Αναστασημα μηνυματα & ψυχοφελεις σκεψεις – ΑΝΑΘΕΜΑΤΑ, παιδαγωγικος τροπος αποπτυσεως της πλανης και επιστροφης στην Αληθεια
ΤΑ ΑΝΑΘΕΜΑΤΑ
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου
———–
————-
Αναστασημα μηνυματα
και ψυχοφελεις σκεψεις, αξιες προσοχης, που τις αντιπαρερχομεθα
Τοῦ συνεργάτου μας Κ.Θ.
Μέσα στή χαρά τής ΄Αναστάσεως, υψώνοντας φωνήν μέ τρεμάμενα γηραλέα χείλη, καί συμπροσφθεγγόμενος καί συναναφωνών (όση μοι δύναμις) τόν διθυραμβικόν Παιάνα «Χριστός ΄Ανέστη», έρχομαι ταπεινά νά καταθέσω ωρισμένες ψυχοφελείς σκέψεις πού, άν καί είναι τόσο άξιες προσοχής, τίς αντιπαρερχόμεθα, δέν έτυχε κάποιος νά μάς κατηχήση γύρω ἀπ’ αυτές.
Πρώτον. Παρήλθεν μόλις χθές ή εορτή τής υπό τού Άποστόλου Θωμά ψηλαφήσεως τών στιγμάτων-ουλών τού αναστημένου σώματος τού Κυρίου, καί τής σωτηρίου αυτού (τού Θωμά) όμολογίας. Μέσα στά πολλά διδάγματα πού αντλούμε από αυτήν τήν εορτήν, εκτός τής διευκρινίσεως, ότι ό άγιος Απόστολος δέν ήτο «άπιστος» – ώς κακώς παρουσιάζεται υπό πολλών προχειρολογούντων – αλλά δύσπιστος, έχομεν καί πλείστα άλλα νά πληροφορηθώμεν. Κατεδέχθη ό Κύριος νά ψηλαφηθή, γιά νά αρθή πάσα έκ μέρους τού Θωμά αμφιβολία. Πρώτον συμπέρασμα: ΄Ανέχεται καί, τρόπον τινά, αναμένει κάποτε τήν έρευναν ό Κύριος. Γι’ αυτό αλλού επιπροσθέτει, «ψηλαφήσατε καί οίδετε-γνώτε, ότι αυτός εγώ ειμί». «Γεύσασθε καί οίδετε (καί ίδετε) ότι, εγώ (ό Κύριος) είμαι χρηστός (χρήσιμος, απαραίτητος)». Γιά νά επεκταθή καί προσείπη είτα, «χωρίς εμού ού δύνασθε ποιείν ουδέν»(Ίωάν. 15,5). Καί, από υπερβάλλουσα αγάπη, επεκτεινόμενος περαιτέρω λέγει, «κρούετε καί ανοιγήσεται υμίν, αιτείτε καί δοθήσεται, ζητείτε καί ευρήσετε» (Ματθ.7,7 : Λουκ.11,9-10) ΄Εξαιρέτως, «άρατε τόν ζυγόν μου έφ’ υμάς καί οίδετε ότι ό ζυγός μου χρηστός (μέ η) καί τό φορτίον μου ελαφρόν εστί»(Ματθ.11,30). Άρα, δέν αποκλείει τήν έρευνα, τήν επαφή, αλλά καί τήν συνοίκησιν μετά τού πιστού, εισερχόμενος καί εγκατοικών έν αυτώ ολόκληρος, διά τής Θείας μεταλήψεως τού «Άχράντου Σώματος καί τού Τιμίου αυτού Αίματος». Δέν «προστάζει» καί δέν εντέλλεται τήν έρευνα, μέ τόν ένεστώτα όριστικής πρός τούς Έβραίους στό (Ίωά.5,39), πού, μέ λίγη προσοχή διαπιστούμεν ότι δέν πρόκειται περί προστακτικής (:νά ερευνάτε), άλλά περί ενεστώτος χρόνου, οριστικής εγκλίσεως, πού ερμηνεύεται απλά καί ξεκάθαρα: «΄Εβραίοι, ερευνάτε=ψάχνετε νά βρήτε κάποιον, καί αυτός είμαι εγώ, άλλά δέν θέλετε νά έλθετε κοντά μου γιά νά μή ελεγχθούν τά έργα σας» κ.λ.π. /
«Πιστός ό λόγος (υπάρχων) καί πάσης αποδοχής άξιος πρός διδασκαλίαν, έλεγχον, ωφέλειαν κ.λ.π.» (Α΄Τιμ.1,15), δύναται καί επιτρέπεται καί επιβάλλεται νά γίνεται «αντικείμενον» ερεύνης καί μελέτης, γιά νά γίνουν πρόσκτημα ημών τά έξ αυτού απορρέοντα οφέλη. Όλίσθησις πρόχειρη, εκτροπή ανεξέλεγκτη, άτοπη καί μή διά μέσου τής Ιεράς ημών Παραδόσεως επισυμβαίνει περί τό θέμα αυτό, καί απορρίπτεται τό «πίστευε καί μή ερεύνα», χωρίς νά κατατρύχεται, εκδαπανάται, αδημονεί καί αντιπαλαίει ορθολογιστικώς είς τά υπό τού Κυρίου καί τού Αγίου Πνεύματος αποκεκαλυμμένα, ό μυούμενος είς τά περί τήν πίστην, ανατρέχων είς φιλοσοφικάς αναζητήσεις καί ερεύνας, τή στιγμή πού τυχόν αυτός είναι ακόμη νήπιος, «γάλακτος χρείαν έχων» καί «ού στεραιάς τροφής» (Εβρ.5,12), καθ’ ότι είς τάς υψηλάς αναζητήσεις της, ή «τών εφετών ακρότης,»(ΙεράΥμνολογία) ήτοι «τό Θείον, άπειρον καί ακατάληπτόν (εστι) καί τούτο μόνον αυτού καταληπτόν, ή απειρία καί ακαταληψία»! Ή τοποθέτησις αυτή τού Ιερού Δαμασκηνου (Ιωάννου), δέν είναι «ελαφρόν λογοπαίγνιον», αλλ΄απροσμέτρητον καί δυσανάβατον ύψος τή ανθρωπίνη λογική(δοτικές), ώς ήκουσεν ό Απόστολος Παύλος, αναβάς έως τρίτου ούρανού, «άρρητα ρήματα, ά ούκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (Β΄Κορ.12,4).
