ΔEN ΠΑΛΙΩΝΕΙ Η ΠΙΣΤΙ ΜΑΣ
Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων
Ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
ΔEN ΠΑΛΙΩΝΕΙ Η ΠΙΣΤΙ ΜΑΣ
ΣΑΣ ἀπευθύνω, ἀγαπητοί μου, ἐγκάρδιο χαιρετισμό. Ἀπ’ ὅλους τοὺς χαιρετισμοὺς ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ ἄνθρωποι, ἐγὼ σήμερα ἐκλέγω τὸν ὡραιότερο· τὸν χαιρετισμὸ ποὺ δὲ θὰ παύσῃ ν’ ἀκούγεται ἐπάνω στὴ φλούδα τῆς γῆς καὶ νὰ θίγῃ τὶς βαθύτερες χορδὲς τῆς ψυχῆς μας, τὸν χαιρετισμὸ τῆς Ἀναστάσεως, τὸ «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ».
Δύο λέξεις εἶνε αὐτές. Δύο λέξεις ὅμως πλατειὲς ὅπως ὁ οὐρανὸς καὶ βαθειὲς ὅπως ὁ ὠκεανὸς καὶ θερμὲς ὅπως ἡ φωτιά. Δυὸ λέξεις, ποὺ εἶνε τὸ θεμέλιο ἐπάνω στὸ ὁποῖο στηρίζεται ὁλόκληρος ὁ χριστιανισμὸς καὶ ἡ ᾿Ορθοδοξία. Δυὸ λέξεις – δυναμήτης, ποὺ τινάζει στὸν ἀέρα τὰ βράχια τοῦ σατανᾶ. Δυὸ λέξεις – φωνὴ ἀρχαγγέλων, ποὺ σείει τὰ μνήματα, τὸ βασίλειο τοῦ ᾅδου, ὅλο τὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο. Δυὸ λέξεις ποὺ ἔχουν μέσα τους τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ μας, καὶ ὅσο κι ἂν θελήσῃ ὁ διάβολος δὲ θὰ μπορέσῃ νὰ τὶς σβήσῃ. Δυὸ χιλιάδες χρόνια ὁ διάβολος μὲ τὶς μαῦρες ἢ κόκκινες ἢ ἄλλων χρωμάτων γομμολάστιχές του προσπαθεῖ νὰ σβήσῃ μέσα ἀπὸ τοὺς αἰῶνας καὶ τὴν ἱστορία τὶς δυὸ αὐτὲς λέξεις· ἀλλ᾿ ὅσο καὶ ἂν κοπιάσῃ, ποτέ δὲ θὰ τὸ κατορθώσῃ. Ὅσο μάλιστα περνοῦν τὰ χρόνια κ’ οἱ αἰῶνες, τόσο οἱ λέξεις αὐτὲς θὰ ῥιζώνουν βαθύτερα μέσα στὴν ἀνθρώπινη καρδιά. Σὰν δυὸ ἀστέρια θὰ δείχνουν πάντοτε τὸ δρόμο τῆς πίστεως, τοῦ ἀγῶνος, τῆς τιμιότητος, ὅλης συλλήβδην τῆς ἀρετῆς.
«Χριστὸς ἀνέστη!» λοιπόν.
* * *
Στὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν φτωχικά. Δὲν ὑπῆρχαν πολυκατοικίες, σπίτια μεγάλα καὶ παλάτια. Εἶχαν καλύβες, ἀλλὰ μέσα στὶς καλύβες κατοικοῦσαν ψυχὲς ἀγγελικές – τώρα μέσα στὰ παλάτια καὶ τὰ μέγαρα κατοικοῦν ψυχὲς ποὺ ἀποφεύγω νὰ τὶς χαρακτηρίσω. Οἱ ἁπλοϊκοὶ ἐκεῖνοι ἄνθρωποι ἔρχονταν στὶς ταπεινὲς ἐκκλησιές τους νὰ λειτουργηθοῦν τὴ νύχτα τοῦ Πάσχα καὶ ν’ ἀκούσουν τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Καὶ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» δὲν τὸ ἔλεγαν μόνο τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως· τὸ ἔλεγαν καὶ τὴν ἑπομένη καὶ τὴ μεθεπομένη ἡμέρα καὶ συνεχῶς. Στοὺς δρόμους, στὶς πλατεῖες, ὅπου ἀλλοῦ συνηντῶντο (οἱ γεωργοὶ στὰ χωράφια, οἱ ψαρᾶδες στὶς βάρκες, οἱ ναυτικοὶ στὰ πλοῖα, οἱ ἐργάτες στὶς διάφορες δουλειές), οἱ μικροὶ καὶ οἱ μεγάλοι, τὰ νήπια καὶ οἱ ἀσπρομάλληδες γέροντες, ὁπουδήποτε καὶ ἂν ἀντάμωναν, ἐπὶ σαράντα μέρες τὸ ἔλεγαν. Σὰν καμπάνα ἀντηχοῦσε παντοῦ ὁ οὐράνιος χαιρετισμὸς «Χριστὸς ἀνέστη»! Ἄλλο χαιρετισμὸ δὲν εἶχαν. Δὲν ἔλεγαν καλημέρα, καλησπέρα, ἢ ἐκεῖνο τὸ ξενόγλωσσο ἀντίο. Τὸ«Χριστὸς ἀνέστη» ἦταν ὁ χαιρετισμὸς τοῦ γένους· ὁ χαιρετισμὸς τῆς ἀγάπης, τῆς ἐλπίδος, τῆς πίστεως στὸν Θεάνθρωπο Κύριο.
