Αυγουστίνος Καντιώτης



ΤΗΝ Ε´ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΑΣ ΤΙΜΑ ΟΧΙ ΠΡΟΦΗΤΗ, ΟΥΤΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ, ΑΛΛΑ ΜΙΑ ΑΜΑΡΤΩΛΗ ΓΥΝΑΙΚΑ, ΠΟΥ ΜΕΤΑΝΟΗΣΕ, ΤΗΝ ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΙΑ. ΑΝ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ, ΟΛΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΙ ΘΑ ΕΙΜΑΣΤΑΝ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΣΤ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2175
Κυριακὴ Ε΄ Νηστειῶν
14 Ἀπριλίου 2019 πρωὶ
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου

Ας μετανοησουμε

Μαρια Αιγ ιστΣήμερα, ἀδελφοί μου, διδάσκαλός μας δὲν θὰ εἶνε οὔτε κάποιος προφήτης οὔτε κάποιος ἀπόστολος οὔτε κάποιος ἀσκητὴς οὔ­τε κάποιος ἄλλος διδάσκαλος τῆς Ἐκ­­κλησί­ας· σήμερα διδάσκαλός μας θὰ γίνῃ μία ἁ­μαρ­­τωλὴ γυναίκα. –Μιὰ ἁμαρτωλὴ γυναίκα; θὰ πῆ­τε· καὶ τί ἔχει νὰ διδάξῃ στὴν Ἐκ­κλησία μιὰ ἁμαρ­τωλὴ γυναίκα; Ἔχετε, ἀγαπητοί μου, λίγη ὑ­πομονὴ καὶ ἡ ἀ­πορία σας θὰ λυθῇ. Γιὰ νὰ μὴ σκανδαλίζεται πάντως κανείς, σᾶς λέω ἀπὸ τώρα, ὅτι ἡ γυναί­κα αὐτὴ δὲν ἔμεινε γιὰ πάν­­τα στὴν ἁ­μαρτία· ἦρθε μιὰ εὐλογημένη μέρα ποὺ ἔ­παυσε ν᾽ ἁμαρτάνῃ, ἄλλαξε ζωή, πῆρε τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, ἁγίασε καὶ ἑορτάζει σήμερα· εἶνε ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία, τῆς ὁποίας τὴ μνήμη τιμᾷ ἡ Ἐκκλησία δύο φορὲς τὸ ἔτος· τὴν 1η Ἀπριλίου καὶ τὴν Ε΄ Κυριακὴ τῶν Νηστει­ῶν. Ἀντὶ λοιπὸν νὰ σᾶς ἑρμηνεύσω σήμερα τὸ εὐαγγέλιο ἢ τὸν ἀπόστολο, ἔ­κρινα καλὸ νὰ ποῦμε λίγες λέξεις γιὰ τὴν ἁγία αὐτή.

* * *

Ἡ ὁσία Μαρία, ὅπως γράφουν τὰ βιβλία, ἔ­ζησε τὸν ἕκτον (Στ΄) αἰῶνα, στὰ χρόνια τοῦ αὐ­το­κρά­τορος Ἰουστινιανοῦ (527-565 μ.Χ.). Γεννή­θηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια, τὴ μεγάλη πόλι τῆς Αἰγύπτου, κέντρο ἐμπορίου, πλούτου καὶ γραμμά­των, ἀλλὰ καὶ μεγάλης διαφθορᾶς. Οἱ γονεῖς της ὅμως, ποὺ δὲν γνωρίζουμε τὰ ὀνόματά τους, ἔ­δειξαν ἀσυγχώρη­τη ἀμέλεια στὴν ἀνα­τροφὴ τοῦ παιδιοῦ τους, μὲ ἀ­ποτέλεσμα τὸ μι­κρὸ κορίτσι νὰ ξεφύγῃ ἀπὸ τὴν ἐπιτήρησί τους καὶ νὰ πάρῃ ἀπὸ νω­ρὶς τὸ δρόμο τὸν κακό.

