Αυγουστίνος Καντιώτης



ΣΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ (Πραξ. 2,2-3)

date Ιούν 4th, 2017 | filed Filed under: εορτολογιο, ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΑΡΙΟ

Δευτέρα τοῦ ἁγίου Πνεύματος
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

ΣΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ (Πράξ. 2,2-3)

Φιλοξ. ΑβρααμΤὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἀγαπητοί μου, ἦρθε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. –Πῶς ἦρθε; εἴμα­στε βέβαιοι;… Μὴν ἀμ­φιβάλλεις, ἦρ­θε – εὐ­λο­γητὸς ὁ Θεός. –Μὰ πῶς μποροῦ­με νὰ τὸ δοῦ­με;… Θέλεις νὰ τὸ δῇς; κ᾽ ἐγὼ σ᾽ ἐ­ρωτῶ· τὸν ἀ­έρα τὸ βλέπεις; Δὲν τὸ βλέπεις, τὸν αἰσθάνεσαι ὅμως. Τὸν ἠ­λε­κτρισμό, τὸ μαγνη­τισμὸ τὰ βλέπεις; Δὲν τὰ βλέπεις, ἀλ­λὰ τὰ αἰσθάνεσαι ἀπὸ τὶς ἐκ­δηλώσεις τους. Ἔτσι καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅ­γιο τὴν ἡ­μέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔ­­κα­νε αἰ­σθη­τὴ τὴν παρουσία του μὲ ὡρισμένα ἐ­ξω­τερικὰ σημεῖα, ποὺ περιγράφει ὁ εὐαγγελι­στὴς Λουκᾶς στὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων· «Καὶ ἐ­γένετο ἄ­φνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦ­χος ὥσπερ φε­ρομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐ­πλή­ρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι· καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ᾽ ἕνα ἕ­καστον αὐ­τῶν, καὶ ἐπλήσθησαν ἅ­παντες Πνεύ­ματος ἁγίου, καὶ ἤρ­ξαντο λαλεῖν ἑ­τέραις γλώσσαις…» (Πράξ. 2,2-4).
Ἂς δοῦμε λοιπὸν τώρα ἕνα – ἕνα τὰ σημεῖα αὐτὰ τῆς παρουσίας τοῦ ἁγίου Πνεύματος.

