ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΤΗ ΠΡΩΪ: Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ
Μεγάλη Παρασκευὴ πρωὶ
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
(Α΄ ὥρα πρὸ τῶν τροπαρίων)
Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΟΤΕ
Η ζωή, ἀγαπητοί μου, τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἐπάνω ἐδῶ στὴ γῆ, ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε ἕως τὴ στιγμὴ ποὺ εἶπε τὸ «Τετέλεσται» (Ἰω. 19,30), εἶνε ἕνας ἥλιος ἀκηλίδωτος. Ἀλλ᾽ ἐκεῖ ποὺ λάμπει σὲ ὅλο τὸ μεγαλεῖο της εἶνε τὶς ἡμέρες τῶν παθῶν του. Ὅπως ψάλλει ὡραῖα ἡ Ἐκκλησία μας, «θάμβος ἦν κατιδεῖν τὸν οὐρανοῦ καὶ γῆς Ποιητὴν ἐπὶ σταυροῦ κρεμάμενον» (Θ΄ ὥρα Μ. Παρασκ.).
Τὰ πάθη τοῦ Κυρίου χαρακτηρίζονται καὶ ὡς θεῖο δρᾶμα. Κι ὅπως στὰ θεατρικὰ ἔργα ἕνας εἶνε ὁ πρωταγωνιστὴς καὶ γύρω ἀπὸ αὐτὸν κινοῦνται ἄλλα πρόσωπα μὲ δευτερεύοντες ῥόλους, ἔτσι καὶ στὸ θεῖο δρᾶμα κεντρικὸ πρόσωπο εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ γύρω του δροῦν πολλὰ ἄλλα πρόσωπα, εἴτε φιλικὰ εἴτε ἐχθρικὰ πρὸς αὐτόν. Τὰ πρόσωπα αὐτὰ εἶνε οἱ μαθηταί, οἱ μυροφόρες, οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι, ὁ Ἄννας κι ὁ Καϊάφας, οἱ ψευδομάρτυρες, ὁ Πιλᾶτος καὶ ἡ γυναίκα του, ὁ Ἡρῴδης, οἱ στρατιῶτες, ὁ ἑκατόνταρχος, ὁ Σίμων ὁ Κυρηναῖος, οἱ γυναῖκες τῆς Ἰερουσαλήμ, οἱ δύο λῃσταί, οἱ φρουροί.
Ἀπὸ ὅλα τὰ πρόσωπα ἂς στρέψουμε τώρα τὴν προσοχή μας στὸ πρόσωπο ποὺ προκαλεῖ μεγαλύτερη φρίκη καὶ βδελυγμία, τὸν Ἰούδα. Εἶνε ἐκεῖνος ποὺ στηλιτεύεται κατ᾿ ἐξοχὴν στοὺς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας μας.
* * *
Τί ἦταν ὁ Ἰούδας; Μεγάλο μυστήριο ἔκρυβε ἡ ψυχή του, ἀπύθμενο βάθος. Ποιά μάνα τὸν γέννησε, ποιός πατέρας τὸν ἀνέθρεψε; Προτιμότερο νὰ μὴν εἶχε γεννηθῆ. Γονεῖς, ποὺ στενοχωριέστε γιὰ ἀτεκνία, πολλὲς φορὲς ἡ ἀτεκνία εἶνε ἔλεος Θεοῦ. Τί νὰ τὸ κάνῃς, νὰ γεννήσῃς παιδὶ καὶ νὰ γίνῃ Ἰούδας; Ἕνας πατέρας, ποὺ τὸ παιδί του ἔγινε περιβόητος λῃστὴς καὶ σκότωσε τρακόσους ἀνθρώπους στὰ χρόνια τῆς κατοχῆς, μοῦ ἔλεγε· Ἄχ νὰ τό ᾽ξερα! θὰ τὸν ἔπνιγα, θὰ τὸν ἔρριχνα στὸ ποτάμι· ἀγγελούδι φαινόταν στὴν κούνια, ἀλλὰ βγῆκε σατανᾶς!… Καὶ γιὰ τὸν Ἰούδα, παρόντος μάλιστα τοῦ ἰδίου, ὁ Κύριος εἶπε ὅτι ἦταν προτιμότερο νὰ μὴ ἐγεννᾶτο (βλ. Ματθ. 26,24).
