν καὶ ἄνθρωπον. Σύμβολον θείας ἀγάπης.

Σύμβολον νεκρώσεως τῶν παθῶν μας

Ὁ σταυρὸς ἑνώνει. Ἀλλὰ καὶ χωρίζει. Χωρίζει; Μάλιστα, χωρίζει. Προσέξατε, ἀδελφοί, τὴν συνέχειαν.
Ἡ ἐσταυρωμένη ἀγάπη ἐπιβάλλει ὑποχρεώσεις. Ν᾿ ἀνταποκριθῶμεν εἰς τὴν ἀγάπην του· νὰ τὸν ἀγαπήσωμεν μὲ φλογερὰν καρδίαν. «Ἡμεῖς», λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, «ἀγαπῶμεν αὐτόν, ὅτι αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς» (Α΄ Ἰω. 4,19). Καὶ πρώτη ἐκδήλωσις τῆς πρὸς αὐτὸν ἀγάπης εἶνε, νὰ μισήσωμεν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ὡδήγησε τὸν Κύριον εἰς τὸν σταυρόν, δηλαδὴ τὴν ἁμαρτίαν.
Ἡ ἁμαρτία ὑπὸ τὰς πολυειδεῖς μορφὰς καὶ διακλαδώσεις της, ἡ ἁμαρτία μὲ ἀγκυροβόλιον καὶ ὁρμητήριον τὴν καρδίαν ἑνὸς ἑκάστου ἁμαρτωλοῦ, ἐκκινεῖ καὶ ἐξαπλώνεται εἰς τὸ περιβάλλον, καὶ ἀποκτᾷ καὶ ἄλλους ὀπαδοὺς καὶ συνεργάτας, καὶ δημιουργεῖ αἰσχρὰν παράταξιν, ἰδικόν της κόσμον ἄκοσμον, μέσα εἰς τὸν ὁποῖον κυριαρχοῦν στοιχεῖον εἶνε ἡ ἰδία. Αὐτὴ ἡ ἐκ τοῦ Ἀδὰμ ἁμαρτία, εἰσρεύσασα εἰς τὴν ἀνθρωπότητα καὶ ἐπιτελικῶς ὀργανωθεῖσα, ἐσταύρωσε «τὸν Κύριον τῆς δόξης» (Α΄ Κορ. 2,8). Ἡ ἁμαρτία, ἰδοὺ ὁ σταυρωτὴς τοῦ Κυρίου. Συνεπῶς, τὴν ἁμαρτίαν πρέπει νὰ μισήσωμεν καὶ ν᾿ ἀποστραφῶμεν, ὡς ὑπαίτιον ὅλων τῶν κακῶν, καὶ νὰ εἴπωμεν· Θάνατος εἰς τὴν ἁμαρτίαν, θάνατος εἰς τὰς κακίας καὶ τὰ πάθη, ποὺ ἀποτελοῦν τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον! Αὐτὸν πρέπει νὰ πολεμήσωμεν, νὰ βιάσωμεν, νὰ νεκρώσωμεν, νὰ σταυρώσωμεν, καὶ νὰ καταστήσωμεν τὸν ἑαυτόν μας ἀκίνητον καὶ ἀνενέργητον διὰ τὸ κακόν. Ἡ νέκρωσις τῆς ἐν ἡμῖν κακίας εἶνε ὁ πρῶτος σταυρὸς ποὺ πρέπει νὰ σηκώσωμεν, νὰ σηκώνωμεν μέχρι τῆς τελευταίας μας ἀναπνοῆς (βλ. Λουκ. 9,23). Καὶ ἐὰν τὸ ἔξωθεν κακὸν ὀργανωθῇ καὶ μὲ ὁρμὴν ῥινοκέρου ἐπιτεθῇ κατὰ τοῦ πιστοῦ, ὁ πιστὸς δὲν πρέπει νὰ ὑποχωρήσῃ οὐδὲ σπιθαμήν, ἀλλὰ νὰ προβάλῃ γενναίαν ἀντίστασιν, καὶ νὰ εἶνε πρόθυμος διὰ τὴν τήρησιν τοῦ θείου θελήματος νὰ ὑποστῇ καὶ αὐτὸς ἐν σμικρογραφίᾳ ὅλα ὅσα ὑπέστη ὁ Κύριος διὰ τὴν ἰδικήν μας σωτηρίαν. Καὶ νὰ ἐμπαιχθῇ, καὶ νὰ ἐμπτυσθῇ, καὶ νὰ μαστιγωθῇ, καὶ νὰ φορέσῃ ἀκάνθινον στέφανον καὶ κοκκίνην χλαμύδα, δηλαδὴ νὰ συνεχίσῃ ἐν τῇ συγχρόνῳ γενεᾷ τὰ πάθη τοῦ Κυρίου, ἵνα καὶ ἐν αὐτῷ ἔχῃ τὴν ἐφαρμογὴν τὸ τοῦ Παύλου· «περισσεύει τὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ εἰς ἡμᾶς» (Β΄ Κορ. 1,5).
