Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ – ΤΟ ΚΟΣΜΟΧΑΡΜΟΣΥΝΟ ΑΓΓΕΛΙΚΟ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ: «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ»! — «ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ»! Μηπως υπαρχει κανεις που αμφιβαλλει; (Γεγονοτα και μαρτυριες – Σημαντικες λεπτομερειες)
Κυριακὴ τοῦ Πάσχα
Tοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Γεγονοτα και μαρτυριες
ΠΩΣ ἀλλιῶς νὰ σᾶς προσφωνήσω σήμερα, ἀγαπητά μου ἀδέρφια; Χίλιες ἄλλες προσφωνήσεις νὰ σᾶς κάνω, δὲν ἔχουν τόση ἀξία. Μιὰ προσφώνησις τώρα ἁρμόζει. Αὐτὴ ὑπερέχει, αὐτὴ ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη προσφώνησι. Ἀφήνοντας λοιπὸν ὅλες τὶς ἄλλες προσρήσεις καὶ παραμερίζοντας κάθε ἄλλο χαιρετισμό, σᾶς προσφωνῶ μὲ τὸ κοσμοχαρμόσυνο μήνυμα, μὲ τὸν χαιρετισμὸ τῶν δύο λέξεων, μὲ τὸ ἀγγελικό, τὸ μυροφορικό, τὸ ἀποστολικὸ «Χριστὸς ἀνέστη»! — «᾿Αληθῶς ἀνέστη»!
Αὐτὴ εἶνε ἡ καλυτέρα προσφώνησις, δὲν ὑπάρχει ἄλλη νὰ σᾶς ἀπευθύνω. Μὲ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» σᾶς χαιρετίζω. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς κυριαρχεῖ, αὐτὸ ἑορτάζουμε καὶ πανηγυρίζουμε. Καὶ θὰ τὸ ἑορτάζουμε μέχρι τῆς Ἀναλήψεως, ἐπὶ σαράντα ἡμέρες.
Ἐρωτῶ· μήπως ὑπάρχει κανεὶς ποὺ ἀμφιβάλλει γιὰ τὴν ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ; Μεταξὺ τῶν ὀρθοδόξων δὲν πιστεύω νὰ ὑπάρχῃ οὔτε ἕνας, εἴτε νέος εἴτε ἡλικιωμένος, ποὺ νά ᾿χῃ ἀμφιβολία ὅτι ἀνέστη ὁ Κύριος. Ἡ Ἀνάστασις, τὸ ὅτι ὁ Κύριος ἀνέστη, εἶνε ἕνα ἱστορικὸ γεγονός.
―Μὰ ἔχουμε τώρα ἐμεῖς ἀποδείξεις, σοῦ λέει ὁ ἄπιστος καὶ ὁ ἄθεος, ὅτι ἀνέστη ὁ Χριστός; Ποῦ μποροῦμε νὰ τὸ στηρίξουμε αὐτό, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε;
* * *
Ἐν συγκρίσει μὲ κάθε ἄλλο γεγονός, ἀδελφοί μου, ἡ Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου εἶνε τὸ περισσότερο μαρτυρημένο, κατωχυρωμένο καὶ βέβαιο. Ἂν ἀμφισβητήσουμε αὐτό, τότε πολὺ περισσότερο θὰ πρέπῃ ν’ ἀμφισβητήσουμε ἄλλα γεγονότα ποὺ ἐκθέτει ἡ ἱστορία.
Σᾶς ἐρωτῶ· τὰ διάφορα ἱστορικὰ γεγονότα, ποὺ διδασκόμαστε στὰ σχολεῖα, ποιός τὰ εἶδε μὲ τὰ μάτια του, ποιός τ᾿ ἄκουσε μὲ τ᾿ αὐτιά του, ποιός ἦταν παρὼν σ’ αὐτὰ καὶ τὰ βεβαιώνει; Δίνουμε σημασία στὶς μαρτυρίες αὐτῶν ποὺ ἦταν παρόντες. Ἐὰν λοιπὸν γίνῃ μία σύγκρισις, θὰ δοῦμε ὅτι κανένα ἄλλο γεγονὸς δὲν μαρτυρεῖται τόσο πολὺ ὅσο τὸ ἱστορικὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως· κανένα ἄλλο δὲν ἔχει τόσους μάρτυρες ὅσους αὐτό.
