Αυγουστίνος Καντιώτης



ΔΥΟ ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ – «Διδασκαλε αγαθε, τι αγαθον ποιησω ινα εχω ζωην αιωνιον;» (Ματθ. 19,16)

date Αυγ 18th, 2018 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

1. Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΣ

Ἀπόσπασμα ὁμιλίας τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου τὴν πρωτοχρονιά, στὶς 1.1.1975

————

————-

Κυριακὴ ΙΒ΄ Ματθαίου (Ματθ. 19,16-26)
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

2. Αἰωνιότης!

«Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;» (Ματθ. 19,16)

Κάποιος, ἀγαπητοί μου, πλησιάζει τὸ Χριστό. Δὲν εἶνε γέρος, εἶνε νέος. Φαίνεται συγ­κι­νημένος. Γονατίζει. Τί ἔχει, τί τοῦ συνέ­βη; Εἶ­νε ἀσθενὴς ὁ ἴδιος ἢ κάποιος δι­κός του καὶ ἔρ­χεται νὰ ζητήσῃ βοήθεια; Ὄ­χι, δὲν ἔχει προβλήματα ὑγείας. Οὔτε οἰ­κονομικὸ ζήτη­μα τὸν ἀ­πασχολεῖ· εἶνε πλούσι­ος καὶ ἀπὸ τοὺς ἄρχον­τες τοῦ τόπου. Καὶ ὅ­μως αὐτὰ δὲν τὸν ἀναπαύ­ουν. Ἔ­χει ἄλ­λες ἀνησυχίες. Ἡ καρδιά του νιώθει ὑπεργή­ινους ἔ­ρωτες! Ἐρωτηματικὰ με­γάλα προβάλ­λουν ἐμ­πρός του καὶ ζητοῦν λύσι. Μέσα σὲ τόσα ὑλι­κὰ ἀγαθά, αὐτὸς πεινᾷ καὶ διψᾷ. Τί; Τὴν αἰώνιο ζωή! Αὐτὴν ποθεῖ καὶ γι᾿ αὐτὴν ἐ­ρω­τᾷ τὸ Ναζωραῖο· «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀ­γα­θὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;» (Ματθ. 19,16).
Αἰώνιος ζωή, αἰωνιότης! Ἐκεῖ ἂς στρέψουμε κ᾽ ἐμεῖς τὸν λόγο καὶ εἴθε κάποια ψυχὴ νὰ ὑ­­ψωθῇ ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς ὕλης καὶ νὰ αἰ­σθανθῇ ἐκεῖνο ποὺ διεκήρυξε ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. 13,14).