Τὸ εἴπομεν καὶ ἄλλοτε, τὸ ἐπαναλαμβάνωμεν καὶ τώρα, ὅτι Χριστὸς καὶ κόσμος εἶνε δύο κύριοι ἀσυμβίβαστοι· καὶ «οὐδείς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν» (Ματθ. 6,24). Ὁ κόσμος π.χ., ὁ ὁποῖος θεὸν ἔχει τὸν μαμωνᾶν, λέγει· Μακάριον εἶνε τὸ λαμβάνειν, ὄχι ἁπλῶς τὸ λαμβάνειν, ἀλλὰ τὸ λαμβάνειν δι᾿ οἱουδήποτε μέσου καὶ τρόπου. Δόγμα του, «Ἅρπαξε νὰ φᾶς καὶ κλέψε νά ᾿χῃς». Ἀντιθέτως ὁ Χριστός· Μακάριον τὸ διδόναι, τὸ ἐλεεῖν, τὸ συμμετέχειν εἰς τὰς θλίψεις τῶν ἄλλων καὶ ἀνακουφίζειν καὶ βοηθεῖν αὐτοὺς (βλ. Πράξ. 20,35). Μεταξὺ Χριστοῦ καὶ κόσμου, ἀγάπης καὶ μίσους, μεταδοτικότητος καὶ πλεονεξίας, ἐλεημοσύνης καὶ ἁρπαγῆς, ποία σχέσις; Ὁ χριστιανὸς δὲν πρέπει νὰ βαδίζῃ ὁδὸν παράλληλον πρὸς τὴν ὁδὸν ποὺ χαράσσει διὰ τοὺς ὀπαδούς του ὁ κόσμος, ἀλλὰ νὰ βαδίζῃ ὁδόν, ἡ ὁποία νὰ φέρεται καθέτως ἐπὶ τὴν κοσμικὴν ὁδόν, νὰ τέμνῃ αὐτήν. Ἡ δὲ τομή, τὸ σημεῖον δηλαδὴ ἐκεῖνο τῆς ζωῆς εἰς τὸ ὁποῖον γίνεται ἡ σύγκρουσις τοῦ θεϊκοῦ μετὰ τοῦ ἀντιθέου φρονήματος, σχηματίζει τέλειον σταυρόν ++++.
