Η πρωτη γνωριμια με το Χριστο
Τοῦ ἀποστ. Ἀνδρέου τοῦ πρωτοκλήτου
30 Νοεμβρίου
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Η πρωτη γνωριμια με το Χριστο
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴ μνήμη τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέα.
Ὁ Ἀνδρέας εἶνε ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ. Ἡ παράδοσις λέει, ὅτι μετὰ τὴν ἀνάληψι τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν Πεντηκοστή, κήρυξε τὸ εὐαγγέλιο στὴ Σκυθία ἢ στὴν Κολχίδα. Ὑπάρχουν δὲ γραπτὲς μαρτυρίες, ὅτι κήρυξε στὴ Βιθυνία καὶ στὸν Εὔξεινο Πόντο, στὴν Προποντίδα, στὴ Χαλκηδόνα καὶ στὸ Βυζάντιο, στὴ Μακεδονία, στὴ Θρᾴκη, στὴ Θεσσαλία καὶ στὴν Ἑλλάδα, καὶ μέχρι τὴ Χερσῶνα. Ἀπὸ τὴ Χερσῶνα γύρισε πάλι στὸ Βυζάντιο καὶ ἀφοῦ χειροτόνησε ἐκεῖ ἐπίσκοπο τὸν Στάχυ, ἦρθε στὴν Πελοπόννησο.
Στὴν Πάτρα τὸν συνέλαβε ὁ ἀνθύπατος Αἰγεάτης καὶ τὸν σταύρωσε μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω. Αὐτὸ εἶνε τὸ τέλος τοῦ ἁγίου.
Καὶ ποιά ἦταν ἡ ἀρχή; Σήμερα διαβάζεται ἡ εὐαγγελικὴ ἐκείνη περικοπή, ποὺ μιλάει γιὰ τὴν πρώτη γνωριμία τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέα μὲ τὸ Χριστό (βλ. Ἰω. 1,35-52).
* * *
Ὁ Ἀνδρέας καταγόταν ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδά. Ἀνῆκε σὲ φτωχὴ οἰκογένεια ψαράδων. Ἀρχηγὸς τῆς οἰκογενείας ὁ Ἰωνᾶς. Ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ ἀδερφός του Σίμων μαζὶ μὲ τὸν πατέρα τους εἶχαν μιὰ ψαρόβαρκα καὶ ψάρευαν στὴ λίμνη τῆς Γαλιλαίας. Ζοῦσαν ταπεινή, ἥσυχη ζωή. Στὸν πολὺ κόσμο ἦταν ἄγνωστοι.
Τὰ δυὸ ἀδέρφια, Ἀνδρέας καὶ Πέτρος –ἔτσι ὠνομάστηκε ἀργότερα ὁ Σίμων–, ἦταν εὐγενεῖς ὑπάρξεις. Τὰ ἐνδιαφέροντά τους δὲν περιωρίζονταν στὸ ἐπάγγελμά τους, δὲν κοίταζαν μόνο πῶς θὰ ψαρέψουν, τί θὰ φᾶνε, πῶς θὰ ζήσουν· εἶχαν καὶ ὑψηλότερα ἐνδιαφέροντα. Σὰν Ἰουδαῖοι ποὺ ἦταν στὸ θρήσκευμα, πίστευαν στὸν ἀληθινὸ Θεό. Πίστευαν σὲ ὅσα δίδασκε ὁ Μωυσῆς καὶ οἱ προφῆτες. Πήγαιναν τακτικὰ στὴ συναγωγὴ καί, ἀπ᾿ ὅσα ἄκουγαν ἢ διάβαζαν, μέσ᾿ στὴν καρδιά τους εἶχε ἀναπτυχθῆ μιὰ ζωηρὴ ἐλπίδα, ὅτι πλησιάζει νὰ ἔρθῃ ὁ Μεσσίας Χριστός, ποὺ θὰ σώσῃ τὸν Ἰσραὴλ καὶ τὸν κόσμο ὅλο. Μ᾿ αὐτὴ τὴν ἐλπίδα ζοῦσαν οἱ φτωχοὶ αὐτοὶ ψαρᾶδες τῆς Γαλιλαίας.
