ΔΥΟ ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ – «Διδασκαλε αγαθε, τι αγαθον ποιησω ινα εχω ζωην αιωνιον;» (Ματθ. 19,16)
1. Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΣ
Ἀπόσπασμα ὁμιλίας τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου τὴν πρωτοχρονιά, στὶς 1.1.1975
————
————-
Κυριακὴ ΙΒ΄ Ματθαίου (Ματθ. 19,16-26)
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
2. Αἰωνιότης!
«Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;» (Ματθ. 19,16)
Κάποιος, ἀγαπητοί μου, πλησιάζει τὸ Χριστό. Δὲν εἶνε γέρος, εἶνε νέος. Φαίνεται συγκινημένος. Γονατίζει. Τί ἔχει, τί τοῦ συνέβη; Εἶνε ἀσθενὴς ὁ ἴδιος ἢ κάποιος δικός του καὶ ἔρχεται νὰ ζητήσῃ βοήθεια; Ὄχι, δὲν ἔχει προβλήματα ὑγείας. Οὔτε οἰκονομικὸ ζήτημα τὸν ἀπασχολεῖ· εἶνε πλούσιος καὶ ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τοῦ τόπου. Καὶ ὅμως αὐτὰ δὲν τὸν ἀναπαύουν. Ἔχει ἄλλες ἀνησυχίες. Ἡ καρδιά του νιώθει ὑπεργήινους ἔρωτες! Ἐρωτηματικὰ μεγάλα προβάλλουν ἐμπρός του καὶ ζητοῦν λύσι. Μέσα σὲ τόσα ὑλικὰ ἀγαθά, αὐτὸς πεινᾷ καὶ διψᾷ. Τί; Τὴν αἰώνιο ζωή! Αὐτὴν ποθεῖ καὶ γι᾿ αὐτὴν ἐρωτᾷ τὸ Ναζωραῖο· «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;» (Ματθ. 19,16).
Αἰώνιος ζωή, αἰωνιότης! Ἐκεῖ ἂς στρέψουμε κ᾽ ἐμεῖς τὸν λόγο καὶ εἴθε κάποια ψυχὴ νὰ ὑψωθῇ ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς ὕλης καὶ νὰ αἰσθανθῇ ἐκεῖνο ποὺ διεκήρυξε ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. 13,14).
* * *
Τί ὑπάρχει πέρα ἀπ᾽ τὸν τάφο; Ἰδού, ἀγαπητοί μου, ἐρώτημα ποὺ τίθεται σὲ κάθε ἄνθρωπο. Γιατὶ ὁ θάνατος εἶνε διαρκῶς μπροστά μας! Κοιμᾶσαι καὶ μεσάνυχτα σὲ ξυπνάει μιὰ σειρήνα· κάποιος στὴ γειτονιὰ πέθανε. Σηκώνεσαι τὸ πρωί, ἀγοράζεις ἐφημερίδα καὶ διαβάζεις ἀγγελτήρια κηδειῶν. Περπατᾷς στὸ δρόμο καὶ βλέπεις νεκροφόρες ποὺ μεταφέρουν σώματα γιὰ νὰ καταλάβουν κάπου ἐκεῖ μιὰ στενὴ λουρίδα γῆς· σώματα ποιῶν; ἐκείνων ποὺ ὅταν ζοῦσαν ἀγόραζαν τετράγωνα οἰκοπέδων καὶ ἔχτιζαν πολυκατοικίες. Βγαίνεις στὴν ὕπαιθρο κι ἀκοῦς πένθιμο σήμαντρο ἀπὸ ἐξωκκλήσι ποὺ μεταδίδει στὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια τὴν εἴδησι τοῦ θανάτου ἑνὸς ἀθῴου βοσκοῦ. Ταξιδεύεις μὲ ὑπερωκεάνιο κ᾽ οἱ ναῦτες ῥίχνουν στὴ θάλασσα πτῶμα ἐπιβάτου, ποὺ ὁ θάνατος διέκοψε τὸ ταξίδι γιὰ τὶς νέες χῶρες γιὰ νὰ τοῦ δώσῃ εἰσιτήριο γιὰ τὸν ἄλλο κόσμο. Μπαίνεις σὲ ἀεροπλάνο κι ὅταν προσγειώνεται κι ἀνοίγει ἡ πόρτα κατεβάζουν νεκρὸ κάποιον ποὺ πέθανε τὴν ὥρα τῆς πτήσεως…
Στὴν ξηρά, στὴ θάλασσα, στὸν ἀέρα, παντοῦ παραμονεύει ὁ θάνατος. Παντοῦ μνήματα, ἀπὸ δυστυχήματα ἢ ἐγκλήματα ἢ πολέμους, καὶ πάνω στοὺς τάφους κλαῖνε χῆρες καὶ ὀρφανά. Καὶ τότε κι ὁ πιὸ σκληρὸς ἄνθρωπος διερωτᾶται· Λοιπὸν τί ὑπάρχει πέρα ἀπ᾽ τὸν τάφο;
–Μηδέν! φωνάζει ὁ ὑλιστής. Δίκαιος καὶ ἄδικος, εὐσεβὴς καὶ ἀσεβής, ὅλοι καταλήγουν στὸ μηδέν. Πρὸς τί ἑπομένως οἱ ἱδρῶτες, οἱ κόποι καὶ μόχθοι γιὰ τὴν ἀρετή; «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν»… (Ἠσ. 22,13. Α΄ Κορ. 15,32).