Δὲν χάρη­κε ἐπὶ πολὺ τὴν παιδικὴ ἀθῳ­ότητα· ζώντας στὴ με­γαλούπολι τῆς Ἀλεξανδρείας μολύνθη­κε γρήγορα ἀπὸ τὴ διαφθορὰ τοῦ πε­ρι­­βάλλον­τος καὶ σὲ ἡλικία 12 ἐτῶν ἐξώκειλε πο­­λὺ στὴν ἁ­μαρτία. Ἀπὸ τότε καὶ ἐπὶ 17 ὁλόκλη­­ρα χρόνια ἐθήτευε στὴν ἀκολασία. Ζοῦσε ἀπὸ «μι­­σθώματα πορνείας», ὅπως λέει ὁ προφήτης (Μιχ. 1,7). Προσείλκυε πλῆθος ἐραστάς, ἐμ­πο­ρευ­όταν τὴ σάρκα της, κέρδιζε πλούτη πολ­λά, ἀλλὰ πλούτη ἐπαίσχυντα. Εἶχε γίνει φοβερὴ παγίδα καὶ δίχτυ ἁμαρτίας γιὰ θύματα.

Ὅταν ἦταν περίπου 30 ἐτῶν ἀποφάσισε ν᾽ ἀ­κολουθήσῃ ἕναν ὅμιλο προσκυνητῶν ποὺ ἀ­ναχωροῦσε γιὰ τοὺς Ἁγίους Τόπους. Πῆγε μα­ζί τους, ἀλλὰ μὲ ἄλλα κίνητρα, ὄχι ἀπὸ εὐ­λάβεια. Μοιάζει κάπως στὸ σημεῖο αὐτὸ τῆς ζω­ῆς της ἡ ὁσία Μαρία μὲ τοὺς προσκυνη­τὰς ἐ­κείνους ποὺ τρέχουν καὶ τώρα σὲ γιορτὲς καὶ πανηγύρια ἐξωκκλησίων ὄχι γιὰ νὰ προσ­κυνή­­σουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ διασκεδάσουν καὶ ν᾽ ἁ­μαρτήσουν περισσότερο. Καὶ πρέπει νὰ ποῦμε, ὅ­­­τι σὲ τέτοιες μέρες πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν γίνον­ται τόσες ἁμαρτίες ὅσες ἐκεῖ. Μὲ παρόμοια δι­άθεσι ξεκίνησε κι αὐτὴ γιὰ τοὺς Ἁγίους Τόπους. Καὶ ἔφτασε τελικὰ στὰ Ἰεροσόλυμα.

Ἦταν Σεπτέμβριος καὶ στὶς 14 τοῦ μη­νὸς γι­­νόταν ἡ ἑορτὴ τοῦ τιμίου σταυροῦ. Πλῆ­θος κό­σμου συν­έρρεαν στὴν ἐκκλησία νὰ προσ­κυ­νήσουν. Ὅταν ὑψώθηκε ὁ σταυρὸς πῆ­γε νὰ μπῇ μαζὶ μὲ ὅλους στὸ ναό, ἀλλ᾽ αὐτὸ στάθηκε ἀ­δύνατον. Ἐνῷ ἐπιχείρησε τρεῖς – τέσσε­ρις φορὲς νὰ περάσῃ τὸ κατώφλι, κάποια μυστη­ρι­­ώδης δύναμις δὲν τὴν ἄφηνε. Γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ τό­τε συναισθάνθηκε, ὅτι δὲν εἶνε ἄ­ξια νὰ μπῇ στὸ ναὸ λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν της. Δάκρυα ἔτρε­ξαν ἀπ᾽ τὰ μάτια της κ᾽ ἔκανε μέ­σα της μιὰ προσευχὴ θερμὴ στὴν Παναγία· Κυρία Θεοτόκε, σὺ ποὺ γέννησες τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, μὴ μὲ ἀπορρίψῃς· ἀξίωσε κ᾽ ἐμένα νὰ προσ­κυνήσω τὸν τίμιο σταυρό, καὶ σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι στὸ ἑξῆς θ᾽ ἀλλάξω ζωή, θὰ ἐγκαταλείψω τὴν ἁμαρτία! (βλ. Ἑ.Π. Migne 87Γ΄, 3713C-D).