* * *

Τί ὑπάρχει πέρα ἀπ᾽ τὸν τάφο; Ἰδού, ἀγαπη­τοί μου, ἐρώτημα ποὺ τίθεται σὲ κάθε ἄν­θρωπο. Γιατὶ ὁ θάνατος εἶνε διαρκῶς μπροστά μας! Κοιμᾶσαι καὶ μεσάνυχτα σὲ ξυπνάει μιὰ σειρήνα· κάποιος στὴ γειτονιὰ πέθανε. Σηκώνεσαι τὸ πρωί, ἀγοράζεις ἐ­φημερίδα καὶ διαβάζεις ἀγγελτήρια κηδειῶν. Περπατᾷς στὸ δρόμο καὶ βλέπεις νεκροφόρες ποὺ μεταφέρουν σώ­ματα γιὰ νὰ καταλάβουν κάπου ἐκεῖ μιὰ στενὴ λουρίδα γῆς· σώμα­τα ποιῶν; ἐκείνων ποὺ ὅ­ταν ζοῦσαν ἀγόραζαν τετράγωνα οἰκοπέδων καὶ ἔ­χτιζαν πολυκα­τοι­κίες. Βγαίνεις στὴν ὕπαιθρο κι ἀκοῦς πένθιμο σήμαν­τρο ἀπὸ ἐξωκκλήσι ποὺ μεταδίδει στὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια τὴν εἴδησι τοῦ θανάτου ἑνὸς ἀθῴου βοσκοῦ. Ταξιδεύεις μὲ ὑπερωκεάνιο κ᾽ οἱ ναῦ­τες ῥίχνουν στὴ θάλασσα πτῶμα ἐ­­πιβάτου, ποὺ ὁ θάνατος διέκοψε τὸ ταξίδι γιὰ τὶς νέες χῶ­ρες γιὰ νὰ τοῦ δώσῃ εἰσιτήριο γιὰ τὸν ἄλλο κόσμο. Μπαίνεις σὲ ἀεροπλάνο κι ὅ­ταν προσ­γειώνεται κι ἀνοίγει ἡ πόρτα κατε­βάζουν νεκρὸ κάποιον ποὺ πέθανε τὴν ὥρα τῆς πτήσεως…
Στὴν ξηρά, στὴ θάλασσα, στὸν ἀέρα, παν­τοῦ παραμονεύει ὁ θάνατος. Παντοῦ μνήματα, ἀ­πὸ δυστυχήματα ἢ ἐγκλήματα ἢ πολέμους, καὶ πάνω στοὺς τάφους κλαῖνε χῆρες καὶ ὀρ­φα­νά. Καὶ τότε κι ὁ πιὸ σκληρὸς ἄνθρωπος δι­ε­ρω­τᾶται· Λοιπὸν τί ὑπάρχει πέρα ἀπ᾽ τὸν τάφο;
–Μηδέν! φωνάζει ὁ ὑλιστής. Δίκαιος καὶ ἄ­δικος, εὐσεβὴς καὶ ἀσεβής, ὅλοι καταλήγουν στὸ μηδέν. Πρὸς τί ἑπομένως οἱ ἱδρῶτες, οἱ κό­ποι καὶ μόχθοι γιὰ τὴν ἀ­ρετή; «Φάγωμεν καὶ πί­ωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν»… (Ἠσ. 22,13. Α΄ Κορ. 15,32).
Ἰδοὺ τὸ σύνθημα, ἡ σημαία ποὺ ὑψώνει ὁ ὑ­λισμός. Ἄλλη ὅμως εἶνε ἡ σώφρων ἀπάντησις. Τὸ μηδὲν εἶνε ἀπαράδεκτο, ὁ θάνατος δὲν εἶ­νε ἐκμηδένισις τοῦ ἀνθρώπου. Ὥστε μη­δὲν ὁ ἄνθρωπος; Ὄχι! ἀ­κούγον­ται σοβα­ρὲς φωνές.
⃝ Ὄχι! φωνάζει ἡ λογική. Ποιός τεχνίτης κατα­σκευάζει πολύπλοκη μηχανὴ καὶ τοποθετεῖ ἔ­στω καὶ ἕνα μικρὸ τροχό, ἂν αὐτὸς δὲν ἔχῃ προορισμό; Καὶ ἂν τέτοιο σφάλμα δὲν κάνῃ ὁ ἄνθρωπος, θὰ τὸ κάνῃ ὁ Δημιουργός, ὁ πάνσο­φος τεχνίτης τοῦ παντός; Ἐρωτῶ ἀ­κόμη· Ἂν ὁ ἄνθρωπος καταλήγῃ στὸ μηδέν, τότε γιατί νὰ προικιστῇ μὲ θαυμαστὸ νοῦ, μὲ ἐλευθερία, μὲ τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεως πρὸ παντός; Ὤ ἡ συνείδησις! Διέπραξε κάποιος ἕνα ἔγκλημα καὶ δὲν τὸν εἶδε κανείς, ἐξ­αφάνισε ὅλα τὰ ἴχνη. Ἀλ­λὰ ξαφνικὰ ἡ συνείδη­σι τοῦ φωνάζει· Ἐγ­κλημα­τία Κάϊν, «ποῦ εἶνε ὁ ἀδελφός σου;» (Γέν. 4,9). Αὐ­τὴ ἡ φωνὴ εἶνε ὁ τάφος τοῦ ὑλισμοῦ.
