Αυγουστίνος Καντιώτης



Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΣ 2. Ο ΜΑΚΑΒΡΙΟΣ ΧΟΡΟΣ – «Ποια η ζωη υμων; ατμις γαρ εσται η προς ολιγον φαινομενη, επειτα δε και αφανιζομενη» (Ιακ. 4,14)

Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΣ

Ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου. Φλώρινα 1.1.1975

———-

——–

Νέο πολιτικὸ ἔτος – Πρωτοχρονιὰ
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Ὁ μακάβριος χορὸς

«Ποία ἡ ζωὴ ὑμῶν; ἀτμὶς γὰρ ἔσται ἡ πρὸς ὀλίγον φαινομένη, ἔπειτα δὲ καὶ ἀφανιζομένη» (Ἰακ. 4,14)

Ενα ἀκόμη ἔτος πέρασε, ἀγαπητοί μου. Μὲ τὴν ἀνατολὴ τοῦ νέου ἔτους ἂς κάνουμε λί­γες σκέψεις πάνω στὸ μεγάλο θέμα τοῦ χρόνου.

* * *

Τί εἶνε ἕνα ἔτος ἐν συγκρίσει μὲ τὴν αἰωνι­ότητα; Μία σταγόνα ἐμπρὸς στὸν ὠκεανὸ τοῦ χρόνου. Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι ἕνα μυστηριῶ­δες πουλί, στὸ τέλος κάθε ἔτους πετάει πάνω ἀπ᾿ τὸν ὠκεανὸ καὶ παίρνει μὲ τὸ ῥάμφος του μία σταγόνα. Μπορεῖτε νὰ φαντασθῆτε πό­σα δισ­εκατομμύρια καὶ τρισεκατομμύρια χρόνια θὰ περάσουν μέχρις ὅτου τὸ πουλὶ πά­ρῃ καὶ τὴν τελευταία σταγόνα τοῦ ὠκεανοῦ; Κι ὁ μεγαλύ­τερος μαθηματικὸς θὰ καταληφθῇ ἀπὸ ἴλιγγο.
Ἀπέραντος καὶ ἀσύλληπτος εἶνε καὶ ὁ ἄλ­λος ἐκεῖνος ὠκεανὸς ποὺ λέγεται αἰωνιότης. Πότε ἄρχισε ὁ χρόνος; Πόσα χρόνια πέρασαν μέχρι τώρα; Πόσα θὰ περάσουν μέχρι νὰ λή­ξῃ ὁ κόσμος, ποὺ μὲ τὴ δημιουργία του συνδέ­εται ὁ χρόνος; Σταγόνα στὸν ὠκεανὸ εἶνε τὸ ἕ­να ἔτος. Τί εἶνε ἡ ζωή μας μπροστὰ στὴν αἰω­νιότητα; Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, σὲ ἐ­πικήδεια ὁμιλία του στὸν Καισάριο, ὡς ἑξῆς περιγράφει τὴ ματαιότητα τῆς ζωῆς.
«Τέτοια εἶνε, ἀδελφοί, ἡ πρόσκαιρη ζωή μας. Τέτοιο τὸ παιχνίδι ποὺ παίζεται πάνω στὴ γῆ· ἐνῷ δὲν ὑπάρχουμε νὰ γενηθοῦμε, κι ἀφοῦ γεν­­νηθοῦμε νὰ πεθάνουμε. Ὄνειρο εἴμαστε ποὺ δὲν παραμένει, φάντασμα ποὺ δὲ μπορεῖς νὰ τὸ πιά­σῃς, πέταγμα πουλιοῦ περαστικοῦ, πλοῖο ποὺ δὲν ἀφήνει ἴχνη στὴ θάλασσα, σκόνη, ἀ­τμός, πρωινὴ δροσιά, λουλούδι ποὺ ἀν­θί­ζει στὸν καιρό του καὶ στὸν καιρό του μαραί­νεται. Καλὰ φιλοσόφησε γιὰ τὴν ἀσθένειά μας ὁ θεῖος Δαυ­ΐδ· “Οἱ ἡμέρες τῆς ζωῆς τοῦ ἀν­θρώπου εἶνε σὰν τὸ χορτάρι· σὰν λουλούδι τοῦ ἀ­γροῦ, ἔτσι θὰ πέσῃ”».
Ἂς φέρουμε καὶ μιὰ εἰκόνα ποὺ χρησιμοποιεῖ ἡ ἁγία Γραφή. «Ἀτμὶς ἔσται ἡ ζωὴ ὑμῶν ἡ πρὸς ὀλίγον φαινομένη, ἔπειτα δὲ καὶ ἀφανιζομένη», ὅπως λέει ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος στὴ θε­όπνευστη Ἐπιστολή του (Ἰακ. 4,14). Ἡ ζωή μας, λέει, ὡς πρὸς τὴ διάρκειά της μοιάζει μὲ λεπτὸ ἀτμό, ποὺ βγαίνει ἀπὸ ἕνα καζάνι κα­θὼς τὸ νερό του βράζει καὶ ἐξατμίζεται. Παρα­τηρήσατε ποτὲ τὸν ἀτμό; Τὸν βλέπουμε γιὰ λίγο ν᾿ ἀνεβαίνῃ κ᾿ ἔπειτα νὰ ἐξαφανίζεται.
Ἀλλ᾿ ἐνῷ αὐτὴ εἶνε ἡ πραγματικότητα, οἱ ἄν­­θρωποι, ἀπορροφημένοι συνήθως ἀπὸ μέριμνες, ζοῦν σὰν νὰ εἶνε αἰώνιοι πάνω στὴ γῆ. Δὲν σκέπτονται τὸ τέλος τους. Κι ἂν κανεὶς τοὺς τὸ θυμίσῃ, τρομάζουν καὶ… χτυποῦν ξύλο!
Ὁ φόβος τοῦ θανάτου κάνει νὰ διώχνουν ἀπ᾽ τὴ σκέψι τὴν ἰδέα του. Ἂν τὸν σκέπτονταν σοβαρά, διαφορετικὴ θὰ ἦταν ἡ συμπεριφορά τους. Ὅπως λέει ἀρχαῖος σοφὸς πρόγονός μας, «μνήμη θανάτου ὅρος φιλοσοφίας». Ἡ δὲ Σοφία Σειρὰχ ἀκό­μη πιὸ ζωηρὰ καὶ πιὸ συγκεκρι­μένα προτρέπει·

