Αυγουστίνος Καντιώτης



“ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΝΑΟΣ”

date Δεκ 11th, 2009 | filed Filed under: ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΝΑΟΣ

*****************************

“ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΝΑΟΣ”

ΒΙΒΛΙΟ: ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

*****************************

ΟΡΘΟΔ. ΝΑΟΣ εξ

*****************************

“ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΝΑΟΣ”

Ἐνα βιβλίο τοῦ π. Αὐγουστίνου χρήσιμο, πού πρέπει να διαβάσει κάθε Ορθόδοξος Χριστιανός

*************************************************************************

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΟΡΘ. Ν. 1«Κυριακή», το μικρό αυτό φυλλάδιο του Επισκόπου π. Αυγουστίνου Καντιώτου διαβάζετο κάθε Κυριακή στους Ναούς της περιφερείας του και εδίδετο στους πιστούς. Το πρώτο έτος (1971) δημοσίευσε ομιλίες πάνω στα Ευαγγέλια των Κυριακών, οι οποίες κυκλοφόρησαν και σε βιβλίο με τον τίτλο «Κυριακή». Το δεύτερο έτος (1972) δημοσίευσε ομιλίες πάνω στους Αποστόλους των Κυριακών, οι οποίες κυκλοφόρησαν σε βιβλίο με τον τίτλο «Απόστολος».

Τα δύο επόμενα έτη η «Κυριακή» δημοσίευσε σύντομα κηρύγματα πάνω σε άλλα θέματα. Οι χριστιανοί τιμούν τους Αγίους, χωρίς όμως να ξέρουν τις πιο πολλές φορές τη ζωή τους και το μήνυμα, το οποίο κάθε Άγιος δίνει για την εποχή μας. Γι’ αυτό το τρίτο έτος (1973) η «Κυριακή» δημοσίευσε ομιλίες πάνω στη ζωή των Αγίων, οι οποίες κυκλοφόρησαν σε βιβλίο με τον τίτλο «Μυρίπνοα Άνθη». Το τέταρτο δε έτος (1974) η «Κυριακή» δημοσίευσε ομιλίες πάνω σε διάφορα βασικά ανθρώπινα πάθη και ελαττώματα.

Οι ομιλίες αυτές κυκλοφόρησαν σε βιβλίο με τον τίτλο «Κοινωνικές πληγές».

Αλλά για να είναι συνειδητός ένας χριστιανός δεν αρκεί να πιστεύει ορθά και να ζει ηθικά. Πρέπει και να λατρεύει αληθινά. Πολλοί χριστιανοί μας αγνοούν βασικά πράγματα της ορθοδόξου λατρείας και το βαθύτερο νόημα των διαφόρων λειτουργικών τύπων. Αγνοούν τον τόπο της λατρείας και όλα όσα βρίσκονται μέσα σ’ αυτόν. Μπαίνουν μέσα στο Ναό, χωρίς όμως να γνωρίζουν που μπαίνουν και τι σημαίνουν όλα αυτά που βλέπουν μπροστά τους. Αγνοούν τον τύπο της λατρείας. Αυτό που λέγεται «τυπικό» των διαφόρων ιερών ακολουθιών είναι άγνωστο στους πολλούς. Κι έτσι παρατηρείται το φαινόμενο να μπαίνουν χριστιανοί στο Ναό και να μη μπορούν να καταλάβουν σε ποιο σημείο του όρθρου ή της θ. Λειτουργίας βρίσκεται ο ιερεύς ή ο ψάλτης. Ακόμη αγνοούν την ουσία της ορθοδόξου λατρείας, την ουσία που κρύβεται πίσω από τους διαφόρους τύπους της λατρείας.

Η άγνοια του τόπου, δηλαδή του Ναού, του τύπου, δηλαδή του τυπικού της λατρείας, και της ουσίας της λατρείας, η άγνοια αυτή είναι μία από τις σπουδαιότερες αιτίες που συνεχώς αραιώνουν τα εκκλησιάσματα και αδειάζουν οι Ναοί. Η άγνοια αυτή εγκυμονεί κλιμακωτά τους εξής κινδύνους:

1) Τον κίνδυνο της τυπολατρίας. Οι χριστιανοί μπαίνοντας στο Ναό εκτελούν διαφόρους νεκρούς τύπους, κάνουν μερικές κινήσεις, προβαίνουν σε διάφορες ενέργειες, ακούνε ορισμένα ακατανόητα πράγματα και με το «Δι’ ευχών…» φεύγουν έχοντας την ψευδαίσθηση πως εκκλησιάστηκαν. Νομίζουν πως αν γίνουν ορισμένα πράγματα, έστω και ασυναίσθητα, και αν λεχθούν όλα τα «γράμματα», έστω και ακαταλαβίστικα, εξεπλήρωσαν το λατρευτικό τους καθήκον. Φοβερός ο κίνδυνος της τυπολατρίας.

2) Τον κίνδυνο της συνηθείας. Ιερείς και ψάλτες, αλλά και ο πολύς λαός κινούνται από το νόμο της συνηθείας κατά την ώρα της κοινής λατρείας. Κινούνται μηχανικά σαν ρομπότ, και λέγουν και ψάλλουν μηχανικά σαν γραμμόφωνα και μαγνητόφωνα.

3) Τον κίνδυνο της ασεβείας. Σε στιγμές φρικτές, όπου τα ιερότατα Μυστήρια τελεσιουργούνται, πολλοί χριστιανοί, αγνοώντας τη σημασία των στιγμών αυτών, δεν προσέχουν, δεν προσεύχονται, δεν μεταρσιώνονται, αλλ’ αντίθετα σκέπτονται άλλα πράγματα – μερικές φορές και αμαρτωλά -, συζητούν, ατακτούν, θορυβούν, με μια λέξη ασεβούν. Ω εάν ήξεραν τι γίνεται τις στιγμές αυτές!

4) Τον κίνδυνο της απομακρύνσεως από το Ναό. Όταν για πολλά χρόνια μπαίνουν στο Ναό και δεν συμμετέχουν στα τελούμενα μέσα σ’ αυτόν αισθάνονται κούραση. Δεν τους τραβά το ενδιαφέρον η λατρεία. «Τα ίδια και τα ίδια ακούω. Βαρέθηκα πια…», είναι συνηθισμένη δικαιολογία ανθρώπων, που έχουν άγνοια της ορθοδόξου λατρείας. Και πράγματα, τα οποία θα έπρεπε να τους ευφραίνουν, τους φαίνονται ανιαρά και τους κουράζουν, και παύουν να εκκλησιάζονται τακτικά.

Λόγω της αγνοίας πολλών χριστιανών πάνω στα θέματα της ορθοδόξου λατρείας, ο Επίσκοπος Φλωρίνης έκρινε σκόπιμο ν’ ασχοληθεί στην «Κυριακή» και με θέματα αφορώντα το Ναό και την ορθόδοξο λατρεία, και ιδιαίτερα τη θ. Λειτουργία. Και αφιέρωσε όλες τις ομιλίες της «Κυριακής» του έτους 1975 στον Ορθόδοξο Ναό και σ’ όσα βρίσκονται μέσα σ’ αυτόν. Με τις διαφωτιστικές και ερμηνευτικές αυτές ομιλίες αποβλέπει στην επάνοδο στο πνεύμα της αληθινής και ζωντανής λατρείας. Ας θυμηθούμε την μεγαλοπρεπή διακήρυξη του Xριστού στη Σαμαρείτιδα: «Πνεύμα ο Θεός, και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δεί προσκυνείν» (Ιωάν. 4, 24). Ας θυμηθούμε ακόμα και δύο λόγους του Αποστόλου Παύλου. Ο ένας τονίζει, πως όσα λέγονται κατά την ώρα της κοινής προσευχής πρέπει να είναι κατανοητά: «Εν εκκλησία θέλω πέντε λόγους δια του νοός μου λαλήσαι, ίνα και άλλους κατηχήσω, ή μυρίους λόγους εν γλώσση» (α΄ Κορ. 14, 19). Ο άλλος τονίζει, πως οι ψαλμοί και οι ύμνοι δεν πρέπει να λέγωνται απλώς με τα χείλη, αλλά να βγαίνουν από την καρδιά υμνών τω Κυρίω» (Εφες. 5, 19)

Οι ομιλίες της «Κυριακής» για το Ναό και την κοινή λατρεία εκδίδονται στον παρόν βιβλίο με τον τίτλο «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΝΑΟΣ». Έχουν ύφος απλοϊκό και είναι γραμμένες σε γλώσσα δημοτική. Δεν απευθύνονται μόνο σε μορφωμένους κληρικούς και λαϊκούς, ώστε ν’ ασχολούνται με λατρευτικές λεπτομέρειες. Απευθύνονται και στον απλοϊκό λαό, και γι’ αυτό είναι γραμμένες με απλότητα. Είναι ομιλίες προορισμένες για το λαό, που αγνοεί στοιχειώδη πράγματα της ορθοδόξου λατρείας.

Είθε το μικρό τούτο βιβλίο να συμβάλει στη λειτουργική αναζωπύρωση του λαού μας· να συντελέσει, ώστε οι πιστοί μας να παύσουν να βλέπουν το Ναό σαν τόπο εκμεταλλεύσεως, σαν τόπο κουραστικών ακολουθιών, σαν τόπο που λέγονται και γίνονται ακατανόητα πράγματα, σαν τόπο επιδείξεως, αλλά να τον βλέπουν σαν «οίκο του Πατρός», σαν σπίτι του Θεού, σαν τόπο προσευχής, σαν χώρο ιερό και άγιο, σαν χώρο της κοινωνίας των πιστών, της κοινής λατρείας, της συμμετοχής στα Ιερά Μυστήρια, σαν χώρο θείας μεθέξεως και αρρήτου ευφροσύνης. Να βλέπουν το Ναό σαν ένα κομμάτι του Ουρανού κάτω στη γη. «Εν τω Ναώ εστώτες της δόξης σου, εν ουρανώ εστάναι νομίζομεν»).

*****************************

ΚΛΕΙΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

*****************************

Ορθ. Ναο 3Ο λαός μας, αγαπητοί μου, ο λαός μας δεν είναι άθεος. Όταν πριν από πέντε χρόνια έγινε απογραφή σ’ όλο το κράτος, ελάχιστοι ήταν εκείνοι που δήλωσαν ότι είναι άθεοι. Τα 98% του πληθυσμού δήλωσαν πως είναι χριστιανοί και ανήκουν στην Ορθόδοξο Εκκλησία. Αυτό φαίνεται και στις ταυτότητές τους.

Η θρησκεία μας, η Ορθόδοξος Εκκλησία, είναι η μόνη αληθινή θρησκεία, που ικανοποιεί την ψυχή του ανθρώπου. Αυτό δεν το λέμε εμείς· γράφουν και το κηρύττουν άνθρωποι που δεν ανήκουν στην Ορθόδοξο Εκκλησία, αλλά σ’ άλλα δόγματα και σ’ άλλες θρησκείες. Αυτοί, όταν έρχωνται στην πατρίδα μας και μπαίνουν σε εκκλησία ορθόδοξη και παρακολουθούν τη θεία λειτουργία συγκινούνται και δάκρυα τρέχουν απ’ τα μάτια τους.

***

Ναι, αγαπητοί μου, έχουμε την πιο ωραία θρησκεία του κόσμου! Εν τούτοις, ενώ ξένοι θαυμάζουν τη θρησκεία μας, αντιθέτως εμείς, που ’χουμε βαπτιστεί μέσα στις κολυμβήθρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας και από βρέφη είμαστε γραμμένοι στα μητρώα της και λεγόμαστε ορθόδοξοι χριστιανοί, εμείς δεν ξέρουμε τη θρησκεία μας, δεν ξέρουμε τι θησαυρό ανεκτίμητο έχουμε. Ας μη φανεί αυτό υπερβολικό. Υπάρχει μεγάλη άγνοια της θρησκείας μας. Όχι γιατί οι άνθρωποι σήμερα είναι αγράμματοι. Σχολεία κάθε είδους και πανεπιστήμια έχει γεμίσει ο τόπος μας. Υπάρχουν ακόμα σχολές ξένων γλωσσών. Και μόνο η γλώσσα της Εκκλησίας είνε άγνωστη.

Ξέρουν οι άνθρωποι πολλά και διάφορα, αλλά πάνω στο θέμα της θρησκείας έχουν μεσάνυχτα. Φοβερή είνε η άγνοια που ’χουν. Όχι μόνο βοσκοί, γεωργοί και εργάτες μας, όχι μόνο οι αγράμματοι, αλλά κι αυτοί που ξέρουν ξένες γλώσσες και βγήκαν από πανεπιστήμια και ανώτερες σχολές και ταξίδεψαν στο εξωτερικό· αυτοί δα είνε εκείνοι που έχουν την πιο μεγάλη άγνοια. Γιατί οι άλλοι κάπου – κάπου πηγαίνουν στη εκκλησία κάτι ακούνε κι ας μη το καταλαβαίνουν. Υπάρχουν δε ανάμεσα στο φτωχό και εργατικό λαό μας αξιοθαύμαστα παραδείγματα ανθρώπων που, επειδή εκκλησιάζονται τακτικά και παρακολουθούν με προσοχή και κατάνυξη όσα λέγονται και γίνονται μέσα στην εκκλησία, ξέρουν πολύ περισσότερα απ’ ότι ξέρει ένας επιστήμονας, που ποτέ του δεν πάτησε στην εκκλησία και όμως έχει τη θρασύτητα να μιλάει για τα θέματα της Εκκλησίας σαν άλλος παπάς.

***

Τι άγνοια της θρησκείας υπάρχει στο λαό, αλλά προ παντός στις τάξεις των εγγραμμάτων και των επιστημόνων, φτάνουν ν’ αποδείξουν δυο τρία παραδείγματα που θ’ αναφέρουμε. Ένας, που έκανε τον πολύ μορφωμένο και είχε και μεγάλη θέσι, κάποτε λόγω της θέσεώς του υποσχέθηκε να πάει στην εκκλησία. Ο ιερεύς λειτουργούσε. Αλλά ο κύριος αυτός δεν ήξερε σε ποιο σημείο βρισκόταν η θεία λειτουργία και δειλά – δειλά ρωτούσε το διπλανό του αν αργή να σχολάσει η εκκλησία. Στεκόταν μέσα στην εκκλησία τελείως αδιάφορος και γύριζε το κεφάλι του δεξιά και αριστερά. Αυτά που λεγε ο ιερεύς και έψελναν οι ψάλτες του φαινόντουσαν γιαπωνέζικα.

Ένας άλλος πάλι, δικηγόρος αυτός απ’ τους καλύτερους, όταν κάποιος τον ρώτησε πόσα είναι τα Ευαγγέλια, αυτός απάντησε ότι είνε δώδεκα! Κι επέμενε ότι είνε δώδεκα! Κι όταν τον ρώτησαν γιατί είνε δώδεκα, είπε ότι είνε δώδεκα τα Ευαγγέλια που διαβάζονται την Μεγάλη Πέμπτη. Ο ταλαίπωρος! Δεν είχε πιάσει ποτέ στα χέρια το μια Καινή Διαθήκη, να τη φυλλομετρήσει και να δει ότι τα Ευαγγέλια είνε τέσσερα. Τα δώδεκα Ευαγγέλια είνε δώδεκα εκλεκτές περικοπές παρμένες από τα τέσσερα Ευαγγέλια και διηγούνται τα σεπτά πάθη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Έτσι τα Ευαγγέλια αυξήθηκαν και έγιναν δώδεκα! Ταλαίπωρος αυτός και οι όμοιοί του! Βλέπουν το Ευαγγέλιο κάθε μέρα στα δικαστήρια και σπρώχνουν τους ανθρώπους να ορκίζονται πάνω σ’ αυτό, μα ούτε αυτοί ούτε οι δικασταί που δικάζουν δεν τα’ ανοίγουν ποτέ να δούνε πώς ο Κύριος απαγορεύει απολύτως τον όρκο.

Άλλοι δε απ’ αυτούς τους δήθεν μορφωμένους, όταν πηγαίνουν στην εκκλησία και υπάρχει ανάγκη να πούνε το «Πιστεύω» ως ανάδοχοι (νουνοί), δεν είνε σε θέσι να το πούνε, κι όμως αναλαμβάνουν να διδάξουν τη θρησκεία στα παιδιά που βαφτίζουν. Αγνοούν στοιχειώδη πράγματα της θρησκείας. Αλλ’ ενώ ούτε αλφαβητάριο της θρησκείας δεν ξέρουν. Ξέρουν όμως, όπως είπαμε, πολλά και διάφορα. Διαβάζουν διάφορα περιοδικά και εφημερίδες και θεωρούνται άνθρωποι με εγκυκλοπαιδική μόρφωση. Αλλά περί θρησκείας τίποτε.

Στα παλιά τα ευλογημένα χρόνια της φυλής μας, όταν άκμαζε η θρησκεία και τα πρώτα βιβλία που διάβαζαν τα παιδιά ήταν το Ψαλτήρι και το Οκτωήχι, οι άνθρωποι της σκλαβωμένης πατρίδας ήξεραν πολύ περισσότερα απ’ ότι ξέρουν οι σημερινοί επιστήμονες που γέμισε ο τόπος μας. Ήταν άνθρωποι της Εκκλησίας.

Άγνοια της θρησκείας! Υπάρχουν όμως και μερικοί, που επειδή ξέρουν κάτι απ’ τη θρησκεία, νομίζουν πως τα ξέρουν όλα και δεν έχουν ανάγκη από άλλη διδασκαλία. Πόσο πλανώνται! Πρώτα – πρώτα τα λίγα που ξέρουν δεν τα ξέρουν σωστά. Και συμβαίνει μ’ αυτούς ό,τι συμβαίνει με κάποιον που βλέπει ένα λουλούδι και νομίζει ότι απλώς επειδή το βλέπει ξέρει και όλα τα μυστικά του λουλουδιού, και γι’ αυτό το βλέπει αδιάφορα και δεν το θαυμάζει. Αλλ’ αν το λουλούδι αυτό το πάρει ένας επιστήμονας και το εξετάσει με το μικροσκόπιό του, τότε θα θαυμάσει μπροστά στο μυστικό μεγαλείο που κρύβει. Αλλά και μέσα στην Εκκλησία, στη θεία λατρεία, υπάρχουν πράγματα που τα βλέπουμε και δεν μας κάνουν εντύπωση. Όταν όμως κάποιος άλλος μας εξηγήσει και μας παρουσιάσει το πράγμα σε όλες τις λεπτομέρειες και μας δώσει το νόημά του, τότε κι εμείς θα θαυμάσουμε.

***

Η άγνοια, αγαπητοί μου, που έχουμε για την Εκκλησία μας δεν είνε κάτι μικρό και ασήμαντο. Έχει φοβερές συνέπειες. Άγνοια θρησκείας, άγνοια Εκκλησίας, είνε άγνοια Χριστού, είνε άγνοια Θεού. Και Θεού είνε θάνατος ψυχής, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος. Και ψυχή χωρίς Θεό, έρημη από ιερές σκέψεις και συναισθήματα, γίνεται σπήλαιο ληστών, κατοικητήριο αγρίων θηρίων, φωλιά δαιμόνων.

Η Εκκλησία μας, η Ορθόδοξος Εκκλησία, είνε για τους πολλούς όπως ένα βιβλίο κλειστό, που το βλέπουν αλλά δεν το ανοίγουν να το μελετήσουν. Ω εάν το άνοιγαν και το μελετούσαν, δεν θα τους έκανε καρδιά να το αφήσουν· θα τους γινόταν ένας αχώριστος σύντροφος!

Ως επίσκοπος θα πολεμήσω τη θρησκευτική άγνοια. Θ’ ανοίξουμε τα ιερά βιβλία της θρησκείας, θα ερμηνεύσουμε όσο πιο απλά μπορούμε αυτά που λέγονται και γίνονται μέσα στην εκκλησία, και ιδιαίτερα θα ερμηνεύσουμε τη Θεία Λειτουργία. Ελπίζουμε, ότι οι χριστιανοί μας θ’ ακούσουν τη νέα αυτή σειρά των ομιλιών μας με την ίδια προσοχή που άκουσαν τα προηγούμενα χρόνια τις άλλες σειρές ομιλιών πάνω στα Ευαγγέλια, στους Αποστόλους, στους βίους αγίων και στις κοινωνικές πληγές. Συνέχεια εκείνων θα είνε οι ομιλίες αυτές, που τις ονομάζουμε λειτουργικές ομιλίες. Είθε ο Χριστός να ευλογήσει και τη νέα αυτή σειρά ομιλιών.

*****************************

Ο ΘΕΟΣ

*****************************

Ορθ. Ν. 4Υπάρχουν, αγαπητοί μου, υπάρχουν άνθρωποι, που αν τους πεις κάτι για την εκκλησία, αμέσως απαντούν: Τι κάθεσαι, μωρέ, και ασχολείσαι μ’ αυτά τα πράγματα; Εκκλησίες, παπάδες, λιβάνια, λειτουργίες και λιτανείες, όλα αυτά στην εποχή μας είνε περιττά πράγματα. Θεός δεν υπάρχει. Κι αφού δεν υπάρχει Θεός, τι μας χρειάζονται; Όλα είνε ψέματα…

***

Δεν υπάρχει Θεός! Ποιοι το λένε; Είνε αυτοί σοφοί και επιστήμονες, που έστυψαν τα μυαλά τους και άσπρισαν τα μαλλιά τους στην επιστήμη; Όχι. Οι μεγάλοι επιστήμονες πιστεύουν στο Θεό. Ένας Μπράουν, που ανακάλυψε τους πυραύλους, όταν ήρθε στην Ελλάδα κι επισκέφθηκε ένα νησί των Κυκλάδων, το πρωί της Κυριακής μόλις άκουσε την καμπάνα πήγε στην εκκλησία και με μεγάλη ευλάβεια παρακολούθησε τη θεία λειτουργία.

Αυτοί που στον τόπος μας λένε πως δεν υπάρχει θεός και προσπαθούν να δηλητηριάσουν το λαό με το αφιόνι της απιστίας, είνε κάτι νεαροί, που λένε πως φοιτούν στο πανεπιστήμιο, και πανεπιστήμιο δεν γνωρίζουν· είνε κάποιοι που πήραν το δίπλωμά τους, αλλά έκλεισαν τα βιβλία κι όλο τον καιρό τους τον περνούν στα καφενεία· είνε κάτι επιπόλαια και ημιμαθή πνεύματα. Αυτοί λένε πως δεν υπάρχει Θεός. Αυτί είνε οι άθεοι των ημερών μας. Τι ν’ απαντήσουμε σ’ αυτούς;

***

Πολλά θα μπορούσε ν’ απαντήσει κανείς στους αθέους των ημερών μας. Αλλ’ εμείς εδώ θ’ απαντήσουμε με απλή γλώσσα αναφέροντας μερικά παραδείγματα.

Εάν ένας, αγαπητέ μου, σου δείξει ένα σπίτι και σου πει: Βλέπεις το σπίτι αυτό; Χτίστηκε μόνο του. Κάποια μέρα τα λιθάρια κύλισαν μόνα τους απ’ το βουνό, ήρθαν εδώ, πελεκήθηκαν μόνα τους, έγιναν τετράγωνα λιθάρια κατάλληλα για οικοδομή, και μόνα τους, χωρίς ανθρώπινο χέρι, το ένα τοποθετήθηκε πάνω στ’ άλλο και έτσι χτίστηκε όλο το σπίτι. Έπειτα μόνα τους ήρθαν τα ξύλα, πελεκήθηκαν μόνα τους και έγιναν πόρτες και παράθυρα. Έτσι μόνα τους κατόπιν ήρθαν τα μωσαϊκά και στρώθηκαν. Έτσι μόνα τους ήρθαν τα τζάμια και μπήκαν στη θέση τους. Έτσι μόνα τους ήρθαν τα κεραμίδια και μπήκαν στη στέγη. Έτσι όλο αυτό το σπίτι που βλέπεις έγινε μόνο του, χωρίς σκέψη και χέρι ανθρώπου… Τι λες; Αν έτσι σου μιλούσε ένας, τι, θα πίστευες στα λόγια του; Θα παραδεχόσουν ότι το σπίτι φύτρωσε έτσι; Ποτέ. Και αν ο συνομιλητής σου επέμενε στα λόγια του, θα άρχιζες να αμφιβάλλεις αν το μυαλό του λειτουργεί κανονικά και θα καλούσες το «100» να τον πάρει και να τον πάει στο φρενοκομείο.

Το σπίτι το χτίζει ο άνθρωπος. Αλλ’ αυτό το μεγάλο, το απέραντο σπίτι που λέγεται κόσμος, ποιος το ’χτισε; Η μόνη λογική απάντησης είναι ότι κάποια ανώτερη δύναμις έχτισε τον κόσμο, και αυτή η ανώτερη δύναμις είναι και λέγεται Θεός. «Πας οίκος κατασκευάζεται υπό τινος, ο δε τα πάντα κατασκευάσας Θεός», λέει ο απόστολος Παύλος.

Αλλ’ ο κόσμος αυτός που βλέπουμε δεν έχει μονάχα ύπαρξη έχει και κίνηση. Εάν λοιπόν ο φίλος σου, που σου ’δειξε το σπίτι και σου είπε ότι φύτρωσε έτσι, σου δείξει τώρα ένα πλοίο που ταξιδεύει στη θάλασσα και σου πει ότι αυτό το πλοίο όχι μονάχα έγινε μόνο του, χωρίς ναυπηγό, αλλά και ότι μόνο του άρχισε να κινείται, μόνο του κατόρθωσε να βγει απ’ το λιμάνι, μόνο του ταξιδεύει μέσα στις θάλασσες, χωρίς καπετάνιο, και φτάνει στον προορισμό του, τι, θα πίστευες στα λόγια του; Ποτέ. Γιατί πλοίο χωρίς καπετάνιο δεν υπάρχει. Υπάρχει κάποιος που το κυβερνάει. Διαφορετικά θα είχε πέσει πάνω στους βράχους και θα είχε γίνει κομμάτια. Τα πλοία έχουν κυβερνήτες και η τεράστια αυτή σφαίρα που λέγεται γη και ταξιδεύει αιώνες τώρα μέσα στο σύμπαν δεν έχει κυβερνήτη; Η λογική αποκρούει μια τέτοια απάντηση.

Ακόμη ένα παράδειγμα: Αν ο φίλος σου μια νύχτα σου δείξει τον ουρανό και σου πει πως ένα μικρό φως που κινείται είναι ένας νέος πύραυλος, και σου πει πως αυτός ο πύραυλος έγινε μόνος του, θα το πίστευες; Ένας πύραυλος είναι ένα έξοχο έργο που κατασκευάζουν με πολλή σκέψη και κόπο οι επιστήμονες του αιώνος μας και καυχώνται γι’ αυτό. Ένας πύραυλος έργο ανθρώπων. Αλλά τι είναι, παρακαλώ, ένας πύραυλος μπροστά στα εκατομμύρια και δισεκατομμύρια σφαίρες που κινούνται αιώνες τώρα μέσα στο απέραντο σύμπαν; Ο πύραυλος ένα μικρό και ασήμαντο πραγματάκι, μια μπίλια που παίζουν τα μικρά παιδιά στην αυλή του σπιτιού τους. Αλλοίμονο θαυμάζουμε τον άνθρωπο που κατασκεύασε τον πύραυλο, και δεν θαυμάζουμε το Δημιουργό του παντός που κατασκεύασε εκατομμύρια και δισεκατομμύρια άστρα, που είναι τεράστιοι πύραυλοι! Δυστυχώς υπάρχουν οντάρια που λένε ακόμα ότι όλα παρουσιάστηκαν έτσι.

***

Αλλά δεν είναι μονάχα η ύπαρξης και η κίνησης των ουρανίων σφαιρών που μας κάνουν να παραδεχθούμε πως υπάρχει Θεός, είναι και κάτι ανώτερο απ’ αυτά. Είναι η ζωή, η ζωή που υπάρχει σ’ όλα τα ζώα, μικρά και μεγάλα. Πάρτε για παράδειγμα ένα μυρμηγκάκι. Τι είναι ένα μυρμηγκάκι; Και όμως οι επιστήμονες που κάθησαν και μελέτησαν τη ζωή του μυρμηγκιού απόρησαν και θαύμασαν για τα τόσα μυστήρια που κρύβει η ζωή του. Εμείς οι άνθρωποι, αν και διαθέτουμε τόσα μέσα, δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα τι καιρός θα ’ναι αύριο. Αλλά τα μυρμήγκια ξέρουν πότε τελειώνει ο χειμώνας και βλέπεις να βγάζουν απ’ τις αποθήκες τους ό,τι άχρηστο έχει μαζευτεί και να ετοιμάζονται για τη νέα τους σοδειά. Και μόνο αυτό; Τα μυρμήγκια δεν έχουν ασύρματο και τηλέφωνο για να συνεννοούνται, έχουν όμως μπροστά στο κεφαλάκι τους κάτι μικρές λεπτές κεραίες, που λες κ’ είναι κεραίες ασυρμάτου, και μ’ αυτές συνεννοούνται και βλέπεις σε μια στιγμή να μαζεύονται σ’ ένα σημείο όλα τα μυρμήγκια σαν να ’γινε συναγερμός και επιστράτευσης. Τα μυρμήγκια έχουν τάξη και πειθαρχία και ακρίβεια. Έχουν τέχνη και επιστήμη. Όταν μαζεύουν τους σπόρους του σταριού και τους πηγαίνουν κάτω στις υπόγειες αποθήκες, προτού να τους αποθηκεύσουν κόβουν το σπόρο στα δυο, στη μέση, για να μη μπορεί ο σπόρος να φυτρώσει, γιατί τον προορίζουν για τροφή.

Σας ρωτώ: Ποιος έκανε το μυρμήγκι και ποιος του δίδαξε αυτά τα πράγματα; Είναι πράγματα αξιοθαύμαστα, που μια μονάχα ερμηνεία δέχονται, πως είναι δημιουργήματα του Θεού. Όλοι οι επιστήμονες να μαζευτούν δεν μπορούν να κάνουν ένα μυρμήγκι. Φτάνει ένα μυρμήγκι ν’ αποδείξει πως υπάρχει Θεός. Αλλά δεν είναι μονάχα το μυρμήγκι. Είναι και η μέλισσα και τα πουλιά και τα ψάρια και τα ζώα και πάνω απ’ όλα είναι ο άνθρωπος. Και όλα μαζί αλλά και το καθένα χωριστά φωνάζουν ότι υπάρχει Θεός.

Είχε λοιπόν δίκιο ο προφήτης Δαυΐδ όταν έλεγε ότι μονάχα ένας που έπαψε να σκέπτεται λογικά μπορεί να λέει πως δεν υπάρχει Θεός: «Είπεν άφρων εν καρδία αυτού. Ουκ έστι Θεός»

*****************************

ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ

*****************************

Ορθ Ν. 4.Υπάρχει, αγαπητοί μου, Θεός. Αυτό ήταν το θέμα της προηγουμένης ομιλίας. Μόνο άνθρωποι που δεν θέλουν να σκεφτούν λογικά, αλλά τα πάθη τους τους παρασύρουν και γίνονται αρνηταί του Θεού, αυτοί και μόνο λένε πως δεν υπάρχει Θεός. Η λογική με μύρια επιχειρήματα και παραδείγματα αποδεικνύει, όπως είπαμε, την ύπαρξη του Θεού.

***

Καλά, θα πει κάποιος, παραδέχομαι πως υπάρχει Θεός. Αλλά σας ρωτώ: τι είνε Θεός; Αν ένα μυρμηγκάκι, που περπατάει πάνω στην επιφάνεια του τοίχου μιας τεράστιας οικοδομής, μπορεί να συλλάβει το σχέδιο με το οποίο ο μηχανικός κατασκεύασε το κτίριο, άλλο τόσο και ο άνθρωπος μπορεί με το νου του να συλλάβει τι είναι ο Θεός. Είναι αλήθεια πώς στην αρχή της δημιουργίας ο άνθρωπος, ο πρώτος άνθρωπος, καθαρός όπως ήταν από αμαρτίες, καταλάβαινε και αισθανόταν τον Θεό. Αλλ’ όταν ο πρώτος άνθρωπος αμάρτησε, τότε ο νους του σκοτίστηκε, ο καθρέπτης της καρδιάς του θάμπωσε και δεν φαινόταν πια καθαρά ο Θεός. Κι όσο περνούσαν οι αιώνες και οι απόγονοι του Αδάμ και της Εύας αμάρταναν περισσότερο, τόσο και σκοτίζονταν η έννοια του Θεού. Οι άνθρωποι έπεσαν στην πλάνη, στην ειδωλολατρία. Ενώ στην αρχή ο άνθρωπος λάτρευε ένα και μόνο Θεό, ύστερα άρχισε να πιστεύει και να λατρεύει πολλούς θεούς. Οι άνθρωποι ό,τι έβλεπαν γύρω τους και φάνταζε το έκαναν θεό και το λάτρευαν. Θεός λοιπόν ο ήλιος, θεός τα άστρα, θεός η θάλασσα, θεός οι άνεμοι, θεός τα δέντρα, θεός τα φίδια, θεός τα βόδια, θεός τα πουλιά· θεός και τα τιποτένια πράγματα, θεός τα σκόρδα, θεός τα κρεμμύδια… Δεν άφησε δηλαδή τίποτα ο άνθρωπος του αρχαίου κόσμου που να μην το κάνει θεό. Πέφτοντας στην αμαρτία, κατρακύλισε και στην ειδωλολατρία. Και αυτά τα πάθη τους ακόμα τα θεοποίησαν οι άνθρωποι, και έκαναν θεούς που προστάτευαν τις κακίες και τα πάθη τους. Τέτοιοι ήταν οι θεοί των αρχαίων προγόνων μας. Ο Ερμής π.χ. ήταν θεός που προστάτευε τους κλέφτες, ο Άρης προστάτευε τα μίση και τις εκδικήσεις, τις έριδες και τους πολέμους. Ο Ζευς, που εθεωρείτο ο ανώτερος θεός απ’ όλους, ήταν προστάτης των πόρνων και των μοιχών.

Η ειδωλολατρία παντού ξαπλώθηκε. Μόνο σ’ ένα κομμάτι γης, στην Ιουδαία, διετηρείτο η έννοια του αληθινού Θεού. Αλλ’ ήταν τόση η πίεσης της ειδωλολατρίας, ώστε κι ο ιουδαϊκός λαός ξέκλινε μερικές φορές κι έπεφτε στην ειδωλολατρία, και οι προφήτες με πύρινα κηρύγματα προσπαθούσαν να επαναφέρουν το λαό στη λατρεία του αληθινού Θεού.

