Αυγουστίνος Καντιώτης



Αγιορειτου μοναχου Θεοκλητου Διονυσιατη: Τι ειπωμεν εις τον ζηλωτην π. Αυγουστινο; Η «Σπιθα» σου κατακαιει τους φαυλους και αιρετικους. Και γινεται πνευμα δροσου εις τους δεξιας προαιρεσεως. Μας παρεπικρανες. Μας ηλεγξες απο αγαπη και προς διορθωσιν. Οι σοφοι σε ηγαπησαν περισσοτερο. Οι υπο της ιδιας συνειδησεως ελεγχομενοι και οι αφελεις σε εμισησαν. Μη σοι μελετω.

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

H ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» & Ο ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ ΤΗΣ

ΠΗΓΗ : «ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», έτος 29ο, 1964, αριθ. 331-332, σσ. 81-88. Toῦ Ἁγιορείτου μοναχού Θεόκλητου Διονυσιάτη,

(Τελευταῖο ἀπόσπασμα σελ. 86-88)

1. πατριαρχ. Πιες αιμα..

«…Ἴσως ἕνα ἀκόμη. Ἀφοῦ δὲν δυνάμεθα νὰ ἀμφισβητήσωμεν τὴν εὐεργετικότητα καὶ τὴν ἀνάγκην τοῦ ἐλέγχου καὶ ἐκ τοῦ ἄλλου ἀναγνωρίζοντες τὴν καταλληλότητα καὶ τὰ θεάρεστα ἐλατήρια τοῦ π. Αὐγουστίνου, θὰ ἠθέλαμεν ὅπως τὰ σφάλματα τοῦ παρελθόντος γίνουν πεῖρα διὰ τὸν ἔλεγχον τοῦ μέλλοντος. Οἱ σοφοὶ σὲ ἠγάπησαν περισσότερον. Οἱ ὑπὸ τῆς ἰδίας συνειδήσεως ἐλεγχόμενοι καὶ οἱ ἀφελεῖς σὲ ἐμίσησαν. Μὴ σοὶ μελέτω.

Καὶ συγκεκριμένως εἰς ὅ,τι ἀφορᾷ εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Ἐπισκόπου. Πολλοὶ βλάπτονται ἐκ τοῦ ἐλέγχου τῶν Ἐπισκόπων σὲ θέματα ἥσσονος σπουδαιότητος διὰ τὴν Ἐκκλησία. Ἂν καὶ δὲν ὑπάρχουν μικρά, «ὅταν εἰς μέγα ἐκβαίνουν».
Ἀλλὰ θὰ τὸ ἐπιτύχῃ αὐτὸ ὁ π. Αὐγουστῖνος; Πολὺ ἀμφιβάλλομεν. Διότι εἶναι ἰδιοσυστασία ποὺ ζητεῖ τὸ ἀπόλυτον. Καὶ παρασύρεται πολλάκις, λησμονῶν ὅτι ζῇ εἰς ἕναν κόσμον ἑλκόμενον ἀπὸ τὸ σχετικόν. Τοὺς φορεῖς τοῦ Ὀρθοδόξου πνεύματος θέλει ἰδεώδεις. Διὰ τοῦτο, παρ᾽ ὅ,τι ἀνέχεται τὴν πνευματικὴν των καθίζησιν, ἐξεγείρεται ὁσάκις εἰς τὴν ἀντιπνευματικότητα προστεθῇ καὶ τὸ σκάνδαλον.
Εἰς τὸν νοῦν του ἔχει πρότυπα ἁγίων Ἐπισκόπων. Καὶ ταράσσεται κυκλούμενος ἀπὸ μετριότητας. Θητεύων εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ὑπὲρ τὰ τριάκοντα ἔτη γνωρίζει σχεδὸν ἐκ παίδων τοὺς πλείωνας τῶν ἐπισκόπων. Καὶ ἐπαναλαμβάνει τὸ τοῦ Παπουλάκου: «Καὶ σὺ Μῆτρο Δεσπότης»; Ἀλλὰ πῶς νὰ κάμωμεν π. Αὐγουστῖνε, ὅταν ὁ Θεὸς δίδῃ κατὰ τὴν καρδίαν τοῦ λαοῦ τοὺς ἄρχοντας; Μᾶς φθάνει ἡ ὁμολογία των, ὅτι εἶναι Ὀρθόδοξοι. Ἂν δὲν φωτίζουν τὸν λαόν, ὅμως τὸν ἁγιάζουν. Μόνον σκάνδαλα νὰ μὴ κάμνουν καὶ νὰ ὑπερμαχοῦν τῆς πίστεως κινδυνευούσης. Τὰ σκάνδαλα βλάπτουν καὶ ἡ ὑποτονία τοῦ φρονήματος τῆς Ὀρθοδοξίας. Τί πταίουν εἰς ἡμᾶς ἂν δὲν ἠμποροῦν νὰ ἐξαρθοῦν ὑψηλότερα; Πταίουν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ δώσουν λόγον.