Ἰδοὺ τὸ σύνθημα, ἡ σημαία ποὺ ὑψώνει ὁ ὑλισμός. Ἄλλη ὅμως εἶνε ἡ σώφρων ἀπάντησις. Τὸ μηδὲν εἶνε ἀπαράδεκτο, ὁ θάνατος δὲν εἶνε ἐκμηδένισις τοῦ ἀνθρώπου. Ὥστε μηδὲν ὁ ἄνθρωπος; Ὄχι! ἀκούγονται σοβαρὲς φωνές.
⃝ Ὄχι! φωνάζει ἡ λογική. Ποιός τεχνίτης κατασκευάζει πολύπλοκη μηχανὴ καὶ τοποθετεῖ ἔστω καὶ ἕνα μικρὸ τροχό, ἂν αὐτὸς δὲν ἔχῃ προορισμό; Καὶ ἂν τέτοιο σφάλμα δὲν κάνῃ ὁ ἄνθρωπος, θὰ τὸ κάνῃ ὁ Δημιουργός, ὁ πάνσοφος τεχνίτης τοῦ παντός; Ἐρωτῶ ἀκόμη· Ἂν ὁ ἄνθρωπος καταλήγῃ στὸ μηδέν, τότε γιατί νὰ προικιστῇ μὲ θαυμαστὸ νοῦ, μὲ ἐλευθερία, μὲ τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεως πρὸ παντός; Ὤ ἡ συνείδησις! Διέπραξε κάποιος ἕνα ἔγκλημα καὶ δὲν τὸν εἶδε κανείς, ἐξαφάνισε ὅλα τὰ ἴχνη. Ἀλλὰ ξαφνικὰ ἡ συνείδησι τοῦ φωνάζει· Ἐγκληματία Κάϊν, «ποῦ εἶνε ὁ ἀδελφός σου;» (Γέν. 4,9). Αὐτὴ ἡ φωνὴ εἶνε ὁ τάφος τοῦ ὑλισμοῦ.
⃝ Ὄχι δὲν τελειώνει στὸν τάφο ὁ ἄνθρωπος, φωνάζει ἡ λογική. Ὄχι ὅμως φωνάζει καὶ ἡ ψυχολογία τῶν λαῶν, ποὺ ἐρευνᾷ καὶ ἀνακαλύπτει, ὅτι στὴν καρδιὰ καὶ τοῦ πιὸ ἀγρίου τῆς Ἀφρικῆς ὑπάρχει ἡ πεποίθησις «Εἶμαι ἀθάνατος· κι ἂν καῶ, κι ἂν μὲ φᾶνε τὰ ὄρνεα, κι ἂν ἀπ᾽ τὸ σῶμα μου δὲ μείνῃ οὔτε μόριο, ἐγὼ ὑπάρχω, ἐξακολουθῶ νὰ ζῶ ὡς πνεῦμα ἀθάνατο σὲ ἄλλο κόσμο». Ἐνῷ ὅλα πεθαίνουν γύρω, ἐκεῖνος ποὺ δὲν τὸν μόλυνε ἡ ἀπιστία ἀκούει μέσα σου τὴ μυστηριώδη φωνή· Ἄνθρωπε, πλάστηκες γιὰ τὴν αἰωνιότητα!…
⃝ Ἀλλὰ καὶ ἡ φιλοσοφία μὲ τοὺς μεγαλυτέρους ἐκπροσώπους της ἔρχεται νὰ μαρτυρήσῃ, ὅτι πέρα τοῦ τάφου δὲν ἁπλώνεται Σαχάρα ἀνυπαρξίας. Ὁ Κικέρων ἔλεγε· «Ἡ φύσις δὲ μᾶς ἔβαλε σὲ τοῦτο τὸν κόσμο γιὰ νὰ τὸν κατοικοῦμε παντοτινὰ ἀλλὰ παροδικά. Τί ὡραία ἡμέρα θὰ εἶνε ὅταν θ᾽ ἀποδημήσω πρὸς τὴν οὐράνια ἐκείνη ὁμήγυρι, τὸ θεῖο ἐκεῖνο συμβούλιο τῶν ψυχῶν, καὶ θ᾽ ἀπομακρυνθῶ ἀπὸ τὴν τύρβη καὶ τὸ βόρβορο τῆς γῆς!». Ὁ δὲ Σωκράτης, λίγες στιγμὲς πρὶν τὸ θάνατό του, φιλοσοφεῖ. «Πηγαίνω», λέει, «πρὸς τὴν αἰωνιότητα. Ἐκεῖ θὰ συναντήσω ἀνωτέρους δικαστάς, τὸν Μίνω, τὸν Ῥαδάμανθυ, τὸν Αἰακό. Αὐτοὶ θὰ μὲ κρίνουν καὶ θὰ μοῦ ἀποδώσουν τὸ δίκαιό μου».
