ΑΙΒΑΛΙ – ΚΥΔΩΝΙΕΣ – AYVALIK – ΚΙΔΩΝΙΑ – ΚΙΣΘΕΝΕΙΑ ; – ΚΙΣΘΕΝΗ ;
ΑΙΒΑΛΙ – ΚΥΔΩΝΙΕΣ – AYVALIK – ΚΙΔΩΝΙΑ – ΚΙΣΘΕΝΕΙΑ ; – ΚΙΣΘΕΝΗ ;
Σταύρου Π. Καπλάνογλου
ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ
Το Αϊβαλί βρίσκεται απέναντι από τη Λέσβο, σε απόσταση 20 χλμ. από τις ακτές του νησιού και 25 χλμ. βορειοανατολικά της πόλης της Μυτιλήνης.
ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ 1922
Στο Αϊβαλί κατοικούσαν κατεξοχήν χριστιανοί ορθόδοξοι.O πληθυσμός της πόλης κατά την προεπαναστατική περίοδο (1821 ) κυμαινόταν μεταξύ 25.000 και 40.000.
Oι Μουσουλμάνοι ήταν ελάχιστοι και δεν ξεπερνούσαν τις 30 -40 οικογένειες (250 )άνθρωποι .
Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύτηκαν το 1896 στο περιοδικό Ξενοφάνης, ο πληθυσμός ανερχόταν στις 35.000.
Στις αρχές του 20ου αιώνα ζούσαν στο Αϊβαλί 30.000-35.000 χριστιανοί ορθόδοξοι, από τους οποίους οι 4.000 ήταν Έλληνες υπήκοοι.
Όλοι τους μιλούσαν Ελληνικά
Οι κάτοικοι του ήταν συνειδητοποιημένοι Έλληνες και συνεισέφεραν με τις οικονομίες τους ,στον ελληνικό αγώνα για ανεξαρτησία του 1821 συμπεριλαμβανομένης της περίφημης Ψωροκώσταινας μιας γυναικάς που το πραγματικό της όνομα ήταν Πανωραία Χατζηκώστα ή Χατζηκώσταινα, καταγόμενης από αρχοντική οικογένεια των Κυδωνιών ( Αϊβαλί ). Κατέφυγε στο Ναύπλιο, μετά την καταστροφή του Αϊβαλιού από τον τουρκικό στρατό (όπου έχασε και τα πέντε της παιδιά) , ο οποίος μπήκε στην πόλη στις 2 Ιουνίου 1821 και την κατέστρεψε για λόγους εκδίκησης.
Η «Ψωροκώσταινα» έμεινε γνωστή στην ιστορία ΄όταν προσέφερε τα ελάχιστα υπάρχοντά της στον έρανο που έγινε στο Ναύπλιο για την ενίσχυση των πολιορκημένων του Μεσολογγίου, το 1826. λέγοντας:
«Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι»
ΤΟ ΟΝΟΜΑ
«Αϊβαλί»,
Η ονομασία της πόλης προέρχεται από την τουρκική λέξη ayva, η οποία σημαίνει «κυδώνι».
«Κυδωνίαι».
Εκτός από την ονομασία «Αϊβαλί», η δεύτερη ονομασία που χρησιμοποιούσαν οι μορφωμένοι Έλληνες ήταν «Κυδωνίαι».Η προέλευση του ονόματος αποδόθηκε και στα κυδώνια, τα γνωστά οστρακόδερμα, που υπάρχουν στη γύρω θαλάσσια περιοχή.
Σύμφωνα με άλλη θεωρία πάλι πρόκειται για αποικία της Κυδώνας της Λέσβου,και με μια άλλη συσχετίζουν το όνομα με την Κυδωνία της Κρήτης, μια και υπήρχαν αρκετοί Κρητικοί στο Αϊβαλί.
Η Κιδωνία του Πλινίου
Ξένοι ερευνητές συσχετίζουν με την αρχαία πόλη που αναφέρει ο Πλίνιος Κιδωνία που βρισκόταν κάπου εκεί κοντά και κάποιοι άλλοι υποστήριξε ότι ο οικισμός πήρε το όνομά του από τις πολλές κυδωνιές, που κάποτε υπήρχαν εκεί κοντά.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Εντοπίσθηκαν ερείπια στο Αϊβαλί και την γύρω περιοχή από την Προϊστορική Περίοδο, ειδικά από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού και την εποχή του Σιδήρου.αλλά και από την κλασσική εποχή .
