Ψυχικη ερημια: Χωρις την αληθινη αγαπη στον Θεο και στον πλησιον, χωρις την αληθινη πιστη θα αγριεψη η γη. Θα ᾽ρθη μερα που θα τρεμης για τη ζωη σου, για την ασφαλεια του σπιτιου σου και της οικογενειας σου. Μονο με την αληθινη μετανοια θα σωθουμε
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΔ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. Φύλλου 2040
Σύλληψις τιμίου Προδρόμου (Γαλ. 4,22-27)
Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2017
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Ψυχικη ερημια
«Πολλὰ τὰ τέκνα τῆς ἐρήμου μᾶλλον…» (Γαλ. 4,27 = Ἠσ. 54,1)
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτὴ καὶ ὁ ἀπόστολος σχετικός. Ἀπ᾽ ὅλο τὸ κείμενό του παρακαλῶ νὰ προσέξουμε τὸ τέλος, ποὺ ἐπαναλαμβάνει μία ἀρχαία προφητεία τοῦ Ἠσαΐα καὶ λέει· «Εὐφράνθητι, στεῖρα ἡ οὐ τίκτουσα…, ὅτι πολλὰ τὰ τέκνα τῆς ἐρήμου μᾶλλον ἢ τῆς ἐχούσης τὸν ἄνδρα» (Γαλ. 4,27 = Ἠσ. 54,1). Ἐδῶ ὑπαινίσσεται κάτι ποὺ τὸ λέει ἀλλοῦ σαφέστερα· «Εὐφράνθητι, ἔρημος διψῶσα, ἀγαλλιάσθω ἔρημος καὶ ἀνθήτω ὡς κρίνον» (Ἠσ. 35,1). Λέει δηλαδή, ὅτι ἕνας τόπος χέρσος θὰ γίνῃ περιβόλι. Ἐννοεῖ τὴν Ἐκκλησία· αὐτὴ εἶνε ἡ στεῖρα ποὺ ἔγινε μάνα μὲ πλῆθος παιδιά, ἡ ἔρημος ποὺ ἔγινε παράδεισος.
Μὲ τὴν ἀφορμὴ ποὺ μᾶς δίνει ἡ λέξις ἔρημος θὰ ποῦμε μερικὲς σκέψεις.
* * *
Ὅλοι, ἀγαπητοί μου, ξέρουμε τί θὰ πῇ ἔρημος. Στὴν Ἀφρικὴ ὑπάρχουν ἀπέραντες ἐκτάσεις ποὺ δὲν ὑπάρχει νερό, δὲν φυτρώνει δέντρο, ἡ ζωὴ εἶνε ἀβίωτη. Κάποιοι, ποὺ τοὺς τσίμπησε ἡ ἀλογόμυγα τοῦ τουρισμοῦ, προχώρησαν μέσα στὴν ἔρημο, ἀλλὰ τὸ νερὸ ποὺ εἶχαν μαζί τους τελείωσε, δὲν πρόλαβαν νὰ ἐπιστρέψουν καὶ πέθαναν ἐκεῖ ἀπὸ τὴ δίψα.
Γιὰ τέτοια ἔρημο ἆραγε μιλάει ὁ προφήτης; Ὄχι. Ὑπάρχει κάποια ἄλλη ἔρημος ποὺ πρέπει νὰ φοβηθοῦμε. Τὴ μία ἔρημο τὴ δημιουργεῖ ἡ ἔλλειψις νεροῦ καὶ ἡ ἀπουσία φυτικῆς ζωῆς· τὴν ἄλλη ἔρημο, γιὰ τὴν ὁποία θὰ μιλήσουμε, τὴ δημιουργεῖ ἡ ἔλλειψις ὄχι πλέον τοῦ νεροῦ ἀλλὰ ἑνὸς ἄλλου ζωτικοῦ στοιχείου τῆς ζωῆς. Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Ἡ ἀγάπη. Ἀφαίρεσε τὴν ἀγάπη ἀπὸ τὸ σπίτι, τὸ χωριό, τὴν κοινωνία, τὴν ἀνθρωπότητα, καὶ ἡ ζωὴ εἶνε μαρτύριο.
