Δ Ι Δ Α Χ Ε Σ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Δ Ι Δ Α Χ Ε Σ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΜΕΡΟΣ Α΄
(Είσαγωγικόν)
Τοῦ συνεργάτου μας Κ.Θ.
Μέ τό πνευματικό μου σκάφανδρο, πρίν λίγο έκανα καταβύθιση ν’ απολαύσω τήν απεραντωσύνη καί τίς απροσμέτρητες ομορφιές τού ωκεανού τής Σοφίας καί τής Άγάπης τού Θεού. Τί μεγαλείο! Τί εναλασσόμενες εκπλήξεις! «Θαυμαστός, όντως, έν τοίς έργοις Αυτού»! «Πάντα έν σοφία εποίησεν»!
Τί κοράλλια! Τί μαργαριτάρια! Τί θεϊκή αύρα καί άρωμα σκορπά ό κυματισμός τών σελίδων τής, (ανά τούς αιώνας ταξιδευούσης, θαλασσοπόρου, παλεούσης ποτέ έν αυτοίς τοίς κύμασι, καί άλλοτε γαληνιαίως ποιούσης τήν εαυτής πορείαν, ακαταποντίστου Βίβλου! Έπί μακράν σειράν χιλιετιών δροσίζει αύτη καί ευφραίνει ψυχές καί καρδιές, πού θέλγονται, τρέφονται, ζωογονούνται καί αυξάνουν -σωματικά καί πνευματικά-, ροφώντας ικμάδα, νάματα καί άφθονη τή Χάρη Τού Θεού, πρός στηριγμόν, φιλαδελφείαν καί διαρκή εκδαπάνηση καί θυσία τών πάντων γιά «τίς εικόνες τού Θεού», τόν κάθε πλησίον αδιακρίτως, όπως Έκείνος εδίδαξε, καί ανάγλυφη αναδύεται έκ τού πυθμένος της (Βίβλου) ή αλήθεια αυτή καί προβάλει μπροστά στά μάτια μας, γιά νά μάς θυμίζει ότι, Θεός γιά μάς είναι ό συνάνθρωπος, ή χήρα, τό ορφανό. Καί όταν πρός αυτούς εκφράζεται πολυτρόπως ή αγάπη μας, ή από Τού Θεού δανεισθείσα (αύτη), είς τόν Θεόν μεταβαίνει-επιστρέφει (πάλιν) καί καταλήγει. Διά τού «πλησίον» πλησιάζομεν-εγγίζομεν Έκείνος, «Τόν αψαυστόν τε καί ακατάληπτον, Τόν ανεξιχνίαστον Τόν ανεξερεύνητον καί ακατάλυτον, παρ’ ώ (δοτική) πάσα σοφία, εξουσία τε καί δύναμις», ΄Οστις (καί πάλιν) μάς αντιπαρέχει πλουσιώτερες τίς ευεργεσίες Του, γιά νά μεθύσουμε πνευματικά μέ τό κρασί τής άπειρης αγάπης καί τών ευεργεσιών Του, ώστε, αενάως καί ακαταπαύστως ούτως εκδαπανώμενοι, νά φθάσωμεν είς «τό μέτρον ηλικίας τού πληρώματος Αυτού»(Έφες.4,13), θεούμενοι καθ’ ημέραν καί περισσότερον, έως ού εισέλθωμεν καί ήμείς, «έκεί πού Αυτός πρό ημών εισήλθε Πρόδρομος»(Έβρ.6,20) καί μάς αναμένει. Μάς αναμένει δέ, ώς νοήσαντας, ότι, πάντα τά έν τώ κόσμω είναι καί αποδεικνύονται καί αποβαίνουν «μάταια», όταν αυτά δέν δύνανται νά μάς συνοδεύσουν έν τή μεταβάσει ημών πρός τούς ουρανούς, είς τάς εκείσε μονάς πού μάς αναμένουν νά ζώμεν ατελευτήτως(Ίωάν.14,2). «΄Εχοντες τροφάς καί σκεπάσματα, αρκεσθήκαμε» σ’ αυτά(Α΄Τιμ.6,8), (κατά τήν γνώμην τού Παύλου, ήν ησπάσθησαν καί εφήρμοσαν έν τή ζωή των, οί πρό ημών αδελφοί τής είς Χριστόν πίστεως, οί Άγιοι τής Έκκλησίας μας. Δέν πλεονεκτήσαμεν. Ύπηρετήσαμεν τόν πλησίον, καί, «όλίγον κοπιάσαντες, μεγάλας δέ ευεργεσίας παρά Θεού λαβόντες»(Ίωάν.4,38),
θεοφιλώς εζήσαμεν, «πειθόμενοι καί υπείκοντες Αυτώ»(Έβρ.13,17), διάκονοι καί υπηρέται Χριστού έν τώ κόσμω καί πιστοί οικονόμοι τών μυστηρίων Αυτού ευρεθέντες-αποδειχθέντες(Α΄Κορ.4,1), ούτω, πολλήν-πλουσίαν εδέχθημεν-ελάβομεν τήν παρ’ Αυτού (απορρέουσαν) Χάριν. Ού δι’ ημάς εκρατήσαμεν-εσφετερίσθημεν Ταύτην. Αλλά μετεμορφώσαμεν καί μετετρέψαμεν αυτήν είς εργαλείον καί μέσον εξυπηρετήσεως τών έν τώ κόσμω αδελφών, ανανεούντες αυτήν καί αναζωπυρούντες τό ΄Αγιό Πνεύμα τό έν ημίν(Β΄Τιμ.1,6), Ναός Τούτου (Τού Πνεύματος τού Άγίου)(Α΄Κορ.3,16) αξιωθέν νά καταστή τό Σώμα μας, ίνα, «Αυτός ό Θεός τής ειρήνης, αγιάση ημάς ολοτελείς, καί ολόκληρον ημών τό πνεύμα καί ή ψυχή καί τό σώμα αμέμπτως έν τή παρουσία τού Κυρίου ημών Ίησού Χριστού τηρηθείη» (Α΄ Θες. 5,23).