Δεύτερον. Τί ομορφιά καί ύψος στήν υμνολογική λογοτεχνία απαντάται, μέ τή χρήση τού «έλληνος λόγου» κατά τήν απόδοσιν τών βαθέων, άλλ΄ έν ταυτώ λεπτοτάτων καί υψίστων νοημάτων;! Άς θαυμάσωμεν πού, τόν χειρισμόν καί τήν συσχέτισιν τών λέξεων. Είς τόν Ειρμόν τής Θ΄Ώδής τού Κανόνος τού όρθρου τής εορτής τής Κυριακής τού Θωμά, τόν οποίον επαναλαμβάνει καί αντί τού «΄Αξιον εστί» κατά τήν Θείαν Λειτουργίαν ή εκκλησία μας, ακούομεν τό: «Σέ τήν φ α ε ι ν ή ν λαμπάδα καί μητέρα τού Θεού, τήν α ρ ί ζ η λ ο ν δόξαν καί ανωτέραν πάντων τών ποιημάτων, έν ύμνοις μεγαλύνομεν». Ερμηνεία: Μέσα στό άπλετο φώς τής ΄Αναστάσεως, πού καί μέ τίς αναμμένες λαμπάδες τίς οποίες κρατάμε στά χέρια μας προσπαθούμε νά επαυξήσωμεν, προσεπιδηλούντες δι’ αυτού τού τρόπου τό γεγονός. ΄Εσένα, Παναγία Μητέρα τού αναστάντος Υού Σου, Φαεινοτάτη καί Παμφαή λαμπάδα νοούντες Σε καί έχοντες, πού λαμβάνει καί μεταβιβάζει σελαγίζον αυτό τό αναστάσιμο φώς, τό έκ τού Κενού (άδειανού ένεκα τής αναστάσεώς Του) Τάφου πηγάσαν καί ανατείλαν.΄Επειδή κατέστης καί ανεδείχθης ή, «αρίζηλον»=ολοφώτεινη (δόξαν), δυνηθείσα νά ενδυθή. Ή, είς υπέρτατον βαθμόν αναβιβασθείσα, δοξασθείσα καί εσαεί δοξαζομένη καί τιμωμένη μέσα στήν ανυπέρβλητον φωτεινότητα, Ύπαρξις-Ύπόστασις-Όντότης. Εμείς, οί ούτω αναγνωρίζοντες καί τιμώντες Σε μέ εγκωμιαστικά, εύφημα, αντάξια λόγια, Σέ τοποθετούμε όσο δυνάμεθα πιό ψηλά, γιατί απεδείχθης όντως Μεγάλη καί Μοναδική, υπερβάσα «πάντα τά ποιήματα»=όλην τήν δημιουργίαν, καταστάσα επαξίως ή κορωνίς αυτής (ορατής τε καί αοράτου).΄Ην (δημιουργίαν), ώ Μήτερ τού Θεού, Μητρόθεε καί Θεομήτωρ, Μητροπάρθενε καί Παρθενομήτωρ, «εποίησεν» «Ό έν Σοί οίκήσας καί έκ Σού προελθών» Υίός Σου, «Ό Υιός καί Λόγος τού Θεού», δι’ όν λόγον (καί αιτίαν) Σύ «Θεοτόκος» απέβης, ανεδείχθης καί προσφθέγγεσαι , καί, ώς «Θεόν τέξασα», επαξίως τιμάσαι. Διά τούτο (καί διά πάντα ταύτα), οί πιστοί ακαταπάυστως μέ ιερά άσματα Σέ υμνούμεν, «έν δεξιοίς, τού Σωτήρος πάντων, ισταμένην», Σέ δοξολογούμεν, καί, τοσούτον ευεργετηθέντες διά Σού, Σέ «μακαρίζομεν πάσαι αί γενεαί» (Λουκ.1,48) καί μεγαλύνομεν, «Έξαιρέτως, (υπέρ Σού) τής Παναγίας, ΄Αχράντου, Ύπερευλογημένης, ΄Ενδόξου, Δεσποίνης ημών, Θεοτόκου, καί ΄Αειπαρθένου Μαρίας», προσφέροντες (εσαεί) «τήν αναίμακτον καί λογικήν λατρείαν», μιμνησκόμενοι καί μνημονεύοντες καί πάντων τών λοιπών, «τών έν πίστει αναπαυσαμένων, Προπατόρων, Πατέρων, Πατριαρχών, Άποστόλων, Κηρύκων, Ευαγγελιστών, Μαρτύρων, Ομολογητών,΄Εγκρατευτών, καί παντός πνεύματος Δικαίου, έν πίστει τετελειωμένου». Διά τούτο καί ή Αγία μας ΄Εκκλησία, τήν ημέραν αυτήν αντικαθιστά τό «΄Αξιόν εστι…» διά τού ώς άνω αναλυθέντος Ειρμού «Σέ τήν φαεινήν λαμπάδα…» κ.λ.π.
Πρωθύστερα πως, άς βαδίσωμεν οπισθοδρομικώς, ίνα εύρωμεν – καί ενασχοληθώμεν περί αυτό – θέμα, τό οποίον, άν καί τόσο σοβαρόν είναι, καί αυστηρώς παρά τής Μητρός ΄Εκκλησίας διά τών Ίερών Κανόνων έχει φθάσει μέχρι τών ημερών μας, τείνει, – ή μάλλον – επιτάττεται άνωθεν (από ανθρώπους), όπως ατονίση τούτο, ένεκα λόγων τούς οποίους θέλομεν αναπτύξει κατωτέρω.
