Μια αγαπη υπαρχει στον κοσμο, αγαπη που τρεχει σαν ποταμος αστειρευτος. Ω και να μπορουσα να σας πεισω σημερα να πλησιασετε αυτο τον ποταμο και με το δαχτυλακι να γευθητε μια σταλαγματια απο το νερο του! Κολυμπαμε στην αγαπη Του οι αχαριστοι και ο κοσμος δεν την αισθανεται. –
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΒ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 1892
Κυριακὴ Γ΄ Ματθαίου (῾Ρωμ. 5,1-10)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου
Κολυμπαμε στην αγαπη Του οι αχαριστοι
«Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν» (῾Ρωμ. 5,5)
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸν σημερινὸ ἀπόστολο (βλ. ῾Ρωμ. 5,1-10); Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ σᾶς πῶ μερικὰ λόγια ἐπὶ τῆς περικοπῆς.
* * *
Μία ἀγάπη ὑπάρχει στὸν κόσμο, ἀγάπη ποὺ τρέχει σὰν ποταμὸς ἀστείρευτος. Ὤ καὶ νὰ μποροῦσα νὰ σᾶς πείσω σήμερα νὰ πλησιάσετε αὐτὸ τὸν ποταμὸ καὶ μὲ τὸ δαχτυλάκι νὰ γευθῆτε μιὰ σταλαγματιὰ ἀπὸ τὸ νερό του!
Ὁ κόσμος ὁμιλεῖ γιὰ διάφορα εἴδη ἀγάπης. Τραγούδια, ποιηταί, ζωγράφοι, ὅλοι τὴν ἀγάπη ὑμνοῦν. Ὁ ἕνας λέει γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔχουν δυὸ φίλοι, ὁ ἄλλος γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔχουν τ᾽ ἀδέρφια, ὁ ἄλλος γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔχουν τὰ ἀντρόγυνα, ὁ ἄλλος γιὰ τὴν ἀγάπη τῶν παιδιῶν στοὺς γονεῖς, ὁ ἄλλος γιὰ τὴν ἀγάπη τῆς μάνας στὸ παιδί. Διάφορες ἀγάπες. Ἀλλὰ καμμιά δὲν εἶνε ἀθάνατη, ὅλες ἔρχονται καὶ παρέρχονται. Φαίνονται ὅτι εἶνε ἀγάπη· στὸ βάθος εἶνε κάτι ἐλλιπές, δὲν στέκει στὸ ὕψος τῆς ἀγάπης.
⃝ Ὡραία ἡ ἀγάπη τῶν φίλων, ἀλλὰ βλέπεις καὶ φίλους ποὺ μετὰ ἀπὸ χρόνια χωρίζουν, ἀλληλοϋβρίζονται καὶ ἀπορεῖς πῶς ἡ φιλία ἔγινε ἔχθρα.
⃝ Ὡραία ἡ ἀγάπη τῶν ἀδελφῶν. Βγῆκαν ἀπὸ τὴν ἴδια κοιλιά, βύζαξαν τὸ ἴδιο γάλα. Μὰ συχνὰ γιὰ τὸ τίποτα, γιὰ ἕνα οἰκόπεδο, διαπληκτίζονται στὰ δικαστήρια, μισοῦνται θανάσιμα. «Γιατί εἶνε τόσο βαθειά βγαλμένο τὸ μάτι σου;», λέει ὁ κόσμος· «γιατὶ μοῦ τό ᾽βγαλε ὁ ἀδερφός μου».
⃝ Καλὴ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνδρογύνου. Βγαίνουν ἀπὸ τὴν ἐκκλησιά, τοὺς ῥαίνουν μὲ ῥοδοπέταλα, τοὺς εὔχονται νὰ ζήσουν εὐτυχισμένοι. Μὰ δὲν περνάει χρόνος καὶ τρέχουν σὲ δικηγόρο γιὰ διαζύγιο. Ποῦ εἶνε λοιπὸν ἡ συζυγικὴ ἀγάπη;
⃝ Νὰ δοῦμε καὶ τὴν ἀγάπη τῶν παιδιῶν; Ἐνῷ οἱ γονεῖς κοπίασαν γι᾽ αὐτά, ἔρχεται στιγμὴ ποὺ τὰ παιδιὰ τοὺς συμπεριφέρονται ἄστοργα καὶ τοὺς ἐγκαταλείπουν τελείως.