Προτιθέμενος «νά λάβω δάνειον», μετατραπέν υπό τού Ίερού Χρυσοστόμου είς «νόμισμα κοπής τής εποχής του», αναλαβόντος «τό Ποσόν-Κεφάλαιον» έκ τής «Ίεράς Τραπέζης τής Αγίας Γραφής», -όπερ θέλω διαθέσει κατωτέρω «πρός πορισμόν καί κάλυψιν αναγκών τών επιδεομένων»-, θέλω ώς πρόγευσιν νά ανασύρω έκ τού αδαπανήτου καί ανεξαντλήτου θησαυρού αυτής (τής Γραφής) δύο μόνον «μαργαρίτας», σχέσιν έχοντας μέ τήν «γλώτταν». Τούτο δέ, βουλόμενος νά εξετάσω τό θέμα μου από δύο πλευράς. Τής μιάς, ώς «ούσης τής γλώσσης μικρόν μέν μέλος τού σώματος»(Ίακ.3,5), δι’ ού όμως ό άνθρωπος δύναται νά επιτύχη ή αποτύχη είς πολλά, χρησιμοποιών ταύτην ώς εργαλείον. Τής άλλης δέ, ίνα, θέτων πάντας ενώπιον τής σοβαρότητος καί τής βαρύτητος τών λόγων οίτινες εξήλθον έκ τού στόματος τού Κυρίου, βοηθήσω είς τό νά αναλογισθώμεν όλοι, πόσην προσοχήν πρέπει διά βίου νά δίδωμεν, κάθε στιγμή καί σέ κάθε περίπτωση πού ανοίγουμε τό στόμα νά μιλήσουμε. Μετά ταύτα, θά εισέλθωμεν είς τόν λειμώνα τών Διδαχών τού Ίερού Χρυσοστόμου (ώς έν τή αρχή προεθέσαμεν), ίνα τραφώμεν «διά γάλακτος ή στερεάς τροφής»(Α΄Κορ.3,2) πρός πνευματικήν αύξησιν καί πρόοδον.
΄Ανασύρω τό πρός εξέτασιν κείμενον, έκ τής (μιάς μόνης) έπιστολής τού ΄Αδελφοθέου Ίακώβου, καί δή έκ τού Γ΄ Κεφαλαίου στίχος 2, ένθα αναφέρει ότι «πολλά (γάρ) πταίομεν άπαντες. Εί τις έν λόγω ού πταίει, ούτος τέλειος ανήρ, δυνατός χαλιναγωγήσαι καί όλον τό σώμα». Γίνεται δέ (ενταύθα) τό κείμενον ευκόλως υπό πάντων κατανοητόν, καθ’ ότι δέν παρουσιάζει κάποια μεταφραστική δυσκολία.
΄Ενταύθα ό ΄Απόστολος Ίάκωβος, αφαιρεί έκ προοιμίου καί αναιρεί τόν ισχυρισμός τού οποιουδήποτε θνητού ανθρώπου, ότι μπορεί νά υπάρξη επί τής γής, τής θαλάσσης, τού αέρος, τής σελήνης, (θέλεις;) τού Άρεως, ίσως, είς τό μέλον, ό οποίος νά μήν έπταισεν, νά μή πταίη καί νά μή πταίση μελοντικώς ποτέ, όχι μόνον «σέ κάτι», άλλ’ (αντιθέτως) ότι «είς πολλά», ναί «είς πολλά» διαρκώς καί καθ’ ημέραν πταίομεν, όχι ένας, δύο καί μερικοί, αλλά «άπαντες»!
Τό έχουμε συνειδητοποιήσει, αδελφοί αυτό; Δέν πρέπει νά τό προσπεράσωμεν επιπόλαια καί ξώφαλτσα. «Πολλά» καί «άπαντες»! Έστω «καί άν μία μόνο ημέρα ζήσωμεν επί τής γής», ή όπου αλλού τύχη, ώς προείπομεν.
Καί τώρα απαιτείται ηυξημένη προσοχή. Γιατί, αφήνοντας υποθετικά καί παραχωρώντας τήν δυνατότητα νά ισχυριστή κάποιος, ότι κατώρθωσε νά υποτάξη πάσας τάς κινήσεις τής «ψυχής», τού «πνεύματος» καί τού «σώματος» καί νά μή ευρίσκεται εκτεθειμένος καί υπόλογος έναντι τών έκ τού ευαγγελικού Νόμου απορρεουσών πρός τόν Θεόν υποχρεώσεών του, -ώς (δήθεν) ίκανοποιήσας κατά πάντα τάς απαιτήσεις τού Θεού-, οπωσδήποτε, ή τουλάχιστον έν αμφιβόλω τίθεται ή περίπτωσις τής δυνατότητος ή τής αδυναμίας, νά επιτύχη τό τέλειον ή τό σχετικόν, αποκλειστικώς, ιδιαιτέρως καί εξαιρέτως εξεταζομένης καί κρινομένης τής δυνατότητος αναμαρτησίας (αστοχίας) «διά τής γλώσσης». Διότι αυτή είναι ό εκφραστής, ό προδίδων καί ό μαρτυρών τό τί κρύπτεται έν τή έδρα τών συναισθηματων, ήγουν (είς) τήν «καρδίαν» (πρώτον), καί (δευτερον) τί διενεργείται έν τώ τόπω συλλήψεως, κυοφορίας, συγκαταθέσεως, αποδοχής ή απορρίψεως-απωθήσεως τών προσβολών τού εχθρού (ή τών παραστάσεων καί γεγονότων, τών οποίων γίνεται αποδέκτης καί γνώστης (ό νούς-προλέγω), καί αυξήσεως καί περιθάλψεως τών έξωθεν προσβολών αλλά καί τών έκ τών έσω προερχομένων καί τώ «νοϊ» εγκαθισταμένων τούτων, ώς σκέψεις, φαντασιώσεις, ανικανοποίητες επιθυμίες, αντιπαλαίοντες ευσεβείς καί ασεβείς πόθοι, καθώς καί άπειρα, αναρίθμητα άλλα, / Αλλά καί, / εκτός τού μή ελεγχομένου «υποσυνειδήτου», έν ώ (δοτική) έχομεν απορρίψει πάντα τά αισθήματα ενοχής, άτινα, ώς μή εισέτι εξαγορευθέντα έν τώ Ί. Μυστηρίω τής Μετανοίας καί Έξομολογήσεως, διά τής «συμπλεγματικής ταυτίσεως τού εγώ»(Γιούνγκ-Ψυχολογια τού βάθους), εξερχόμενα καί ερχόμενα αντιμέτωπα μάς ξεσχίζουν καί μάς βασανίζουν, διά νά μάς υποχρεώσουν νά καταφύγωμεν είς τήν μόνην διαδικασίαν αποκαθάρσεως, ήτις εστίν ή έν τώ Μυστηρίω «εξαγόρευσις»! / Αλλά καί τό «σώμα» (λέγω), ορμεμφύτως (διά τών ενδοκρινικών-ενδοκρινών αδένων οίτινες παίζουν σπουδαιότατον, βασικώτατον, ίνα μή είπω, τόν κυριαρχικοτερον έν τώ όργανισμώ, ρόλον), τών καταχρήσεων, τών πέντε αισθήσεων -καί δή τής πλέον βασανιστικής, ήτις εστίν ή αφή- τής λαιμαργίας καί κοιλιοδουλίας «έπ’ όμφαλού (γάρ) γαστρός»(Γρηγοριος Παλαμάς) πάν σαρκικόν πάθος, / τό Σώμα (επαναλαμβάνω), έχων ώς δίοδον, έξοδον καί όργανον-εργαλείο τήν γλώσσα, διά τής οποίας αρθρώνει (σχηματοποιούν- τό Σώμα) είς λέξεις τόν «λόγον», διά τού οποίου (λόγου) κατόπιν φράσει έξω = εκφράζει τά έν τή καρδία (πάντα, καί όχι μόνον τά περισσεύματα), καθώς καί τά έν νώ (νούν, διάνοιαν), διά τής γλώσσης καί τούτων αποδιδομένων-εκφραζομένων, χωρίς νά μπορή ν΄ απαλλαγή (ό άνθρωπος) καί από τήν ταυτόχρονη πίεση τού (ακαθάρτου ένεκα τών αισθημάτων ενοχής) υποσυνειδήτου, / Αυτό (τό σώμα λέγω), εξυπηρετούν πάσας (γενικώς) τάς ανάγκας καί περιπτώσεις-συγκυρίας επαφής, επικοινωνίας μετά τών άλλων ατόμων-συνανθρώπων ώς μέλος τής όλης κοινωνίας, (αλλά καί) τής μετά τού Θεού συνδέσεως (τήν ώραν τής Προσευχής καί Έντεύξεως)(Α΄Τιμ.2,1) δι’ αιτήματα αναμένοντα απάντησιν καί ανταπόκρισιν παρ’ Αυτού, αλλά καί τήν παράλληλον, τήν οφειλομένην απόδοσιν-έκφρασιν ευχαριστίας καί ευγνωμοσύνης πρός Αυτόν διά τάς χορηγουμένας δωρεάς Του, από τής γεννήσεως έως τής στιγμής διακοπής τής σχέσεώς του ταύτης μετά τού Θεού, κατά τήν στιγμήν τής τελευταίας του εκ-πνοής έν τώ (επισυμβησομένω αναποδράστως) θανάτω του. Ωσαύτως, τάς στιγμάς θυμηδίας (χαράς) ή πένθους (έν λύπαις) δι’ αναλόγων εκδηλώσεων (χορού, πότου, χρήσεως μουσικών οργάνων), πάντως, τού λόγου μή απόντος. Έν άσμασι, έν λύροις-λυρισμώ (στίχοις), έτι δέ καί κραυγών, ψυχικών εκρήξεων-ντελίριουμ, κ.λ.π. // Λανθάνουσα κατάστασις, μέση, καί εξάρσεως / μέ αύρα τήν αδολεσχία ( (όχι οπωσδήποτε έν φλυαρία, αλλά καί έν τή τέχνη-επιτηδεύσει τού λόγου, ήτις δυνατόν νά είναι φιλόθεος-θεοφιλής, ευχάριστη-αποδεκτή παρά Θεού ή όχι), «ομιλία (συναναστροφή) έν περιπάτοις» (Γέν.24,63), αλλά καί έν αγωνία, έν θρασύτητι, έν ύβρει, έν βωμολοχίαις, έν γέλωτι ρέμβον (΄Εξορκισμοί Μ.Βασιλείου), έν ραθυμία, έν ακηδία ακόμη, καθ’ ήν λόγος έν σιωπή, ή (διαζευκτικόν) σιωπηρά αχαριστία (ή καί ευχαριστία), νοερά έκ τού σώματος (επαφιεμένης) εξέρχεσθαι. ΄Αλλωστε, τό γράψιμο, δέν είναι μιά σιωπηρά-σιγηλή ομιλία-φθογγή; Τό βιβλίο, ή πλαστική ταινία εγγαφής, τά CD, δέν είναι (ωσαύτως) άφωνος φωνή; Θέλετε; Οί φωτογραφίες, οί εικόνες, τά πάντα γύρω δέν ενέχουν καί δέν έκ-φέρουν, δέν άπο-δίδουν, δέν άνα-δίδουν, άνα-δύουν μία «σιγηρά φωνή»; Δέν λέγει τό Πνεύμα τό Άγιον (τό έν ταίς Γραφαίς-τή Βίβλω ενυπάρχον) «ό λόγος μου (τά τυπογραφικά στοιχεία καί τά δι’ αυτών έν-τυπωθέντα είς τό χαρτί λόγια-λέξεις-χαρακτήρες) δύναμις, πνεύμα καί ζωή εστί»; (Ίωάν.6,63). Πώς νεκρό γράμμα ενέχει-εγκλείει ζωήν (κινουμένην, δραστηριοποιουμένην, αντιδρώσαν, φάσκουσαν καί αντιφάσκουσαν, ανυψούσαν καί καταβιβάζουσαν; Πώς; ΄Αρα ή Γραφή ώς απόλυτος καί υψίστη αλήθεια, δέν ψεύδεται, αλλ’ αποβαίνει αύτη ωφέλιμος ή μή, νεκρά ή ζώσα, όπως (ακριβώς) συνέβη, όταν κάποιος δώρησε είς τόν Καίσαρα τήν Ίλιάδα καί τήν Όδύσσειαν, καί, ανοίξας αυτήν, απετάνθη πρός τόν δωρητήν καί είπε: Δυστυχώς, «αυτή είναι μουγκή γιά μένα, κι’ εγώ κουφός γι’ αυτή»!! ΄Εκ τούτου καί έν τούτω καί δι’ αυτό (καί) τό Ψαλμικόν: «Άδοντες καί ψάλοντες έν τή καρδία ημών τώ Κυρίω»! (Ψαλμ.104,2). Ερευνάται ποτε (κάποτε) ό «λόγος» σιγηρός (σιωπηρός, αθόρυβος), ανέκφραστος, χωρίς νά πάλωνται αί φωνητικαί χορδαί αί έν τώ λάρυγγι ηρμοσμέναι. Πόθος καί καιρός τού λαλείν-λέγειν (έξ ού καί ή λέξις «λόγος»), καί πόθος καί καιρός τού σιγάν. «Σιγή ήν ποτέ αιρετωτέρα λόγου». «Κρείσσον τό σιγάν τού λαλείν». «Έστω πάς άνθρωπος ταχύς είς τό ακούσαι, βραδύς είς τό λαλήσαι, βραδύς είς όργήν» (Ίακ.1,19) . «Ό δέ Ίησούς εσιώπα»! (Ματθ.26,63) «Ή σιωπή μου πρός απάντησίν σου». Καί άπειρα άλλα.