Γι᾿ αὐτό, ὅταν ἄκουσαν ὅτι στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ ἐμφανίστηκε ὁ Ἰωάννης ὁ προφήτης, ποὺ προφήτευε ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας καὶ καλοῦσε τὸν κόσμο σὲ μετάνοια, ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Πέτρος ἔτρεξαν καὶ πῆγαν στὸν Ἰορδάνη καὶ ἔγιναν μαθηταὶ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Πόσο εὐχαριστοῦνταν νὰ τὸν ἀκοῦνε καὶ νὰ τὸν βλέπουν!
Ἀλλ᾿ ὅταν μιὰ μέρα ὁ Χριστὸς σὰν ἕνας ἄγνωστος περπατοῦσε κοντὰ στὴν ἀκρογιαλιά, ὁ Ἰωάννης, ποὺ τὸν γνώριζε, γεμᾶτος χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι τὸν δείχνει στὸν Ἀνδρέα καὶ στὸν Ἰωάννη τὸν εὐαγγελιστὴ καὶ λέει· «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ!» (Ἰω. 1,36). Ἤ, ὅπως σὲ ἄλλη περίστασι ἔλεγε, «ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ α ρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (ἔ.ἀ. 1,29).
Σ᾿ αὐτὲς τὶς λίγες λέξεις περικλείεται τὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας. Ἂς προσέξουμε. Καθὼς παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁ Χριστὸς δὲν λέγεται ἁπλῶς «ἀμνός», ἀλλὰ «ὁ ἀμνός». Αὐτὸ τὸ ἄρθρο «ὁ» σημαίνει, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἀμνοὺς ποὺ ἔσφαζαν κάθε χρόνο οἱ Ἑβραῖοι τὸ πάσχα, ἀλλὰ εἶνε ὁ μοναδικὸς Ἀμνός. Ἀμνὸς τοῦ ὁποίου εἰκόνες καὶ σκιὰ ἁπλῶς ἦταν οἱ ἀμνοὶ τῶν Ἑβραίων. Αὐτὸς εἶνε ὁ Λυτρωτὴς καὶ Σωτήρας τοῦ κόσμου. Ἀκόμη ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τὴ λέξι «ὁ αἴρων», παρατηρεῖ ὅτι ἡ θυσία του στὸ Γολγοθᾶ ὑπῆρξε μοναδική. Διὰ μέσου δὲ τῆς μοναδικῆς αὐτῆς θυσίας συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου. Πάντοτε ὁ Χριστὸς αἴρει, σηκώνει, ἀφαιρεῖ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, διὰ μέσου τῆς πίστεως καὶ τῆς τελέσεως τοῦ μυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας.
Ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Ἰωάννης, ὅταν ἄκουσαν τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ποὺ συνιστοῦσε τὸ Χριστὸ ὡς Λυτρωτὴ τοῦ κόσμου, ἀποφάσισαν νὰ πλησιάσουν τὸ Χριστὸ καὶ νὰ τὸν γνωρίσουν ἀπὸ κοντά. Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος δὲν θὰ λυπόταν ποὺ θὰ ἔφευγαν ἀπὸ κοντά του καὶ θὰ πήγαιναν στὸ Χριστό· ἀντιθέτως θὰ χαιρόταν. Διότι θὰ γνώριζαν Ἐκεῖνον, τοῦ ὁποίου ὁ Πρόδρομος, καθὼς καὶ ὁ ἴδιος ἔλεγε, δὲν ἦταν ἄξιος νὰ λύσῃ «τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων» του (Μᾶρκ. 1,7). Ἔτσι οἱ δύο μαθηταί του θὰ προβιβάζονταν σὲ ἀσυγκρίτως ἀνώτερη μάθησι καὶ γνῶσι. Διότι ὁ Χριστὸς εἶνε «τὸ Ἄ(λφα) καὶ τὸ Ὠ(μέγα), ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἀρχὴ καὶ τέλος» (Ἀπ. 22,13).
Ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Ἰωάννης πλησιάζουν τὸ Χριστό. Ὁ Χριστὸς τοὺς βλέπει ν᾿ ἀκολουθοῦν, στρέφεται καὶ τοὺς ρωτάει· «Τί ζητεῖτε;». Αὐτοὶ ἀπαντοῦν· «Διδάσκαλε, ποῦ μένεις;». Κι ὁ Χριστὸς λέει· «Ἔρχεσθε καὶ ἴδετε» (Ἰω. 1,39). Οἱ μαθηταὶ ἔρχονται ἐκεῖ ποὺ ἔμενε ὁ Χριστός. Εἶχε δικό του σπίτι; Ὄχι. Στὸ σπίτι κάποιου ξένου ἔμενε προσωρινά.
Στὸ φτωχικὸ ἐκεῖνο σπίτι ὁ Χριστὸς δέχτηκε τὸν Ἀνδρέα καὶ τὸν Ἰωάννη καὶ ἄνοιξε μαζί τους συζήτησι, ποὺ κράτησε ὧρες ὁλόκληρες. Πόσο θὰ θέλαμε νὰ μάθουμε τί συζητοῦσαν! Τὸ Εὐαγγέλιο δὲν μᾶς λέει τί ἔλεγαν. Ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει καμμιά ἀμφιβολία, ὅτι τὸ περιεχόμενο τῆς συζητήσεως θὰ ἦταν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἡ ὁποία ἐρχόταν στὸν κόσμο. Αὐτοὶ δέ, σὲ λίγο, θὰ ἐκαλοῦντο ὡς πρῶτοι κήρυκες καὶ διδάσκαλοι τῆς βασιλείας αὐτῆς. Μπροστὰ στὰ μάτια τῶν μαθητῶν ἕνας νέος κόσμος ἀνοίχθηκε. Γιὰ πρώτη φορὰ ἄκουγαν πράγματα ποὺ φώτιζαν τὴ διάνοια, θέρμαιναν τὴν καρδιὰ καὶ παρώτρυναν τὸν ἄνθρωπο σὲ δρᾶσι.
Αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη γνωριμία τῶν δύο μαθητῶν μὲ τὸ Χριστό. Τόση ἐντύπωσι ἔκανε στὸν Ἀνδρέα καὶ στὸν Ἰωάννη ἡ γνωριμία αὐτή, ὥστε ὁ ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς, ὁ Ἰωάννης, ποὺ ἔγραψε κατόπιν τὸ Εὐαγγέλιο, σημείωσε καὶ τὴν ὥρα τῆς συναντήσεως, ὅτι ἦταν «ὡς δεκάτη» (ἔ.ἀ. 1,40). Ἡ δεκάτη κατὰ τὸ ἑβραϊκὸ ὡρολόγιο ἀντιστοιχεῖ μὲ τὴν τετάρτη ἀπογευματινὴ κατὰ τὸ δικό μας.
Ὅτι δὲ ἡ ἐντύπωσι ποὺ προξένησε ἡ γνωριμία αὐτὴ ἦταν τεραστία, φαίνεται κι ἀπὸ τὸ ἄλλο γεγονός, ὅτι ὁ Ἀνδρέας γεμᾶτος ἐνθουσιασμὸ ἔτρεξε ἀμέσως καὶ βρῆκε τὸν ἀδερφό του Πέτρο καὶ τοῦ λέει· «Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν» (ἔ.ἀ. 1,46). Διότι ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ κρυστάλλινη πηγή, τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν» (ἔ.ἀ. 4,10), τὸ δέντρο τὸ ἀθάνατο, «ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς» (ἔ.ἀ. 6,35), τὸ φῶς, ὁ ἥλιος ποὺ φωτίζει, θερμαίνει καὶ ζωογονεῖ, ὁ πολύτιμος μαργαρίτης. Ὁποιαδήποτε εἰκόνα καὶ ἂν ποῦμε, εἶνε κατώτερη τῆς πραγματικότητος. Αὐτὸς εἶνε ὁ Μεσσίας καὶ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου.
