Αυγουστίνος Καντιώτης



«Πονηροι δε ανθρωποι και γοητες προκοψουσιν επι τω χειρον πλανωντες και πλανωμενοι» – «Οι πονηρευομενοι εξολοθρευθησονται»

date Ιαν 28th, 2018 | filed Filed under: ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΘΕΜΑΤΑ

Kυριακὴ Tελώνου & Φαρισαίου (B΄ Tιμ. 3,10-15)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

ΠΟΝΗΡΟΙ ΚΑΙ ΓΟΗΤΕΣ

Πονηροί δὲ ἄνθρωποι και γόητες προκόψουσιν ἔπι τῷ χεῖρον πλανῶντες και πλανώμενοι (B΄ Tιμ. 3,13)2196301-1

ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ πρώτη Κυριακὴ τοῦ Τριῳδίου καὶ ὁ ἀπόστολος περιέχει δύο προφητεῖες τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ἡ μία προφητεία εἶνε ὅτι· ὅσοι θέλουν νὰ ζήσουν μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ὅσοι θέλουν στὴ ζωή τους νὰ ἐφαρμόσουν κατὰ γράμμα τὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου, ὅσοι θέλουν νὰ ζήσουν «εὐσεβῶς», αὐτοὶ θὰ διωχθοῦν. Αὐτὴ εἶνε ἡ μία προφητεία. Ἡ δὲ ἄλλη προφητεία ποιά εἶνε; Ὅτι ὅσοι εἶνε «πονηροὶ ἄνθρωποι» καὶ ἀπατεῶνες, αὐτοὶ ―τὸ λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος― αὐτοὶ θὰ προκόψουν (ἔ.ἀ. 12-13).
Θὰ προκόψουν λοιπὸν οἱ πονηροὶ καὶ ἀπατεῶνες; Μυστήριο πρᾶγμα! Δὲν εἶνε ἀνάποδα αὐτά;
Ἀκριβῶς λοιπὸν ἐπάνω εἰς τὸ δεύτερο σκέλος τῆς προφητείας τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποὺ λέγει ὅτι οἱ πονηροὶ καὶ οἱ ἀπατεῶνες, οἱ «γόητες», θὰ προκόψουν, θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, μὲ πολὺ ἁπλᾶ λόγια νὰ σᾶς ὁμιλήσω, γιὰ νὰ ἐξηγήσω ποιοί εἶνε αὐτοὶ οἱ «πονηροί» καὶ ποιά ἡ προκοπή τους.

***

(Παρέκβασις:) Θὰ παρακαλέσω νὰ σταματήσῃ ὁ δίσκος. Δὲ᾿ θά ᾿ρθῃ αὐτὴ ἡ ἅγια ἡμέρα ποὺ θὰ καταργηθοῦν οἱ δίσκοι; Δὲν κατηγορῶ τοὺς ἐπιτρόπους· κατηγορῶ μιὰ ἀταξία ποὺ ὑπάρχει στὴν ὀρθόδοξον ἐκκλησία, τὴν πιὸ ἱερὰ στιγμὴ τῆς θείας λειτουργίας να περιφέρεται ὁ δίσκος. Δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος, κατὰ τὸν ὁποῖον θὰ μπορέσουν οἱ ναοὶ ν᾿ ἀποκτήσουν τα ἔσοδα, τὰ ὁποῖα χρειάζονται, μόνο εἶνε ἀναγκασμένοι οἱ Χριστιανοὶ νὰ βλέπουν ἐνώπιόν τους τὸν δίσκο καὶ νὰ διαταράσσεται ἡ ἱερὰ στιγμὴ τῆς θείας λειτουργίας; (Ο π. Αυγουστίνος ως Μητροπολίτης Φλωρίνης κατήργησε τους δίσκους και τα έσοδα των ναών διπλασιάστηκαν)

Ποιοί εἶνε οἱ πονηροὶ

Ποιοί ἆραγε εἶνε αὐτοὶ οἱ «πονηροί»;
Ὁ πονηρὸς εἶνε ὁ ἀντίθετος τοῦ χαρακτῆρος ἐκείνου ὁ ὁποῖος λέγεται ἁπλοῦς καὶ εἰλικρινής. Ὁ ἁπλοῦς καὶ εἰλικρινὴς ὅ,τι εἶνε στὴν καρδιὰ εἶνε καὶ στὰ χείλη. Ὁ ἁπλοῦς καὶ εἰλικρινὴς ἔχει ὡς δόγμα «τὸ ναὶ ναί» καὶ τὸ «οὒ οὔ» (Ματθ. 5,37)· λέει «τὰ σῦκα σῦκα καὶ τὴ σκάφη σκάφη», τὴν ἡμέρα ἡμέρα καὶ τὴ νύχτα νύχτα. Ἐνῷ ἀντιθέτως ὁ πονηρὸς ἄλλα ἔχει μέσ᾿ στὴν καρδιὰ καὶ ἄλλα ἐκφράζει, ἄλλο εἶνε καὶ ἄλλο φαίνεται. Ὁ πονηρὸς εἶνε πηγάδι βαθὺ ποὺ δὲν ξέρεις τί ἔχει κάτω εἰς τὸν βυθό του. Ὁ πονηρὸς εἶνε ποτάμι θολὸ ποὺ δὲ᾿ γνωρίζεις τί λάκκους κρύβει. Ὁ πονηρὸς εἶνε θάλασσα, ποὺ κάτω κρύβει βράχους, καὶ εἶνε εὔκολο νὰ προσκρούσῃ ἐκεῖ ἕνα πλοῖο ποὺ ταξιδεύει. Ὁ πονηρὸς κρύβει τὰ ἐλαττώματά του καὶ τὶς κακίες του, καὶ παρουσιάζει τὴν ψευδῆ ἀρετή. Ὁ πονηρὸς εἶνε ὑποκριτής, ὁ πονηρὸς εἶνε φαρισαῖος· ὅπως ἀκριβῶς ὁ φαρισαῖος τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου (βλ. Λουκ. 18,10-14). Ἔκρυβε τὶς κακίες του ποὺ εἶχε καὶ παρουσίαζε ἐπάνω στὴν ἐπιφάνεια τὰς δῆθεν ἀρετάς. Καὶ ἐθεώρει τὸν ἑαυτόν του ἅγιο, καὶ ἐζήτει νὰ τὸν θεωρήσουν ἅγιο, νὰ τὸν προσκυνήσουν ὡς ἅγιο· νὰ πέσουν ἄνθρωποι καὶ ἄγγελοι καὶ νὰ τὸν προσκυνήσουν ὡς ἅγιο. Μὰ ἤτανε ἅγιος; Κάθε ἄλλο. Ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, μοιάζανε αὐτοὶ οἱ φαρισαῖοι σὰν ἕνα ποτήρι ποὺ ἀπ᾿ ἔξω εἶνε πεντακάθαρο, ἀλλὰ μέσα εἶνε γεμᾶτο ἀπὸ σαπρία καὶ ἀκαθαρσία (Ματθ. 23,25). Ὁ πονηρὸς εἶνε δίγλωσσος. Ὁ πονηρὸς δὲν ἔχει ἕνα πρόσωπο ἀλλὰ πολλὰ προσωπεῖα.

