Φιδι που μαστιζει την κοινωνια τις ημερες αυτες και ιδιως τη νυχτα της πρωτοχρονιας, ειναι η χαρτοπαιξια. Αν θελετε με το νεο ετος να εχετε την ευλογια του Θεου, χαρτια μη πιασετε στα χερια σας. ΕΙΝΑΙ ΟΛΕΘΡΙΑ Τ᾽ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΑΡΤΟΠΑΙΞΙΑΣ
Τελευταία Κυριακὴ τοῦ ἔτους
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὺγουστίνου Καντιώτου
ΤΑ ΟΛΕΘΡΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΑΡΤΟΠΑΙΞΙΑΣ
ΥΠΑΡΧΕΙ, ἀγαπητοί μου, μιὰ κοινωνικὴ πληγή, ποὺ μοιάζει μὲ φοβερὸ φίδι. Τὸ φίδι αὐτὸ ὅλο τὸ χρόνο λουφάζει. Τώρα στὶς ἑορτὲς βγαίνει. Ποιό εἶνε τὸ φίδι; Ἂς γελᾷς ἐσὺ ποὺ μ᾿ ἀκοῦς, ὅποιος καὶ νά ᾿σαι. Ἐγὼ θὰ σοῦ πῶ τὴν ἀλήθεια, καὶ ἀδιαφορῶ τί θὰ πῇς ἐσύ. Τὸ φίδι, λοιπόν, ποὺ μαστίζει τὴν κοινωνία τὶς ἡμέρες αὐτὲς καὶ ἰδίως τὴ νύχτα τῆς πρωτοχρονιᾶς, εἶνε ἡ χαρτοπαιξία. Μεγάλο φίδι…
―Δὲ᾿ μ᾿ ἀφήνεις ἥσυχο νὰ παίξω γιὰ τὸ καλὸ τοῦ χρόνου; σοῦ λέει ὁ ἄλλος.
«Γιὰ τὸ καλὸ τοῦ χρόνου»; Μὰ δὲ᾿ φέρνει κανένα καλὸ ἡ χαρτοπαιξία. Δὲν εἶνε ἀθῷο παιχνιδάκι. Εἶνε παιχνίδι δαιμονικό. Εἶνε σατανᾶς ὁλόκληρος μὲ ἑκατὸν πενήντα κέρατα.
* * *
1. Παίζεις χαρτιά; Πρῶτα – πρῶτα χάνεις τὸ χρόνο σου. Ἤξερα ἕνα παιδὶ ποὺ ἦρθε πρῶτος στὸ πανεπιστήμιο στὴν Ἀθήνα. Τὸν πρῶτο χρόνο πήγαινε καλά, ἔπαιρνε καὶ ὑποτροφία. Τὸ δεύτερο χρόνο ἔμπλεξε μὲ παρέες καὶ τὸν μάθανε νὰ χαρτοπαίζῃ. Ἔ, μέχρι σήμερα δίπλωμα δὲν πῆρε. Ἀντὶ νὰ ξενυχτᾷ στὰ γράμματα, ξενυχτοῦσε στὸ χαρτοπαίγνιο. Ἔτσι καταστράφηκε. Οἱ χαρτοπαῖκτες χάνουν τὸ χρόνο τους. Νὰ χτυπήσῃ ἡ Ἐκκλησία τὴν καμπάνα καὶ νὰ καλέσῃ σὲ ἀγρυπνία, δὲν ἔρχονται. Ὅταν ὅμως ὁ σατανᾶς καλῇ γιὰ χαρτοπαίγνιο, κάθονται ἐκεῖ μέχρι τὶς πρωϊνὲς ὧρες χάνοντας τὸ χρόνο τους.
2. Παίζεις χαρτιά; Χάνεις κάτι ἀκόμα ἀνώτερο· χάνεις τὴν εἰρήνη τῆς ψυχῆς σου. Γιατί; Γιατὶ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ θὰ πιάσῃς τὸ χαρτὶ στὰ χέρια, ἔρχεται ἕνας σκορπιὸς καὶ σὲ τσιμπάει· ―Ἂχ θὰ κερδίσω;… Καὶ ὁ ἄνθρωπος μπαίνει σὲ μιὰ διαρκῆ ἀγωνία. Κι ὅπως λένε οἱ γιατροί, οἱ χαρτοπαῖκτες εἶνε νευρικοί, καὶ οἱ περισσότεροι πεθαίνουν καρδιακοί.