᾿Ερωτᾷ λ.χ. κάποιος· Στὴν Ἑλλάδα, τὸν 5ο π.Χ. αἰῶνα, ἔγιναν οἱ λεγόμενοι Περσικοὶ πόλεμοι· ποιός μαρτυρεῖ καὶ μᾶς βεβαιώνει γι᾿ αὐτούς; Ἦταν κανεὶς στὴ μάχη τοῦ Μαραθῶνος, στὰ στενὰ τῶν Θερμοπυλῶν, στὴ ναυμαχία τῆς Σαλαμῖνος; Ὑπάρχει κανείς, ποὺ νὰ εἶδε τὰ ὅσα συνέβησαν; Ποιός μαρτυρεῖ καὶ βεβαιώνει γι’ αὐτά; Ἡ ἀπάντησις εἶνε· ἕνας καὶ μόνο μαρτυρεῖ. Περσικὲς πηγὲς δὲν ἔχουμε γιὰ ν᾿ ἀντλήσουμε ἀπὸ ’κείνη τὴν πλευρὰ πληροφορίες· δὲν ὑπάρχουν ἄλλα στοιχεῖα. Ἔχουμε μόνο ἕνα μάρτυρα. Ἕνας ἱστορικὸς μαρτυρεῖ, ὅτι ἔγιναν αὐτοὶ οἱ πόλεμοι. Ποιός εἶνε αὐτὸς ὁ ἱστορικός; Εἶνε ὁ Ἡρόδοτος. Καὶ εἶνε ἀρκετὸς ἕνας μάρτυρας, ὁ Ἡρόδοτος, γιὰ νὰ βεβαιώσῃ τὴν ἀλήθεια τῶν γεγονότων; Ὅλοι ἀπαντοῦν· ναί, ἀρκεῖ ὁ ἕνας αὐτός.
᾿Εὰν πάλι θέσουμε τὸ ἐρώτημα γιὰ τὶς διαμάχες ποὺ ἔγιναν στὴν Ἑλλάδα μεταξὺ τῶν ἑλληνικῶν πόλεων ―γιατὶ εἶνε, βλέπετε, πληγὴ αἰώνων αὐτὴ ἡ διχόνοια, σαράκι ποὺ μᾶς τρώει―, τί ἀπάντησι λαμβάνουμε; Ἐννοῶ τὸν Πελοποννησιακὸ πόλεμο, ποὺ διεξήχθη μεταξὺ τῶν Σπαρτιατῶν καὶ τῶν Ἀθηναίων, ἄρχισε τὸ 431 π.Χ. καὶ κράτησε 27 χρόνια, ποιός μαρτυρεῖ γιὰ τὸν πόλεμο αὐτόν; Ἕνας μόνο καὶ πάλι. Ποιός; Ὁ Θουκυδίδης· εἶνε ὁ ἱστορικὸς τοῦ ἐμφυλίου αὐτοῦ σπαραγμοῦ.
Ἐὰν πάλι μᾶς ἐρωτήσουν γιὰ τὴν ἐκστρατεία τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου στὰ τέλη τοῦ 4ου π.Χ. αἰῶνος, ποὺ ξεκίνησε ἀπὸ ᾿δῶ μὲ μιὰ χούφτα Μακεδόνες, πέρασε τὰ Δαρδανέλλια, προχώρησε στὴ Μικρὰ Ἀσία, κ’ ἔφτασε μέχρι κάτω στὶς ᾿Ινδίες, στὸ Γάγγη ποταμό, ποιός μαρτυρεῖ; Τὰ εἶδε κανεὶς αὐτά; Ἕνας καὶ πάλι. Ποιός; Ὁ Ἀρριανός. Ἐστενοχωρεῖτο μάλιστα, λένε, ὁ Ἀλέξανδρος ποὺ δὲν εἶχε ἕνα πιὸ ἀξιόλογο ἱστορικὸ νὰ ἱστορήσῃ τὰ κατορθώματά του. Ἐν τούτοις ὅλοι ἀρκοῦνται στὸν Ἀρριανό.
Ἔτσι γράφεται, ἀγαπητοί μου, ἡ ἱστορία· ἀπὸ τοὺς πρὸ Χριστοῦ αἰῶνες μέχρι σήμερα, μέχρι τὴ Μικρασιατικὴ ἐκστρατεία καὶ τὸ ἔπος τοῦ ᾽40, ποὺ ἔλαβαν μέρος οἱ πατέρες καὶ οἱ παπποῦδες μας. Πάντοτε ἡ ἱστορία, γιὰ νὰ στηριχθῇ, ζητάει μάρτυρες· πολλοὺς εἰ δυνατόν· ἀλλ’ ἔστω καὶ ἕνας φτάνει. Ἀπαιτεῖται μόνο, αὐτοὶ ποὺ γράφουν νὰ ἦταν παρόντες σ’ αὐτὰ ποὺ ἱστοροῦν, εἰλικρινεῖς, ἀψευδεῖς, ἀμερόληπτοι.