«Ἐν πᾶσι τοῖς λόγοις σου μιμνήσκου τὰ ἔ­σχατά σου, καὶ εἰς τὸν αἰῶνα οὐχ ἁμαρτήσεις» (Σ. Σειρ. 7,36), δηλαδή· Ἄνθρωπε, νὰ θυ­μᾶσαι πάντοτε τὸ θάνατο, καὶ ἡ σκέψι τοῦ θανάτου θὰ σὲ συγκρατῇ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Καὶ ἕ­νας ἀρχαῖος φιλόσοφος παρουσιάζει σὲ ἔργο του κάποιον νὰ περιοδεύῃ ὅλη τὴ γῆ, νὰ ἐπισκέ­πτεται ἀ­νά­­κτορα καὶ καλύβες, ν᾿ ἀκούῃ ποικίλες συζη­τήσεις, μὰ γιὰ τὸ θάνατο τίποτε. Καὶ τελειώνει· «Οἷά ἐστι τὰ τῶν κακοδαιμόνων ἀν­­θρώπων πράγματα· βασιλεῖς, πλίνθοι χρυσαῖ, ἑ­κα­τόμβαι, μάχαι. Χάρωνος δὲ οὐδὲ εἷς λόγος». Δηλαδή· «Νά ποιά εἶνε τὰ ἐνδιαφέρον­τα, γιὰ τὰ ὁποῖα νοιάζονται καὶ συζητοῦν οἱ ταλαί­πωροι οἱ ἄνθρωποι· βασίλεια, χρυσὲς πλάκες, ἑκα­τόμβες, πόλεμοι. Μὰ γιὰ τὸ Χάρο οὔτε λέξι».
Θεωρεῖται τόσο δυσάρεστος ὁ θάνατος, ὥσ­­τε καὶ σὰν λέξι ἀκόμη ἐνοχλεῖ. Δὲν ἀποκλείε­ται νὰ βρεθοῦν καὶ ἀκροαταί, ποὺ δὲν θέλουν ν᾽ ἀκοῦνε τέτοια κηρύγματα, τώρα μάλι­στα ποὺ ὅλοι εὔχονται «χρόνια πολλά». Ἀλλ᾿ ἔτσι ἀντιμετωπίζεται ὁ θάνατος;
Ἂς ῥίξουμε μιὰ ματιὰ στὸ χρόνο ποὺ πέρασε. Πόσοι ἀπὸ ᾿κείνους, ποὺ πέρυσι τέτοια μέρα εὔχονταν «χρόνια πολλά», σήμερα ἀπου­σιάζουν ἀπ᾽ τὸ πρωτοχρονιάτικο τραπέζι! Δὲν ζοῦν, καὶ ἡ ἀπουσία τους προκαλεῖ πόνο σὲ συγγενεῖς καὶ φίλους. Τὸ ληξι­αρχεῖο μᾶς πληροφορεῖ, ὅτι τὸ ποσοστὸ τῶν θανάτων εἶνε ἕ­νας στοὺς ἑκατὸ κατοίκους! Ἐὰν μ᾿ αὐτὴ τὴ βάσι ὑπολογίσουμε τὸν ἀριθμὸ ὅσων πέθαναν σ᾿ ὅλη τὴ γῆ, πόσα ἑκατομμύρια ἄνθρωποι ἀνα­χώρησαν γιὰ τὴν αἰωνιότητα τὸ ἔτος αὐτό!…
Ἦταν ὅλοι γέροι; Ὄχι δυστυχῶς. Ὁ χάρος, ὅπως τὸν παριστάνει ἡ λαϊκὴ παράδοσι, εἶνε τυφλὸς καὶ κουφός. Τυφλός, γιὰ νὰ μὴ διακρί­νῃ γέρο ἀπὸ παιδί, φτωχὸ ἀπὸ πλούσιο, ἀ­γράμματο ἀπὸ ἐπιστήμονα. Κουφός, γιὰ νὰ μὴν ἀκούῃ τὶς σπαρακτικὲς φωνὲς τῶν φίλων καὶ τῶν συγγενῶν. Πέρα ὅμως ἀπὸ τὶς διάφορες λαϊκὲς παραδόσεις γιὰ τὸ χάρο, ὑπάρχει ἡ χριστιανικὴ ἀλήθεια, ποὺ διδάσκει ὅτι ἡ δι­άρκεια τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἡ γέννησι καὶ ὁ θάνατος, δὲν εἶνε τυχαῖα γεγονότα· εἶνε ἀν­τικείμενο τῆς φροντίδος τοῦ παναγάθου πανσόφου καὶ παντοδυνάμου