* * *

Χωρὶς «τὸ ἐπίφθονον καὶ ἐπικίνδυνον ὕψος» τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος, πολλοὶ θὰ ἧσαν θαυμάσιοι χριστιανοί. Θέλει δύναμιν μεγάλην διὰ νὰ ἀνθέξῃς εἰς τὸ ὕψος. Τὸ σφάλμα εὑρίσκεται εἰς τὴν συγκατάθεσιν. «Εἰ τις ὀρέγεται ἐπισκοπῆς…». Ἀπὸ ἐκεῖ ἀρχίζει τὸ κακὸ, δι᾽ ἑαυτοὺς καὶ τὴν Ἐκκλησία. Τινὲς δὲν εἶναι μικροὶ ὅσον φαίνονται. Τοὺς κάμνει τὸ ὕψος τοῦ ἀξιώματος. Ὅσον εἶσαι εἰς τὸ χωρίον σου θεωρεῖσαι ἀξία. Μετεφέρθης εἰς τὴν πρωτεύουσα, ἐχάθης.
Λοιπόν; Θὰ ἀφήσωμεν μοιρολατρικῶς τὰ πράγματα εἰς τὴν φοράν των; Ἐὰν ὁ Χριστὸς εἶναι παρὼν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ του, ἂς μὴ θέλωμεν νὰ τὰ διορθώσωμεν ὅλα ἡμεῖς. Ἂς κρατήσωμεν περιθώρια ἐνεργείας καὶ εἰς τὸν Χριστόν. Τὸ δρᾶμα τῶν ἐκλεκτῶν πνευμάτων καὶ τῶν θεωρητικῶν ψυχῶν εἶναι αὐτὴ ἡ ὕπαρξίς των ἐν μέσῳ μετρίων καὶ ἀπτέρων ἀνθρώπων. Ἔρχεται ὅμως ἡ χριστιανικὴ ταπείνωσις καὶ βλέπεις τὸν ἑαυτόν σου «χείρονα δαιμόνων» καὶ εἰρηνεύεις. Μόνον ποὺ δὲν παύεις νὰ ἐλέγχῃς ἂν ἔλαβες τὸ χάρισμα. Καὶ τὸ χάρισμα τοῦτο τὸ ἔχει ὑπερεκπερισοῦ. Ἂν σταματήσῃ τὸν ἔλεγχο θὰ ἀποθάνῃ ὡς πνευματικὸς λειτουργός. Πάρετε τὸν Ἠλία τὸν Θεσβίτην. Ὑποχρεώσατε τὸν ὀρεσίβιον αὐτὸν νὰ ζῇ εἰς τὰς πόλεις, ἀφαιρέσατε καὶ τὸν ἔλεγχο καὶ ἰδού. Δὲν θὰ εἶναι πλέον Ἠλίας. Μεταφέρατε τὸν κοινωνικώτατον καὶ φιλόξενον Ἀβραάμ ἀπὸ τῆς πόλεως εἰς τὴν ἔρημον διὰ νὰ ἀσκήσῃ ἡσυχασμόν. Καὶ ἰδοὺ  ἐχάθη ὁ ὑμνηθεὶς ὡς μέγας φιλόξενος. Ἀμεταμέλητα τὰ χαρίσματα.