* * *

⃝1ο σημεῖο. Εἴμαστε στὰ Ἰεροσόλυμα. Ἔ­χουν περάσει 52 ἡμέρες ἀφ᾽ ὅτου οἱ Ἑ­βραῖοι θανάτωσαν τὸ Χριστό, ἀλλὰ τὸ αἷμα ἐκεῖνο ὑπάρχει ἀκόμη πάνω στὰ βράχια τοῦ Γολγοθᾶ. Στὴν ἀρ­χὴ εἶχαν μιὰ ἀ­γωνία. Τώ­ρα ἡσύχασαν. Τρῶνε καὶ πί­νουν, ὅλα κυ­λοῦν εὐχάριστα. Αὐτὸ ὅ­μως τὸ πρωί, γύρω στὶς 9, ξυπνοῦν ὅλοι ξα­φνια­σμένοι. Τὰ Ἰεροσόλυμα σείσθηκαν σὰν ἀπὸ ἀ­νεμοστρόβιλο. Ἀκούστηκε «ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦ­χος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας» (Πράξ. 2,2). Ἀρχιερεῖς καὶ Πιλᾶ­τος εἶχαν νομίσει, ὅτι «ἐ­κεῖνος ὁ πλάνος» (Ματθ. 27,63) πάει τελείωσε. Μὰ δὲν τελείωσε· σείει τώρα τὴ γῆ μὲ τὴ δύναμί του κι ἀναστατώθηκαν ὅλοι. Ἄνοιξαν τὰ παράθυρά τους καὶ ῥωτοῦσαν, Τί εἶνε τοῦτο;…
«Πνοὴ βιαία». Τὸ εὐχάριστο καὶ ζωογόνο ἀ­εράκι, ἂν ὁ Κύριος θελήσῃ, γίνεται καταστρε­πτικό. Θυμᾶ­μαι στὸν Ἀστακὸ τῆς Ἀκαρνανίας, ἕνα πρωὶ ποὺ εἶχαν ἀνοίξει τὶς γλῶσσες καὶ βλαστημοῦ­σαν τὸ Θεό, ἐκείνη τὴν ὥρα πιάνει ἕνας ἀνεμοστρόβιλος – κυκλώνας καὶ σηκώνει κεραμίδια καὶ πλάκες, καὶ θὰ μετέφερε τοὺς 4-5 ἐ­κείνους βλασφήμους δυὸ χιλιόμετρα μακριά. Τί εἶν᾽ αὐ­τὸς ὁ ἀέρας ὅταν ἐντείνεται!…
«Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον», ὁ προαιώνιος Θεός, «ἦν μὲν ἀεί, καὶ ἔστι, καὶ ἔσται, οὔτε ἀρξάμενον οὔτε παυσόμενον» (στιχηρ. ἑσπ. Πεντηκ.)· ὑπάρχει πάν­τοτε. Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας παρατηροῦν, ὅτι ἄλλοτε, στὸ καμίνι ὅπου ὁ Ναβουχοδο­νόσορ ἔρριξε τοὺς τρεῖς παῖδας, εἶχε ἐκδηλώσει τὴν παρουσία του διαφορετικά, «ὡς πνεῦμα δρό­σου δι­ασυρίζον» (Δαν. 3 προσ. 26), σὰν δροσερὸ ἀερά­κι, κι αὐτοὶ ἀντὶ νὰ καοῦν εἶχαν δρο­σιά. Γιατί λοι­πὸν τώρα ἐκ­δηλώθηκε ὡς «βιαία πνοή»; Ἔλα ἐσύ, ποὺ θέλεις τὸ κήρυγμα νὰ εἶνε πάντα αὔ­ρα λεπτή, νὰ δῇς ὅτι ὑπάρχουν στιγμὲς ποὺ τὸ Πνεῦ­μα τὸ ἅγιο ἔρχεται καὶ ὡς ὁρμητικὸς ἀνεμοστρό­βιλος. Γιατί αὐτό; Θέλει ὁ Θεὸς νὰ δεί­ξῃ ἔτσι, ὅτι ὅπου τὸ κακὸ ἔχει ῥιζώσει, ἐ­κεῖ χρειάζεται ἰσχυρὴ δύναμις γιὰ νὰ ὑπερνικηθῇ.
