ΟΛΟΙ ΟΙ ΛΑΟΙ ΖΗΤΟΥΝ ΛΥΤΡΩΣΙ. ΟΙ ΦΩΝΕΣ ΤΩΝ ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΓΩΝΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ. Και ολοι μυστηριωδως στρεφονταν προς την Ανατολη. ΟΙ ΠΡΟΦΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΦΗΤΙΕΣ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΛΥΤΡΩΤΟΥ: α) ΣΩΚΡΑΤΗΣ
ΛΥΤΡΩΜΕΝΟΙ ἢ ΔΕΣΜΩΤΑΙ;
‘Απόσπασμα (β)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστινου Καντιωτου
ΠΟΝΟΣ ΚΑΙ ΠΟΘΟΣ
Ὅλοι καὶ ὅλα ζητοῦσαν λύτρωσι, καὶ οἱ φωνὲς ἔφταναν ως τὸν οὐρανό. Πόνος καὶ πόθος. Ἡ ἀνθρωπότης πονοῦσε βλέποντας τὰ ἄπειρα θύματα σὲ κάθε γωνιὰ τῆς γῆς, σὲ κάθε ἐκδήλωσι τῆς ζωῆς· ἀλλὰ καὶ ποθοῦσε νὰ βγῇ ἀπ᾽ τὸ λαβύρινθο, νὰ ζήσῃ λυτρωμένη ἀπὸ τοὺς φόβους ἐσωτερικῶν καὶ ἐξωτερικῶν τυραννιῶν.
Φωνὲς ἀκούγονταν ἀπὸ κάθε γωνιὰ τῆς οἰκουμένης· Ἔρχεται! ἔρχεται ὁ Δυνατός, ὁ Σοφός, ὁ Ἰατρός, ἔρχεται ὁ Λυτρωτής! Καὶ μυστηριωδῶς ὅλοι στρέφονταν πρὸς τὴν Ἀνατολή.
Ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη –ἐκτὸς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ– ἐκεῖνο ποὺ αἰσθανόταν περισσότερο τὴν ἀνάγκη μιᾶς ὑπερφυσικῆς ἐπεμβάσεως γιὰ νὰ σωθῇ ὁ κόσμος, ἦταν ἡ Ἑλλάς. Ἡ πατρίδα μας, ποὺ εἶχε ἀναδείξει τοὺς μεγαλυτέρους φιλοσόφους καὶ ποιητὰς κι ἀνέβηκε στὸν κολοφῶνα τῆς πνευματικῆς ἀναπτύξεως, διαισθάνθηκε ὅτι τὸ κακὸ ποὺ κατέτρωγε τὰ σπλάχνα τῆς ἀνθρωπότητος ἦταν τέτοιο ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ θεραπευθῇ μὲ ἀνθρώπινα μόνο μέσα, μὲ ἁπλὲς φιλοσοφικὲς συμβουλές. Αὐτές, ὅσο ὡραῖες κι ἂν εἶνε, μοιάζουν μὲ ἔμπλαστρα ποὺ προσωρινὰ ἀνακουφίζουν τὸν ἄρρωστο, ἐνῷ ἡ ῥίζα τοῦ κακοήθους ἀποστήματος μένει μέσα, κ᾽ ἐκεῖ δουλεύει καὶ ἀπειλεῖ νὰ μολύνῃ τὸ αἷμα καὶ νὰ ἐπιφέρῃ τὸ θάνατο.
Μὲ ἔμπλαστρα δὲν σῴζεται ὁ ἄρρωστος. Ὁ μεγάλος ἄρρωστος, ἡ ἀνθρωπότης, χρειαζόταν «φάρμακα ἡρωικά». Ποιός θὰ τὰ ἔδινε;
Ἡ Ἑλλὰς μὲ τὸ στόμα μεγάλων τέκνων της προφήτευσε, ὅτι θ᾽ ἀνατείλῃ μιὰ χαρμόσυνη ἡμέρα, ποὺ τὸ κακό, ὁ «Τυφών», θὰ συντριβῇ κάτω ἀπὸ τὴ δύναμι τοῦ Ἰσχυροῦ καὶ τότε θὰ σημειωθῇ νέα στροφὴ τῆς ἀνθρωπότητος.
Ἂς ἀναφέρουμε μερικὲς ἐκλάμψεις τοῦ προφητικοῦ πνεύματος τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, ἡ ὁποία νωρίς χαιρέτισε τὴ γέννησι τοῦ Λυτρωτοῦ· ἂς δοῦμε, σὲ δύο συνέχειες, ὡρισμένους προφῆτες τῆς Ἑλλάδος καὶ τὶς προφητεῖες τους.
Ο Σωκρατης (469-399 π.Χ.)