Ὅπου τομή, σταυρός. Ὅσαι συγκρούσεις, τόσοι καὶ σταυροί. Ἀνακρίνουν, τέμνουν ψυχικῶς τὸν κόσμον, ἀλλὰ καὶ τέμνονται ὑπ᾿ αὐτοῦ σωματικῶς οἱ πιστοί, οἱ χριστιανοί. Ὁ πιστὸς δὲν πορεύεται συμφώνως πρὸς τὸ ῥεῦμα τοῦ κόσμου, ἀλλ᾿ ἐναντίον τοῦ κοσμικοῦ ῥεύματος, καὶ λέγει πρὸς τὸν ἀντίθεον κόσμον·
Δὲν θὰ περάσῃς, δὲν θὰ μολύνῃς τὰ ὅσια καὶ τὰ ἱερὰ τῆς ψυχῆς μου! Πίπτω νεκρὸς ἀλλ᾿ οὔτε σπιθαμὴν χριστιανικοῦ ἐδάφους σοῦ παραδίδω. Ἐδῶ εἶνε ἡ τομή, ἐδῶ εἶνε ὁ σταυρός μου, καὶ θὰ σταυρωθῶ διὰ τὴν ἀλήθειαν καὶ τὴν δικαιοσύνην. Κόσμε, μὲ ὅλα τὰ θέλγητρα καὶ μὲ ὅλα τὰ φόβητρα ποὺ διαθέτεις, ὡς πρὸς ἐμὲ εἶσαι νεκρός. Οὐδεμίαν ἐπίδρασιν ἔχεις ἐπ᾿ ἐμοῦ. Τί δύναται ἕνας νεκρὸς νὰ μοῦ κάνῃ; Ἀλλὰ καὶ ἐγώ, τὸ ἁμαρτωλὸν ἐγὼ (ὁ ἐν ἡμῖν «παλαιὸς ἄνθρωπος» (Ῥωμ. 6,6. Ἐφεσ. 4,22. Κολ. 3,9), ὡς πρὸς τὸν κόσμον εἶμαι νεκρός. Νεκρὰ εἶνε τὰ μέλη μου. Ἡ γλῶσσά μου δὲν λαλεῖ τὰς ματαιότητας τῶν ἀνθρώπων. Οἱ ὀφθαλμοί μου δὲν βλέπουν τὰ πονηρά. Τὰ ὦτά μου δὲν ἀκούουν τὰς σειρῆνας τῆς ἁμαρτίας. Αἱ χεῖρές μου δὲν ἁρπάζουν τοὺς ξένους θησαυρούς. Οἱ πόδες μου δὲν τρέχουν εἰς τὰς σκολιὰς ὁδούς. Ἡ καρδία μου πρὸ παντὸς δὲν πάλλει διὰ τὰς ἡδονὰς τοῦ κόσμου. Κόσμε, εἶμαι νεκρός. Θέσε ἕνα νεκρὸν ἐν μέσῳ ῥέοντος χρυσίου, ἐνώπιον συμποσίων γαργαλιστικῶν φαγητῶν καὶ ποτῶν, πρὸ θεαμάτων ἁμαρτωλῶν γυναίων· ὁ νεκρὸς θὰ μείνῃ ἀκίνητος, ἀναίσθητος ὡς τὸ μάρμαρον. Κόσμε, τί ζητεῖς ἀπὸ ἐμέ; Ἐγὼ εἶμαι ὁ νεκρὸς ὡς πρός σέ.
Ἔτσι ὁμιλεῖ ὁ Παῦλος λέγων· «Ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. 2,20). Ἔτσι ὁμιλοῦν οἱ πιστοί, οἱ γνήσιοι μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ, οἱ τὴν ἐσταυρωμένην ζωὴν ζῶντες. «Οἱ τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις» (Γαλ. 5,24). Ἀλλ᾿ ἡμεῖς; Ὤ πόσον μακρὰν εἴμεθα ἀπὸ τὸ ἰδανικὸν αὐτὸ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καὶ πολιτείας!
Ὁ Κύριος εἶπε τρομερὸν λόγον· «Ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. 10,38). Τὸν λόγον τοῦτον ἑρμηνεύων ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ κατὰ τὸν 14ον αἰῶνα ἁγιάσας ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης, λέγει εἰς ἕνα κήρυγμά του πρὸς τὸν λαόν· «Ὅταν μὲν εἶνε καιρὸς εἰρήνης τῆς κατ᾿ εὐσέβειαν, νεκρώνων διὰ τῆς ἀρετῆς ὁ ἄνθρωπος τὰ πονηρὰ πάθη καὶ τὰς ἐπιθυμίας αἴρει (=σηκώνει) κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ τὸν Κύριον. Ὅταν δὲ εἶνε καιρὸς διωγμοῦ, περιφρονῶν καὶ τὴν ζωήν του καὶ ταύτην ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας θυσιάζων, αἴρει κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω τοῦ Κυρίου. Ἔσο ἕτοιμος, ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἀληθείας τῶν δογμάτων νὰ δεχθῇς τὸν ἐν ἀτιμίᾳ θάνατον».