Διευκρινίζω έξ υπαρχής, ότι πρόκειται περί τών «ΑΝΑΘΕΜΑΤΩΝ», τών, εναντίον πάντων τών αιρετικών καί πασών τών αιρέσεων ώς εξαίσιον ομολογιακόν κείμενον, παραδοθέντων υπό Οίκουμενικής Συνόδου, τό οποίον επιγράφεται: «Συνοδικόν τής Ζ΄Άγίας καί Οικουμενικής Συνόδου υπέρ τής ΄Ορθοδοξίας». Ταύτα (τά αναθέματα) θά εξετάσωμεν διά τριών πρισμάτων. Τού Χριστού, τού Άποστόλου Παύλου καί τινων συγχρόνων αγίων Πατέρων. Τούτο θά πράξωμεν, διά νά ίδωμεν τί είναι ταύτα τά αναθέματα. Είναι εκφράσεις θυμού, μίσους καί κατάρας, ή φανέρωσις τής μεγίστης αγάπης τού Θεού καί τής Έκκλησίας πρός τόν πλανεμένον άνθρωπον καί τούς πιστούς;
Άνατρέχοντας όπίσω είς τήν ιστορίαν περί τού θέματος, διαπιστώνομεν ότι. Στό πλαίσο τής προσέγγισης μέ τήν Παπική εκκλησία, ό τέκτων Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Άθηναγόρας, ό οποίος βρισκόταν καθ’ όλην τήν διάρκεια τής ποιμαντορίας του σέ διατεταγμένη υπηρεσία έκ τών τεκτονικών στοών, κατήργησε μονομερώς μία πολύχρονη παράδοση τής ΄Ορθόδοξης ΄Εκκλησίας, ή όποία αποσκοπούσε στήν επιστροφή τών απομακρυνθέντων από τήν αλήθεια Χριστιανών. Πρόκειται γιά τήν ανάγνωση τών αναθεμάτων τήν Κυριακή τής ΄Ορθοδοξίας, τήν Α΄ Κυριακή τών Νηστειών. Ή κατάργηση αυτή δικαιολογήθηκε ώς πράξη εποικοδόμησης τού περιβοήτου ψευτοδιαλόγου ΄Ορθοδόξων καί Παπικών από τότε, αλλά στήν ουσία ήταν τό πρώτο πλήγμα τής Παναίρεσης τού Οικουμενισμού στήν ΄Ορθόδοξη ΄Εκκλησία. Έπειδή μέ τήν πάροδο τών ετών τά πράγματα εξελίχθηκαν έτσι, πού σήμερα τόσον επιπόλαια καί ανιστόριτα καταλιμπάνονται καί δέν αναγινώσκονται τά αναθέματα, επιθυμώ νά διεγείρω πάντας, ώστε νά επανέλθωμεν αξιοχρέως καί υπείκοντες είς τήν φωνήν τής Μητρός ΄Εκκλησίας, ήτις δέν εκπροσωπείται υπό τού Φαναρίου καί τού Βαρθολομαίου, σήμερον, αλλ’ υπό τής συνειδήσεως παντός πιστού, γνησίου τέκνου της, καθ’ όσον «τά σώματα ημών ναός τού έν ημίν οικούντος Άγίου Πνεύματος εισίν» (Α΄Κορ.6,19), νά επανέλθωμεν (λέγω) είς τήν Κανονικήν τάξιν, επιστρέφοντες είς τήν ανάγνωσιν τών αναθεμάτων είς τούς ΄Ορθοδόξους Ίερούς Ναούς καί τά Μοναστήρια μας.
΄Ως γνωστόν, τό ώς άνω «Συνοδικόν» εμπεριέχει αποφάσεις τής Ζ΄ Οίκουμενικής, υπέρ τών αγίων εικόνων.
Οί άγιοι Πατέρες τής Τοπικής έν Κων/πόλει Συνόδου τό 843, ώρισαν, τό εξαιρετικόν αυτό κείμενο πού περιέχεται στό εκκλησιαστικό βιβλίο τού κατανυκτικού Τριωδίου, νά διαβάζεται κάθε Κυριακή τής ΄Ορθοδοξίας. Δόγμα τής ΄Ορθοδόξου ΄Εκκλησίας μας είναι, τό Θεόπνευστο καί ΄Αλάθητο τών Άγίων Οίκουμενικών Συνόδων. ΄Αρα καί ή Ζ΄Οίκουμενική Σύνοδος, ώς καί τό «Συνοδικόν υπέρ τής ΄Ορθοδοξίας», όπερ υπό τήν επίνοια, τήν επίνευση καί τόν φωτισμόν τού Άγίου Πνεύματος υπό τών Πατέρων εγγραφέν καί παραδοθέν, είναι θεόπνευστον καί αλάθητον. Έπομένως, καί τά πενήντα όκτώ (58) αναθέματα, πού αποτελούν μέρος τού «Συνοδικού», είναι καί αυτά θεόπνευστα καί αλάθητα, έστω καί άν στό αρχικό κείμενο τού 9ου αυτού αιώνος (843) προσετέθησαν στή συνέχεια καί άλλα αναθέματα. Τό τελευταίο αναφέρω ώς λεπτομέρειαν διά τήν ακριβή ανιστόρησιν τού θέματος. Καί προβαίνω είς τήν διά τού πρώτου πρίσματος εξέτασιν τούτου.
1. Άνεθεμάτισε ποτέ ό Χριστός;
Μέσα στήν Άγία Γραφή δέν βρίσκουμε πουθενά ότι ό Χριστός χρησιμοποίησε τή λέξη «ανάθεμα». ΄Ομως, βρίσκουμε αρκετές εκφράσεις καί ενέργειες τού Χριστού μας, πού είτε ισοδυναμούν, είτε καί ξεπερνούν σέ ισχύ τό ανάθεμα.
Νά υπενθυμήσουμε τέσσερα περιστατικά:
α)΄Ο Χριστός καταράστηκε τήν μετέπειτα «ξηρανθείσαν συκήν» (Ματ.19,20-21), ήτοι τήν συναγωγήν τών ΄Ιουδαίων, τήν μή ποιούσαν καρπόν.
β) Στήν ευαγγελική περικοπή τής Κυριακής τής Κρίσεως καί τής Δευτέρας Παρουσίας, ό Χριστός, απευθυνόμενος πρός τούς ἐξ ευωνύμων αμετανοήτους αμαρτωλούς, τούς απεκάλεσε μέ μιά φοβερή λέξη. Τούς ώνόμασε «καταραμένους»!
γ) Ό Χριστός, ώς γνωστόν, απήυθηνε τά όκτώ (8) φοβερά «ουαί» (Ματθ.23,13-29), δηλαδή «αλλοίμονο» πρός τούς Γραμματείς καί Φαρισαίους, ονομάζοντάς τους υποκριτές, μωρούς, τυφλούς, οδηγούς τυφλούς, όφεις, γεννήματα εχιδνών.
δ) Ό Χριστός, αφού έφτιαξε φραγγέλιο-μαστίγιο, διεσκόρπισε τά νομίσματα καί αναποδογύρισε τά τρπέζια τών εμπόρων, τών κολλυβιστών καί κερματιστών, πού μετεποίησαν τόν οίκο τού Πατρός Του σέ οίκο εμπορίου (Ιωάν.2,15).