Τα ερείπια τριών σημαντικών αρχαίων πόλεων βρίσκονται σε μικρή απόσταση με το αυτοκίνητο από το Αϊβαλί: η Άσσος, , η Τροία και η Πέργαμος .
Διάφοροι ιστορικοί πιστεύουν ότι στην θέση του , βρισκόταν η αρχαία Κισθένεια ή Κισθένι ήταν μια παραλιακή πόλη στην αρχαία Αιολίδα, απέναντι από τη Λέσβο, όπου υπήρχαν και ορυχεία χαλκού, πράγμα το οποίο αναφέρεται και από τον Στράβωνα
Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ ΕΠΙ ΟΘΩΜΑΝΩΝ
Η ίδρυση του οικισμού τοποθετείται μεταξύ του 1570 και του 1580.
Οι πρώτοι οικιστές ήρθαν από τα γειτονικά παράλια της Λέσβου στην προσπάθεια να αποφύγουν τις επιδρομές των πειρατών και ίδρυσαν οικισμούς στην παραλία της Μ.Ασίας. Αργότερα, μετακινήθηκαν προς το εσωτερικό, γιατί οι ενοχλήσεις εξακολούθησαν και εκεί.
Η μεγάλη ακμή του Αϊβαλιού τοποθετείται χρονικά, μετά το 1773, και αποδίδεται στα προνόμια που παραχωρήθηκαν, τότε στους χριστιανούς κατοίκους της πόλης, από την οθωμανική διοίκηση.
Η έκδοση του σχετικού φιρμανιού έγινε έπειτα από ενέργειες του γνωστού τοπικού άρχοντα Ιωάννη Οικονόμου
.Τα προνόμια ήταν ανάλογα με αυτά που είχε εξασφαλίσει η Κοζάνη με τον Χαρίση Τράντα που ήταν «‘πόλη Μαλικανές».
Όριζαν για το Αϊβαλί, ότι οι μουσουλμάνοι κάτοικοι έπρεπε να το εγκαταλείψουν, ενώ παράλληλα απαγορευόταν η εγκατάσταση άλλων
. Παράλληλα, η πόλη ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη από τον εκάστοτε διοικητή της περιφέρειας στην οποία ανήκε.
Ο μουσουλμάνος διοικητής της πόλης, ο αγάς ή βοεβόδας, οριζόταν από τους κατοίκους, οι οποίοι αναλάμβαναν και τη μισθοδοσία του.
Η οθωμανική διοίκηση όριζε τον καδή. Απαγορευόταν επίσης η διέλευση και παραμονή οθωμανικού στρατού.
Η κοινότητα, τέλος, αναλάμβανε τη συλλογή και απόδοση του φόρου,ενώ είχε ακόμη διοικητικές και δικαστικές αρμοδιότητες.
Την περίοδο αυτή παρατηρείται μεγάλη αύξηση του πληθυσμού, που οφείλεται σε εγκατάσταση μεταναστών από την Πελοπόννησο, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, αλλά και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου κυρίως από τη Λέσβο την Σύρο και την Πάτμο ,όσο και από το Ιόνιο πέλαγος
Οι Κυδωνιές, με ελληνικό πληθυσμό 30.000, στις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης, ένα από τα σπουδαιότερα οικονομικά και πολιτιστικά κέντρα του υπόδουλου Ελληνισμού, καταστράφηκε από τουρκικό στρατό, που μπήκε στην πόλη στις 2/6/1821 για να εκδικηθεί για την πυρπόληση τουρκικού δίκροτου στις 27/5/1821 στην Ερεσό.
Το Αϊβαλί γνώρισε την απόλυτη καταστροφή, με την έναρξη της Ελληνικής επανάστασης του 1821, από τον οθωμανικό στρατό και την εγκατάλειψή .
Αρκετοί κάτοικοι του επέστρεψαν, σταδιακά από το 1827 ως το 1832, με αποτέλεσμα την επανίδρυση της πόλης.
Μετά τη λεγόμενη αποκατάσταση των προσφύγων με διάφορα διατάγματα που εκδόθηκαν.