Ὁ Σωκράτης ἐθεωρεῖτο ὡς ὁ πάντων ἀνδρῶν σοφώτατος.
Στὸ τέλος τῆς ζωῆς του δικαζόταν στὴν Ἀθήνα. Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα ν᾿ ἀπολογηθῇ, δὲν κολάκευσε τοὺς δικαστάς του, δὲν ζήτησε τὸ ἔλεός τους· μίλησε μὲ τὴν ὠμὴ γλῶσσα τῆς ἀληθείας. Ἀπευθύνθηκε στοὺς Ἀθηναίους, ἀνασκόπησε τὴ ζωή του ἀνάμεσά τους, τὴν ἀποστολὴ ποὺ εἶχε νὰ διδάσκῃ κάθε συμπολίτη του τὸ γνωστὸ «Γνῶθι σαυτόν», καὶ προβλέποντας τὸ σκληρὸ τέλος του, εἶπε περίπου τὰ ἑξῆς.
«Ἀθηναῖοι! Ὑπῆρξα ὁ ἀφυπνιστὴς τῶν συνειδήσεών σας, ἡ βουκέντρα τῆς πόλεώς σας. Ὅπως ὁ γεωργὸς χρησιμοποιεῖ τὴ βουκέντρα γιὰ νὰ κινήσῃ τὰ νωθρὰ ζῷα στὴ δουλειά, ἔτσι κ᾽ ἐγὼ χρησιμοποίησα τὴ διδασκαλία γιὰ νὰ κινήσω τὴ νωθρὴ σκέψι σας σὲ ὑψηλὲς ἰδέες, ποὺ εἶνε τὰ κίνητρα γιὰ μεγάλες ἀποφάσεις τοῦ βίου. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀποστολή μου, ἡ ὁποία σὲ λίγο τελειώνει. Ἐσεῖς μὲν θ᾿ ἀπαλλαγῆτε ἀπὸ μένα τὸν Σωκράτη, ποὺ μὲ τοὺς ἐλέγχους μου σᾶς εἶχα γίνει τόσο ἐνοχλητικός· ἀλλὰ μετὰ τὸ θάνατό μου προβλέπω, ὅτι θὰ καλύψῃ τὴν πόλι σας βαθὺ πνευματικὸ σκοτάδι. Ἐσεῖς καὶ οἱ ἀπόγονοί σας θὰ κοιμᾶστε, ἕως ὅτου ὁ Θεὸς σᾶς λυπηθῇ καὶ στείλῃ κάποιον, ποὺ θὰ ἔχῃ τὴ δύναμι νὰ σᾶς ξυπνήσῃ καὶ νὰ σᾶς διδάξῃ ποιός εἶνε ὁ ἀληθινὸς προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου». Ἐπὶ λέξει· «Καθεύδοντες διατελοῖτε ἄν, εἰ μή τινα ἄλλον ὁ θεὸς ὑμῖν ἐπιπέμψειε κηδόμενος ὑμῶν» (Πλάτωνος, Ἀπολογία Σωκράτους 18[31α]).
Τὰ τελευταῖα αὐτὰ λόγια τοῦ Σωκράτους θεωρήθηκαν ἀνέκαθεν ὡς προφητικά, ἐκπληρώθηκαν δὲ πλήρως – πότε; ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὡς κῆρυξ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἔφθασε στὴν Ἀθήνα καὶ ἡ φωνή του ξύπνησε τοὺς προγόνους μας ἀπὸ τὴ βαθειὰ νύχτα τῆς εἰδωλολατρίας (βλ. Πράξ. 17,22). Προφητικὰ ὅμως πρέπει νὰ θεωρηθοῦν καὶ τὰ λόγια ἐκεῖνα ποὺ εἶχε πεῖ ὁ Σωκράτης σὲ κάποια ἄλλη περίπτωσι νωρίτερα.
Μιὰ μέρα ἕνας ἀπὸ τοὺς εὐφυέστερους καὶ ζωηρότερους μαθητάς του, ὁ Ἀλκιβιάδης, πήγαινε στὸ ναὸ νὰ προσφέρῃ θυσία. Συναντᾷ λοιπὸν τὸν Σωκράτη καὶ τὸν ἐρωτᾷ τί πρέπει νὰ ζητήσῃ ἀπὸ τοὺς θεούς. Τὸ ἐρώτημα εἶνε σοβαρὸ καὶ γύρω ἀπὸ αὐτὸ στρέφεται ἡ συζήτησι. Ἀκοῦστε σὲ παράφρασι τὸν διάλογο.
