Αυγουστίνος Καντιώτης



ΕΙΝΑΙ ΦΡΙΚΤΟ!!! ΠΟΥΛΑΜΕ ΤΗΝ ΑΘΑΝΑΤΗ ΨΥΧΗ ΜΑΣ, ΓΙΑ ΕΝΑ ΤΙΠΟΤΕ, ΣΤΟΝ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΤΥΡΑΝΝΟ & ΑΠΑΤΕΩΝΑ ΤΟΝ ΣΑΤΑΝΑ! ΟΠΟΙΟΣ ΑΚΟΥΣΕΙ & ΕΦΑΡΜΟΣΗ ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ: α) Απαρνηθη τον κακον του εαυτο, β) σηκωσει τον σταυρο του & γ) ακολουθηση τον ΧΡΙΣΤΟ, ΘΑ ΣΩΘΗ

date Σεπ 15th, 2019 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΣΤ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2223

Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωσιν (Μᾶρκ. 8,34 – 9,1)
15 Σεπτεμβρίου 2019
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Ο μεγαλυτερος θησαυρoς

.

«Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8,36-37)

τρυκιμ.-θαλασσα-ιστΜεγάλα καὶ συγκλονιστικὰ εἶνε, ἀγαπητοί μου, τὰ λόγια τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου. Ὅ­ποιος τ᾽ ἀκούσῃ καὶ τὰ ἐφαρμόσῃ, αὐτὸς σῴ­ζεται. Εἶνε συμβουλὲς κάποιου ὁ ὁποῖος μᾶς ἔχει ἀγαπήσει περισσότερο ἀπὸ τὸν πατέρα μας, συμβουλὲς ἀπὸ ἕνα στόμα ποὺ εἶπε πάν­τοτε τὴν ἀλήθεια καὶ ποτέ δὲν ἐξαπάτησε καν­ένα. Εἶνε λόγια τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὸν ὁποῖον οἱ προφῆτες εἶ­χαν προα­ναγγείλει, καὶ οἱ ἀπόστολοι ποὺ τὸν ἔζησαν τὸ ἐπιβεβαίωσαν, ὅτι δὲν «εὑρέθη δό­λος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Ἠσ. 53,9 = Α΄ Πέτρ. 2,22)· δὲν εἶπε ποτέ ψέμα, δὲν μίλησε ποτέ ἀπατηλά.
Τὰ λόγια αὐτὰ τὰ εἶπε ὅταν πλησίαζε τὸ τέλος τῆς ἐπιγείου ἀποστολῆς του καὶ εἶνε ἰδιαιτέρως βαρυσήμαντα.
Ἂς τὸν ἀκούσουμε λοιπόν.