Τώρα τὴν περίοδο τοῦ Τριῳδίου κακῶς, κάκιστα, μερικοὶ ἐξαφανίζουν τὸ δικό τους πρόσωπο, τὸ μουτζουρώνουν καὶ φοροῦν μάσκες. Αὐτοὶ φοροῦν τὴ μάσκα μιὰ φορὰ τὸ χρόνο, ἐνῷ ὁ πονηρὸς ὅλο τὸ χρόνο μασκαρεύεται. Ἔχει πολλὲς μάσκες, παρουσιάζεται μὲ πολλὰ προσωπεῖα.
Ὁ πονηρὸς μοιάζει σὰν ἕνα ἑρπετὸ ποὺ τὸ ὀνομάζουν χαμαιλέοντα. Αὐτὸς ὁ χαμαιλέων ἔχει τὴν ἰδιότητα νὰ ἀλλάζῃ χρώματα ἡ ἐπιδερμίς του. Εἶνε μέσα σὲ πράσινα χορτάρια; θὰ γίνῃ πράσινο τὸ δέρμα του. Εἶνε μέσα σὲ κίτρινα χορτάρια; θὰ γίνῃ κίτρινο τὸ δέρμα του. Εἶνε μέσα σὲ παπαροῦνες; θὰ γίνῃ κόκκινο τὸ δέρμα του. Μόνο ἄσπρο δὲ᾿ γίνεται. Αὐτός εἶνε ὁ χαμαιλέων. Χαμαιλέοντες εἶνε καὶ οἱ πονηροί. Ὁ πονηρὸς εὑρίσκεται μέσα σ᾿ ἕνα κύκλο θρησκευτικῶν ἀνθρώπων; θὰ κάνῃ τὸ θρῆσκο, θὰ κάνῃ μετάνοιες, θὰ προσκυνᾷ τὶς εἰκόνες ὅλες. Εὑρίσκεται μέσα σ᾿ ἕνα κύκλο πατριωτῶν; θὰ κάνῃ τὸν ὑπερπατριώτη. Εὑρίσκεται μέσα σ᾿ ἕνα κύκλο μοντέρνων; θὰ κάνῃ τὸ μοντέρνο. Εὑρίσκεται μέσα εἰς κύκλον συντηρητικῶν ἀνθρώπων; θὰ κάνῃ τὸν συντηρητικόν. Δὲ᾿ μπορεῖς νὰ τὸν πιάσῃς. Ἀλλάζει χρώματα· μόνο λευκὸς δὲν εἶνε· μόνο τὴν ἁπλότητα καὶ ἀθῳότητα δὲν ἔχει.
Ὁ πονηρὸς ὁμοιάζει ὡς πρὸς τὴν πονηρία μὲ ἕνα ζῷο, τὸ ὁποῖο εἶνε ἡ ἐνσάρκωσις τῆς πονηρίας· ὁμοιάζει μὲ τὴν ἀλεποῦ. Πόσα τεχνάσματα δὲ᾿ μεταχειρίζεται ἡ ἀλεποῦ διὰ νὰ παγιδεύσῃ τὰ θύματά της! Πολλὲς φορὲς κάνει τὴν ψόφια καὶ ξαπλώνεται κατὰ γῆς, γιὰ νὰ ἐξαπατήσῃ τὰ ὀρνίθια τὰ ἀνόητα καὶ νὰ τὴν πλησιάσουν καὶ νὰ γίνουν κατάβρωμά της. Ἔτσι ἀκριβῶς εἶνε. Ὁ πονηρὸς ἐκμεταλλεύεται ὅλα. Παρουσιάζεται φίλος, παρουσιάζεται συμπάσχων καὶ συμπονῶν καὶ συλλυπούμενος καὶ συμμορφούμενος πρὸς ὅλας τὰς ἰδιοτροπίας τοῦ ἄλλου, μὲ ἕνα καὶ μοναδικὸν σκοπόν· πῶς νὰ ἀποκτήσῃ τὴν εὔνοιά του, πῶς νὰ ἀποκτήσῃ τὴν ἀγάπη του, διὰ νὰ ἐπιδιώξῃ τὰ ἀτομικά του συμφέροντα.