Ακολούθησε η σταδιακή ανάπτυξη και το Αϊβαλί αναδείχθηκε, εκ νέου, σε μία από τις σημαντικότερες πόλεις των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας.
ΔΙΟΙΚΗΣΗ
Το Αϊβαλί στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20υύ αιώνα αποτελούσε έδρα του ομώνυμου καϊμακαμλικιού (Δήμου )και υπαγόταν διοικητικά στο μουτεσαριφλίκι (Νομό ) του Μπαλούκεσερ και στο βιλαέτι (Περιφέρεια ) Προύσας
ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Εκκλησιαστικά η περιοχή ανήκε στη μητρόπολη Εφέσου.
Το 1904 και μέχρι το 1908 υπήρξε σύγκρουση των κατοίκων με τον Μητροπολίτη Ιωακείμ της Εφέσου που οδήγησε στην αυτονόμηση της περιοχής του Αϊβαλιού από τη μητρόπολη Εφέσου και στην ίδρυση της μητρόπολης Κυδωνιών.
Η πόλη χωριζόταν σε έντεκα ενορίες:
Του Αγίου Δημητρίου, και της Κάτω Παναγιάς ή Ζωοδόχου Πηγής, που ήταν οι μεγαλύτερες.
Ακολουθούσε εκείνη του Αγίου Γεωργίου στη μέση συνοικία όπου είχε προηγούμενα, χτιστεί το μητροπολιτικό οικοδόμημα στα τέλη του 18ου αιώνα.
Ο ναός της Παναγίας στην κάτω συνοικία χτίστηκε το 1780, από τον Ιωάννη Οικονόμο και ήταν γνωστός και ως Παναγία των Ορφανών, ονομασία που πήρε από το μικρό βρεφοκομείο το οποίο λειτουργούσε στον περίβολό του.
Των Ταξιαρχών.
Του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου.
Της Κοίμησης της Θεοτόκου.
Του Αγίου Γεωργίου.
Της Κάτω Παναγιάς ή Ζωοδόχου Πηγής.
Του Αγίου Χαραλάμπους.
Του Προφήτη Ηλία.
Του Αγίου Βασιλείου.
Του Αγίου Νικολάου και
Της Αγίας Τριάδος.
Στο Αϊβαλί και στη γύρω αγροτική περιοχή υπήρχαν συνολικά 65 παρεκκλήσια, εκ των οποίων δεκαπέντε μέσα στην πόλη υπήρχε δε ένα και μόνον τζαμί.
Πολιούχος θεωρούνταν ο νεομάρτυρας Γεώργιος ο Χιοπολίτης, ο οποίος μαρτύρησε στο Αϊβαλί στις 26 Νοεμβρίου του 1807, μέρα κατά την οποία εορταζόταν και η μνήμη του..
ΠΑΙΔΕΙΑ
Υπήρχαν Ελληνικά σχολεία από το το 1839 στο Αϊβαλί, όταν ιδρύθηκαν δύο αρρεναγωγεία .
Το 1860 άνοιξαν άλλα δύο, το Δημοτικό Σχολείο Αρρένων της Άνω Συνοικίας και το Δημοτικό Παρθεναγωγείο του Αγίου Γεωργίου.
Το 1873 ιδρύθηκε σχολείο θηλέων, (Παρθεναγωγείον της Αγαθοεργού Αδελφότητος )
Το 1880 έγινε στην κάτω συνοικία σχολή αρρένων έπειτα από δωρεά Ιδρύθηκε επίσης ένα τρίτο παρθεναγωγείο, με αποτέλεσμα να λειτουργούν τρία αρρεναγωγεία και τρία παρθεναγωγεία.
Μετά το 1880, άρχισαν να προστίθενται σταδιακά και γυμνασιακές τάξεις στο Παρθεναγωγείο του Αγίου Γεωργίου, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ημιγυμνασίου θηλέων.
Το Κεντρικό Παρθεναγωγείο, όπως ονομάστηκε,και συντέλεσε σημαντικά στην ανάπτυξη της εκπαίδευσης των γυναικών.
