Αυγουστίνος Καντιώτης



ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ: H ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» & Ο ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ ΤΗΣ (π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ Ν. ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ, ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ ΜΟΝΑΧΟΥ ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗ

Εξαιρετικο κειμενο για τους αγωνες του Μητροπολιτου Φλωρινης Αυγουστινου

απο τον αγιορείτη μοναχο Θεοκλητο Διονυσιατη

http://tribonio.blogspot.com/2018/10/blog-post_49.html

Ένα εξαιρπ. Αυγουστινοςετικό κείμενο για τον μακαριστό Γέροντα Μητροπολίτη Φλωρίνης πατήρ Αυγουστίνο, πραγματική «βόμβα», το οποίο εγράφη το 1964, υπό του περίφημου λόγιου Αγιορείτου Μοναχού Θεόκλητου Διονυσιάτη, αναδημοσιεύουμε σήμερα με ιδιαίτερη χαρά και ικανοποίηση.
Καταγράφει με ακρίβεια την δράση του τότε αρχιμ. πατρός Αυγουστίνου και θα έλεγε κανείς ότι αποτελεί μια αληθινή «ακτινογραφία» του.

Άγνωστο στους πολλούς, θεώρησα καλό να το παρουσιάσω στο Ιστολόγιο, προκείμενου να γίνεται παράδειγμα προς μίμηση, να ξυπνά μνήμες, πηγή γνώσης στους νεώτερους – αγαθής μνήμης στους παλαιότερους, και ν΄ αποτελεί σύμβολο ασυμβίβαστου αγώνα και θυσίας για την Αγία μας Εκκλησία αλλά και την γλυκιά μας Πατρίδα, στους δυσχίμαιρους χρόνους που έρχονται.

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

H ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» & Ο ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ ΤΗΣ

ΠΗΓΗ : «ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», έτος 29ο, 1964, αριθ. 331-332, σσ. 81-88.  Toῦ Ἁγιορείτου μοναχού Θεόκλητου Διονυσιάτη,

(Πρῶτο Μέρος, σελ. 81-83)

Αγιορειτικη Βιβλιοθηκη ιστἈνέγνωσα τὴν «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» τοῦ μηνὸς Φεβρουαρίου. Εἶναι ἡ «ἀπολογία» τοῦ π. Αὐγουστίνου. Εἶναι μία ἔκθεσις τῆς δράσεως τοῦ συντάκτου της. Ὄχι ὅμως ὁλόκληρη. Ἀναφέρεται εἰς τὴν εἰκοσαετία τῆς ὑπάρξεώς της.
Ὑπὸ δραματικὰς συνθήκας εἶδε τὸ φῶς τὸ μικρὸν αὐτὸ φύλλον. Τὸ τόσον μαχητικό. Τὸ θερμό, τὸ πηγαῖο, τὸ Ὀρθόδοξο. Τὸ παλλόμενο ἀπὸ πατερικὸν ζῆλο.
Εἰς τὴν ἔκθεσιν τοῦ εἰκοσαετοῦς βίου τῆς «ΣΠΙΘΑΣ» δὲν προβαίνει ὁ π. Αὐγουστῖνος «ἀπὸ κενόδοξο περιαυτολογία». Γίνεται διὰ τοὺς πάντοτε μὴ ἀπουσιάζοντας «ψευδαδέλφους». Δι᾽ἐκείνους τοὺς στείρους καὶ ἐνταυτῷ βασκάνους τῶν καλῶν.
Ὁ πατὴρ τῆς μικροσκοπικῆς «ΣΠΙΘΑΣ» μᾶς λέγει, ὅτι τὸ φύλλον δὲν ἐγεννήθη «ἐν πάσῃ ἠρεμίᾳ ἐντὸς γραφείου ἀρθρογράφου, φιλοσοφοῦντος μετὰ πάσης ἀνέσεως». Τῆς ἐκδόσεως τῆς «ΣΠΙΘΑΣ» προηγήθη «ἐπώδυνος πνευματικὸς τοκετός. Διότι τέκνον πόνου καὶ δακρύων εἶναι ἡ «ΣΠΙΘΑ».
Δὲν ἀμφιβάλλομεν. Καὶ εἴμεθα εἰς θέσιν νὰ γνωρίζωμεν, ὅτι καὶ ἐν συνεχείᾳ κάθε ἔκδοσις της προήρχετο ἐξ ἐπωδύνου τοκετοῦ καὶ δακρύων. Ἐνιστάμεθα μόνον διὰ τὸν τίτλον. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ εἶναι σημεῖον τῆς μετριοφροσύνης τοῦ συντάκτου της. Διότι ἡ «Χριστιανικὴ Σπίθα» δὲν εἶναι σπίθα, ἀλλὰ φλόγες, φλόγες ὀρθοδόξως καιομένης καρδίας. Καὶ τὸ θαυμαστὸν, εἶναι ὅτι διετηρήθη ἐν τῇ θερμότητί της. Μέγα τὸ νὰ κρατῇ κανεὶς τὸν πυρσὸν ἄσβεστον διὰ τοῦ χρόνου. Μέγιστον νὰ αὐξάνῃ τὸ πῦρ, νὰ δαπανᾷ τὰ σάπια καὶ αὐτὸ μηδέποτε νὰ δαπανᾶται. Καὶ τοῦτο ἀποἀποδεικνύει τὴν ἐνυπόστατον, ὄχι ἐνθουσιαστικὴν καὶ φευγαλέα, φύσιν του.