Παραδείγματα ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ

«Ἀλώπεκα», ἀλεποῦ, ναὶ ἀλεποῦ, ὠνόμασε ὁ Χριστὸς – ποιόν, κανένα φτωχαδάκι; Τὰ φτωχαδάκια ὡς ἐπὶ τῷ πλεῖστον εἶνε ἁπλᾶ. Ποιόν ὠνόμασε ἀλεποῦ ὁ Χριστός; Ἔχουν ὅλα σημασία μέσ᾿ στὸ Εὐαγγέλιο· γιά ψάξτε, γιά διαβάστε. Ὅσο πιὸ ψηλὰ πηγαίνει ὁ ἄνθρωπος, τόσο πονηρότερος εἶνε. Διότι δὲν μπορεῖς χωρὶς πονηρία νὰ κρατηθῇς στὰ ἀξιώματα, ὁσονδήποτε μεγάλα καὶ νὰ εἶνε. Ὅσο κατώτερος εἶνε ὁ ἄνθρωπος, τόσο ἁπλούστερος εἶνε. Ὅσο ὑψηλότερον ἀνεβαίνει, τόσο ἔχει ἀνάγκη τῆς πανουργίας γιὰ νὰ κρατήσῃ τὰ ἀξιώματά του. Λοιπὸν, ὁ Χριστός, ὁ εὐγενέστατος, ὁ Χριστὸς ὁ ὁποῖος ἐγνώριζε νὰ τιμᾷ τοὺς ἀνθρώπους ὑπὲρ πάντα ἄνθρωπον ἄλλον, ὁ Χριστὸς ἠναγκάθη μιὰ φορὰ νὰ ὀνομάσῃ ἕναν ἄνθρωπο ἀλεποῦ. Ποιόν ὠνόμασε ἀλεποῦ; Αὐτὸν ποὺ καθότανε στὶς καλύβες; αὐτὸν ποὺ καθότανε ἔξω εἰς τὸ ὕπαιθρο, τὸν χωρικό, τὸ βοσκό; Ὄχι. Ἐκάλεσε ἀλεποῦ τὸν βασιλέα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, τὸν Ἡρῴδη· «Είπατε τῇ ἀλώπεκι ταύτῃ…», «νὰ πῆτε σ᾿ αὐτὴ τὴν ἀλεποῦ…» (Λουκ. 13,32).
Πονηρὸς λοιπὸν ἦτο ὁ Ἡρῴδης, ὁ βασιλεύς ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τὰ πάντα ἐπιτηδεύετο γιὰ νὰ ἐξαπατήσῃ τὸν λαόν του. Πονηρὸς ἦτο ὁ Κάϊν, ὁ ὁποῖος προσεποιεῖτο ὅτι ἀγαποῦσε τὸν ἀδελφό του τὸν Ἄβελ καὶ τοῦ εἶπε· Ἀδελφέ, κάνουμε ἕνα περίπατο στὴν πεδιάδα; Καὶ ἐνῷ ἀφελῶς περιπατοῦσε ὁ Ἄβελ, αὐτὸς τὸν ἐφόνευσε εἰς τὴν πεδιάδα. Πονηροί, πονηρότατοι, ἦσαν τὰ ἀδέλφια τοῦ Ἰωσήφ, τὰ ὁποῖα ἐφέροντο μὲ εὐγένεια ἀπέναντι τοῦ ἀδελφοῦ των τοῦ Ἰωσὴφ ποὺ τοὺς ἠγάπα, καὶ αὐτοὶ μιὰ μέρα τὸν ἔρριξαν μέσα εἰς τὸν λάκκον, στὸ πηγάδι. Πονηρότατος ἦτο ὁ Σαοὺλ ἀπέναντι τοῦ Δαυΐδ. Πονηροτάτη ἦτο Ἰεζάβελ ἀπέναντι τοῦ προφήτου Ἠλία. Πονηρότατος ἦτο ὁ Ἀμάν, ὁ ὁποῖος ἤθελε νὰ κρεμάσῃ ἐπὶ ξύλου τὸν Μαρδοχαῖον (βλ. Ἐσθ. 7,6). Ἀλλὰ πονηρὸς καὶ «δόλιος», ἔτσι τὸν ψάλλει ἡ Ἐκκλησία τὴ Μεγάλη Τετάρτη, «πονηρὲ καὶ δόλιε». πονηρὸς καὶ δόλιος ἦτο ὁ Ἰούδας, ποὺ ἔκανε τὸν μαθητή, προσεποιεῖτο τὸν μαθητή, καὶ ἔφτασε μέχρι τοῦ σημείου τῆς ἀναιδείας ἀκόμα καὶ νὰ ἀσπασθῇ τὸν διδάσκαλόν του· καὶ ἐναπέθεσε φίλημα προδοτικὸν ἐπὶ τὴν ἁγίαν παρειὰν τοῦ Κυρίου. Καὶ ὁ Κύριος τότε τοῦ εἶπε· «Ἑταῖρε, ἐφ ᾧ πάρει» (Ματθ. 26,50) καὶ «Φιλήματι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδίδως;» (Λουκ. 22,48) Ὁ Ἰούδας εἶνε πλέον ἡ ἐνσάρκωσις τῆς πονηρίας καὶ τῆς δολιότητος.

