Ειδη νεκρωσεως… Ειθε ο Κυριος να μας αναστηση σε μια νεα πνευματικη ζωη με προγραμμα το ψαλμικο «Διδαξω ανομους τας οδους σου, και ασεβεις επι σε επιστρεψουσι» (Ψαλμ. 50,15).
Κυριακὴ Γ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 7,11-16)
Tοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου
Ειδη νεκρωσεως
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, ἀγαπητοί μου, μᾶς διηγεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα θαύματα τοῦ Χριστοῦ. Γινόταν κηδεία ἑνὸς παιδιοῦ. Ὁ Κύριος πλησίασε τὸ φέρετρο καὶ ἄγγιξε τὸ νεκρὸ λέγοντας· «Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι» (Λουκ. 7,14). Καὶ μὲ τὶς τρεῖς αὐτὲς μόνο λέξεις ἐπανέφερε τὸ παιδὶ στὴ ζωή, κι ὅλους τοὺς κατέλαβε «φόβος» καὶ «ἐδόξαζον τὸν Θεόν» (ἔ.ἀ. 7,16).
«Τὸ φρέαρ» ἐδῶ εἶνε «βαθύ», θέλουμε «ἄντλημα» (Ἰω. 4,11) γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ βγάλουμε νοήματα. Ἔχοντας λοιπὸν ὡς ὁδηγό, ὡς «ἄντλημα» κατάλληλο, τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, λέμε ὅτι ὁ νεκρὸς αὐτός, ποὺ ἀνέστησε ὁ Χριστός, δὲν εἶνε ὁ μόνος· ὑπάρχουν κι ἄλλοι νεκροί, κι ἄλλοι τρόποι νεκρώσεως. Κατὰ τὴ Γραφὴ καὶ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο ὑπάρχουν τρεῖς νεκρώσεις· ἡ μία εἶνε ἀκατηγόρητη, ἡ ἄλλη ἀξία ἐπαίνων, ἡ τρίτη ἀξία θρήνων. Ποιές εἶν᾽ αὐτές;
* * *
⃝ Ἡ πρώτη, ἀγαπητοί μου, ὅπως εἴπαμε, εἶνε ἀκατηγόρητη. Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε μὲ σῶμα καὶ ψυχή, δυστυχῶς ὅμως ὁ δεσμὸς μεταξύ τους διασπάσθηκε, καὶ ἔρχεται γιὰ τὸ κάθε παιδὶ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας ἡ στιγμὴ ποὺ ἡ ψυχὴ χωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα· ἐπέρχεται ὁ θάνατος, ὡς συνέπεια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Εἶνε ἡ ἐκτέλεσι τῆς ἀποφάσεως τοῦ Κυρίου ποὺ εἶπε «ᾟ δ᾽ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾽ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γέν. 2,17). Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ θὰ ζήσῃ καὶ δὲ θὰ πεθάνῃ.
Στὶς κηδεῖες ἀκοῦμε· «Θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι, ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατον καὶ ἴδω ἐν τοῖς τάφοις κειμένην τὴν κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ πλασθεῖσαν ἡμῖν ὡραιότητα, ἄμορφον, ἄδοξον, μὴ ἔχουσαν εἶδος· ὤ τοῦ θαύματος! τί τὸ περὶ ἡμᾶς τοῦτο γέγονε μυστήριον; πῶς παρεδόθημεν τῇ φθορᾷ; πῶς συνεζεύχθημεν τῷ θανάτω;» (Εὐχολ., εἰς κεκοιμ.· βλ. Παρακλ. ἦχ. πλ. δ΄, Σάββ. πρωὶ νεκρώσ.). Βλέπουμε τὸν ἄνθρωπο, τὴν εἰκόνα αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, νὰ ῥαγίζῃ, νὰ καταστρέφεται. Τί μυστήριο εἶν᾿ αὐτό!
Καὶ ὅμως, ἀγαπητοί μου, αὐτὸ ποὺ εἶνε μέσα στὸ φέρετρο δὲν εἶνε ὁ κυρίως ἄνθρωπος. Ὁ κυρίως ἄνθρωπος δὲν πέθανε. Αὐτὸ ποὺ ἀποσυντίθεται εἶνε μόνο τὸ περίβλημα τῆς ἀθάνατης ψυχῆς. Αὐτὴ τὴ διδασκαλία τῆς Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων τὴν εἶχαν αἰσθανθῆ καὶ οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας. Ὅταν καταδικάστηκε ὁ Σωκράτης εἰς θάνατον, εἶπε στοὺς μαθητάς του· Αὐτὸ ποὺ θὰ θάψετε δὲν εἶνε ὁ Σωκράτης, ὁ Σωκράτης θὰ εἶνε ἀλλοῦ, σ᾿ ἕναν ἄλλο κόσμο.