⃝ Λέμε τέλος ὅτι, ἂν ὑπάρχῃ μιὰ γνήσια ἀγάπη στὸν κόσμο, αὐτὴ εἶνε ἡ ἀγάπη τῆς μάνας. Ναί· ἀλλὰ μήπως δὲν βλέπουμε καὶ μάνες ποὺ ξερριζώνουν ἀπ᾽ τὰ σπλάχνα τους τὴ μητρότητα καὶ τρέχουν σὲ κλινικὲς καὶ πετοῦν τὰ παιδιά τους; Δὲν ὑπάρχουν καὶ πατεράδες ποὺ ἀποκληρώνουν τὰ παιδιά τους ἀπὸ μιὰ ἰδιοτροπία;
Ποῦ πῆγαν λοιπὸν ὅλες αὐτὲς οἱ ἀγάπες; Ἂς τὶς ὑμνῇ ὁ κόσμος· ἐγὼ δὲν θέλω σήμερα νὰ μιλήσω γι᾽ αὐτές. Θὰ σᾶς δείξω μιὰ ἄλλη ἀγάπη, πιὸ πλατειὰ κι ἀπ᾽ τὸν οὐρανό, πιὸ βαθειὰ κι ἀπ᾽ τὴ θάλασσα, ἀγάπη ποὺ «ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν», ὅπως λέει ὁ σημερινὸς ἀπόστολος (῾Ρωμ. 5,5). Ποιά εἶνε ἡ ἀγάπη αὐτή;
* * *
Εἶνε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Τὸ λέμε, μὰ κανείς δὲν συγκινεῖται, δὲν συγκλονίζεται. Ἄχ νά ᾽μουν ποιητὴς νὰ τὴν ψάλω, νά ᾽μουν ζωγράφος νὰ τὴ ζωγραφίσω, νά ᾽μουν ῥήτορας νὰ τὴν ἐξυμνήσω. Γι᾽ αὐτὴν ὁμιλεῖ ὁ σημερινὸς ἀπόστολος· γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Τὴν αἰσθάνεσθε; Ὁ κόσμος δὲν τὴν αἰσθάνεται. Λέει ὁ ἄλλος «φίλε μου» ἢ «ἀδελφέ μου», λέει ὁ ἄλλος «γυναίκα μου» ἢ ἡ ἄλλη «ἄντρα μου», λέει ὁ ἄλλος «πατέρα» ἢ «μάνα μου» καὶ γεμίζει ἡ καρδιά του· τὸ αἰσθάνεται. Ἀλλ᾽ ὅταν ποῦμε «Θεέ μου» ποιός τὸ αἰσθάνεται; Ἀπ᾽ ὅλες τὶς λέξεις αὐτὴ ἔπρεπε νὰ μᾶς συγκινῇ, νὰ τὴν προφέρουμε μὲ ὅλο τὸ σεβασμό. Κι ὅμως μένουμε ἀδιαφόροι. Ὁ ἕνας συγκινεῖται μὲ τὴν ἐρωμένη του, ἡ ἄλλη μὲ τὸν ἀγαπητικό της, ὁ ἄλλος μὲ τὴ μάνα του, ὁ ἄλλος μὲ τὸν πατέρα του, ὁ ἄλλος μὲ τὸ παιδί του. Ἡ λέξι Θεὸς δὲν μᾶς συγκινεῖ. Γιατί; Διότι δὲν ἀγαπήσαμε τὸ Θεό. Καὶ δὲν τὸν ἀγαπήσαμε, διότι δὲν γνωρίσαμε τὴν ἀγάπη του.
–Μὰ ποῦ εἶνε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; θὰ πῆτε. Ὅπου νὰ ῥίξῃς τὸ βλέμμα σου, θὰ τὴ δῇς. Ὅπως εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ἐν αὐτῷ ζῶμεν»· ὅπως τὸ ψάρι κολυμπάει μέσ᾽ στὴ θάλασσα, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς μέσα στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Κι ὅπως ἅμα βγάλῃς τὸ ψάρι ἀπ᾽ τὴ θάλασσα σπαρταράει, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς· «ἐν τῷ Θεῷ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν» (Πράξ. 17,28)· ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μᾶς κρατάει.
Θέλετε ἀποδείξεις τῆς ἀγάπης του; Ὁ ἥλιος, αὐτὸ τὸ ἐργοστάσιο ἠλεκτρισμοῦ ποὺ στέλνει ἑκατομμύρια κιλοβὰτ δωρεὰν καὶ μᾶς θερμαίνει καὶ μᾶς φωτίζει· ὁ ἀέρας, ποὺ πνέει πάνω στὴ φλούδα τῆς Γῆς κι ἂν λείψῃ λίγα δευτερόλεπτα θὰ πάθουμε ὅλοι ἀσφυξία· τὸ νερό, ποὺ τρέχει γάργαρο καὶ μᾶς δροσίζει· οἱ καρποί, ποὺ βγάζει ἡ μάνα γῆ ἑκατομμύρια χρόνια τώρα καὶ μᾶς τρέφει· αὐτὸ τὸ χῶμα ποὺ πατοῦμε καὶ ποὺ ἂν σαλευθῇ λίγο δὲν θὰ μείνῃ τίποτα ὄρθιο· αὐτὰ τ᾽ ἀστέρια στὸν οὐρανό, αὐτὰ τὰ πουλιά, αὐτὰ τὰ δέντρα· κι ὅ,τι ἄλλο ὑπάρχει γύρω μας, ἀπὸ τὸ βρύο μέχρι τὸν πλάτανο κι ἀπὸ τὸ χαλικάκι μέχρι τὰ ἄστρα, τὰ πάντα εἶνε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μὰ δὲ σᾶς εἶπα τίποτα.