Κοινωνικὴ ζωὴ

Ἀλλὰ γιατί, ἀδελφοί μου, νὰ σᾶς κουράζω; Γιατί νὰ τρέξουμε νὰ ἀνοίξουμε ἱστορία καὶ Εὐαγγέλια γιὰ νὰ βροῦμε μέσα εἰς τὰ Εὐαγγέλια τὴν εἰκόνα τοῦ δολίου καὶ πονηροῦ ἀνθρώπου; Δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ ἀνοίξετε τὴν ἁγία Γραφή, τὴν ἱστορία· μπροστά μας ἔχουμε τοὺς πονηρούς. Γέμισε, ἄχ, αὐτὴ ἡ κοινωνία! Σπάνιον πρᾶγμα εἶνε νὰ βρῇς ἕναν ἁπλό. Πρέπει νὰ βγῇς μέσα ἀπὸ τὴν πόλι νὰ πᾷς ἐπάνω στὰ βουνά, στὰ ψηλὰ βουνά ―ἐκεῖ ἔχουν χτίσει τὶς καλύβες των―, γιὰ νὰ συναντήσῃς κάποιον ἁπλὸ χωρικόν, ἕναν ἁπλὸ τσομπάνο, νὰ κουβεντιάσῃς μαζί του, νὰ κουβεντιάσῃς μαζί του καὶ νὰ χαρῇ ἡ καρδιά σου. Ἡ πονηρία γέμισε τὴν κοινωνία· πλήρης πονηρίας εἶνε ὁ κόσμος. Πονηροί; Νὰ ἀναφέρωμε παραδείγματα; Ἕνα, δύο παραδείγματα, καὶ θὰ τελειώσω τὸν λόγον.
Είναι ἕνα σπίτι πλούσιο και ἔχει ένα κορίτσι ―ἀφοῦ ὁ πατέρας εἶνε πλούσιος, οἱ γονεῖς εἶνε πλούσιοι― καὶ αὐτὴ ἔχει προῖκα μεγάλη. Ἐὰν χτυπήσῃ στὸ σπίτι αὐτὸ τῆς πλουσίας κόρης ἕνα φτωχαδάκι, ἕνα εὐλογημένο φτωχαδάκι, ἕνας ἐργατικὸς ἄνθρωπος ποὺ ἐργάζεται στὰ ἐργοστάσια καὶ τὸ πρόσωπό του εἶνε μουτζουρωμένο, ἐὰν χτυπήσῃ κάποιος νέος τέτοιος στὸ σπίτι, θὰ τὸν διώξουνε. «Τέτοιος χωριάτης, πῶς τολμάει καὶ ζητάει τὰ κορίτσι μας;…». Ἐὰν ὅμως χτυπήση τὴν πόρτα κάποιος ἄλλος ποὺ δὲ᾿ δουλεύει καθόλου, ποὺ δὲ᾿ γνωρίζει τί θὰ πῇ ἐργασία, ἀλλ᾿ ὁ ὁποῖος εἶνε ντυμένος μὲ τὸ σίκ, ὁ ὁποῖος εἶνε ντυμένος μὲ τὴν τελευταία λέξι τοῦ συρμοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει τὰ μαλλιά του κατσαρωμένα, ὁ ὁποῖος ἔχει τὸ μαντηλάκι στὴν τσέπη του, ὁ ὁποῖος παρουσιάζεται μὲ γλῶσσες (γαλλικά, ἀγγλικά, λησμόνησε πιὰ τὰ ἑλληνικά), ὁ ὁποῖος ἔχει τέλος πάντων αὐτοκίνητο καὶ ἔχει τὰ μέσα αὐτὰ τῆς σημερινῆς κοινωνίας, ὁ ὁποῖος ἔχει ὅλα αὐτὰ τὰ μέσα τὰ ἐμφανίσιμα, ἐὰν παρουσιασθῇ αὐτὸς στὸ σπίτι καὶ χτυπήσῃ τὴν πόρτα, τότε ἡ πόρτα θ᾿ ἀνοίξῃ διάπλατα καὶ θὰ ἀνεβῇ αὐτὸς ἐπάνω· καὶ θὰ τὸν νομίζῃ τὸ σπίτι αὐτὸ ως ἄγγελο θεόπεμπτο, ως ἕνα πρίγκιπα τοῦ οὐρανοῦ, ποὺ ἦρθε τάχατες στὸ σπίτι τους γιὰ νὰ τοὺς κάνῃ καλό. Ἄγγελος; Περιμένετε. Παντρεύτηκε, στεφανώθηκε; Ἐπῆρε τὸ οἰκόπεδο, ἐπῆρε τὸ διαμέρισμα, ἐπῆρε τὴν πολυκατοικία, ἐπῆρε τὶς χίλιες – δυὸ χιλιάδες λίρες; Ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες τὸ σπίτι ὁλόκληρο ἔχει πένθος, «Μεγάλη Παρασκευή». Αὐτὸς ποὺ ἐθεωρεῖτο ὡς ἕνας ὑπέροχος νέος, ἄξιος νὰ συνδεθῇ μὲ τὸ πλούσιο ἐκεῖνο σπίτι, αὐτὸς τώρα ἀποδεικνύεται ἕνας, ἕνας κοινὸς τύπος, ἕνας πονηρὸς – πονηρότατος, ἀποδεικνύεται ἕνας ἀπατεών.
Πονηρὸς ὁ ὑποψήφιος γαμπρός, ὁ ὁποῖος τὰ πάντα μηχανεύεται γιὰ νὰ ἐξαπατήσῃ πλουσίας καὶ καλὰς νύμφας. Ἀλλὰ μήπως πονηρὰ δὲν εἶνε καὶ ἡ γυναίκα ἐκείνη; Πόσα μέσα, πόσα μηχανήματα, ποιούς τρόπους δὲν μηχανεύεται ἡ πονηρὰ γυνή, διὰ νὰ μπλέξῃ μέσα εἰς τὰ δίχτυα της, νὰ τυλίξῃ τὸν ἄνθρωπον! Καὶ ὅταν τὸν τυλίξῃ τὸν ἄνθρωπο, δὲν ὑπάρχει μεγαλυτέρα συμφορά. Λέγει μέσα ἡ ἁγία Γραφὴ – καὶ ἔχει μεγάλη σημασία· «Ὅποιον», λέει, «ὁ Θεὸς θέλει νὰ τὸν τιμωρήσῃ, θὰ τὸν ῥίξῃ στὰ δίχτυα πονηρᾶς γυναικός». Δὲν ὑπάρχει πιὸ μεγάλη συμφορὰ ἀπὸ ἕνα νέον εὐγενῆ, ἕναν νέον ὑπέροχον, ἕνα νέον μὲ ἰδανικά, ἕνα νέον ὁ ὁποῖος ἔχει μέσα του τὰς οἰκογενειακὰς παραδόσεις τῆς φυλῆς, νὰ πέσῃ στὰ δίχτυα μιᾶς τέτοιας πονηρᾶς γυναικός, ἑνὸς τέτοιου κοριτσιοῦ, τὸ ὁποῖο ἐξωτερικῶς φαίνεται ὅτι εἶνε μιὰ κούκλα, εἶνε μιὰ ἰδανικὴ κόρη, ἕνας ἄγγελος, κι ὅμως ὅταν παντρευτῇ μετὰ ὀλίγας ἡμέρας ὁ νέος εἶνε κατηφής, μελαγχολικός, σκεπτικός, ἕτοιμος νὰ αὐτοκτονήσῃ.