Γιὰ τὸν Ἀνδρέα ἡ πιὸ σπουδαία ὥρα τῆς ζωῆς του ἦταν ἡ ὥρα ποὺ γνώρισε τὸ Χριστό. Ἐντυπώθηκε τόσο ζωηρὰ μέσα στὴν ψυχή του, ὥστε θὰ τὴ θυμόταν μέχρι τὴν ἄλλη ἐκείνη ὥρα, τὴν τελευταία ὥρα τῆς ζωῆς του, ποὺ σταυρωμένος καὶ αὐτός, καὶ μάλιστα ἀνάποδα ὅπως εἴπαμε, παρέδωσε πάνω στὸ σταυρὸ τὸ πνεῦμα του.
* * *
Ἡ σπουδαιότερη ὥρα! Καὶ τώρα σᾶς ἐρωτῶ, ἀγαπητοί μου· Ποιά εἶνε ἡ σπουδαιότερη ὥρα τῆς δικῆς σας ζωῆς; Οἱ ἄνθρωποι τοῦ αἰῶνος μας θ᾿ ἀπαντοῦσαν στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἀνάλογα μὲ τὴ σημασία ποὺ δίνουν σὲ πρόσωπα καὶ πράγματα. Γι᾿ αὐτὸν ποὺ χρωστάει τεράστια ποσὰ σπουδαιότερη ὥρα εἶνε ἡ ὥρα ποὺ τὸ χρέος του σβήνεται. Γιὰ τὸ φυλακισμένο σπουδαιότερη εἶνε ἡ ὥρα ποὺ ἀνοίγει ἡ φυλακὴ καὶ βγαίνει ἔξω. Γιὰ τὸν αἰχμάλωτο ἡ ὥρα τῆς ἀπελευθερώσεως. Γιὰ τὸν ἄρρωστο ποὺ κινδύνεψε νὰ πεθάνῃ σπουδαιότερη εἶνε ἡ ὥρα ποὺ ἡ ὑγεία του ἀποκαθίσταται καὶ βγαίνει ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο. Γιὰ τὸ φοιτητὴ ἡ ὥρα ποὺ παίρνει τὸ πτυχίο του. Γιὰ ἄλλον ἡ ὥρα ποὺ τελεῖ τὸ γάμο του. Γιὰ ἄλλον ἡ ὥρα ποὺ ἀποκτᾷ παιδί. Καὶ γιὰ ἄλλον ἡ ὥρα ποὺ τὸ λαχεῖο του κέρδισε ἑκατομμύρια…
Ἀλλὰ ἀπ᾿ ὅλες τὶς ὧρες αὐτὲς ἀσυγκρίτως σπουδαιότερη εἶνε ἡ ὥρα ποὺ ὁ ἄνθρωπος ξυπνάει ἀπὸ τὸν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀντικρύζει τὸ γλυκὸ φῶς τῆς πίστεως στὸ Χριστό. Ὤ ἡ ὥρα ποὺ γνωρίζει κανεὶς τὸ Χριστό, ὄχι τυπικὰ ἀλλὰ πνευματικά, καὶ τὸν αἰσθάνεται πλέον ὡς προσωπικό του Σωτῆρα καὶ Λυτρωτή! Ἡ ὥρα αὐτὴ εἶνε ἡ σπουδαιότερη ὥρα. Διότι πουθενὰ ἀλλοῦ, ναὶ πουθενὰ ἀλλοῦ, ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ βρῇ τὴ χαρά, τὴν εἰρήνη, τὴν ἀγάπη, τὴ λύτρωσι καὶ τὴ σωτηρία.
Ἀγαπητοί μου, ἐπιτρέψτε μου νὰ ρωτήσω τὸν καθένα σας· Ὑπάρχει στὴ ζωή σας μιὰ τέτοια ὥρα;
Ἀπαντῆστε μόνοι σας.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ὁμιλία ληφθεῖσα ἀπὸ τὴν Α΄ ἔκδοσι τοῦ βιβλίου Σταγόνες ἀπὸ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν (Ἀθῆναι 1982). Μικρὰ συμπλήρωσις 30-11-2002.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.