Θεοῦ. Τὸ διεκήρυξε ὁ Χριστὸς λέγοντας «Καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς ὑμῶν πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί» (Ματθ. 10,30). Ἑπομένως ἡ διάρκεια τῆς ζωῆς τοῦ καθενὸς εἶνε ἀπ᾽ τὸ Θεὸ καθωρισμένη, ἐκτὸς ἂν ὁ ἴ­διος ὁ ἄνθρωπος ἀνατρέπῃ τοὺς ὅρους μι­ᾶς εὐτυχισμένης φυσικῆς ζωῆς.
Οἱ στατιστικὲς μᾶς πληροφοροῦν, ὅτι ὁ ἀ­ριθμὸς τῶν νηπίων, παιδιῶν καὶ νέων ποὺ πεθαίνουν εἶνε μεγαλύτερος ἀπὸ τῶν γερόν­των. Ὁ θάνατος μοιάζει μὲ σφοδρὴ καταιγίδα, ποὺ πάνω στὴν ὁρμή της σπάζει πολλὰ τρυφερὰ κλαδιὰ καὶ ξερριζώνει πολλὰ δενδρύλλια, ἀλ­λὰ παλιὰ καὶ γέρικα δέντρα λίγα ξερριζώνει. Γι᾿ αὐτὸ κανείς, ὅσο νέος καὶ ὑγιὴς κι ἂν εἶ­νε, μὴ νομίζῃ πὼς ὁ θάνατος γι᾿ αὐτὸν εἶνε μακριά. Ἐνῷ δὲν τὸν περιμένεις, ἔρχεται ξα­φνικὰ καὶ κόβει τὸ νῆμα πάνω στὸ ἄνθος τῆς ζωῆς.
Στὶς μέρες μας μάλιστα οἱ περιπτώσεις θανάτου νεαρῶν ἀτόμων εἶνε πε­ρισσότερες λό­γῳ τοῦ τεχνικοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς μανίας τῶν νέων νὰ τρέχουν δαιμονιωδῶς μὲ μηχανάκια καὶ αὐ­τοκίνητα. Συχνὰ βγαίνουν ἀπ᾽ τὰ νυχτερινὰ κέντρα μεθυσμένοι, ὁδηγών­τας συγκρού­ον­ται καὶ τερματίζουν ἄδοξα τὴ ζωή τους. Ὁ τεχνικὸς πολιτισμός, γιὰ τὸν ὁ­ποῖο καυχώμαστε, ἀντὶ νὰ ἐλαττώσῃ αὔξησε τοὺς θανάτους.
Ἡ δὲ πιὸ μεγάλη ἀγωνία, ποὺ γίνεται ἄγχος καὶ πιέζει ὅλους, εἶνε ὅτι ὁ τεχνικὸς πολιτισμὸς κατα­σκεύασε τὶς ἀτομικὲς βόμβες, ποὺ ἂν —μὴ γέ­νοιτο!— ἐκραγῇ πυρηνικὸς πόλεμος θὰ κατα­στρέψουν πόλεις καὶ θ᾽ ἀφανίσουν, ὅπως λέει ἡ Ἀποκάλυψις (8,7-12), τὸ ἕνα τρίτο τοῦ πληθυσμοῦ. Νά ὁ θάνατος στὴν πιὸ τραγικὴ μορφή του, θάνατος ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ μανία αὐτοκαταστροφῆς τοῦ ἀνθρώπου.
* * *
Ὁ θάνατος, ἀγαπητοί μου, ἐνεδρεύει παν­τοῦ. Μὴν τρομάξετε ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ θὰ ποῦμε. Γιὰ πόσους καὶ γιὰ πόσες ὁ νέος χρόνος, ποὺ τὸν χαιρετίζουμε αἰσιόδοξα, θὰ εἶνε ὁ τελευταῖος χρόνος τῆς ζωῆς τους; Μήπως ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς εἴμαστε κ᾿ ἐμεῖς; «Ἀτμὶς ἔσται ἡ ζωὴ ὑμῶν ἡ πρὸς ὀλίγον φαινομένη, ἔπειτα δὲ καὶ ἀφανιζομένη»! Ἕνας διάσημος ζωγράφος, σὲ μιὰ τοιχογραφία παριστάνει ὡς ἑξῆς τὴ ματαιότητα τῆς ἐπίγειας ζωῆς.