Τὸ χριστιανικὸ αἴτημα ἔγκειτει εἰς τὴν διατήρησιν ἢ συντήρησιν τοῦ πυρός, τὸ ὁποῖον ἦλθε νὰ ἀνάψῃ ὁ Χριστὸς ἐπὶ τῆς γῆς. Πόσοι δὲν ἐπέρασαν ἀπὸ ἐνθουσιασμόν, ἀπὸ θέρμην; Ὁ βίος, ὁ χρόνος, οἱ μέριμνες, οἱ ἁμαρτίες τῶν λογισμῶν, τὰ πάθη, ἡ ἀμέλεια, ἡ λήθη, ἡ ἄγνοια, ἔσβυσαν τὴν λαμπάδα. Καὶ ἐνταῦθεν ἡ νέκρωσις τῆς ψυχῆς, τὸ πνευματικὸν σκότος. «Ἔστωσαν οἱ ὀσφύες ὑμῶν περιεζωσμέναι καὶ οἱ λύχνοι καιόμενοι». Οἱ πέντε παρθένοι κατεκρίθησαν διότι δὲν διετήρησαν τὴν λαμπάδα ἀναμμένη…

 *    *   *

Προφήτης ὑπῆρξε ὁ π. Αὐγουστῖνος καὶ ὄρχαμος λαοῦ δεδουλωμένου. Καὶ μάρτυς τῇ προαιρέσει. Καὶ πυρσὸς εὐσεβείας καὶ εὐαγγελιστὴς μέσα εἰς τὰ σκότη τῆς μικρᾶς ἐθνικῆς νυκτός. Καὶ ἄγγελος παρήγορος τῶν ἀπελπισμένων. Καὶ τοῦτο ὄχι ἄνευ κινδύνου. «Ὁσάκις ἐκήρυττον ἠγνόουν ἐὰν θὰ κατηρχόμην ζῶν ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος». Καὶ τὸ ἐγνώριζε, τὸ προσφερόμενον εἰς τὸ θυσιαστήριον τῆς Πίστεως καὶ Πατρίδος τὸν βωμὸν ἐθελόθυτον σφάγιον. Διότι, ὡς ἀποκαλύπτει, ὄχι ἀπὸ κενοδοξίαν, μὴ ἔχουσαν τόπον εἰς τὴν τὸ μαρτύριον μελετῶσαν καὶ ποθοῦσαν ψυχήν μου, ἀλλ᾽᾽ἀπὸ ζῆλον θεοῦ, «πόθος μαρτυρίου διὰ τὸ ἔθνος μου ἐφλεγε τὴν καρδίαν μου».

Διερωτῶμαι, τί εἶναι «ὁ κακοπαθῶν καλὸς στρατιώτης Χριστοῦ» ἂν ὄχι ὁ τοιαῦτα καὶ λέγων καὶ ἐγαζόμενος; Καὶ τὰ ἀθλήματα αὐτὰ καὶ οἱ ἀγῶνες μέχρι θανάτου εἰς ἀκριτικὰς περιοχὰς ἐν μέσῳ συμπατριωτῶν σκλάβων, δὲν ἀπέβλεπον εἰς τέλη ἀνθρώπινα. Ἦσαν καρπὸς ἀγάπης καὶ ἐξάρσεως τῆς ψυχῆς μέχρι δίψης τοῦ θανάτου ὑπὲρ τῶν ὁμογενῶν του. Προσεφέρετο εὐχαρίστως, ἀλλὰ κατὰ ἄγνωστον καὶ ἀνεξιχνίαστον θεοδικίαν, ἀντ᾽ αὐτοῦ παρεδίδοντο εἰς σφαγὴν ἄλλοι τινὲς δεδεμένοι εἰς κάποιον φυτὸν Σαβέκ. Καὶ παρεπονεῖτο διὰ τοῦτο. Διὸ καὶ ἀσχάλλων λέγει. «Μολονότι ἐπλησίασα τὰς πύλας τοῦ Ἅδου, δὲν μὲ ἔκρινεν ἄξιον τοῦ Μαρτυρίου ὁ Κύριος!» Διότι τὸν ἐφύλαττε, λεγομεν ἡμεῖς, ἐν τῇ πανσόφῳ οἰκονομίᾳ του, διὰ τοὺς καλοὺς ἀγῶνας τοῦ λόγου ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἔθνους.