Ἕνας ἀσκητής, γιὰ νὰ διδάξῃ τὸν ὑποτακτικό του, ἔδειξε ἕνα τρυφερὸ δεν­τράκι καὶ τοῦ λέει· Μπορεῖς νὰ τὸ ξερριζώ­­σῃς; Ὁ νέος εὔκολα τὸ ἔβγαλε. Ἔπειτα τὸν πῆγε σὲ ἕνα μεγαλύ­τερο, καὶ τὸ ξερρίζωσε μὲ δυσκολία. Ὅ­ταν ὅμως πῆγαν σ᾽ ἕνα γέρο πλάτανο, ἐκεῖ εἶπε· Αὐτόν, γέροντα, ὅλοι οἱ καλόγεροι νὰ μαζευτοῦν δὲν ξερριζώνε­ται. Ἂς ἀκούσουν τὸ δίδαγμα τοῦ γέροντος αὐ­τοῦ γονεῖς καὶ παιδαγωγοί· ἕνα ἐλάτ­τωμα, ὅ­ταν ῥιζώσῃ καὶ γιγαντωθῇ, δύσκολα κό­βεται. Χρειάζεται ἕνας ἀνεμοστρόβιλος…
Πέρασα κάποτε ἀπὸ ἕνα δάσος μαζὶ μ᾽ ἕνα τσοπᾶνο ποὺ μὲ ὡδηγοῦσε. Καὶ τί νὰ δῶ· εἶχε φυσήξει σφοδρὸς ἄνεμος καὶ εἶχε ξερριζώσει ἕ­να πλατάνι. Κλαίω τὸ δέντρο, παπούλη, μοῦ εἶ­πε ὁ τσοπᾶνος· ἦταν ἀπ᾽ τὸν παπποῦ μου, καὶ χθὲς τὸ βράδυ ὁ ἄνεμος τὸ ξερρίζωσε ὅπως ὁ γιατρὸς βγάζει τὸ δόντι μὲ τὴν τανάλια…
Νά τί κάνει ἡ «βιαία πνοὴ» τοῦ ἁγίου Πνεύματος· πάθη ἑωσφορικά, μὲ τὰ ὁποῖα γέρασε ὁ ἄνθρωπος καὶ καμμιά παιδαγωγικὴ τέχνη ἢ ἄλλη δύναμις δὲν τὰ νίκησε, ἔρχεται ἡ πνοὴ τοῦ ἁ­γίου Πνεύματος καὶ τὰ ξερριζώνει μέσα σὲ μιὰ στιγμή. Καὶ θαυμάζεις, πῶς αὐτὸς ὁ μέθυ­σος, αὐτὸς ὁ τσιγγούνης, αὐτὸς ὁ σαρκολάτρης ἄλ­λαξαν. «Αὕ­τη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου» (Ψαλμ. 76,11). Γι᾿ αὐτὸ ἔγινε ἡ «βιαία πνοή», γιὰ νὰ δεί­ξῃ ὅ­τι τὸ πανάγιο Πνεῦμα γκρεμίζει τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ἔτσι ὁ χριστιανισμὸς γκρέμισε τὰ εἴδωλα καὶ ἔστησε τὴν Ὀρθοδοξία.
2ο σημεῖο. «Ἐγένετο ἦχος», ἀκούστηκε ἦχος (Πράξ. 2,2). Πολὺς ὁ λόγος περὶ τοῦ ἤχου. «Ἦχος» θὰ πῇ κτύπος. Ὄχι ὁ κτύπος ποὺ κάνουν δυὸ ξύλα ἢ δυὸ πέτρες. Ὅταν λέει «ἦχος» ἐννοεῖ αὐ­τὸ ποὺ παράγεται ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ ποὺ βγαίνει στὸν ἀέρα. Ἂν δὲν ὑπῆρχε ἀέρας, δὲν θ᾽ ἀκουγόμασταν· θὰ φώναζα καὶ δὲν θὰ μ᾽ ἄκουγαν. Ὁ ἀέρας εἶνε τὸ μέσον, τὸ ὄ­χημα, μὲ τὸ ὁ­ποῖο μεταφέρεται ὁ ἦχος. «Ἦχος» λοι­πὸν θὰ πῇ «φωνή». Ἀλλὰ τί ἦχος ἦταν αὐτός;
Πολλοὶ ἦχοι ὑπάρχουν. Ὅλα παράγουν ἦ­χο, ὅλα μιλοῦν. Καὶ ἡ γῆ ἔχει ἦχο, μιλάει, βογγάει· καὶ ἡ θάλασσα μὲ τὰ κύματά της· καὶ ἡ ἔρημος, ἂν σκύψῃς, θ᾽ ἀκούσῃς νὰ κλαίῃ. Οἱ ἦχοι αὐτοὶ εἶνε ἀπὸ τὴ γῆ, ἐδῶ κάτω. Τέτοιοι εἶνε κι αὐ­τοὶ ποὺ ἔρχονται ἀπὸ διαφόρους σταθμούς.