Πολιτικὴ καὶ διπλωματία

Ὑποψήφιος γαμπρὸς πονηρός, ὑποψηφία νύφη πονηρά, πονηροτάτη. Ὑποψήφιος πολιτευτής. Ἄ, τὸν εἴδατε; τὸν εἴδατε; Εἶνε ὁ ὑποψήφιος ὁ ὁποῖος θέλει νὰ καταλάβῃ κάποιο ἀξίωμα στὴν πατρίδα μας. Θὰ τὸν δῆτε ἐπάνω στὰ μπαλκόνια τὶς παραμονὲς τῶν ἐκλογῶν. Θὰ τὸν δῆτε νὰ παρουσιάζεται ἀπὸ τὰς ἐφημερίδας καὶ νὰ ὑπόσχεται καὶ νὰ λέγῃ ὅλο «θά»· ἐὰν καθήσετε ἀπὸ κάτω, θ᾿ ἀκούσετε\ ὅλο «θά». Θὰ κάνω τοῦτο, θὰ κάνω ἐκεῖνο, θὰ κάνω ἐκεῖνο, θὰ μεταβάλω σὲ παράδεισο τὴν γῆ τῆς Ἑλλάδος… Καὶ μετά, ὅταν μὲ αὐτὰς τὰς ὑποσχέσεις κατορθώσῃ νὰ καταλάβῃ την θέσι καὶ ἀνέβῃ στὰ ὕπατα ἀξιώματα, τότε ὅλα αὐτὰ τὰ «θὰ» θὰ τὰ λησμονήσῃ· τὰ γράφει στὰ παλιά του τὰ παπούτσια· καὶ ὁ κόσμος ματαίως θὰ περιμένῃ ἀπὸ αὐτὸν τὴν πραγματοποίησι τῶν ὀνείρων καὶ τῶν πόθων του.
Ὑπάρχει λοιπὸν ὁ πονηρὸς ὁ πονηρότατος βουλευτής. Ἀλλ᾿ ἐὰν θέλετε ἀδελφοί μου, νὰ δῆτε τὴν πονηρία εἰς τὸ ὕψος της, εἰς τὴν μεγαλοπρέπειάν της, εἰς τὸ ζενίθ, ἢ μᾶλλον εἰς τὸ ναδὶρ τῆς ἀνθρωπίνης κακίας, ἂν θέλετε νὰ δῆτε τὸν πονηρὸν εἰς ὅλην τὴν αίγλην του, εἰς ὅλην τὴν μεγαλοπρέπειάν του, θὰ τὸν δῆτε σὲ ἕνα ἐπάγγελμα. Κατηραμένο νά ᾿νε τὸ ἐπάγγελμα αὐτό. Κατηραμένον εις αἰώνας αἰώνων. Ποιό εἶνε τὸ ἐπάγγελμα αὐτό; Ὑπάρχουν πονηροὶ ὑποψήφιοι γαμπροί, ὑπάρχουν πονηρὲς ὑποψήφιες νύφες, ὑπάρχουν πονηροὶ ὑποψήφιοι βουλευταὶ καὶ δήμαρχοι. Ἀλλὰ ἐκεῖνο προπαντὸς τὸ ἐπάγγελμα ποὺ ὅπως εἶπα ἐνσαρκώνει εἰς τὸν ὕψιστον βαθμὸν τὴν πονηρίαν, εἶνε ἐκεῖνο το ἐπάγγελμα, ἡ τέχνη ἡ δαιμονικὴ, ἡ ὁποία ἐστοίχισε εἰς τὴν ἀνθρωπότητα ποταμοὺς αἱμάτων, ὁλοκλήρους πυραμίδας ἀνθρωπίνων ὀστέων· τὸ ἐπάγγελμα ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ ἐξαλειφθῇ, διότι εἶνε ἡ ἐνσάρκωσι τῆς ὑποκρισίας καὶ πονηρίας καὶ δολιότητος, εἶνε· οἱ διπλωμάται.
Ἡ διπλωματία πλέον δὲν εἶνε τίποτε ἄλλο παρὰ σχολὴ τοῦ διαβόλου, εἰς τὴν ὁποίαν οἱ ἄνθρωποι μέσα στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς των μαθαίνουν νὰ κρύβουν καταχθόνια σχέδια. Ἀπάνω στὴν ἐπιφάνεια, ἂν τοὺς πλησιάσῃς τοὺς πρεσβευτὰς τῆς Ῥωσίας, τῆς Ἀγγλίας, τῆς Ἀμερικῆς, τῶν μεγάλων ἐθνῶν, ὅλους αὐτούς, τοὺς βλέπεις εὐγενέστατους μὲ ὅλη τὴν ἐμφάνισί τους. Ἀλλὰ προτιμῶ νὰ φιλήσω τὰ πόδια ἑνὸς τσομπάνου τοῦ χωριοῦ μου, ποὺ βόσκει τὰ πρόβατά του καὶ τὸ ναὶ ποὺ λέει εἶνε ναὶ καὶ τὸ ὄχι ὄχι, παρὰ νὰ πλησιάσῃς αὐτὰ τὰ μεγάλα θηρία, τοὺς διπλωμάτας καὶ πρεσβευτάς, οἱ ὁποῖοι ἐμπαίζουν τὰ μικρὰ κράτη καὶ ἀπὸ τὸ ὕψος τῆς θέσεώς των, ἔχουν ἀναγάγει τὸ ψεῦδος σὲ ἐπιστήμη. Καὶ ὅποιος μπορέσει μὲ περισσότερα ψεύδη καὶ κοπλιμέντα τυλίγῃ τὸν ἄλλον μέσ᾿ στὰ δίχτυα τῆς αἰσχρᾶς διπλωματίας, ἡ ὁποία εἶνε ἡ πηγὴ τοῦ κακοῦ ἐν τῇ ἀνθρωπότητι.
Διπλωμάται λοιπὸν ἴσον πονηροί, πονηρότατοι. Διπλωμάται ἴσον ὄργανα τοῦ διαβόλου. Διπλωμάται ἴσον ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι κατορθώνουν νὰ ἀπατοῦν καὶ νὰ ἐξαπατοῦν τὰ μικρὰ καὶ τὰ μεγάλα ἔθνη.