Δὲν θὰ βασισθοῦμε σὲ λαϊκὲς παραδόσεις γι᾽ αὐτόν· θὰ στηριχθοῦμε στὰ Εὐαγγέλια, ποὺ διασῴζουν τὴν αὐθεντικὴ ἱστορία. Λέει λοιπὸν τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι γεννήθηκε στὴν ᾿Ιουδαία, μεταξὺ ἀγροτῶν – ἁπλοϊκῶν ἀνθρώπων. Τὸν εἵλκυσε τὸ κήρυγμα τοῦ Κυρίου, πλησίασε κι αὐτὸς τὸ Χριστὸ καὶ ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητάς. Μεγάλη ἡ τιμὴ γι᾽ αὐτόν.
Ὁ Χριστὸς τοῦ ἔδειξε ἀμέριστη ἀγάπη· δὲν τοῦ στέρησε τίποτε ὥστε νὰ ἔχῃ παράπονο, δὲν τὸν παρέβλεψε, δὲν τὸν παραγκώνισε, δὲν τὸν ἀδίκησε· τοῦ ἔδειξε στοργὴ σὰν πατέρας.
Ἀλλ᾿ αὐτὸς στὰ βάθη του ἦταν φιλάργυρος. Καὶ ἡ φιλαργύρια εἶνε «ῥίζα πάντων τῶν κακῶν» (Α΄ Τιμ. 6,10). Ὁ Χριστός, γιὰ νὰ μαλάξῃ τὸ πάθος, τοῦ ἔδωσε νὰ διαχειρίζεται τὰ οἰκονομικὰ τῆς συνοδείας. Ἔκανε ὅπως κάνει κάποτε ἡ μάνα στὸ λαίμαργο παιδί, ποὺ τοῦ δίνει παραπάνω φαγητό, γιὰ νὰ τὸ κάνῃ ν᾿ ἀηδιάσῃ. Εἶνε κι αὐτὴ μιὰ μεθόδος. Ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς ἐμπιστεύθηκε σ᾿ αὐτὸν τὸ «γλωσσόκομον» (Ἰω. 12,6· 13,29), τὸ ταμεῖο τους.
Ὁ Ἰούδας δὲν μποροῦσε νὰ κρύψῃ τὸ πάθος του. Ἔδειξε τὴ φιλαργυρία του κάποια στιγμή, ὅταν ὁ Χριστὸς πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Λαζάρου καὶ ἡ Μαρία μὲ μύρο ἀξίας 300 δηναρίων (ἄνω τῶν 300.000 δραχμ.) ἄλειψε τὰ ἅγια πόδια του καὶ τὰ σκούπισε μὲ τὰ μαλλιά της. Τὸ εἶδε αὐτὸ κι ὁ ᾿Ιούδας καὶ τί εἶπε· Κρίμα νὰ πεταχτοῦν τόσα λεφτά! δὲν ἦταν προτιμότερο νὰ δοθοῦν στοὺς φτωχούς;… Ἀγαποῦσε κ᾽ ἐνδιαφερόταν γιὰ τοὺς φτωχούς; Κάθε ἄλλο. Ἀλλὰ ἔκρυβε τὴ φιλαργυρία του κάτω ἀπὸ τὸ «προσωπεῖον» (τὴ μάσκα) τῆς «φιλοπτωχείας», τῆς ἀγάπης γιὰ τοὺς φτωχούς (ἀπόστ. αἴν. Μ. Πέμπ.). Τότε ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε· Ἰούδα, τοὺς φτωχοὺς θὰ τοὺς ἔχετε πάντοτε κοντά σας, ἐμένα ὅμως ὄχι (Ἰω. 12,8).
Μεγάλος λόγος αὐτός, προφητεία τοῦ Χριστοῦ εἶνε· Τοὺς φτωχοὺς θὰ τοὺς ἔχετε κοντά σας πάντοτε! Ὁποιοδήποτε οἰκονομικὸ σύστημα καὶ ἂν ἰσχύσῃ (σοσιαλιστικό, κομμουνιστικό, καπιταλιστικό), ἡ φτώχεια μπορεῖ νὰ μειωθῇ ἀλλὰ δὲν θὰ ἐκλείψῃ. Πάντα θὰ ὑπάρχουν φτωχοί· μὲ τὴ διαφορά, ὅτι στὸ ἕνα καθεστὼς ἐπιτρέπεται νὰ φωνάξουν «πεινῶ», στὸ ἄλλο δὲν ἐπιτρέπεται. Ἀλλ᾽ ἂς γυρίσουμε στὸν Ἰούδα.
Ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε· Μὴν ἐμποδίζεις τὴ Μαρία· ἐγὼ σὲ λίγο πειθαίνω, κι αὐτὸ ποὺ ἔκανε εἶνε μία προετοιμασία γιὰ τὸν ἐνταφιασμό μου (ἔ.ἀ.). Δὲν τὸν ἐξέθεσε δηλαδὴ ὁ Κύριος. Καὶ μέχρι τέλους τοῦ ἔδειξε ἀγάπη. Τὸ βράδυ τοῦ μυστικοῦ δείπνου ὄχι μόνο τοῦ ἔπλυνε τὰ πόδια ὅπως καὶ τῶν ἄλλων μαθητῶν, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἔδωσε τὴ θεία κοινωνία, τὸ ἅγιο σῶμα καὶ τὸ τίμιο αἷμα του. Καὶ ἐνῷ γνώριζε ὅλη τὴν προδοσία, δὲν τὸν ἀπεκάλυψε. Εἶπε μόνο· Κάποιος ἀπὸ σᾶς θὰ μὲ προδώσῃ ἀπόψε. Ὅλοι ἀλληλοκοιτάχτηκαν φοβισμένοι, αὐτὸς ὅμως ἔμεινε ἀσυγκίνητος, ἕως ὅτου ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε «Ὅ,τι ἔχεις νὰ κάνῃς κάνε το γρήγορα» (ἔ.ἀ. 13,27), ἀφήνοντας πάλι τὴν ἐντύπωσι ὅτι ἐννοεῖ νὰ κάνῃ ψώνια γιὰ τὴν ἑορτὴ ἢ νὰ δώσῃ κάποια βοήθεια σὲ φτωχούς. Ἔτσι ἔφυγε ὁ ᾿Ιούδας.
Ὅταν βγῆκε ἔξω εἶχε πλέον νυχτώσει. Πῆγε στοὺς ἐχθροὺς τοῦ Διδασκάλου, μὲ τοὺς ὁποίους εἶχε ἤδη διαπραγματευθῆ τὴν προδοσία ἀντὶ τριάκοντα ἀργυρίων. Οἱ ἀρχιερεῖς τὸν ἔβαλαν ἐπὶ κεφαλῆς πλήθους ὑπηρετῶν τους καὶ τῆς σπείρας τῶν στρατιωτῶν μὲ τὸν χιλίαρχο, καὶ ὅλοι μὲ ὅπλα, μαχαίρια καὶ ξύλα, μὲ φανάρια καὶ δᾳδιὰ ἀναμμένα γιὰ νὰ βλέπουν, ξεκίνησαν γιὰ τὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ.
Ἀκούγεται ὁ θόρυβος ποὺ κάνουν καθὼς πλησιάζουν. Τότε ὁ Χριστός, ἀφοῦ ἔκανε τὴν προσευχή του, λέει τοὺς μαθητάς του ποὺ εἶχαν ἀποκοιμηθῆ· «Ξυπνᾶτε!… ἔφτασε ὁ παραδιδούς με», νάτον (Ματθ. 26,46. Μᾶρκ. 14,42). Ἐνῷ δηλαδὴ ὁ Ἰούδας ἀγρυπνεῖ, οἱ μαθηταὶ κοιμῶνται. Ἔτσι εἶνε· ἐνῷ τὰ παιδιὰ τοῦ διαβόλου δουλεύουν μέρα – νύχτα γιὰ τὸ κακό, τὰ παιδιὰ τοῦ Χριστοῦ κοιμῶνται μακαρίως.