Ὅλοι καταλαβαίνουμε τί διαφορὰ ὑπάρχει μεταξὺ μάρτυρος καὶ μάρτυρος. Εἴδατε τί γίνεται καὶ στὰ δικαστήρια. Ὅταν πάῃ κάποιος νὰ καταθέσῃ γιὰ μιὰ ὑπόθεσι, ὁ πρόεδρος τὸν ρωτάει· Ἤσουν ἐκεῖ ἢ δὲν ἤσουν; Ἂν πῇ ὅτι ἦταν, ἡ κατάθεσί του βαρύνει. Ἂν πάλι δὲν εἶνε εἰλικρινής, ἕνας εὐφυὴς δικαστὴς ποὺ κατέχει κι ἀπὸ ψυχολογία τὸν πιάνει. Ἂς φωνάζῃ αὐτός, Κύριε πρόεδρε ἐγὼ ἤμουν ἐκεῖ!… Ὁ δικαστὴς τὸν καταλαβαίνει ἀμέσως. Γιατί; Διότι αὐτὸς ποὺ εἶνε αὐτόπτης ἑνὸς γεγονότος διαφέρει ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἦταν ἐκεῖ. Ζητοῦνται αὐτόπται μάρτυρες. Καὶ ὑπάρχουν μάρτυρες αὐτόπται καὶ …μὴ αὐτόπται.
Πῶς θὰ καταλάβουμε ἂν κάποιος εἶνε ἢ δὲν εἶνε αὐτόπτης ἑνὸς γεγονότος; Ἂς πάρουμε παράδειγμα ὅσα συνέβησαν στὴ Μικρὰ Ἀσία. Ἔγινε πόλεμος, στὸν ὁποῖο ἐπιστρατεύθηκαν οἱ πατεράδες καὶ οἱ παπποῦδες μας· κατόπιν οἱ ἱστορικοὶ ἔρχονται καὶ γράφουν τὴν ἱστορία τῆς Μικρασιατικῆς ἐκστρατείας, κ’ ἔχουν ἐκδοθῆ ἕως τώρα διάφορα ἔργα. Ἂν τώρα συναντήσῃς ἕναν ἀπὸ τοὺς γέροντες ἐκείνους μαχητὰς τῶν ἐπιχειρήσεων, ποὺ ἔφθασε μέχρι τὴν Ἄγκυρα, ἂς εἶνε καὶ τσοπάνης, θὰ καταλάβῃς ἀμέσως ἀπὸ τὴν πρώτη κουβέντα του, ὅτι αὐτὸς πῆγε πράγματι στὴ Μικρὰ Ἀσία. Πῶς τὸ καταλαβαίνεις; Ἀπὸ ὅλο τὸν τρόπο ποὺ διηγεῖται. —Ἤμασταν στὴν τάδε τοποθεσία· στρατοπεδεύσαμε κοντὰ στὰ βράχια· διανυκτερεύσαμε ἐκεῖ κοντὰ στὸ Σαγγάριο· τὴ νύχτα κάναμε ἕναν ὕπνο καὶ ἄκουγες τὸ βουητὸ τοῦ ποταμοῦ· ξαφνικὰ ―σοῦ διηγεῖται ὁ τσοπάνης― ἄρχισαν νὰ πέφτουν ἀπάνω μας πυρά· σὲ μιὰ στιγμή, ἐκεῖ ποὺ διψασμένοι κατεβήκαμε στὸ ποταμάκι νὰ πιοῦμε λίγο νεράκι, μᾶς ἦρθε ἕνα βλῆμμα· σὲ κάποιο σημεῖο, ποὺ τὰ νερὰ ἦταν βαθειά, ἔπεσε μιὰ γέφυρα καὶ περάσαμε ἀπέναντι μὲ βάρκα· πιὸ πέρα, καθὼς καθίσαμε νὰ φᾶμε, μᾶς ἦρθαν κάτι μπόμπες κι ἀφήσαμε τὰ καζάνια καὶ φύγαμε ἀπὸ ἐκεῖ… Σοῦ λέει, δηλαδή, λεπτομέρειες· τέτοιες λεπτομέρειες, ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ τὶς πλάσῃ ὁ καθένας. Ὑπάρχουν βέβαια καὶ μερικοὶ παραμυθᾶδες, ποὺ πλάθουν μὲ τὴ φαντασία· «δῶσ’ του κλῶτσο νὰ γυρίσῃ, παραμύθι ν’ ἀρχινίσῃ». Διακρίνεται ὅμως ὁ παραμυθᾶς ἀπὸ τὸν αὐτόπτη ἱστορικό· διότι ὁ αὐτόπτης ἱστορικὸς περιγράφει λεπτομέρειες, ποὺ δὲ μποροῦσαν νὰ εἶνε ἀλλιῶς, σοῦ τὰ δίνει μὲ ζωντάνια.