Μετά από τήν, έστω, επί πολλής ταύτην εξέτασιν τού θέματος, Καί …(μόνον) έκ τού ταλανισμού -τού μίξερ, τών πλυντηριακών στροφών καί τής περιδινήσεως έν τή ατέρμονι χοάνη-σύραγγι-, τών αλλεπαλλήλων προσβολών καί τών πανταχόθεν επιθέσεων τού νοός τού ανθρώπου, αί έκ τού πονηρού (διαβόλου) καί έξ όλων τών τής περιμέτρου-αφετηριών προερχόμεναι καί προσγενόμεναι, αί οποίαι, κατερχόμεναι έν τή καρδία, συναπαιτούν (παράλληλα μέ τίς οχλήσεις τού υποσυνειδήτου διά τής συμπλεγματικής ταυτίσεως τού εγώ), συναπαιτούν (λέγω) τήν ταυτόχρονη καί αυτόματη απάντηση-λύση απαιτητικά καί αδυσώπητα, διά τού μικροτάτου τούτου οργάνου-μέλους τού σώματος, τής γλώσσης, / αυτής μόνης, καί δι’ αυτής μόνον δυναμένου τού σώματος ν’ αντιμετωπίση πάντα ταύτα καί απάσας ταύτας, ερωτών καί επαναλαμβάνων λέγω. Δύναται ό πεπερασμένος, χοϊκός άνθρωπος, «ό χνούς όν εκρίπτει ό άνεμος από προσώπου τής γής» (Ψαλμ.1,4), «ή έν τή χερί τού Θεού πνοή» (Νεκρωσιμος Άκολουθία), νά μή σφάλη που (κάπου) σέ κάποια περίπτωση, σέ κάποιο ζήτημα, σέ κάποια περιπλοκή, πρό επιβουλής εγκαθέτου, υπούλως κινουμένου, / πρό διακινδυνεύσεως τής ακεραιότητος καί τής ζωής του; Πώς νά μήν πταίση έν λόγω, εξακολουθητικά διαμένων καί αποδεικνύμενος άρτιος έν μηδενί λειπόμενος(!) , καί αναγνωριζόμενος παρά Θεού ώς «τέλειος ανήρ»;;!! (Ίακ.1,4).
Διά τούτο προλέγει, προγινώσκων τό αδύναμον τού πράγματος, δηλαδή νά ευρεθή ποτέ άνθρωπος «μή πταίων έν λόγω», απολύτως τούτο αποκλείων διά τής ίδίας αυτού καί αφ’ εαυτού προγνώσεως-πείρας τού πράγματος ώς αδυνάμου καί ακατορθώτου, ρητώς προλαμβάνων καί προδηλών ότι «πολλά καί άπαντες πταίομεν», ίνα μή υπεραιρώμεθα, ουτοπιστικά ελπίζοντες, ότι θά ξεπεράσωμε ποτέ τόν αδύναμο εαυτό μας, ό όποίος, μόνον μέ τήν δύναμη τού Θεού θά μπορέση (κατά περίπτωσιν) νά επιτύχη, τό σχετικό (μόνο), καί ποτέ τό τέλειο, ότι «χωρίς αυτού ού δυνάμεθα ποιείν ουδέν» (Ίωάν.15,5), καί οτι (ακόμα), άν ποτέ «τηρήσουμε όλον τόν νόμον καί τούς προφήτας», καί πάλιν (καί τότε) θ’ αποδειχθούμε «δούλοι αχρείοι, οίτινες εποιήσαμεν, ό,τι ωφείλομεν ποιήσαι» (Λουκ.17,10). ΄Αλλ΄ ό «αχρείος δούλος», δέν δύναται ταυτόχρονα νά εκτιμάται-εκλαμβάνεται καί ώς «τέλειος ανήρ», μή έν λόγω πταίων;! / Γιά νά καταλήξη, ό ίδιος ό Άδελφόθεος Ίάκωβος, εξαντλών πανταχόθεν καί στήν κάθε του λεπτομέρεια τό θέμα, νά ομολογήση περίτρανα, άνευ περιστροφών, άνευ τινός συγκαλύψεως, ανεπιφυλάκτως, άνευ ποιάς ταλαντεύσεως καί παλινδρομήσεως, ανεξαιρέτως καί στεντορεία τή φωνή καί ηχηρώ τώ λόγω νά πανθομολογήση, ότι: «Τήν γλώσσαν ουδείς δύναται ανθρώπων δαμάσαι»!!! (Ίακ.3,8). Ξεκάθαρα: «Κανένας άνθρωπος δέν μπορεί νά δαμάση τή γλώσσα του». Κατά συνέπειαν; «Ουδείς τών ανθρώπων δύναται νά χαλιναγωγήση όλον τό σώμα (του)» (Ίακ.3,2). Καί, προσοχή στήν λεπτοτάτην πτυχήν τού θέματος, πού εγκρύπτεται στή λεξούλα «όλον». Διότι, άλλο τό «όλον», καί άλλο-διάφορον τό «επί μέρους»!! ΄Ακούσατε πάντες όσοι οικειοποιείσθε καί παρουσιάζεσθε ώς κεκτημένοι-κατακτήσαντες «ισάγγελον φύσιν!», «ισάγγελον βίον καί πολιτείαν!». Έγένεσθε άσαρκοι! Καί πολλοί (Τροχαλάκεια μυαλά φέροντες-κουβαλώντες) συγκατοικείτε, εγκαταβιείτε μετά τής Παναγίας Τριάδος! Κάτωθεν υμών (παρ)ίστανται οί ΄Αγγελοι (τά, άλλως, λειτουργικά πνεύματα παρά Παύλου καλούμενα, είς διακονίαν αποστελλόμενα, διά τούς μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν);! (Έβρ.1,14). Κάτωθεν τούτων παρατάσσονται οί παρθένοι καί αί παρθένοι! Καί ή «μπασκλασαρία»(σας), οί «συγκιλινδούνενοι έν τώ Γάμω μετά τής σαρκός καί τής αμαρτίας»(!) -άνδρες καί γυναίκες-, είναι απόβλητοι! Τί λέτε, καλέ! Ύποκλινόμεθα ενώπιον τής θεολογικής σας (ταύτης, καταπτύστου όμως) παιδείας καί καταρτίσεως!!!! // ΄Ανθρωπε, ενωτίσθητι υγιώς, απαρεκκλίτως καί απαρασαλεύτως, στηριζόμενος μόνον είς τήν Γραφήν, καί τήν υγιά διδασκαλίαν τών Πνευματοφόρων Άγίων Πατέρων, ουχί τής ΜεταΠατερικής καί επαισχύντου «Τροχαλακιακής» Θεολογίας(!), αλλ’ είς τάς ομοίας, τάς ισοϋψείς, τάς αδιαπτώτους καί αταλαντεύτους, τάς πρός τήν τού Ίερού Χυσοστόμου, είς ήν, μετά από απαραίτητον παρεμβολήν, θέλω (όσον ούπω) εισέλθει. Καί ή παρεμβολή έστιν αύτη: Προβληματίζεσαι, ώ άνθρωπε; Καταφύγιό σου ό Όρθόδοξος Μυστηριακός Γάμος! Καλογερόφερες (αφρόνως); Γεροντοπαληκάριασες καί «πυρούσαι»; Λύσις Ό Γάμος! «Κρείσσον γαμείν ή πυρούσθαι» (Α΄Κορ.7,9). Καί ή πείρα καί σοφία τών Πατέρων. «Μή θαρρύσης στό πνεύμα τής πορνείας έως θανάτου» = Μή ξεθαρρέψης μπρός στόν κίνδυνο νά πέσης στήν πορνεία, μέχρι πού νά σού βγαίνη ή ψυχή. Είναι παρακεκινδυνευμένο κάτι τέτοιο, ένας τέτοιος πειραματισμός. Καί συμπληρώνει ή σοφία τών Πατέρων. «Οί παλιές τζιμινιέρες πιάνουν πιό εύκολα φωτιά»! (Δημ.Παναγόπουλος) Πού έχουν στήν επιφάνεια τήν εσωτερική συσσωρευμένη λίγδα καί πίσσα, καί αρπάζοντας ξαφνικά, καίγονται καί λιώνουν ώς τήν κορυφή, μέχρι καί οί λαμαρίνες. Όσοι έχουν «νούν Χριστού» (Α΄Κορ.2,16) («πνευματική, ευκταία πονηριά»), δύνανται νά μέ παρακολουθήσουν-νά μέ κατανοήσουν. / Γέρο, στά βαθειά γεράματα εξάπτεται τόσο πολύ ή φαντασία, πού ζητά πράγματα, απολαύσεις καί διαστροφές πού δέν τά ζητούν οί νταβραντισμένοι στήν ακμή τους (στήν αναψοκαϊλα τους)! Μεγίστη-υψίστη στό έπακρο προσοχή στά γεράματα, είδικά στά θέματα ικανοποιήσεως τής βασανιστικοτέρας πάντων τών (πέντε) αισθήσεων, ήτοι τής ακορέστου (αχόρταγης) αφής!! ΄Η ιδιοσυγκρασία τών Πατέρων, ηρεύνησε εξαντλητικώς καί είς βάθος όλα τά περί τό θέμα μας συμπαρομαρτούντα καί απτόμενα τούτων, έν πάσαις ταίς διεξόδοις-λεπτομερείαις-αναστροφαίς. Τούτο δέ προληπτικώς, πρός τό συμφέρον καί τήν διασφάλισιν τής αθανάτου ψηχής, «ής ούκ έστιν αντάλλαγμα»! (Ματθ.16,26).