Ὁ Χριστὸς ἤρεμος βγαίνει νὰ τοὺς προϋπαντήσῃ. ―Ποιόν ζητᾶτε; λέει. ―Τὸν Ἰησοῦ τὸ Ναζωραῖο. ―«Ἐγώ εἰμι», τοὺς λέει. Μὰ αὐτοί, ἐνῷ εἶνε ἕτοιμοι νὰ ὁρμήσουν, ἐπρὸς στὸ μεγαλεῖο του ποὺ λάμπει ἐμποδίζονται νὰ τὸν ἀγγίξουν. Μόλις ἄκουσαν τὸ «Ἐγώ εἰμι», «ἀπῆλθον εἰς τὰ ὀπίσω καὶ ἔπεσον χαμαί» (Ἰω. 18,4-6). Σὰν νὰ τοὺς λέῃ· Θέλω καὶ παραδίδομαι στὰ χέρια σας, εἰ δ᾽ ἄλλως δὲν θὰ μ᾽ ἀγγίζατε. Καὶ γι᾽ αὐτὸ ἡ θεία Λειτουργία λέει· «…Τῇ νυκτὶ ᾗ παρεδίδοτο, μᾶλλον δὲ ἑαυτὸν παρεδίδου ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς…» (ἀναφ.). Δὲν παρεδόθη δηλαδὴ ὁ Κύριος ἀκουσίως· ἑκουσίως παρέδωσε τὸν ἑαυτό του. Καὶ τίθεται τὸ ἐρώτημα· τί χρειαζόταν λοιπὸν ἡ προδοσία τοῦ Ἰούδα;
Αὐτὸς ὅμως, φοβούμενος μήπως γίνῃ λάθος, τοὺς εἶχε πεῖ· Θὰ σᾶς τὸν δείξω ὡς ἑξῆς· θὰ εἶνε ἐκεῖνος ποὺ θὰ φιλήσω. Πλησίασε λοιπὸν τότε καὶ τὸν ἀσπάσθηκε. Ὤ βεβήλωσις! Τὸ φίλημα, ποὺ εἶνε δεῖγμα ἀγάπης, ἐδῶ ἔγινε σύμβολο προδοσίας. Ποτέ ἄλλοτε τὰ ἱερὰ αἰσθήματα τοῦ ἀνθρώπου δὲν ὑπέστησαν τέτοια κακοποίησι ὅπως στὴν περίπτωσι αὐτή. Καὶ ὁ Κύριος; Ἐνῷ μποροῦσε τὴ στιγμὴ ἐκείνη νὰ κάνῃ τὴ γῆ ν᾿ ἀνοίξῃ καὶ νὰ τὸν καταπιῇ ζωντανό, δὲν ἐκδικεῖται· τοῦ λέει μόνο μὲ παράπονο· «Ἰούδα, μὲ φίλημα προδίδεις τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου;» (Λουκ. 22,48).
Τὸ ἔγκλημα συντελέσθηκε πλέον, ἡ προδοσία ἔγινε. Οἱ στρατιῶτες συλλαμβάνουν τὸν Κύριο, τὸν δένουν καὶ τὸν σύρουν μέσ᾽ στὴ νύχτα στὰ κρατητήρια καὶ τὰ δικαστήρια τοῦ Ἄννα καὶ τοῦ Καϊάφα, καὶ τὸ πρωὶ στὸ πραιτώριο τοῦ Πιλάτου καὶ τὸ βῆμα τοῦ Ἡρῴδου, γιὰ νὰ καταδικασθῇ τέλος εἰς θάνατον. Καὶ ὁ μεγαλύτερος συντελεστὴς τοῦ ἐγκλήματος αὐτοῦ εἶνε ὁ Ἰούδας.
Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς εἶπε ὅτι ἦταν προτιμότερο ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς νὰ μὴ γεννιόταν καὶ γι᾽ αὐτὸ τὸ τέλος του ἦταν οἰκτρό. Τὰ παραπονεμένα λόγια ποὺ τοῦ εἶπε ὁ Χριστός, «Ἰούδα, μὲ φίλημα προδίδεις τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου;», ἔμειναν μέσ᾿ στὴν καρδιά του κάρβουνο ἀναμμένο, φίδι ποὺ τὸν ἔτρωγε. Κι ὅταν πλέον εἶδε ὅτι ὁ Χριστὸς καταδικάστηκε νὰ κρεμαστῇ στὸ σταυρό, ξύπνησαν οἱ τύψεις καὶ τόσο βαθειὰ τὸν κεντοῦσαν ὥστε δὲν μποροῦσε νὰ τὶς ὑποφέρῃ. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει, ὅτι δὲν ὑπάρχει στὸν κόσμο χειρότερος βασανισμὸς ἀπὸ τὶς τύψεις τῆς συνειδήσεως· προτιμότερο νὰ σὲ δαγκώσῃ φίδι καὶ σκορπιὸς παρὰ νὰ σὲ κεντήσῃ ἡ συνείδησί σου. Μὴ ὑποφέροντας λοιπὸν ἄλλο πῆγε στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ ὡμολόγησε· «Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον» (Ματθ. 27,4). Κι ἀφοῦ ἔρριξε τὰ ἀργύρια τῆς προδοσίας στὸ ναό, πῆρε σχοινί, κρεμάστηκε καὶ αὐτοκτόνησε. Μὰ τὸ σῶμα του δὲν ἔμεινε στὴν ἀγχόνη· ἔπεσε κάτω μπρούμυτα, ἔσκασε ἡ κοιλιά του καὶ χύθηκαν ἔξω ὅλα τὰ σπλάχνα του (Πράξ. 1,18).