Ἂν διαβάσουμε λοιπὸν τὰ Εὐαγγέλια καὶ εἰδικῶς τὰ κεφάλαια ποὺ περιγράφουν τὴν ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ, θὰ δοῦμε ὅτι ἔχουν λεπτομέρειες. Δὲ λένε ἁπλῶς ὅτι ἀνέστη ὁ Κύριος. Ἔχουν περιστατικὰ ἐκ τοῦ φυσικοῦ, ἀφηγοῦνται γεγονότα γνήσια, ὅπου οἱ ἐξελίξεις ἔρχονται χωρὶς ἀνθρώπινη πρόβλεψι καὶ τὰ πρόσωπα ὁμιλοῦν καὶ διαλέγονται χωρὶς σκοπιμότητα ἢ προσποίησι, ἀλλὰ ἀβίαστα καὶ αὐθόρμητα. Τὸ πιὸ πειστικό, ὅπως εἴπαμε, εἶνε οἱ λεπτομέρειες ποὺ περιέχουν. Πόσες λεπτομέρειες; Κάποιος κάθισε καὶ μέτρησε δεκατρεῖς (13) λεπτομέρειες, τὶς ὁποῖες βέβαια δὲν μποροῦμε τώρα νὰ ἐκθέσουμε. Οἱ λεπτομέρειες αὐτὲς βεβαιώνουν, ὅτι ἡ περιγραφὴ τοῦ συμβάντος εἶνε αὐθεντική. Τέτοιες λεπτομέρειες δὲ μποροῦν νὰ πλάσουν ἄνθρωποι ἀγράμματοι καὶ ἄξεστοι. Ὅσοι ἔχουν πέννα καὶ ἀσχολοῦνται μὲ τὴ λογοτεχνία καὶ τὴν ποίησι, μποροῦν νὰ ἐντυπωσιάσουν. Αὐτοὶ ὅμως δὲν ἦταν συγγραφεῖς. Οἱ μυροφόρες ἦταν ἁπλοϊκὲς γυναῖκες, καὶ οἱ ἀπόστολοι καὶ εὐαγγελισταὶ ἦταν ψαρᾶδες ποὺ κρατοῦσαν δίχτυα καὶ κουπιά. Καὶ τοὺς βλέπεις νὰ τὰ λένε τόσο ὄμορφα, ποὺ ὑπερβαίνουν τὸ ταλέντο καὶ τοῦ μεγαλυτέρου λογοτέχνου. Ὁ τρόπος ποὺ ἐκφράζονται εἶνε ἕνα θαῦμα, ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὸ ἄλλο, τὸ μέγα θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως.
* * *
Ἀδελφοί μου! Ἡ ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ μας εἶνε ἱστορικὸ γεγονὸς μὲ ὄχι ἕνα ἀλλὰ πολλοὺς μάρτυρες, μὲ αὐτόπτες μάρτυρες ποὺ δίνουν χαρακτηριστικὲς λεπτομέρειες, μὲ μάρτυρες ἄδολους καὶ εἰλικρινεῖς, μάρτυρες ποὺ βεβαίωσαν τὶς μαρτυρίες τους ὄχι μόνο μὲ προφορικὰ κηρύγματα καὶ γραπτὰ κείμενα, ἀλλὰ καὶ μὲ ὅλη τὴν ἀγία ζωή τους, πρὸ παντὸς δὲ μὲ τὸ μαρτυρικὸ θάνατο καὶ μὲ τὸ αἷμα τους. Δὲν ὑπάρχει ἄλλο πιὸ βέβαιο γεγονός. Ἐκεῖ στηρίζεται ὅλη ἡ πίστι καὶ ὅλη ἡ ἐλπίδα μας.
«Χριστὸς ἀνέστη»!
