ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΤΟΥ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ ΣΤΙΣ ΡΑΓΕΣ ΤΟΥ ΣΥΡΜΟΥ (ΤΟΥ) ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΑΣΥΡΜΟΥ. Φοβερο ποιημα σεβασμιου συνεργατου μας, για τον πατριαρχη Βαρθολομαιο, που καβαλικεψε το τρενο του αντιχριστου, σφυριζοντας αδιαφορος στη φωνη του Ευαγγελιου, στη φωνη των Αγιων Πατερων & των απανταχοῦ Ορθοδοξων χριστιανων
ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΤΟΥ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ ΣΤΙΣ ΡΑΓΕΣ ΤΟΥ ΣΥΡΜΟΥ (ΤΟΥ) ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΑΣΥΡΜΟΥ
(…Σπιλώσεως υπολήψεων, ανεπιθυμήτων Αυτώ! …)
—- . —-
Τοῦ συνεργάτου μας Κ.Θ.
Τό τρένο κύλαγε βαρύ πάνω στίς δύο ράγες
κι’ εγώ ξωπίσω γαύγιζα. Τί εκατώρθωνα ά-ραγες;
Αυτό, σάν τείχος αρραγές, απόρθητο καί συμπαγές,
τό δρόμο του τραβούσε,
κι’ εμέ, σά σκύλο αδύναμο, μέσ’ από τά βαγόνια του
κανείς δέ μέ ψηφούσε.
΄Ανοιξα … στή «ΡΟΜΦΑΙΑ» διά νά μάθω νέα.
Έκεί πληροφορήθηκα καί τότε αντιλήφθηκα, πώς τό ώς άνω τρένο
στό Μπαλουκλή κατέβασε τόν Πρώτο Πατριάρχη,
σ’ όλο τόν κόσμο πού άρχει,
τό Μήτσο Άρχοντώνη, τόν κόσμο πού ενώνει,
καί τ’ όνομά του γιόρταζε, όχι μέ παντελόνι,
αλλά μέ ράσα πλουμιστά, μέ άμφια αστραφτερά, κορώνα, πατερίτσα,
γιατ’ έχει πράϊτα λογικά στή στρούγκα πιά ν’ «αρμέγη»,
κι’ όχι μέ γκλίτσα ταπεινή στήν Ίμβρο πού γεννήθηκε,
αρνιά νά βγάζη στή βοσκή καί άγνωστος νά μένη.
Σά νεκροκάσα έμοιαζε ό θρόνος σου εφέτος!
Σέ πνίξανε στά λούλουδα όλα αυτά τά «μούσμουλα»
πού ήρθαν πανταχόθεν,
στόν τάφο νά σέ βάλουνε, ευθύς κι’ ανυπερθέτως!
Καί, άν στίς προσφωνήσεις τους & τίς φιλοφρονήσεις τους,
ξεκίναγαν μέ … «΄Οθεν»,
άλλα εκλείνανε στό νού, πούρχονταν .. αλλαχόθεν,
΄Οθεν, κι’ ό Χάρος στή γωνιά, πού βγήκε πάλι παγανιά
κάποιονε νά θερίση, εκεί στήν έχει στήσει.
Καί … οί «Άπόστολοι» μαθές, πού έφταναν μέχρι καί χθές
-όχι … γιά έγκλημα ειδεχθές-
ελθόντες έκ περάτων μετά πολλών … «κεράτων»(!)
καί ακριβών «δωράτων»,
μόλις τελειώσ’ ή φιέστα θά σού ζητούν .. τά ρέστα.
Βιάσου, Κυρ -Άρχοντώνη μου, νά δώσης τό «ρεγάλο»
είς τόν καθένα απ’ αυτούς, τούς εκλεκτούς καί τούς σκυφτούς
πού ήρθαν χωρίς άλλο νά έχουνε απαντοχή, προτού ενσκύψη «Κατοχή
νά αποπληρωθούνε σέ ό,τι ό καθένας τους κι’ όλοι επιποθούνε.
Είς τή Χαρά σου φρόντισε καθένας, νά μή λείψη,
αλλά … κάτι νά γλείψη.
Σταφίδιασες, εζάρωσες, σού πέσανε τά γένεια.
Έξέλιπεν ή αρχοντιά! ΄Εχάθη ή ευγένεια.
Μά, φρέσκια μουσταλευριά προσμένει ή Καλαμαριά.
Στέψε της Αυτοκράτειρα(!)
τήν όμορφη, τή δίμετρη ξανθότριχη «Σουλτάνα»,
πλάϊ είς τόν Ξυλόσοφο καί Μέγα Άγιογδάρτη,
Χρήστο τόν καί … νασόπουλο, μά καί «Καραμαντάνα»,
τόν άξεστο τό Δήμιο κρατώντας καμουτσίκι,
νά επιτύχη καί αυτός νά εύρη αραλίκι,
έχοντας μέ τό φίλο του άφθονο χαρτζιλίκι.
«Τό Μοναστήρι νάν’ καλά» κι’ ή πλούσια Μηχανιώνα
πού, πλάϊ στίς «φτωχοεκκλησιές», θά μένουν στόν αιώνα.
Άστείρευτη είναι πηγή. «Γωνιακό τό μαγαζί».
Ίδια, δέ θαύρης είς τήν γή!
Τί Τήνος, καί τί Μαλεβή. Τουρτίτσες είναι, σαντιγί,
μ’ αυτή (;) … «τό κερασάκι»!
Κι’ άν Πατριάρχης θά τό πή, θά βάλη καί φεσάκι
ακόμη καί ή Παναγιά.
Άρκεί «μέ τήν ευχάρα του»(!)
-πρίν βάλη τήν «Τιάρα» του-
άφθονο στό διηνεκές νά πέφτη παραδάκι!
Τί μπλέ, τί κόκκινο σκουφί. Αυτοί είν’ αόματοι, κουφοί.
Κανένα δέν ακούνε, αρκεί καλά νά ζούνε.
΄Αν θά φορέσης μίτρα,
πλάϊ στό άφθονο κρασί,
γ ε μ ά τ η θ ά ν ή χ ύ τ ρ α !
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.