***

Δεν ήξεραν οι άνθρωποι τον αληθινό Θεό. Υπήρχε όμως ζωηρή η επιθυμία να τον γνωρίσουν. Αυτή την επιθυμία τη βλέπουμε στο πρόσωπο μιας αμαρτωλής γυναίκας, της Σαμαρείτιδος.

Άνοιξε, αγαπητέ μου, άνοιξε την Καινή Διαθήκη και διάβασε όχι μία φορά αλλά πολλές φορές το περίφημο Δ΄ κεφάλαιο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου. Πήγε η Σαμαρείτισσα στο πηγάδι για να πάρει νερό. Ήταν ο Χριστός. Ο Χριστός άνοιξε μαζί της διάλογο. Κι όσο ο διάλογος προχωρούσε, τόσο η γυναίκα που διψούσε να μάθη την αλήθεια καταλάβαινε πως αυτός που μιλούσε μαζί της δεν ήταν ένας κοινός άνθρωπος, αλλ’ ήταν ο προφήτης και κάτι παραπάνω. Και γι’αυτό ζήτησε απ’ αυτόν να της λύση μια απορία. Που δεν ήταν μονάχα δική της αλλά και πολλών άλλων.

– Κύριε, του ’πε, εδώ υπάρχει μια διαφορά ως προς τη θρησκεία. Εμείς οι Σαμαρείτες λέμε πως πρέπει να λατρεύουμε το Θεό στο βουνό αυτό που λέγεται Γαριζίν· οι Ιουδαίοι πάλι λένε πως πρέπει να λατρεύεται ο Θεός στο ναό του Σολομώντος. Εσύ τι λες;

Κι ο Κύριος απάντησε:

– Ήρθε η ώρα που οι άνθρωποι δεν θα λατρεύουν το Θεό ούτε στο Γαριζίν ούτε στο ναό του Σολομώντος, αλλά μια άλλη λατρεία θ’ αρχίσει πάνω στη γη. Θα είνε λατρεία «εν πνεύματι και αληθεία». Λατρεία που θα αρμόζει στον αληθινό Θεό, γιατί «πνεύμα ο Θεός, και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν». (Ιωάν. 4, 24).

Με τα λόγια αυτά ο Χριστός σάρωσε την ειδωλολατρία και γκρέμισε όλους τους βωμούς και ειδωλολατρικούς ναούς που είχαν χτίσει οι αρχαίοι για να λατρεύουν τους θεούς. Ο Θεός, σύμφωνα με τα λόγια αυτά του Χριστού, δεν είνε όπως τον φαντάζονταν οι αρχαίοι. Δεν είνε ύλη, που παίρνει διάφορα σχήματα. Είνε άυλος· είνε πνεύμα· είνε ον έξω από την ύλη και τις δυνάμεις της ύλης. Ως πνεύμα είνε πανταχού παρών. Και εφ όσον ο Θεός είνε πνεύμα, πρέπει να λατρεύεται δια μέσου πνεύματος. Και πνεύμα είνε η ψυχή του ανθρώπου, που είνε και αυτή άυλη, αλλά κατοικεί τώρα στο σώμα. Αυτή λοιπόν η ψυχή με τη σκέψη της, με το συναίσθημά της και την ελευθερία της, αυτή η άυλη ψυχή μπορεί να πετάξει και να φτάσει με αστραπιαία ταχύτητα στα ύψη του ουρανού και να πλησιάσει το Πνεύμα, το Θεό, να προσευχηθεί και ενωθεί μαζί του.

Αυτό είνε ο νέος τρόπος λατρείας. Πριν να πει τα λόγια αυτά ο Χριστός οι άνθρωποι νόμιζαν πως λατρεύουν το Θεό αν πάρουν πρόβατα και βόδια και τα σφάξουν μπροστά στο βωμό. Αλλά και η καρδιά τους έμενε έξω απ’ τη λατρεία αυτή, ψυχρή και αδιάφορη, γεμάτη από πάθη και αμαρτήματα. –Δεν θέλω, λέει ο Χριστός, τέτοιες θυσίες· θέλω την καρδιά σας. Θέλω όλο τον εσωτερικό σας άνθρωπο να τον αφιερώσετε. Αντί να σφάξετε πρόβατα και βόδια, πρέπει να σφάξετε μπροστά στο βωμό της αγάπης του αληθινού Θεού τα πάθη σας, και καθαροί απ’ αυτά να τον λατρεύσετε. Αυτό τον τρόπο της λατρείας δεν ζητούσε και ο Δαυίδ ο προφήτης 800 χρόνια π.Χ.; Σαν βασιλιάς που ήταν μπορούσε να σφάξει χιλιάδες πρόβατα και βόδια, αλλ’ η θυσία των ζώων αυτών δεν φτάνει για την εξάλειψη ούτε μιας αμαρτίας. Άλλη θυσία χρειάζεται· θυσία που να καθαρίζει το βάθος της καρδιάς από κάθε αμαρτία. Ώ Θεέ, λέει ο προφήτης, γκρέμισε μέσα μου, ό, τι είνε παλιό και φθαρμένο, και δος μου μια καινούργια καρδιά που να μπορεί να σε λατρεύει. «καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί, ο Θεός, και πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου» (Ψαλμ. 50, 12).

***

Μια καρδία που καθάρισε ο Χριστός με το τίμιο αίμα του, μια καρδιά που σκέπτεται και θέλει και ποθεί τον Θεό, μια τέτοια καρδιά είνε η πιο λαμπερή εκκλησία που δεν είνε χτισμένη με πέτρες. Μέσα στην καρδιά αυτή κατοικεί η Αγία Τριάς. Μέσα στην καρδιά αυτή κάθε στιγμή ο άνθρωπος μπορεί να προσφέρει λατρεία. Αυτή δε η λατρεία λέγεται εσωτερική λατρεία. Και αυτή, την εσωτερική λατρεία, εννοούσε ο Χριστός όταν είπε «Πνεύμα ο Θεός, και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν».

Άπιστοι και άθεοι του αιώνος μας! Μισείτε τη θρησκεία. Μανία σας έχει πιάσει. Θέλετε να γκρεμίσετε όλες τις εκκλησίες, να σφάξετε όλους τους παπάδες, για να μην υπάρχουν εκκλησίες και παπάδες, να λειτουργούν. Έτσι νομίζετε πως θα πάψει να λατρεύεται ο Θεός. Κάνετε λάθος. Κι αν ακόμα κατορθώσετε να γκρεμίσετε όλες τις εκκλησίες και να εξοντώσετε όλο το ιερατείο, η λατρεία του αληθινού Θεού δεν θα σβήση. Γιατί υπάρχει μια εκκλησία που δεν θα μπορέσετε ποτέ να την γκρεμίσετε. Και αυτή είνε η καρδιά του κάθε αληθινού χριστιανού. Μέσα σ’ αυτήν θα λατρεύεται εις αιώνας αιώνων ο αληθινός Θεός.

*****************************

ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ

*****************************

Ορθ. Ν. 5..Είμαστε, αγαπητοί μου, είμαστε στη Φλώρινα. Ωραία πόλις η Φλώρινα. Ωραία το καλοκαίρι. Αλλά το χειμώνα; Πάντοτε είνε βαρύς ο χειμώνας στην ακριτική μας πόλη, αλλά πέρυσι ήταν πολύ πιο βαρύς. Το θερμόμετρο έφτασε στους 20 βαθμούς υπό το μηδέν. Οι δρόμοι κρύσταλλο. Παντού έξω ερημιά. Αλλά μια τέτοια νύχτα άκουσα μια μελωδία. Τι συνέβαινε; Μια παρέα από νέους της πόλεως, αψηφώντας το κρύο, βγήκαν έξω στους δρόμους και εφοδιασμένοι με κιθάρες τραγουδούσαν κάτω από σπίτια ερωτικά τραγούδια. «Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ» ακουγόταν συνεχώς ή επωδός.

***

Αλλά γιατί στην αρχή της ομιλίας αυτής αναφέρουμε ερωτικά τραγούδια; Υπάρχει κάποιος λόγος. Κανένας δεν αρνείται πως ένα απ’ τα συναισθήματα που υπάρχουν μέσα στην καρδιά του ανθρώπου είνε κι ο έρωτας. Ο έρωτας είνε λέξις μεταξύ των δύο φύλλων. Αν δεν υπήρχε η έλξης αυτή, γάμος δεν θα γινόταν, οικογένεια δεν θα υπήρχε και η ανθρωπότης με τους συνεχείς θανάτους θα έσβηνε. Η ζωή συντηρείται με το φυσικό έρωτα, που όταν δεν βγαίνει απ’ τα φυσικά του όρια δεν μπορεί κανείς να τον κατηγορήσει. Ο νέος που αγαπάει, κάποια νέα δεν κρύβει το αίσθημά του. Με διάφορους τρόπους, με λουλούδια, με γράμματα, με συναντήσεις, εκδηλώνει το αίσθημά του. Έτσι και οι νέοι που βγήκαν τη χειμωνιάτικη νύχτα στους δρόμους ήθελαν να εκδηλώσουν τον έρωτά τους. Υπό το μηδέν η θερμοκρασία του καιρού, αλλά το θερμόμετρο της αγάπης είχε άλλη θερμοκρασία.

Ο έρωτας σαν συναίσθημα δεν μπορεί να παραμείνει ανεκδήλωτος. Αλλά σας ρωτώ: ο σαρκικός έρωτας είνε το μόνο αίσθημα που υπάρχει μέσα στην καρδιά του ανθρώπου; Όχι. Υπάρχουν κι άλλα αισθήματα, πιο ευγενικά, που εξυψώνουν τον άνθρωπο σε ουράνιες σφαίρες. Υπάρχει π.χ. το πατριωτικό συναίσθημα. Όποιος αγαπάει την πατρίδα, δεν κρύβει το αίσθημά του μέσα στην καρδιά. Έρχονται στιγμές που εκδηλώνει το αίσθημά του. Δεν επιτρέπει σ’ άλλον να βρίσει την πατρίδα. Στέκεται σε στάση προσοχής όταν γίνεται έπαρσης σημαίας. Ζητωκραυγάζει όταν γίνεται παρέλασης. Και όταν η πατρίδα βρίσκεται σε κίνδυνο και καλή τα παιδιά της να την υπερασπιστούν εναντίον βαρβαρικών επιδρομών, ακούει το προσκλητήριό της, αφήνει τα πάντα και τρέχει στους στρατώνες να ντυθεί και σαν στρατιώτης είνε έτοιμος και τη ζωή του να θυσιάσει για την πατρίδα.

Αλλά και τα’ άλλα συναισθήματα, όπως είνε το συναίσθημα της φιλίας, της συγγενείας, της μητρότητος, και αυτά έχουν τις εξωτερικές τους εκδηλώσεις. Μια μάνα που βρίσκεται στην Φλώρινα και έχει όλα τα παιδιά της στην Αυστραλία ή στην Αμερική, δεν τα βγάζει απ’ την καρδιά της, δεν τα ξεχνάει, αλλά κάθε τόσο κάθεται και γράφει γράμμα, και περιμένει γράμμα. Και δεν αρκείται μονάχα στα γράμματα, αλλά παρ’ όλα τα γεράματά της επιθυμεί να συναντήσει τα παιδιά της.

Όλα τα συναισθήματα έχουν τις εξωτερικές τους εκδηλώσεις.

***

Αλλά παραπάνω απ’ όλα τα συναισθήματα είνε το θρησκευτικό συναίσθημα. Το συναίσθημα αυτό, όταν υπάρχει ζωηρό στην καρδιά του ανθρώπου, δεν μπορεί παρά να εκδηλωθεί. Η ψυχή που αγαπάει το Θεό δεν τον λατρεύει μονάχα μυστικά μέσα στα βάθη της καρδιάς, όπως αναπτύξαμε στην προηγούμενη ομιλία, αλλά εκδηλώνει την αγάπη αυτή και εξωτερικά· την εκδηλώνει και με το σώμα. Την εκδηλώνει με διάφορες πράξεις και ενέργειες. Ας αναφέρουμε ένα παράδειγμα απ’ την Κ. Διαθήκη.

Υπήρχε, καθώς διηγείται ο ευαγγελιστής Λουκάς, στην εποχή του Χριστού μια πολύ αμαρτωλή γυναίκα. Αλλ’ αυτή η γυναίκα άκουσε τη διδασκαλία του Χριστού και μετανόησε. Άλλαξε ζωή. Άφησε τους αμαρτωλούς έρωτές της και η αγάπη της στράφηκε όλη στο Θεό. Αγάπησε το Χριστό σαν σωτήρα της. Και την αγάπη της αυτή που αισθανόταν στα βάθη της καρδιάς της δεν την έκρυψε. Βρήκε ευκαιρία και την εξεδήλωσε. Όταν έμαθε πως ο Χριστός φιλοξενείται σε κάποιο σπίτι, πήγε, αγόρασε πολύτιμο μύρο και ήρθε στο σπίτι που ήταν ο Χριστός. Με μεγάλη ευλάβεια έσκυψε και ασπάστηκε τα πόδια του Χριστού και τα έβρεχε με τα δάκρυά της, δάκρυα μετάνοιας. Ξέπλεξε τα μαλλιά της και τα ’κανε πετσέτα και σκούπιζε τα πόδια του Χριστού. Τι ήταν όλα αυτά; Εκδηλώσεις της αγάπης που είχε προς το Χριστό. Αλλά και Φαρισαίοι που ήταν εκεί στο σπίτι σκανδαλίστηκαν γιατί από μία αμαρτωλή γυναίκα δέχτηκε ο Χριστός τέτοιες εκδηλώσεις. Αλλ’ ο Χριστός που ήξερε όσο κανένας άλλος την καρδιά της γυναίκας, τη βαθειά της μετάνοια, έλεγξε τους Φαρισαίους για την άδικη κρίσι τους και επαίνεσε την αμαρτωλή γυναίκα. Συχώρεσε τα αμαρτήματά της. Είπε: «Αφέωνται αι αμαρτίαι αυτής αι πολλαί, ότι ηγάπησε πολύ» (Λουκ. 7, 47).

Αυτή η αμαρτωλή γυναίκα είνε ένα λαμπρό παράδειγμα αληθινής λατρείας. Λατρείας που έχει τη ρίζα στην καρδιά του ανθρώπου, σαν κλαδιά και άνθη έχει τις εξωτερικές εκδηλώσεις, και καρπούς τα καλά έργα.

Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο αληθινός Θεός μας, θέλει να τον αγαπάμε όπως τον αγάπησε η αμαρτωλή αυτή γυναίκα. Θέλει να τον λατρεύουμε με μια μυστική και βαθειά αγάπη. Θέλει να γίνει η καρδιά μας αχειροποίητος ναός. Αλλ’ η αγάπη μας αυτή προς το Χριστό δεν μπορεί να παραμένει πάντοτε μυστική. Όπως η αμαρτωλή αυτή γυναίκα βρήκε την ευκαιρία δημοσίως να εκδηλώσει την αγάπη της προς το Χριστό αδιαφορώντας για τις άδικες κρίσεις των Φαρισαίων, έτσι κι εμείς αν αγαπάμε το Χριστό, θα εκδηλώσουμε την αγάπη μας και με εξωτερικές εκδηλώσεις. Δεν πρέπει να είμαστε κρυπτοχριστιανοί. Τα βαθειά αισθήματα δεν κρύβονται. Και το αίσθημα της αγάπης προς το Χριστό, το θρησκευτικό συναίσθημα, δεν μπορεί να κρυφτή. Όχι μονάχα η ψυχή, αλλά και το σώμα θα λάβει μέρος στη λατρεία αυτή του Θεού. Και τα μάτια θα δακρύζουν την ώρα της προσευχής και της ιεράς εξομολογήσεως, και η γλώσσα θα κινηθεί και θα λαλήσει για τα μεγαλεία του Χριστού, και τα πόδια θα τρέξουν να συναντήσουν το Χριστό που είνε στην εκκλησία, και το χέρι θα κάνει το σημείο του σταυρού και θ’ ανάψει το κερί και με λουλούδια και αρώματα θα ραντίσει την άχραντη εικόνα του, και γενικά ο άνθρωπος με κάθε τρόπο θα εκδηλώσει το θεϊκό που αισθάνεται για το πρόσωπό του.

Για κάθε μια απ’ αυτές τις ψυχές, που με όλες τις σωματικές και ψυχικές δυνάμεις εκδηλώνουν τη λατρεία τους προς το Χριστό, ο Χριστός ξαναλέει τα λόγια εκείνα που είπε για την αμαρτωλή γυναίκα: «Αφέονται αι αμαρτίαι αυτής αι πολλαί, ότι ηγάπησε πολύ».

***

Χριστιανοί μου! δείξαμε ποια είνε η εσωτερική και ποια η εξωτερική λατρεία. Ας ρωτήσει τώρα ο καθένας τον εαυτό του: Αγαπώ και λατρεύω το Χριστό με την καρδιά μου; εξωτερικεύω την αγάπη μου προς το Χριστό με λόγια και με έργα; … είθε στις ψυχρές μας καρδιές ν’ ανάψει η αγάπη του Χριστού, η αγάπη εκείνη που έκαιγε μέσα στις καρδιές των πρώτων χριστιανών, και τότε μέσα στο φοβερό πνευματικό χειμώνα, που όλα τάχει παγώσει η άπιστη και υλιστική ζωή, ν’ ακουστούν ολόγλυκα θεϊκά τραγούδια: Χριστέ, τι όνομα γλυκύ! Χριστέ σ’ αγαπούμε! Σ’ αγαπούμε χίλιες φορές περισσότερο απ’ ότι αγαπούμε τα πιο συγγενικά μας πρόσωπα.