Ὑπάρχει κάτι ἄλλο, ἀνώτερο, ὑψηλότερο. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ στὸ ναὸ νὰ εὐχαριστήσουμε τὸ Θεὸ καὶ γιὰ τὸν ἥλιο καὶ γιὰ τὸν ἀέρα καὶ γιὰ τὶς τροφὲς καὶ γιὰ ὅποιο ἄλλο δῶρο του, ἀλλὰ πρὸ παντὸς γιὰ κάποια μεγαλύτερη εὐεργεσία, ποὺ ἂν δὲν τὴν αἰσθάνεσαι δὲν ἀξίζει νὰ λέγεσαι Χριστιανός. Ποιά εἶνε; Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε· τί;
Γιά σκεφτῆτε. Ἂν ἔρθῃ στὸ σπιτάκι σου σήμερα ὁ βασιλιᾶς καὶ μπῇ καὶ καθήσῃ στὴν πολυθρόνα, θὰ τό ᾽χῃς καύχημα. Ἀλλ᾽ ὄχι ἕνας ἐπίγειος ἄρχοντας, πού ᾽νε κι αὐτὸς ἄνθρωπος σὰν ἐμᾶς, ἀλλὰ «ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριος τῶν κυριευόντων» (Α΄ Τιμ. 6,15), αὐτὸς ποὺ μᾶς δημιούργησε ἀπ᾽ τὸ μηδέν, ἄφησε τὰ οὐράνια παλάτια, κατέβηκε ἐδῶ στὴ Γῆ, ντύθηκε τὴν πιὸ φτωχὴ στολή, πέρασε ὅλα τὰ μαρτύρια, σταυρώθηκε, ἔχυσε τὸ τίμιό του αἷμα, ἀναστήθηκε καὶ ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς, καὶ σκόρπισε μύρια πνευματικὰ ἀγαθὰ στὸν κόσμο. Ἂν δὲν ἐρχόταν, θὰ ἤμασταν μέσ᾽ στὸ σκοτάδι καὶ τὴν ἀπελπισία. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ μεγάλη εὐεργεσία μᾶς συγκαλεῖ στοὺς ναοὺς κάθε Κυριακὴ κι ὁ ἱερεὺς μπροστὰ στὸ ἱερὸ θυσιαστήριο λέει· «Σὺ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς παρήγαγες καὶ παραπεσόντας ἀνέστησας πάλιν, καὶ …εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνήγαγες καὶ τὴν βασιλείαν σου ἐχαρίσω τὴν μέλλουσαν. Ὑπὲρ τούτων ἁπάντων εὐχαριστοῦμέν σοι…, ὑπὲρ πάντων ὧν ἴσμεν καὶ ὧν οὐκ ἴσμεν, τῶν φανερῶν καὶ ἀφανῶν εὐεργεσιῶν». Σ᾽ εὐχαριστοῦμε, Κύριε, γιὰ ὅλα· γιὰ τὶς φανερὲς καὶ ἀφανεῖς εὐεργεσίες σου (εὐχ. ἁγ. ἀναφορᾶς).
* * *
Ὕστερα ἀπ᾽ ὅλα αὐτά, ἀδελφοί μου, τὸ ἐλάχιστο ποὺ ἔχουμε νὰ κάνουμε ἐμεῖς εἶνε, νὰ ᾽ρθουμε στὴν ἐκκλησία, νὰ σταθοῦμε μπροστὰ στὸν Ἐσταυρωμένο κι ἀπ᾽ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς νὰ ποῦμε· Χριστέ, σ᾽ εὐχαριστοῦμε. Ἕνα εὐχαριστῶ περιμένει ἀπὸ μᾶς τὰ ἀνάξια πλάσματά του. Τὸ λέμε; Ἕνα κόκκαλο πετᾷς στὸ σκυλὶ καὶ κουνάει τὴν οὐρὰ σὰν νὰ λέῃ· Ἀφέντη, σ᾽ εὐχαριστῶ – τόσο εὐγνῶμον εἶνε. Μακάρι νὰ εἴχαμε ἐμεῖς τὴν εὐγνωμοσύνη ποὺ ἔχει ἕνα σκυλί.