Σημαντικες λεπτομερειες (Ἰωάν. 20,1-10)
ΤΟ κατὰ ᾿Ιωάννην Εὐαγγέλιο γράφει· «Τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται πρωὶ σκοτίας ἔτι οὔσης εἰς τὸ μνημεῖον…» (᾿Ιωάν. 20,1 κ.ἑ.). Στὴν περικοπὴ αὐτὴ ὑπάρχουν, ἀγαπητοί μου, μερικὲς χαρακτηριστικὲς λεπτομέρειες, ἀπὸ τὶς πολλὲς ἐκεῖνες λεπτομέρειες ποὺ βεβαιώνουν τὴν ἀλήθεια τῆς Ἀναστάσεως, τὴν ὁποία ἑορτάζουμε.
* * *
«Τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων», λέει. Εἶχε κλείσει τὸ Σάββατο καὶ ξημέρωνε ἡ ἑπόμενη μέρα. Γιὰ τοὺς Ἑβραίους αὐτὴ ἦταν «ἡ μία τῶν σαββάτων» – ἔτσι τὴν ἔλεγαν, τὴν ὁποία Ἐκκλησία ὠνόμασε πλέον «Κυριακή» (Ἀπ. 1,10).
«Πρωὶ σκοτίας ἔτι οὔσης». Ἦταν σκοτάδι, δὲν εἶχε φέξει ἀκόμα. Στοὺς δρόμους ἐπικρατοῦσε ἡσυχία, κανείς δὲν περπατοῦσε. Ποιός νὰ τολμήσῃ νὰ βγῇ; Οἱ μαθηταὶ ἦταν κρυμμένοι. ῾Ρωμαῖοι στρατιῶτες φρουροῦσαν. Ποιός νὰ πλησιάσῃ στὸν τάφο τοῦ Χριστοῦ; Ἐκεῖ ἦταν κουστωδία, φρουρὰ μὲ τὰ ὅπλα της. Κανείς δὲν ξεμυτοῦσε. Ἐν τούτοις στὰ καλντερίμια ἀκούστηκαν πατήματα. Ποιός ἦταν; Δὲν ἦταν ἄντρας· γυναίκα ἦταν. Ποιά;
«Μαρία ἡ Μαγδαληνή». Ἦταν ἐκείνη ποὺ ἔτρεφε ἀπέραντη καὶ αἰωνία εὐγνωμοσύνη στὸν Κύριο, διότι ὁ Χριστὸς τὴν ἀπήλλαξε ἀπὸ ἑπτὰ δαιμόνια. Ὁ πονηρὸς κόσμος σήμερα τὴν ἔχει διαβάλει, τὴν ἔκανε μυθιστόρημα μὲ φαντασίες ποὺ ἔβγαλε ἀπὸ τὴν ἀκάθαρτη διάνοιά του. Δὲν ἦταν ὅμως ἔτσι. Αὐτὴ λοιπὸν βαδίζει τώρα στὸ δρόμο. Ποῦ πηγαίνει;
«Εἰς τὸ μνημεῖον». Ἀφοῦ βάδισε, φτάνει στὸν τάφο. Γιὰ νὰ καταλάβουμε, πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν πῶς ἦταν τότε οἱ τάφοι στοὺς Ἑβραίους. Ἦταν περίπου ὅπως εἶνε σήμερα οἱ τάφοι τῶν ἐπισήμων· ἦταν σκαλισμένοι σὲ βράχο, καὶ στὸ ἄνοιγμά τους, μπροστά, σφράγιζαν τὴν εἴσοδο καλὰ μ᾿ ἕνα μεγάλο λίθο.
«Βλέπει τὸν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου». Βλέπει ὅτι κάποιος ἔχει σηκώσει τὸ βαρὺ ἐκεῖνο λιθάρι καὶ τὸ μνημεῖο εἶνε ἀνοιχτό. Δὲν πέρασε ἀπὸ τὸ μυαλό της, ὅτι μπορεῖ ὁ Χριστὸς νὰ ἔχῃ ἀναστηθῆ.
«Τρέχει οὖν καὶ ἔρχεται πρὸς Σίμωνα Πέτρον»· γυρίζει τρέχοντας πίσω, βρίσκει τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη, καὶ τοὺς λέει· «Ἦραν τὸν Κύριον ἐκ τοῦ μνημείου, καὶ οὐκ οἴδαμεν ποῦ ἔθηκαν αὐτόν» (᾿Ιωάν. 20,2). Τὸν πῆραν, λέει, τὸ Χριστό, δὲν εἶνε μέσ᾿ τὸν τάφο.