Το 1828 επανασυστήθηκε η Ακαδημία Κυδωνιών και ακολούθησαν μακρές προσπάθειες για την επαναλειτουργία της. Τομή στην εξέλιξη του ζητήματος αποτελεί το 1856, όταν έπειτα από προσπάθειες του Δημητρίου Χατζηαθανασίου, χτίστηκε στο χώρο της παλιάς Ακαδημίας σχολείο με τέσσερις αίθουσες και κατάλληλο εξοπλισμό.
Η σταδιακή επέκταση του σχολείου συνεχίστηκε μέχρι το 1884, όταν και αναγνωρίστηκε ως πλήρες γυμνάσιο από το ελληνικό κράτος.
Με δωρεές Αϊβαλιωτών δημιουργήθηκαν διάφορες δομές για καλύτερη πρόοδο των μαθητών όπως;
Το 1904,ιδρύθηκε εργαστήριο των φυσικών επιστημών
Το 1905 ανεγέρθη σχολικό γυμναστήριο και δίπλα στο γυμναστήριο, λίγο αργότερα μετεωρολογικός σταθμός,
Τέλος, ιδρύθηκε ακόμη και σχολικό αγροκήπιο και προσλήφθηκε ειδικός δάσκαλος γεωπόνος. Στο χώρο του γυμνασίου λειτουργούσε και δανειστική βιβλιοθήκη με 6.000 τόμους..
Το Γυμνάσιο της πόλης με την πλουσιότατη βιβλιοθήκη του, ονομάστηκε Διδότειος, προς τιμήν του Παρισινού εκδοτικού οίκου Didot, ο οποίος την εμπλούτισε με χιλιάδες τόμους.
Λειτούργησαν και κάποια ιδιωτικά σχολεία : Δύο και ιδιωτικά νηπιαγωγεία και δύο σχολεία στοιχειώδους εκπαίδευσης στην ενορία του Αγίου Νικολάου και βιβλία, ενώ 100 έπαιρναν ρούχα και παπούτσια.
Στα τέλη του 19ου αιώνα τα δημοτικά σχολεία, αρρεναγωγεία και παρθεναγωγεία, ήταν πεντατάξια, το Κεντρικό Παρθεναγωγείο τετρατάξιο, ενώ το γυμνάσιο περιλάμβανε τριτάξιο ελληνικό σχολείο και τετρατάξιο γυμνάσιο.
Το 1914 ο αριθμός των μαθητών ανήλθε σε 2.400, οι οποίοι κατανέμονταν ως εξής:
1.100 στα αρρεναγωγεία,
850 στα παρθεναγωγεία,
300 στο γυμνάσιο και
150 στο Κεντρικό Παρθεναγωγείο.
Οι διδάσκοντες κατά την ίδια χρονική περίοδο υπερέβαιναν τους 40.
ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ
ΣΤΟΝ ΓΕΩΡΓΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΟ ΤΟΜΕΑ
Η ενασχόληση στον γεωργικό τομέα των Αϊβαλιωτών είχε να κάνει, κυρίως, με την ελαιοκομία,αλλά και με αμπελουργία για παραγωγή κρασιού και επιτραπέζιων σταφυλιών, με την καλλιέργεια δημητριακών, , βελανιδιών, κηπευτικών και οπωροφόρων δέντρων.
Eκτρέφονταν πρόβατα, μοσχάρια, χοίροι και πουλερικά, χωρίς όμως να επαρκούν για τις τοπικές ανάγκες. Ουσιαστική ενασχόληση με την κτηνοτροφία παρατηρήθηκε κατά το 19ο αιώνα, μετά την επανίδρυση της πόλης, και αφορούσε κάποιους κατόχους μεγάλων αγροκτημάτων.
Υπήρχαν αρκετοί αλιείς μιας και τα ψάρια και τα οστρακόδερμα ήταν αρκετά στην κοντινή θάλασσα , όπου υπήρχαν και αλυκές για την παραγωγή αλατιού .
Κατά τα τελευταία χρόνια της ιστορίας του οικισμού γνώρισε κάποια ανάπτυξη η σηροτροφία, καθώς και η μελισσοκομία,
ΣΤΗΝ ΒΙΟΤΕΧΝΙΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ
Το Αϊβαλί γνώρισε αξιόλογη βιομηχανική ανάπτυξη και έγινε σταδιακά, η δεύτερη βιομηχανική πόλη των δυτικών παραλίων της Μ. Ασίας μετά τη Σμύρνη.
