Οι προφητες της Ελλαδος και οι προφητειες των α) Σωκρατης (469-399 π.Χ.)
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ»
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου, σελ. 43-47
Οι προφηται της Ελλαδος και οι προφητειαι των
ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΣ; Ὤ! ἡ Ἑλλάς! Ἀπ’ ὅλα τὰ ἔθνη― πλὴν τοῦ Ἰουδαϊκοῦ― ἐκεῖνο τὸ ἔθνος ποὺ περισσότερον ἠσθάνετο τὴν ἀνάγκην μιᾶς ὑπερφυσικῆς ἐπεμβάσεως, διὰ νὰ σωθῇ ἡ ἀνθρωπότης, ἦτο ἡ Ἑλλάς. Ἡ Ἑλλάς, ἡ ὁποία εἶχε ἀναδείξει τοὺς μεγαλυτέρους φιλοσόφους καὶ ποητὰς καὶ ἀνῆλθεν εἰς τὸν κολοφῶνα τῆς πνευματικῆς ἀναπτύξεως, διῃσθάνθη ὅτι τὸ κακόν ποὺ κατέτρωγε τὰ σπλάγχνα τῆς ἀνθρωπότητος, ἦτο τοιαύτης ἐντάσεως καὶ ἐκτάσεως, ὥστε δὲν ἠδύνατο νὰ θεραπευθῇ μὲ μόνον ἀνθρώπινα μέσα, μὲ ἁπλᾶς φιλοσοφικὰς συμβουλάς. Αὐταὶ ὁσονδήποτε ὡραῖαι καὶ ἐὰν εἶνε, ὁμοιάζουν μὲ ἔμπλαστρα ποὺ προσωρινῶς ἀνακουφίζουν τὸν ἄρρωστον, ἀλλὰ ἡ ρἰζα τοῦ κακοήθους ἀποστήματος παραμένει καὶ ἐργάζεται καὶ ἀπειλεῖ νὰ μολύνῆ τὸ αἷμα καὶ νὰ ἐπιφέρῃ τὸν θάνατον. Μὲ ἔμπλαστρα δὲν σώζεται ὁ ἄρρωστος. Ὁ μέγας ἄρρωστος ποὺ ἐλέγετο ἀνθρωπότης ἐχρειάζετο κατὰ τὴν ὀρθὴν παρατήρησιν φιλοσόφου «φάρμακα ἡρωϊά». Ποῖος θὰ τὰ ἔδιδε;
Ἡ Ἑλλὰς διὰ τοῦ στόματος μεγάλων αὐτῆς τέκνων προεφήτευσε τὴν ἀνατολὴν τῆς χαρμοσύνου ἡμέρας, καθ’ ἥν τὸ κακὸν ― ὁ «Τυφὼν»― θὰ συνετρίβετο κάτω ἀπὸ τὴν δύναμιν τοῦ ΙΣΧΥΡΟΥ καὶ θὰ ἐσημειοῦτο νέα στροφὴ τῆς ἀνθρωπότητος.
Ἄς ἀναφέρωμεν ἐδῶ μερικὰς ἐκλάμψεις τοῦ προφητικοῦ πνεύματος τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, ἡ ὁποία μακρόθεν πρὸ αἰώνων ὁλοκλήρων ἐχαιρέτισε τὴν γέννησιν τοῦ Λυτρωτοῦ.
Σωκρατης (469-399 π.Χ.)
Ὁ Σωκράτης ἐθεωρεῖτο ὡς ὁ πάντων ἀνδρῶν σοφώτατος. Στὸ τέλος τῆς ζωῆς του δικαζόταν στὴν Ἀθήνα. Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα ν᾿ ἀπολογηθῇ, δὲν κολάκευσε τοὺς δικαστάς του, δὲν ζήτησε τὸ ἔλεός τους· μίλησε μὲ τὴν ὠμὴ γλῶσσα τῆς ἀληθείας. Ἀπευθύνθηκε στοὺς Ἀθηναίους, ἀνασκόπησε τὴ ζωή του ἀνάμεσά τους, τὴν ἀποστολὴ ποὺ εἶχε νὰ διδάσκῃ κάθε συμπολίτη του τὸ γνωστὸ «Γνῶθι σαυτόν», καὶ προβλέποντας τὸ σκληρὸ τέλος του, εἶπε περίπου τὰ ἑξῆς.