Ποιά ἀγάπη ὅμως; Ὄχι αὐτὴ τὴν ψεύτικη καὶ ἀπατηλὴ καὶ αἰσχρή, ἀλλὰ τὴν ἁγνὴ ἀγάπη ποὺ δίδαξε ὁ Χριστός, τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Αὐτὴ τὴν ἀγάπη εἶχαν ὅλοι οἱ ἅγιοι, ποὺ ζοῦσαν φτωχικὰ δουλεύοντας μὲ ἱδρῶτα κι ἀπὸ τὸν κόπο τους βοηθοῦσαν καὶ πιὸ φτωχούς. Γιατὶ πάντα ὁ καθένας ἔχει κ᾽ ἕναν ἄλλο ποὺ εἶνε φτωχότερος ἀπὸ αὐτόν. Τὴν ἀγάπη δὲν τὴ δείχνει μόνο ὅποιος ἔχει χρήματα· στὸ Εὐαγγέλιο βλέπουμε, ὅτι τέσσερις ἄνθρωποι πῆραν στὰ χέρια ἕνα παράλυτο, τὸν πῆγαν στὸ Χριστὸ κ᾽ ἐκεῖνος τὸν θεράπευσε (βλ. Ματθ. 9,1-8. Μᾶρκ. 2,1-12).
Ὑπάρχει λοιπὸν ἀγάπη; ἡ ζωὴ γίνεται παράδεισος· δὲν ὑπάρχει ἀγάπη; ἡ ζωὴ εἶνε μία ἔρημος, μιὰ Σαχάρα, μία ψυχικὴ ἔρημος.
Θέλετε ἀποδείξεις; Βγῆτε ἀπ᾽ τὴν πόλι κι ἀνεβῆτε στὰ ψηλὰ βουνά, ἐκεῖ ποὺ δὲν ἔφτασε ἀκόμα ὁ ψεύτικος πολιτισμὸς καὶ τὰ μικρόβια τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς διαφθορᾶς. Ἐκεῖ ἔχει τὴν καλύβα του ἕνας τσοπᾶνος. Μπῆτε μέσα. Ἔχει γυναῖκα καὶ παιδιά, πολλὰ παιδιὰ μάλιστα. Ἔχει κατσικοπρόβατα καὶ τὰ βόσκει. Στὴν καλύβα δὲν ὑπάρχουν βέβαια ἔπιπλα πολυτελείας, κουζῖνες, ψυγεῖα, ῥαδιόφωνα, τάπητες. Δὲν ὑπάρχει ἠλεκτρικὸ ῥεῦμα· μόνο ἕνα δᾳδί, ἕνα λυχνάρι, ἕνα κερί, μιὰ λάμπα. Ἀλλὰ τί τὰ θέ᾽ς; ὑπάρχει κάτι σπουδαιότερο ποὺ κάνει ὄμορφη τὴ ζωή τους, ἡ ἀγάπη. Κάθονται νὰ φᾶνε καὶ κάνουν τὸ σταυρό τους. Δὲν εἶνε παραμύθι αὐτό· ἐγώ, ποὺ γύρισα ἑπτακόσα χωριά, τὰ εἶδα αὐτὰ καὶ τὰ ἔζησα – ἂν καὶ τώρα αὐτὴ ἡ κατάρα, αὐτὴ ἡ λέπρα ποὺ ἐμόλυνε ἐδῶ τὸν κόσμο, φεύγει πρὸς τὰ πάνω καὶ θὰ μολύνῃ καὶ τὶς καλύβες. Κάθονται λοιπὸν καὶ τρῶνε τὸ ψωμάκι – τὴ μπομπότα, πίνουν τὸ νεράκι τους, κ᾽ ἐκεῖνο τὸ νεράκι γίνεται μέλι κ᾽ ἐκείνη ἡ μπομπότα βούτυρο καὶ γλύκυσμα. Ἔχουν τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ κ᾽ ἡ καλύβα τους εἶνε παράδεισος.
