ΛΥΤΡΩΜΕΝΟΙ ἢ ΔΕΣΜΩΤΑΙ;


ΛΥΤΡΩΜΕΝΟΙ ἢ ΔΕΣΜΩΤΑΙ;
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Ἀπόσπασμ. α
«Καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν» (Γεν. 49, 10)
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ἀγαπητοί μου, ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔμεινεν εἰς τὴν ἀμόλυντη ἀτμόσφαιραν τοῦ Θεοῦ, εἰς τὴν κατάστασιν τῆς ἀθῳότητος καὶ τῆς εὐδαιμονίας ἐκείνης, εἰς τὴν ὁποίαν τὸν εἶχε θέσει ὁ Δημιουργός. Ὁ ἄνθρωπος ἀμάρτησε, ὅπως περιγράφει τὸ πρῶτον βιβλίον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἡ Γένεσις. Κάτι τὸ μυστηριῶδες συνέβη εἰς τὰ βάθη τῆς ὑπάρξεώς του. Τρομερὸς σεισμὸς συνετάραξε τὸ ὅλον οἰκοδόμημα τῆς ἀνθρωπίνης ὑποστάσεως καὶ ἡ κορωνὶς τῆς δημιουργίας κατέπεσεν εἰς ἐρείπια. Ἀπὸ τὰ ἄστρα εἰς τὴν κόπρον.
Ἡ ἀθλιότης τῆς πτώσεως
Ποιός δὲν θὰ θρηνήσῃ τὴν πτῶσιν αὐτὴν τοῦ ἀνθρώπου; ῾Όλος ἠχρειώθη. Ἡ καρδία του ἐμολύνθη. Ἡ θέλησίς του συνετρίβη. Ἡ διάνοιά του συντρίμματα λογικῆς ἀναρίθμητα, σωροὶ σκέψεων, φιλοσοφικῶν συστημάτων, ποὺ ἀλληλοσυγκρούονται καὶ δημιουργοῦν πύργον Βαβέλ. Ὁ ἄνθρωπος, ὅπως λέγει ὁ Πασκάλ, ὁμοιάζει μὲ ἐρείπια ἀνακτόρων, ποὺ καὶ μετὰ τὴν καταστροφὴν ὅμως διατηροῦν γραμμὲς τοῦ παρελθόντος μεγαλείου, τὸ ὁποῖον εἶχαν πρὶν ἐρειπωθοῦν. Φαντασθῆτε πρὸς στιγμὴν τὴν Ἀκρόπολιν τῶν Ἀθηνῶν καταστρεφομένη ὑπὸ σεισμοῦ καὶ μεταβαλλομένην εἰς ἐρείπια, διὰ νὰ συλλάβετε μίαν ἀμυδρὰν ἰδέαν τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Ἐπάνω εἰς τὰ ἐρείπια τοῦ ψυχικοῦ του κόσμου ἐκάθησεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἔκλαιεν. Ἔκλαιεν ἐπὶ αἰῶνας καὶ χιλιετηρίδες, καὶ οἱ κραυγὲς καὶ οἱ ἀναστεναγμοὶ τοῦ πεσόντος ἀνθρώπου ἀκούονται δι᾽ ὅλων τῶν σελίδων τοῦ βιβλίου τῆς παγκοσμίου ἱστορίας. Διότι μέσα εἰς τὴν συνείδησίν του διετηρεῖτο ἡ ἰδέα τοῦ ἀρχαίου του μεγαλείου καὶ πρὸς τὴν ἰδέαν αὐτὴν συνέκρινε τὴν ἀθλίαν του κατάστασιν. Ἔβλεπε τὸ χάος, εἰς τὸ ὁποῖον κατέπεσε, καὶ ἐνεθυμεῖτο τὰ ὕψη.