3. Παίζεις χαρτιά; Παραβαίνεις ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ποιά ἐντολή; Τὸ «Οὐ κλέψεις» (Ἔξ. 20,14), δὲν ἐπιτρέπεται νὰ κλέψῃς. ―Μπᾶ;
θὰ πῇς. Μάλιστα. Δὲν εἶνε κλέφτες καὶ λῃσταὶ μόνο αὐτοὶ ποὺ γυρίζουν στὰ βουνὰ ἢ μ᾿ ἕνα πιστόλι μπαίνουν στὶς τράπεζες καὶ γδύνουν τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ ταμεῖα. Γκάγκστερ καὶ λῃσταὶ εἶνε καὶ οἱ χαρτοπαῖκτες. «Ἔλα ἀπόψε νὰ περάσουμε μιὰ ὡραία βραδιά· θὰ ἔχουμε ζεστασιά, γλυκά, πιοτό, τὸ ἕνα τὸ ἄλλο…». Αὐτὰ εἶνε τὰ δολώματα. Ὅπως τὸ ποντικάκι μὲ τὸ τυρὶ μπαίνει στὴ φάκα, ἔτσι κ᾿ ἐδῶ. Ὁ πιὸ καπάτσος, μὲ μαεστρία, κλέβει ἢ ἀλλάζει τὰ χαρτιά, καὶ στὸ τέλος μαδᾶνε τὸν ἀφελῆ, σὰν κοττόπουλο ποὺ τοῦ βγάζουν ὅλα τὰ φτερά. Βγαίνει πιὰ τὶς πρωϊνὲς ὧρες ζαλισμένος, στενοχωρημένος, χωρὶς λεπτὰ καὶ σπίτι. Οἱ ἐπιτήδειοι στὰ τυχερὰ παιχνίδια εἶνε κλέφτες καὶ λῃσταί. Δὲν τὸ λέω ἐγώ· τὸ λέει ὁ μεγάλος φιλόσοφος Ἀριστοτέλης. Τώρα ἐσὺ τί λές, ὅτι τὸ χαρτοπαίγνιο εἶνε ἀθῷο;
4. Παίζεις χαρτιά; Καταστρέφεις τὸ σπίτι σου. Ὅταν ἤμουν στὰ Γιάννενα, μιὰ μέρα μοῦ λένε· «Ἔλα, πάτερ μου, νὰ δῇς τὰ χάλια μας». Πάω σ᾿ ἕνα σπίτι ἐκεῖ κοντὰ στὴ λίμνη. Μπῆκα μέσα, τί νὰ δῶ; Ρημαγμένο τὸ σπίτι. Δὲν εἶχαν καρέκλα νὰ καθήσουν. Γυμνὴ ἡ γυναίκα, τὰ παιδιὰ πεινασμένα, ἐλεεινά. Οὔτε κάρβουνο γιὰ τὴ φωτιά, οὔτε τίποτα. Ποῦ εἶνε ὁ ἄντρας; ρωτῶ, δουλεύει; «Ἄχ, πάτερ μου, μόλις βασιλέψῃ ὁ ἥλιος καὶ μέχρι τὶς πρωϊνὲς ὧρες πάει στὰ χαρτιά. Κι ὅ,τι κερδίζει τὰ παίζει, καὶ μᾶς ἀφήνει νηστικοὺς καὶ γδυτούς…».
5. Ἀλλὰ κ᾿ ἕνα ἄλλο κακό. Παίζεις χαρτιά; Μυστήριο πρᾶγμα· αὐτὸς ποὺ χαρτοπαίζει εἶνε γεμᾶτος προλήψεις καὶ δεισιδαιμονίες. Μοῦ ᾿λεγε ἕνας καλὸς παπᾶς· Δὲν ξέρω πῶς μπῆκα σ᾿ ἕνα σπίτι καὶ εἶδα νὰ στρώνουνε τὴν πράσινη τσόχα. Στάθηκα νὰ δῶ τί κάνουνε. Μόλις ὅμως βρέθηκα πάνω ἀπ᾿ τὸ κεφάλι ἑνός, μ᾿ ἔδιωξε· «Φῦγε ἀπὸ μένα, παπᾶ!». Διώχνανε τὸν παπᾶ, γιατὶ θεωροῦσαν ὅτι θὰ τοὺς φέρῃ γρουσουζιά. Ἀντιθέτως, γιὰ νά ᾿χουν γούρι ὅπως λένε, παίρνουν κοντά τους διεφθαρμένα γύναια. Αὐτὸ εἶνε πρόληψις. Ὁ παπᾶς θὰ τοὺς κάνῃ κακό· ἂν βροῦν καμμιὰ πόρνη, τὴν παίρνουν κοντά τους, νά ᾿νε πάνω ἀπ᾿ τὸ κεφάλι τους… Ἂς εἶνε ἐπιστήμονες μὲ διπλώματα, ἂς κάνουν τὸν ἔξυπνο. Τοὺς ἔχει πιάσει γιὰ καλὰ ὁ διάβολος καὶ τοὺς ξευτελίζει.