⃝ Ὄχι δὲν τελειώνει στὸν τάφο ὁ ἄνθρωπος, φωνάζει ἡ λογική. Ὄχι ὅμως φωνάζει καὶ ἡ ψυ­χολογία τῶν λαῶν, ποὺ ἐρευνᾷ καὶ ἀνακαλύπτει, ὅτι στὴν καρδιὰ καὶ τοῦ πιὸ ἀγρίου τῆς Ἀ­­φρικῆς ὑπάρχει ἡ πεποίθησις «Εἶμαι ἀθάνα­τος· κι ἂν καῶ, κι ἂν μὲ φᾶνε τὰ ὄρνεα, κι ἂν ἀπ᾽ τὸ σῶμα μου δὲ μείνῃ οὔτε μόριο, ἐγὼ ὑ­πάρχω, ἐξακολουθῶ νὰ ζῶ ὡς πνεῦμα ἀθάνατο σὲ ἄλλο κόσμο». Ἐνῷ ὅλα πεθαίνουν γύρω, ἐκεῖνος ποὺ δὲν τὸν μόλυνε ἡ ἀπιστία ἀ­κούει μέσα σου τὴ μυστηριώδη φωνή· Ἄν­θρωπε, πλάστηκες γιὰ τὴν αἰωνιότητα!…
⃝ Ἀλλὰ καὶ ἡ φιλοσοφία μὲ τοὺς μεγαλυτέρους ἐκπροσώπους της ἔρχεται νὰ μαρτυρήσῃ, ὅτι πέρα τοῦ τάφου δὲν ἁπλώνεται Σαχάρα ἀνυπαρξίας. Ὁ Κικέρων ἔλεγε· «Ἡ φύσις δὲ μᾶς ἔ­βαλε σὲ τοῦτο τὸν κόσμο γιὰ νὰ τὸν κατοικοῦ­με παντοτινὰ ἀλλὰ παροδικά. Τί ὡραία ἡ­μέρα θὰ εἶνε ὅταν θ᾽ ἀποδημήσω πρὸς τὴν οὐ­ράνια ἐ­κείνη ὁμήγυρι, τὸ θεῖο ἐ­κεῖνο συμβού­λιο τῶν ψυχῶν, καὶ θ᾽ ἀπομακρυνθῶ ἀπὸ τὴν τύρβη καὶ τὸ βόρβορο τῆς γῆς!». Ὁ δὲ Σωκράτης, λίγες στιγμὲς πρὶν τὸ θάνατό του, φιλοσοφεῖ. «Πηγαίνω», λέει, «πρὸς τὴν αἰωνιότη­τα. Ἐκεῖ θὰ συναντήσω ἀνωτέρους δικαστάς, τὸν Μίνω, τὸν Ῥαδάμανθυ, τὸν Αἰακό. Αὐτοὶ θὰ μὲ κρί­­νουν καὶ θὰ μοῦ ἀ­ποδώσουν τὸ δίκαιό μου».
Ὦ αἰωνιότης! γιὰ σένα μαρτυροῦν ἡ λογική, ἡ ψυχολογία, ἡ φιλοσοφία, ἡ ἱστορία, μύρι­ες φωνές. Πάνω ἀπ᾽ ὅλα ὅμως ἀκούγεται ἡ φω­νὴ ἑνός! Ὁ ἕνας αὐτὸς εἶνε «ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς» (Ἰω. 6,41. Ἐφ. 4,10), ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Μίλησε γιὰ τὴν ὕπαρξι ἄλλου κόσμου μὲ τόση βεβαιότητα μὲ ὅση μιλοῦμε ἡμεῖς γιὰ τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα μας ὅπου εἴδαμε τὸ πρῶτο φῶς. Κι ἂν δὲν πιστέψουμε στὸ Χριστό, σὲ ποιόν νὰ πιστέψουμε; στὶς αἰσθήσεις ποὺ πολλὲς φο­ρὲς μᾶς ἀπατοῦν, ἢ στὴν ἐπιστήμη ποὺ κάθε τόσο ἀναιρεῖ τὸν ἑαυτό της; Δὲν ὑπάρχει πιὸ ἔγ­κυρη μαρτυρία ἀπὸ τὴ μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ· αὐτὴ εἶνε ἡ βεβαίωσις τοῦ Ἀψευδοῦς.