*****************************

ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΩΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣΘΕ

*****************************

ΟΡΘ. Ν. 6 copyΥπάρχουν, αγαπητοί μου, πολλά ζητήματα που ενδιαφέρουν τον άνθρωπο. Αλλ’ αν υπάρχει ένα ζήτημα που περισσότερο πρέπει να τον ενδιαφέρει, είναι το ζήτημα της σωτηρίας του. Δυστυχώς όμως για το ύψιστο αυτό θέμα οι περισσότεροι άνθρωποι είναι αδιάφοροι. Για όλα τα άλλα ζητήματα, και για τα πιο μικρά και ασήμαντα ενδιαφέρονται αλλά για το ζήτημα της σωτηρίας της ψυχής τους όχι μονάχα δεν ενδιαφέρονται αλλ’ ούτε θέλουν ν’ ακούσουν. – Ουφ, λένε, αυτά τώρα θ’ ακούμε; Έχουμε δουλειές που μας πνίγουν. Για την ψυχή ας φροντίζουν οι παπάδες και οι καλόγεροι…

Πόσο σφάλλουν όσοι σκέπτονται έτσι πάνω στο μεγάλο θέμα της σωτηρίας τους! Μοιάζουν με τον ταξιδιώτη εκείνο, που ενώ το πλοίο κινδύνευε να βουλιάξει κι’ οι επιβάτες ανήσυχοι τρέχανε να μπούνε στις βάρκες αυτός, αδιαφορώντας για τον κίνδυνο, φιλάργυρος και πλεονέκτης όπως ήταν, βρήκε την ευκαιρία ν’ ανοίξει βαλίτσες και να ψάχνει για λίρες. Ο δύστυχος! Μάζεψε αρκετές, μα το πλοίο έγειρε απότομα και τον πήρε μαζί του στα βάθη της θαλάσσης…

Έτσι παθαίνουν κι’ όσοι ασχολούνται κι’ ενδιαφέρονται μονάχα για τα υλικά και πρόσκαιρα συμφέροντά τους. Δεν θέλουν να καταλάβουν πως δεν είμαστε αιώνιοι πάνω στη γη. Οι κήρυκες του Ευαγγελίου μας καλούν ν’ αφήσουμε τις μάταιες και αμαρτωλές ασχολίες μας και να τρέξουμε να επιβιβασθούμε στη βάρκα της σωτηρίας. Ποια είναι η βάρκα αυτή; Είναι η μετάνοια. Πιστεύετε στο Ευαγγέλιο και μετανοείτε, φωνάζει η Εκκλησία πάντοτε, αλλά ιδιαίτερα στην περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής.

Δυστυχώς οι περισσότεροι δείχνουν μεγάλη αδιαφορία για το ζήτημα της σωτηρίας τους. Είναι απορροφημένοι απ’ τις φροντίδες για απόλαυση υλικών πραγμάτων. Λεφτά μαζεύουν, αισχρούς έρωτες κάνουν, χαρτοπαίζουν, γλεντούν και διασκεδάζουν. Πήχτρα από κόσμο είναι τα νυχτερινά κέντρα. Καμιά έννοια, καμιά σκέψη για την αιωνιότητα, για σωτηρία της ψυχής.

***

Αλλά δόξα τω Θεώ! Μέσα στο πλήθος των ανθρώπων υπάρχουν και μερικοί που δεν ξεχνούν τον προορισμό τους. Σκέπτονται πως μια μέρα θ’ αφήσουν τον κόσμο αυτό και θα πάνε σ’ έναν άλλο κόσμο, όπου θα δώσουν λόγο για τις πράξεις τους, και ανησυχούν.

-Τι θα γίνουμε; Ρωτούν, θα πάμε στον παράδεισο ή θα ριχτούμε στην κόλαση; Θα σωθούμε ή θα χαθούμε;

Αυτοί οι άνθρωποι έχουν την αγία ανησυχία. Μοιάζουν με τον άνθρωπο εκείνο του Ευαγγελίου που ’ταν όλο ανησυχία και αγωνία και πήγε στο Χριστό και τον ρώτησε τι πρέπει να κάνει για να σωθεί. Κι’ ο Χριστός του απάντησε: «Τήρησον τας εντολάς». Η τήρησις των εντολών είναι ο δρόμος που οδηγεί στη σωτηρία.

Ναι, Κύριε, ακούω το λόγο σου, τις εντολές σου, θέλω να τις φυλάξω, γιατί ξέρω πως οι εντολές σου είναι για το καλό μου, το επίγειο και το ουράνιο. Αλλά – περίεργο πράγμα! – τι είναι αυτό που συμβαίνει μέσα στον εαυτό μου; Θέλω να εφαρμόσω τις εντολές σου, λέει ο άνθρωπος, αλλ’ ενώ αποφασίζω να εκτελέσω κάποια απ’ τις άγιες εντολές σου, βλέπω μια πονηρή δύναμη που με κρατάει και με εμποδίζει από το να εκτελέσω το άγιό σου θέλημα. Θέλω το καλό, επαινώ την αρετή, ενθουσιάζομαι όταν ακούω ή μελετώ το λόγο σου, παίρνω αποφάσεις, αλλά δεν μπορώ να τις εκτελέσω. Μοιάζω με έναν που βλέπει το δρόμο, αλλά τα πόδια του είναι παράλυτα και δεν μπορεί να κάνει ούτε ένα βήμα.

Κύριε, λέει ο άνθρωπος, αναγνωρίζω τη μεγάλη μου αδυναμία. Είμαι παράλυτος στην ψυχή. Αλλά συ, που θεράπευσες τον παράλυτο και του ’δωσες τη δύναμη να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι και να περπατήσει, θεράπευσε και τη δική μου παραλυσία, δος μου δύναμη, δoς μου τη χάρη σου για να με δυναμώσει, να μπορέσω να κάνω ό,τι με τις δικές μου μονάχα δυνάμεις δεν μπορώ να κάνω. Εσύ είπες ότι «τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστίν». Αδύνατο πράγμα είναι η σωτηρία της ψυχής μου. Ο σατανάς, ο κόσμος, η σάρκα, οι εσωτερικοί και εξωτερικοί πειρασμοί με προσβάλλουν καθημερινά. Πέφτω και απελπίζομαι. Κύριε, σώσε με. Κύριε, ελέησόν με. «Κύριε των δυνάμεων, μεθ’ ημών γενού, άλλον γάρ εκτός σου βοηθόν εν θλίψεσιν ουκ έχομεν. Κύριε των δυνάμεων, ελέησον ημάς».

***

Η προσευχή, να το μέσο με το οποίο ο άνθρωπος αντλεί δύναμη απ’ το Θεό και νικάει κάθε πειρασμό και πετυχαίνει κάθε αρετή. Προσευχή που γίνεται με πίστη ακράδαντη και φλογερή αγάπη προς το Χριστό, προσευχή με πόνο και με δάκρυα, προσευχή με νηστεία και με βαθειά ταπείνωση και αγάπη προς όλους τους ανθρώπους, και τους εχθρούς ακόμα, μια τέτοια προσευχή κάνει θαύματα. Ενώνει τον αδύνατο άνθρωπο με τον παντοδύναμο Θεό.

Τόπος προσευχής ο ναός του Θεού. Αλλά και έξω απ’ το ναό προσευχή. Είναι τόσο αναγκαία για την υλική και προ παντός για την πνευματική μας ζωή, ώστε δεν πρέπει να γίνεται μόνο στους ναούς, αλλά και σε κάθε τόπο, οπουδήποτε και να σταθεί ο άνθρωπος.

«Εν παντί τόπω της δεσποτείας αυτού ευλόγει, η ψυχή μου, τον Κύριον». Κι όταν δουλεύεις κι’ όταν ξεκουράζεσαι κι’ όταν ταξιδεύεις με αυτοκίνητα, σιδηροδρόμους, καράβια και αεροπλάνα, και όταν βρίσκεσαι σε έρημα μέρη ή μέσα σε πολιτείες με εκατομμύρια ανθρώπους και γίνεται θόρυβος και ταραχή γύρω σου, και όταν φυσάει άνεμος σφοδρός και πέφτουν αστροπελέκια και σείεται η γη, οπουδήποτε και αν βρίσκεσαι, είτε στα ύψη του ουρανού είτε στα βάθη της θαλάσσης, παντού και πάντοτε, πρέπει να κάνεις την προσευχή σου. Και αν δεν μπορείς με το στόμα σου, να την κάνεις μέσα στα βάθη της καρδιάς σου. Άς μη σε ακούει κανένας, σ’ ακούει ο Θεός. Και αυτή είναι η νοερά και μυστική προσευχή.

Αυτήν συνιστούν οι άγιοι πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει, ότι η προσευχή είναι τόσο χρήσιμη και αναγκαία όσο είναι η αναπνοή μας και περισσότερο ακόμα. Συχνότερα, έλεγε, πρέπει να θυμόμαστε το Θεό παρά να αναπνέουμε. «Μνημονευτέον Θεού μάλλον ή αναπνευστέον». Τη νοερά και μυστική αυτή προσευχή αγαπούν οι όσιοι και οι ασκηταί, αλλά και άνθρωποι ευσεβείς που ζουν μέσα στον κόσμο και δουλεύουν σε διάφορες δουλειές. Σύντομη προσευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, δια πρεσβειών της υπεραγίας Θεοτόκου και πάντων των αγίων ελέησον και σώσον ημάς». Τη νοερά και μυστική, τη διαρκή και ακατάπαυστη προσευχή συνιστά και ο απόστολος Παύλος, όταν λέει «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε»

Μεγάλη η δύναμις της προσευχής. Αυτή κάνει την καρδιά του ανθρώπου ναό του Θεού. Αυτή φυτεύει παράδεισο στη γη. Αυτή, και όταν ακόμα οι άθεοι κατορθώνουν να γκρεμίσουν τις εκκλησιές του Θεού, εξακολουθεί να γίνεται και να σείει το κράτος του διαβόλου. Ευτυχείς και μακάριοι όσοι διδάχτηκαν και εφαρμόζουν τη νοερά, μυστική και αδιάλειπτη προσευχή. Συνιστούμε σε όλους να διαβάσουν ένα βιβλίο που μιλάει για τη δύναμη της νοεράς προσευχής. Είναι μεταφρασμένο από τα ρωσικά. Έχει τίτλο «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού».

*****************************

ΚΑΤ’ ΟΙΚΟΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

*****************************

Στην προηγούμενη ομιλία μας, αγαπητοί μου, είπαμε για τη νοερά και αδιάλειπτη προσευχή. Το «Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, τον αμαρτωλόν» είνε μια σύντομη προσευχή που μπορεί να την κάνη μόνος του ο χριστιανός οπουδήποτε κι αν βρίσκεται. Τέτοιες σύντομες προσευχές καθημερινά ανεβαίνουν σαν μοσχολίβανο στον ουρανό απ’ όλα τα σημεία του κόσμου.

Αλλ’ εκτός απ’ την προσευχή που κάνει ο χριστιανός μόνος του, κλεισμένος στο «ταμείον», όπως είπε ο Χριστός (Ματθ. 6, 6), υπάρχει κι άλλη προσευχή, που δεν την κάνει μόνος του ο άνθρωπος, αλλά μαζί με άλλους. Είναι μεγάλο πράγμα να μαζεύονται δυο ή τρεις και περισσότεροι και να προσεύχονται στον ουράνιο Πατέρα. Ο Χριστός υποσχέθηκε ότι θα ’ναι ανάμεσα σ’ αυτούς, θα τους ευλογεί και θα τους δίνη ό,τι ζητούν στο όνομά του.

Μια τέτοια ομαδική προσευχή είνε και η λεγόμενη οικογενειακή προσευχή.

***

Είσαι οικογενειάρχης; Έχεις γυναίκα και παιδιά; δεν είσαι μόνος. Μαζί με όλα τα μέλη της οικογενείας σου αποτελείτε μια μικρή εκκλησία. Είστε η «κατ’ οίκον εκκλησία», όπως ονομάζει ο απόστολος Παύλος τη συγκέντρωση των μελών της οικογενείας και άλλων ακόμα φιλικών προσώπων που γινόταν τα πρώτα χρόνια της Χριστιανοσύνης, όταν οι χριστιανοί δεν είχαν δικά τους κτίρια, ναούς, για να προσευχηθούν (Ρωμ. 16, 5 κ.α.).

Τότε κάθε χριστιανικό σπίτι ήταν μια εκκλησία. Ο αρχηγός της οικογενείας ήταν ιερό πρόσωπο, γιατί με την όλη του χριστιανική διαγωγή ενέπνεε το σεβασμό και συντελούσε να δημιουργήται περιβάλλον θρησκευτικό. Κι όπως μεσ’ στην εκκλησία δεν επιτρέπεται να πει κάποιος άπρεπα λόγια ή να κάμει ασχήμιες, έτσι και μέσα στο σπίτι δεν επιτρεπόταν να λένε λόγια και να κάνουν πράξεις άπρεπες. Κι όπως ο ιερεύς σήμερα χτυπάει την καμπάνα και καλεί τους χριστιανούς στην εκκλησία, έτσι κι ο αρχηγός της οικογενείας τα ευλογημένα εκείνα χρόνια είχε ορισμένες ώρες που καλούσε όλα τα μέλη της οικογενείας σε κοινή προσευχή. Προσεύχονταν το πρωί, προσεύχονταν και το βράδυ προτού να κοιμηθούν. Και το θέαμα μιας χριστιανικής οικογένειας που προσευχόταν με όλα τα μέλη ήταν ένα απ’ τα ωραιότερα θεάματα που παρουσίαζε τότε η γη. Σπίτι – εκκλησία· ένα κομμάτι του ουρανού· σπίτι – παράδεισος· σπίτι ευλογημένο.

Η ιερή συνήθεια να προσεύχεται όλη η οικογένεια μαζί εξακολούθησε να υπάρχει στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Στη σκλαβωμένη πατρίδα οι χριστιανικές οικογένειες προσεύχονταν. Η οικογενειακή προσευχή ήταν απαραίτητη. Όταν γιορτάσαμε τα 150 χρόνια της απελευθερώσεως του έθνους εκδόθηκε ένα λεύκωμα του αγώνος. Σ’ αυτό διάβασα τα εξής.

Όταν στη Γαλλία άκουσαν ότι μια χούφτα Έλληνες επαναστάτησαν εναντίον της τουρκικής αυτοκρατορίας και ζητούσαν την ελευθερία τους, και πολεμούσαν και νικούσαν τον πολυάριθμο στρατό της, απορούσαν που βρίσκανε οι Έλληνες αυτή τη δύναμη. Μια ομάδα Γάλλων αξιωματικών ήρθε στην Ελλάδα, πήγε στην Τρίπολι και ξεκίνησε να επισκεφθεί ένα μακρινό χωριό. Σαν έφθασαν, είδαν τα σπίτια κατεστραμμένα απ’ τον Ιμπραήμ. Μέσα σε πρόχειρες καλύβες κατοικούσαν οι χωρικοί. Μια καλύβα άνοιξε και τους υποδέχθηκε. Ζούσε μέσα σ’ αυτήν μια πολυμελής οικογένεια· πατέρας, μάνα και έξι – εφτά παιδάκια. Τραπέζια και καθίσματα δεν υπήρχαν. Φτωχικό ήταν το φαγητό τους· χόρτα, κρεμμύδια και κρίθινο ψωμί. Αλλ’ η χαρά έλαμπε στο πρόσωπο. Εκείνο δε που έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στους ξένους ήταν ότι προτού να κοιμηθούν το βράδυ, ο αρχηγός της οικογένειας έδωσε το σύνθημα και όλοι γονάτισαν μπροστά στο εικόνισμα του Χριστού. Άρχισαν να προσεύχονται και να κάνουν μετάνοιες. Το μικρότερο παιδί έψελνε κι έλεγε το «Άγιος ο Θεός» και μετά το «Κύριε ελέησον». Οι ξένοι μπροστά στο θέαμα αυτό έμειναν κατάπληκτοι. «Να, είπαν – γιατί ο φτωχός αυτός λαός είναι μεγάλος· πιστεύει στο Θεό, και η προσευχή του είνε η μυστική του δύναμις».

Αχ, Ελλάδα, γλυκιά πατρίδα! Ήταν κάποτε εποχή που όλα τα παιδιά σου πίστευαν και τα σπίτια ήταν εκκλησίες. Αλλά τώρα στα τελευταία χρόνια, που πολλά και διάφορα και ξένα δαιμόνια μπήκαν στον τόπο μας, άλλαξαν τα χριστιανικά ήθη και έθιμα. Οικογενειακή προσευχή δεν γίνεται πλέον. Χωρίς σταυρό κάθονται στο τραπέζι και τρώνε. Άπρεπα λόγια, αισχρολογίες και βλαστήμιες ακούγονται. Ευαγγέλιο ποτέ δεν ανοίγεται. Συζήτησις χριστιανική δεν γίνεται. Ο Χριστός λείπει απ’ τα σπίτια αυτά, και τα σπίτια, όσο κι αν είνε καθαρά και επιπλωμένα και εφοδιασμένα με όλα τα κομφόρ, είνε σπίτια που βρίσκονται κάτω απ’ την οργή του Θεού για όσα λέγονται και γίνονται μέσα σ’ αυτά. Η οργή του Θεού είνε κοντά. Σεισμός παγκόσμιος θα καταστρέψει τον αμαρτωλό κόσμο.