Ἂς μὴ ζητῶμεν λεπτότητας καὶ μέτρον ἀπὸ τοὺς ζηλωτὰς ἀνθρώπους. Φαίνονται ὑπέρμετροι εἰς ἡμᾶς διότι ἀντὶ τῶν πτήσεων προτιμῶμεν τὴν ἔρπυσιν. Τετρακοσίους ἐπέρασεν ἐν στόματι μαχαίρας ὁ προφήτης Ἠλίας. Καὶ ἀκόμα ἔπνεε ζῆλον. «Ζηλῶν ἐζήλωκα Κυρίῳ παντοκράτορι».

*  *   *

Λοιπόν, τί εἴπωμεν εἰς τὸν ζηλωτὴν π. Αὐγουστίνο; Ἔκτεινε καὶ κατευοδοῦ καὶ βασίλευε πνευματικῶς, ἀδελφέ. Καὶ εἰσερχόμενος εἰς τὴν δευτέραν εἰκοσαετίαν διὰ τῆς «Σπίθας» σου, δέχου τὰς εὐχάς μας καὶ τὴν ἐν Κυρίῳ ἀγάπην μας. Ἂν καὶ μᾶς παρεπίκρανες. Μᾶς ἤλεγξες ἀπὸ ἀγάπη καὶ πρὸς διόρθωσιν. «Εἰ ἑαυτοὺς ἐκρίνομεν οὐκ ἂν ἐκρινόμεθα. Κρινόμεθα δὲ ὑπὸ Θεοῦ  διὰ σοῦ, ἵνα μὴ σὺν τῷ κόσμῳ κατακριθῶμεν». Οἱ σοφοὶ σὲ ἠγάπησαν περισσότερον. Οἱ ὑπὸ τῆς ἰδίας συνειδήσεως  ἐλεγχόμενοι καὶ οἱ ἀφελεῖς σὲ ἐμίσησαν. Μὴ σοὶ μελέτω. Ὅσοι δὲν  ἀγνοοῦν, ὅτι τὸ ἅγιον Ὄρος δὲν εἶναι κοινωνία ἀγγέλων, δὲν σκανδαλίζονται. Ὅσοι γνωρίζουν ὅτι ὁ Ἄθως εἶναι τόπος μετανοίας ὑποκλίνονται ἐν σεβασμῷ.
Φέρομεν καὶ ἡμεῖς τὰ στίγματα τῶν πταισμάτων μας. Καὶ δυστυχῶς τὸ λησμονοῦμεν πολλάκις. Καὶ ἐντεῦθεν περιπίπτομεν εἰς ναρκισσισμὸν ἁγιωσύνης. Καὶ ὅταν μᾶς ἐξυπνήσουν ἀδελφικοὶ ἔλεγχοι ταρασσόμεθα. Ἄνθρωποι εἴμεθα… Εὐλογημένος νὰ εἶσαι.
Πάντως, τώρα ποὺ «πάντες ἐξέκλιναν ἅμα ἠχρειώθησαν» ἐν τῷ κόσμῳ τὸ φραγγέλιόν σου γίνεται ρομφαία ἀρχαγγελική. Καὶ τὸ πύρινον κήρυγμά σου φωνὴ Θεοῦ. Καὶ ἡ «Σπίθα» σου κατακαίει τοὺς φαύλους καὶ αἰρετικούς. Καὶ γίνεται πνεῦμα δρόσου εἰς τοὺς δεξιᾶς προαιρέσεως. Καὶ ἐκ τῆς τέφρας, κατὰ τὸ μυθολογούμενον πτηνόν, συντελεῖται ἀναγέννησις ἐντὸς τῆς ἀπείρου  ἀζωΐας καὶ νεκκρότητος καὶ ζωηφανείας τῆς ἐποχῆς μας. Αὐτὸ τὸ πιστώνουν οἱ καλλίνικοι ἀγῶνες σου. Τὰ μεγάλα ἔργα σου. Τὰ οἰκοτροφεῖα σου καὶ οἱ θεολόγοι σου. Καὶ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ λαός σου. Ποὺ ὁμνύουν εἰς τὸ ὄνομα σου καὶ ἀποθνήσκουν ὑπὲρ σοῦ. Κτίσματα καὶ μέλαθρα ἀνήγειραν καὶ ἄλλοι. Ἀλλὰ σὺ οἰκοδόμησες ψυχὰς δυνατὰς καὶ πνεύματα Πατερικά. Ποὺ «εἷς διώξεται χιλιάδας καὶ δύο μυριάδας». Διότι γνωρίζεις, ὅτι «κρεῖσσον εἷς ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἢ μύριοι παράνομοι». Ποὺ δὲν εἶναι «ἐπτοημένοι» ὡς ἡμεῖς ἀπὸ τίτλους καὶ ἀξιώματα, ἄνευ τῶν ὁποίων αἰσθανόμεθα ὅτι εἴμεθα τίποτε.
Ἀλλὰ ἡ σφραγὶς τῆς ἀποστολῆς σου ἐν Κυρίῳ εἶναι αὐτὸς ὀ λαός. Ὁ μαρτυρικὸς λαὸς τῶν Γρεβενῶν, τῆς Κοζάνης, τῆς Θεσσαλονίκης, τῶν Ἀθηνῶν τῆς Ἑλλάδος, ὁ ἐν γῃ ἀλλοτρίᾳ. Αὐτὸς ποὺ σὲ ἠγάπησε καὶ ὑπὲρ οὗ ἔθηκας τὴν ψυχήν σου. Αὐτὸς ποὺ σοῦ ἐνέπνευσε τὴν 18ην Ἀπριλίου τοῦ 1945 τὴν θείαν ὠδὴν τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης ποιμένος πρὸς ποίμνιον. Καὶ σοῦ ἐπεξειργάσθη ἐν τοῖς μυχίοις σου τὸν «Συντακτήριοόν» σου τοῦτο:
«…Ἀλλὰ ἂς ἀφήσωμεν τοὺς ἐπισήμους νὰ λέγουν καὶ νὰ γράφουν καὶ ἀποφασίζουν κατὰ τοῦ ἱεροκήρυκος ὅ,τι θέλουν καὶ ἂς στραφῶμεν πρὸς τὸν λαὸν τῆς Κοζάνης, μὲ τὸν ὁποῖον συνεπίομεν τὰ πικρὰ τῆς δουλείας ποτήρια καὶ συνεδέθημεν μὲ τὰ ἄρρηκτα δεσμὰ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
Χαῖρετε, λοιπὸν προσφιλεῖς μου ἀκροαταί, οἱ ὁποῖοι κατὰ χιλίαδας ὡς εἷς ἄνθρωπος μέχρις ἀσφυξίας συνεκεντρώνεσθε εἰ τοὺς ἀποκέντρους Ἱ. Ναοὺς τῆς πόλεως, διὰ  νὰ ἀκούσετε τὸ ἁπλοῦν τοῦ Εὐαγγελίου κήρυγμα. Χαίρετε νέαι καὶ νέοι, οἱ ὁποῖοι γύρω ἀπὸ τὸν Ἱεροκήρυκα ἀπετελέσατε τὸ μικρὸν ἐπιτελεῖον τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ καὶ ὑπηρετήσατε ὡς ἐθελονταὶ τὴν Κοινωνίαν. Χαίρετε εὐλαβεῖς γυναῖκες τῆς πόλεως, αἱ ὁποῖαι ὡς ἄλλαι μυροφόραι, ὅρθου βαθέος πρὶν νὰ ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος ἐσπεύδατε εἰς τὴν Ἑστίαν διὰ νὰ προσφέρετε δωρεὰν τὰς ὑπηρεσίας σας μὲ τὴν χαρὰν εἰς τὸ πρόσωπον, ὅτι ὑπηρετεῖτε τὸν πτωχὸν Ναζωραῖον. Χαίρετε πρόσφυγες πυροπαθεῖς, δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης καὶ ἀληθείας, φυλακισμένοι, ὅσοι