Αυγουστίνος Καντιώτης
Τῶν μεγαλομαρτύρων Εἰρήνης καὶ Ἐφραὶμ
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
NEOMΑΡΤΥΡΕΣ
ΤΟΝ μῆνα Μάιο, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ θλιβερὰ ἐπέτειος τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἀπὸ τὶς 29 Μαΐου 1453 ἄρχισε ἡ μακρὰ περίοδος τῆς τουρκοκρατίας, ποὺ ἐκράτησε μέχρι τὸ 1821 καὶ τὸ 1912. Μέσα στὸ διάστημα τῶν αἰώνων αὐτῶν πολλοὶ Χριστιανοὶ μαρτύρησαν. Εἶνε οἱ ἅγιοι νεομάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἂς ποῦμε σήμερα λίγα λόγια γι᾿ αὐτούς, γιὰ τοὺς ὁποίους κ᾿ ἐμεῖς κτίσαμε ναὸ σὲ ὕψωμα τοῦ Ἀμυνταίου.
* * *
Ὑπάρχουν οἱ παλαιοὶ μάρτυρες, τῶν πρώτων αἰώνων· ἀλλὰ κοντὰ σ᾿ ἐκείνους προσετέθησαν καὶ αὐτοί, οἱ μάρτυρες τῶν νεωτέρων χρόνων καὶ μάλιστα τῆς τουρκοκρατίας. Θὰ ἔπρεπε στὶς 29 Μαΐου νὰ χτυποῦν νεκρικὰ οἱ καμπάνες, νὰ μᾶς ὑπενθυμίζουν τὴ μεγάλη συμφορὰ τοῦ γένους, τὴν ἅλωσι τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ ἔγινε τὸ 1453. Δυστυχῶς λησμονήσαμε τὸ παρελθόν μας, γίναμε γραικύλοι. Μπῆκαν τότε μέσ᾿ στὴν Πόλι οἱ βάρβαροι, οἱ ὀρδὲς τοῦ Μωάμεθ, καὶ κατέβασαν ἀπὸ τὸν τροῦλλο τῆς Ἁγίας Σοφίας τὸν τίμιο σταυρό. Ἀπὸ τότε ἄρχισε τὸ μαρτύριο τῆς φυλῆς. Σύνθημα τῶν Τούρκων ἦταν ―καὶ μέχρι σήμερα εἶνε― «θάνατος στοὺς γκιαούρηδες». Τότε ὄχι ἕνας καὶ δύο, ἀλλὰ πλήθη μαρτύρησαν· γέροντες καὶ παιδιά, νέοι καὶ νέες, ἄντρες καὶ γυναῖκες, ἔγγαμοι καὶ ἄγαμοι, κληρικοὶ καὶ μοναχοί, ἐσφάγησαν ὡς ἀρνία ἀπὸ τὴν μάχαιρα τοῦ Μωάμεθ. Αὐτοὶ εἶνε οἱ νεομάρτυρες.
Ἀναφέρω ἕναν μόνο ἀπὸ αὐτούς, γιὰ νὰ λάβουμε μιὰ ἰδέα τί ψευτοχριστιανοὶ εἴμεθα ἐμεῖς μπροστὰ σ᾿ ἐκείνους.