«Σωκράτης· Δὲν εἶμαι σὲ θέσι ν᾽ ἀπαντήσω στὸ ἐρώτημά σου. Ὑπερβαίνει τὶς δυνάμεις μου. Εἶνε ἀνάγκη νὰ περιμένουμε ἕως ὅτου μάθουμε καλά, ποιά πρέπει νὰ εἶνε ἡ ἁρμόζουσα στάσι μας ἀπέναντι σὲ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους.
Ἀλκιβιάδης· Νὰ περιμένουμε; Μὰ πότε θὰ ἔρθῃ ὁ καιρὸς αὐτός; Καὶ ποιός θὰ εἶνε ὁ ἐκπαιδευτὴς τῆς θείας αὐτῆς τέχνης; Ἐγὼ τοὐλάχιστον θὰ αἰσθανθῶ χαρὰ ἀνέκφραστη νὰ δῶ τὸν ἄνθρωπο αὐτὸν πῶς θὰ εἶνε.
Σωκράτης· Αὐτός, ὁ θεῖος ἐκπαιδευτής, δὲν ἀδιαφορεῖ γιὰ σένα. Ἀλλά, ὅπως λέει κάπου ὁ Ὅμηρος γιὰ ἕνα ἥρωά του, ὅτι δὲν θὰ μποροῦσε νὰ δῇ καὶ νὰ διακρίνῃ τὰ θεῖα καὶ τὰ ἀνθρώπινα ἐὰν μὲ θεϊκὴ ἐπέμβασι δὲν θ᾿ ἀφαιρεῖτο τὸ πυκνὸ σκοτάδι ἀπὸ τὰ μάτια του, ἔτσι κ᾽ ἐγὼ λέω γιὰ σένα ὅτι, γιὰ νὰ διακρίνῃς τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό, εἶνε ἀνάγκη νὰ ἀφαιρεθῇ ἀπὸ τὰ δικά σου μάτια τὸ σκοτάδι. Καὶ αὐτὸ θὰ εἶνε ἔργο τοῦ θείου ἐκπαιδευτοῦ.
Ἀλκιβιάδης· Ἂς μοῦ ἀφαιρέσῃ τὸ σκοτάδι, ἂς κάνῃ ὅ,τι ἄλλο θέλει σ᾽ ἐμένα – δὲν θὰ φέρω καμμιά ἀντίρρησι, ἀρκεῖ μὲ τὰ μέσα ποὺ θὰ μοῦ ὑποδείξῃ νὰ γίνω καλύτερος καὶ νὰ μπορέσω νὰ προσφέρω τὶς καλύτερες θυσίες στὸ θεό.
Σωκράτης· Μὴν ἀμφιβάλλεις καθόλου ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ποὺ θὰ κατέχῃ τὸ μυστικὸ τῆς προαγωγῆς μας σὲ ἀνώτερες σφαῖρες ζωῆς, θὰ ἐνδιαφερθῇ προσωπικὰ πολὺ γιὰ σένα.
Ἀλκιβιάδης· Ἀλλὰ τότε νομίζω ὅτι καὶ ἡ θυσία, ποὺ ἑτοιμάζομαι νὰ προσφέρω, καλὸ εἶνε νὰ ἀναβληθῇ μέχρι τὸν ἐρχομό του.
Σωκράτης· Συμφωνῶ.
Ἀλκιβιάδης· Μὲ ἐνθουσίασες, δάσκαλε. Ἐπειδὴ μὲ συμβούλευες σωστά, θὰ μοῦ ἐπιτρέψῃς νὰ σὲ στεφανώσω μὲ τὸ στεφάνι αὐτὸ ποὺ κρατῶ· ὡς πρὸς δὲ τὰ ἄλλα δῶρα ἐπιφυλάσσομαι νὰ τὰ προσφέρω θυσία ὅταν ἔρθῃ ἡ ἡμέρα ἐκείνη, ἐλπίζω δὲ ὅτι δὲν εἶνε μακριά».
Αὐτὸς ὁ διάλογος βρίσκει τὴν ἐκπλήρωσί του στὸ Εὐαγγέλιο (κατὰ Λουκᾶν κεφ. 11ο). Μετὰ τέσσερις αἰῶνες στὸ ἐρώτημα τοῦ Ἀλκιβιάδου δόθηκε ἡ ἀπάντησι. Ὅταν οἱ μαθηταὶ εἶπαν «Κύριε, δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι» (Λουκ. 11,1), ὁ Κύριος ἄνοιξε τὰ πανάχραντα χείλη του καὶ δίδαξε τὴν ἀνθρωπότητα τί πρέπει νὰ ζητῇ ὅταν κλίνῃ γόνυ ἐμπρὸς στὸν οὐράνιο Πατέρα.
Θὰ συνεχίσουμε ὅμως σὺν Θεῷ αὔριο.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.