Σχετικό ώς πρός τ’ ανωτέρω είναι καί τό Λουκά Κεφάλαιον 19 στίχος 22. Έκεί ό Κύριος, απαντών είς τόν (πονηρό καί τεμπελάκο) δούλο, πού «έκρυψε τήν μνά έν τώ σουδαρίω» καί τού τήν ξαναεπέστρεψεν ατόφια «βγαίνοντάς» Του μέ αναίδια-αγένεια-θράσος-αχαριστία μπροστά, (ζητώντας τού Κυρίου «καί τά ρέστα!), μετά τή στιχομυθία μαζί του, κατέληξε λέγοντάς του: «Έκ τού στόματός σου κρινώ σε, πονηρέ δούλε». Καί τού δικαιολόγησε γιατί τόν ωνόμασε πονηρό, καί τού έκανε λιανά τό πώς έπρεπε νά συμπεριφερθή (απέναντι τού Κυρίου) καί τί έπρεπε νά είχε κάνει γιά νά απεδεικνύετο συνεπής, τό ορθόν-τό πρέπον ποιήσας (ποιησάμενος).
Συνδέοντας τό χωρίο μέ τό ώς άνω τού Άποστόλου Ίακώβου, παρατηρούμε -έν συσχετισμώ-, ότι καί εδώ ό Κύριος χειρίζεται ένα θέμα πού έχει νά κάνη, όπως εκεί μέ τήν γλώσσα καί τόν λόγον, έτσι κι’ εδώ μέ τό χώρο εντός τού οποίου εγκλείεται-εμπεριέχεται ή γλώσσα, πού δέν είναι άλλο από τό «στόμα». Καί, πανθομολογουμένως, όπως αμφότερα (γλώσσα καί στόμα), δύνανται νά είναι (ταύτα) είτε καθαρά είτε μή (καθαρά), μεταξύ των υπάρχει μία ειδοποιός διαφορά. Ώς πρός τό στόμα, υπάρχουν περιπτώσεις κατά τίς οποίες ό Θεός, είναι δυνατόν νά «σού ζητήση λόγον», όχι γιατί τό ήνοιξες, αλλά διατί ((δέν)) τό ήνοιξες νά μιλήσης, νά διδάξης, «νά ελέγξης ενώπιον πάντων, ίνα καί οί λοιποί φόβον έχωσι» (Α΄Τιμ.5,20 : Β΄Τιμ.4,2 : Τιτ.1,13 & 2,15), νά καυτιριάσης, «νά παραδώσης τινά (καί) τώ διαβόλω» (ακόμη), γιά νά συνέλθη καί μετανοήση (όπως ό αιμομίκτης τής Κορίνθου) (Α΄Κορ.5,5), νά, νά, καί πολλά νά, τά οποία δέν εξαντλώ, ίνα μή (ακριβώς) μακρύνω τόν λόγον. Καί γιά νά κλείσω, ολοκληρώνοντας (πως) τό θέμα, ανατρέχω συμπληρωματικά στό κατά Ίωάννην 1,17, όπου γίνεται υπόμνησις, ότι «ή χάρις, καί ή αλήθεια (έν αντιθέσει πρός τό ψεύδος), διά Ίησού Χριστού εγένετο». Άκόμη στό κατά Ίωάννην 3,21, υπενθυμίζει πώς, «ό ποιών τήν αλήθειαν ζεί στό φώς», δέν αντέχει νά ζή στό σκοτάδι. Καί τό σπουδαιότατον. Στήν Α΄ Ιωάνννου 1,8 , αφοπλιζόμεθα, ταπεινούμεθα καί ισοπεδωνόμεθα (οί πάντες) ενώπιον τού: «Έάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ού έχομεν, εαυτούς πλανώμεν καί ή αλήθεια ούκ έστιν έν ήμίν». ΄Εδώ διδασκόμεθα: Πρώτον, ότι Χριστός καί Άλήθεια έχουν κοινήν εκκίνηση («δι’ Αυτού»). αλληλοσυνδέονται καί ταυτίζοντα, «Ό Χριστός είναι Ή Άλήθεια». Δεύτερον, ότι «Φώς καί Χριστός», αλληλοπεριχωρούνται (αλληλοπεριχωρεί τό έν-Φώς, τώ ετέρω-Χριστώ) καί (επίσης) ταυτίζονται. Καί τρίτον, διακηρύττεται ότι «ουδείς εστίν εκτός αμαρτίας. Πάντες γάρ ημάρτωμεν καί υστερούμεθα (υπολειπόμεθα) τής χάριτος, δικαιούμενοι δωρεάν» (Ρωμ.3,24). «Ουδείς εκτός αμαρτίας υπάρχει» (Νεκρ.Άκολουθία). Καί, κοντά στό «Πάς άνθρωπος ψεύστης» (Ρωμ.3,4), έάν επιμείνωμεν ότι είμεθα αναμάρτητοι, αποδυκνυόμεθα διπλά, δυό φορές ψεύτες. Ούτω, μακράν τής Άληθείας -ήτις ταυτίζεται μέ Τόν Χριστόν-, αποβαίνομεν (καί) χωρίς Χριστόν «έν ημίν»(=μέσα μας), δηλαδή Ά-Χριστοι (άνευ Χριστού)! Διά νά μή, δέ, καταντήσωμεν (συνοδά στό Ά-Χριστοι) τελείως ά-χρηστοι, άς ζηλώσωμεν τά έργα τού Άγίου Πατρός, αντιγράφοντες καί τάς εκείνου αρετάς, έν υπομονή πολλή καί τεταμένη προσοχή.