Ὁ Πέτρος καὶ ὁ ᾿Ιωάννης ξεκινοῦν κι αὐτοὶ γιὰ τὸν τάφο. Τρέχουν ὁλοταχῶς καὶ οἱ δύο μαζί. Ὁ ᾿Ιωάννης ἔτρεξε πιὸ γρήγορα κ’ ἔφτασε πρῶτος. Σκύβει ἀπὸ τὸ ἄνοιγμα, ῥίχνει μιὰ ματιὰ μέσ᾿ στὸν τάφο, ἀλλὰ δὲ μπαίνει. Ἔρχεται μετὰ ὁ Πέτρος καί, πιὸ θαρραλέος αὐτός, προχωρεῖ καὶ μπαίνει μέσα.
Οἱ ἄνθρωποι συνήθως φοβοῦνται στὰ μνηματα. Τὸ εἶδα ἐγὼ αὐτὸ στὸ στρατό, σὲ κάποιο στρατιώτη ἀπὸ τὴν Κρήτη. Βλαστημοῦσε τὸ Χριστό, καὶ τοῦ εἶπα· ―Ἀφοῦ τολμᾷς καὶ βλαστημᾷς, πήγαινε καὶ τὰ μεσάνυχτα στὰ μνήματα, ἐκεῖ ποὺ εἶνε οἱ νεκροὶ καὶ οἱ σταυροί, νὰ βλαστημήσῃς. ―Ἄ, δὲν πάω λέει… Δὲν πῆγε. Στὰ μνήματα σταματᾶνε οἱ βλαστήμιες, πιάνει τὸν ἄνθρωπο ἕνα δέος.
Ὁ ᾿Ιωάννης λοιπὸν φοβήθηκε, ὁ Πέτρος μπῆκε στὸ μνημεῖο. Κ’ ἐκεῖ τί νὰ δῇ; Βλέπει ―ἀκοῦστε λεπτομέρεια―, «τὰ ὀθόνια κείμενα, καὶ τὸ σουδάριον …χωρὶς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον» (ἔ.ἀ. 20,7).
Ποιά σημασία ἔχει αὐτὴ ἡ λεπτομέρεια; Γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε, πρέπει νά ’χουμε ὑπ’ ὄψιν μας τὴν ἑβραϊκὴ συνήθεια τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Οἱ Ἑβραῖοι, ὅταν πέθαινε κάποιος, τοῦ ἔβγαζαν ὅλα τὰ ἐνδύματα, τὸν ἔλουζαν, τὸν καθάριζαν καὶ τοῦ ἔβαζαν ἀρώματα. Μετὰ ἔπαιρναν ταινίες, κορδέλλες ἀπὸ καθαρὸ ὕφασμα (ἂν ἦταν πλούσιος, μεταξωτὲς κορδέλλες), τὶς βουτοῦσαν σὲ μιὰ κολλητικὴ οὐσία, τὴ σμυρναλόη, καὶ ἄλλα ἀρώματα, καὶ μ’ αὐτὲς τύλιγαν τὸ σῶμα. Αὐτὸ ἔγινε λοιπὸν καὶ στὸν Κύριο καὶ στὸν τετραήμερο Λάζαρο. (Γι’ αὐτὸ οἱ μητέρες, ὅταν παλαιότερα τύλιγαν τὸ βρέφος τους μὲ φασκιές, τὸ ἔλεγαν «Λαζαρῖνο», διότι ἔμοιαζε μὲ τὸ σῶμα τοῦ Λαζάρου· συνήθεια ποὺ τώρα καταργήθηκε ὡς ἀνθυγιεινή). Γιατί οἱ Ἑβραῖοι τύλιγαν ἔτσι τὸ νεκρό; Γιὰ δύο λόγους· πρῶτον γιὰ νὰ τὸν τιμήσουν, καὶ δεύτερον καὶ κυριώτερον διότι τὰ ἀρώματα αὐτὰ εἶχαν ἀντισηπτικὲς ἰδιότητες. Ὅλα ὅμως αὐτὰ κολλοῦσαν καὶ γίνονταν ἕνα πρᾶγμα μὲ τὸ κορμί, ὅπως κολλάει ὁ μαραγκὸς τὰ σανίδια μὲ ψαρόκολλα ἢ ἰσχυρὴ γερμανικὴ κόλλα καὶ δὲν μπορεῖς νὰ τὰ ξεκολλήσῃς. Ἔτσι ἦταν καὶ τὰ ὑφάσματα μὲ τὸ σῶμα.