* * *

Λέει τὸ Εὐαγγέλιο, ἀδελφοί μου, ὅτι ὁ Χρι­στὸς κάλεσε ὅλο τὸ λαὸ καὶ τοὺς μαθητάς του καὶ τοὺς εἶπε· «Ὅσ­τις θέλει ὀπίσω μου ἀ­κολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι»· ὅ­ποιος θέλει νὰ γίνῃ ἀκόλουθός μου, τὸν κα­λῶ νὰ ἀπαρνηθῇ τὸν ἑαυτό του, νὰ σηκώσῃ τὸ σταυρό του καὶ νὰ μὲ ἀκολουθῇ (Μᾶρκ. 8,34).
Πολλοὶ ἔχουν τὴν ἐντύπωσι ὅτι ὁ Κύριος κήρυξε μόνο τὴν εἰρήνη καὶ τὸ «Ἀγαπᾶτε ἀλ­λήλους» (Ἰω. 13,34· 15,12,17). Ναί, ἀλλ᾽ ὄχι μόνο αὐτά. Μὲ τὸ ὅλο κήρυγμά του ὁ Κύριος ἔκανε φανε­ρὸ ὅτι ἄρχισε μία πνευματικὴ μάχη, ὅτι κήρυξε ἕ­ναν ἀόρατο πόλεμο. Πόλεμο ἐναντίον τῶν τριῶν ἀσπόνδων ἐ­χθρῶν μας· τοῦ πονηροῦ διαβόλου, τοῦ ἁ­μαρτωλοῦ κόσμου καὶ τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου ποὺ φέρουμε μέσα μας.
Τώρα λοιπὸν κάνει ἐπιστράτευσι καὶ καλεῖ μαχητάς. Θέλει νὰ κάνῃ ἐπιλογὴ τῶν στρατι­ω­τῶν του· ἀλλὰ δὲν θέλει στρατιῶτες ἀναγ­καστικούς, θέλει ἐθελοντάς, γι᾽ αὐτὸ λέει· «Ὅ­ποιος θέλει…». Δὲν βιάζει κανέναν ὁ Κύριος. Ὁ καθένας εἶνε ἐλεύθερος ν᾽ ἀκολουθή­σῃ ἢ νὰ ἀρ­νηθῇ τὸ προσκλητήριό του.
Ὅσοι ὅμως θελήσουν ν᾽ ἀκολουθήσουν τὸ Χριστό, πρέπει νὰ γνωρίζουν καὶ νὰ ἀποδέχωνται τὶς ὑποχρεώσεις ποὺ ἀναλαμβάνουν, νὰ ξέρουν –ἂς ποῦμε μὲ σημερινὴ γλῶσσα– τὸν κανονισμὸ τοῦ στρατεύματός του. Τί ζητάει λοιπὸν ἀπὸ μᾶς ὁ Κύριος γιὰ νὰ εἴμαστε πραγματικὰ ἀκόλουθοί του; Τρία πράγματα ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.
Πρῶτον, «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν», ν᾽ ἀπαρ­νη­θοῦμε τὸν ἑαυτό μας. Τί σημαίνει τὸ ν᾽ ἀρ­νη­θῇ κανεὶς τὸν ἑαυτό του; ποιός εἶνε ὁ ἑαυτός μας ποὺ πρέπει νὰ τὸν ἀποστραφοῦμε, νὰ τὸν μισήσουμε καὶ νὰ τὸν ἐγκαταλείψουμε; Μήπως εἶνε τὸ σῶμα μας; Ὄχι· διότι τὸ σῶμα εἶνε δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶνε κάτι κα­­κό. Γιὰ νὰ καταλάβουμε τί ἐννοεῖ ἐδῶ ὁ Κύρι­ος, πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπ᾽ ὄψι μας, ὅτι ὁ ἄν­θρω­πος δὲν εἶνε τώρα ὅπως τὸν ἔπλασε στὴν ἀρ­χὴ ὁ Θεός· δὲν εἶνε τώρα δίκαιος, εὐ­θύς, ἐν­άρετος. Ἡ ἁμαρτία τὸν διέστρεψε καὶ τὸν ἐ­μό­λυνε· διαμόρφωσε μέσα του ἕ­­ναν ἄλλον ἄν­θρωπο, διεφθαρμένο, ποὺ ῥέπει πρὸς τὸ κα­κὸ καὶ τὴν καταστροφή του. Τὸ αἰ­σθανόμαστε καὶ οἱ ἴδιοι· ὑπάρχει μέσα μας καὶ κάποιος κακὸς σύμβουλος ποὺ μᾶς σπρώχνει ἀλλοῦ. Καὶ τί συμβουλεύει· νὰ δείχνουμε κακία, νὰ θυμώνουμε, νὰ λέμε ψέματα, νὰ συ­κοφαν­τοῦ­με, νὰ βλαστημοῦμε, νὰ ἀδικοῦμε, νὰ κλέ­βου­με, νὰ πιανώμαστε στὰ χέρια σὰν τ᾽ ἀ­γρίμια, ἀκόμη καὶ νὰ σκοτωνώμαστε.
Αὐτὸν λοιπὸν τὸν κακὸ ἑαυτό μας, τὸν «πα­λαιὸν ἄνθρωπον» (῾Ρωμ. 6,6. Ἐφ. 4,22. Κολ. 3,9), αὐτὸν τὸν παλιάνθρωπο, πρέπει ν᾽ ἀπαρνηθοῦμε· νὰ μὴ τὸν λυπηθοῦμε, ἀλλὰ νὰ τὸν διώξουμε ἀποφασιστικὰ ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς ψυχῆς μας. Γιατὶ ἂν αὐτὸς μείνῃ, ἐμεῖς θὰ καταστραφοῦμε.