Ανάπτυξη, όμως, γνώρισαν τα ελαιοτριβεία και η οινοπνευματοποιία, η σαπωνοποιία και η βυρσοδεψία , δημιουργήθηκαν εργοστάσια επεξεργασίας δερμάτων, προερχόμενων, συνήθως από την Άπω Ανατολή και την Αμερική. Αναπτύχθηκε, σταδιακά, και βιομηχανία ζυμαρικών, ενώ από το 1860 άρχισε να αναπτύσσεται ι η αλευροποιία, έπειτα από την αντικατάσταση των παλιών αλευρόμυλων από ατμοκίνητους. γύρω στο 1900 έγινε η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων ώχρας τα οποία είχαν βρεθεί σε λόφο κοντά στην παραλία.
Μια πληθώρα βιοτεχνικών εργαστηρίων ασχολούνταν με την κατασκευή εργαλείων χρήσιμων στην παραγωγή, όπως καλάθια για τη συλλογή ελιών και σταφυλιών, ασκούς από δέρματα βοδιών για τη μεταφορά λαδιού) και βαρέλια.
Ειδικά εργαστήρια ήταν επιφορτισμένα με το άλεσμα του φλοιού των δέντρων για τις ανάγκες της βυρσοδεψίας.
Λειτουργούσαν επίσης εργαστήρια σιδηρουργίας, επιπλοποιίας, ειδών ένδυσης και υπόδησης, κατεργασίας μετάλλων, όπως χρυσού και αργύρου αλλά και χαλκού και ορείχαλκου για τα σκεύη οικιακής χρήσης, εργαστήρια αγγειοπλαστικής, κατεργασίας μεταξιού (καζάδικα), οπλοποιίας, μαχαιροποιίας, οινοπνευματοποιίας, γουναράδικα, πλινθοποιεία και βιοτεχνία επεξεργασίας εντέρων για παραγωγή αλλαντικών.
Σε χώρους κοντά στην ακτή ειδικευμένοι τεχνίτες επισκεύαζαν πλοία. Μέλη των κατώτερων στρωμάτων, τέλος, ασχολούνταν με την υφαντουργία υπό τη μορφή οικοτεχνίας.
ΣΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ
ΕΞΑΓΩΓΕΣ
Διακίνηση λαδιού με εξαγωγές γινόταν από το 1821, όπως εξαγωγές γινόταν και από σαπούνι, αλάτι και ψάρια, ενώ εισάγονταν δημητριακά και υφάσματα. πυρηνέλαιο, κατεργασμένα δέρματα, σαπούνια, πυρηνοσάπουνα και αλεύρι.
Τέλη της δεκαετίας του 1880, υπήρξε πρόσφορο έδαφος για εξαγωγές κρασιού στη γαλλική αγορά. Από το 1919 γινόταν επίσης, εξαγωγή κουκουναρόψιχας, ακατέργαστων δερμάτων αιγοπροβάτων στη Γερμανία, πέτρας από τα λατομεία του Σαμουρσάκι και οπωροκηπευτικών
ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ
Εισάγονταν δημητριακά, υφάσματα, ακατέργαστα δέρματα, καθώς και τα απαραίτητα για την κατεργασία των δερμάτων υλικά, όπως ιχθυέλαια και λίπη.
Τα περισσότερα εισαγόμενα προϊόντα προέρχονταν από τις αγορές της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης.
Την διακίνηση των εμπορευμάτων την διευκόλυνε η αναβάθμιση των εγκαταστάσεων του λιμανιού, το οποίο, αρχικά, ήταν αβαθές και η κατασκευή διώρυγας το 1880 .
Στο Αϊβαλί λειτουργούσαν τέσσερις αγορές, όπου σύμφωνα με εκτιμήσεις υπήρχαν περίπου 1.000 εμπορικά καταστήματα και βιοτεχνικά εργαστήρια.
Στην περιοχή του Αϊβαλιού, τέλος, διεξαγόταν λαθρεμπόριο καπνού, προερχόμενου από τις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας.
Ο καπνός προοριζόταν να καλύψει ανάγκες της πόλης, αλλά και της ευρύτερης περιοχής της δυτικής Μικράς Ασίας.