Απ’ τα σημερινά σπίτια λείπει η οικογενειακή προσευχή. Λίγα, μα πολύ λίγα, είνε τα σπίτια εκείνα που οι χριστιανοί γονείς κάθε πρωί και κάθε βράδυ φωνάζουν όλα τα μέλη της οικογενείας και κάνουν κοινή προσευχή. Υπάρχουν δε και μερικά σπίτια, που κάποιο μέρος το ’χουν διασκευάσει σε μικρή εκκλησιούλα με εικόνες, καντήλια, θυμιάματα κ.τ.λ. Εκεί προσεύχεται όλη η οικογένεια.

Και ενώ στην πατρίδα μας η ιερή συνήθεια να προσεύχεται όλη η οικογένεια μαζί τείνει να καταργηθεί, σε άλλες χώρες υπάρχει ακόμα. Ευσεβής Έλλην θεολόγος που επισκέφθηκε την Ελβετία μου ’λεγε, πως εκείνο που του έκανε περισσότερο εντύπωση ήταν η οικογενειακή προσευχή. – Σ’ ένα χωριό, μου ’λεγε, των Άλπεων που φιλοξενήθηκα, προτού να κοιμηθεί η οικογένεια, ο οικογενειάρχης κάλεσε γυναίκα και παιδιά να προσευχηθούν. Το πρωί δε τους κάλεσε πάλι σε κοινή προσευχή και αμέσως μετά την προσευχή άνοιξε την Αγία Γραφή, διάβασε ένα κεφάλαιο και είπε λίγα λόγια προτρέποντας όλη την οικογένεια στην πίστι και στην αρετή. Την ώρα που τους έβλεπα να προσεύχονται και να διαβάζουν την Αγία Γραφή, θυμήθηκα το σπίτι μου και τ’ άλλα σπίτια του χωριού μου, που σε κανένα δεν γίνεται αυτό που είδα στο ελβετικό σπίτι, και λυπήθηκα για το κατάντημά μας…

Οικογενειακή προσευχή και ανάγνωσης Γραφής στα ελβετικά σπίτια· και στα δικά μας σπίτια; Αισχρολογίες, βλαστήμιες, καυγάδες και κατάρες, μοιχείες και διαζύγια, οργή Θεού.

***

Οικογενειάρχες, όσοι ακούτε η διαβάζετε την ομιλία αυτή, προσπαθήστε από σήμερα να εφαρμόσετε στο σπίτι την οικογενειακή προσευχή. Δοκιμάστε και θα πεισθείτε, πως όλο το σπίτι θα ευωδιάσει απ’ το άρωμα μιας χριστιανική ζωής.

*****************************

Η ΣΚΗΝΗ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ

*****************************

σκηνη Μαρτ.Ένας από τους πιο αρχαίους λαούς της γης είνε ο Ιουδαϊκός λαός. Ονομάζεται περιούσιος, εκλεκτός, λαός. Γιατί, ενώ όλοι οι λαοί του κόσμου είχαν πέσει στην αισχρή ειδωλολατρία και λάτρευαν τα είδωλα, μόνο ο Ιουδαϊκός λαός πίστευε στον αληθινό Θεό και τον λάτρευε. Ο λαός αυτός ξεκίνησε απ’ τη Μεσοποταμία και ήρθε και κατοίκησε στη γη Χαναάν, και ήταν κυρίως λαός ποιμενικός.

Αλλ’ όταν έπεσε πείνα τρομερή στα μέρη αυτά, ο πατριάρχης Ιακώβ, και μαζί μ’ αυτόν όλα τα παιδιά και τα εγγόνια του, ήρθαν κι εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο, όπου είχε ανακηρυχθεί άρχοντας ο Ιωσήφ. Ευλογία Θεού ήταν μαζί τους. Οι λίγοι Ιουδαίοι, που δεν ήταν παραπάνω από εκατό ψυχές, αυξήθηκαν καταπληκτικά. Οι Αιγύπτιοι φοβήθηκαν κι άρχισαν να τους πιέζουν. Αλλ’ ένας λαός που ’χει την ευλογία του Θεού, με όσο σκληρά κι απάνθρωπα μέσα κι αν πολεμηθεί, δεν χάνεται. Τετρακόσια χρόνια οι Εβραίοι έζησαν στη σκλαβιά. Οι Αιγύπτιοι δεν τους άφηναν ούτε μια ώρα ελεύθερους να λατρεύσουν τον αληθινό Θεό.

Αλλ’ επιτέλους ο Θεός λυπήθηκε το λαό του κι έστειλε το δούλο του το Μωυσή για να τον ελευθερώσει.

Στην αρχή ο Φαραώ αντιστάθηκε. Δεν ήθελε να τον ελευθερώσει. Μα ύστερα απ’ τις δέκα πληγές που έπεσαν στο βασίλειό του αναγκάστηκε να τους αφήσει να φύγουν. Κι’ έφυγαν. Ήταν μεγάλη και χαρμόσυνη η μέρα που άφησαν την Αίγυπτο κι’ άρχισαν την πορεία τους προς τη γη της επαγγελίας. Ένας λαός ολόκληρος, που πλησίαζε τα δύο εκατομμύρια, άντρες, γυναίκες και παιδιά, βρέθηκαν χωρίς σπίτια, χωρίς ανέσεις, αλλά ελεύθεροι. Και η ελευθερία αξίζει παραπάνω απ’ όλα. Τι το όφελος να ζεις σ’ ένα παλάτι μέσα και να ’σαι σκλάβος και να τρέμεις μήπως ο τύραννος χτυπήσει την πόρτα σου, μήπως σε συλλάβει και σε εκτελέσει;

Ελεύθεροι οι Ιουδαίοι. Τώρα πια θα μπορούσαν να λατρεύσουν το Θεό όπως ήθελαν. Αλλά που ναός; Οι Ιουδαίοι κάθε μέρα ήταν υποχρεωμένοι να βαδίζουν. Δεν έμεναν σταθερά σ’ ένα μέρος. Έστηναν σκηνές όπως οι στρατιώτες σε καιρό πολέμου, διανυκτέρευαν κάτω απ’ τις σκηνές, κι’ ύστερα μάζευαν τις σκηνές και ξεκινούσαν για το μεγάλο τους ταξίδι. Σαράντα χρόνια βάσταξε το ταξίδι αυτό απ’ την Αίγυπτο μέχρι τη γη της επαγγελίας. Μα, θα πει κανένας, μια απόσταση που θα μπορούσαν να τη βαδίσουν οι Ιουδαίοι σε δύο μήνες, χρειάστηκαν τόσα χρόνια για να τη βαδίσουν; Αλλ’ όπως λέει η Γραφή, ήταν κι’ αυτό μια τιμωρία του Θεού, γιατί στο διάστημα της πορείας ο λαός αμάρτησε. Δεν έδειξαν την πρέπουσα εμπιστοσύνη στο Θεό και σ’ αυτόν που τους οδηγούσε.

***

Γεννάται το ερώτημα: Σαράντα χρόνια που περιπλανιόνταν οι Εβραίοι στην έρημο, που λάτρευαν το Θεό; Ναός δεν υπήρχε. Αλλ’ ο Θεός που δεν ήθελε να μένη ο λαός του χωρίς να ασκεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα, προνόησε. Αφού στην κορυφή του όρους Σινά έδωσε τις δέκα εντολές, διέταξε το Μωυσή να φτιάξη ένα ναό που να μπορεί να μετακινείται από τόπο σε τόπο ένα φορητό ναό. Του είπε το σχέδιο, με το οποίο έπρεπε να κατασκευασθεί.

Ο φορητός αυτός ναός θα κατασκευαζόταν από διάφορα υλικά, από τα πιο ακριβά μέχρι τα πιο φτηνά. Χρειαζόταν χρυσάφι και ασήμι για να κάνουν χαλκάδες. Χρειαζόταν ξύλα από διάφορα δέντρα που ν’ αντέχουν στον ήλιο και στη βροχή. Χρειαζόταν σίδερο. Χρειαζόταν και δέρματα ζώων. Χρειαζόταν ακόμα και δέρματα και τρίχες από κατσίκες Όλ’ αυτά με μεγάλη προθυμία τα πρόσφερε ο ιουδαϊκός λαός. Οι πιο πλούσιοι έδιναν χρυσάφι ή ασήμι. Οι άλλοι, φτωχοί, έδιναν μαλλιά και δέρματα από πρόβατα και κατσίκια. Όλοι πρόσφεραν ανάλογα με τη δύναμή τους. Κι’ έτσι πρέπει να γίνεται ένας ναός, που προορίζεται να εξυπηρετεί τις θρησκευτικές ανάγκες όλων των κατοίκων ενός χωριού πρέπει να χτίζεται με τις εισφορές όλων. Κι’ έτσι χτίζονται εδώ στην πατρίδα μας οι ναοί των χωριών και των πόλεων, με μια μονάχα διαφορά, ότι στον έρανο που γίνεται για την ανέγερση ναού, εκείνοι που προσφέρουν τα περισσότερα δεν είναι οι πλούσιοι αλλ’ ο φτωχός και εργατικός λαός μας. Και το ότι τους ναούς της Ελλάδος τους χτίζει κυρίως ο φτωχός λαός μας έχει μεγάλη σημασία, γιατί όχι μονάχα οι ναοί χτίζονται με τον τίμιο ιδρώτα του λαού και όχι από κλεψιές και απάτες, αλλά και γιατί κλείνονται τα στόματα των αθέων, που δεν μπορούν να πουν ότι οι πλούσιοι χτίζουν εκκλησιές για να κοιμίζουν το λαό.

Φορητός ναός ο πρώτος ναός των Ιουδαίων, ή, όπως ονομάζεται στην Αγία Γραφή, «η σκηνή του μαρτυρίου». Μπορείτε να φαντασθείτε το φορητό αυτό ναό; Χωριζόταν σε δύο μέρη. Το ένα μέρος, που ήταν προς την ανατολή ήταν το αγιότερο και λεγόταν «Άγια Αγίων». Εκεί μέσα φυλαγόταν η κιβωτός της διαθήκης, που ’χε μέσα τη στάμνα με το μάννα, το ραβδί του Ααρών που βλάστησε θαυματουργικά και τις πλάκες με τις δέκα εντολές. Μετά από τα Άγια των Αγίων ήταν το άλλο μέρος, που λεγόταν «Άγια». Εδώ υπήρχε η επτάφωτη λυχνία, η τράπεζα με τους άρτους, πράγματα ιερά, χρήσιμα για τη θεία λατρεία. Σ’ αυτό το μέρος έμπαιναν οι ιερείς κάθε μέρα και τελούσαν τις ιεροτελεστίες. Αλλά στο πρώτο, το πιο άγιο και μυστικό, έμπαινε ο αρχιερεύς μονάχα μια φορά το χρόνο και πρόσφερε θυσία.

Και όπως ο δικός μας ναός χωρίζεται με το τέμπλο σε δύο μέρη, στο ιερό, όπου τελείται η θεία λειτουργία, και στον κυρίως ναό, όπου εκκλησιάζεται ο λαός, έτσι και η σκηνή του μαρτυρίου, ο φορητός ναός των Ιουδαίων, χωριζόταν με μια βαριά κουρτίνα, φτιαγμένη από χοντρό ύφασμα, που ήταν αδύνατο να το σκίσουν χέρια ανθρώπων. Αυτή η κουρτίνα, που δεν άφηνε το λαό από τα Άγια να δη τι γίνεται πίσω απ’ αυτήν, μέσα στα Άγια των Αγίων όταν λειτουργούσε ο αρχιερεύς, αυτή η χοντρή κουρτίνα, την ώρα που ο Χριστός πάνω στο σταυρό παρέδιδε το πνεύμα του στον ουράνιο Πατέρα, σχίστηκε στα δύο, από πάνω μέχρι κάτω. Κι’ αυτό ήταν σημείο πως με τη θυσία που πρόσφερε ο Χριστός καταλύθηκε ο φραγμός της αμαρτίας που χώριζε τον άνθρωπο απ’ το Θεό, και άνοιξε ο ουρανός, κι’ ο άνθρωπος μπορούσε να επικοινωνήσει ελεύθερα με το Θεό, όπως το παιδί με τον πατέρα.

Ο ναός αυτός ο φορητός όταν μετακινούνταν οι Ιουδαίοι διαλυόταν, και πάλι τον συναρμολογούσαν όταν στάθμευαν σε άλλο μέρος. Η σκηνή του μαρτυρίου διατηρήθηκε μέχρι που χτίστηκε ο ναός του Σολομώντος.

Φορητοί ναοί υπάρχουν και σήμερα. Είναι όμορφες εκκλησιές από ξύλο, που συναρμολογούνται και μετακινούνται εύκολα, και χρησιμοποιούνται από στρατιωτικούς ιερείς σε καιρό πολέμου.

***

Αλλά σύμφωνα με τη διδασκαλία του αποστόλου Παύλου μια σκηνή, που στήνεται προσωρινά και μετά διαλύεται και δεν αφήνει ίχνη, είναι το σώμα του ανθρώπου. Το σώμα είναι η σκηνή, είναι η προσωρινή κατοικία του ανθρώπου. Μέσα σ’ αυτό μένει η ψυχή, και όταν πεθάνει ο άνθρωπος, το σώμα σαν άλλη σκηνή διαλύεται, και η ψυχή φεύγει σε άλλο κόσμο. Η σκηνή διαλύεται και καταστρέφεται, αλλ’ η ψυχή εξακολουθεί να ζη τη δική της ζωή.

Χριστιανοί μου, ταξιδιώτες είμαστε όλοι. Κάτω από σκηνές ζούμε όπως είναι τα σώματά μας. Μας χρειάζονται όσο ταξιδεύουμε. Θα ’ρθη ώρα που το ταξίδι θα τελειώσει, οι σκηνές θα διαλυθούν, και τότε μας περιμένει νέα κατοικία, αιώνια και αμετακίνητη.

*****************************

Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ

*****************************

Ένας, αγαπητοί μου, απ’ τους ενδόξους βασιλείς των Ιουδαίων, ο ενδοξότερος, ήταν ο Δαυΐδ. Αυτόν η θεία πρόνοια τον πήρε απ’ το κοπάδι του πατέρα του και τον ανέβασε στο υψηλό αξίωμα του βασιλιά. Αυτός με τη βοήθεια του Θεού νίκησε το Γολιάθ. Αυτός πολέμησε και νίκησε κι’ όλους τους άλλους εχθρούς του Ισραήλ και ξάπλωσε το βασίλειό του, κι’ έγινε το Ισραήλ το πιο ισχυρό κράτος της Ανατολής.

Ο Δαυΐδ ήταν ευσεβής. Αγαπούσε το Θεό, και την αγάπη του αυτή φανερώνουν τα όμορφα θρησκευτικά ποιήματα που έκανε και έψελνε. Είναι οι 150 ψαλμοί του. Ο Δαυΐδ είναι ο πρώτος που συνέλαβε την ιδέα να χτίσει ναό μεγαλοπρεπή για να λατρεύεται ο αληθινός Θεός. Υπήρχε βέβαια η σκηνή του μαρτυρίου, ο φορητός ναός. Αλλά αυτή ήταν αναγκαία όταν οι Ιουδαίοι ήταν στην έρημο. Τώρα ήταν ανάγκη να αντικατασταθεί με ένα ναό που θα πρεπε να χτιστή στα Ιεροσόλυμα. Δεν ήταν σωστό να υπάρχουν στα Ιεροσόλυμα τόσα κτίρια για να στεγάζουν τις διάφορες υπηρεσίες, για να κατοικούν οι βασιλείς, οι αρχιερείς και οι ιερείς, και να μην υπάρχει κτίριο αφιερωμένο στη λατρεία του Θεού. Δεν νοείται πόλις ή χωριό χωρίς ναό. Είνε το πιό αναγκαίο κτίσμα από όλα τα άλλα. Μόνο υλισταί και άθεοι, που θέλουν να σβήσουν το όνομα του Θεού από τη γη, αυτοί μόνο επιτίθενται με μανία εναντίον της θρησκείας, γκρεμίζουν τους ναούς που έχτισαν γενεές γενεών ή τους μεταβάλλουν σε μουσεία και αποθήκες, κινηματογράφους και θέατρα. Όσοι όμως κυβερνήται είνε ευσεβείς, βοηθούν να χτίζωνται ναοί κατάλληλοι για τη λατρεία του Θεού. Η ιστορία αναφέρει τα ονόματα των ευσεβών αυτών βασιλέων που έχτισαν ναούς, και η Εκκλησία μνημονεύει αυτούς σαν κτίτορας και ανακαινίσαντας.