Καί έρχομαι (λοιπόν) τώρα είς τό προαναγγελθέν πρόσωπον τού Ίερού Χρυσοστόμου, ίνα αποκομίσωμεν οφέλη, τόσον έκ τής συμπεριφοράς του (έναντι συγκεκριμμένων προσώπων), όσον καί έκ τών διδαγμάτων αυτού, είς τά οποία καί εισέρχομαι ευθύς.
Ό ΄Ιερός Πατήρ, εί καί μικρός είς τό δέμας καί αδύναμος βιολογιά, καθ’ όλον τόν βίον του δέν δίστασε -οσάκις τό απήτουν αί συνθήκαι καί αί περιστάσεις-, μέ νεύρο ψυχής ν’ αντισταθή, ακόμη καί πρός τόν αυτοκράτορα καί τήν αυτοκράτειρα.
Παρατρέχων τούτους καί άλλους πολλούς, θά περιορισθώ μόνον είς τόν ΄Επίσκοπον (Άλεξανδρείας) Κύριλλον, τόν διά βίου επίβουλον καί άσπονδον εχθρόν αυτού, όστις (έν τέλει) απέβη καί ό (έμεσος) δολοφόνος του, ώς ό ηθικός αυτουργός τής κατά τού Ίωάννου εγκληματικής (ύπ’ άλλων) συμπεριφοράς, ήτοι τής, διά τελείας-παντελούς σωματικής εξαντλήσεως, καταλήξεως-τελευτής καί κοιμήσεώς του, / ΄Οπλίσας καί παρασχών δώρα, χρήματα καί εφόδια καί επιτήδεια πολλά είς 12 Γότθους, δι’ αυτών, έν πορείαις, ταλαιπορίαις καί βασάνοις, επέτυχε τήν εξόντωσιν αυτού -εξορισθέντος υπό τού ώς άνω Κυρίλλου-, καθ’ οδόν πρός Κουκουσόν τής ΄Αρμενίας (καί δή έν Κομάνοις). Μόλις πρό όλίγου καί παρ’ όλίγον, μικρόν πρό τής Κοιμήσεώς του, οί ένδεκα έκ τών 12 (Γότθων), απεπειράθησαν νά καύσουν τόν ΄Αγιον εντός ναϋδρίου, (κακατακαίοντας αυτόν καί τόν ναϊσκον), διασωθέντος τούτου ώς έκ θαύματος, έν τή αρνήσει τού δωδεκάτου (τού καί αρχηγού) νά συγκατατεθή είς τό νά τόν εξοντώσουν-αποτελειώσουν καίγοντάς τον, αναλογιζομένου τάς ευθύνας πού είχε αναλάβει καί τάς συνεπείας πού θά είχε από τήν σκληρότητα καί τήν βαναυσότητα πού, περιστασιακά, είχεν επιδείξει κατά καιρούς ό Κύριλλος.
Διά νά μή επεκτείνω καί μακρύνω τόν λόγον, θά περιορισθώ σέ συγκεκριμμένες, λίγες στιγμές, καί τήν κατά περίπτωσιν συμπεριφοράν τού Ίερού Πατρός, ώς υπευθύνου Προσώπου, έχοντος καί Πίστην βαθείαν είς Τόν Χιστόν, καί λιπαράν Γνώσιν -ίσως τήν, πάντας τούς άλλους Πατέρας, υπερβαίνουσαν, ή, έστω, εφάμιλλον τής τού Μεγάλου ΄Αθανασίου, Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγορίου τού Θεολόγου καί τών τάς κορυφάς ζηλωσάντων.
΄Ως πρός τήν γλώτταν. Χρυσορήμων απέβη καί απεκλήθη. Δύναται όμως, γνώστης ών τής Γραφής εμβριθέστατος, νά διεκδικήση καί απαιτήση τήν «εξαίρεσιν» τού Προσώπου του, έν τώ ισχυρισμώ, ότι, ούτος «εδάμασε τήν γλώτταν», «εχαλιναγώγησε τό σώμα», «ούχ ήμαρτεν», «ούκ εψεύσατο», «ετήρησε τόν νόμον καί τούς Προφήτας», καί τά πάντα(;) έν απολύτω εννοία καί υψίστη καταξιώσει;;!
Δέν έσφαλε, ώς πρός ταύτα ό Άγιος Πατήρ, ό ανδρειόφρων, ειλικρινής, ευθύς, πεπαρρησιασμένος, ό έχων βαθυτάτην αυτογνωσίαν καί επίγνωσιν τής καταστάσεώς του, ήτις δέν απείχε τής ωμοτάτης παραδοχής περί τής «αχρειότητός» του, «τής συγκλείσεως αυτού έν τή απειθία μετά πάντων» (Ρωμ.11,32), «δωρεάν δεχόμενος τήν σωτηρίαν μέσω τής Χάριτος» (έ.α.), Τού, καί δι’ αυτόν ποιησαμένου «Τήν Λυτρωτικήν Σταυρικήν Θυσίαν». Καί έν εξουδενώσει καί εσχάτη ταπεινώσει, ώς πανταχού διαφαίνεται έν τή παρ’ αυτού παραδοθείση ημίν Θεία του Λειτουργία, ευρίσκομεν αυτόν έν βαθυτάτη συναισθήσει νά δέεται καί υπέρ τής εαυτού σωτηρίας, ώς (μετά τού Παύλου) παραδεχόμενος, ότι είναι ό πρώτος τών αμαρτωλών, ζητών Χάριν, ΄Ελεος, άφεσιν αμαρτιών καί σωτηρίαν, ώς Ίερός Δραματουργός αποδεικνύμενος, καί μάλιστα Άριστοτέχνης, καί Ύπεύνος Χειριστής όλων τών ρόλων καί τών πτυχών τού Θείου καί Κοσμοσωτηρίου Δράματος, Τής Φρικωδεστάτης Τού Θεού Θυσίας, ίνα μετ΄αυτού, καί πάντες ημείς εύρωμεν, καί εσαεί ευρίσκωμεν σωτηρίαν, διά τού ΄Εργου, τό Όποίον δι’ αυτόν τόν ίδιον καί ημάς εξεπόνησε καί επαφήκεν, ίνα(αυτό τό Έργο) επιτελήται μέχρι συντελείας τού αιώνος, ότε, «Τό Ποτήριον τούτο, Καινόν θέλωμεν πίνει μετά Τού Σωτήρος ημών ΄Ιησού Χριστού έν τή Βασιλεία τών Ουρανών»!!! (Ματθ.26,29 : Μάρκ.14,25).