* * *
Τέτοιο τέλος εἶχε, ἀδελφοί μου, ὁ ᾿Ιούδας. Γι᾽ αὐτὸ ῥῦσαι ἡμᾶς, Κύριε, τοῦ πάθους τῆς φιλαργυρίας καὶ τοῦ πειρασμοῦ τῆς ἀπελπισίας.
Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΩΡΑ
ΑΠΟ ὅλα τὰ πρόσωπα τοῦ θείου δράματος, ἀγαπητοί μου, ἐκεῖνο ποὺ ἀφήνει τὴν πιὸ ἀλγεινὴ ἐντύπωσι εἶνε ὁ Ἰούδας. Δυστυχῶς ὅμως, ἐνῷ ἐκεῖνος τελείωσε τότε κατὰ τρόπο οἰκτρό, οἱ Ἰοῦδες δὲν λείπουν μέχρι σήμερα. Ὁ Ἰούδας τρόπον τινὰ ἵδρυσε «σχολὴ» καὶ πολλοὶ μαθαίνουν νὰ παίζουν τὸ ῥόλο του σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς. Σᾶς παρουσιάζω μερικὲς εἰκόνες.
* * *
⃝Ἕνας σύγχρονος Ἰούδας εἶνε αὐτὸς ποὺ ἐμφανίζεται πρῶτα – πρῶτα στὸν κύκλο τῆς φιλίας. Γνώρισες κάποιον καὶ λές· Σπουδαῖος ἄνθρωπος! πόσο γλυκὰ μιλάει, τί ἀγάπη δείχνει, τί δῶρα δίνει! Τὸν ἀγαπᾷς παραπάνω κι ἀπὸ τὸν πατέρα καὶ τὸν ἀδερφό σου. Τὸν ἐμπιστεύεσαι, τοῦ ἀνοίγεις τὴν καρδιά σου, τοῦ λὲς τὰ μυστικά σου. Καὶ ξαφνικὰ αὐτὸς ὁ φίλος γίνεται ἐχθρός. Γνωρίζω κάποιον ποὺ ἔπαθε συγκοπὴ καρδίας, ὅταν στὸ δικαστήριο εἶδε ὡς μάρτυρα κατηγορίας ἐναντίον του – ποιόν; τὸν φίλο του. Ἰούδας λυμαίνεται τὸν ἱερὸ δεσμὸ τῆς φιλίας κι ὁ ἄνθρωπος ἀπογοητεύεται.
⃝ Ὁ ἄλλος ἱερὸς κύκλος, τὸν ὁποῖο ἁγίασε ὁ Χριστὸς κάνοντας τὸ πρῶτο θαῦμα στὴν Κανὰ τῆς Γαλιλαίας, εἶνε ἡ οἰκογένεια. Βλέπεις, ἐσὺ ὁ νέος μιὰ νέα, σὲ μαγεύει μὲ τὴν ὅλη ἐμφάνισί της, καὶ τὴ βάζεις στὴν καρδιά σου. Τῆς παραδίδεσαι. Τὴν ἀγαπᾷς παραπάνω ἀπὸ τὴ μάνα σου. Καὶ τέλος τὴ στεφανώνεσαι, καὶ νιώθεις ὅτι πλέεις σὲ πελάγη εὐτυχίας. Ἀλλὰ κάποια στιγμὴ ἀνακαλύπτεις ὅτι ἡ γυναίκα αὐτή, ποὺ νόμισες ὅτι θὰ μείνῃ κοντά σου ἄγγελος συμπαραστάτης, ἐνῷ σὲ ἀγκαλιάζει καὶ σὲ γεμίζει φιλιά, τὴν ἴδια ὥρα σὲ προδίδει. Νά κ᾽ ἐδῶ ὁ Ἰούδας στὸν κύκλο τῆς οἰκογενείας. Κι ὅ,τι εἶπα γιὰ τὴ γυναῖκα τὸ λέω καὶ γιὰ τὸν ἄντρα, ποὺ κι αὐτὸς ὑποκρίνεται πὼς ἀγαπᾷ τὴ γυναῖκα του ἀλλὰ κατ᾿ οὐσίαν τὴν ἀπατᾷ, χειρότερα μάλιστα ἀπὸ ὅ,τι ἐκείνη τὸν ἄντρα.