Ὦ Ἰησοῦ! σύ, ποὺ ἀπ᾽ τὸ στόμα σου ἡ ἀλήθεια βγῆκε σὰν διαυγὴς ποταμός, σὺ ἀπάν­τησε στὸ φλέγον ἐρώτημά μας· Ὑπάρχει ἢ δὲν ὑ­πάρχει πέρα τοῦ τάφου ζωή; ὑπάρχει αἰωνι­ότης, ναὶ ἢ ὄχι; «ΝΑΙ», ἀπαντᾷ τὸ ἀψευδὲς στό­μα τοῦ Κυρίου. Ὑπάρχει αἰωνιότης! Ἀνοῖξτε τὴν Καινὴ Διαθήκη σας καὶ θὰ δῆτε, ὅτι ἡ αἰώνιος ζωή, ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, εἶνε τὸ θέμα ὅλης τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἰησοῦ. Αὐτὴ ἦ­ταν στὴ σκέψι του, αὐτὴ ζοῦσε στὴν καρδιά του, αὐτὴ χρωμάτιζε τὰ λόγια του, αὐτὴ ἦρθε στὰ χείλη του καὶ τὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ἐπιγείου ζωῆς του. Στὸν μετανοημένο λῃστὴ εἶ­πε· «Ἀ­μὴν λέγω σοι, σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ πα­ραδείσῳ» (Λουκ. 23,43)· σὲ βεβαιώνω δηλαδή, ὅτι σήμερα, πρὶν ἀκόμη δύσῃ ὁ ἥλιος τῆς ἡμέρας αὐτῆς, θὰ εἶσαι μαζί μου στὸν παράδεισο.
Καὶ τί εἶνε ὁ παράδεισος; Ἂς ἀφήσουμε τὰ ψευδο – εὐαγγέλια τῶν χιλιαστῶν καὶ τὰ Κορά­νια νὰ φλυαροῦν περὶ ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ὁ πα­ρά­δεισος τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶνε ὁ παράδεισος τοῦ Μωάμεθ. Ὁ Χριστὸς μᾶς εἶπε, ὅτι ὅλα μαζὶ τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου τούτου δὲν ἀντισταθμίζουν οὔτε μιὰ σταγόνα τῆς μακαρίας ἐκείνης ζωῆς· ἀλλὰ δὲν μᾶς τὴν περιγράφει. Διότι, ἁπλούστατα, ξεπερνᾷ κάθε περιγραφή. Ἀνεξιχνίαστοι οἱ θησαυροί της, ἀ­κατάληπτη ἡ δόξα της. Δὲν ὑπάρχει στὴ γῆ κάτι ὅμοιο γιὰ νὰ χρησιμεύ­σῃ ὡς ἀκριβὴς εἰ­κόνα τοῦ κόσμου ἐκείνου.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ γιὰ τὴν ἁγιότητά του «ἡρπάγη» ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα κι ἀξι­ώ­θηκε γιὰ λίγο νὰ βρεθῇ στὸν παράδεισο, ἀ­δυνατεῖ, ὁ εὔγλωττος αὐτὸς κῆρυξ τοῦ εὐαγγελίου, νὰ μᾶς δώσῃ περιγραφή· ἄναυδος ἐμ­πρὸς στὸ μεγαλεῖο τῆς αἰωνιότητος, λέει μόνο, ὅτι τὰ ἀγαθὰ ἐκεῖνα, ποὺ ἑτοίμασε ὁ Θεὸς γι᾽ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀγαποῦν, μάτι δὲν τὰ εἶδε, αὐτὶ δὲν τὰ ἄκουσε καὶ γλῶσσα ῥήτορος δὲν μπορεῖ νὰ τὰ περιγράψῃ. «Ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β΄ Κορ. 12,4).
Ὦ αἰωνιότης! Ὅλοι αἰωρούμεθα πάνω ἀπὸ σένα, κρεμώμαστε ἀπὸ μιὰ λεπτὴ κλωστή· καὶ ἡ κλωστὴ αὐτὴ εἶνε ἡ παροῦσα ζωή! Ἦρθε ὁ θάνατος, κόπηκε ἡ κλωστή; ἀμέσως βρεθήκαμε στὴν αἰωνιότητα, σὲ θέσι ποὺ ὁ καθένας μας προετοίμασε ἐδῶ μὲ τὰ ἔργα του.