Ἀλλὰ τώρα; Ὤ, τώρα φραγκέψαμε, ἀδέρφια μου! Θὰ ἤθελα νὰ μεταχειρισθῶ μία ἔκφρασι αὐστηρά ―γιατὶ χρειάζονται λέξεις ἔντονες ποὺ θὰ μαστιγώσουν τὸν ὀκνηρὸν ἵππον τῆς πατρίδος μου―, ἀλλ᾿ ἂς ἀποφύγω λέξεις βαρειές – ποὺ ἀποδίδουν ὅμως μιὰ πραγματικότητα. Φύγαμε ἀπὸ τὴν παράδοσί μας, ἀπὸ τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια. Ἔχουμε, ποιός λίγο – ποιός πολύ, ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὸ δρόμο τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς. Σήμερα τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» ἀκούγεται μόνο τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως στὸν περίβολο τῆς ἐκκλησίας, καὶ ὕστερα, τὴν ἴδια νύχτα ἢ τὴν ἄλλη μέρα, ξεχνιέται. Δὲν λέγεται, δὲν ἀκούγεται πιά. Δὲν συνηθίζεται πλέον. Γιατί, ἀδέρφια μου; Διότι καινούργιοι ἄνεμοι ἔπνευσαν στὸ δύστυχο τόπο μας, νέα ἤθη καὶ ἔθιμα παρουσιάστηκαν στὴ φυλή μας, ποὺ ζητοῦν νὰ νοθεύσουν τὸ γνήσιο χριστιανικὸ καὶ ὀρθόδοξο πνεῦμα τοῦ τόπου μας. Νέοι ἐχθροὶ τῆς πατρίδος μας, διαφόρων χρωμάτων καὶ ἀποχρώσεων, ζητοῦν νὰ βάλουν δυναμῖτες στὰ θεμέλια τοῦ ἔθνους καὶ νὰ τινάξουν στὸν ἀέρα ὅ,τι σεβάστηκαν οἱ αἰῶνες καὶ πάνω του στηρίχθηκε καὶ μεγαλούργησε ἡ φυλή μας. Γι’ αὐτὸ ἔτσι δειλὰ – δειλὰ ἀκούγεται τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» μόνο τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, κ’ ἔπειτα σταματᾷ. ᾿Ενῷ στὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια σαράντα μέρες, ἀπὸ τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως μέχρι τῆς Ἀναλήψεως, ἀντιλαλοῦσαν τὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια ἀπὸ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη».
Κρύωσε ἡ καρδιά· ἡ καρδιὰ ποὺ μᾶς ἔδωσε βέβαια ὁ Θεὸς γιὰ ν᾿ ἀγαποῦμε τοὺς οἰκείους μας κι ὅ,τι ὡραῖο ὑπάρχει στὸν κόσμο, ἀλλὰ περισσότερο μᾶς τὴν ἔδωσε γιὰ ν᾿ ἀγαποῦμε τὸν ἴδιο. Αὐτὴ ἡ καρδιά, ποὺ ἔπρεπε νὰ φλέγεται γιὰ τὸ Χριστό, ἔχει σήμερα κρυώσει, ἔγινε μπούζι, λὲς καὶ εἶνε ἕνα κομμάτι πάγου. Ψυχράνθηκε ἡ πίστις, καὶ γι’ αὐτὸ δειλὰ ἀκούγεται τὸ «Χριστὸς ἀνέστη».