Ἔρχεται ὅμως καὶ ἕνας ἦχος ὄχι πιὰ ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν, ἦχος ὄχι γήινος. Πομπός του εἶνε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Ἄνθρωπε, ποὺ ἀκοῦς ἀνθρώπινους σταθμούς, τέντωσε τώρα τὸ αὐτί σου ν᾽ ἀκούσῃς τὸν ἀ­θάνατο πομπὸ μὲ τὸν ἦχο τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἦχος αὐτὸς κατεβαί­νει ἀπὸ ἐπάνω ψηλά, – ἐξ οὗ καὶ ἡ λέξι κατήχησις (ἀπὸ τὸ κάτω + ἦχος). Τί θὰ πῆ κατήχησις· ὅτι κάποιος βάζει τὸ αὐτί του καὶ ἀκούει τὸν ἦχο ποὺ ἔρχεται ἀπὸ πάνω πρὸς τὰ κάτω. Αὐτὸς ποὺ προσέχει κι ἀκούει τὸν ἦχο ποὺ ἔρ­χεται ἀπὸ πάνω, ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, λέγε­ται κατηχούμενος, καὶ ὁ ἄλλος ποὺ τὸν διδάσκει κατηχητής. Οἱ ἁπλὲς αὐτὲς λέξεις ἔ­χουν, βλέπετε, βαθὺ νόημα μέσα στὴν Ἐκκλησία.
3ο σημεῖο. Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο «ἐπλήρωσεν ὅ­λον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι», γέμισε ὅλο τὸ σπίτι (ἔ.ἀ. 2,2). Μὲ ἄλλα λόγια, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, τὸ σπίτι ἔγινε μιὰ κολυμβήθρα.
Ὅπως γνωρίζουμε, στὸ βάπτισμα τὸ νερὸ πρέπει νά ᾽νε ἀρ­κε­τό, γεμάτη ἡ κολυμβήθρα, ὥστε ὁ βαπτιζόμενος νὰ βυθίζεται ὅλος μέσα καὶ νὰ βγαίνῃ. Τώρα δυστυχῶς, μὲ τοὺς σημε­ρινοὺς παπᾶδες –μὲ συγχωρεῖτε δηλαδή–, τὸ μυστήριο δὲν γίνεται σωστά· ἀμφιβάλλω ἂν οἱ περισσότεροι εἴμαστε βαπτι­σμένοι. Ἡ κολυμβήθρα εἶνε Ἰορδάνης, νερὸ ἁγιασμένο – ὄχι ἁ­πλό, νερὸ θαυματουργό, ποὺ ἔχει τὴ «ῥαδιενέργεια» τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Μὴ καταντήσουμε σὰν τοὺς φράγκους, ποὺ ῥαντίζουν.
Ὅπως λοιπὸν ἡ κολυμβήθρα γεμίζει νερό, ἔτσι τὸ ὑπερῷο ὅπου ἦταν οἱ μαθηταὶ γέμισε ἀπὸ Πνεῦμα ἅγιο· ἔγινε ἡ κολυμβήθρα, ὅπου βαπτίσθηκαν οἱ πρῶτες ἐκεῖ­νες 120 ψυχές (ἡ Παναγία, οἱ δώδε­κα καὶ οἱ ἑβδομήκοντα, καὶ οἱ μυ­ροφόρες), καὶ βγῆκαν Χριστιανοί.
4ο σημεῖο. «Ὤφθησαν αὐ­τοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός» (ἔ.ἀ. 2,3). Ἡ παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἔγινε αἰσθητὴ σὰν πῦρ, σὰν φωτιά. Γιατί σὰν φωτιά; Ἡ φωτιὰ κάνει δύο πρά­­γμα­τα συγχρόνως· φωτίζει καὶ καίει. Καὶ τὸ Πνεῦ­μα τὸ ἅγιο ἦρθε σὰν φωτιά, γιὰ νὰ δείξῃ ὅτι ἔχει τὴ δύναμι νὰ φωτίζῃ καὶ νὰ καίῃ.