⃝ Θέλετε ἄλλον Ἰούδα; Ἰοῦδες πολλοὶ εἶνε ἰδίως στοὺς διπλωματικοὺς κύκλους· ἐδῶ πλέον τὸ ψέμα ἔγινε ἐπιστήμη· κοιτάζουν πῶς τὸ ἕνα κράτος θὰ μπορέσῃ νὰ ἀπατήσῃ τὸ ἄλλο. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα εἶνε ἐκεῖνο ποὺ ζήσαμε οἱ παλαιότεροι. Ἦταν 27 Ὀκτωβρίου 1940. Στὴν Ἀθήνα στὴν Ἰταλικὴ πρεσβεία γινόταν διασκέδασι, χοροί, ἀγκαλιάσματα καὶ φιλήματα. Οἱ Ἰταλοὶ εἶχαν καλέσει τοὺς Ἕλληνες, καὶ νόμιζε κανεὶς ὅτι τὴ νύχτα ἐκείνη ὑπογράφεται σύμφωνο φιλίας τῶν δύο λαῶν. Ὤ ἀπάτη! Μόλις τελείωσε ἡ δεξίωσι, ὁ πρεσβευτὴς τῆς Ἰταλίας φεύγει νύχτα καὶ πηγαίνει κατ᾿ εὐθεῖαν στὸ σπίτι τοῦ πρωθυπουργοῦ τῆς Ἑλλάδος νὰ τοῦ δηλώσῃ ὅτι ἔχουμε πόλεμο. Φίλημα ᾿Ιούδα! Καὶ τὸ φίλημα αὐτὸ ἐξακολουθεῖ. Οἱ διπλωμάται στὰ χείλη ἔχουν τὴν εἰρήνη, καὶ στὴν καρδιὰ τὸν πόλεμο. Ποτέ ἄλλοτε ἡ ἀνθρωπότης δὲν ἦταν τόσο ὡπλισμένη μὲ φονικὰ ὅπλα ὅσο σήμερα· ἐμπειρογνώμονες λένε ὅτι, ἂν ἐκραγοῦν τὰ πυρηνικὰ ὁπλοστάσια, ἡ γῆ ὄχι μόνο θὰ καταστραφῇ ὁλόκληρη ἀλλὰ καὶ θὰ ἐκτραπῇ ἀπὸ τὴν τροχιά της.
⃝ Ἰούδας λοιπὸν στὴ φιλία, Ἰούδας στὴν οἰκογένεια, Ἰούδας στὴ διπλωματία, Ἰούδας καὶ ―ὤ, κλαίω κι ἀναστενάζω, δὲν περίμενα νὰ τὸν βρῶ κ᾽ ἐδῶ―, Ἰούδας καὶ μέσα στὴν ἐκκλησία. Ποιός εἶνε ὁ Ἰούδας; Τὸν βλέπεις ἐκεῖνο τὸν ἱερέα; Φαίνεται καλός. Ἀλλὰ στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του κρύβει φιλαργυρία καὶ πλεονεξία. Δὲν ἀρκεῖται στὸ μισθό του, ζητάει καὶ ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς τὰ λεγόμενα «τυχερά»· θὰ πάρῃ ἀπὸ βάπτισι, ἀπὸ γάμο, ἀπὸ κηδεία, ἀπὸ μνημόσυνα καὶ τρισάγια. Αὐτὰ εἶνε τριάκοντα ἀργύρια. Ἕνας τέτοιος ἱερεὺς εἶνε ᾿Ιούδας· ὅπως ἐκεῖνος πούλησε τὸν ἀτίμητο Χριστό, ἔτσι τὸν πουλάει κι αὐτὸς ὅταν βάζῃ τιμολόγιο στὴ θεία χάρι ποὺ δὲν ἀγοράζεται. Πολλοὶ ἱερεῖς μὲ μίσησαν, ἐπειδὴ λέω· Ὅπως ὁ κάθε ὑπάλληλος ἀρκεῖται στὸ μισθό του, ἔτσι κ᾽ ἐσεῖς ἀρκεσθῆτε στὸ μισθό σας. Μὴ δωροδοκεῖσθε καὶ μὴν πουλᾶτε τὸν «Ἀτίμητον» (αἶν. Μ. Τετ.). Χριστεμπόριο! Αὐτὰ τὰ σκάνδαλα ἐκμεταλλεύονται οἱ ἐχθροὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ χλευάζουν· ἐνῷ ἂν ζούσαμε ἀφιλάργυρα, δὲν θὰ ὑβρίζοντο τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια.
