ΣΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ (Πραξ. 2,2-3)
Δευτέρα τοῦ ἁγίου Πνεύματος
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
ΣΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ (Πράξ. 2,2-3)
Τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἀγαπητοί μου, ἦρθε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. –Πῶς ἦρθε; εἴμαστε βέβαιοι;… Μὴν ἀμφιβάλλεις, ἦρθε – εὐλογητὸς ὁ Θεός. –Μὰ πῶς μποροῦμε νὰ τὸ δοῦμε;… Θέλεις νὰ τὸ δῇς; κ᾽ ἐγὼ σ᾽ ἐρωτῶ· τὸν ἀέρα τὸ βλέπεις; Δὲν τὸ βλέπεις, τὸν αἰσθάνεσαι ὅμως. Τὸν ἠλεκτρισμό, τὸ μαγνητισμὸ τὰ βλέπεις; Δὲν τὰ βλέπεις, ἀλλὰ τὰ αἰσθάνεσαι ἀπὸ τὶς ἐκδηλώσεις τους. Ἔτσι καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔκανε αἰσθητὴ τὴν παρουσία του μὲ ὡρισμένα ἐξωτερικὰ σημεῖα, ποὺ περιγράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων· «Καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι· καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ᾽ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις…» (Πράξ. 2,2-4).
Ἂς δοῦμε λοιπὸν τώρα ἕνα – ἕνα τὰ σημεῖα αὐτὰ τῆς παρουσίας τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
* * *
⃝1ο σημεῖο. Εἴμαστε στὰ Ἰεροσόλυμα. Ἔχουν περάσει 52 ἡμέρες ἀφ᾽ ὅτου οἱ Ἑβραῖοι θανάτωσαν τὸ Χριστό, ἀλλὰ τὸ αἷμα ἐκεῖνο ὑπάρχει ἀκόμη πάνω στὰ βράχια τοῦ Γολγοθᾶ. Στὴν ἀρχὴ εἶχαν μιὰ ἀγωνία. Τώρα ἡσύχασαν. Τρῶνε καὶ πίνουν, ὅλα κυλοῦν εὐχάριστα. Αὐτὸ ὅμως τὸ πρωί, γύρω στὶς 9, ξυπνοῦν ὅλοι ξαφνιασμένοι. Τὰ Ἰεροσόλυμα σείσθηκαν σὰν ἀπὸ ἀνεμοστρόβιλο. Ἀκούστηκε «ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας» (Πράξ. 2,2). Ἀρχιερεῖς καὶ Πιλᾶτος εἶχαν νομίσει, ὅτι «ἐκεῖνος ὁ πλάνος» (Ματθ. 27,63) πάει τελείωσε. Μὰ δὲν τελείωσε· σείει τώρα τὴ γῆ μὲ τὴ δύναμί του κι ἀναστατώθηκαν ὅλοι. Ἄνοιξαν τὰ παράθυρά τους καὶ ῥωτοῦσαν, Τί εἶνε τοῦτο;…
«Πνοὴ βιαία». Τὸ εὐχάριστο καὶ ζωογόνο ἀεράκι, ἂν ὁ Κύριος θελήσῃ, γίνεται καταστρεπτικό. Θυμᾶμαι στὸν Ἀστακὸ τῆς Ἀκαρνανίας, ἕνα πρωὶ ποὺ εἶχαν ἀνοίξει τὶς γλῶσσες καὶ βλαστημοῦσαν τὸ Θεό, ἐκείνη τὴν ὥρα πιάνει ἕνας ἀνεμοστρόβιλος – κυκλώνας καὶ σηκώνει κεραμίδια καὶ πλάκες, καὶ θὰ μετέφερε τοὺς 4-5 ἐκείνους βλασφήμους δυὸ χιλιόμετρα μακριά. Τί εἶν᾽ αὐτὸς ὁ ἀέρας ὅταν ἐντείνεται!…
«Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον», ὁ προαιώνιος Θεός, «ἦν μὲν ἀεί, καὶ ἔστι, καὶ ἔσται, οὔτε ἀρξάμενον οὔτε παυσόμενον» (στιχηρ. ἑσπ. Πεντηκ.)· ὑπάρχει πάντοτε. Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας παρατηροῦν, ὅτι ἄλλοτε, στὸ καμίνι ὅπου ὁ Ναβουχοδονόσορ ἔρριξε τοὺς τρεῖς παῖδας, εἶχε ἐκδηλώσει τὴν παρουσία του διαφορετικά, «ὡς πνεῦμα δρόσου διασυρίζον» (Δαν. 3 προσ. 26), σὰν δροσερὸ ἀεράκι, κι αὐτοὶ ἀντὶ νὰ καοῦν εἶχαν δροσιά. Γιατί λοιπὸν τώρα ἐκδηλώθηκε ὡς «βιαία πνοή»; Ἔλα ἐσύ, ποὺ θέλεις τὸ κήρυγμα νὰ εἶνε πάντα αὔρα λεπτή, νὰ δῇς ὅτι ὑπάρχουν στιγμὲς ποὺ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ἔρχεται καὶ ὡς ὁρμητικὸς ἀνεμοστρόβιλος. Γιατί αὐτό; Θέλει ὁ Θεὸς νὰ δείξῃ ἔτσι, ὅτι ὅπου τὸ κακὸ ἔχει ῥιζώσει, ἐκεῖ χρειάζεται ἰσχυρὴ δύναμις γιὰ νὰ ὑπερνικηθῇ.