Ὑπάρχουν δυστυχῶς σήμερα στὸν τόπο μας ὄχι ἕνας καὶ δύο ἀλλὰ πολλοὶ ποὺ ἔπαυσαν νὰ πιστεύουν στὸ Χριστό. Ὑπάρχουν τώρα ἄθεοι καὶ ἄπιστοι, σὲ μιὰ χώρα ποὺ δὲν ὑπῆρχε ἄθεος οὔτε ἕνας, οὔτε γιὰ σπόρο. Αὐτοί, τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες, ἀπὸ τὰ περιοδικὰ καὶ τὶς ἐφημερίδες καὶ ἄλλα μέσα ποὺ διαθέτουν διδάσκουν τὴν ἀθεΐα καὶ ἀπιστία. Τέτοιοι ἄνθρωποι, ἂν δοῦν κανένα Χριστιανὸ νὰ πηγαίνῃ στὴν ἐκκλησιά, ἂν δοῦν καμμιὰ νέα ν᾿ ἀνοίγῃ τὸ Εὐαγγέλιο, ἂν δοῦν κανένα νέο νὰ ἐξομολογῆται σὲ πνευματικὸ πατέρα, ἂν δοῦν μιὰ ψυχὴ ν᾿ ἀγαπάῃ τὸ Χριστό, πέφτουν πάνω της νὰ τὴν ψυχράνουν μὲ κάθε τρόπο. Δὲν θέλουν νὰ ὑπάρχῃ πιὰ κανείς ποὺ νὰ πιστεύῃ.
Ἐσύ ―λένε καὶ φουσκώνουν τὰ μυαλὰ σὰν μπαλλόνι καὶ κάνουν τὸν ἄνθρωπο ὑπερήφανο γεμᾶτο οἴησι―, ἐσὺ ποὺ ζῇς στὸν αἰῶνα αὐτόν, ποὺ πῆγες σχολεῖο κ’ ἔμαθες γράμματα, ἐσὺ ποὺ ἔχεις διπλώματα πανεπιστημίου, ποὺ μορφώθηκες, ποὺ διαβάζεις βιβλία ἐπιστημονικά, ἐσὺ ποὺ βλέπεις τοὺς ἀστροναῦτες ν᾿ ἀνεβαίνουν στ᾿ ἀστέρια, ἐσὺ λοιπὸν θὰ πιστεύῃς τώρα αὐτὲς τὶς ἰδέες τὶς ὀπισθοδρομικές; θὰ πιστεύῃς, ὅτι αὐτὰ ποὺ λέει ἡ Ἐκκλησία καὶ οἱ παπᾶδες εἶνε δυνατὸν νὰ ἔχουν στηρίγματα; Εἶνε δυνατόν, σοῦ λένε, πεθαμένος ἄνθρωπος ν’ ἀναστηθῇ; Πιστεύεις ὅτι ὑπάρχει ἀνάστασι νεκρῶν; Στὸν αἰῶνα τῶν θαυμάτων τῆς ἐπιστήμης πάλιωσε πιὰ ἡ θρησκεία!… Αὐτὰ ἰσχυρίζονται, λὲς καὶ ἡ πίστι μας εἶνε κανένα ροῦχο, ποὺ τὸ παίρνεις ἀπὸ τὸ ῥάφτη, τὸ φορᾷς ἕνα διάστημα, τὰ Χριστούγεννα ἢ τὴ Λαμπρή, κι ἀφοῦ παλιώσῃ τὸ πετᾷς.