«Νέοι καὶ νέες, γέροι καὶ γριές, σὲ μιὰ εὐ­ρύ­χωρη αἴθουσα στροβιλίζονται σ᾿ ἕνα μανιώδη χορό. Ἡ αἴθουσα ἔχει πολλὲς πόρτες, ἀπ᾿ τὶς ὁποῖες συνωθεῖται πλῆθος πολύ, περιμένον­τας σειρὰ γιὰ νὰ λάβῃ μέρος στὸ χορό. Σὲ μιὰ ἄκρη τῆς αἰθούσης σαρκαστικὰ ἐνεδρεύει ὁ θά­νατος καὶ παρακολουθεῖ. Κάθε στιγμὴ ἀνοίγει μιὰ καταπακτὴ κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τῶν χορευ­τῶν καὶ ἕνας – ἕνας ἐξαφανίζονται. Οἱ ὑπόλοι­ποι ῥίχνουν μιὰ στιγμὴ ἕνα βλέμμα μελαγχολι­κὸ σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἀπορροφᾷ ἡ καταπακτή, καὶ …ἐξακολουθοῦν τὸ χορό. Μερικοὶ κλείνουν τὰ μάτια, νὰ μὴ δοῦν τὸ ἄνοιγμα τῆς μυστηρι­ώδους καταπακτῆς. Κι αὐτὴ διαρκῶς ἀνοιγο­κλείνει, καὶ οἱ χορευταὶ μὲ παθολογικὴ ἀπάθεια βλέπουν τὸ ἔδαφος νὰ φεύγῃ κάτω ἀπ᾽ τὰ πόδια τους, καὶ τὸ θάνατο νὰ ἐπιχαίρῃ γιὰ τὴν ἔκβασι τοῦ μακάβριου αὐτοῦ χοροῦ…».
Δὲν εἶνε ἡ εἰκόνα μιᾶς μεγάλης μερί­δος τῆς συγχρόνου κοινωνίας, ποὺ δὲν ἐνδιαφέρεται σοβαρὰ γιὰ τὸ σπουδαιότερο πρόβλημα, πόθεν ἔρχεται, γιατί ζῇ καὶ ποῦ κατευθύνεται;
Στὸ κατώφλι τοῦ νέου ἔτους ἂς σκεφτοῦ­με σοβαρὰ πάνω στὸ θέμα τοῦ χρόνου. Μιὰ σταγό­να εἶνε ἡ ζωή μας, μιὰ ἀτμίδα ποὺ μόλις φανῇ ἐξαφανίζεται. Ναί, ἀλλ᾿ ἀπ᾽ αὐτὴν ἐξαρτᾶται τὸ αἰώνιο μέλλον μας. Πόσο ἀξίζει μιὰ σταγόνα! Μὴ λησμονοῦμε, ὅτι ἡ ζωὴ στὴ γῆ τελειώνει, ἐνῷ ἡ ζωὴ τῆς ψυχῆς συνεχίζεται αἰωνίως. Στὸ μικρὸ αὐτὸ διάστημα νὰ ζήσουμε ὅπως θέλει ὁ Θεὸ στὸ Εὐαγγέλιο, σὰν Χριστιανοί. Νὰ ζήσουμε σὰν «πάροικοι καὶ παρεπίδημοι» (Α΄ Πέτρ. 2,11), μὲ ἀκλόνητη τὴν πεποίθησι ποὺ διακη­ρύσσεται στὸ τελευταῖο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως· «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος· ἀμήν».

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἐπισκοπικὴ ἐγκύκλιος ὑπ᾽ ἀριθμ. 394/24-12-1984 γιὰ τὴν πρωτοχρονιὰ τοῦ 1985 ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Σάλπιγξ Ὀρθοδοξίας»

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.