Δεύτερον, «ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ». Τί ση­μαίνει αὐτὸ τὸ νὰ σηκώσουμε τὸ σταυρό μας; Σταυρὸς εἶνε τὸ ξύλο ἐπάνω στὸ ὁποῖο ἀ­πέθανε ἀτιμωτικὰ ὁ Κύριος. Ὅπως λοιπὸν ὁ Χριστὸς ὑπέμεινε τὸν σταυρό του, βάδισε δηλαδὴ ἀποφασιστικὰ πρὸς τὸν θάνατο, ἔτσι καὶ ὁ Χριστια­νὸς ἔχει τὸ δικό του σταυρό· πρέπει δηλαδὴ νὰ εἶνε ἕτοιμος νὰ ὑποστῇ κάθε θυσία, μέχρι θανάτου, γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τὸ ἅγιο θέλημά του. Ὁ στρατιώτης ὑποφέρει καὶ ταλα­ιπωρεῖται γιὰ τὴν ἐπίγεια πατρίδα, κ᾽ ἐμεῖς νὰ εἴμαστε ἀποφασισμένοι καὶ τὸ αἷμα μας ἀ­κόμη νὰ δώσουμε γιὰ τὴν οὐράνια πατρίδα.
Καὶ τρίτον, «ἀκολουθείτω μοι». Νὰ τὸν ἀκολουθοῦμε, νὰ ὑποτασσώμεθα σ᾽ αὐτόν, νὰ τηροῦμε ὅλες τὶς ἐντολές του, νὰ τὸν μιμούμεθα. Ὅπου ὁ Χριστός, ἐκεῖ κ᾽ ἐμεῖς. Ὅπως τὰ πουλάκια στὸ ἄκουσμα τῆς φωνῆς τῆς κλώσσας τρέχουν κοντά της, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς σὲ κάθε κλῆσι τοῦ Χριστοῦ νὰ τρέχουμε πατώντας ἐπάνω στὰ ἴχνη του. Εἶνε «ὁ ἀρχηγὸς τῆς σωτηρίας» (Ἑβρ. 2,10), ὁ Σωτήρας μας, ὁ Θεός μας· νὰ τὸν ἀκολουθοῦμε πιστὰ καὶ σταθερά, μὲ ἀκρίβεια καὶ προθυμία, διαρκῶς, ἰσοβίως.

* * *

Ἀλλὰ γιατί νὰ γίνουν τόσοι κόποι; γιατί νὰ ὑποφέρουμε ὅλα αὐτά; γιὰ ποιόν; Δὲν τὰ ζητάει ὁ Χριστὸς αὐτὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του, δὲν τὰ ἔχει ὁ ἴδιος ἀνάγκη· τὰ ζητάει γιὰ μᾶς, για­τὶ ἐ­μεῖς ἔχουμε τὴν ἀνάγκη. Σκοπός του εἶνε, νὰ σωθῇ ἡ ψυχή μας.
Καὶ τώρα στὸ εὐαγγέλιο μᾶς λέει, τί μεγάλος θησαυρὸς εἶνε ἡ ψυχή μας. Δὲν ὑπάρχει τίποτα ἰσάξιο μ᾽ αὐ­τήν, τίποτα δὲν ἀντιστα­θμί­ζει τὴν ἀξία της. Φανταστῆ­τε μιὰ ζυγαριά, ἡ ὁ­ποία κλί­νει πρὸς τὸ ἕνα μέρος, γιατὶ ἐκεῖ ὑ­πάρχουν ὅλα τὰ πολύτιμα πράγματα τοῦ κόσμου τούτου· μόλις ὅμως στὸ ἄλλο μέρος βάλουμε μία ψυχή, τὴν ψυχὴ ὄχι ἑνὸς ἐπωνύμου καὶ διασήμου ἀν­θρώπου ἀλλὰ τὴν ψυχὴ ἀκόμη καὶ τοῦ πιὸ ταπεινοῦ καὶ ἀσήμου θνητοῦ, ἀμέσως ἡ ζυγαριὰ κλίνει πρὸς τὰ ἐκεῖ. Τόση εἶνε ἡ ἀξία τῆς ψυχῆς· μεγαλ­ύτερη ἀπὸ τὴν ἀξία ὅλου τοῦ κόσμου! Αὐτὸ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο· «Τί γὰρ ὠφελήσει ἄν­­θρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζη­μιωθῇ τὴν ψυ­­χὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλα­γμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8,36-37).
Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἔχουμε συνείδησι τῆς ἀ­ξί­ας ποὺ ἔχει αὐτὸς ὁ πολύτιμος θησαυρός μας, ἀπερίσκεπτα τὸν ξεπουλᾶμε μὲ πολὺ φτηνὰ ἀνταλλάγματα· γιὰ λίγη ἐφήμερη διασκέδασι, γιὰ λίγο βρώμικο χρῆμα, γιὰ λίγη μάταιη δόξα. Πόσο ἀνόητοι εἴμαστε! Ἂν ἔχῃς μιὰ λίρα, δὲν τὴν δίνεις γιὰ νὰ πάρῃς μιὰ δεκάρα· ἂν ἔχῃς ἕνα πολύτιμο ῥολόι, δὲν τὸ πουλᾷς γιὰ ἕνα πακέττο τσιγάρα· δὲν σὲ συμφέρει νὰ πουλᾷς τὸ σιτάρι ἢ τὸ καλαμπόκι ἢ τὸ βαμβάκι ἢ τὰ ἑ­σπεριδοειδῆ ἢ τὸ γάλα ποὺ παράγεις ἐὰν δὲν σοῦ πληρώσουν τὴν ἀξία τους· διαφορετικά, εἶνε σὰν τὰ τὰ πετᾷς στὸ ῥέμα. Προσέχεις, καὶ καλὰ κάνεις, νὰ μὴ ζημιωθῇς στὰ ὑλικά· γιατί ὅμως δὲν προσέχεις, ἐξ ἴσου τοὐλάχιστον, νὰ μὴ ζημιωθῇς καὶ στὰ πνευματικά, ποὺ ἔ­χουν ἀσυγκρίτως μεγαλύτερη ἀξία;
Εἶνε φρικτό, ἀδελφοί μου· πουλᾶμε τὴν ἀ­θάνατη ψυχή μας σὲ ἕνα μεγάλο ἀπατεῶνα, τὸν σατανᾶ. Καὶ γιατί τὴν πουλᾶμε; γιὰ ἕνα τίποτα! Ὑπάρχουν λαοὶ στὴν Ἀφρική, στὴν Αὐ­στραλία, στὸ νότιο Ἀμερική, ποὺ οἱ δῆθεν πολιτισμένοι τοὺς ὀνομάζουν ὑποανάπτυκτους. Ζοῦν σὲ ἡμιάγρια κατάστασι στὴ φύσι, μέσα σὲ δάση ἢ κοντὰ σὲ ποτάμια. Ἐκεῖ βρίσκουν πολύτιμα πράγματα, διαμάντια καὶ μαργαριτά­ρια, ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν γνωρίζουν τὴν ἀξία τους, τὰ θεωροῦν χαλίκια. Ὡρισμένοι ὅμως Εὐρωπαῖοι ἔμποροι, ποὺ διακρίνουν ὅτι αὐτὰ εἶνε πολύτιμοι λίθοι, τὰ βάζουν στὸ μάτι καὶ κατορθώνουν νὰ τὰ πάρουν ἀπὸ τοὺς ἀγρίους. Τί κάνουν· τὰ ἀνταλλάσσουν μὲ κάτι μικρο­αν­­τικείμενα, μεταλλικὰ ἢ γυάλινα ποὺ λάμπουν, πολύχρω­μα ὑφάσματα, διάφορες γυαλιστε­ρὲς χάν­τρες, κομπολόγια κ.λπ.. Ὅταν οἱ ἰθαγενεῖς βλέπουν τὰ ἀντικείμενα αὐτὰ ἐνθουσιάζον­ται, τὰ ἀνταλλάσσουν χωρὶς ἄλλη σκέψι μὲ τὰ δικά τους, καὶ ἔτσι οἱ Εὐρωπαῖοι μαζεύουν τὰ μαργαριτάρια καὶ τὰ διαμάντια. Κάτι τέτοιο παθαίνουμε κ᾽ ἐ­μεῖς· ὁ σατα­νᾶς ξέρει τὴν ἀξία τῆς ψυχῆς, μᾶς δελεάζει καὶ μᾶς ξεγελάει μὲ τὴν ἁμαρτία, ποὺ τὴν κάνει νὰ φαν­τάζῃ σὰν γυαλιστερὴ χάντρα.