Εἶνε ὁ μοναχὸς Δημήτριος ὁ ἐκ Σαμαρίνης τῆς Πίνδου, ποὺ μαρτύρησε τὸ 1808 καὶ ἑορτάζει στὶς 17 Αὐγούστου. Ὁ νεομάρτυς αὐτὸς ἦταν μαθητὴς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Ἁπλοϊκὸς βοσκὸς ἦταν, ἀγράμματος, ἀλλὰ μέσα του εἶχε τὸν οὐρανὸ καὶ προσευχόταν συνεχῶς· ἐνῷ μερικοὶ εἶνε ἐγγράμματοι, ἀλλὰ μέσα τους ἔχουν τὴν κόλασι. Τὸν συνέλαβε ὁ Ἀλῆ πασᾶς μετὰ ἀπὸ συκοφαντία, τὸν φυλάκισε καὶ τὸν βασάνισε. Στὸ στῆθος του εἶχε μιὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας. ―Βγάλε τὴν εἰκόνα, ἄπιστε γκιαούρη, τοῦ λένε, καὶ πάτησέ την. ―Τὴν Παναγία νὰ πατήσω; ὄχι. ―Πάτησέ την. ―Δὲν τὴν πατῶ… Κ᾿ ἐπειδὴ δὲν πατοῦσε τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ὁ Ἀλῆ πασᾶς διέταξε σειρὰ φρικτῶν βασανιστηρίων. Τὸν τρύπησαν μὲ καλάμια, τοῦ ἔσφιξαν τὸ κρανίο, τὸν κρέμασαν ἀνάποδα πάνω ἀπὸ ἀναμμένη φωτιά (ἕνας Τοῦρκος βλέποντας αὐτὰ πίστεψε στὸ Χριστὸ καὶ μαρτύρησε). Τέλος ὁ πασᾶς – πρωτοφανὲς μαρτύριο― διέταξε νὰ τὸν κτίσουν· μόνο τὸ κεφάλι του ἄφησαν ἔξω ἀπὸ τὸν τοῖχο! Δέκα μέρες διήρκεσε τὸ μαρτύριό του καὶ ἔλεγε· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Παναγία μου Δέσποινα Θεοτόκε… Ἔτσι σφράγισε τὴ ζωή του ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς νεομάρτυρας τῆς τουρκοκρατίας.
Σᾶς ἀνέφερα ἕνα παράδειγμα. Θὰ μποροῦσα ν᾿ ἀναφέρω δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, δέκα, ἑκατὸ παραδείγματα. Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ εἶνε καὶ ὁ διδάσκαλος τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ποὺ παρακαλοῦσε· «Χριστέ μου, ὅπως ἐσὺ ἔχυσες τὸ αἷμα σου γιὰ μένα, ἀξίωσέ με νὰ χύσω κ᾿ ἐγὼ τὸ αἷμα μου γιὰ σένα». Καὶ τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ περάσῃ ἀπὸ τὸ μαρτύριο, τὸ βάπτισμα τοῦ αἵματος, καὶ ἔκλεισε τὴν ἁγία του ζωὴ μὲ τὰ λόγια «Διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος, καὶ ἐξήγαγες ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν» (Ψαλμ. 65,12).
Κοντὰ στοὺς μάρτυρας τῆς τουρκοκρατίας προσετέθησαν ἔπειτα, τὸ 1922, τὰ σφάγια τῆς μικρασιατικῆς καταστροφῆς. Αὐτὰ ἔγιναν ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας. Ἡ συμφορὰ αὐτὴ εἶνε, μπορῶ νὰ πῶ, χειροτέρα ἀπὸ τὴν ἅλωσι τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τότε οἱ ὀρδὲς τοῦ Κεμάλ, τοῦ ἀγρίου θηρίου τῆς Ἀποκαλύψεως, μπῆκαν στὴ Σμύρνη καὶ τὰ ἄλλα κέντρα τοῦ ἑλληνισμοῦ κ᾿ ἔκαναν τὴ θάλασσα νὰ κοκκινίσῃ ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν Χριστιανῶν. Ἔσφαξαν χιλιάδες, ἀπὸ τὴν Ἰωνία καὶ τὴ Μαγνησία μέχρι τὸν Πόντο καὶ τὴν Ἄγκυρα, λαὸ καὶ κλῆρο, ἐκ τῶν ὁποίων κορυφαῖος εἶνε ὁ ἐθνομάρτυς Χρυσόστομος Σμύρνης. Γιὰ νὰ μὴ λησμονηθῇ ἡ θυσία τους, χτίσαμε ναὸ καὶ στήσαμε μνημεῖο στὴν Πτολεμαΐδα. Ὁ ναὸς τῶν ἁγίων Νεομαρτύρων στὸ ὕψωμα ἐπάνω ἀπὸ τὸ Ἀμύνταιο εἶνε γιὰ νὰ τιμῶνται οἱ ἅγιοι μάρτυρες τῆς τουρκοκρατίας, ἐνῷ στὴν Πτολεμαΐδα, ποὺ κατοικεῖται ἀπὸ πλῆθος προσφύγων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὁ ναὸς τῶν Νεομαρτύρων εἶνε γιὰ ν᾿ ἀνάβουν οἱ σημερινοὶ ἕνα κερὶ στὴ μνήμη ἐκείνων ποὺ σφαγιάσθηκαν κατὰ τὴν μικρασιατικὴ καταστροφή. Εἶνε νέα πόλις ἡ Πτολεμαΐδα καὶ κατοικεῖται ἀπὸ Ποντίους, Μικρασιᾶτες, Θρᾳκιῶτες, ποὺ διηγοῦνται μὲ δάκρυα, ὅτι οἱ παπποῦδες καὶ οἱ γονεῖς τους ἐσφάγησαν στὴν Ἄγκυρα ἢ κρεμάστηκαν στὸν Πόντο ἢ θανατώθηκαν ἀλλοῦ μὲ ποικίλα μαρτύρια.