Φύγετε τώρα ἀπὸ τὰ ψηλὰ βουνὰ καὶ κατεβῆτε στὶς πολιτεῖες. Ἐδῶ ἔχουν λεφτά, μὰ ἡ ὑλικὴ εὐημερία σκλήρυνε τὶς καρδιές, ἔκανε τὴν κοινωνία νὰ ζῇ χωρὶς ἀγάπη. Βλέπετε πολυκατοικίες, μέγαρα, παλάτια, μὲ σαλόνια πολυτελείας, μὲ ἔπιπλα ἀπὸ τὴ Δανία, μὲ κάδρα καὶ πολυελέους, μὲ ῥαδιόφωνα καὶ τηλεοράσεις. Τὰ ἔχουν ὅλα, μὰ εὐτυχισμένοι δὲν εἶνε. Τά ᾽χουν ὅλα, μὰ καλύτερα νὰ μὴν τὰ εἶχαν· δὲν ἔχουν τὸ σπουδαιότερο, τὸ τιμαλφέστερο, τὸ ζωτικὸ στοιχεῖο τῆς ζωῆς, τὸ ὀξυγόνο καὶ τὸν ἥλιο τῆς ψυχῆς· δὲν ἔχουν Χριστό, δὲν ἔχουν ἀγάπη. Κι ἀφοῦ δὲν ἔχουν Χριστό, τί νὰ τὰ κάνῃς τ᾽ ἄλλα; Τοὺς ἔχει φάει ἡ γκρίνια, κάνουν σὰν τ᾽ ἀγριοπερίστερα ποὺ δὲν μποροῦν νὰ καθίσουν στὴ φωλιὰ χωρὶς νὰ μουρμουρίζουν. Τὰ ἀντρόγυνα μαλώνουν. Ὁ ἄντρας γυρίζει στὸ σπίτι καὶ τρέμει, γιατὶ τὸν περιμένει μιὰ γυναίκα μὲ ἰδιοτροπίες, μὲ γλῶσσα, μὲ πεῖσμα, μὲ κακία. Ἔμεινε γνωστὸ τὸ ῥητὸ «Κρεῖσσον οἰκεῖν ἐν γῇ ἐρήμῳ ἢ μετὰ γυναικὸς μαχίμου καὶ γλωσσώδους καὶ ὀργίλου»· καλύτερα νὰ ζῇς στὴν ἐρημιὰ παρὰ νὰ συγκατοικῇς μὲ μιὰ γυναῖκα ἐριστική, γλωσσοῦ καὶ εὐέξαπτη (Παρ. 21,19). Ὅπως βέβαια καὶ τὸ ἀντίστροφο· προτιμότερο μιὰ γυναίκα νὰ κάθεται σὲ μιὰ καλύβα καὶ νά ᾽χῃ ἕναν ἄντρα ποὺ τὴν ἀγαπᾷ, παρὰ νὰ κάθεται σ᾽ ἕνα παλάτι καὶ νά ᾽χῃ σύζυγο ἕναν ἄπιστο ποὺ κάθε μέρα τὴ σταυρώνει πάνω στὸ σταυρὸ τῆς ἀτιμίας καὶ ἀνυποληψίας. Εἶνε ἀλήθεια αὐτά;
Ἐρημιά, ἀδελφοί μου, μεγάλη ἐρημιά, κι ἂς πήχτωσαν οἱ δρόμοι ἀπὸ ἀνθρώπους. Ὅταν ἔδωσε ὁ Θεὸς κ᾽ ἐλευθερώθηκε ὁ τόπος –διαβάστε τὴν ἱστορία–, ἡ Ἀθήνα εἶχε 3.000 κατοίκους σὲ κάτι καλύβες κάτω ἀπ᾽ τὴν Ἀκρόπολι, ἀλλὰ μέσα στὶς καλύβες ἐκεῖνες κατοικοῦσαν ἅγιοι ἄνθρωποι. Πίστευαν, ἀνάβανε καντήλια, ζοῦσαν μὲ τὸ Θεό, ἀγαποῦσαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Δὲν ξέρανε τὶς μόδες τῶν Παρισίων, τὴ διαφθορὰ τῆς Εὐρώπης. Τώρα γκρεμίσαμε τὶς καλύβες, χτίσαμε σπίτια – παλάτια, ἡ Ἀθήνα ἔγινε Σικάγο καὶ Νέα Ὑόρκη, μάζεψε ἑκατομμύρια κόσμο, μὰ βασιλεύει ἐρημιά, ψυχικὴ ἐρημιά! Ὁ καθένας ἀναστενάζει, νοσταλγεῖ τὴν ἁγνὴ ζωὴ τῆς ὑπαίθρου. Τί νὰ τοὺς κάνῃς τοὺς ἀνθρώπους;
Ἄνθρωπος εἶνε αὐτὸς ποὺ ἔχει ἀγάπη καὶ ψυχικὸ πολιτισμό, πού πιστεύει στὸ Θεό. Θά ᾽πρεπε νὰ ζῇ σήμερα ὁ ἀρχαῖος Διογένης, ν᾽ ἀνάψῃ τὸ φανάρι, νὰ γυρίζῃ παντοῦ καὶ νὰ φωνάζῃ «Ἄνθρωπον ζητῶ!», ἄνθρωπο μὲ ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Δὲν ὑπάρχει, ἀγαπητοί μου· ἡ ἀνθρωπιὰ λιγόστεψε, σπανίζει, τελειώνει. Τί θὰ γίνῃ λοιπόν; Ἐμένα ρωτᾶτε; Γράμματα ξέρετε, ἀνοῖξτε τοὺς προφῆτες.
Τί λένε οἱ προφῆτες; Ὅπως ἂν βγάλῃς τὸ ψάρι ἀπὸ τὴ θάλασσα σπαρταράει, ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ζήσῃ ἔξω ἀπὸ τὸ Θεό. Χωρὶς τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πίστι θὰ ἀγριέψῃ, θὰ ἀγριέψῃ πολύ. Θὰ ᾽ρθῇ μέρα ποὺ θὰ τρέμῃς γιὰ τὴ ζωή σου, γιὰ τὴν ἀσφάλεια τοῦ σπιτιοῦ σου καὶ τῆς οἰκογενείας σου. Ὁ ἄντρας θὰ φοβᾶται τὴ γυναῖκα του καὶ ἡ γυναίκα τὸν ἄντρα της. Ἡ κοινωνία θὰ γίνῃ ἕνα ἡφαίστειο ἕτοιμο νὰ τινάξῃ στὸν ἀέρα ὅλους, δεξιοὺς καὶ ἀριστερούς, μαύρους καὶ ἄσπρους καὶ ὅλων τῶν χρωμάτων, ἀφοῦ ἀφήσαμε καὶ μᾶς χρωμάτισε ὁ διάβολος μὲ τὸ πινέλλο τῆς κολάσεως. Ἄνθρωπος εἶσαι· γιατί δέχεσαι νὰ σὲ χρωματίζουν; νὰ σὲ λένε κόκκινο, νὰ σὲ λένε πράσινο, νὰ σὲ λένε τοῦτο ἢ ἐκεῖνο τὸ χρῶμα; Μᾶς μπογιάτισε ὁ διάβολος ὅλους καὶ διαίρεσε παιδιὰ μιᾶς κοινῆς πατρίδος, παιδιὰ ποὺ βγήκαμε ἀπὸ μία κολυμβήθρα, ποὺ κοινωνοῦμε ἀπὸ ἕνα δισκοπότηρο, παιδιὰ ποὺ ἔχουμε τὴν ἴδια γῆ καὶ τὸν ἴδιο οὐρανό, παιδιὰ ποὺ ἔχουμε τὴν ἴδια ἔνδοξη ἱστορία· μᾶς χώρισε κ᾽ εἴμαστε ἕτοιμοι σὰν θηρία νὰ φᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.