Ο Δαυΐδ λοιπόν ήθελε να χτίση στην πρωτεύουσα του Ισραήλ, στα Ιεροσόλυμα, ναό μεγαλοπρεπή, για να εκδηλώσει έτσι την ευγνωμοσύνη του προς τον Θεό που ευεργέτησε και δόξασε το Ισραήλ. Για το σκοπό αυτό προετοιμαζόταν πολλά χρόνια. Από λάφυρα του πολέμου και από άλλες πηγές εσόδων συγκέντρωσε πολύ μεγάλα χρηματικά ποσά. Συγκέντρωσε – λέει η Γραφή – εκατό χιλιάδες τάλαντα χρυσού και χίλιες χιλιάδες τάλαντα αργυρίου, ποσά χαλκού σιδήρου αμέτρητα και αζύγιστα, ακόμα δε συγκέντρωσε για την οικοδομή του ναού και μεγάλες ποσότητες ξύλα και πέτρες και άλλα οικοδομικά υλικά. Έκανε σχέδιο αρχιτεκτονικό και ώρισε μάλιστα και τον τόπο όπου θα χτιζόταν ο ναός.

Όλα ήταν έτοιμα για να αρχίσει το χτίσιμο του ναού. Η χαρά του Δαυΐδ ήταν μεγάλη. Αλλά την τελευταία στιγμή δεν αξιώθηκε να βάλει θεμέλιο του ναού. Γιατί; Πέθανε; Όχι. Αλλά γιατί ο Θεός απαγόρευσε σ’ αυτόν να χτίση το ναό. Κι ο λόγος της απαγορεύσεως; Γιατί ο Δαυΐδ ήταν «ανήρ αιμάτων», δηλαδή είχε κάνει πολέμους και σ’ αυτούς είχε χυθεί πολύ ανθρώπινο αίμα (Πρβλ. Α΄ Παρ. 22, 8).

Όχι λοιπόν στο Δαυΐδ, αλλά στο διάδοχό του, το Σολομώντα, ανετέθη η οικοδομή του ναού. Τι μας διδάσκει αυτό; Πως ο Θεός, ο δίκαιος και αληθινός, δεν θέλει να χτίζουν ναούς άνθρωποι που έγιναν αφορμή να χυθεί αίμα, ή άνθρωποι άδικοι και πλεονέκτες που δεν σκοτώνουν ίσως με σπαθιά αλλά με αδικίες και κλοπές. Είνε κι αυτοί φονιάδες, «άνδρες αιμάτων», και δεν δέχεται απ’ αυτούς ο δίκαιος Θεός προσφορές και ανεγέρσεις ναών. Εκατό εκκλησιές να χτίσης, αν δεν τις χτίσης με τίμιο ιδρώτα αλλά με κλεψιές και ατιμίες, δεν σώζεσαι. Τι το όφελος να χτίζεις εκκλησίες και ν’ αδικείς και να γκρεμίζεις ανθρώπους, που μπροστά στα μάτια του Θεού έχουν αξία ασυγκρίτως ανώτεροι απ’ ό,τι οι ναοί;

Ο Σολομών λοιπόν ανέλαβε να χτίση το ναό. Η ανέγερσίς του κράτησε 7 χρόνια και 6 μήνες. Τέλειωσε το 1004 π. Χ. Για να πάρετε μια ιδέα της μεγαλοπρεπείας του ναού, λέμε πως για το χτίσιμο του ναού χρειάστηκαν 153.600 άνθρωποι: 70.000 αχθοφόροι, 80.000 χτίστες και λιθοξόοι και 3.600 επιστάτες. Ας μη σας φανούν παράξενοι οι αριθμοί, γιατί την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν τα μηχανικά μέσα που υπάρχουν σήμερα. Δουλειά που κάνει ένα μηχάνημα την έκαναν εκατό εργάτες. Οι πέτρες έπρεπε να πελεκηθούν, να τετραγωνιστούν, μετά να μεταφερθούν στον τόπο της οικοδομής, και χωρίς χτυπήματα σφυριών κι ασβέστη και λάσπη η μια πέτρα να μπει πάνω στην άλλη. Ο ναός αυτός έγινε σύμφωνα με το σχέδιο και ήταν όμοιος με τον κινητό ναό, τη σκηνή του μαρτυρίου, αλλά διπλάσιος στο μήκος, στο πλάτος και στο ύψος. Τα εγκαίνια του ναού αυτού έγιναν με μεγάλη λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια από το βασιλιά Σολομώντα.

***

Μέσα στο ναό αυτό ο ιουδαϊκός λαός λάτρευσε το Θεό 424 χρόνια, 3 μήνες και 6 ημέρες. Καταστράφηκε απ’ το βασιλιά των Βαβυλωνίων, το φοβερό Ναβουχοδονόσορα. 52 χρόνια μετά από τη μέρα της καταστροφής οι Ιουδαίοι άρχισαν και πάλι να χτίζουν το ναό επί Ζοροβάβελ, αλλ’ ο ναός αυτός, αν και μεγαλύτερος απ’ τον πρώτο, δεν έφτανε τη μεγαλοπρέπεια εκείνου. Πεντακόσια χρόνια έζησε ο ναός αυτός του Ζοροβάβελ. Άρχισε να ερειπώνεται, αλλά οι Ιουδαίοι, υπόδουλοι στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, δεν ήταν σε θέσι όχι ν’ ανεγείρουν νέο ναό, αλλ’ ούτε να επισκευάσουν αυτόν. Ο Ηρώδης ο βασιλιάς για ν’ αποκτήσει την εύνοια των Ιουδαίων γκρέμισε τον παλιό ναό και έχτισε νέο ναό μεγαλοπρεπέστερο από το ναό του Σολομώντος. Ο ναός χτιζόταν επί 40 χρόνια. Και στο ναό αυτό ο Χριστός μας, όταν ήταν 12 χρόνων, ήρθε για να προσκυνήσει με την αγία του μητέρα και πολλές φορές κήρυξε κάτω από τις στοές του μεγάλου αυτού ναού, που εθεωρείτο ένα από τα σπουδαιότερα κτίσματα του τότε κόσμου. Γι’ αυτό και καυχόνταν οι Ιουδαίοι. Αλλά για το ναό αυτό ο Χριστός προφήτευσε πως θα καταστραφή και δεν θα μείνη λίθος επί λίθου. Οι Ιουδαίοι εξοργίστηκαν απ’ τα λόγια αυτά του Χριστού, αλλ’ η φοβερή προφητεία του Χριστού εκπληρώθηκε. Δεν πέρασαν 40 χρόνια απ’ τη σταύρωση του Χριστού και οι Ρωμαίοι ήρθαν, πολιόρκησαν και κυρίευσαν την πόλη και κατέστρεψαν την πόλη και κατέστρεψαν το ναό.

Μονάχα κάτι ερείπια του ναού έμειναν και σ’ αυτά τα ερείπια του ναού μαζεύονται κάθε Σάββατο οι Εβραίοι και κλαίνε. Θυμούνται τις παλιές μέρες της δόξης του βασιλείου τους.

Ύστερα από 300 χρόνια κάποιος αντίχριστος βασιλιάς, ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, επιχείρησε να χτίση το ναό και συγκέντρωσε υλικά και εργάτες. Μα μόλις άρχισε να χτίζει, σείστηκε ο τόπος και φωτιές έβγαιναν απ’ τα θεμέλια και δεν επέτρεπαν να συνεχισθεί η εργασία. Και μέχρι σήμερα οι Ιουδαίοι δεν μπόρεσαν να χτίσουν νέο ναό.

Σκεφθείτε· έχουν τους θησαυρούς του κόσμου, είνε οι πλουσιότεροι άνθρωποι του κόσμου, κι όμως ένα ναό δεν μπορούν να χτίσουν. Ένα μικρό χωριό στην περιφέρειά μας, με δέκα οικογένειες έχτισε ναό. Οι Ιουδαίοι, ένα έθνος ολόκληρο, δεν μπόρεσαν να χτίσουν ναό. Είνε κι αυτό ένα από τα μεγάλα σημεία. Θα ’ρθη όμως μέρα που κι αυτός ο λαός θα μετανοήσει και θα πιστέψει στο Χριστό, και τότε νέος ναός, χριστιανικός, θα χτιστή εκεί όπου σήμερα υπάρχουν τα ερείπια του παλιού ιουδαϊκού ναού.

*****************************

ΚΑΤΑΚΟΜΒΑΙ

*****************************

ΚατακομβαιΕίδαμε, αγαπητοί μου αναγνώστες, είδαμε στις προηγούμενες ομιλίες, ότι κανένας λαός του κόσμου δεν είνε άθρησκος. Όλοι οι λαοί από την αρχαία εποχή χτίζουν ναούς και λατρεύουν το Θεό που πιστεύουν.

Είνε τόση η ανάγκη που αισθάνεται ο άνθρωπος να λατρεύει το Θεό, ώστε, και όταν οι Εβραίοι, ο εκλεκτός λαός του Θεού, βρέθηκαν στην έρημο και ήταν υποχρεωμένοι κάθε μέρα να μετακινούνται, και τότε δεν έμειναν χωρίς ναό, χωρίς θεία λατρεία. Όπως είδαμε, κατ’ εντολήν του Θεού κατασκεύασαν ναό κινητό, μια δηλαδή μεγάλη σκηνή. Την έστηναν όπου σταματούσαν, και κατόπιν την διέλυαν και την έπαιρναν μαζί τους.

Όταν οι Εβραίοι εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην πατρίδα τους την Παλαιστίνη, τότε έχτισαν μεγαλοπρεπή ναό, το ναό του Σολομώντος. Στο ναό αυτό, όπως είπαμε, ο Χριστός, όταν ήταν δώδεκα χρονών παιδί, πήγε μαζί με την αγία μητέρα του και τον Ιωσήφ, και αργότερα, όταν κήρυττε, σ’ αυτόν, πάλι το ναό πήγαινε. Ο Χριστός, βλέπετε, δεν ήταν ενάντιος με τη λατρεία του Θεού μέσα σε ναούς. Τη φιλαργυρία και την πλεονεξία των ανθρώπων που εκμεταλλεύονταν τα όσια και τα ιερά έλεγξε ο Χριστός και με το φραγγέλλιο τους έδιωξε απ’ το ναό. Το ναό όμως τον αγαπούσε. Ας το ακούσουν αυτό, αν έχουν αυτιά, οι χιλιασταί, που μεταξύ των άλλων κατηγορούν τους χριστιανούς και γιατί πηγαίνουν σε ναούς. Αυτοί, βλέπετε, έγιναν ανώτεροι απ’ το Χριστό!

***

Όλοι οι λαοί έχουν τους ναούς τους. Οι αρχαίοι Έλληνες τους παρθενώνες, οι Ινδοί τις παγόδες, οι Εβραίοι τις συναγωγές, οι Τούρκοι τα τζαμιά. Και οι Χριστιανοί έχουν και αυτοί τους δικούς τους ναούς. Μέσα σ’ αυτούς προσφέρεται η λατρεία στον αληθινό Θεό. Αλλά πρέπει να ξέρουμε ότι στα πρώτα χρόνια της διαδόσεως της νέας θρησκείας της θρησκείας του Χριστού, δεν υπήρχαν ναοί. Αλλά και αν ήθελαν οι πρώτοι χριστιανοί να χτίσουν ναούς οι ειδωλολάτρες δεν τους άφηναν. Πού λάτρευαν λοιπόν οι πρώτοι χριστιανοί το Θεό; Τον λάτρευαν μέσα στα σπίτια. Ένα ευρύχωρο δωμάτιο το χρησιμοποιούσαν για τη θεία λατρεία. Έτσι το σπίτι γινόταν εκκλησία, η κατ’ οίκον εκκλησία, για την οποία μιλήσαμε σε προηγούμενη ομιλία.

Αλλά στην εποχή των φοβερών διωγμών οι χριστιανοί ούτε μέσα στα σπίτια δεν μπορούσαν να λατρεύσουν το Θεό. Κατάσκοποι τους παρακολουθούσαν. Και αλλοίμονο στο σπίτι εκείνο που ανακάλυπταν ότι μάζευε τους χριστιανούς για να προσευχηθούν και να λατρεύσουν το Θεό. Έβαζαν φωτιά και το καίγαν. Γι’ αυτό την εποχή εκείνη οι χριστιανοί αναγκάζονταν να φεύγουν απ’ τις πόλεις, να περπατούν χιλιόμετρα, και μέσα στα βουνά, μέσα στις οπές της γης, μέσα σε σπηλιές, εκεί να μαζεύονται, να τελούν τη θ. Λειτουργία και να λατρεύουν το Θεό. Στους βίους των αγίων διαβάζουμε ένα συγκινητικό παράδειγμα. Είναι το παράδειγμα των επτά νέων της Εφέσου, που γιορτάζει η Εκκλησία μας στις 4 Αυγούστου. Οι νέοι αυτοί ζούσαν στην εποχή του φοβερού διωγμού του Δεκίου. Για να μη συλληφθούν, βγήκαν έξω απ’ την πόλη, βρήκαν μια σπηλιά, μπήκαν μέσα, έφραξαν την είσοδο, έκαναν την προσευχή τους και κουρασμένοι όπως ήταν κοιμήθηκαν. Όταν όμως ξύπνησαν και βγήκαν έξω απ’ τη σπηλιά, κατάλαβαν πως είχαν περάσει 200 περίπου χρόνια! Είχε γίνει θαύμα. Ο Θεός έδωσε στους νέους αυτούς ένα τόσο μεγάλο ύπνο, ώστε να ξυπνήσουν όταν πια ο διωγμός είχε πάψει.

***

Στις σπηλιές οι αρχαίοι χριστιανοί λάτρευαν το Θεό. Στη Ρώμη δε οι χριστιανοί λάτρευαν το Θεό στις κατακόμβες. Και τι ήταν οι κατακόμβες; Οι χριστιανοί της Ρώμης καταδιώκονταν σκληρά απ’ τους ειδωλολάτρες αυτοκράτορες. Για να προφυλαχτούν απ’ αυτούς, έσκαψαν βαθειά τη γη, άνοιξαν στοές υπόγειες, σαν τις γαλαρίες του σιδηροδρόμου ή καλύτερα σαν τις γαλαρίες των λιγνιτωρυχείων. Αλλά οι στοές αυτές είχαν πολύ μάκρος. Και αλλού οι στοές στένευαν τόσο, ώστε με δυσκολία να περνάει άνθρωπος, αλλού πάλι γινόντουσαν πλατειές και σχημάτιζαν μικρές αίθουσες, σαν το χώρο μικρής εκκλησίας. Σ’ αυτούς τους μικρούς υπογείους χώρους μαζεύονταν κρυφά οι χριστιανοί και τελούσαν τη θεία λειτουργία και κοινωνούσαν τα άχραντα μυστήρια.

Σκοτάδι μέσα στις κατακόμβες. Ανοιγμένοι φεγγίτες στην οροφή των στοών άφηναν νάρχεται λίγο φως. Λυχνάρια με λάδι άναβαν και σκόρπιζαν και αυτά λίγο φως και δημιουργούσαν μια κατανυκτική ατμόσφαιρα. Δεξιά και αριστερά στα τοιχώματα των στοών άνοιγαν οπές (τρύπες) και εκεί έθαβαν τους κεκοιμημένους, έθαβαν τα σώματα των χριστιανών που μαρτυρούσαν.

Στις πλάκες που έφραζαν τα στόματα των τάφων έγραφαν το όνομα του μάρτυρος και την ημερομηνία του μαρτυρίου. Χιλιάδες οι πλάκες αυτές. Αλλά σε καμιά δεν υπήρχε η λέξις «απέθανε». Σ’ όλες έβλεπες γραμμένο: «Εκοιμήθη εν Κυρίω». Αυτό έδειχνε πόσο βαθειά πίστευαν οι χριστιανοί της εποχής εκείνης στην ανάσταση των νεκρών. Πίστευαν ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος, δεν είναι η εξαφάνισης του ανθρώπου, αλλά ένας ύπνος, σαν τον ύπνο εκείνο που κοιμήθηκαν μέσα στη σπηλιά της Εφέσου οι επτά νέοι που αναφέραμε παραπάνω. Αυτό κήρυττε και ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. «Ο ύπνος – έλεγε – είναι ένας μικρός θάνατος και ο θάνατος είναι ένας μεγάλος ύπνος».

Και όχι μονάχα οι επιγραφές των τάφων, αλλά και όλα όσα γράφονταν και ζωγραφίζονταν πάνω στους τάφους και στα άλλα μέρη των κατακομβών φανέρωναν τη μεγάλη πίστι των χριστιανών της εποχής εκείνης. Χρειαζόταν πίστης για να σηκώνονται τη νύχτα, να περνούν απ’ τους δρόμους της Ρώμης, να βγαίνουν έξω και να κατεβαίνουν μέσα στις κατακόμβες και εκεί να λατρεύουν το Θεό. Από πάνω τους οι ειδωλολάτρες διασκέδαζαν και έκαναν κάθε λογής ασχήμιες, αλλά οι χριστιανοί κάτω στις κατακόμβες, μακριά απ’ τα μάτια του κόσμου, ζούσαν τη δική τους ζωή. Όποιος θα κατέβαινε κάτω στις κατακόμβες και θα βλεπε με ποια πίστι παρακολουθούσαν τη θεία λειτουργία και κοινωνούσαν τα άχραντα μυστήρια, θα ᾽λεγε: Εδώ πράγματι λατρεύεται ο Θεός!

Ήταν ασφαλισμένοι οι χριστιανοί μέσα στις κατακόμβες; Όχι πάντοτε. Κατάσκοποι των ειδωλολατρών παρακολουθούσαν τους χριστιανούς, κι’ αν ανακάλυπταν την είσοδο της κατακόμβης, έμπαιναν μέσα και τους θανάτωναν όπως ήταν μαζεμένοι για τη θεία λειτουργία, ή άναβαν φωτιές και τους έκαιγαν.