6. Ὁ χαρτοπαίκτης ὅμως ἐκτὸς ἀπὸ δεισιδαίμων γίνεται καὶ ἀλκοολικός. Γιατὶ τόσες ὧρες ἐκεῖ, τὰ νεῦρα κουράζονται καὶ θέλουν ἐνίσχυσι. Γι᾿ αὐτὸ κατεβάζουν συνεχῶς οἰνοπνευματώδη ποτά. Ἔτσι οἱ περισσότεροι χαρτοπαῖκτες γίνονται ἀλκοολικοί.
7. Ὁ χαρτοπαίκτης ἀκόμα, κοντὰ στὰ ἄλλα, γίνεται βλάστημος. Ὦ Θεέ μου, ἄλλο κι αὐτὸ τὸ ἁμάρτημα! Ὅταν χάνῃ, ἀντὶ νὰ χτυπᾷ τὸ κεφάλι του, τί κάνει; Βλαστημᾷ τὸ Θεό, τὴν Παναγία, τοὺς ἁγίους, τὰ πάντα. Οἱ μεγαλύτερες βλαστήμιες ἀκούγονται στὰ χαρτοπαίγνια.
8. Καὶ τὸ τέλος ποιό εἶνε; Ἐμένα ρωτᾶτε; Οἱ χαρτοπαῖκτες συνήθως δὲν κερδίζουν τὰ χρήματα δουλεύοντας μὲ τὸ φτυάρι καὶ τὸν κασμᾶ· στὴν πλάτη τοὺς τὰ κολλᾶνε. Στὸ τέλος ὅμως πεθαίνουν πολλὲς φορές, ἀφοῦ τὰ ξεράσουν ὅλα. Ἔτσι κάνει ὁ διάβολος· στὰ δίνει στὴν ἀρχή, καὶ μετὰ στὸ τέλος τὰ παίρνει ὅλα. Ἂν ἐξετάσετε, θὰ δῆτε, ὅτι διάσημοι παῖκτες τῶν καζίνων δὲν εἶχαν καλὸ τέλος. Τὸ τέλος τους ποιό ἦταν; Ἡ ἀγχόνη· αὐτοκτόνησαν. Ἑκατὸ μεγάλοι χαρτοπαῖκται ἔχουν αὐτοκτονήσει. Ἐκεῖ καταλήγει τὸ κακὸ αὐτό.
* * *
Ἂς προσθέσουμε σ᾿ αὐτά, ὅτι καὶ ἱστορικῶς ἀποδεικνύεται ὁ ὄλεθρος τῆς χαρτοπαιξίας. Θά ᾿χετε ἀκούσει γιὰ τὴ Ῥωμαϊκὴ αὐτοκρατορία. Οἱ στρατιῶτες τῆς Ῥώμης ξαπλώσανε σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο καὶ κατέκτησαν ὅλα τὰ βασίλεια. Στὴν ἀρχὴ οἱ Ῥωμαῖοι ἦταν πειθαρχημένοι καὶ δίκαιοι. Στὸ τέλος ὅμως, ὅταν μαζέψανε λεπτά, γύρισαν στὴ Ῥώμη, κ᾿ ἐκεῖ τὸ ῥίξανε ἔξω· διασκεδάσεις, πιοτό, γυναῖκες, καὶ χαρτοπαίγνιο. Ὅλη ἡ Ῥώμη χαρτόπαιζε! Πρῶτα χαρτιὰ καὶ ζάρια δὲν ξέρανε. Μετὰ ξέρετε ποῦ φθάσανε; Βάζανε στὴν πλάτη τὰ χρηματοκιβώτια, καὶ πηγαίνανε στὰ χαρτοπαικτικὰ κέντρα, καὶ παίζανε ἀπὸ ἀνατολῆς μέχρι δύσεως τοῦ ἡλίου. Παίζανε λεπτὰ καὶ περιουσίες, παίζανε τὰ ἀξιώματά τους, παίζανε ―ποῦ καταντᾷ ὁ ἄνθρωπος!― ἀκόμα καὶ τὰ ροῦχα τους. Παίζανε τὰ πάντα, καὶ τελευταῖα τί παίζανε; Τὴν τιμή τους! Παίζανε ἀκόμα καὶ τὴ γυναῖκα τους! Τέτοια διαφθορά, ὅπως βεβαιώνει ὁ ἱστορικὸς Τάκιτος.