Μόλις τελείωσε τὴν προσευχή, αἰσθάνθηκε ἐλεύθερη καὶ μπῆκε στὸ ναό. Προσκύνησε τὸ τίμιο Ξύλο καὶ εἶπε πάλι στὴν Παναγία· Σ᾽ εὐ­χαριστῶ, ποὺ μὲ ἄκουσες· λοιπόν, Ὁδηγήτρια τοῦ κόσμου, ὁδήγη­σε κ᾽ ἐμένα ὅπου κρίνει ἡ εὐ­σπλαχνία σου· ὅ,τι μοῦ πῇς θὰ κάνω, Παν­α­γία μου… Κ᾽ ἐνῷ ἔλεγε αὐτά, ἀκούει κάποιον νὰ φωνάζῃ ἀπὸ μακριά· «Ἐὰν τὸν Ἰορδάνην δι­έλθῃς, καλὴν εὑ­­ρήσεις ἀνάπαυσιν» (ἔ.ἀ. 87Γ΄, 3716Α). Κι ἀμέσως ἐκτελεῖ τὴν ὁδηγία. Χαῖρε κόσμε μάταιε, χαίρετε ἄνθρωποι καὶ πολιτεῖες τῆς ἁ­μαρτίας, ἡ Μαρία σᾶς ἀ­ποχαιρετᾷ!…

Ἦταν 9 τὸ πρωί. Τῆς ἔ­δειξαν τὸ δρόμο, βάδι­­­σε ὅλη μέρα, καὶ τὸ ἡλιοβασίλευμα ἔφτασε στὸν Ἰ­­ορδάνη, ὅπου ὑπῆρχε ναὸς τοῦ Ἁγίου Ἰ­ωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. Προσκύνησε κ᾽ ἔ­βρεξε τὸ πρό­σωπο καὶ τὰ χέρια της μὲ τὸ νε­ρὸ τοῦ ποταμοῦ. Ἐκεῖ μετέλαβε τὰ ἄχραντα μυστήρια, ἤπιε νε­ρὸ ἀπὸ τὸν Ἰορδά­νη, καὶ δι­α­νυ­κτέρευσε πλαγιάζον­τας κατὰ γῆς στὴν ὄ­χθη. Τὴν ἄλ­­λη μέρα βρῆκε ἕνα πλοιάριο καὶ πέ­ρασε ἀ­πέναν­τι. Ἐκεῖ προσ­­ευχήθηκε πάλι στὴν Παν­αγία νὰ τὴν ὁ­δηγήσῃ ὅπου εἶνε ἀρεστὸ σ᾽ αὐ­τήν. Ἔτσι ἄρχισε μέ­σα στὴν ἔρημο μιὰ ζωὴ σκληρή, συν­­τροφιὰ μὲ τὰ θηρία, καὶ μὲ πε­ριπλάνησι ποὺ κράτησε 47 χρόνια!

Ποιός τώρα νὰ διηγηθῇ τοὺς πειρα­σμούς της, τὸν πόλεμο τοῦ σατανᾶ, τοὺς κινδύνους, τοὺς ἀγῶνες της, τὶς προσευχές της, τὰ θαυμα­στὰ σημεῖα της; 17 χρόνια πάλεψε μὲ τὶς ἀ­ναμνήσεις τοῦ παρελθόντος καὶ τὶς κοσμικὲς ἐ­πιθυμί­ες ποὺ τὴν τάραζαν. Οἱ λογισμοὶ ἄλ­λοτε τῆς θύμιζαν τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τῆς ἔ­λεγαν, Πόσο ἀνόητη εἶσαι ποὺ ἄφησες τὴ μεγαλούπο­λί σου γιὰ νὰ ἔρθῃς νὰ θαφτῇς σ᾽ αὐτὴ τὴν ἔ­ρημο…! ἄλλοτε τὶς θύμιζαν τὰ συμπόσια, τὰ πλούσια φαγητὰ καὶ ποτά, τὶς μουσικές, τὰ πορνικὰ τραγούδια, τοὺς χορούς, τοὺς ἐραστάς, τὰ πλούτη, τὰ πολυτελῆ ροῦχα, ὅλα ὅσα μποροῦν ν᾽ ἀνάψουν τὴν πυρ­καϊὰ τῶν πα­θῶν.