***

Όταν ήρθε ο Μ. Κωνσταντίνος και νίκησε τους ειδωλολάτρες, τότε οι χριστιανοί άφησαν τις κατακόμβες και λάτρευαν πια το Θεό ελεύθερα και άφοβα μέσα στους ναούς που άρχισαν να χτίζουν. Οι κατακόμβες άρχισαν να ξεχνιούνται. Ήρθαν κατόπιν χρόνια πολέμου και επαναστάσεων, ήρθαν βάρβαροι, έγιναν μεγάλες καταστροφές, και οι κατακόμβες σκεπάστηκαν με χώματα και ξεχάστηκαν τελείως. Αλλά το 1578 ανακαλύφθηκε η πρώτη κατακόμβη. Ένας αρχαιολόγος, που ονομάσθηκε Κολόμβος των κατακομβών, δούλεψε πολύ και όλες οι κατακόμβες ανακαλύφθηκαν, και ο κόσμος έμεινε κατάπληκτος. Από τότε και μέχρι σήμερα χιλιάδες προσκυνηταί απ’ όλο τον κόσμο πηγαίνουν στη Ρώμη, κατεβαίνουν στις κατακόμβες και παίρνουν λίγο χώμα από το χώμα εκείνο που είναι ποτισμένο με το αίμα τόσων χιλιάδων μαρτύρων.

Ω αδελφοί μου, όσοι διαβάζετε ή ακούτε την ομιλία αυτή, πρέπει να σκεπάσουμε το πρόσωπό μας από ντροπή, όταν σκεφθούμε πως οι χριστιανοί την εποχή εκείνη με κίνδυνο της ζωής τους πήγαιναν στις κατακόμβες, ενώ εμείς οι σημερινοί χριστιανοί, χωρίς να υπάρχει κανένας κίνδυνος, δεν πηγαίνουμε στην εκκλησία, ή και αν πάμε πηγαίνουμε με κρύα καρδιά.

Για να ζεσταθούν και πάλι οι καρδιές μας με την άγια φωτιά που έκαιγε στις καρδιές των χριστιανών εκείνων, συνιστούμε σε όλους να διαβάσουν ένα υπέροχο βιβλίο πούχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Αν το διαβάσετε, θα συγκινηθήτε και θα κλάψετε. Το βιβλίο ονομάζεται «Φαβιόλα».

*****************************

Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ

*****************************

ΑΓ. ΣΟΦΙΑΜέσα σε κατακόμβες, όπως είπαμε, λάτρευαν οι πρώτοι χριστιανοί το Θεό. 300 χρόνια βάσταξε αυτή η κατάστασης. Επί τέλους ήρθε ο Μ. Κωνσταντίνος. Ύστερα απ’ το όραμα που είδε με το «Εν τούτω νίκα», πίστεψε και διέταξε να κατασκευάσουν νέα σημαία, που να ᾽χει στην κορφή τον τίμιο σταυρό και επιγραφή «Εν τούτω νίκα». Με τη σημαία αυτή έδωσε τη μάχη έξω απ’ τη Ρώμη, νίκησε τα ειδωλολατρικά στρατεύματα, και φρόντισε να εκδοθεί βασιλικό διάταγμα που επέτρεπε οι χριστιανοί να εκτελούν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Δεν πέρασε δε πολύς καιρός και ο Μ. Κωνσταντίνος κυριάρχησε σ’ Ανατολή και Δύση και έγινε μονοκράτορας. Μετέφερε την πρωτεύουσά του στην Κωνσταντινούπολη. Κι’ εκεί έστησε πελώριο σταυρό που τη νύχτα φωτιζόταν και φαινόταν από μακριά.

***

Ελεύθεροι πια οι χριστιανοί άρχισαν να χτίζουν ναούς. Στην ανέγερση νέων ναών βοηθούσε πολύ ο Μ. Κωνσταντίνος. Η μητέρα του, η αγία Ελένη, ταξίδεψε στους αγίους τόπους, έκανε ανασκαφές, βρήκε τον τίμιο σταυρό και έχτισε μεγαλοπρεπή ναό, το ναό της Αναστάσεως. Λένε πως ταξιδεύοντας βρήκε στο Αιγαίο μεγάλη τρικυμία και το πλοίο κινδύνεψε. Άραξε σ’ ένα νησί του Αιγαίου, την Πάρο. Έκανε την προσευχή της και έταξε να χτίσει στο νησί μια εκκλησία. Το ταξίδι πέτυχε και η Αγία έχτισε την εκκλησία, που ύστερα χτίστηκε μεγαλύτερη και σώζεται μέχρι σήμερα και κόσμος πολύς τρέχει για να τη θαυμάσει. Είναι η πρώτη εκκλησία στην Ανατολή που ’χει αρχαίο βαπτιστήριο. Η εκκλησία αυτή ονομάζεται Εκατονταπυλιανή.

Αλλά και ο Μ. Κωνσταντίνος έχτισε ναούς. Μέσα στην Πόλη έχτισε ένα ναό επ’ ονόματι της Σοφίας του Θεού. Δεν ήταν στην αρχή πολύ μεγάλος. Αλλά στο ναό αυτό κήρυξε ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, καθώς και ο μεγαλύτερος κήρυκας όλης της Χριστιανοσύνης, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Αλλ’ όταν η βασίλισσα Ευδοξία εξόρισε το Χρυσόστομο, ο λαός, αγανακτισμένος γιατί στερήθηκε τον αληθινό ποιμένα και διδάσκαλό του, έβαλε φωτιά να κάψει το ναό.

Αργότερα χτίστηκε πιο μεγαλοπρεπής ο ναός της Αγίας Σοφίας. Τον έχτισε ο δραστήριος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ο Ιουστινιανός.

***

Να περιγράψουμε τώρα το ναό της Αγίας Σοφίας; Μόνο εκείνοι, που αξιώθηκαν να πάνε στην Πόλη και να επισκεφθούν το ναό, μόνο αυτοί μπορούν να μας πουν για τη μεγαλοπρέπεια και ωραιότητα του ναού αυτού. Αλλά κι’ αυτοί αδυνατούν να περιγράψουν το ναό. Η ωραιότητά του νικά κάθε περιγραφή. Είναι ένα μεγαλούργημα. Μόλις κανένας περάσει την κεντρική πύλη του ναού, μπροστά του παρουσιάζεται ένα έξοχο θέαμα. Φαίνεται όλο το εσωτερικό του ναού. Το δάπεδο μοιάζει σαν μια θάλασσα, απ’ την οποία βγαίνουν με χάρη σαν κατάρτια μεγάλα πλοίου 107 μεγάλες μαρμάρινες κολώνες, που χωρίζουν το ναό σε κλίτη και βαστάνε το πάνω μέρος του ναού. Στο κέντρο περίπου υψώνονται σε σχήμα τετραγώνου τέσσερις γιγάντιες κολώνες και πάνω στις κολώνες αυτές στηρίζεται ένας θαυμάσιος τρούλος, που δεν υπάρχει όμοιός του σ’ όλο τον κόσμο. Ο τρούλος έχει 40 μεγάλα παράθυρα, κι’ όταν βγαίνει ο ήλιος και στέλνει τις ακτίνες του, το φως περνάει απ’ τα παράθυρα και ο προσκυνητής νομίζει ότι βλέπει τότε έναν ουρανό με άστρα που φωτίζουν τη γη. Ανατριχιάζει ο προσκυνητής. Νομίζει πως δεν πατάει πάνω στη γη, αλλ’ ότι μια δύναμις τον παίρνει και τον υψώνει στον ουρανό. Αυτό δε ακριβώς είναι εκείνο που επεδίωκαν οι ευσεβείς αρχιτέκτονες. Να κατορθώσουν, ώστε εκείνο που ψάλλει η Εκκλησία, «Εν τω ναώ εστώτες της δόξης σου εν ουρανώ εστάναι νομίζομεν», να το αισθητοποιήσουν.

Αλλά στη μεγαλοπρέπεια του ναού συντελούσαν και οι εσωτερικές διακοσμήσεις, που με μεγάλη τέχνη είχαν επιμεληθεί διάσημοι τεχνίτες. Έλαμπε ο ναός από όμορφα κιονόκρανα, από ασήμι, από χρυσάφι, από μωσαϊκά, από χιλιάδες καντήλια, από πολύχρωμα μάρμαρα με τα οποία είναι ντυμένοι οι τοίχοι. Ο Ιουστινιανός δεν λυπήθηκε χρήματα. Άνοιξε το δημόσιο ταμείο και δαπάνησε χρήματα πολλά. Μάζεψε από όλο τον κόσμο μάρμαρα χρωματιστά, πολυτίμους λίθους, χρυσάφι και ασήμι. Κάλεσε μηχανικούς, γλύπτες και ζωγράφους, και ο ίδιος φορώντας εργατική στολή επιστατούσε στο όλο έργο. Πέντε χρόνια και δέκα μήνες χρειάστηκαν για να χτιστή ο ναός. Τα εγκαίνια έγιναν στις 27 Δεκεμβρίου του 537. Έγιναν με κάθε μεγαλοπρέπεια. Ο Ιουστινιανός έλαμπε από χαρά. Λέγεται, πως όταν μπήκε μέσα και είδε τη μεγαλοπρέπεια του ναού, δεν κρατήθηκε, αλλά φώναξε: «Νενίκηκά σε, Σολομών», που σημαίνει πως ο ναός της Αγίας Σοφίας είναι ανώτερος απ’ το ναό του Σολομώντος.

Στο ναό αυτό 900 χρόνια και περισσότερο γινόντουσαν η θεία λειτουργία και οι άλλες ιερές ακολουθίες. Στο ναό αυτό λειτουργούσε ο Πατριάρχης. Στο ναό αυτό γινόταν η στέψης του βασιλέως και ψάλλονταν δοξολογίες για τις νίκες των στρατευμάτων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας κατά των βαρβάρων. Στο ναό αυτό ερχόντουσαν προσκυνηταί από όλα τα μέρη του κόσμου για να προσκυνήσουν και να θαυμάσουν το αριστούργημα τούτο της βυζαντινής τέχνης. Στο ναό αυτό ήρθαν και αντιπρόσωποι του τσάρου της Ρωσίας, όταν ακόμα οι Ρώσοι ήταν ειδωλολάτρες. Οι Ρώσοι είδαν και θαύμασαν. Ήταν τόση η εντύπωσης από όσα είδαν και άκουσαν, ώστε όταν γύρισαν στην πατρίδα τους, είπαν στον τσάρο πώς όχι άνθρωποι, αλλά άγγελοι λειτουργούν στο ναό της Αγίας Σοφίας, και ότι και οι Ρώσοι πρέπει να εκλέξουν σαν θρησκεία τους τη θρησκεία του Χριστού. Σ’ αυτό το ναό της Αγίας Σοφίας έγιναν αγρυπνίες και παρακλήσεις, όταν η Πόλη κινδύνευε από βαρβαρικές επιδρομές.

***

Ο ναός της Αγίας Σοφίας ήταν το κέντρο της εθνικής και θρησκευτικής ζωής της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Πάνω δε στην κορφή του τρούλου είχε στηθεί μεγάλος σταυρός, που τη νύχτα φωτιζόταν και φαινόταν απ’ όλη την Πόλη.

Αλλά ήρθε η μέρα που για τελευταία φορά χτύπησαν οι καμπάνες της Αγίας Σοφίας και έγινε η θεία λειτουργία. Ήταν 29 Μαΐου του 1453. Η Κωνσταντινούπολις, το καύχημα του κόσμου, έπεσε στα χέρια των βαρβάρων. Οι Τούρκοι μπήκαν στην πόλη, έβαλαν φωτιά, έκαψαν, λεηλάτησαν, ατίμασαν, έσφαξαν, εμόλυναν τα ιερά θυσιαστήρια. Χότζας μπήκε στην Αγία Σοφία και φώναξε το «Αλλάχ Αλλάχ». Ό,τι πολύτιμο είχε ο ναός το κλεψαν. Ο σταυρός κατεβάστηκε από τον τρούλο και στη θέση του στήθηκε το μισοφέγγαρο. Φοβερές μέρες ήρθαν για το Ελληνικό γένος. Αλλ’ οι υπόδουλοι Έλληνες και Χριστιανοί δεν απελπίστηκαν. Αιώνες ζούσαν με την ελπίδα, πως «πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θάναι». Έλπιζαν πως μια μέρα ο ναός θα ερχόταν και πάλι στα χέρια των Ελλήνων και θα ετελείτο και πάλι η θεία λειτουργία.

Και η μέρα ζύγωσε. Τα ελληνικά στρατεύματα είχαν φτάσει μέχρι τη Τζαλτάζα. Λίγο ακόμα και η Ελληνική σημαία θα κυμάτιζε στην Πόλη. Λίγο ακόμα και η θεία λειτουργία θα ετελείτο στην Αγία Σοφία. Δυστυχώς όμως η καταραμένη διχόνοια δεν άφησε να πραγματοποιηθεί το όνειρο αυτό της φυλής. Η Αγία Σοφία παραμένει στα χέρια των Τούρκων. Πίστης όμως είναι πως ο λαμπρός ναός θα᾽ρθει και πάλι στα χέρια των Χριστιανών. Όχι το μισοφέγγαρο αλλά ο σταυρός θα νικήσει τον κόσμο. Και οι Τούρκοι θα γίνουν χριστιανοί και θα προσκυνήσουν τον Εσταυρωμένο. Αυτώ η δόξα εις αιώνας αιώνων. Αμήν.

*****************************

ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΣΚΛΑΒΙΑΣ

*****************************

χρονια σκλ.Οι Τούρκοι, όπως είπαμε, όταν κατέλαβαν την Πόλη, έκαναν την Αγία Σοφία τζαμί. Κι’ όχι μονάχα την Αγία Σοφία, μα κι’ άλλους κεντρικούς ναούς τους έκαναν τούρκικα τζαμιά. Η μανία των κατακτητών εναντίον των ναών σε ορισμένες περιόδους ήταν αφάνταστη. Ένας σουλτάνος, ο Σελήμ ο Α΄, όταν γέρασε και κόντευε να πεθάνει, ρώτησε το μουφτή τι πρέπει να κάνει για να πάει ασφαλέστερα στον παράδεισο. Κι’ ο μουφτής του απάντησε: «Αν αναγκάσεις όλους τους χριστιανούς να γίνουν μουσουλμάνοι και δεν μείνει ούτε μια εκκλησία ούτε ένας χριστιανός…».

Στην εποχή της Τουρκοκρατίας πολλοί ναοί πάψανε να ’ναι χριστιανικοί, και γίνανε τζαμιά. Κανένας ναός που διακρινόταν για την αρχιτεκτονική του ομορφιά και είχε τρούλους σκεπασμένους με μολύβι, δεν έμεινε στα χέρια των χριστιανών.

***

Έτσι μέσα σ’ ένα αιώνα απ’ την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως οι περισσότεροι ναοί είχαν πέσει στα χέρια των Τούρκων. Ήταν πολύ θλιβερό για τους χριστιανούς να περνούν έξω από εκκλησιές όπου άλλοτε εκκλησιάζονταν και συγκεντρώνονταν πλήθη χριστιανών, και να βλέπουν τώρα να μπαίνουν και να βγαίνουν χοτζάδες, χανούμισσες και γενίτσαροι. Κανένας πια χριστιανός δεν μπορούσε να πλησιάσει τους ναούς αυτούς.

Στα χέρια των χριστιανών έμειναν μόνο κάτι μικροί και παλιοί ναοί. Και αν ένας παλιός ναός κινδύνευε να πέσει, πολύ δύσκολο ήταν για τους χριστιανούς να πάρουν άδεια για να τον επισκευάσουν. Αλλά μήπως και σήμερα ακόμα στην Πόλη μέσα δεν δείχνουν την κακία τους οι Τούρκοι εναντίον της θρησκείας του Χριστού; Με την πρόφαση ν’ ανοίξουν δρόμους και πλατείες έβαλαν μπουλντόζες και γκρέμισαν αρχαίους ναούς που είχαν μείνει από την εποχή των σουλτάνων. Και σ’ αυτό το Πατριαρχείο, πούνε ένα παλιό κτίριο και κινδυνεύει να πέσει, οι Τούρκοι δεν δίνουν άδεια να το γκρεμίσουν οι Χριστιανοί και να χτίσουν ένα καινούργιο.

Οι χριστιανοί στα χρόνια αναγκαζόντουσαν να φεύγουν και να πηγαίνουν στο ύπαιθρο κι εκεί, μακριά απ’ τα μάτια των τουρκαλάδων, να χτίζουν μικρές και ταπεινές εκκλησίες και να λατρεύουν το Θεό. Έτσι εξηγείται πώς στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η ύπαιθρος γέμισε από εξωκκλήσια. Μα κι αυτά δεν ήταν ασφαλισμένα, γιατί όλα βρισκόντουσαν στη διάθεσι των Τούρκων. Οι χριστιανοί ζούσαν με φόβο και τρόμο και δεν ήξεραν αν βγαίνοντας απ’ την εκκλησία θα πάνε στα σπίτια τους ή κάποιος γενίτσαρος θα τους πιάσει και απ’ την εκκλησιά θα τους ρίξει μέσ’ στη φυλακή.