Διότι, ἂς μᾶς συγχωρηθῇ ἡ ἀπόφασις, ὁ π. Αὐγουστῖνος ἔχει πίστιν. Καὶ ὅταν ἔλθῃ ὁ Κύριος ἐπὶ τῆς γῆς, νομίζω «εὑρήσει τὴν πίστιν» εἰς τὸν ἄνδρα. Καὶ τὰ ἔργα του εἶναι ἔργα πίστεως ἐν μέσῳ γενεᾶς ἀπίστου ἢ ὀλιγοπίστου.

Ἂνθρωπος ποὺ πεινᾷ καὶ διψᾷ καὶ ἀγρυπνεῖ καὶ κακοπαθεῖ καὶ ἐκτίθεται εἰς κινδύνους ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας καὶ ἀπωθεῖ ἀξιώματα καὶ προσεύχεται καὶ ἐλέγχει Βασιλεῖς καὶ μάχεται κατὰ τῶν παραβάσεων τῶν νόμων τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Ἱ. Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας, κἂν ἄρχοντες κἂν Ἐπίσκοποι κἂν Πατριάρχαι εἶναι, εἶναι ἄνθρωπος πίστεως.

Κληρικὸς Ὀρθόδοξος ποὺ φυλάττει τὴν Ὀρθόδοξον διδασκαλίαν καὶ παράδοσιν καὶ ζῇ κατ᾽ αἴσθησιν ψυχῆς τὸ μεγαλεῖον τῆς θρησκείας του καὶ παθαίνεται καὶ πάσχει ὅταν κινδυνεύῃ καὶ ἐλέγχει καὶ διαμαρτύρεται καὶ συνεγείρει τὸν λαὸν καὶ γνωρίζει φίλους καὶ ἀδελφοὺς εἰμὴ τοὺς ποιοῦντας τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς εἶναι ἱερωμένος πίστεως.

Θεολόγος ποὺ δὲν συμπαρεσύρθη ἀπὸ τὸ ἰσχυρότατον ρεῦμα τοῦ «εὐσεβοῦς» ὀρθολογισμοῦ, ποὺ ψυχραίνει τὴν πίστιν, καὶ βιοῖ ὡς Μοναχὸς καὶ ὁμιλεῖ διὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας καὶ μιμεῖται τοὺς ἀσκητικοὺς διδασκάλους καὶ δὲν ἐπαισχύνεται, ὅπως οἱ πολλοί, νὰ κηρύττῇ περὶ θανάτου καὶ κρίσεως καὶ διαβόλου καὶ κολάσεως καὶ περὶ τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἐν μεταρσιώσει καὶ μυστικῇ μεθέξει τῶν αἰωνίων ἀληθειῶν ποὺ κηρύττει, εἶναι θεολόγος πίστεως.

Καὶ ὁ π. Αὐγουστῖνος εἶναι ὅλα αὐτά. Διότι· δὲν ἐλησμόνησε τὰς φρικτὰς πρὸς τὸν Θεὸν ὑποσχέσεις του. Καὶ συντηρεῖ καθαροὺς τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς, ὥστε νὰ βλέπῃ τὰ ἐπέκεινα. Διὰ νὰ φοβῆται, νὰ ἐλπίζῃ, νὰ ἀγαπᾷ, νὰ χαίρῃ, νὰ εὐγνωμονῇ, νὰ συσταυροῦται τῷ Χριστῷ, νὰ πάσχῃ χαίρων, νὰ νικᾷ δερόμενος καὶ ν᾽ αὐξάνῃ ἐντεῦθεν τὴν πίστιν του. Πίστιν ζῶσαν, πίστιν φλογεράν, πίστιν δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένην.

Καὶ ὁ Θεὸς τὸν διεφύλαξεν ἀσινῆ διὰ τὴν Ἐκκλησίαν του, διὰ τὸν λαόν του. Διότι σήμερον οἱ πολλοί, «ἵνα μὴ τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκονται», κατὰ παλαιοτάτην τακτικήν, προβαίνουν εἰς ἕνα προδοτικὸν συμβιβασμὸν μὲ τὸν «κόσμον». Χάριν συμφερόντων χοϊκῶν, ἕνεκεν φόβου, χάριν «δυστήνου δοξαρίου». Καὶ προδίδουν τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ, «ὑπὲρ οὗ Χριστὸς ἀπέθανε» καὶ προδίδουν τὴν ἁγίαν Ἐκκλησίαν του, «ἥν περιεποιήσατο τῷ ἰδίῳ αἵματι». Τὸ λέγω ἐν γνώσει καὶ ἐπιγνώσει τῆς σημασίας τοῦ λόγου. Καὶ ἐντεῦθεν περιπίπτω εἰς βαθεπιαν θλῖψιν. Ναί. Οἱ πολλοὶ συνεβιβάσθησαν μὲ τὸν κόσμο. Καὶ ἄρχοντες τῆς πολιτείας καὶ πρίγκιπες τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐπίδοξοι ἀξιωματοῦχοι. Ὁλίγοι οἱ ἐκλεκτοί, ποὺ καταφρονοῦν καὶ τιμὰς καὶ πλοῦτον καὶ εὐπάθειαν σώματος. Καὶ προκινδυνεύουν τῆς ἀληθείας.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.