΄Ας γευθώμεν επί τέλους, τό Β΄ μέρος τής γλυκύτητος τών Χρυσορημώνων λόγων Του, ώς ούτοι μέλουν νά εκτυλιχθούν ενώπιον ημών, μέσω, καί έν ταίς ακολουθούσαις Διδαχαίς αυτού.
ΜΕΡΟΣ Β΄
(Κύριον Θέμα)
1) Τό ότι υπάρχει Θεός, χρειάζεται πίστη καί όχι λογική γιά νά τό καταλάβη κανείς.
2) Όσο εύκολο είναι σέ μάς νά κινήσουμε μιά μικρή ζυγαριά, τό ίδιο εύκολο είναι γιά τόν Θεό νά εξαφανίση τό πάν καί νά τό δημιουργήση πάλι.
3) Δέν δημιούργησε ό θεός τήν φύση έτσι, ώστε νά έχη ανάγκη νά αμαρτάνη, διότι, άν σενέβαινε αυτό, δέν θά υπήρχε κόλαση.
4) Γι΄ αυτό ακριβώς τό λόγο ό Θεός δημιούργησε στήν αρχή τόσο πολλά γένη φυτών καί ζώων από τό άψυχο καί αναίσθητο χώμα, γιά νά μάς διδάξη από τόν ουρανό τήν έννοια τής Άναστάσεως, διότι ή Δημιουργία είναι θαυμαστότερη τής Άναστάσεως.
5) Δέν είναι ή δική μας φροντίδα αλλά ή Πρόνοια τού Θεού είναι εκείνη πού προξενεί τό πάν, ακόμη δέ καί εκεί όπου νομίζουμε ότι ενεργούμε μόνοι μας.
6) Ό Θεός είναι αυτάρκης καί τίποτα καί κανέναν δέν έχει ανάγκη. Ή αμοιβή καί τό κέρδος από τίς υπηρεσίες μας στό Θεό, πάλι σ’ εμάς τούς ίδιους επιστρέφουν.
7) Είναι πολλά καί μεγάλα αυτά πού γίνονται από τό Θεό κάθε μέρα γιά τήν δική μας σωτηρία, τά οποία μόνο στόν ΄Ιδιο είναι γνωστά. Τά περισσότερα τ’ αφήνει νά μάς διαφεύγουν.
8) Νά σκέπτεσαι όλα τά ευεργετήματα τού Θεού πού έγιναν πρός εσένα σέ όλη τή ζωή σου, αλλά καί εντός μιάς ημέρας.
9) Έάν ήθελε ό Θεός νά θέση εμπρός μας όλες τίς ευεργεσίες μέ τίς οποίες μάς ευεργετεί καθημερινά καί τίς οποίες αγνοούμε καί δέν γνωρίζουμε, δέν θά μπορούσαμε ούτε νά τίς μετρήσουμε.
10) Ό Θεός ανταποδίδει τίς αμοιβές όχι ανάλογα μέ τά κατορθώματα, πού επιτυγχάνουμε, αλλά ανάλογα μέ τήν προσπάθεια έκείνων πού αγωνίζονται νά κατορθώσουν κάτι.
11) Πολλές φορές ό Θεός όταν δέν πείθει μέ τόν λόγο του, αφήνει νά διδαχθούμε από τήν πείρα τών πραγμάτων.
12) Ό Θεός θά μάς κρίνη όχι μόνο σύμφωνα μέ τό είδος τών δικών μας αμαρτιών, αλλά καί μέ τόν τρόπο πού εμείς κρίνουμε τούς άλλους.
13) Άς μή φοβόμαστε τήν αιώνια τιμωρία, αλλά τήν οργή τού Θεού. Γιατί αυτό είναι τό πιό φοβερό από τό πρώτο, νά μή γυρίζη νά σέ δή ό Θεός από οργή.
14) Γιά ποιό λόγο ό Θεός προλέγει τίς τιμωρίες πού πρόκειται νά επιβάλη; Γιά νά μήν επιβάλη τίς τιμωρίες πού προλέγει.
15) Ό Θεός μάς φοβερίζει μέ τά λόγια, γιά νά μήν μάς λυπήση μέ τά πράγματα.
16) Φοβερίζει ό Θεός τούς αμαρτωλούς, όχι γιά νά τούς βάλη στήν κόλαση, αλλά από τήν κόλαση νά τούς ελευθερώση.
17) Ό Θεός, όταν αστράφτει καί βροντάει, νά σώση θέλει! ΄Οταν σιωπά, τήν έχει πάρει πιά τήν απόφαση Του νά τιμωρήση!
18) Δέν υπάρχει χειρότερο κακό πού νά κολάζη τόν άνθρωπο, από τό νά μήν φοβάται τόν Θεό, διότι άν δέν έχει φόβο Θεού ό άνθρωπος, κάνει ό,τι κακό θέλει.
19) Όταν κατανοήσης πόσες αμαρτίες διαπράττεις καθημερινά, πόσες ευεργεσίες δέχεσαι καθημερινά, πόση μακροθυμία απολαμβάνεις, πόση άνεση, καί ότι εάν καθημερινά ό Θεός σέ τιμωρούσε γιά όλα αυτά, δέν θά μπορούσες ούτε ελάχιστο χρόνο νά ζήσης.
20) Άς ποθήσουμε γνήσια τόν Θεό, όχι από φόβο γιά τήν κόλαση, αλλά από πόθο γιά τή Βασιλεία Του.
21) Άγωνίσου μέχρι θανάτου γιά τήν αλήθεια καί ό Κύριος θά πολεμήση γιά σένα.
22) Έάν κάποτε πρέπει νά λυπάται ό Χριστιανός, δύο μόνο αιτίες λύπης πρέπει νά έχη: ΄Η όταν ό ίδιος, ή όταν ό πλησίον του έρχεται σέ αντίθεση μέ τόν Θεό.
23) Άρκεί ένας καί μόνο άνθρωπος, κινούμενος από τήν φλόγα τού ίερού ζήλου, γιά νά διορθώση ολόκληρο λαό.
24) Τίποτε άλλο δέν αποτελεί τόσο σπουδαίο γνώρισμα καί χαρακτηριστικό γιά τόν πιστό καί εκείνον πού αγαπάει τόν Χριστό, όσο τό νά φροντίζη γιά τούς αδελφούς του καί νά καταβάλη κάθε προσπάθεια γιά τήν σωτηρία τους.
25) Ό Χριστός ήρθε στή γή μέ ανθρώπινη μορφή, γιά νά μήν αναγνωρισθή καί κάνει έτσι τόν εχθτό νά αποφύγη τήν σύγκρουση μαζί Του, αλλά καί γιά νά μήν ταράξη όλους τούς δικούς Του. Διότι φρόντιζε νά σώση καί όχι νά καταπλήξη.