Ἡ πονηρία τῶν αἱρετικῶν χιλιαστῶν

Καὶ ἕνα ἀκόμα ἐξέχασα νὰ σᾶς παρουσιάσω· ἕνα ἀκόμη πονηρόν, πονηρότατον. Καὶ θὰ παρακαλέσω νὰ προσέξετε τὸν πονηρὸν αὐτόν. Ποιός εἶνε; Εἶνε, ἀδελφοί μου, ἕνας ἄλλος πονηρός, ποὺ παρουσιάστηκε τὰ τελευταῖα χρόνια στὴν πατρίδα μας, ὁ ὁποῖος ἔχει στὰ χείλη του τὴ λέξι Χριστός. Μέλι στάζει, εὐγενέστατος εἶνε, δὲν θὰ ἀκούσετε ἀπὸ τὸ στόμα του κακιὰ λέξι. Θὰ τὸν θαυμάσετε γιὰ τὴν εὐπρέπεια τῆς γλώσσης του, γιὰ τὴν εὐγένεια τῶν τρόπων του, διὰ τὴν διπλωματικότητά του. Θὰ τὸν θαυμάσετε διὰ τὰς γνώσεις του. Στάζει τὸ στόμα του μέλι. Ἀλλὰ μέσα ἡ καρδιά του ἔχει δηλητήριον. Στὰ χείλη του Χριστός, Χριστός, Χριστός, ὅλο περὶ Χριστοῦ μιλάει, καὶ μέσ᾿ στὴν καρδιά του διπλοπόδι κάθεται – ποιός; Ὁ διάβολος. Ποιός εἶνε, παιδί μου; Εἶνε ὁ Ἰεχωβᾶς, εἶνε οἱ χιλιασταί. Αὐτοὶ πλέον εἶνε πονηροὶ – πονηρότατοι, ποὺ ξαπλώνουν τὰ δίχτυα τους καὶ ἁρπάζουν «πλανῶντες καὶ πλανώμενοι». Εἰς αὐτοὺς τοὺς ὁποίους ἁρμόζει περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους ὁ λόγος τῆς ἁγίας Γραφῆς, ὅτι πλανοῦν καὶ πλανῶνται· εἶνε «πλανῶντες καὶ πλανωμένοι» (Β΄ Τιμ. 3,13). Ἀπὸ σκοτάδι σὲ σκοτάδι, τυφλοὶ τυφλοὺς ὁδηγοῦντες (βλ. Ματθ. 15,14).