* * *
Ὁ ἀρχαῖος ὄφις – τὸ κακό, παρ᾿ ὅλη τὴν ἕλξι καὶ γοητεία μὲ τὴν ὁποία ἐξαπάτησε τοὺς πρωτοπλάστους καὶ παρασύρει ἔκτοτε τοὺς ἀνθρώπους, κρύβει μέσα του φοβερὸ δηλητήριο ποὺ δὲν ἄφησε τίποτε ἀμόλυντο. Ὁ ἄνθρωπος φαρμακώθηκε ἀπ᾽ τὴ ῥίζα του, ψυχὴ καὶ σῶμα διεφθάρησαν. Τὸ δηλητήριο αὐτό, ποὺ ἡ ἁγία Γραφὴ τὸ ὀνομάζει ἁμαρτία, διαπότισε ὅλη τὴν ἀνθρώπινη ὑπόστασι· ὁ νοῦς σκοτίστηκε, ἡ καρδιὰ ψυχράνθηκε, ἡ θέλησι ἀτόνησε. Ἡ ἀνθρωπότης ψυχορραγοῦσε ὅπως ὁ διαβάτης τῆς παραβολῆς τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου ποὺ ἔπεσε στοὺς λῃστὰς κι αὐτοὶ «ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα» (Λουκ. 10,30). Λίγο ἀκόμη καὶ θὰ πέθαινε.
Γι᾽ αὐτὸ ἀπ᾽ ὅλα τὰ σημεῖα τῆς ὑφηλίου ἀκούγονταν κραυγὲς πόνου. Ἡ ἀνθρωπότης ἀπ᾽ τὸ κεφάλι ὡς τὰ πόδια εἶχε γίνει ἕνα ἕλκος. Ὅπου κι ἂν τὴν ἄγγιζες πονοῦσε καὶ φώναζε. Καὶ ποιός δὲν πονοῦσε καὶ δὲν φώναζε; Φώναζαν τὰ παιδιά, ποὺ τά ᾽ρριχναν στὸν Καιάδα. Φώναζαν οἱ παρθένες, ποὺ ἀτιμάζονταν μέσα στοὺς ναοὺς τῆς εἰδωλολατρίας προσφέροντας τὴν τιμή τους ὡς… λατρεία τῆς θεᾶς Ἀφροδίτης καὶ τῆς θεᾶς Ἀστάρτης. Φώναζαν τὰ ἑκατομμύρια δοῦλοι, ποὺ ἔσερναν τὶς ἁλυσίδες τῆς σκλαβιᾶς καὶ τοὺς κομμάτιαζαν οἱ μεγιστᾶνες γιὰ νὰ τρέφουν μὲ τὶς σάρκες τους τὰ ἰχθυοτροφεῖα τους. Φώναζαν οἱ λαοί, ποὺ εἶχαν χάσει τὴν ἐλευθερία τους κάτω ἀπ᾽ τὸ ζυγὸ τῆς Ῥώμης. Πρὸ παντὸς ὅμως φώναζαν οἱ ἁμαρτωλοί, οἱ ἔνοχοι γιὰ τὶς μύριες παραβάσεις τοῦ ἠθικοῦ νόμου· αὐτοί, ἀπὸ προσωπικὴ πεῖρα, εἶχαν πεισθῆ ὅτι τὸ ν᾽ ἀνατρέψουν ἕνα τυραννικὸ καθεστώς, ὅσο δύσκολο κι ἂν εἶνε, εἶνε παιχνίδι ἐν συγκρίσει μὲ τὸ ν᾽ ἀνατρέψῃ κανεὶς τὴν τυραννία τῶν παθῶν, ποὺ ἔχει θρονιαστῆ στὴν καρδιὰ τοῦ ἐνόχου. Ἐκεῖ, στὰ σκοτεινὰ ὑποσυνείδητα βάθη τῆς ψυχῆς, ζοῦν οἱ ἀόρατοι τύραννοι, τὰ πάθη, καὶ γιὰ νὰ λυτρωθῇ ἀπὸ τὴν τυραννία τους ἡ ψυχὴ φώναζε μαζὶ μὲ τὸν Παῦλο· «Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» (῾Ρωμ. 7,24).
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.