* * *

Ἀγαπητοί μου! Ἡ πατρίδα μας ἀπὸ τὴν ἀρ­χαιότητα κήρυττε τὴν ἀθανασία, πίστευε στὴν αἰωνιότητα, καὶ αὐτὴ φωτίζει τὶς σελίδες τῆς ἱστορίας της. Στὴ χώρα αὐτὴ ἡ ὕλη δὲν ἦταν σκοπός, ἀλλὰ μέσον γιὰ τὴ δόξα τοῦ πνεύματος, μαρτυρία ἀθανασίας καὶ αἰωνιότητος.
Πρὶν ἀπὸ τὴ μάχη τοῦ Κιλκίς, τὸ 1913, ὅπου ἐκρίνετο τὸ μέλλον τῆς Ἑλλάδος στὰ Βαλκάνια, εἶχαν συγκεντρωθῆ νύχτα στὴ σκηνὴ τοῦ βασιλέως στρατηλάτου ὅλοι οἱ ἀνώτεροι ἀξιω­ματικοὶ καὶ ἔπαιρναν ὁδηγίες. –Αὔριο τὸ Κιλκὶς πρέπει νὰ πέσῃ! εἶπε ὁ βασιλεύς. Οἱ ἀξιωματικοὶ ἀμίλητοι εἶχαν πάρει τὴν ἀπόφασί τους καὶ ἕνας ἐκ μέρους ὅλων ἀπήν­τησε· –Μεγαλειότατε, ἀφοῦ τὸ διατάσσει ἡ Ἑλ­λάς, τὸ Κιλκὶς θὰ πέσῃ. Καλὴν ἀντάμωσι στὴν αἰωνιότητα!… Τὴν ἑπομένη τὸ Κιλκὶς ἔπεφτε, ἀλλὰ οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἄνδρες ἐκείνους δὲν ὑπῆρχαν πλέον στὴ ζωή.
Ἀνέφερα τὸ ἀνέκδοτο αὐτό, γιὰ νὰ δῆτε πόσο ζωηρὴ ἦταν στὶς καρδιὲς τῶν ἡρώων μας ἡ πίστι στὴν αἰωνιότητα. Γεννᾶται ὅμως τὸ ἐρώτημα· Σήμερα πιστεύ­ουμε στὴν αἰωνιότητα; ἢ ἀρχίσαμε ν᾽ ἀπεμπο­λοῦμε αὐτὴ τὴν προγονική μας κληρονομιά;…

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Γραπτὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία μεταδόθηκε ἀπὸ τὸν ῾Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ Λαρίσσης τὸ 1949 στὴν καθαρεύουσα. Μεταγλώττισις καὶ σύντμησις 4-9-2011.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.