Καί, έν προκειμένω, κάποιοι θά απορήσουν καί θά διερωτηθούν, πώς είναι δυνατόν ό Χριστός, πού είναι όλος αγάπη, νά διέπραξε τ’ ανωτέρω. Λησμονούν θεληματικά, όμως, ότι ό ΄Ενας ΄Αληθινός, Γνήσιος καί Αυθεντικός Θεός μας, έχει δύο ίδιότητες. Άπό τή μιά έχει φιλανθρωπία, καί από τήν άλλη έχει δικαιοσύνη. Από τή μιά είναι επιεικής, φιλέσπλαγχνος καί μακρόθυμος, καί από τήν άλλη είναι αυστηρός καί αδέκαστος Κριτής. Άπό τήν μία είναι αγάπη καί από τήν άλλη εκδηλώνει τήν παιδαγωγική τιμωρία Του. Από τή μία εκχέει τό μέγα Του έλεος, καί από τήν άλλη επιφέρει τήν απροσωπόληπτη καί δικαία κρίση Του. Έπομένως, όλα τά ανωτέρω περιστατικά, όπως καί τά αναθέματα, εντάσσονται στήν δεύτερη ίδιότητα τού Χριστού, πού είναι ή δικαιοσύνη, ή αυστηρότητα, ή τιμωρία καί ή κρίση. ΄Οποιος, λοιπόν, υπερτονίζει μόνο τήν μία ίδιότητα τού Θεού καί υποτονίζει τήν άλλη, όπως κάνουν οί σύγχρονοι «αναπολόγητοι αγαπούληδες»(!), παρουσιάζουν ένα Χριστό ανύπαρκτο, ανυπόστατο, διαστρεβλωμένο καί νοθευμένο, ό οποίος βεβαίως δέν μπορεί νά σώση τόν άνθρωπο.
Έξ άλλου, τό ρήμα «αναθεματίσω» τό βρίσκουμε καί σέ άλλες περιπτώσεις μέσα στήν Άγία Γραφή. Νά υπενθυμήσουμε: α) ότι ό Άπόστολος Πέτρος, μετά τήν άρνησή του, απαντώντας στούς παρευρισκομένους, πού τόν ρωτούσαν, άν κι’ αυτός ήταν μαζί μέ τόν ΄Ιησού, «ήρξατο αναθεματίζειν καί όμνύναι ότι ούκ οίδα τόν άνθρωπον τούτον, όν λέγετε» (Μαρκ.14,71), δηλαδή «άρχισε νά καταριέται καί νά ορκίζεται ότι δέν ξέρω τόν άνθρωπο αυτόν, πού λέτε», καί β) ότι κάποιοι Ίουδαίοι, πού κάνανε συνωμοσία εναντίον τής ζωής τού ΄Αποστόλου Παύλου, αναθεμάτισαν μέ ανάθεμα τούς εαυτούς των, εάν δέν σκότωναν τόν ΄Απόστολο, «…λέγοντες μήτε φαγείν μήτε πιείν έως ού αποκτείνωσι τόν Παύλον» (Πράξ.23,13-21). Καί λίγο παρακάτω: «αναθέματι αναθεματίσαμεν εαυτούς μηδενός γεύσασθαι έως ού αποκτείνωμεν τόν Παύλον» (αυτόθι).
2.Άναθεμάτισε ποτέ ό Μέγας ΄Απόστολος τών εθνών Παύλος;
Ό Άπόστολος Παύλος, πού είναι τό στόμα τού Χριστού, σέ πολλά σημεία τών επιστολών του χρησιμοποιεί τήν λέξη «ανάθεμα».
α) Λέγει στήν πρός Ρωμαίους: «Θά ευχόμουνα (δέ) νά χωριστώ εγώ ό ίδιος από τόν Χριστό καί νά γίνω ανάθεμα, εάν ήτο δυνατόν μέ τήν καταδίκη μου αυτή νά σωθούν οί κατά σάρκα αδελφοί μου, οί ομοεθνείς μου ΄Ιουδαίοι» (Ρωμ.9,3).
β) Γράφει στήν Α΄ πρός Κορινθίους 16,22: «Εί τις ού φιλεί τόν Κύριον ημών ΄Ιησούν Χριστόν, ήτω ανάθεμα». ΄Ολοι όσοι πολιτεύονται έξω από τήν αποστολική διδασκαλία καί παράδοση τού θείου Παύλου, ή οποία βεβαίως είναι ή διδασκαλία καί ή παράδοση τού ίδίου τού Χριστού, δέν αγαπούν έν αληθεία καί εννόμως τόν Κύριο. ΄Οσοι δέν αγαπούν έν αληθεία τόν Κύριο, αυτοί είναι ανάθεμα, δηλαδή χωρισμένοι από τόν Κύριο.
γ) Στήν ίδια επιστολή σέ άλλο σημείο αναφέρει: «Ουδείς, έν Πνεύματι Θεού λαλών, λέγει ανάθεμα ΄Ιησούν» (Α΄Κορ.12,3).
δ) Τέλος, ό όρος «ανάθεμα» αναφέρεται από τόν ΄Απόστολο Παύλο καί στήν πρός Γαλάτας επιστολή εναντίον εκείνων, πού ευαγγελίζονται έξω από τά παραδεδομένα «Άλλά καί άν ημείς ή άγγελος έξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ’ ό ευαγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω» (Γαλ.1,8-9), δηλαδή, «εάν κι’ εμείς ακόμα οί απόστολοι ή καί άγγελος από τόν ούρανό σάς κηρύττει ευαγγέλιο διαφορετικό από εκείνο, τό οποίο εμείς από τήν αρχή σάς έχουμε κηρύξει, αυτός άς είναι αναθεματισμένος καί χωρισμένος από τόν Θεό».
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι οί λέξεις «αναθεματίζω» καί «ανάθεμα» συναντώνται συχνάκις μέσα στήν ΄Αγία Γραφή. Πάσα περί αυτού αμφισβήτησις, από κληρικούς όποιου βαθμού, ή καί λαϊκούς, φανερώνει παχυλή άγνοια τής Γραφής.
3. Σύγχρονοι άγιοι Πατέρες, περί τών αναθεμάτων.
α) Ό άγιος Ίωάννης Μαξίμοβιτς, Άρχιεπίσκοπος Σαγγάης καί Σάν Φρανσίσκο, ερμηνεύοντας τό χωρίο από τήν πρός Γαλάτας επιστολήν τού ΄Απ. Παύλου, «αλλά καί εάν ημείς ή άγγελος εξ ούρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ’ ό ευηγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω. ΄Ως προειράκαμεν καί άρτι πάλιν λέγω, εί τις υμάς ευαγγελίζεται παρ’ ό παρελάβετε, ανάθεμα έστω» (Γαλ.1,8-9), λέγει: «Έδώ τό ανάθεμα εκφωνείται εναντίον τής διαστρεβλώσεως τού Ευαγγελίου τού Χριστού, όπως αυτό κηρυσσόταν από τόν Άπόστολο, ανεξαρτήτως από ποιόν θά μπορούσε αυτή (ή διαστρέβλωση) νά διαπράττεται, είτε από τόν ίδιο τόν ΄Απόστολο είτε από ΄Αγγελο έξ ουρανού. Σέ αυτήν τήν ίδια έκφραση επίσης υπονοείται: «Άς κατακρίνει ό ίδιος ό Κύριος», διότι ποιός άλλος μπορεί νά κατακρίνη τούς ΄Αγγέλους.