Ὦ αἰωνιότης! γιὰ σένα μαρτυροῦν ἡ λογική, ἡ ψυχολογία, ἡ φιλοσοφία, ἡ ἱστορία, μύριες φωνές. Πάνω ἀπ᾽ ὅλα ὅμως ἀκούγεται ἡ φωνὴ ἑνός! Ὁ ἕνας αὐτὸς εἶνε «ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς» (Ἰω. 6,41. Ἐφ. 4,10), ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Μίλησε γιὰ τὴν ὕπαρξι ἄλλου κόσμου μὲ τόση βεβαιότητα μὲ ὅση μιλοῦμε ἡμεῖς γιὰ τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα μας ὅπου εἴδαμε τὸ πρῶτο φῶς. Κι ἂν δὲν πιστέψουμε στὸ Χριστό, σὲ ποιόν νὰ πιστέψουμε; στὶς αἰσθήσεις ποὺ πολλὲς φορὲς μᾶς ἀπατοῦν, ἢ στὴν ἐπιστήμη ποὺ κάθε τόσο ἀναιρεῖ τὸν ἑαυτό της; Δὲν ὑπάρχει πιὸ ἔγκυρη μαρτυρία ἀπὸ τὴ μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ· αὐτὴ εἶνε ἡ βεβαίωσις τοῦ Ἀψευδοῦς.
Ὦ Ἰησοῦ! σύ, ποὺ ἀπ᾽ τὸ στόμα σου ἡ ἀλήθεια βγῆκε σὰν διαυγὴς ποταμός, σὺ ἀπάντησε στὸ φλέγον ἐρώτημά μας· Ὑπάρχει ἢ δὲν ὑπάρχει πέρα τοῦ τάφου ζωή; ὑπάρχει αἰωνιότης, ναὶ ἢ ὄχι; «ΝΑΙ», ἀπαντᾷ τὸ ἀψευδὲς στόμα τοῦ Κυρίου. Ὑπάρχει αἰωνιότης! Ἀνοῖξτε τὴν Καινὴ Διαθήκη σας καὶ θὰ δῆτε, ὅτι ἡ αἰώνιος ζωή, ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, εἶνε τὸ θέμα ὅλης τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἰησοῦ. Αὐτὴ ἦταν στὴ σκέψι του, αὐτὴ ζοῦσε στὴν καρδιά του, αὐτὴ χρωμάτιζε τὰ λόγια του, αὐτὴ ἦρθε στὰ χείλη του καὶ τὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ἐπιγείου ζωῆς του. Στὸν μετανοημένο λῃστὴ εἶπε· «Ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ» (Λουκ. 23,43)· σὲ βεβαιώνω δηλαδή, ὅτι σήμερα, πρὶν ἀκόμη δύσῃ ὁ ἥλιος τῆς ἡμέρας αὐτῆς, θὰ εἶσαι μαζί μου στὸν παράδεισο.