Ἱκέτευε τὸν Κύριο πέφτον­τας στὰ γόνα­τα καὶ βρέχοντας τὸ ἔδαφος μὲ δάκρυα. Ὁδηγό, βοηθὸ καὶ παρήγορό της εἶχε τὴν Παναγία, στὴν ὁποία κατέφευγε κάθε φορά. Κι ὅταν πλέον ὁ ἐχθρὸς εἶδε ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ τὴ νικήσῃ, τὴν ἄφησε. Ἔζησε ἔτσι στὴν ἔρημο ἄλ­λα 30 χρόνια, ἐν συνόλῳ δηλαδὴ 47.

Στὸ διάστημα αὐτό, ἄλλοτε μέσα τὴν παγω­νιὰ τοῦ χειμώνα κι ἄλλοτε μέσα στὸν καύσωνα τοῦ θέρους, τὸ ροῦχο ποὺ φοροῦσε ἔ­λειω­σε, τὸ σῶμα της στέγνωσε, τὰ μαλλιά της ἄσπρι­σαν· Τρεφόταν μὲ ὅ,τι μπορεῖ νὰ βρεθῇ στὴν ἔρημο. Ἄνθρωπο δὲν εἶδε. Βιβλία νὰ διαβάσῃ δὲν εἶχε – δὲν ἤξερε ἄλλωστε γράμματα. Μόνη πηγὴ ἐνισχύσεως ἡ ἀγάπη στὸ Θεό, ἡ πίστι στὴν πρόνοιά του, ἡ διαρκὴς προσευχή.

Πρὸς τὸ τέλος τοῦ βίου της οἰκονόμησε ὁ Θεός, κατὰ τὴ συνήθεια τῶν μοναχῶν, νὰ βγῇ στὴν ἔρημο τὶς ἡμέρες τῆς μεγάλης Τεσσαρα­κοστῆς ἕνας ἀσκητής, ὁ ἀβ­βᾶς Ζωσιμᾶς. Ἡ ὁ­σία Μαρία, ὑ­πὸ συνθῆκες θαυμαστές, συν­­­αν­τήθηκε μαζί του καὶ τοῦ διηγήθηκε ὅλη τὴν ἱ­στορία της. Προτοῦ ν᾽ ἀποχωριστοῦν τὸν παρακάλεσε, τὴ Μεγάλη Πέμ­πτη τοῦ ἑπομένου ἔτους νὰ τῆς φέρῃ τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου νὰ κοινωνήσῃ. Ὁ Ζωσιμᾶς δὲν τὸ ξέχα­σε. Παίρνει τὰ τίμια δῶρα καὶ ἔρχεται. Ἀλλὰ πῶς νὰ περάσῃ τὸ ποτάμι; Βλέπει ὅμως τὴν ὁ­σία στὴν ἀπέναντι ὄχθη νὰ κάνῃ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ στὸν ποταμὸ –ἦταν νύχτα μὲ παν­σέληνο–, νὰ περπατάῃ πάνω στὰ νερὰ καὶ νά ᾽ρχεται πρὸς αὐτόν. Ὁ Ζωσιμᾶς κοίταζε κατάπληκτος. Μετά, ἀφοῦ εἶπε τὸ Πιστεύω καὶ τὸ Πάτερ ἡμῶν, τὴν κοινώνησε. Ἐκείνη ὕψωσε τὰ χέρια στὸν οὐρανὸ καὶ μὲ δάκρυα εἶπε· «Νῦν ἀ­­πολύεις τὴν δούλην σου, ὦ Δέσποτα, …ὅτι εἶ­δον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτή­ριόν σου» (Λουκ. 2,29-30). Τέλος τοῦ ζήτησε, νὰ ξαναέρθῃ τοῦ χρόνου· «Ἐλ­θὲ πάντως διὰ τὸν Κύριον, καὶ πάλιν ὄ­ψει με καθὼς θέλει ὁ Κύριος» (ἔ.ἀ. 87Γ΄, 3721Β-D).