Στά πρακτικά τών Συνόδων καί τήν περαιτέρω πορεία τής τού Χριστού Έκκλησίας τής Καινής Διαθήκης, ή λέξις ανάθεμα κατέληξε νά σημαίνη τέλειο διαχωρισμό από τής Έκκλησίας. «Ή Καθολική καί Άποστολική ΄Εκκλησία αναθεματίζει», «ανάθεμα ούτος έστω», ή «ανάθεμα τούτο έστω», σημαίνει τελεία απόσχιση από τήν Έκκλησία. ΄Αντιθέτως, σέ περιπτώσεις «διαχωρισμού από τήν κοινωνία τής Έκκλησίας» καί άλλων επιτιμίων ή κανόνων μετανοίας εφαρμοσμένων σέ ένα πρόσωπο, τό ίδιο τό πρόσωπο παρέμενε μέλος τής Έκκλησίας, άν καί ήταν περιωρισμένη ή συμμετοχή του στήν πλήρη χάριτος ζωή της. Παρά ταύτα, αυτοί, πού παρεδίδοντο σέ ανάθεμα, απεσχίζονταν τελείως από Αυτήν, μέχρι τή μετάνοιά του. ΄Η επί γής Έκκλησία, συνειδητοποιώντας, έν όψει τής ισχυρογνωμοσύνης καί σκληροκαρδίας τους, ότι δέν μπορεί νά κάνη τίποτε γιά τή σωτηρία τους, τούς υψώνει στήν κρίση τού Θεού. Αυτή ή κρίση είναι ελεήμων πάνω στούς μετανοούντας αμαρτωλούς, αλλά φοβερή πρός τούς πείσμονες εχθρούς τού Θεού. «Φοβερόν τό εμπεσείν είς χείρας Θεού ζώντος … καί γάρ ό Θεός ημών πύρ καταναλίσκον» (Έβρ.12,29).
Καί άς εισέλθωμεν τώρα είς τόν πυρήνα τού θέματος.
Τήν πρώτη Κυριακή τής Αγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τήν τής ΄Ορθοδοξίας, ώς Πατροπαραδότως άπ΄αιώνων παρελάβομεν καλείν αυτήν, εορτάζομεν – ώς γνωστόν – τόν θρίαμβον τής αληθείας κατά τού ψεύδους, διά δογμάτων έν Συνόδοις υπό τών Θεοφόρων καί Πνευματοφόρων Πατέρων τής Μιάς Άγίας Καθολικής καί Αποστολικής, ΄Ορθοδόξου ΄Εκκλησίας μας, ενδυθείσης αυτής (τής αληθείας), τού μή τολμήσαι τινά άψασθαι κάν, πολλώ μάλλον απεκδύσασθαι ποτε τούτων (τών δογμάτων) αυτήν (τήν αλήθειαν), απογυμνών αυτήν έκ τούτων, καί είς καταισχύνην (αυτήν) οδηγήσαι, καταγαγείν καί εμπαίξαι βουλόμενον. Δέν παραλείπομεν νά υπομνήσωμεν ενταύθα, ότι, ίδιαιτέρως κατ’ αυτήν, εορτάζομεν τήν αναστήλωσιν τών ιερών εικόνων.
Καί νάσου. Σήμερον τί συμβαίνει; Πού έχουμε περιέλθει καί καταλήξει; Τί έχει επικρατήσει; / Έπεκράτησε, δυστυχώς, νά «φορτώνωμε τό γάϊδαρο μονομερία-μόνοπαντα»! Περιοριζόμεθα είς τό έν σκέλος. Νά μιμνησκώμεθα (ναί καθηκόντως, αξιοχρέως, ευσεβώς κρατούντες τήν Παράδοσιν) τού «Οί προφήται ώς είδον, οί απόστολοι ώς εδίδαξαν, ή Έκκλησία ώς παρέλαβεν, οί διδάσκαλοι ώς εδογμάτισας, … ή χάρις ώς έλαμψεν, ή α λ ή θ ε ι α ώς αποδέδεικται, … ή σοφία ώς επαρρησιάσατο, ό Χριστός ώς εβράβευσεν, / ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύσσομεν Χριστόν τόν α λ η θ ι ν ό ν Θεόν ημών, καί τούς αυτού αγίους έν λόγοις τιμώντες, έν συγγραφαίς, έν νοήμασιν, έν ναοίς, έν εικονίσμασι, τόν μέν ώς Θεόν καί δεσπότην προσκηνούντες καί σέβοντες, τούς δέ (αγίους, υπονοών ενταύθα) διά τόν κοινόν δεσπότην ώς αυτού γνησίους θεράποντας τιμώντες καί τήν κατά σχέσιν προσκύνησιν απονέμοντες. Αύτη ή πίστις τών αποστόλων, αύτη ή πίστις τών πατέρων, αύτη ή πίστις τών όρθοδόξων, αύτη ή πίστις στήριξε τήν οικουμένην». Καί συνεχίζει (έν μεταφράσει): Κοντά στά παραπάνω, ανευφημούντες, δοξάζομεν καί τιμώμεν τούς προμάχους τής ορθοδοξίας, τούς ευσεβείς βασιλείς, τούς αγιωτάτους πατριάρχας, τούς αρχιερείς, τούς διδασκάλους, τούς μάρτυρας, τούς όμολογητάς, καί λέμε (αυτή τή στιγμή) αδελφικώς καί πατροποθήτως, νά είναι αιώνια ή (έκ μέρους μας) θύμησή τους. Γιατί; Γιά νά μή χαλαρώσουμε ποτέ, καί ξανασηκώσουν κεφάλι οί εχθροί καί επίβουλοι τής πίστεώς μας, μέσα σέ μιά αδιαφορία ή ύπνωσή μας, καί ξανασπείρουν ζιζάνια στό χωράφι τής Έκκλησίας μας. Καί απ’ αυτής τής πλευράς, καλώς ποιούμεν. Πού, όμως, ή διαρκής επισκόπησις από τού φυλακίου τού χώρου-αγρού τής Έκκλησίας μας, καί ή αντιμάχησις κατά τής εχθρικής επιθέσεως, άνευ γνώσεως καί αναγνωρίσεως αυτών; Πολλώ μάλλον, όταν αυτοί οί δεδηλωμένοι εχθροί, θρασύτατα κινούνται καί κυκλοφορούν ανάμεσά μας ελευθέρως, χαρακτηριζόμενοι καί αναγνωριζόμενοι υπό τών Έπισκοπούντων καί (εδώ γελάνε) «αγρυπνούντων!!!» (τί κατάντια), καί … «φίλοι καί αδελφοί» προσφωνούνται υπό τών, καί τούς υψηλωτάτους, πατριαρχικούς, καί τόν τού Οίκουμενικού Θρόνου έτι κατηξιωμένου κατέχειν, κεχειροτονημένων διαδόχων(!) τών Πανευφήμων Άποστόλων, ού μήν αλλά, καί τών εκασταχού αυτοαποκαλουμένων ζηλωτών καί «σωτήρων τής Όρθοδόξου πίστεως ημών»(!!), οίτινες – τώ πράγματι – προϊόντος τού χρόνου αποδεικνύονται, έτι καί περισσότερον προδόται καί εχθροί τής αμωμήτου(!) κατά τά άλλα ταύτης (πίστεως).