26) Δύο πράγματα επετέλεσε ό Σωτήρ μέ τήν ενανθρώπησή Του από αγάπη πρός τόν άνθρωπο. Πρώτον ότι εξαφάνισε από εμάς τόν θάνατο καί μάς ανανέωσε, καί Δεύτερον ότι φανέρωσε μέ τά έργα Του τόν άφαντο καί αόρατο εαυτό Του.
27) Σέ κάθε περίπτωση νά ρυθμίζουμε τόν εαυτό μας σύμφωνα μέ τό συμφέρον τής ψυχής μας.
28) Ότι είναι τό μάτι γιά τό σώμα, αυτό είναι ό νούς γιά τήν ψυχή.
29) Ή ψυχή μας δέν είναι όλη από τήν φύση της ούτε αγαθή ούτε κακή, αλλά γίνεται καί τό ένα καί τό άλλο μέ τήν προαίρεσή μας, μέ τήν ελεύθερη εσωτερική εκλογή καί απόφασή μας.
30) Άν χάσης χρήματα, αργότερα μπορείς νά αποκτήσης χρήματα. Τό ίδιο θά συμβη ά ν χάσης τό σπίτι σου ή ό,τιδήποτε άλλο από όσα έχεις. Άν όμως χάσης τήν ψυχή σου, άλλη ψυχή δέν θά μπορέσης ν’ αποκτήσης!
31) Ό Θεός μάς τά έδωσε όλα διπλά. Δύο μάτια, δυό χέρια, δυό πόδια, ώστε, όταν ένα από αυτά πάθη βλάβη, νά εξυπηρετούμαστε απ’ τό άλλο. Ψυχή όμως μάς έδωσε μόνο μία. ΄Αν τή χάσουμε, μέ πιά θά συντηρηθούμε;!
32) Ή ψυχή πού δέν θέλει νά ακούση πνευματικές διδασκαλίες, έχει πολύ αχαριστία καί δυσωδία αμαρτιών!
33) Όπως τό σώμα έχει ανάγκη από υλική τροφή, έτσι καί ή ψυχή έχει ανάγκη από καθημερινή υπόμνηση καί τροφή πνευματική, μέ μελέτη τού Λόγου (τού Θεού), καί δι’ αυτού ώθηση, μετάβαση καί εν-τοπισμό στήν εκκλησιαστική σύναξη (προσοχή! εκ-καλώ καί συνάζω είναι έν καί τό αυτό), ύστερα στή συ(ν-μ)-μετοχή καί μετάληψη (μετ’ άλλων, μαζί μέ άλλους λαμβάνω) τού Σώματος Του καί τού Αίματός Του, πρός θέωση τού σώματος καί τής ψυχής (μας).
34) Εισακούστηκες; Γιά τόν λόγο αυτό ευχαρίστησε τόν Θεό, διότι εισακούστηκες. Δέν εισακούστηκες; Μείνε κοντά στόν Θεό γιά νά εισακουστής.
35) Ό διάβολος, επειδή είναι πονηρός καί γνωρίζει πώς τήν ώρα τής προσευχής κερδίζουμε μεγάλα πράγματα, τότε επιτίθεται. ΄Επιμονή στήν προσευχή μας.
36) Καί άν ακόμα είσαι γεμάτος από κακά. Καί άν ακόμα είσαι ακάθαρτος στήν ψυχή, μήν αποφεύγεις νά πηγαίνης στήν εκκλησία.
37) Έκατόν εξήντα οκτώ ώρες έχει ή εβδομάδα, καί μόνο μία ώρα διάλεξε ό Θεός, καί σύ τήν χαραμίζεις καί αυτή σέ πράγματα βιοτικά καί γελοία;
38) Έάν αναστενάζης μόνο, διότι δέν έκανες όσα άκουσες στήν εκκλησία, θά φτάσης κάποτε στήν απόφαση νά τά κάνης.
39) Καί άν ακόμα είσαι αμαρτωλός, έλα στήν εκκλησία γιά νά πής τίς αμαρτίες σου. Καί άν ακόμη είσαι δίκαιος, έλα γιά νά μή χάσης τήν δικαιοσύνη.
40) Τόν καιρό τού Νώε πνίγηκαν επειδή δέν μπήκαν στήν Κιβωτό. Τό ίδιο θά πάθουν όσοι δέν μπαίνουν στήν ΄Εκκλησία.
41) Μήν αναφέρης στόν Θεό τά ξένα αμαρτήματα, γιά νά μήν τού υπενθυμίσης τά δικά σου.
42) Άν προσευχηθής γιά τούς εχθρούς σου καί άν ακόμα δέν πής τίποτε γιά τά δικά σου αμαρτήματα, κατόρθωσες τό πάν.
43) Άν προσευχηθής εναντίον τών εχθρών σου, κάνεις τήν προσευχή πού επιθυμεί ό διάβολος, όπως (πάλι) άν προσευχηθής υπέρ τών εχθρών σου, προσεύχεσαι εναντίον τού διαβόλου.
44) Ό κάθε ένας θά θελήση νά γνωρίση τήν δύναμη καί τήν ισχύ τών αγίων προσευχών, όταν συλλογισθή καί καταλάβη πόσα αγαθά λαμβάνουν εκείνοι πού καθημερινά δέονται καί προσεύχονται στόν Θεό.
45) Ή προσευχή άν μπή σέ μιά ψυχή, όλες οί αρετές θά τήν ακολουθήσουν, διότι όπως είναι γιά τό σπίτι τό θεμέλιο, έτσι είναι καί ή προσευχή γιά τήν ψυχή!
46) Γι’ αυτό έχεις ανάγκη τήν Ευχή, επειδή νομίζεις ότι δέν τήν χρειάζεσαι.
47) Έδώ στή γή υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ κόπων καί κέρδους. Προκειμένου όμως περί τής Βασιλείας τών ουρανών, συμβαίνει ακριβώς τό αντίθετο. Ό μέν κόπος είναι λίγος, τό δέ κέρδος άπειρο!
48) Έάν κάποιος σού έλεγε ότι μετά ένα χρόνο ή πόλη αυτή θά καταστραφή, κάποια δέ άλλη όχι, άραγε θά έχτιζες σπίτι σ’ εκείνη πού πρόκειται νά καταστραφή; ΄Ετσι καί σύ, προσπάθησε νά μήν κτίζης στή γή, αλλά στόν ουρανό.
49) Έάν μερικοί άνθρωποι γιά πρόσκαιρα καί φθαρτά αγαθά αναλαμβάνουν σκληρό αγώνα καί θυσιάζουν ακόμα καί τή ζωή τους, εμείς δέν θά παραδώσουμε σέ θάνατο τά σώματά μας, υπέρ τού βασιλέα τών βασιλευόντων καί Κυρίου μας Ίησού Χριστού;
50) Δέν υπάρχει αθλιότερος από εκείνον πού χάνει τά ουράνια αγαθά, ούτε καί μακαριότερος από εκείνον πού κατορθώνει νά τά κερδίση.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.