Ἀλλ᾿ ὄχι, ἀδελφοί μου. Ἡ θρησκεία μας δὲν εἶνε ροῦχο φτειαγμένο ἀπὸ κλωστὲς ἀνθρώπινες· ἡ ᾿Εκκλησία μας – ἡ πίστι μας εἶνε ἔνδυμα οὐράνιο, ροῦχο φτειαγμένο μὲ βελόνες ἀγγελικὲς καὶ ἀρχαγγελικές, ὑφασμένο στὸν ἀργαλειὸ τῆς αἰωνιότητος, στολὴ ποὺ ποτέ δὲν παλιώνει. Διαβάζετε τὴν ἁγία Γραφή; Ἀνοῖξτε σήμερα στὸ σπίτι τὰ ἱερὰ κείμενα, τὴν περίφημη πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή, καὶ διαβάστε ἐκεῖ ποὺ λέει· «Οἱ οὐρανοὶ ἀπολοῦνται, σὺ δὲ διαμένεις»· ὅλα θὰ παλιώσουν καὶ θὰ σβήσουν στὸ μάταιο τοῦτο κόσμο, ἀλλὰ ἐσύ, Κύριε, μένεις αἰωνίως· «καὶ πάντες ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσονται…· σὺ δὲ ὁ αὐτὸς εἶ, καὶ τὰ ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσι»· ὅλοι θὰ παλιώσουν σὰν τὸ ροῦχο, ἐσὺ ὅμως ζῇς ἀμετάβλητος καὶ μένεις εἰς τοὺς αἰῶνας (Ἑβρ. 1,11-12).
Ὄχι, δὲν παλιώνει ἡ θρησκεία μας. Εἶνε σὰ νὰ λὲς ὅτι πάλιωσε ὁ ποταμὸς Δούναβις, ὁ ποταμὸς Βόλγας, ὁ ποταμὸς Ἀχελῶος. Ἀπὸ τότε ποὺ ἔφτειαξε ὁ Θεὸς τὴ γῆ, τὰ ποτάμια τρέχουν καὶ ποτίζουν βουνὰ καὶ λαγκάδια, μὰ ποτέ δὲν θεωρήθηκαν ξεπερασμένα· πάντοτε εἶνε χρήσιμα καὶ ἀναγκαῖα. Ὅπως λοιπὸν ἕνα ποτάμι εἶνε εὐεργεσία καὶ εὐλογία στὸν τόπο, ἔτσι καὶ ἡ θρησκεία, σὰν ποταμὸς ποὺ βγῆκε ἀπὸ τοὺς κόλπους τῆς Θεότητος, θὰ ἀρδεύῃ αἰωνίως τὶς ψυχές. Σὺ ποὺ λὲς ὅτι ἡ θρησκεία μας πάλιωσε, εἶνε σὰ νὰ λὲς ὅτι πάλιωσε ὁ ἥλιος. Ὁ ἥλιος καὶ σήμερα ἐξακολουθεῖ νὰ φωτίζῃ καὶ νὰ εἶνε ἀπαραίτητος ὅπως ἦταν καὶ παλιά, στὰ χρόνια τῶν πατέρων μας, στὴν ἐποχὴ τοῦ Ὁμήρου καὶ στοὺς προϊστορικοὺς χρόνους. Ὁ ἥλιος δὲν παλιώνει ποτέ. ᾿Εξακολουθεῖ νὰ φωτίζῃ καὶ νὰ θερμαίνῃ τὸν κόσμο.
Δὲν παλιώνει λοιπὸν ἡ θρησκεία μας ὅπως δὲν παλιώνουν τὰ ποτάμια, δὲν παλιώνουν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, δὲν παλιώνει ὁ ἀέρας, δὲν παλιώνει ὁ ἥλιος. Ἤ, γιὰ νὰ εἴμεθα ἀκριβεῖς, κάποτε καὶ αὐτὰ θὰ παλιώσουν. Γιατὶ εἶπε ὁ Χριστός, ὅτι θὰ ᾿ρθῇ μέρα ποὺ καὶ ὁ ἥλιος θὰ σβήσῃ. Ὅπως ὁ καντηλανάφτης σβήνει τὰ κεριὰ στὸ μανουάλι, ὅπως ἐσὺ γυρίζεις τὸ διακόπτη στὸ σπίτι σου καὶ σβήνουν τὰ φῶτα, ἔτσι μὲ τόση εὐκολία τὰ δάκτυλα τῆς Θεότητος θὰ γυρίσουν τοὺς διακόπτες τοῦ οὐρανοῦ καὶ θὰ σβήσουν καὶ τὰ ἄστρα καὶ οἱ ἥλιοι καὶ τὰ πάντα. Ἕνας μόνο ζῇ καὶ δὲν παλιώνει ποτέ· ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος εἶπε· «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35· Λουκ. 21,33).
* * *
Ἀδελφοί μου· κλεῖστε, βουλῶστε τ᾿ αὐτιά σας στὶς φωνὲς τῆς ἀπιστίας.
«Χριστὸς ἀνέστη!».
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Α΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ ῾Αγίου Νείλου Πειραιῶς τὴν 9-5-1965.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.