Ἕνας ἀσκητής, γιὰ νὰ διδάξῃ τὸν ὑποτακτικό του, ἔδειξε ἕνα τρυφερὸ δεντράκι καὶ τοῦ λέει· Μπορεῖς νὰ τὸ ξερριζώσῃς; Ὁ νέος εὔκολα τὸ ἔβγαλε. Ἔπειτα τὸν πῆγε σὲ ἕνα μεγαλύτερο, καὶ τὸ ξερρίζωσε μὲ δυσκολία. Ὅταν ὅμως πῆγαν σ᾽ ἕνα γέρο πλάτανο, ἐκεῖ εἶπε· Αὐτόν, γέροντα, ὅλοι οἱ καλόγεροι νὰ μαζευτοῦν δὲν ξερριζώνεται. Ἂς ἀκούσουν τὸ δίδαγμα τοῦ γέροντος αὐτοῦ γονεῖς καὶ παιδαγωγοί· ἕνα ἐλάττωμα, ὅταν ῥιζώσῃ καὶ γιγαντωθῇ, δύσκολα κόβεται. Χρειάζεται ἕνας ἀνεμοστρόβιλος…
Πέρασα κάποτε ἀπὸ ἕνα δάσος μαζὶ μ᾽ ἕνα τσοπᾶνο ποὺ μὲ ὡδηγοῦσε. Καὶ τί νὰ δῶ· εἶχε φυσήξει σφοδρὸς ἄνεμος καὶ εἶχε ξερριζώσει ἕνα πλατάνι. Κλαίω τὸ δέντρο, παπούλη, μοῦ εἶπε ὁ τσοπᾶνος· ἦταν ἀπ᾽ τὸν παπποῦ μου, καὶ χθὲς τὸ βράδυ ὁ ἄνεμος τὸ ξερρίζωσε ὅπως ὁ γιατρὸς βγάζει τὸ δόντι μὲ τὴν τανάλια…
Νά τί κάνει ἡ «βιαία πνοὴ» τοῦ ἁγίου Πνεύματος· πάθη ἑωσφορικά, μὲ τὰ ὁποῖα γέρασε ὁ ἄνθρωπος καὶ καμμιά παιδαγωγικὴ τέχνη ἢ ἄλλη δύναμις δὲν τὰ νίκησε, ἔρχεται ἡ πνοὴ τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ τὰ ξερριζώνει μέσα σὲ μιὰ στιγμή. Καὶ θαυμάζεις, πῶς αὐτὸς ὁ μέθυσος, αὐτὸς ὁ τσιγγούνης, αὐτὸς ὁ σαρκολάτρης ἄλλαξαν. «Αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου» (Ψαλμ. 76,11). Γι᾿ αὐτὸ ἔγινε ἡ «βιαία πνοή», γιὰ νὰ δείξῃ ὅτι τὸ πανάγιο Πνεῦμα γκρεμίζει τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ἔτσι ὁ χριστιανισμὸς γκρέμισε τὰ εἴδωλα καὶ ἔστησε τὴν Ὀρθοδοξία.