Η μεγάλη εμπορική κίνηση έφερε και τις τράπεζες από το 1860 και έτσι στο Αϊβαλί άνοιξαν παραρτήματα μια σειρά από τράπεζες, όπως η Τράπεζα της Ανατολής, των Αθηνών, η Λυονική (Credit Lyonnais), η Γεωργική και από το 1907 η Τράπεζα Μυτιλήνης.
ΞΕΡΙΖΩΜΟΣ
Από το 1909, είχε ενισχυθεί η φρουρά της πόλης,και είχε κηρυχθεί στρατιωτικός νόμος, μετά από εσωτερική διαμάχη, που είχε δημιουργηθεί, μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων.
Οι πρόκριτοι καταδικάστηκαν από στρατοδικείο και φυλακίστηκαν.
Όσοι ασχολούνταν με τα κοινά, αλλά και οι θρησκευτικοί και εκπαιδευτικοί λειτουργοί, κατηγορήθηκαν ως εχθροί του κράτους. Μετά τη λήξη της ισχύος του στρατιωτικού νόμου, δύο μήνες αργότερα, η κατάσταση ομαλοποιήθηκε.
Οι διώξεις κατά των Χριστιανών, επαναλήφθηκαν, μετά το 1914, όπου είχαν καταφύγει στο Αϊβαλί πρόσφυγες από την Πέργαμο, από τις περιοχές του Αδραμυττηνού κόλπου και από τα χωριά του δήμου Κισθήνης.
Αλλά και στην πόλη του Αϊβαλιού η κατάσταση ήταν έκρυθμη, με αποτέλεσμα κάποιοι εύποροι κάτοικοι να αναγκαστούν να καταφύγουν στη Μυτιλήνη το 1916.
Στις 14 Μαρτίου 1917 διατάχθηκε ο εκτοπισμός όλων των κατοίκων ηλικίας 18-80 ετών προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας.
Στο Αϊβαλί παρέμειναν μόνο 256 άτομα για την εξυπηρέτηση των αναγκών του στρατού και ο Μητροπολίτης.
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΣΤΟ ΑΙΒΑΛΙ
Το Αϊβαλί καταλήφθηκε από τον ελληνικό στρατό, το 1919 επέστρεψαν οι εκτοπισμένοι και άρχισε η σταδιακή ανασυγκρότηση της πόλης, η οποία διακόπηκε, όμως, εκ νέου μετά την ήττα και την αποχώρηση του ελληνικού στρατού το 1922.
Όλοι οι άντρες ηλικίας 18-45 ετών συνελήφθησαν και επιστρατεύθηκαν στα τάγματα εργασίας, όπου πολλοί πέθαναν.
Ο Ηλίας Βενέζης , μαζί με άλλους 3.000 Αϊβαλιώτες υποχρεώθηκε να υπηρετήσει, σε αυτά, για 14 μήνες, από το 1922, σε ηλικία 18 ετών.
Ο Βενέζης ήταν ένας από τους μόλις 23 συμπατριώτες του που επιβίωσαν και ήρθαν στην Ελλάδα, μετά το 1923, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Θύμα του Τουρκικού φανατισμού υπήρξε και ο Μητροπολίτης Κυδωνιών, Γρηγόριος, που είχε αρνηθεί να εγκαταλείψει την πόλη και συνελήφθη από τον κεμαλικό στρατό στις 30 /9/1922.
Μετά από βασανισμούς, σφαγιάστηκε μαζί με δεκάδες ιερείς, τους προκρίτους της πόλης και πλήθος συμπολιτών του, στις 3/10/1922.
Τα γυναικόπαιδα μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα, με πλοία, υπό την επιστασία του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού.
Εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας.
Ειδικότερα, στη Λέσβο, όπου δημιούργησαν τις Νέες Κυδωνιές, ενώ και στο Αιγάλεω, πρόσφυγες ονόμασαν τον συνοικισμό τους Νέες Κυδωνιές.
ΣΗΜΕΡΑ
Στις Κυδωνίες, μετά την καταστροφή, κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών, εγκαταστάθηκαν Τούρκοι από τη Λέσβο και από τη Μακεδονία, καθώς και Κρητικοί μουσουλμάνοι από τις περιοχές των Χανίων και του Ρεθύμνου, οι οποίοι μέχρι σήμερα μιλούν τα Ελληνικά στην τοπική Κρητική διάλεκτο.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.