Ἡ προκοπὴ τῶν πονηρῶν

Ἀδελφοί μου, δὲ᾿ θέλω νὰ σᾶς κουράσω περισσότερο. Ἠθέλησα μόνο νὰ σᾶς δείξω αὐτό, τὴν ἑρμηνεία τοῦ χωρίου αὐτοῦ, τῆς προφητείας τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος εἶπε, ὅτι ἐν τοῖς ἐσχάτοις χρόνοις, ὅταν πλησιάζῃ πλέον νὰ σημάνῃ τὸ μεγάλο σήμαντρο τῆς δευτέρας παρουσίας, ὅτι τότε, λέει, οἱ μὲν εὐσεβεῖς θὰ διωχθοῦν, οἱ δὲ πονηροὶ καὶ γόητες καὶ ἀπατεῶνες θὰ προκόψουν.
―Ναί, καλὰ αὐτά, θὰ πῇς, πάτερ μου. Ἀλλὰ ἡμεῖς είμεθα ρεαλισταί, ἐμεῖς εἴμεθα πραγματισταί. Ἐμεῖς δὲ᾿ ζοῦμε στὰ ὄνειρα· ἐμεῖς βλέπουμε τὴν πραγματικότητα. Τί νὰ τὴν κάνω τὴν ἀρετή; τί νὰ τὴν κάνω τὴν τιμιότητα; τί νὰ τὸ κάνω νὰ εἶνε κανεὶς εὐσεβὴς καὶ νὰ πηγαίνῃ στὴν ἐκκλησία καὶ ν᾿ ἀνάβῃ τὸ κερί του καὶ νὰ πιστεύῃ εἰς τὸν Χριστό, τὴν ὥρα κατὰ τὴν ὁποία βλέπομεν τὸ κακὸν νὰ στεφανώνεται εἰς τὸν κόσμον; Δὲ᾿ βλέπεις, σοῦ λέγει, δὲ᾿ βλέπεις; Βλέπεις ἐκεῖνον τὸν νέον τὸν ἀλήτη, ὁ ὁποῖος ποτέ του δὲν κάθησε πάνω στὸ θρανίο νὰ μαλλιάσῃ ἡ καρέκλα νὰ γίνῃ ἐπιστήμων, ἀλλὰ ὁ ὁποῖος ἔγινε ἕνας δονζουὰν καὶ περιφέρεται μέσ᾿ στὰ σοκάκια τοῦ Κολωνακίου; Δὲν τὸν βλέπεις αὐτὸν ὅτι παντρεύτηκε καὶ πῆρε τὴν πλουσιώτερη κόρη τῆς πόλεώς μας; Καὶ δὲ᾿ βλέπεις ἐκείνη τὴν ἄλλη τὴν ξετσίπωτη, ἡ ὁποία ποτέ της δὲ᾿ γνώρισε ἀρετὴ καὶ κακίαν, παρ᾿ ὅλο ποὺ εἶνε ἀντροχωρίστρα, δὲν τὴ βλέπεις αὐτὴ ποὺ τρέχει· ποτέ της δὲν ἔπιασε στὰ χέρια της μέσ᾿ στὸ σπίτι πιάτο νὰ καθαρίσῃ καὶ νὰ σκουπίσῃ, ἀλλὰ τὴ βλέπεις μὲ τὰ νύχια της· δὲν τὴ βλέπεις αὐτὴ πῶς κατώρθωσε, ἡ ξετσίπωτη αὐτή, νὰ πάρῃ τὸν καλύτερο ἄντρα τῆς πόλεώς μας; Καὶ δὲ᾿ βλέπεις τὸν ἄλλο, ὁ ὁποῖος ξεκίνησε ἕνας μικρὸς στὸ χωριό του καὶ τώρα ἔχει, μὲ τὶς ἀπάτες καὶ τὶς ἀδικίες, μὲ τὶς κλοπὲς καὶ τὶς πλαστογραφίες καὶ μὲ τὰς φοροδιαφυγὰς καὶ μὲ ὅλα τὰ μέσα τὰ ἄτιμα, δὲ᾿ βλέπεις ὅτι ἔχει κατάστημα μέσα εἰς στὸ κέντρο τῆς ὁδοῦ Αἰόλου καὶ τῆς ὁδοῦ Ἑρμοῦ; Δὲ᾿ βλέπεις τὸν ἄλλον ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μὲ τὰ ψεύδη καὶ τὶς ἀπάτες κατώρθωσε νὰ ἀνέβῃ εἰς τὰ ὕψιστα ἐκκλησιαστικὰ ἢ πολιτικὰ ἀξιώματα; Δὲ᾿ βλέπεις λοιπὸν ὅλα αὐτά;
Τὰ βλέπω, τὰ βλέπω, ἀδελφοί μου. Ἀλλὰ «μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία μηδὲ δειλιάτω» (Ἰωάν. 14,27) Προσέξτε. Ὤ λόγια τοῦ Παύλου, ὤ λόγια τῆς Γραφῆς! Προσέξατε· οὔτε ἕνα γιῶτα δὲν θὰ διαψευσθῇ. ―ὅλα ἔχουν τὴν ἐφαρμογή τους―, οὔτε μιὰ τελεία δὲν θὰ ἐκπέσῃ (Ματθ. 5,18). Τί λέγει; Γιά προσέξτε. Θὰ προκόψουν, λέγει· ἀλλὰ πῶς λέει; «ἐπὶ τὸ χεῖρον» (Β΄ Τιμ. 3,13). Θὰ προκόψουν ―δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία―, θὰ παρουσιάσουν μίαν πρόοδο. Ἀλλ᾿ αὐτὴ ἡ πρόοδος ἔχει καὶ ἄλλη ὄψι. Πρέπει νὰ δῇς καὶ τὸ ἄλλο φύλλο. Νὰ μὴ δῇς μόνο τὴν πρόοδό τους τὴν κοσμική, ἀλλὰ νὰ γυρίσῃς νὰ δῇς καὶ τὴν ἄλλη ὄψι. Ὅπως τὸ φύλλο, ὅπως τὸ ὕφασμα ἔχει δυὸ ὄψεις, ἔτσι κατὰ παρόμοιον τρόπον πρέπει νὰ δῇς ὅτι καὶ πίσω ἀπὸ τὴν πονηρία ὑπάρχει καὶ κάποια ἄλλη ἐπιφάνεια. Ποιά ἐπιφάνεια; Δὲ᾿ βλέπεις, δὲν ξέρεις, δὲν ἀκοῦς; Ὅτι ἐκεῖνο ποὺ λέγανε οἱ ἀρχαῖοι; «Μηδένα πρὸ τοῦ τέλους μακάριζε».

«Οἱ πονηρευόμενοι ἐξολοθρευθήσονται»

Ἄσ᾿ τονε, ἄσ᾿ τονε. Τὸν βλέπεις τώρα νὰ προοδεύῃ. Ἐκεῖ ποὺ βλέπεις τὸν οὐρανὸ καὶ εἶνε πεντακάθαρος, ξαφνικὰ παρουσιάζεται ὁ κεραυνός. Δὲ᾿ βλέπεις; ὅλοι αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι φαίνονται τώρα νὰ προοδεύουν, θὰ ἔρθῃ μιὰ στιγμὴ ποὺ θὰ πέσῃ ἐπάνω τους ὁ κεραυνός. Ναί, θὰ ἔρθῃ ἡ ὥρα κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ τιμωρηθοῦν καὶ αὐτοί.
Ἤτανε γλυκὰ τὰ χρήματα ὅταν στὰ χέρια του ὁ Ἰούδας ἔπαιρνε τὰ τριάκοντα ἀργύρια καὶ τὰ μετροῦσε καὶ τὰ ξαναμετροῦσε καὶ τὰ χάιδευε.Ὅταν ἔπαιρνε τὰ χρήματα αὐτά, εἶχε χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν. Ἀλλὰ δὲς τὸ τέλος του. Ἐκρεμάστηκε ἀπὸ ἕνα κλαδὶ συκιᾶς.