Πού τό θάρρος καταδείξεως καί στηλιτεύσεως τών εχθρών τής πίστεως σήμερον; ΄Εξέλειπον ούτοι; Ούδείς αιρετικός; Ούδείς σχισματικός; Ούδείς αλλόθρησκος, άπιστος; Ούδείς Τέκτων – Μασόνος; Ούδείς σατανιστής;!!! Νικολαϊται! Προδόται! ΄Επίσκοποι- Άναπαραστάται, καί καχεκτικά, άτονα, ασθενή ιχνογραφήματα καί κακοτεχνήματα ευρισκόμενοι έν τώ μέσω ημών, αναβιούντες, ώς διαχρονικά φαντάσματα τών επτά προκατόχων σας, τών εκκλησιών τής Μ. Ασίας τών έν τή Αποκαλύψει, τά έργα καί τάς ημέρας εκείνων, τών διασαλευθέντων υπό τού Θεού, καί τούτων καί τών λυχνιών αυτών. Πού ή αιδώς καί εντροπή σας;! ΄Απέλειπε καί τό ίχνος τούτων!
΄Αφρονες! Είς τά ώς άνω, τά μετά τοσούτου πόνου ψυχής κατατεθέντα, ουδαμού διεκρίνατε , καί τήν δικαιοσύνην καί τήν τιμωρίαν, ήτις (ένεκεν αυτής-τής δικαιοσύνης) μέλει νά επιπέση έκ μέρους τού Θεού, έπί πάντας «τούς μή φυλάξαντας τούς λόγους ούς αυτός διέθετο, διετάξατο καί ενετείλατο» (Λουκ.11,28); Παραθεωρούντες τά δεύτερα (δικαιοσύνην καί τιμωρία), μένεται καί αρκείσθε μόνον είς τήν αγάπην τού Θεού;! Χωλαίνοντες (μέ ένα πόδι ή κουτσαίνοντες) (Γ΄Βας.18,21), κυλλοί (μέ μίαν ή βεβλαμένην χείρα)(Ματθ.15,30-31), μίαν κόπην (κουπί βάρκας), μίαν πτέρυγα, αυτοκαταργείσθε, καί ουδένα βηματισμόν, έργον ή απογείωσιν πρός τόν ουρανόν δύνασθε νά επιτύχητε.
Ποίοι καί ποίω δικαίω καί αποφάσει, ετέρας ποιάς, μετά τήν Ζ΄, Συνόδου, καταργείτε καί καταλιμπάνετε τά «αναθέματα», μή αναφωνούντες, ή καί μή κάν αναφερόμενοι είς αυτά, τού λαού, ούτω, μή αντιφωνούντος καί καταφάσκοντος, τού είναι τούτους έν αναθέματι έν παντί, καί εκτός τής ιεράς τών πιστών συνάξεως εστάναι;
Τίς, μόνος, ό υπερακοντίζων τά εσκαμμένα καί ακυρών τούς Συνοδικούς Πάτερας τής Αγίας μας ΄Εκκλησίας, καί καταργών τούς Ίερούς Κανόνας, τά δόγματα, τάς αποφάσεις καί πάντα, άτινα μέσω καί τών επιστολών αυτών έτι, ώς πολυτιμώτατον δεδοκιμασμένον θησαυρόν παρελάβομεν καί διεφυλάξαμεν έν ταίς χερσίν ημών, δι’ ών διηγάγαμεν ήρεμον καί ησύχιον βίον έν πάση ευσεβεία καί σεμνότητι επί τοσούτους αιώνας; (Θεία Λειτουργία Μ.Βασιλείου).
Πόσο μιαρός, ανόσιος καί απόβλητος ό έσχατος ισχυρισμός τού Οικουμενικού – κατά τά άλλα – Πατριαρχείου, μέ αφορμήν τό Ουκρανικό, ότι, έχομεν μέν περί τούς Κανόνας «τήν ακρίβειαν» καί τήν «οικονομίαν», αλλ΄ αδρανούσης κατ’ ουσίαν τής πρώτης, σήμερον ίσχύει μόνον ή οίκονομία, τών περισσοτέρων Κανόνων, μή όντων έν ίσχύι!! Τί εύκολα καί ωραία, λοιπόν, επιλύονται πλέον τά ζητήματα, τά θεωρούμενα καί εξεταζόμενα (άλλοτε) μέσω τών από αιώνων κειμένων, θεοπνεύστων Κανονικών διατάξεως;! Τούτο, αυτομάτως επιλύεται, παντοιοτρόπως μετ’ επιεικείας καί οικονομίας, ώς επιπολής (επιφανειακώς καί χονδροειδώς) ανακρινόμενον, εξεταζόμενον, καί μή πλέον βασανιζόμενον καί μετ’ ακριβείας εταζόμενον, ίνα μή χολωθή τις, ή δυσαρεστηθή! Καί ποίου είς αυτά πρωτοστατούντος;! Τού, έν τώ Ίνστιτούτω ΄Ανατολικών Σπουδών τής Ρώμης, φοιτήσαντος μετά τήν Χάλκην, καί ενδιατρίψαντος είς τό θέμα τής Κωδικοποιήσεως τών Ίερών Κανόνων!(sic) Βάλ’ τό λύκο νά φυλάη τά πρόβατα!! «Ρύσαι ημάς, Κύριε, έκ τού πονηρού»! (Ματθ.6-13).