«Ἀθηναῖοι! Ὑπῆρξα ὁ ἀφυπνιστὴς τῶν συνειδήσεών σας, ἡ βουκέντρα τῆς πόλεώς σας. Ὅπως ὁ γεωργὸς χρησιμοποιεῖ τὴ βουκέντρα γιὰ νὰ κινήσῃ τὰ νωθρὰ ζῷα στὴ δουλειά, ἔτσι κ᾽ ἐγὼ χρησιμοποίησα τὴ διδασκαλία γιὰ νὰ κινήσω τὴ νωθρὴ σκέψι σας σὲ ὑψηλὲς ἰδέες, ποὺ εἶνε τὰ κίνητρα γιὰ μεγάλες ἀποφάσεις τοῦ βίου. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀποστολή μου, ἡ ὁποία σὲ λίγο τελειώνει. Ἐσεῖς μὲν θ᾿ ἀπαλλαγῆτε ἀπὸ μένα τὸν Σωκράτη, ποὺ μὲ τοὺς ἐλέγχους μου σᾶς εἶχα γίνει τόσο ἐνοχλητικός· ἀλλὰ μετὰ τὸ θάνατό μου προβλέπω, ὅτι θὰ καλύψῃ τὴν πόλι σας βαθὺ πνευματικὸ σκοτάδι. Ἐσεῖς καὶ οἱ ἀπόγονοί σας θὰ κοιμᾶστε, ἕως ὅτου ὁ Θεὸς σᾶς λυπηθῇ καὶ στείλῃ κάποιον, ποὺ θὰ ἔχῃ τὴ δύναμι νὰ σᾶς ξυπνήσῃ καὶ νὰ σᾶς διδάξῃ ποιός εἶνε ὁ ἀληθινὸς προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου». Ἐπὶ λέξει· «Καθεύδοντες διατελοῖτε ἄν, εἰ μή τινα ἄλλον ὁ θεὸς ὑμῖν ἐπιπέμψειε κηδόμενος ὑμῶν» (Πλάτωνος, Ἀπολογία Σωκράτους 18[31α]).
Τὰ τελευταῖα αὐτὰ λόγια τοῦ Σωκράτους θεωρήθηκαν ἀνέκαθεν ὡς προφητικά, ἐκπληρώθηκαν δὲ πλήρως – πότε; ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὡς κῆρυξ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἔφθασε στὴν Ἀθήνα καὶ ἡ φωνή του ξύπνησε τοὺς προγόνους μας ἀπὸ τὴ βαθειὰ νύχτα τῆς εἰδωλολατρίας (βλ. Πράξ. 17,22). Προφητικὰ ὅμως πρέπει νὰ θεωρηθοῦν καὶ τὰ λόγια ἐκεῖνα ποὺ εἶχε πεῖ ὁ Σωκράτης σὲ κάποια ἄλλη περίπτωσι νωρίτερα.
Μιὰ μέρα ἕνας ἀπὸ τοὺς εὐφυέστερους καὶ ζωηρότερους μαθητάς του, ὁ Ἀλκιβιάδης, πήγαινε στὸ ναὸ νὰ προσφέρῃ θυσία. Συναντᾷ λοιπὸν τὸν Σωκράτη καὶ τὸν ἐρωτᾷ τί πρέπει νὰ ζητήσῃ ἀπὸ τοὺς θεούς. Τὸ ἐρώτημα εἶνε σοβαρὸ καὶ γύρω ἀπὸ αὐτὸ στρέφεται ἡ συζήτησι. Ἀκοῦστε σὲ παράφρασι τὸν διάλογο.
«Σωκράτης· Δὲν εἶμαι σὲ θέσι ν᾽ ἀπαντήσω στὸ ἐρώτημά σου. Ὑπερβαίνει τὶς δυνάμεις μου. Εἶνε ἀνάγκη νὰ περιμένουμε ἕως ὅτου μάθουμε καλά, ποιά πρέπει νὰ εἶνε ἡ ἁρμόζουσα στάσι μας ἀπέναντι σὲ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους.