Καὶ τί εἶνε ὁ παράδεισος; Ἂς ἀφήσουμε τὰ ψευδο – εὐαγγέλια τῶν χιλιαστῶν καὶ τὰ Κοράνια νὰ φλυαροῦν περὶ ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ὁ παράδεισος τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶνε ὁ παράδεισος τοῦ Μωάμεθ. Ὁ Χριστὸς μᾶς εἶπε, ὅτι ὅλα μαζὶ τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου τούτου δὲν ἀντισταθμίζουν οὔτε μιὰ σταγόνα τῆς μακαρίας ἐκείνης ζωῆς· ἀλλὰ δὲν μᾶς τὴν περιγράφει. Διότι, ἁπλούστατα, ξεπερνᾷ κάθε περιγραφή. Ἀνεξιχνίαστοι οἱ θησαυροί της, ἀκατάληπτη ἡ δόξα της. Δὲν ὑπάρχει στὴ γῆ κάτι ὅμοιο γιὰ νὰ χρησιμεύσῃ ὡς ἀκριβὴς εἰκόνα τοῦ κόσμου ἐκείνου.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ γιὰ τὴν ἁγιότητά του «ἡρπάγη» ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα κι ἀξιώθηκε γιὰ λίγο νὰ βρεθῇ στὸν παράδεισο, ἀδυνατεῖ, ὁ εὔγλωττος αὐτὸς κῆρυξ τοῦ εὐαγγελίου, νὰ μᾶς δώσῃ περιγραφή· ἄναυδος ἐμπρὸς στὸ μεγαλεῖο τῆς αἰωνιότητος, λέει μόνο, ὅτι τὰ ἀγαθὰ ἐκεῖνα, ποὺ ἑτοίμασε ὁ Θεὸς γι᾽ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀγαποῦν, μάτι δὲν τὰ εἶδε, αὐτὶ δὲν τὰ ἄκουσε καὶ γλῶσσα ῥήτορος δὲν μπορεῖ νὰ τὰ περιγράψῃ. «Ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β΄ Κορ. 12,4).
Ὦ αἰωνιότης! Ὅλοι αἰωρούμεθα πάνω ἀπὸ σένα, κρεμώμαστε ἀπὸ μιὰ λεπτὴ κλωστή· καὶ ἡ κλωστὴ αὐτὴ εἶνε ἡ παροῦσα ζωή! Ἦρθε ὁ θάνατος, κόπηκε ἡ κλωστή; ἀμέσως βρεθήκαμε στὴν αἰωνιότητα, σὲ θέσι ποὺ ὁ καθένας μας προετοίμασε ἐδῶ μὲ τὰ ἔργα του.
* * *
Ἀγαπητοί μου! Ἡ πατρίδα μας ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα κήρυττε τὴν ἀθανασία, πίστευε στὴν αἰωνιότητα, καὶ αὐτὴ φωτίζει τὶς σελίδες τῆς ἱστορίας της. Στὴ χώρα αὐτὴ ἡ ὕλη δὲν ἦταν σκοπός, ἀλλὰ μέσον γιὰ τὴ δόξα τοῦ πνεύματος, μαρτυρία ἀθανασίας καὶ αἰωνιότητος.
Πρὶν ἀπὸ τὴ μάχη τοῦ Κιλκίς, τὸ 1913, ὅπου ἐκρίνετο τὸ μέλλον τῆς Ἑλλάδος στὰ Βαλκάνια, εἶχαν συγκεντρωθῆ νύχτα στὴ σκηνὴ τοῦ βασιλέως στρατηλάτου ὅλοι οἱ ἀνώτεροι ἀξιωματικοὶ καὶ ἔπαιρναν ὁδηγίες. –Αὔριο τὸ Κιλκὶς πρέπει νὰ πέσῃ! εἶπε ὁ βασιλεύς. Οἱ ἀξιωματικοὶ ἀμίλητοι εἶχαν πάρει τὴν ἀπόφασί τους καὶ ἕνας ἐκ μέρους ὅλων ἀπήντησε· –Μεγαλειότατε, ἀφοῦ τὸ διατάσσει ἡ Ἑλλάς, τὸ Κιλκὶς θὰ πέσῃ. Καλὴν ἀντάμωσι στὴν αἰωνιότητα!… Τὴν ἑπομένη τὸ Κιλκὶς ἔπεφτε, ἀλλὰ οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἄνδρες ἐκείνους δὲν ὑπῆρχαν πλέον στὴ ζωή.
Ἀνέφερα τὸ ἀνέκδοτο αὐτό, γιὰ νὰ δῆτε πόσο ζωηρὴ ἦταν στὶς καρδιὲς τῶν ἡρώων μας ἡ πίστι στὴν αἰωνιότητα. Γεννᾶται ὅμως τὸ ἐρώτημα· Σήμερα πιστεύουμε στὴν αἰωνιότητα; ἢ ἀρχίσαμε ν᾽ ἀπεμπολοῦμε αὐτὴ τὴν προγονική μας κληρονομιά;…
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Γραπτὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία μεταδόθηκε ἀπὸ τὸν ῾Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ Λαρίσσης τὸ 1949 στὴν καθαρεύουσα. Μεταγλώττισις καὶ σύντμησις 4-9-2011.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.