Γι᾿ αὐτὸ ὁ Δάντης, μεγάλος ποιητής, σ᾿ ἕνα ποίημα γιὰ τὴν κόλασι, ἐκεῖ σὲ κάποιο κύκλο τῆς κολάσεως ἔβαλε καὶ τοὺς χαρτοπαῖκτες. Βλέπεις, λέει, τὰ σπίτια αὐτὰ ποὺ γίνεται τὸ χαρτοπαίγνιο; (σήμερα θὰ ἔλεγε τὶς λέσχες καὶ τὰ καζῖνο)· ἔχουν δυὸ πόρτες· μία εἰσόδου καὶ μία ἐξόδου. Στὴν είσοδο γράφει ἐλπίδα, καὶ στὴν ἔξοδο ὄλεθρος, καταστροφή.
Καὶ τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ κακοῦ. Ποῦ βλέπουμε τοὺς χαρτοπαῖκτες; Στὸ Γολγοθᾶ τὴ Μεγάλη Παρασκευή! Ὁ Χριστὸς ἀγωνιοῦσε πάνω στὸ σταυρό, σταγόνα – σταγόνα ἔπεφτε τὸ αἷμα του, καὶ κάτω οἱ Ῥωμαῖοι στρατιῶτες ῥίχνανε τὰ ζάρια καὶ παίζανε. «Διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον» (Ψαλμ. 21,19· Ἰωάν. 19, 24). Τέτοιο κακὸ εἶνε τὰ τυχερὰ παιχνίδια.
Ὅποιος δὲν πείθεται ἀπὸ αὐτά, ἂς διαβάσῃ καὶ τὸ Πηδάλιο. Τί θὰ πῇ Πηδάλιο; Εἶνε οἱ κανόνες τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Τί λένε οἱ κανόνες; Ὁ 42 (ΜΒ΄) καὶ ὁ 43 (ΜΓ΄) ἀποστολικὸς κανόνας καὶ ὁ 50 (Ν΄) τῆς Ἕκτης (ΣΤ΄) Οἰκουμενικῆς Συνόδου λένε, ὅτι ὅποιος δεσπότης ἢ παπᾶς ἢ διᾶκος παίζει ζάρια (καί, κοντὰ στὰ ζάρια, χαρτιά), αὐτός, λέει, ἢ θὰ σταματήσῃ τὰ παιχνίδια αὐτὰ ἢ θὰ καθαιρεθῇ· καὶ ὅποιος ἀναγνώστης ἢ ψάλτης ἢ λαϊκός, ἄντρας ἢ γυναίκα, κάνει τὸ ιδιο, ἢ θὰ σταματήσῃ ἢ θὰ ἀφορισθῇ. Αὐτὰ λένε οἱ ἱεροὶ κανόνες.
* * *
Ἐπιστημονικῶς, ψυχολογικῶς, ἱστορικῶς σᾶς ἀνέπτυξα τί εἶνε τὸ χαρτοπαίγνιο.
Γι᾿ αὐτό, ἀγαπητοί μου, προτρέπω ὅλο τὸν εὐσεβῆ λαό. Ἂν θέλετε μὲ τὸ νέο ἔτος νὰ ἔχετε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, χαρτιὰ μὴν πιάσετε! Πηγαῖντε στὰ σπίτια σας, βάλτε φωτιὰ καὶ κάψτε τὰ χαρτιά. Μὴν πιάσετε χαρτιὰ οὔτε σεῖς οὔτε οἱ δικοί σας, κανείς ἀπολύτως. Κηρύξτε πόλεμο ἐναντίον τῆς χαρτοπαιξίας.
Καὶ κανείς μὴν ἐμπαίξῃ τὰ λόγια αὐτά. Ὅπως ἀκούσατε, οἱ καταπατηταὶ τῶν ἱερῶν κανόνων ὑπόκεινται σὲ ἀφορισμό. Δὲν ἐπιτρέπεται χαρτοπαίκτης νὰ κοινωνῇ τὰ ἄχραντα μυστήρια! Σᾶς παρακαλῶ ὅλους, ἄντρες-γυναῖκες, νὰ διαφωτίσετε τοὺς γνωστούς σας.
Ἂς μᾶς κυβερνήσῃ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Βοηθῆστε κ᾿ ἐσεῖς, ὥστε οἱ γιορτὲς νὰ περάσουν χωρὶς χαρτιά, γιὰ νά ᾿χουμε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
Μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ μ᾿ ἀκούσετε σᾶς εὐλογῶ ἐν ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς αἰῶνας αἰώνων. Ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.