Σταυρός! Ἕνωσις μὲ τὸν Χριστόν, χωρισμὸς ἀπὸ τὸν κόσμον ὄχι τοπικῶς ἀλλὰ τροπικῶς. Διότι ἐνδέχεται νὰ μένῃς εἰς τὴν ἔρημον, καὶ νὰ ἔχῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου τὸν κόσμον. Καὶ ἀντιθέτως· ἐνδέχεται νὰ μένῃς εἰς τὴν πλέον πολυθόρυβον πόλιν, καὶ νὰ ἔχῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου τὸν Χριστόν.

Ζυγαριὰ ὁ σταυρὸς

Ὅταν σταθῶμεν κάτω ἀπὸ τὸν σταυρὸν τοῦ Κυρίου καὶ σκεφθῶμεν σοβαρῶς, τί ὑπέφερε διὰ τὴν σωτηρίαν μας ὁ Κύριος, ὁποῖον σταυρὸν ἐσήκωσεν· ὅταν ῥίψωμεν ἕνα βλέμμα εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἴδωμεν, τί ὑπέμειναν οἱ πιστοὶ τοῦ Κυρίου δοῦλοι, ὁποίους σταυροὺς ἐσήκωσαν· τότε αἰσθανόμεθα τὸν ἑαυτόν μας πολὺ μακρὰν ἀπὸ τὸ ἰδανικὸν τοῦ σταυροῦ.
Τί ζῇ ἐν ἡμῖν; Ὁ Χριστός; Ἀλλ᾿ ἰδοὺ «ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου» (Α΄ Ἰω. 2,16) κυριαρχοῦν εἰς τὰ πρόσωπα, τὰς οἰκογενείας καὶ τὸ ἔθνος. Ἡ ἀγάπη τοῦ κόσμου δεσπόζει διανοιῶν καὶ καρδιῶν. Ἡ ἡδονὴ ἔγινε θεότης. Μία ἐπιπολαία ζωή. Ὀρθῶς ἐγράφη εἰς ἐπαρχιακὸν περιοδικόν· «Τὸ χριστιανικὸν κήρυγμα τείνει νὰ συμβιβάσῃ τὸ φιλόκοσμον πνεῦμα τῶν χριστιανῶν μὲ τὰς ἀξιώσεις καὶ ἐπιταγὰς τῆς ἁγίας μας θρησκείας. Ὁ σταυρός, ὅστις ἀποτελεῖ σύμβολον ἀενάου θυσίας, παραμένει ὑψωμένος καὶ καθορᾶται ὡς ἁπλοῦν σημεῖον Χριστιανισμοῦ, ἀπολέσαν τὸ θεῖόν του περιεχόμενον» (Ἰδὲ Ἁγιορειτικὴ Βιβλιοθήκη, Βόλος 1952, σελ. 195-196).