Τελείωσαν ἆραγε οἱ μάρτυρες; Ὤ! Ἕως ὅτου ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τοῦ πρωτομάρτυρος τοῦ Γολγοθᾶ, θ᾿ ἀναδεικνύῃ καὶ νέους μάρτυρας. Ἔτσι, πέρα ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία, προσετέθησαν ἐσχάτως καὶ ἄλλοι νέοι μάρτυρες. Ποιοί εἶνε αὐτοί; Εἶνε οἱ μάρτυρες τῶν ὁλοκληρωτικῶν καθεστώτων. Αὐτοὶ ὑπέμειναν διωγμοὺς κάτω ἀπὸ τὰ μαρξιστικὰ ἀθεϊστικὰ καθεστῶτα, ποὺ διακήρυτταν ὅτι ἡ θρησκεία μας εἶνε «τὸ ὄπιον τοῦ λαοῦ». Στὰ Βαλκάνια λ.χ. καὶ τὴ Ῥωσία δὲν τολμοῦσαν οὔτε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ νὰ κάνουν οὔτε ἕνα σταυρουδάκι νὰ κρεμάσουν στὸ λαιμό τους. Κατεδιώκοντο ἀπεινῶς καὶ ὡδηγοῦντο στὰ στρατόπεδα. Ἔτσι χιλιάδες νέοι μάρτυρες προσετέθησαν στὸ μαρτυρολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, νέο πυκνὸ «νέφος μαρτύρων» (Ἑβρ. 12,1), ποὺ ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Χριστὸς ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας.
* * *
Ἡ γενεά μας, ἀγαπητοί μου, εἶνε φίλαυτος. Ἀγαπᾷ τὴν καλοπέρασι, καὶ ἀποκρούει τὴν ἰδέα καὶ τῆς παραμικρᾶς στερήσεως ἢ θυσίας. Πολὺ περισσότερο δὲν χωρεῖ στὸ νοῦ της ἡ ἰδέα τῆς κακοπαθείας καὶ τῆς αὐτοθυσίας τῶν μαρτύρων. Ἀμφιβάλλω ἂν κανεὶς σήμερα θέλῃ νὰ γίνῃ μάρτυρας.
Τὸ μαρτύριο εἶνε χάρισμα γιὰ ἐκλεκτούς· Διότι «πάντες μὲν θνητοί, ὀλίγοι δὲ μάρτυρες» (Μ. Βασίλειος). Προνόμιο, ναὶ προνόμιο εἶνε ν᾿ ἀποθάνῃ κανεὶς μαρτυρικῶς γιὰ τὸ Χριστό, γιὰ τὴν ἁγία του πίστι, ὅπως πέθαναν τὰ ἑκατομμύρια τῶν ἀρχαίων μαρτύρων καὶ τῶν νεομαρτύρων.
―Στὴν ἐποχή μας, θὰ πῇς, ἡ πίστι μας δὲν διώκεται· κανείς δὲ μᾶς ἀπειλεῖ μὲ μαρτύριο.