Θέτω ένώπιον τών οφθαλμών σας πρός κρίσιν, άλλ’ υπεύθυνον καί ενσυνείδητον, τούς ισχυρισμούς τού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, κατ’ εξουσιοδότησιν τούτου, γενομένην πρός τόν δημοσιογράφον, αλλά δυστυχώς καί ΄Αρχιμανδρίτην Βασίλειον Μπακογιάννη. Άναφέρει είς τήν ιστοσελίδα «ΡΟΜΦΑΙΑ» τής 9.5.(έ.έ). ΄Ακουσον, άκουσον!
«Ποιός τηρεί επακριβώς όλους(!) τούς Ιερούς Κανόνες; Π.χ. Ποιός (Έπίσκοπος) τηρεί τόν ΙΔ΄ Κανόνα τής αγίας Έκτης (Πενθέκτης) οικουμενικής Συνόδου, πού όρίζει, ότι Πρεσβύτερος πρέπει νά χειροτονείται, αυτός πού έχει συμπληρώσει τό τριακοστόν έτος τής ηλικίας , καί Διάκονος τό εικοστό πέμπτον έτος;»
«Ποιός καθαιρεί Έπίσκοπον πού δέν φροντίζει γιά τήν πνευματικήν καλλιέργειαν τού ποιμνίου του; (Κανών ΝΗ΄Άγ.Άποστόλων), ή δέν στηρίζει οικονομικά τούς φτωχούς Ίερείς του; (Κανών ΝΘ΄Άγ.Άποστόλων)».
Καί άλλα πολλά, καί πιό «σκανδαλιστικά!» (Ματθ.18,7). Δηλαδή, οί Ίεροί Κανόνες, στήν πλειοψηφία τους, έχουν τεθεί στό «αρχείο». ΄Ελάχιστοι, ελαχιστότατοι είναι έν χρήσει …!
΄Αρα αυτό πού σήμερα κυριαρχεί στήν ΄Εκκλησία μας είναι ή οικονομία! Στήν άκρη ή ακρίβεια!
Θά ερωτηθούμε έν ημέρα Κρίσεως: «Γιατί σέ τόσες καί τόσες περιπτώσεις κάνατε μέ άνεση οικονομία (ή καί αυθαιρεσία…!), ενώ σέ άλλες επιμένατε στήν ακρίβεια; Γιατί;
Καί τώρα, αποσείοντες έκ τών ώμων πάσαν αντικανονικήν επιφόρτησιν τής υγιαινούσης, πιστευούσης καί σεβομένης τάς Γραφάς καί τού Ίερούς Κανόνας υποστάσεως-υπάρξεώς ημών, παρ’ οιουδήποτε προσγινομένης, άς εξετάσωμεν (έκ τού Κατανυκτικού Τριωδίου) δύο αποφάσεις τών Πατέρων τής έν Κων/πόλει, έν έτει 843 μ.Χ. συνελθούσης Ζ΄ Οίκουμενικής Συνόδου, σχέσιν εχούσας πρός τήν, έν αγνοία, τοποθέτησιν τών ΄Ελλήνων σοφών τής πρώτης, καί τής δευτέρας πρός τάς ματαίας δοξασίας αυτών, αμφοτέρας έν μεταφράσει.
«Αυτοί πού έχουν τήν γνώμη καί ισχυρίζονται, ότι οί έλληνες σοφοί καί πρώτοι τών αιρεσιαρχών, οί από τάς επτά αγίας καί Καθολικάς Συνόδους, καί από όλους τούς έν τή Όρθοδοξία διαλάμψαντας Πατέρας έχουν καθυποβληθεί σέ ανάθεμα, σάν ξένοι καί αποκεκομμένοι από τήν Καθολική ΄Εκκλησία, γιά τά κίβδηλα λόγια τους καί τό βρώμικο περιεχόμενο, καί ότι ένεκα αυτών είναι ανώτεροι κατά πολύ εδώ στή γή, αλλά θά αποδειχθούν ανώτεροι καί στή μέλλουσα κρίση, καί παρέσυραν ευσεβείς καί ορθοδόξους άνδρας, συντελέσαντες έτσι αυτοί, νά εμπέσουν οί ευσεβείς είς κάποιο πάθος ανθρώπινο, ή έν αγνοία νά διαπράξουν κάποιο πλημμέλημα, αυτοί πού έχουν τέτοια γνώμη καί εκτίμηση γιά τούς σοφούς έλληνες, νά είναι καταραμένοι, τελείως αποσχισμένοι καί χωρισμένοι από τήν ΄Εκκλησία, χωρισμένοι από τόν Κύριο Ιησού καί τόν Θεό Πατέρα, καί κατακεκριμένοι από τό Θεό».
Βάσει αυτού τού Κανόνος, τού αναθεματίζοντος σπονδάς, χοάς,΄Ισθμια, Καβείρια, Δελφικά, ΄Ελευσίνια Μυστήρια καί τά έξ αμάξης έν τώ Κηφισώ ποταμώ, Βακχικά, Δωδεκάθεο Όλύμπου, Παναθήναια καί ιερόδουλες είς Παρθενώνα, Παιδεραστίες Ακαδημίας Πλάτωνος, Άρσενοκοιτίες Σόλωνος, Σωκράτους, καί διά βίου στρατευμένων κ.λ.π. κ.λ.π. (βλέπε: «΄Εκφυλοι»Κ.Σιαμάκη, εκδόσεις ΔΟΜΟΣ), πώς έν ταίς ημέραις μας αποτολμώνται:΄Εν μέν τή ιερά ακολουθία τού Συναξαρίου τού Σαββάτου πού εορτάζομεν «τό διά κολλύβων θαύμα» τού Άγίου Θεοδώρου τού Τήρωνος, νά προσφέρωμεν (άπαγε τής ανακολουθίας καί βλασφημίας) αντί «σπονδών καί χοών» κ.λ.π. κόλλυβα! ΄Εν δέ ταίς παραλλήλοις εορταίς νά αναβιούμεν, τοίς ΄Ελλησι στοιχούντες, τά αντίτυπα τών ώς άνω παρωνύμων εορτασμών τών «Δημητρίων», «Παυλείων», «Ευγενίων» καί έπεται συνέχεια, ώς καί ή επέκτασις καί προέκτασις εορτασμού Γεννεθλίων, εκτός τών αυστηρώς παραδεδομένων τριών, ήτοι: τού Κυρίου ήμών ΄Ιησού Χριστού (Χριστούγεννα), τής Ύπεραγίας Θεοτόκου, καί τού Τιμίου Ίωάννου τού Προδρόμου, νάσου ή καί τού ΄Αγίου Ευγενίου τού Τραπεζουντίου, αναμενομένων συντόμως καί Γεννεθλίων, καί άλλων Άγίων «όπως λόξει (ναί λόξει) τοίς εκασταχού φιλοπροόδοις(!) προεστώσι…» Καί πού ‘σ’ ακόμη!!