Εἰς τὴν ἐποχήν μας ἡ διαχωριστικὴ γραμμὴ μεταξὺ Χριστοῦ καὶ κόσμου τείνει νὰ ἐξαλειφθῇ. Ὅλα τὰ συγχωροῦμεν, ὅλα τὰ ἀμνηστεύομεν, ὅλα ζητοῦμεν νὰ τὰ συμβιβάσωμεν μὲ τὴν συνείδησίν μας. Τὴν θρησκείαν τοῦ σταυροῦ ἔρχεται ν᾿ ἀντικαταστήσῃ ἡ «ἐθελοθρησκεία» (Κολ. 2,23), ἡ ἄνευ σταυροῦ θρησκεία, ἡ νέα κοσμικὴ θρησκεία, ἡ ὁποία διὰ ἱερέων καὶ πνευματικῶν της ἐκπροσώπων θὰ χαλαρώνῃ διαρκῶς τὰ ἡνία, καὶ τὸ ἀνθρώπινον κτῆνος ὑπὸ τὰς εὐλογίας τυφλῶν ὁδηγῶν θὰ γιγαντοῦται καθημερινῶς. Δυστυχῶς, ἄξια θρήνων πολλῶν τὰ καθ᾿ ἡμᾶς! Τὸν χριστιανισμὸν ἄλλοι μὲν ἐκ τῶν βαπτισμένων χριστιανῶν ἀσκοῦν ὡς μίαν συνήθειαν, ὡς ἕνα τύπον χωρὶς καμμίαν γνῶσιν καὶ ἐπίγνωσιν τοῦ μεγαλείου του, ἄλλοι δὲ ἔχουν κάνει τὸν χριστιανισμὸν ὑπόθεσιν ἐμπορίου, ἵνα καὶ ταῖς ἡμέραις ἡμῶν λάβῃ ἐφαρμογὴ τὸ ἐν τῇ Β΄ καθολικῇ ἐπιστολῇ τοῦ Πέτρου (κεφ. 2, στίχ. 3) ῥητόν. Ὑπάρχουν, τέλος, ἐν τῷ ἔθνει ἡμῶν χιλιάδες τῶν χιλιάδων, οἱ ὁποῖοι ὑβρίζουν κατὰ τὸν καπηλικώτερον τρόπον τὸν σταυρὸν τοῦ Κυρίου. Ἐχθροὶ τοῦ σταυροῦ, τοὺς ὁποίους ἔκλαιεν ἕνας Παῦλος γράφων· «Πολλοὶ γὰρ περιπατοῦσιν, – οὓς πολλάκις ἔλεγον ὑμῖν, νῦν δὲ καὶ κλαίων λέγω, τοὺς ἐχθροὺς τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, ὧν τὸ τέλος ἀπώλεια, ὧν ὁ Θεὸς ἡ κοιλία καὶ ἡ δόξα ἐν τῇ αἰσχύνῃ αὐτῶν, οἱ τὰ ἐπίγεια φρονοῦντες!» (Φιλιπ. 3,18-19).

Ἀγαπητοὶ ἀναγνῶσται!
Ὁ σταυρὸς σημαίνει· ἕνωσις μὲ τὸν Χριστόν, χωρισμὸς ἐκ τοῦ κόσμου, νέκρωσις μελῶν, σταύρωσις παθῶν, ἄθλησις ὑπὲρ ἀληθείας καὶ δικαιοσύνης, ζωὴ θυσίας καὶ αὐταπαρνήσεως. Ἰδοὺ τί μὲ τὸν τίτλον καὶ τὸ περιεχόμενον τοῦ βιβλίου τούτου ἐπιθυμοῦμεν νὰ ὑπομνήσωμεν εἰς τὸν πιστὸν λαόν μας.
Χριστιανὸς ἄνευ σταυροῦ δὲν νοεῖται.
Κύριε, εἰς τὸ ἔλεός σου ἐλπίζομεν. Μὴ μᾶς καταισχύνῃς, Κύριε! Διὰ τοῦ σταυροῦ σου καὶ τῆς ἀναστάσεώς σου «ἐγνώρισάς μοι ὁδοὺς ζωῆς· πλήρωσεις με εὐφροσύνης μετὰ τοῦ προσώπου σου, τερπνότητες ἐν τῇ δεξιᾷ σου εἰς τέλος» (Ψαλμ. 5,11).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

 

(ἄρθρο τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου, μὲ τίτλο «Ὁ σταυρός» ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Σταυρὸς» φ. 1/Ἰαν. 1953 καὶ τὸ βιβλίο «Ὁ τίμιος ΣΤΑΥΡΟΣ», Ἀθῆναι 1995, σσ. 8 κ.ἑ.)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.