⃝ 2ο σημεῖο. «Ἐγένετο ἦχος», ἀκούστηκε ἦχος (Πράξ. 2,2). Πολὺς ὁ λόγος περὶ τοῦ ἤχου. «Ἦχος» θὰ πῇ κτύπος. Ὄχι ὁ κτύπος ποὺ κάνουν δυὸ ξύλα ἢ δυὸ πέτρες. Ὅταν λέει «ἦχος» ἐννοεῖ αὐτὸ ποὺ παράγεται ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ ποὺ βγαίνει στὸν ἀέρα. Ἂν δὲν ὑπῆρχε ἀέρας, δὲν θ᾽ ἀκουγόμασταν· θὰ φώναζα καὶ δὲν θὰ μ᾽ ἄκουγαν. Ὁ ἀέρας εἶνε τὸ μέσον, τὸ ὄχημα, μὲ τὸ ὁποῖο μεταφέρεται ὁ ἦχος. «Ἦχος» λοιπὸν θὰ πῇ «φωνή». Ἀλλὰ τί ἦχος ἦταν αὐτός;
Πολλοὶ ἦχοι ὑπάρχουν. Ὅλα παράγουν ἦχο, ὅλα μιλοῦν. Καὶ ἡ γῆ ἔχει ἦχο, μιλάει, βογγάει· καὶ ἡ θάλασσα μὲ τὰ κύματά της· καὶ ἡ ἔρημος, ἂν σκύψῃς, θ᾽ ἀκούσῃς νὰ κλαίῃ. Οἱ ἦχοι αὐτοὶ εἶνε ἀπὸ τὴ γῆ, ἐδῶ κάτω. Τέτοιοι εἶνε κι αὐτοὶ ποὺ ἔρχονται ἀπὸ διαφόρους σταθμούς.
Ἔρχεται ὅμως καὶ ἕνας ἦχος ὄχι πιὰ ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν, ἦχος ὄχι γήινος. Πομπός του εἶνε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Ἄνθρωπε, ποὺ ἀκοῦς ἀνθρώπινους σταθμούς, τέντωσε τώρα τὸ αὐτί σου ν᾽ ἀκούσῃς τὸν ἀθάνατο πομπὸ μὲ τὸν ἦχο τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἦχος αὐτὸς κατεβαίνει ἀπὸ ἐπάνω ψηλά, – ἐξ οὗ καὶ ἡ λέξι κατήχησις (ἀπὸ τὸ κάτω + ἦχος). Τί θὰ πῆ κατήχησις· ὅτι κάποιος βάζει τὸ αὐτί του καὶ ἀκούει τὸν ἦχο ποὺ ἔρχεται ἀπὸ πάνω πρὸς τὰ κάτω. Αὐτὸς ποὺ προσέχει κι ἀκούει τὸν ἦχο ποὺ ἔρχεται ἀπὸ πάνω, ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, λέγεται κατηχούμενος, καὶ ὁ ἄλλος ποὺ τὸν διδάσκει κατηχητής. Οἱ ἁπλὲς αὐτὲς λέξεις ἔχουν, βλέπετε, βαθὺ νόημα μέσα στὴν Ἐκκλησία.
⃝ 3ο σημεῖο. Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο «ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι», γέμισε ὅλο τὸ σπίτι (ἔ.ἀ. 2,2). Μὲ ἄλλα λόγια, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, τὸ σπίτι ἔγινε μιὰ κολυμβήθρα.
Ὅπως γνωρίζουμε, στὸ βάπτισμα τὸ νερὸ πρέπει νά ᾽νε ἀρκετό, γεμάτη ἡ κολυμβήθρα, ὥστε ὁ βαπτιζόμενος νὰ βυθίζεται ὅλος μέσα καὶ νὰ βγαίνῃ. Τώρα δυστυχῶς, μὲ τοὺς σημερινοὺς παπᾶδες –μὲ συγχωρεῖτε δηλαδή–, τὸ μυστήριο δὲν γίνεται σωστά· ἀμφιβάλλω ἂν οἱ περισσότεροι εἴμαστε βαπτισμένοι. Ἡ κολυμβήθρα εἶνε Ἰορδάνης, νερὸ ἁγιασμένο – ὄχι ἁπλό, νερὸ θαυματουργό, ποὺ ἔχει τὴ «ῥαδιενέργεια» τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Μὴ καταντήσουμε σὰν τοὺς φράγκους, ποὺ ῥαντίζουν.
Ὅπως λοιπὸν ἡ κολυμβήθρα γεμίζει νερό, ἔτσι τὸ ὑπερῷο ὅπου ἦταν οἱ μαθηταὶ γέμισε ἀπὸ Πνεῦμα ἅγιο· ἔγινε ἡ κολυμβήθρα, ὅπου βαπτίσθηκαν οἱ πρῶτες ἐκεῖνες 120 ψυχές (ἡ Παναγία, οἱ δώδεκα καὶ οἱ ἑβδομήκοντα, καὶ οἱ μυροφόρες), καὶ βγῆκαν Χριστιανοί.