Μετὰ ἀπὸ ἕνα ἔτος, ὅταν ἦρθε πάλι ὁ ἅγι­ος Ζωσιμᾶς, τὴ βρῆκε νεκρὴ στὸ μέρος ὅπου συναν­­τήθηκαν τὴν πρώτη φορά. Κοντὰ στὸ κεφάλι της εἶδε χαραγμένα στὴ γῆ τὰ λόγια· «Θάψον, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ τῆς ταπει­νῆς Μαρίας τὸ λείψανον» (ἔ.ἀ. 87Γ΄, 3724Β-C). Τὴν ἔθαψε μὲ τὴ βοήθεια ἑνὸς λιονταριοῦ, ποὺ ἔσκαψε μὲ τὰ νύχια του τὸν τάφο της.

Αὐτὸς μὲ συντομία εἶνε ὁ βίος καὶ τὸ τέλος τῆς σημερινῆς ἁ­γίας. Ὅλα αὐτὰ τὰ διηγήθηκε ἡ ἴδια στὸν ἅ­γιο Ζωσιμᾶ· ἀπὸ αὐτὸν ἔγινε γνω­στὸς ὁ βίος καὶ ἡ ἄθλησί της, καὶ τὸν 7ο αἰῶ­να τὰ ἔγραψε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος πατριάρχης Ἰεροσολύμων (βλ. Βίος Μαρίας Αἰγυπτίας τῆς ἀπὸ ἑταιρίδων ὁσίως ἀσκησάσης κατὰ τὴν ἔρημον τοῦ Ἰορδάνου· Ἑ.Π. Migne 87Γ΄, 3697-3726).

* * *

Τὸ πρῶτο ἀσφαλῶς ποὺ ἐντυπωσιάζει στὸν βίο τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτί­ας εἶνε, ἀγαπη­τοί μου, ἡ δύ­­ναμι τῆς μετανοίας. Πῶς μιὰ ψυχὴ χαμένη κερ­δήθηκε γιὰ τὸν Κύριο! «Μεγάλη ἡ μετάνοια» θ᾽ ἀκούσουμε τὴ Μεγάλη Τετάρτη (αἶν.). Ἂν δὲν ὑπῆρχε μετάνοια, θὰ εἶ­χε ἁγίους ὁ παράδεισος; ὅλοι θὰ ἦταν γιὰ τὴν κό­λα­σι.

Καὶ τὸ δεύτερο ποὺ κάνει ἐντύπωσι εἶνε ἡ στάσι, ὁ σεβασμὸς τῆς ὁσίας πρὸς τὸν ἱερέα. Ἦταν ἁγία, ζοῦσε ὑπὲρ φύσιν, ἔκανε θαύματα· καὶ ὅμως, γιὰ νὰ σωθῇ, εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τὸ πετραχήλι. Γι᾽ αὐτὸ κι ὁ ἅγιος Κοσμᾶς δίδασκε· Ἂν συναντήσῃς ἕναν ἄγγελο καὶ ἕναν ἱερέα, τὸν ἱερέα νὰ προσκυνήσῃς πρῶτα (ἡμ. ἔργ. σ. 153).

Ἂς μετανοήσουμε κ᾽ ἐμεῖς, ἂς μισήσουμε τὴν ἁμαρ­τία, ἂς ἀναζητήσουμε καλὸ πνευματικὸ πατέρα, μὲ τὴν εὐλογία του ἂς κοινω­νήσουμε τὰ θεῖα μυστήρια, καὶ ὁ Θεὸς ἀ­σφαλῶς θὰ μᾶς ἀξιώσῃ τοῦ ἐλέους του· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπὸ τὸ χειρόγραφο ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἄγνωστο ἱ. ναὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας καὶ πιθανῶς τὴν 10-4-1938. Ἀνάγνωσις, στοιχειοθεσία, μεταφορὰ σὲ ἁπλῆ γλῶσσα καὶ ἀναπλήρωσις 15-3-2019.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.