Δὲ᾿ βλέπεις τὸν Κάϊν; Εὐχαριστοῦνταν τὴν ὥρα ποὺ ἔβλεπε κάτω τὸν ἀδελφό του νὰ σπαρταράῃ. Ἀλλὰ Ἐντὸς ὀλίγου ὅμως αὐτὸς ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε· Κάϊν, «στένων καὶ τρέμων ἔσῃ ἐπὶ τῆς γῆς» (Γέν. 4,12). Ὅπως τὸ φύλλο σείεται ἐπάνω εἰς τὸ δένδρο, ἔτσι καὶ αὐτὸς ἐσείετο μέσα εἰς τὸν κόσμον.

Δὲ᾿ βλέπεις αὐτοὺς τοὺς ἄλλους οἱ ὁποῖοι καυχῶνται καὶ ὑπερηφανεύονται γιὰ τὴ δημοκρατία τους, καὶ ἔρχεται κατόπιν ἡ στιγμὴ ποὺ εἶνε αὐτοὶ οἱ μεγαλοὶ δικτάτορες;

Ποῦ εἶνε αὐτοὶ οἱ μεγάλοι στρατηγοί, οἱ ὁποῖοι πατήσανε ἐπάνω σὲ πτώματα καὶ ἀνῆλθαν εἰς τὰ ὕπατα ἀξιώματα;

Ποῦ εἶνε ὅλοι αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι μὲ τὶς πονηρίες καὶ ἀπάτες κ.λπ. ἔγιναν μεγάλοι καὶ τρανοί; «Μηδένα πρὸ τοῦ τέλους μακάριζε». Εἶνε γεγονός, σᾶς τὸ δίνω γραμμένο, ὅτι ἡ πρόοδος αὐτῶν εἶνε φαινομενική. Εἶνε πρόοδος «ἐπὶ τὸ χεῖρον», ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος, καὶ ὄχι ἐπὶ τὸ βέλτιον. Εἶνε γεγονὸς αὐτὸ τὸ ὁποῖο λέγει ἡ ἁγία Γραφή. Τί λέγει ἡ ἁγία Γραφή; «Οἱ πονηρευόμενοι ἐξολοθρευθήσονται» (Ψαλμ. 36,9). Δὲ᾿ μπορεῖ νὰ ἀλλάξῃ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ· «οἱ πονηρευόμενοι ἐξολοθρευθήσονται».
Διαβάστε τὴν ἱερὰν ἱστορίαν, διαβάστε τὴν παγκόσμιο ἱστορία, ῥίψατε κ᾿ ἕνα βλέμμα μέσα εἰς τὴν κοινωνία. Ἔχετε ὑπομονὴ ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ, καὶ θὰ δῆτε τὸ τέλος τῶν πονηρῶν. Εἶνε ἄθλιο. Εἶνε τέλος Ἰούδα, εἶνε τέλος Κάϊν, εἶνε τέλος ὅλων τῶν προδοτῶν καὶ ὅλων τῶν κακοποιῶν στοιχείων. Ὄχι, ἀδελφοί! καὶ ἂν ἀκόμα ὁ διάβολος, μᾶς στρώσῃ τὴν γῆν μὲ χρυσάφι, καὶ νὰ μᾶς δώσῃ ὁλόκληρον τὴν γῆν, ὄχι ποτέ, ποτέ ἐμεῖς νὰ μὴ συνθηκολογήσουμε μὲ τὸν διάβολο. Νὰ μείνουμε σταθεροί, ἀκλόνητοι. «Στῶμεν καλῶς». Ἐσύ, κοπέλλα μου, μὴ βλέπεις τὴν ξετσίπωτη γυναῖκα. Κ᾿ ἐσύ, νέε μου, μὴ βλέπεις τὸν ἀλήτη ὁ ὁποῖος προοδεύει. Κ᾿ ἐσὺ ὁ ἄλλος, ὁ ἐργατικός, μὴ βλέπεις τὸν ἄλλον ὁ ὁποῖος ἀνέβη στὰ ἀξιώματα. Ὄχι, παιδί μου· προτιμότερο νὰ εἶσαι στρατιώτης, δεκανέας τίμιος, παρὰ στρατηγὸς ἄτιμος· προτιμότερο εἶνε νὰ εἶσαι νεωκόρος εὐσεβὴς παρὰ πατριάρχης ἄτιμος. Προτιμότερο εἶνε νὰ εἶσαι φτωχαδάκι, παρὰ πλούσιος μπουζουὰς ἀτιμάζων τὰ πάντα, προτιμότερο νὰ εἶσαι μία κυρία μετὰ τῶν μεγάλων καὶ ὑψηλῶν. Προτιμότερο εἶνε νὰ εἶσαι πτωχὸς μὲ τὸ Χριστό, παρὰ πλούσιος μὲ τὸν διάβολο. Προτιμότερο εἶνε νὰ ζήσῃς μὲ τὴ πτωχεία, μὲ τὴν τιμιότητα, μὲ τὴν εὐσέβειαν μέσα εἰς τὸν κόσμον αὐτόν, μὲ τὸ μέτωπο καθαρό, νὰ εἶσαι τίμιος καὶ εἰλικρινής, παρὰ νὰ εἶσαι δόλιος καὶ ὑποκριτής. Διότι οἱ «πονηρευόμενοι ἐξολοθρευθήσονται» (ἔ.ἀ.), «πονηροὶ δὲ καὶ γόητες ἄνθρωποι προκόψουσι ἐπὶ τὸν χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι» (Β΄ Τιμ. 3,13).

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(πρωϊνὴ ὁμιλία σὲ ἱ. ναὸ τῶν Ἀθηνῶν Κυριακὴ Τελώνου καὶ Φαρισαίου 14-2-1965)

Δημοσιεύθηκε στὴ «Σπίθα» φ. 593

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.