* * *

Ἂς κατανοήσουμε, ἀδελφοί μου, πόσο μεγάλη ἀξία ἔχει ἡ ψυχή. Γιὰ μία ψυχή, τὴν ἁ­μαρ­τωλὴ Σαμαρείτιδα, ὡδοιπόρησε ὁ Θεάνθρωπος· καὶ γιὰ τὶς ψυχὲς ὅλων μας σταυρώθηκε, γιὰ νὰ μᾶς σώσῃ. Εἶνε λοιπὸν ὁ μεγαλύτερος θησαυρὸς ποὺ ὑπάρχει. Γι᾽ αὐτὸ ἂς τὸν φυλάξουμε, ἂς τὸν προστατεύσουμε.
Καὶ ἂς φροντίσουμε γιὰ τὴν ψυχή μας. Νὰ τὴν στολίσουμε μὲ τὸ φόρεμα κάθε ἀρετῆς· τῆς πίστεως, τῆς ἐλπίδος, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ταπεινώσεως. Καὶ τότε ὁ Κύριος θὰ μᾶς βραβεύσῃ, ὅταν θὰ ἔλθῃ πάλι στὸν κόσμο τὴν «ἡ­μέραν ἐκείνην τὴν φοβεράν» (μεσονυκτ.), γιατὶ δείξαμε μέριμνα γιὰ τὴν ψυχή μας καὶ δὲν τὴν πα­ραδώσαμε στὰ χέρια τοῦ ἐχθροῦ μας.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπὸ τὸ χειρόγραφο ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἄγνωστο ἱ. ναὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας καὶ πιθανῶς τὴν 18-9-1938.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.