⃝ Ἀλλὰ προχωρῶ. Ἰούδας ὑπάρχει καὶ μεταξὺ τῶν λαϊκῶν, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν. Δύο χριστιανοὺς κλαίω. Ὁ ἕνας εἶνε αὐτὸς ποὺ μένει ψυχρός, δὲν συντρίβεται ἡ καρδιά του· ἀπὸ μικρὸ παιδὶ μέχρι τώρα δὲν πῆγε ποτέ νὰ ἐξομολογηθῇ· εἶνε ὁ ἀνεξομολόγητος. Πηγαίνει τυπικὰ στὴν ἐκκλησιά, ἀκούει, μὰ δὲν αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ πάῃ νὰ γονατίσῃ μπροστὰ στὸν πνευματικὸ πατέρα καὶ νὰ ζητήσῃ ἄφεσι ἁμαρτιῶν. Ἐνῷ ἕνας ἄπιστος ῾Ρῶσος, ὅταν διάβαζε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν ἐξορία του καὶ θυμήθηκε τὰ ἁμαρτήματά του, πῆγε σ᾿ ἕνα στάρετς, ἐξωμολογήθηκε, καὶ μετὰ εἶπε· «Ἐξωμολογήθηκα καὶ παράδεισος φύτρωσε στὴν καρδιά μου». Πολλοὶ καὶ ἀπὸ σᾶς, ἰδίως οἱ ἄντρες, εἶστε ἀνεξομολόγητοι. Μὴν ἀμελεῖτε ἄλλο. Ὅσο ἔχετε ἀκόμη καιρό, τρέξτε στὸ μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως.
⃝ Ὁ ἄλλος τὸν ὁποῖο κλαίω εἶνε ἐκεῖνος πού, ἐνῷ εἶνε ἀνεξομολόγητος, τολμᾷ καὶ πλησιάζει τὴ Μεγάλη Πέμπτη ἢ τὸ Μέγα Σάββατο ἢ τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα, καὶ ὄχι ἁπλῶς ἀσπάζεται, ὅπως ὁ Ἰούδας, ἀλλ᾽ ἀνοίγει τὸ στόμα καὶ βάζει μέσα στὴν ἀκάθαρτη ὕπαρξί του τὸν ἀμόλυντο Χριστό. Αὐτὸς ποὺ κοινωνεῖ ἀναξίως τί κάνει τὴν ὥρα ἐκείνη· προσποιεῖται τὸν φίλο, ἐνῷ στὴ ζωή του εἶνε μὲ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία τὴν ὥρα τῆς θείας κοινωνίας ψάλλει· «Τοῦ δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ σήμερον, Υἱὲ Θεοῦ, κοινωνόν με παράλαβε»· Χριστέ μου, λέει, ἡ θεία λειτουργία εἶνε ὁ μυστικὸς δεῖπνος, κι ὅπως τότε κοινώνησες τοὺς μαθητάς, κοινώνησε τώρα κ᾿ ἐμένα. «Οὐ μὴ γὰρ τοῖς ἐχθροῖς σου τὸ μυστήριον εἴπω, οὐ φίλημά σοι δώσω καθάπερ ὁ Ἰούδας»· δὲν θὰ φανερώσω τὸ μυστήριο στοὺς ἐχθρούς σου, δὲν θὰ σὲ προδώσω ὅπως ὁ Ἰούδας. «ἀλλ᾽ ὡς ὁ λῃστὴς ὁμολογῶ σοι· Μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Κοινωνῶ, λέει· βοήθησέ με, Χριστέ, νὰ μὴ σὲ προδώσω «καθάπερ ὁ Ἰούδας», ὅπως ὁ Ἰούδας. Σὲ ἕνα μέρος τῆς Πελοποννήσου, ὅταν βλέπουν κάποιον νὰ κοινωνῇ ἀμετανόητος, λένε· «Καθάπερ ὁ Ἰούδας»! Ἔτσι, σὰν τὸν Ἰούδα, κοινωνοῦμε πολλὲς φορὲς κ᾽ ἐμεῖς.
Ἕνας σοβαρὸς συγγραφεὺς ἔγραψε βιβλίο μὲ τίτλο «Ὁ Ἰούδας διὰ μέσου τῶν αἰώνων». Σὲ κάθε ἐποχὴ δηλαδή, καὶ κατ᾽ ἐξοχὴν στὴ δική μας, ὁ ᾿Ιούδας συνεχίζει τὸ σκοτεινὸ ἔργο του. Κάθε φορὰ ποὺ συναντῶνται οἱ μεγάλοι, οἱ ἐκπρόσωποι τῶν ὑπερδυνάμεων, ἔχουμε φιλήματα Ἰούδα. Ὁ Ἰούδας ἑτοιμάζεται πάλι νὰ σταυρώσῃ τὴν ἀνθρώποτητα.
