Αυγουστίνος Καντιώτης
Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΦΛΕΓΕΤΑΙ, ΕΚΚΛΗΣΙ ΠΡΟΣ ΒΟΗΘΕΙΑ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ ΤΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ
«ΜΕΛΛΟΝ» Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 1967
Ὁ Γολγοθᾶς ἑνὸς ταπεινοῦ, τοῦ συνεργάτου της εφημερίδος κ. Νάση Ἀλευρᾶ
.
Χειμώνας τοῦ 42. Ὁ βαρύτερος χειμώνας ποὺ εἶχε νὰ δῇ ἡ Ἑλλάδα πάνω ἀπὸ πενῆντα χρόνια κι 120 χρόνια, ποὺ εἶχε νὰ ὑποφέρῃ τέτοια ἀβάσταχτη σκλαβιά.
Ἰταλοί, Γερμανοί, Βούλγαροι κι οἱ συνεργάτες τους, εἶχαν βρῇ τὴν εὐκαιρία νὰ σκυλεύουν πάνω στὸ πτῶμα μιᾶς χῶρας κι ἑνὸς περήφανου λαοῦ, ποὺ πάλαιψε παλληκαρίσια ἐνάντια σὲ πολλαπλάσιους ἐχθρούς καὶ κάμφτηκε τότε μόνον, ὅταν τοῦ κατάφεραν τὸ τελειωτικὸ χτύπημα, χτυπώντας τὸν ἄτιμα καὶ ὕπουλα, πισώπλατα, κι ἐνῷ οἱ πληγές του αἱμμορραοῦσαν καὶ τ’ ἀκροτηριασμένα μέλη του κρέμονταν πρὸς τὰ κάτω μαζὶ μὲ τὰ ράκη τῆς ἀνύπαρκτης φορεσιᾶς του.
Μὰ ἡ ψυχὴ ἐξακολουθοῦσε νἆναι ἀτσαλωμένη, κι ἂς ἦταν τὸ σῶμα, ὀστᾶ περιβεβλημένα μὲ τὸ κιτρινισμένο καὶ σουφρωμένο δέρμα, ἀπ’ τὴν πεῖνα, τὶς κακουχίες καὶ τὰ βασανιστήρια. Ἕνα ζωντανὸ πτῶμα, ποὺ εἶχε ἀκόμα τὴ δύναμη νὰ φωνάζῃ: «Λευτεριὰ ἤ θάνατος»!
Τότε βρῆκαν τὴν εὐκαιρία καὶ οἱ ἄσπονδοι … φίλοι μας στὰ Βαλκάνια, οἱ Βούλγαροι κομιτατζῆδες ν’ ἀρχίσουν πάλι τὸ ἐξοντωτικό τους ἔργο ἐναντία σὲ κάθε τι τὸ ἑλληνικό, μὲ τὸν ἀπώτερο σκοπό, ὅτι δὲν κατώρθωσαν παλιότερα, νὰ τὸ πετύχουν τώρα.
Μάταιες οἱ προσπάθειές τους. Οἱ Ἕλληνες ἀντέδρασαν πάλι, ὅπως στὸν Μακεδονικὸ Ἀγῶνα, ὅπως τὸ 13. Καὶ τὰ σχέδιά τους ματαιώθηκαν γιὰ μιὰν ἀκόμη φορά.
Ἀνάμεσα στὶς τόσες ἀντιδράσεις τους, μιά, ἡ σπουδαιότερη, ἦταν ν’ ἀνατρέψουν τὰ σχέδια τῆς σχισματικῆς βουλγαρικῆς ἐξαρχίας, ποὺ μὲ δόλια καὶ ὕπουλα μέσα, προσπαθοῦσε νὰ παρασύρῃ, πιότερο, τὶς πεινασμένες μάζες τῶν μεγαλουπόλεων, καὶ πιὸ πολύ τοὺς πληθυσμοὺς τῶν παραμεθώριων περιοχῶν, μοιράζοντας μ’ ἁπλοχεριὰ σιτάρι, καλαμπόκι κι ἄλλα τρόφιμα, καθὼς καὶ χρήματα καὶ διάφορα εἴδη ρουχισμοῦ. Καὶ εἶχαν ἐπιτυχία. Καὶ σὲ μερικὰ χωριά, μεγαλύτερη κι ἀπὸ κείνην ἀκόμα, ποὺ ἀρχικὰ προσδοκοῦσαν.
Σ’ ἕνα τέτοιο χωριό, στὰ Ἑλληνοσερβικὰ σύνορα τὸ κακὸ εἶχε παραγίνει. Καὶ ὅσοι ἔμειναν πιστοὶ στὴν Πατρίδα, μὲ τὴν καρδιὰ γεμάτη Ἑλλάδα, ἔβλεπαν μὲ πόνο ψυχῆς, πὼς πολὺ σύντομα, θὰ ἔρχονταν ὁ τελειωτικὸς ἀφανισμὸς τοῦ κάθε τι, ποὺ θύμιζε Ἑλληνικὸν Ἔθνος, Ἑλληνικὴ φυλή!
Πῆραν τὴν ἀπόφαση, λοιπόν, σὲ συνεννόηση καὶ μὲ τὸν παπᾶ τοῦ χωριοῦ, νὰ προσκαλέσουν ἕναν ἱερικήρυκα, καὶ μὲ τὸ χριστιανικὸ κι ἐθνικὸ κήρυγμά του, ἴσως συγκινοῦσε τοὺς παρασυρμένους, ἀπ᾿ τὴ βουλγαροκομιτατζίδικη προπαγάνδα, χωριανούς τους καὶ τοὺς ξανάφερνε στὸ δρόμο τῆς τιμῆς καὶ τοῦ καθήκοντος, στὸ δρόμο ποὺ ὁδήγοῦσε στὴν πραγματικὴ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ἀληθινὴ Πατρίδα!
Ἔγραψαν στὴν Ἀρχιεπισκοπή, στὴν Ἀθήνα, ζητώντας νὰ τοὺς βοηθήση στὶς δύσκολες στιγμὲς ποὺ περνοῦσαν στὸ χωριό τους στέλνοντας ἕναν ἱεροκήρυκα. Ἐκεῖ εἶχαν μαζευτεῖ οἱ περισσότεροι ἱεροκήρυκες, καὶ πάσκιζαν ποιὸς ἀπὸ ποιός, νὰ γίνῃ «Δεσπότης». Κι ὅταν ζήτησε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος νὰ πᾶνε στὴ Μακεδονικὴ ὕπαιθρο, νὰ ποιμάνουν τὸ ἀποφαρνισμένο καὶ χειμαζόμενο ἀπ’ τὶς ξένες προπαγάνδες, ποίμνιο, ὅλοι ἀρνούνταν μὲ διάφορα γελοῖα προσχήματα καὶ κάμνοντας ἐδαφιαίους τεμενάδες, σιγοψιθύριζαν μὲ δέος τὴ θεϊκὴ ἐπίκληση: «Εἰ δυνατόν, παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο!».
Καὶ μόνον ἕνας δέχτηκε καὶ πρόθυμα ξεκίνησε, σὰν ἄλλος Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ν’ ἀνεβῇ ἀπάνου: «στὸ Ἑλληνικό, μὲς στὴ Μακεδονία, νὰ σώσῃ ἀδέρφια ἀπ’ τὴ σκλαβιά, ἀδέλφια σκλαβωμένα…», μὲ τὸ φλογερὸ καὶ πατριωτικό του κήρυγμα: ὁ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.