Ἀλκιβιάδης· Νὰ περιμένουμε; Μὰ πότε θὰ ἔρθῃ ὁ καιρὸς αὐτός; Καὶ ποιός θὰ εἶνε ὁ ἐκπαιδευτὴς τῆς θείας αὐτῆς τέχνης; Ἐγὼ τοὐλάχιστον θὰ αἰσθανθῶ χαρὰ ἀνέκφραστη νὰ δῶ τὸν ἄνθρωπο αὐτὸν πῶς θὰ εἶνε.
Σωκράτης· Αὐτός, ὁ θεῖος ἐκπαιδευτής, δὲν ἀδιαφορεῖ γιὰ σένα. Ἀλλά, ὅπως λέει κάπου ὁ Ὅμηρος γιὰ ἕνα ἥρωά του, ὅτι δὲν θὰ μποροῦσε νὰ δῇ καὶ νὰ διακρίνῃ τὰ θεῖα καὶ τὰ ἀνθρώπινα ἐὰν μὲ θεϊκὴ ἐπέμβασι δὲν θ᾿ ἀφαιρεῖτο τὸ πυκνὸ σκοτάδι ἀπὸ τὰ μάτια του, ἔτσι κ᾽ ἐγὼ λέω γιὰ σένα ὅτι, γιὰ νὰ διακρίνῃς τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό, εἶνε ἀνάγκη νὰ ἀφαιρεθῇ ἀπὸ τὰ δικά σου μάτια τὸ σκοτάδι. Καὶ αὐτὸ θὰ εἶνε ἔργο τοῦ θείου ἐκπαιδευτοῦ.
Ἀλκιβιάδης· Ἂς μοῦ ἀφαιρέσῃ τὸ σκοτάδι, ἂς κάνῃ ὅ,τι ἄλλο θέλει σ᾽ ἐμένα – δὲν θὰ φέρω καμμιά ἀντίρρησι, ἀρκεῖ μὲ τὰ μέσα ποὺ θὰ μοῦ ὑποδείξῃ νὰ γίνω καλύτερος καὶ νὰ μπορέσω νὰ προσφέρω τὶς καλύτερες θυσίες στὸ θεό.
Σωκράτης· Μὴν ἀμφιβάλλεις καθόλου ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ποὺ θὰ κατέχῃ τὸ μυστικὸ τῆς προαγωγῆς μας σὲ ἀνώτερες σφαῖρες ζωῆς, θὰ ἐνδιαφερθῇ προσωπικὰ πολὺ γιὰ σένα.
Ἀλκιβιάδης· Ἀλλὰ τότε νομίζω ὅτι καὶ ἡ θυσία, ποὺ ἑτοιμάζομαι νὰ προσφέρω, καλὸ εἶνε νὰ ἀναβληθῇ μέχρι τὸν ἐρχομό του.
Σωκράτης· Συμφωνῶ.
Ἀλκιβιάδης· Μὲ ἐνθουσίασες, δάσκαλε. Ἐπειδὴ μὲ συμβούλευες σωστά, θὰ μοῦ ἐπιτρέψῃς νὰ σὲ στεφανώσω μὲ τὸ στεφάνι αὐτὸ ποὺ κρατῶ· ὡς πρὸς δὲ τὰ ἄλλα δῶρα ἐπιφυλάσσομαι νὰ τὰ προσφέρω θυσία ὅταν ἔρθῃ ἡ ἡμέρα ἐκείνη, ἐλπίζω δὲ ὅτι δὲν εἶνε μακριά».
Αὐτὸς ὁ διάλογος βρίσκει τὴν ἐκπλήρωσί του στὸ Εὐαγγέλιο (κατὰ Λουκᾶν κεφ. 11ο). Μετὰ τέσσερις αἰῶνες στὸ ἐρώτημα τοῦ Ἀλκιβιάδου δόθηκε ἡ ἀπάντησι. Ὅταν οἱ μαθηταὶ εἶπαν «Κύριε, δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι» (Λουκ. 11,1), ὁ Κύριος ἄνοιξε τὰ πανάχραντα χείλη του καὶ δίδαξε τὴν ἀνθρωπότητα τί πρέπει νὰ ζητῇ ὅταν κλίνῃ γόνυ ἐμπρὸς στὸν οὐράνιο Πατέρα.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.