Θὰ μᾶς ἐλεήσῃ ὁ Θεός; Πῶς νὰ μᾶς ἐλεήσῃ, ἀφοῦ καταπατοῦμε τὸ νόμο του;
* * *
Τί νὰ μᾶς κάνῃ ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου; τί νὰ μᾶς κάνει; Προσευχὴ δὲν κάνουμε, νηστεία δὲν κρατοῦμε, ἐγκράτεια δὲν ἔχουμε, ἀγάπη δὲν δείχνουμε. Πραγματοποιεῖται ἡ προφητεία ποὺ ἔλεγε ὅτι «ἡ γῆ αὐτὴ ἐπλήσθη κτηνῶν τετραπόδων» (Βαρ. 3,32), γέμισε ἡ γῆ ἀπὸ τετράποδα, δηλαδὴ δίποδα ποὺ ζοῦν χειρότερα ἀπὸ τὰ τετράποδα. Ὁ ναὸς κατήντησε κρεοπωλεῖο, οἱ γυναῖκες μπαίνουν μέσα κ᾽ ἐπιδεικνύουν τὶς σάρκες τους ὅπως ὁ χασάπης ποὺ κρεμάει τὰ σφάγια στὰ τσιγγέλια. Δὲν φταῖνε αὐτές, φταῖμε ἐμεῖς ποὺ δὲν φρουροῦμε τὴν εἴσοδο.
Τὸ μέλλον δὲν προμηνύεται καλό. Γιὰ τὶς πορνεῖες μας, τὶς μοιχεῖες μας, τὶς βλασφημίες μας, τὰ μίση καὶ τὶς ἔχθρες μας, τί θὰ γίνῃ; Τὸ λέει ὁ προφήτης Ἠσαΐας· «Θὰ ἐρημωθοῦν πόλεις» καὶ «θὰ μείνῃ ἡ γῆ ἔρημη» (Ἠσ. 6,11). Καὶ ἡ ἱστορία βεβαιώνει, ὅτι πόλεις ἁμαρτωλὲς ὄντως καταστράφηκαν.
Ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλὸς δὲν μπορῶ πλέον νὰ ὑποφέρω. Ἂν δὲν εἶχα μιὰ ἀγάπη στὸ λαό, θὰ σηκωνόμουν νά ᾽φευγα, νὰ πάω στὸ Ἅγιο Ὄρος, νὰ τρυπώσω κάπου νὰ κλάψω τὶς ἁμαρτίες μου. Ἕνα καθῆκον ἱερὸ μὲ κρατάει ἐδῶ καὶ γίνομαι πικρὸς ἐλεγκτής, καὶ σᾶς καλῶ σὲ μετάνοια. «Θὰ ἐρημωθοῦν πόλεις», λέει ὁ Ἠσαΐας. Κι ὁ ἅγιος Κοσμᾶς λέει ὅτι τόσο πολὺ θ᾽ ἀραιώσῃ ὁ κόσμος, ὥστε θὰ περπατᾷς χιλιόμετρα γιὰ νὰ βρῇς ἄνθρωπο. Ὦ Χριστέ, ὦ Παναγιά, ὦ ἅγιοι, ὦ παιδιὰ καὶ νήπια, κλάψτε, παρακαλέστε νὰ μὴν ἔρθῃ ἡ μέρα αὐτή.
Ἂς ἐργασθοῦμε, ἂς δουλέψουμε, ἂς κηρύξουμε τὸ εὐαγγέλιο τῆς μετανοίας. Ὁ δὲ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ἂς εἶνε μεθ᾽ ἡμῶν· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἄγνωστο ἱ. ναὸ τῶν Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 25-7-1965 τὸ πρωί. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 19-8-2017.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 120α΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868).
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.