Ἔχοντας αὐτὰ ὑπ’ ὄψιν γεννᾶται ἡ ἀπορία· πῶς ξεκόλλησαν τὰ ὀθόνια ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔμειναν ἐκεῖ στὸ μνῆμα; Οἱ φαρισαῖοι ἰσχυρίστηκαν, ὅτι οἱ μαθηταὶ ἔκλεψαν τὸ σῶμα. Ἀλλ’ ὅταν πάῃ κανεὶς νὰ κλέψῃ, δὲν ἔχει ἄνεσι χρόνου· μπαίνει μέσα, ἁρπάζει γρήγορα – γρήγορα ὅ,τι βρῇ, καὶ φεύγει. Δὲν κάθεται ἐκεῖ. Γι᾿ αὐτὸ κάποτε οἱ κλέφτες πάνω στὴ βιασύνη τους δὲν ξέρουν τί παίρνουν, ἀφήνουν τὰ πολύτιμα καὶ παίρνουν τὰ τιποτένια. Ἐὰν οἱ μαθηταὶ εἶχαν σκοπὸ νὰ κλέψουν τὸ Χριστό, θὰ ἔπαιρναν τὸ σῶμα ὅπως εἶνε, μαζὶ μὲ τὰ ὀθόνια. Γιὰ ν’ ἀφήσουν τὰ ὀθόνια ἐκεῖ, ἔπρεπε νὰ κάθισαν ὧρες, νὰ εἶχαν καζάνι νὰ ζεστάνουν νερό, καὶ νὰ ξεκόλλησαν σιγὰ – σιγὰ τὶς ταινίες. Γίνονται αὐτὰ τὰ πράγματα;
Καὶ δὲν ἦταν μόνο τὰ ὀθόνια· ἦταν καὶ τὸ σουδάριο – ἄλλη λεπτομέρεια αὐτή. Ὁ Πέτρος εἶδε, λέει, καὶ τὸ σουδάριο, δηλαδὴ τὸ κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, νὰ μὴν εἶνε κολλημένο μαζὶ μὲ τὶς ταινίες τῶν ὀθονίων, ἀλλὰ νὰ βρίσκεται σ᾿ ἕνα μέρος ξεχωριστά, τυλιγμένο μὲ τάξι. Ξέρετε πῶς ἔμοιαζε; Θὰ σᾶς πῶ, καὶ ὅσοι εἶνε ἀπὸ χωριὰ θὰ μὲ καταλάβουν καλύτερα· ὅσοι εἶνε ἀπὸ πόλεις δὲν ξέρουν.
Ἀφήσαμε τὰ χωριὰ δυστυχῶς καὶ μαζευτήκαμε στὰ ἀστικὰ κέντρα. Θά ᾿ρθῃ ὅμως ἡ μέρα ―κ’ εἶνε κοντά―, ποὺ θὰ πῆτε Ἀνάθεμα τὴν ὥρα ποὺ φύγαμε ἀπὸ τὰ χωριά μας!… Εἶνε μιὰ ἁμαρτία μας αὐτή. Γίναμε ὅλοι πρωτευουσιάνοι, κι ἀφήσαμε τὴν ὕπαιθρο νὰ ἐρημώσῃ. Μόνο τὸ Πάσχα τὴ θυμοῦνται καὶ βγαίνουν. Θά ᾿ρθῃ ὅμως μέρα ποὺ αὐτὸ θὰ τὸ πληρώσουμε. Γιατὶ κάθε σπιθαμὴ γῆς καὶ κάθε πέτρα τοῦ χωριοῦ ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ὁλόκληρη καὶ τὶς ἄλλες πολιτεῖες.