Ἔ, σοῦ ἀπαντοῦν οἱ πατέρες, ἂν θέλῃς καὶ ἔχῃς ζῆλο, γίνεσαι κ᾿ ἐσὺ σήμερα μάρτυρας. Πῶς; Μὲ τὴ διάθεσι, μὲ τὸν πόθο σου. Ὑπάρχουν καὶ οἱ λεγόμενοι «μάρτυρες τῇ προαιρέσει». Τί θὰ πῇ «τῇ προαιρέσει»; Ὅτι ἂν ἀγαπᾷς ὄντως τὸ Χριστό, τότε θὰ ἔχῃς τὴ διάθεσι κάτι νὰ θυσιάσῃς γι᾿ αὐτόν. Καὶ ἂν δὲν θυσιάζῃς τὴ ζωή σου, θυσίασε τὸ θέλημά σου, τὶς κακὲς ἐπιθυμίες σου, τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη σου. Αὐτὸ εἶνε δεῖγμα μαρτυρικῆς διαθέσεως. Ὅπως οἱ μάρτυρες πάλεψαν μὲ θηρία καὶ φωτιὲς καὶ ἀγχόνες καὶ ἄλλα μαρτύρια, ἔτσι ἐσὺ προσπάθησε νὰ νικήσῃς κάτι φοβερὸ ποὺ ἔχουμε μέσα μας. Εἶνε ὁ «παλαιὸς ἄνθρωπος» (Ῥωμ. 6,6· Ἐφ. 4,22· Κολ. 3,9) μὲ τὰ πάθη του. Νίκησες τὸ πάθος σου; Εἶσαι «μάρτυς τῇ προαιρέσει».
Τέτοιους μάρτυρες μᾶς θέλει ὁ Κύριος, πρόθυμους γιὰ κάθε θυσία, μαχητὰς ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ καὶ ἕτοιμους γιὰ ὁμολογία τοῦ ὀνόματός του. Ἀκούγεται ἡ φωνή του πρὸς ὅλους· «καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες …ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (Πράξ. 1,8). Νὰ εμεθα, λοιπόν, μάρτυρες. «Ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα» (Ψαλμ. 115,1· Β΄ Κορ. 4,13). Μάρτυρες διὰ τῆς γλώσσης. Πιστεύεις; Ἔχεις γλῶσσα; Μίλα γιὰ τὸ Χριστό. Δὲν μπορῶ νὰ ἐννοήσω Χριστιανὸ ποὺ δὲν ὁμιλεῖ γιὰ τὸ Χριστό. Δὲ μᾶς θέλει ὁ Χριστὸς μουγγοθόδωρους. Ἔχεις γλῶσσα; Μίλα γι᾿ αὐτὸ ποὺ πιστεύεις. «Ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα». Ἡ ὁμιλία εἶνε ἡ ἔκφρασις τῆς πίστεώς μας.
Μάρτυρες λοιπὸν τῇ προαιρέσει διὰ τῆς διαθέσεως. Μάρτυρες διὰ τῆς γλώσσης καὶ τῆς ὁμολογίας. Μάρτυρες καὶ διὰ τῆς σημειώσεως τοῦ τιμίου σταυροῦ· κάθε στιγμὴ ποὺ κάνεις τὸ σταυρό σου, ὁμολογεῖς τὸ Χριστό. Μάρτυρες ἐν γένει διὰ τοῦ βίου μας τοῦ ἁγίου, ὁ ὁποῖος πρέπει νὰ λάμπῃ σὰν ἥλιος μέσα στὸν κόσμο.
Μάρτυρες τέλος, ἂν μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεός, καὶ διὰ τοῦ αἵματός μας. Κι ὅπως ὁ ἅγιος Κοσμᾶς προσευχόταν καὶ παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ ν᾿ ἀξιωθῇ νὰ χύσῃ τὸ αἷμα του γιὰ τὸ Χριστό, ἔτσι νὰ μᾶς ἀξιώσῃ κ᾿ ἐμᾶς ὁ Θεός, ἂν εἶνε θέλημά του, καὶ τὸ αἷμα μας νὰ χύσουμε γι᾿ αὐτόν. Ὄχι μιὰ ζωή, χίλιες ζωὲς ἂν εχαμε, θὰ ἄξιζε νὰ τὶς δώσουμε γιὰ Κεῖνον, ὁ ὁποῖος σταυρώθηκε καὶ θυσιάστηκε γιὰ μᾶς. Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς αἰῶνας αἰώνων.
Β΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγίων Νεομαρτύρων Ἀμυνταίου τὴν 25-5-1986
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.