Περαίνων, καταθέτω καί τόν προσημειωθέντα καί προμνημονευθέντα δεύτερον αναθεματισμόν, καί τούτον έν μεταφράσει ίνα γένηται καταληπτός , καί πρός αποφυγήν ή ενστερνισμόν αυτού, αναλόγως τής διαθέσεως καί τού πώς ίσταται έκαστος, έναντι τής σπουδαιότητος τής αρχαίας μας ελληνικής γλώσσης, ήτις, ώς από Θεού προωρισθείσα νά γίνη τό χαλί, εργαλείο καί μέσο τής διαδόσεως τού ευαγγελίου είς τά πέρατα τού κόσμου, ώς έχουσα τόν μεγαλύτερον πλούτον διανοήσεως, καί τό έκατομμυρίων αριθμητικόν ύψος λεκτικών τύπων τού ετύμου (ετυμολογίας), έν τούτοις – έν τή καλπαζούση συγχρόνω τεχνολογία – διά τού αλγορίθμου, ίσως αποβή επικινδυνωδεστάτη, διότι, κατά τήν γνώμην μου, τά πάντα είναι πεπερασμένα καί μάταια, εξυπηρετούντα τάς εφημέρους ανθρωπίνας ανάγκας, έν τή εντολή τού Θεού τού κατεξουσιάσαι καί κατακυριεύσαι τήν γήν (σχετικά πρός αυτήν, ελαχιστομοριοστώς καί τόν ουρανόν – αδύνατον πέραν τής σελήνης, παρά μόνον οργάνοις επιτυγχάνων τήν έρευναν καί διά τηλεσκοπήσεως, απειροελάχιστον μέρος τού αχανούς σύμπαντος), ώς μή δυνάμενα χωρήσαι επέκεινα είς τήν αιωνιότητα, τής κορωνίδος τής κτίσεως μόνης (ήτοι τού ανθρώπου) προδιαγραφείσης εισελθείν καί μένειν είς τήν αιωνιότητα, τής ύλης (τού ουρανού καί τής γής) καί πάσης τής λοιπής κτίσεως, συνωδινούσης καί συστεναζούσης σήμερον – αιτία καί συνεπεία (δοτικαί) τής πτώσεως καί εξώσεως ημών, αύριον (έν ριπή όφθαλμού κατά τήν Β΄ Παρουσίαν τού Κυρίου), μελλούσης νά αλλαγή, λαμβανούσης καινήν μορφήν, παλιγγενουμένης καί κατοικούσης έν αυτή αιωνίως (καί ούχί χίλια έτη, ώς αιρετιάζοντες διδάσκουσιν) τής δικαιοσύνης τού Θεού. Τό πώς(;) εγκέκρυπται έν νώ του Δημιουργού Θεού. Κύριος ό Θεός απέκρυψε ταύτα. Παύλος δέ, ούκ ηδυνήθη αυτά εκφράσαι καί ερμηνεύσαι μέ λόγια διά τής ανθρωπίνης γλώττης του, καίτοι ανέβη μέχρι τρίτου ουρανού. / Προβαίνω είς τήν ερμηνείαν τού δευτέρου αναθέματος, ώς προείπα, έν μεταφράσει.
«Αυτοί πού δέν διδάσκονται γιά νά εκπαιδευθούν απλώς στά ελληνικά μαθήματα, αλλά μυούμενοι ακολουθούν ασπαζόμενοι τίς μάταιες δοξασίες, καί εκλαμβάνουν καί εμπιστεύονται αυτές σάν αληθινές, τίς εγκολπούνται, καί φανερά ή κρυφά προσπαθούν νά μπάσουν μέσα σ’ αυτές τίς δήθεν αλήθειες καί άλλους, γνωρίζοντας ότι όλ’ αυτά στήν πραγματικότητα ειναι ψέμμα καί πλάνη, καί έν γνώσει τους, διδάσκουν αυτά καί σέ άλλους ανενδοιάστως, αυτοί νά είναι καταραμένοι, τελείως αποσχισμένοι καί χωρισμένοι από τήν ΄Εκκλησία, χωρισμένοι από τόν Χριστό, καί κατακεκριμένοι από τόν Θεό».
Ό ΄Ελληνας ιστορικός καί βιογράφος Πλούταρχος, κάπου στά έργα του εκφράζει τήν άποψη, πού ήταν καί καταστάλαγμα πείρας μιάς ζωής, λέγων: «΄Υδωρ θολερόν καί ψυχήν απαίδευτον, ού δεί ταράττειν».
Μεταφράζω. «Θολωμένο νερό καί ακαλλιέργητο, αδιαμόρφωτο σέ συμπεριφορά καί ακοινώνητο, εστερημένον ήθους καί λεπτότητος αισθημάτων άνθρωπον, δέν πρέπει νά τά αναταράττης».
Διά τών ώς άνω εκτεθέντων, δέν γνωρίζω τί τό θετικό καί τί τό αρνητικό προσέφερα στούς αναγνώστας μου. Δέν προδιετέθην ώς άλλος Πλούταρχος. Ύπείκων τώ ευαγγελίω, τοίς Κανόσι τών Άγίων Πατέρων καί τώ δοθέντι όρκω μου, κατέθεσα εναγωνίως ώς μέλος τού σώματος τής τού Χριστού ΄Εκκλησίας ταύτα, έν τή επιθυμία καί τή ευχή, όπως οί πάντες, αφορώντες είς τόν τής πίστεως αρχηγόν καί τελειωτήν ΄Ιησούς, συγκλίνοντες πρός τούτο μετά τού Παύλου καί τήν γνώμην τών Πατέρων ασπαζόμενοι, ομονοούντες πορευόμεθα στό εξής μετ΄ αυτών, ίνα μή σχίσματα ήν έν ημίν, καί υποτάξωμεν εαυτούς ξέναις πίστοις καί εξουσίαις, απεμπολούντες τήν αλήθειαν καί τή πλάνη εαυτούς παραδώμεν.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.