Ὅποιος λοιπὸν ἀπὸ σᾶς εἶνε ἀπὸ τὸ χωριό, θὰ εἶδε πῶς οἱ χωρικοὶ χτίζουν τοὺς τοίχους ποὺ δείχνουν τὰ ὅρια τῶν χωραφιῶν. Στὰ νησιά, σὲ μέρη ὅπου τὸ ἔδαφος εἶνε ἐπικλινές, χωρίζουν τὰ ἐπίπεδα τῆς γῆς ποὺ καλλιεργοῦν χτίζοντας τὶς λεγόμενες πεζοῦλες. Αὐτοὶ λοιπὸν οἱ τοῖχοι δὲν εἶνε κτισμένοι μὲ λάσπη καὶ ἀσβέστη, ἀλλὰ πῶς; Μὲ σκέτη πέτρα, ξερολιθιὰ ὅπως λένε. Ὅταν ἤμουν μικρὸ παιδί, ἰδίως τώρα τὸ καλοκαίρι, ὅταν κάπου γκρεμιζόταν καμμιὰ ξερολιθιά, ἔβλεπα ἀνάμεσα στὶς πέτρες ἕνα περίεργο πρᾶγμα· τὸ φιδοπουκάμισο. Τὴν ἄνοιξι ὅλα ἀλλάζουν· καὶ τὸ φίδι ἀκόμη ἀλλάζει καὶ ἀνανεώνει τὴν ἐπιδερμίδα του. Σὰ νὰ λέῃ μὲ τὸ ἔνστικτό του· «καιρὸς ν’ ἀλλάξω κ’ ἐγὼ φορεσιά, νὰ φορέσω καινούργιο κουστούμι. Λαμπρὴ εἶνε, νὰ γιορτάσω κ’ ἐγώ». Πηγαίνει λοιπὸν τὸ φίδι, τέτοιες μέρες ποὺ εἶνε ζεστὸς ὁ καιρός, βρίσκει στενὰ περάσματα ἀνάμεσα στὶς πέτρες τῆς ξερολιθιᾶς, κ’ ἐκεῖ σπρώχνεται, πιέζεται γιὰ νὰ περάσῃ μέσα ἀπὸ τὶς τρύπες, κι ὅταν πλέον βγαίνει ἀπὸ ᾿κεῖ, ἔχει ἀφήσει μέσα στὶς πέτρες ὁλόκληρο τὸ παλαιὸ δέρμα του, ποὺ οἱ χωριάτες τὸ λένε φιδοπουκάμισο. Ἀπὸ αὐτὸ καταλαβαίναμε ὅτι πέρασε ἀπὸ κεῖ τὸ φίδι. ᾿Εμεῖς τὰ παίρναμε καὶ τὰ κρατούσαμε. Δὲν ξέρω ἂν ἐσεῖς πιάσατε καμμιὰ φορὰ φιδοπουκάμισο. Εἶνε λεπτότατο.
Ὅπως λοιπὸν τὸ φίδι γλιστράει μέσα ἀπὸ τὶς πέτρες κι ἀφήνει τὸ πουκάμισό του μέσ᾿ στὶς τρύπες, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς γλίστρησε μέσα ἀπὸ τὶς φασκιές, τὸ σῶμα του γλίστρησε μέσα ἀπὸ τὰ ὀθόνια καὶ τὸ σουδάριο, ἔφυγε, καὶ ἔμεινε ἐκεῖ στὸν τάφο μόνο τὸ περίβλημα. Αὐτὸ εἶνε μία ἀπόδειξις ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε.
Τὴν παρομοίωσί του μὲ φίδι κάνει ἀλλοῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ὅταν λέῃ· «Καὶ καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰωάν. 3,14). Ὅπως ὁ Μωϋσῆς στὴν ἔρημο ὕψωσε ἕνα φίδι, ὄχι ζωντανὸ ἀλλὰ χάλκινο, καὶ ὅποιος γύριζε καὶ τὸ ἔβλεπε ἐσῴζετο ἀπὸ τὰ θανατηφόρα δαγκώματα τῶν φιδιῶν, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ὁ Χριστὸς ὑψώθηκε μέσα στὸν κόσμο ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Αὐτὸ ἦταν τύπος τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἂν διαβάζετε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, θὰ τὸ ξέρετε.
* * *
Ἄλλο ἕνα τεκμήριο λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ὅτι ἀνέστη ὁ Κύριος. Τὸ μαρτυρεῖ ἡ λεπτομέρεια αὐτή, γιὰ τὰ ὀθόνια καὶ τὸ σουδάριο, ποὺ διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστὴς ᾿Ιωάννης.
Ἐπειδὴ ὅμως ἡ περικοπὴ αὐτὴ προσφέρει καὶ ἄλλα διδάγματα, θὰ συνεχίσουμε.
«Χριστὸς ἀνέστη» !
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη μεγάλη ὁμιλία, ποὺ ἔγινε στὴν αἴθουσα τῆς ὁδοῦ Ζ. Πηγῆς 44 τῶν Ἀθηνῶν σὲ νέους τὴν 2-5-1965 (Το τέλος τῆς ὁμιλίας στὴν ἐπόμενη ἀνάρτηση).
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.