Κάποτε, ποὺ ὡς ἱεροκήρυκας περιώδευα τὴν ὕπαιθρο, εἶδα ἕνα χωράφι γεμᾶτο ἀγκάθια. Ἀδύνατον νὰ περάσῃ ἀ­πὸ μέσα ἄν­θρωπος. Ὅ­σα πρόβατα περνοῦσαν, ἄφηναν τὸ μαλλί τους· ἔβλεπες τ᾽ ἀγκάθια γεμᾶτα μαλλιά. Ἕνα πρωὶ λοιπὸν ὁ γεωργὸς ἔβαλε φωτιά, καὶ καθὼς καίγονταν τ᾽ ἀγκάθια ἄρχισαν νὰ φεύγουν τὰ φίδια ποὺ εἶχαν φωλιάσει ἐκεῖ. Τί θέλω νὰ πῶ· χωρά­φι μὲ ἀγκάθια καὶ φίδια εἶνε καὶ οἱ ψυχές· ἀγ­κά­θια τὰ πάθη, φίδια τὰ δαιμόνια. Πονοῦν τ᾽ ἀγ­κάθια καὶ θανατώνουν τὰ φίδια. Σῶσε μας, Κύ­ριε, ἐξ ὄφεων καὶ ἀκανθῶν. Ἔλα, Πνεῦμα ἅγιο σὰν φωτιά· κάψε τ᾽ ἀγκάθια τῶν παθῶν καὶ διῶ­ξε τὰ φίδια τῶν δαιμόνων· καθάρισε τὸ ἔδαφος, νὰ περάσῃ μετὰ τὸ ἀλέτρι, νὰ πέσῃ καλὸς σπό­ρος, νὰ φυτρώσουν ὅλα τὰ ὡραῖα λουλούδια καὶ σπαρτά. Βλέπετε λοιπὸν τί κάνει ἡ φωτιά;
⃝ 5ο σημεῖο. Ὅπως εἴδαμε, τὸ πανάγιο Πνεῦ­μα κατῆλθε «ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν» (εὐχ. ἀπολύσ.)· ἦρ­θε σὰν γλῶσσες. Γιατί δὲν ἦρ­θε μὲ κάποια ἄλ­λη μορφή, π.χ. σὰν σπαθί, ἀλλὰ ἦρθε σὰν γλῶσσες; Ἔχει σημασία, λένε οἱ πατέρες· δι­ότι ἡ πίστις μας ἔχει ὡς μέσον διαδόσεως ὄχι τὴ βία, τὸ σπαθὶ τοῦ Μωάμεθ, ἀλλὰ τὸ λόγο καὶ τὴν ἐλευθερία· «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν…» (Ματθ. 16,24). Μὲ τὴ γλῶσσα κηρύττεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τὴ φλογερὰ γλῶσσα ποὺ λέει «Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν…» (Λουκ. 12,49).

* * *

Τὰ σημεῖα τῆς παρουσίας τοῦ ἁγίου Πνεύμα­τος φανερώνουν, ἀγαπητοί μου, τὰ χαρακτηρι­στικά του γνωρίσματα· κραταιὰ δύναμις, κάθαρ­σις ἀπὸ τὰ πάθη, κατατρόπωσις τῶν δαι­μόνων, λόγος ἀληθείας, χάρις μυστηρίων, φῶς θεογνωσίας· ὅλα δηλαδὴ τὰ πρὸς σωτηρίαν αἰτήματα γιὰ τὴν αἰώνιο ζωή.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Β΄ μέρος ἀπομαγνητ. ἑσπερ. ὁμιλίας· ἔγινε στὴν αἴθουσα τοῦ συλλόγου «Τρεῖς Ἱεράρχαι» – Ἀθῆναι τὴν 28-5-1961

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.