εἰς τὴν Ἑστίαν εὑρήκατε τὸ ἄσυλόν σας. Χαίρετε ὀρφανὰ θύματα τῆς Ἐθνικῆς μας Καταιγίδος, χαίρετε γέροντες καὶ ἀσθενεῖς καὶ ναυαγοὶ τῆς ζωῆς. Χαίρετε ὑποστηρικταὶ τοῦ ἔργου, δωρηταὶ γνωστί, ἀνώνυμοι, τῶν ὁποίων τὰ ὀνόματα μνησθείη Κύριος ὁ Θεὸς ἐν τῇ Βασιλείᾳ Αὐτοῦ. Χαίρετε τέλος ἐκλεκτοί μου  νέοι, χαίρετε στενοὶ μου συνεργάται ὅσοι ἐμείνατε γύρω ἀπὸ τὸ λάβαρο τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν ἐγκαταλείψατε καὶ ὅταν ἀκόμη κληρικοὶ σᾶς προέτρεπον νὰ μᾶς ἐγκαταλείψητε «διὰ νὰ μὴν πέσῃ φωτιὰ στὰ σπίτια σας». Ὤ πιστοὶ καὶ εὐλαβεῖς ψυχαί. Ἐπὶ 15 μῆνες χωρὶς μισθόν, χωρὶς ἂλλην τινὰ ἀποζημίωσιν προσφέρατε τὴν ὑπηρεσίαν εἰς τὸν λαόν. Ποῖος θὰ  ἀμείψῃ τοὺς κόπους σας; Μόνον ὁ Ἐσταυρωμένος. Χαίρετε φίλοι καὶ ἐχθροί. Ὁ Ἱεροκῆρυξ Αὐγουστῖνος, ἀναχωρεῖ. Εἶμαι εὐτυχὴς διότι ὑπηρέτησα τὴν πόλιν τῆς Κοζάνης μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς μας. Λησμονῶ τοὺς κόπους καὶ ἐνθυμοῦμαι τὴν ἀγάπην σας. Ἐγκόλπιον καὶ μῖτρα σπινθηροβολοῦσα θὰ εἶναι δι’ ἐμὲ ἡ ἀναμνήσις τῶν κόπων καὶ τῶν κινδύνων τῶν φρικτῶν ἡμερῶν ποὺ ἐπερ;ασαμεν μαζί. Πιστεύω, ὅτι εἰς τὸ νέον μου δρομολόγιον νὰ μὲ συνοδεύουν αἱ εὐχαὶ ὅλων σας. Ἔτσι εἶπα νὰ περάσω τὴν ζωήν μου. Θὰ πετῶ ἀπὸ βράχον εἰς βράχον καὶ ἀπὸ θάμνον εἰς θάμνον καὶ ἀπὸ κλάδον εἰς κλάδον, διὰ νὰ  ψάλλω τὸ γλυκύ μου ἆσμα: «ΧΡΙΣΤΟΣ – ΕΛΛΑΣ».
Ἀδελφοί μου, χαίρετε. Ὁ Κύριος ἂς εἶναι πάντα μαζί σας».
Ἐλησμόνησεν ὁ π. Αὐγουστῖνος νὰ γράψῃ ὡς ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, «Ἀδελφοί μου, μέμνησθέ μου λιθασμῶν», ἴσως διότι θέλει νὰ τοὺς μνημονεύῃ μόνον ὁ Κύριος. Ἀλλ’ ἡμεῖς δὲν τοὺς λησμονῶμεν. Καὶ τοὺς θεωροῦμεν ὑπὲρ πᾶν ἀξίωμα καὶ κεμὸν τίτλον. Καὶ στίγματα  Κυρίου ἀρρήτου ἀξίας. Ἀθλητά· δέρου καὶ νίκα.

Θεόκλητος Μοναχὸς Διονυσιάτης
Καλύβη Ἁγ. Γερασίμου – Νέα Σκήτη
Ἅγιον Ὅρος 29.2.1964

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.