⃝ 4ο σημεῖο. «Ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός» (ἔ.ἀ. 2,3). Ἡ παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἔγινε αἰσθητὴ σὰν πῦρ, σὰν φωτιά. Γιατί σὰν φωτιά; Ἡ φωτιὰ κάνει δύο πράγματα συγχρόνως· φωτίζει καὶ καίει. Καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ἦρθε σὰν φωτιά, γιὰ νὰ δείξῃ ὅτι ἔχει τὴ δύναμι νὰ φωτίζῃ καὶ νὰ καίῃ.
Κάποτε, ποὺ ὡς ἱεροκήρυκας περιώδευα τὴν ὕπαιθρο, εἶδα ἕνα χωράφι γεμᾶτο ἀγκάθια. Ἀδύνατον νὰ περάσῃ ἀπὸ μέσα ἄνθρωπος. Ὅσα πρόβατα περνοῦσαν, ἄφηναν τὸ μαλλί τους· ἔβλεπες τ᾽ ἀγκάθια γεμᾶτα μαλλιά. Ἕνα πρωὶ λοιπὸν ὁ γεωργὸς ἔβαλε φωτιά, καὶ καθὼς καίγονταν τ᾽ ἀγκάθια ἄρχισαν νὰ φεύγουν τὰ φίδια ποὺ εἶχαν φωλιάσει ἐκεῖ. Τί θέλω νὰ πῶ· χωράφι μὲ ἀγκάθια καὶ φίδια εἶνε καὶ οἱ ψυχές· ἀγκάθια τὰ πάθη, φίδια τὰ δαιμόνια. Πονοῦν τ᾽ ἀγκάθια καὶ θανατώνουν τὰ φίδια. Σῶσε μας, Κύριε, ἐξ ὄφεων καὶ ἀκανθῶν. Ἔλα, Πνεῦμα ἅγιο σὰν φωτιά· κάψε τ᾽ ἀγκάθια τῶν παθῶν καὶ διῶξε τὰ φίδια τῶν δαιμόνων· καθάρισε τὸ ἔδαφος, νὰ περάσῃ μετὰ τὸ ἀλέτρι, νὰ πέσῃ καλὸς σπόρος, νὰ φυτρώσουν ὅλα τὰ ὡραῖα λουλούδια καὶ σπαρτά. Βλέπετε λοιπὸν τί κάνει ἡ φωτιά;
⃝ 5ο σημεῖο. Ὅπως εἴδαμε, τὸ πανάγιο Πνεῦμα κατῆλθε «ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν» (εὐχ. ἀπολύσ.)· ἦρθε σὰν γλῶσσες. Γιατί δὲν ἦρθε μὲ κάποια ἄλλη μορφή, π.χ. σὰν σπαθί, ἀλλὰ ἦρθε σὰν γλῶσσες; Ἔχει σημασία, λένε οἱ πατέρες· διότι ἡ πίστις μας ἔχει ὡς μέσον διαδόσεως ὄχι τὴ βία, τὸ σπαθὶ τοῦ Μωάμεθ, ἀλλὰ τὸ λόγο καὶ τὴν ἐλευθερία· «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν…» (Ματθ. 16,24). Μὲ τὴ γλῶσσα κηρύττεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τὴ φλογερὰ γλῶσσα ποὺ λέει «Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν…» (Λουκ. 12,49).
* * *
Τὰ σημεῖα τῆς παρουσίας τοῦ ἁγίου Πνεύματος φανερώνουν, ἀγαπητοί μου, τὰ χαρακτηριστικά του γνωρίσματα· κραταιὰ δύναμις, κάθαρσις ἀπὸ τὰ πάθη, κατατρόπωσις τῶν δαιμόνων, λόγος ἀληθείας, χάρις μυστηρίων, φῶς θεογνωσίας· ὅλα δηλαδὴ τὰ πρὸς σωτηρίαν αἰτήματα γιὰ τὴν αἰώνιο ζωή.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Β΄ μέρος ἀπομαγνητ. ἑσπερ. ὁμιλίας· ἔγινε στὴν αἴθουσα τοῦ συλλόγου «Τρεῖς Ἱεράρχαι» – Ἀθῆναι τὴν 28-5-1961
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.