Ἔρχεται Κυριακή, χτυπᾶνε οἱ καμπάνες· πόσοι ἐρχόμαστε στὴν ἐκκλησιὰ νὰ ποῦμε τὸ εὐχαριστῶ; Γέμισαν οἱ παραλίες κ᾽ οἱ ἀμμουδιές. Ἂν ἤμασταν Χριστιανοί, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχῃ οὔτε ἕνας ἔξω ἀλλὰ ὅλοι νὰ εἴμαστε στὴν ἐκκλησία. Ὁ λαός μας δυστυχῶς σήμερα δὲν ἐκκλησιάζεται. Ἐὰν ἀφαιρέσουμε αὐτοὺς ποὺ ἔρχονται γιὰ τὰ μνημόσυνα, οὔτε δύο στοὺς ἑκατὸ δὲν ἐκκλησιάζονται. Καὶ κατὰ τὴν τάξι τῆς Ἐκκλησίας, τὰ μνημόσυνα γίνονται τὸ Σάββατο· τὴν Κυριακὴ ἕνα μνημόσυνο νὰ ὑπάρχῃ, τὸ μνημόσυνο τοῦ Χριστοῦ, ὅπως λέει ἡ θεία Λειτουργία· «Μεμνημένοι τοίνυν… τοῦ σταυροῦ, τοῦ τάφου, τῆς τριημέρου ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανοὺς ἀναβάσεως, τῆς δευτέρας καὶ ἐνδόξου πάλιν παρουσίας» (πρὸ τοῦ καθαγ.)· μόνο ἡ δική Του μνήμη, τίποτε ἄλλο.
Δὲν εἶνε ὅμως μόνο αὐτό, ὅτι οἱ πολλοὶ δὲν πατοῦν στὴν ἐκκλησία· εἶνε καὶ τὸ ἄλλο. Τὴν ἅγια ὥρα, ποὺ μέσα στὴν ἐκκλησία γίνονται θαύματα, ἔξω, σὲ δρόμους, γήπεδα, οἰκοδομὲς κ.λπ., ἀκούγονται φρικτὲς βλαστήμιες τῶν θείων, καὶ οὐδείς διαμαρτύρεται. Ἂν κάποιος πῇ τὴ μάνα σας μὲ τὴν κακὴ λέξι, θὰ τὸν σκοτώσετε. Σήμερα μακάριοι εἶνε ὅσοι δὲν ἔχουν αὐτιὰ ν᾽ ἀκοῦνε. Ἀγανακτεῖ ἡ ψυχή μας. Εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ μὴ γίνουμε καὶ ἀσεβεῖς. Ἂχ πατρίδα μου Ἑλλάδα, πῶς κατήντησες, ποὺ ἤσουν κάποτε ἁγιασμένη χώρα! Ποῦ εἶσαι, Κουντουριώτη, ποὺ μέσα στὸ καράβι σου τὸν «Ἀβέρωφ» δὲν ἄφηνες κανένα νὰ βλαστημάῃ τὸ Θεό;
Φοβᾶμαι, ἀδέρφια μου, –γράψτε το– ὅτι ὁ Θεὸς θὰ στείλῃ τὸν προφήτη Ἠλία μὲ τὴ μάχαιρα, ὄχι πλέον ἀπὸ ἀτσάλι ἀλλὰ μάχαιρα πυρηνικῆς ἐνεργείας, καὶ θὰ σφάξῃ καὶ θὰ σφάξῃ· θὰ κολυμπήσῃ στὸ αἷμα τὸ μοσχάρι καὶ τὸ ἄλογο μέχρι τὰ χαλινάρια (βλ. Ἀπ. 14,20). Ναί, θὰ γίνουν ὅλα αὐτά. «Ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ. 5,6. Κολ. 3,6).
Ἕνας τρόπος ὑπάρχει νὰ γλυτώσουμε. Μᾶς καλεῖ ὁ Ἐσταυρωμένος νὰ τὸν πλησιάσουμε, νὰ τὸν ἀγαπήσουμε, νὰ μετανοήσουμε, νὰ ἐπιστρέψουμε κοντά του, καὶ τότε μόνο «σωθησόμεθα (θὰ σωθοῦμε) ἀπὸ τῆς ὀργῆς» του ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος (῾Ρωμ. 5,9)· τῆς ὁποίας ὀργῆς εἴθε ν᾽ ἀπαλλαγοῦμε διὰ πρεσβειῶν τοῦ προφήτου Ἠλιοὺ καὶ πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Προφήτου Ἠλιοὺ Ἁγ. Παρασκευῆς – Ἀθηνῶν τὴν 12-7-1964. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 12-5-2015.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 101β΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868).
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.