Υπήρχαν βέβαια και περίοδοι, που οι χριστιανοί είχαν κάποια ελευθερία σχετικά με τη θρησκεία. Αλλ’ αυτό γινόταν γιατί υπήρχαν και μερικοί Τούρκοι διοικηταί με κάποια ανθρώπινη καλοσύνη. Γενικώς όμως κανόνας ήταν, μίσος εναντίον των χριστιανών· μίσος που θύμιζε το μίσος των ειδωλολατρών εναντίον των πρώτων χριστιανών. Πόσοι χριστιανοί δεν μαρτύρησαν για την πίστη τους κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας! Αυτοί είνε οι Νεομάρτυρες.

Λόγω της φοβεράς πιέσεως των Τούρκων ορισμένες επαρχίες που κατοικούνταν από χριστιανούς αλλαξοπίστησαν. Οι χριστιανοί έγιναν μωαμεθανοί και μετέβαλαν τις εκκλησίες σε τζαμιά! Παράδειγμα η Αλβανία. Παλαιότερα ήταν ολόκληρη η χώρα χριστιανική. Λόγω όμως της τρομεράς πιέσεως των Τούρκων, ολόκληρη η Αλβανία, εκτός από τη Βόρεια Ήπειρο, προσεχώρησε στον Ισλαμισμό. Κι όμως, ακόμα σώζονται στην Αλβανία ερείπια χριστιανικών ναών και μοναστηριών, που μαρτυρούν πως εκεί κάποτε ανθούσε ο χριστιανισμός.

Ήρωες και μάρτυρες πρέπει να ονομάζονται όλοι στα χρόνια της σκλαβιάς κατόρθωσαν να κρατήσουν την πίστι τους και να λατρεύουν το Θεό. Κυνηγημένοι αναζητούσαν μακριά απ’ τον κόσμο, πάνω σε βουνά, να λατρεύσουν ελεύθεροι το Θεό. Την εποχή εκείνη της φοβεράς Τουρκοκρατίας χριστιανοί ανέβηκαν σαν αετοί πάνω σε απότομα βράχια και έχτισαν ναούς και μοναστήρια.

Κάποιος περιηγητής που περιόδευε τα χρόνια της τουρκοκρατίας τη σκλαβωμένη πατρίδα μας, είδε σε ποια αθλία κατάσταση ήταν οι ιεροί ναοί μας και περιέγραψε πως οι βρωμεροί Τούρκοι πολλούς ναούς μας τους είχαν κάνει σταύλους!… Οι χριστιανοί, για να αποφύγουν τη βεβήλωση αυτή, έφτιαχναν στις εκκλησίες μικρές και χαμηλές πόρτες, για να μη μπορούν εύκολα οι Τούρκοι να βάζουν τα ζώα τους.

***

Σε παλιές λοιπόν ερειπωμένες εκκλησίες λάτρευαν τα χρόνια εκείνα οι χριστιανοί το Θεό. Να χτίσουν νέα εκκλησία; Αυτό ήταν απ’ τα δυσκολότερα πράγματα. Σπάνια τους έδιναν άδεια να χτισθεί εκκλησία σε πόλη. Θα ’πρεπε να γίνει επιτροπή, να επισκεφθεί την Πόλη, να δώσει πολλά δώρα(πεσκέσια) σε σουλτάνους ή σε πασάδες, για να πάρουν την άδεια της ανεγέρσεως. Αλλά κι αυτή η άδεια δινόταν με όρους.

Μια τέτοια άδεια ανεγέρσεως εκκλησίας πήρε η χριστιανική κοινότητα της Σμύρνης. Το 1763 η όμορφη εκκλησία της Αγίας Φωτεινής είχε καεί και οι χριστιανοί ζήτησαν να χτίσουν νέα εκκλησία. Πολύ κουράστηκαν. Μα τελικά εκδόθηκε η άδεια· αλλά δόθηκε με όρο. Ποιος όρος; Οι χριστιανοί της Σμύρνης έπρεπε να χτίσουν την εκκλησία μέσα σε 40 μονάχα μέρες! Και την έχτισαν οι αξιοθαύμαστοι εκείνοι Χριστιανοί Έλληνες. Μέρα και νύχτα εργάζονταν για να τελειώσουν το χτίσιμο του ναού. Ο νέος αυτός ναός της Αγίας Φωτεινής έζησε περίπου 150 χρόνια, μέχρις ότου ήρθε η ημέρα της καταστροφής της Σμύρνης και ο ναός αυτός κάηκε από τους Τούρκους. Αλλ’ οι Τούρκοι όχι μονάχα το ναό της Αγίας Φωτεινής έκαψαν, μα κι άλλους ναούς της Μικράς Ασίας γκρέμισαν και έκαψαν. Όσοι δε γλύτωσαν από το γκρέμισμα και τη φωτιά, έγιναν τζαμιά, λουτρά, αποθήκες και κινηματοθέατρα. Έτσι οι Τούρκοι κατέστρεψαν και βεβήλωσαν 5.000 περίπου ναούς και ξωκλήσια πούχε ο Πόντος και η Μ. Ασία. Δεν υπάρχει πια τίποτε εκεί το χριστιανικό. Μια ταμπέλα πρέπει να στηθεί εκεί και να λέει: Από δω πέρασε ο Τούρκος!

***

Αλλά και στο μαρτυρικό νησί της Κύπρου, όπου για τις αμαρτίες μας παραχώρησε ο Θεός να κάνουν απόβαση οι νέοι Αττίλαι, τα ίδια έκαναν. Δεν σεβάστηκαν εκκλησίες και μοναστήρια. Μέσα σ’ αυτές έκαναν όργια. Και οι χριστιανοί της Κύπρου ζουν πάλι φοβερές μέρες τουρκοκρατίας.

Κύριε, λυπήσου μας και δώσε δύναμη στους χριστιανούς της Κύπρου να σηκώσουν το σταυρό τους μέχρις ότου έρθει η μέρα της εθνικής αναστάσεως! Αλλά για να ’ρθει η μέρα αυτή, πρέπει και οι Κύπριοι και εμείς εδώ να μετανοήσουμε και να ζητήσουμε το έλεος του Θεού για όλες τις αμαρτίες μας, απ’ τις οποίες πιο μεγάλη είνε η διχόνοια μας.

*****************************

ΟΙ ΝΑΟΙ ΣΗΜΕΡΑ

*****************************

Φρικτή είπαμε ήταν η ζωή των χριστιανών κάτω από τον τουρκικό ζυγό. Η Εκκλησία τα μαύρα εκείνα χρόνια ήταν η μόνη παρηγοριά και η εμψύχωσης των χριστιανών. Δεν άφηνε να σβήσει μέσ’ στις καρδιές των σκλαβωμένων η ελπίδα πως το σταυρό ακολουθεί η ανάστασις· πως ύστερα απ’ τη φοβερή νύχτα της σκλαβιάς θ’ ανατείλει η λαμπρή μέρα της εθνικής αναστάσεως. Γι’ αυτό λέγοντας οι χριστιανοί τη μέρα του Πάσχα το «Χριστός Ανέστη», εννοούσαν και τούτο, πως όπως ο Χριστός αναστήθηκε απ’ τον τάφο, έτσι και η πατρίδα θ’ αναστηθεί απ’ τον τάφο τεσσάρων αιώνων σκλαβιάς. «Χριστός Ανέστη»! και τα βουνά και τα λαγκάδια κι οι θάλασσες αντηχούσαν από το «Χριστός Ανέστη». Σαν να ’λεγαν: Τούρκοι, δεν σας φοβούμαστε. Ο Χριστός θα νικήσει την ψευτοθρησκεία σας, που καλλιεργεί το μίσος και σκορπίζει τη συμφορά και το θάνατο.

***

Πόσα τέτοια Πάσχα γιόρτασαν οι χριστιανοί μεσ’ στις ταπεινές χαμηλές και ερειπωμένες εκκλησίες τους! Πόσες ταπεινώσεις και πόσους ξευτελισμούς δεν υπέστησαν και σ’ αυτές ακόμα τις λαμπρές μέρες της Αναστάσεως απ’ τους Τούρκους, που στενοχωριόντουσαν ν’ ακούνε το «Χριστός Ανέστη»! στη ζωή του Ρήγα Φεραίου διαβάζουμε πως όταν ήταν ακόμα νέος στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Βελεστίνο, μια τέτοια άγια μέρα φόρεσε τα γιορτινά του και πήγε στην εκκλησία για ν’ ακούσει το «Χριστός Ανέστη». Χαρούμενος βγήκε απ’ την εκκλησία. Αλλά γυρίζοντας στο σπίτι συναντήθηκε με έναν αγά. Ο αγάς μόλις τον είδε, τον πρόσταξε να σκύψει για να καθήσει στην πλάτη του και σαν ζώο να τον μεταφέρει στ’ αρχοντικό του. Ο Ρήγας αναγκάστηκε να υποκύψει. Τον φορτώθηκε, αλλά μέσα του έβραζε. Γι’ αυτό την ώρα που περνούσε κάποιο γεφύρι του ’δωσε μια και τον πέταξε στο ποτάμι. Το γεγονός έγινε αφορμή να φύγει ο Ρήγας από το χωριό του, να πάει στα ξένα και να γίνει ο εμπνευσμένος ποιητής της ελευθερίας:

«Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή

Παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή».

«Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν», έψελναν με δάκρυα στα μάτια οι χριστιανοί Έλληνες το πρώτο Πάσχα της ελευθερίας. Εκείνο το χρόνο το «Χριστός Ανέστη» ακούστηκε με δύναμη μυρίων κεραυνών σ’ όλη την πατρίδα. Οι αγωνισταί του 1821 πίστευαν, πως ο Χριστός που αναστήθηκε εκ νεκρών θα τους βοηθήσει στο σκληρό αγώνα της ελευθερίας. Σε ναούς και ξωκκλήσια οι χριστιανοί έτρεχαν και προσευχόντουσαν και έπαιρναν δύναμη και αγωνιζόντουσαν. Σε μια δύσκολη στιγμή ο Κολοκοτρώνης έκανε δέηση στην Παναγία να τους βοηθήσει και υποσχέθηκε πως στο μέρος εκείνο, όταν ελευθερωθεί η πατρίδα θα χτίση εκκλησία. Ο Κανάρης, πριν ξεκινήσει να χτυπήσει με το μικρό πυρπολικό του την τουρκική αρμάδα, έκανε την προσευχή του, κι όταν γύρισε νικητής, το πρώτο πούκανε ήταν ότι δοξολόγησε στο ναό των Ψαρών το Θεό για τη νίκη, και μέχρι το τέλος της ζωής του δεν έπαψε να προσεύχεται. Το δεύτερο έτος της επαναστάσεως στην Τήνο βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας, που ήταν χωσμένη μέσα στη γη. Το γεγονός αυτό διαδόθηκε αστραπιαία σ’ ολόκληρο το έθνος και έδωσε ελπίδα και θάρρος στους Έλληνες. Από τότε άρχισε να χτίζεται η εκκλησία της Τήνου.

***

Ναι, απ’ τις εκκλησίες και τα μοναστήρια βγήκε το φως της ελευθερίας! Γι’ αυτό οι αγωνισταί του 1821 έκαναν τάμα να χτιστή στη νέα πρωτεύουσα της πατρίδος μεγαλοπρεπής ναός προς εκδήλωσην ευγνωμοσύνης στο Χριστό, τον ελευθερωτή της πατρίδος. Γι’ αυτό και μόλις ελευθερώθηκαν κι έφυγαν οι Τούρκοι, άρχισαν οι Έλληνες να χτίζουν σε πόλεις και σε χωριά νέους ναούς. Φτωχοί ήταν, σε καλύβες κατοικούσαν, αλλά το πρώτο μέλημά τους ήταν να χτίσουν ναό. Πόσοι ναοί δεν χτίστηκαν κατά τον πρώτο αιώνα της ελευθερίας! Παιδιά και εγγόνια των ηρώων εκείνων, που ’χαν ακούσει απ’ τους πατέρες και παππούδες τα θαυμαστά έργα του Θεού, έχτιζαν εκκλησίες.

Ας επιτραπεί εδώ κάτι σχετικό με το χωριό μου. Φτωχοί άνθρωποι κατοικούσαν σ’ αυτό. Βοσκοί και γεωργοί ήταν. Κι’ όμως, αν πάτε στο χωριό μου που ’ναι στην Πάρο, θα δείτε ότι έχει μια μεγαλοπρεπή μαρμάρινη εκκλησία, την εκκλησία της Αγίας Τριάδος. Όλοι τη θαυμάζουν. Ποιος την έχτισε; Οι φτωχοί αυτοί άνθρωποι. Πως; Άντρες και γυναίκες δούλευαν και μετέφεραν από μακρινή απόσταση τα μάρμαρα καθώς και τα άλλα υλικά.

Και ό,τι έγινε στο χωριό μου, έγινε και σε τόσα άλλα χωριά της ελληνικής πατρίδος. Φτωχοί άνθρωποι, άλλοι έδωσαν απ’ το υστέρημά τους, άλλοι πρόσφεραν την προσωπική τους εργασία, κι έτσι χτίστηκαν όλες οι εκκλησίες του περασμένου αιώνα και εξακολουθούν μέχρι σήμερα να χτίζονται, δεν τις χτίζουν πλούσιοι, εφοπλισταί και δισεκατομμυριούχοι, Ωνάσηδες και Νιάρχοι· τις χτίζει ο φτωχός μας λαός. Κι έτσι εδώ στην Ελλάδα δεν μπορεί να λέγεται και να γράφεται, πως τις εκκλησίες τις χτίζουν οι πλούσιοι για να κοιμίζουν και να εκμεταλλεύονται το φτωχό λαό.

Ανάμεσα στις εκκλησίες που ’χουν χτιστή στην Ελλάδα είνε και οι εκκλησίες που ᾽χτισαν οι πρόσφυγες, οι Μικρασιάτες, οι Πόντιοι, οι Θρακιώτες, ύστερα απ’ τη μικρασιατική καταστροφή. Οι άνθρωποι αυτοί ήρθαν τελείως κατεστραμμένοι. Κι όμως στα χωριά που εγκαταστάθηκαν φρόντισαν και έχτισαν νέες εκκλησίες, που είνε τα ωραιότερα κτήρια των χωριών. Έχουν δε τοποθετηθεί μέσα στους νέους ναούς εικόνες βυζαντινές, που τις έφεραν μαζί τους σαν μόνη περιουσία απ’ την πατρίδα τους. Αξιοθαύμαστοι άνθρωποι!

Και στην ακριτική μας περιοχή, που τόσες καταστροφές υπέφερα, με τη βοήθεια του Θεού τα τελευταία χρόνια έχουν χτιστή πολλές εκκλησίες. Στην πόλη της Φλωρίνης έχουν χτιστή οι ωραίοι ναοί του Αγίου Παντελεήμονος και της Αγίας Παρασκευής. Στην Πτολεμαΐδα ο ναός της Αγίας Τριάδος και χτίζεται τώρα ο ναός της Αγίας Σκέπης. Στο Αμύνταιο χτίζεται ο ναός των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Είκοσι δε άλλοι ναοί έχουν αποπερατωθεί στα χωριά και εγκαινιάστηκαν. Ευχαριστώ το Θεό γιατί με ελέησε και στις μέρες της διακονίας μου εδώ χτίστηκαν με τη συνδρομή του λαού τόσοι ναοί προς δόξαν Θεού.

***

Πολλοί και όμορφοι ναοί στην πατρίδα μας. Μένετε ευχαριστημένοι; Αχ, αγαπητοί μου αδελφοί! Όταν σκέπτομαι πως οι πρώτοι χριστιανοί λάτρευαν το Θεό μέσα στις σπηλιές και οι χριστιανοί της τουρκοκρατίας κρυμμένοι, και πως εμείς τώρα τον λατρεύουμε μέσα στους καλλιμάρμαρους ναούς, δάκρυα μου έρχονται στα μάτια. Πολύ διαφέρουμε από τους χριστιανούς εκείνους. Πολύ σωστά γράφτηκε πως οι χριστιανοί εκείνοι κοινωνούσαν με ξύλινο δισκοπότηρο, αλλά είχαν χρυσές καρδιές. Τώρα οι χριστιανοί κοινωνούν με χρυσά δισκοπότηρα, αλλά οι καρδιές τους όχι χρυσές, όχι αργυρές, όχι μπρούτζινες, αλλά γεμάτες από σκουριά της αμαρτίας είνε. Πολλοί είνε εκείνοι που λατρεύουν τυπικά, και πολλοί είνε εκείνοι που πηγαίνουν στην εκκλησία μια φορά μονάχα το χρόνο με τη «λαμπαδούρα» τους, κι όλο τον άλλο χρόνο ζούνε μακριά απ’ το Χριστό. Λίγοι δε είνε εκείνοι που λατρεύουν το Θεό «Εν πνεύματι και αλήθεια» (Ιωάν. 4, 24). Και αυτοί οι λίγοι, γνωστοί στο Θεό, είνε οι ωραιότεροι ναοί, οι αχειροποίητοι ναοί, που χτίζουν όχι χέρια ανθρώπων, αλλά το Πνεύμα το Άγιο.

Είθε τέτοιοι ναοί να γίνουμε όλοι οι σημερινοί χριστιανοί.


«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΝΑΟΣ» ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

(σελίδα 1-70) Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ

Comments are closed.