* * *
Ἀναφέρει ἡ ἱστορία ὅτι ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ἔνδοξους αὐτοκράτορες τῆς γῆς, ὁ Ἰούλιος καῖσαρ, εἶχε στὴν αὐλή του ἕνα λαμπρὸ νέο, τὸν Βροῦτο. Τὸν ἀγαποῦσε, τὸν προστάτευσε, τὸν τίμησε ἰδιαίτερως καὶ τὸν ἀνέδειξε. Ἦταν τὸ δεξί του χέρι. Μιὰ μέρα ὅμως ἔγινε συνωμοσία. Ὥρμησαν τριάντα – σαράντα ἐπαναστάτες μὲ μαχαίρια, περικύκλωσαν τὸν καίσαρα καὶ τὸν χτύπησαν. Ἔκπληκτος ἐκεῖνος στρέφει τὰ μάτια γύρω του καὶ πρὶν ξεψυχήσῃ διακρίνει μεταξὺ τῶν δολοφόνων – ποιόν; Τὸν Βροῦτο! Καὶ τότε εἶπε ἐκεῖνο ποὺ ἔμεινε πλέον παροιμιῶδες· «Καὶ σύ, τέκνον Βροῦτε;». Οἱ ἄλλοι δηλαδὴ ἤξερα ὅτι εἶνε ἐχθροί μου, ἀλλὰ καὶ σύ, ποὺ σὲ εἶχα σὰν παιδί μου; Καὶ μὲ τὸ παράπονο αὐτὸ ἐξέπνευσε ὁ Ἰούλιος καῖσαρ.
Ἀλλὰ τί εἶνε, ἀδελφοί μου, ὁ καῖσαρ καὶ οἱ ἄλλοι βασιλεῖς τῆς γῆς μπροστὰ στὸν Βασιλέα Χριστό; Μηδέν! Αὐτὸς εἶνε ὁ αἰώνιος βασιλεύς. Ἡ μεγάλη προδοσία εἶνε τὸ νὰ προδώσῃ κάποιος τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς λοιπόν, πάνω ἀπ᾽ τὸ σταυρὸ ὅπου τὸν ἀνέβασαν οἱ ἁμαρτίες μας, στρέφει τὸ βλέμμα στοὺς λεγομένους χριστιανοὺς τῆς δύσεως, στρέφει τὸ βλέμμα στοὺς μεγάλους καὶ ἰσχυροὺς κυβερνῆτες, προέδρους καὶ πρωθυπουργοὺς καὶ ὑπουργοὺς καὶ βουλευτὰς καὶ στρατηγούς, ποὺ τὸν σταυρώνουν μὲ τὶς ἀποφάσεις τους μέσα στὰ κοινοβούλια, στρέφει τὸ βλέμμα στοὺς κληρικοὺς τῆς Ἐκκλησίας του, στρέφει τὸ βλέμμα στοὺς Χριστιανοὺς ποὺ εἴμαστε βαπτισμένοι στὸ ὄνομά του, σ᾽ ἐμᾶς τοὺς ψευτοχριστιανοὺς τοῦ αἰῶνος τούτου, στρέφει τὸ βλέμμα στὰ ἐκκλησιάσματα αὐτῆς τῆς ἑβδομάδος, βλέπει ἐμᾶς τοὺς νέους Ἰοῦδες, ἄντρες – γυναῖκες, μικροὺς – μεγάλους, ἀγραμμάτους – ἐγγραμμάτους, ὅλο τὸ πλῆθος αὐτῶν ποὺ κοινωνοῦν ἀναξίως, καὶ λέει μὲ παράπονο· «Κ᾽ ἐσύ, Χριστιανέ;». Μὲ ὑβρίζουν οἱ Ἑβραῖοι, μὲ ἀτιμάζουν οἱ μωαμεθανοί, μ᾽ ἐξευτελίζουν οἱ ἐχθροί· μὲ προδίδεις λοιπὸν κ᾽ ἐσύ, ποὺ βαπτίσθηκες στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος;
Τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα ἂς ἐξομολογηθοῦμε ἐνώπιόν του καὶ ἂς τοῦ ποῦμε μὲ στεναγμό· Χριστέ, μὴ σὲ προδώσω ὅπως ὁ Ἰούδας, ἀλλ᾽ ἀξίωσέ μὲ νὰ πῶ κ᾽ ἐγὼ τὴ φωνὴ τοῦ λῃστοῦ· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ὁμιλία τοῦ π. Αὐγουστίνου στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης στὶς 17-4-1987 πρωί)
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.