Ὁ Χριστὸς εἶπε ἕνα βαθὺ λόγο· «Οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων», γιὰ τὸ Θεὸ δὲν ὑπάρχουν νεκροί, εἶνε ὅλοι ζωντανοί, ζοῦν ἐνώπιόν του ὡς πνεύματα ἀθάνατα (Ματθ. 22,32. Μᾶρκ. 12,27. Λουκ. 20,37-38). Συνεπῶς, αὐτὴ ἡ νέκρωσις εἶνε φυσική, ἀποτέλεσμα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, καὶ δὲν θίγει τὸν κυρίως ἄνθρωπο, τὴν ψυχή.
⃝ Πᾶμε τώρα στὴ δεύτερη νέκρωσι, ποὺ εἶνε ἀξία ἐπαίνων. Μετὰ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα ὑπάρχει πλέον μέσα σὲ κάθε θνητὸ ὁ «παλαιὸς ἄνθρωπος» μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς κακὲς ἐπιθυμίες του. Ὅποιος κατορθώνει ν᾽ «ἀπεκδυθῇ» καὶ ν᾽ «ἀποθέσῃ» τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο (Ἐφ. 4,22. Κολ. 3,9), αὐτὸς ἐπιτυγχάνει μία εὐλογημένη νέκρωσι· ἐκτελεῖ τὴ θεόπνευστη ἐντολὴ ποὺ λέει σὲ ὅλους «Νεκρώσατε τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς…» (Κολ. 3,5). Τὸ εἶδος αὐτὸ τῆς νεκρώσεως καλλιεργεῖται κατ᾽ ἐξοχὴν στὸ μοναχισμό, στὰ σπήλαια τῶν ἀσκητῶν, ἀλλὰ καὶ στὸν κόσμο ἀπὸ κάθε πιστό.
Ποιά εἶνε αὐτὴ ἡ νέκρωσις; Ὑπάρχει μέσα μας κάτι κακό, ποὺ πρέπει νὰ πεθάνῃ. Μουγκρίζει, ἀφρίζει, φαρμακώνει, πνίγει. Ἂν δὲν τὸ σκοτώσουμε, δὲν θὰ δοῦμε ζωὴ αἰωνία. Ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ γίνῃ νεκρὸς στὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες, νὰ συσταυρωθῇ μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο, νὰ γίνῃ κι αὐτὸς ἕνας μικρὸς ἐσταυρωμένος. Ἔτσι ἦταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ ἔλεγε· Ἐγὼ πέθανα, «Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. 2,20). Αὐτὴ ἡ νέκρωσις ἐπιτυγχάνεται κατόπιν σκληροῦ ἀγῶνος καὶ ἀσκήσεως· κυρίως ὅμως εἶνε ἀποτέλεσμα τῆς θείας χάριτος.
Ὅποιοι ἔφτασαν σ᾽ αὐτὴ τὴ νέκρωσι, δὲν ἐντυπωσιάζονται πιὰ ἀπὸ τὸν ὑλικὸ κόσμο, ποὺ ἐμᾶς μᾶς τρελλαίνει. Οὔτε δόξες οὔτε πλούτη οὔτε ἡδονὲς τοὺς ἐνδιαφέρουν. Πήγαινε στὸ νεκροταφεῖο καὶ βάλε δίπλα στὸν τάφο ἑνὸς νέου τὴν πιὸ ὡραία γυναίκα, στὸν τάφο ἑνὸς φιλαργύρου ἕνα τσουβάλι λίρες, στὸν τάφο ἑνὸς φιλοδόξου ἕνα στέμμα· θὰ δώσουν σημασία;
Ἔτσι ἦταν οἱ ἅγιοι, ὅπως βλέπουμε στὰ συναξάρια. Ἡ ἁγία Ματρώνα π.χ. στὴ Χίο ἀποφάσισε νὰ χτίσῃ μοναστήρι εὐλογημένο. Ἐκεῖ λοιπὸν ποὺ ἔσκαβαν, βρίσκουν ἕνα θησαυρό. Ἡ ἁγία, παρ᾽ ὅλο ποὺ εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ χρήματα, δὲν χάρηκε. Φοβόταν μήπως αὐτὰ δὲν εἶνε ἀπ᾽ τὸ Θεό. Καὶ πράγματι ἀποκαλύφθηκε ὅτι ἦταν ἀπὸ τὸ διάβολο. Στὸ βίο τοῦ πατριάρχου Ἰωακεὶμ τοῦ Γ΄, ποὺ πέθανε τὸ 1912, διάβασα ὅτι τὸν ἐξώρισαν στὸ Ἅγιο Ὄρος. Ὅταν ἐπανῆλθε στὸ θρόνο, ἀποφάσισαν νὰ τοῦ δώσουν ὅλους τοὺς καθυστερημένους μισθούς. Τοῦ πῆγαν σ᾿ ἕνα σακκὶ λίρες πολλές, τούρκικες χρυσές. Δὲν τοὺς ἔδωσε σημασία. Καὶ τὴν ἄλλη μέρα ἔμαθαν, ὅτι τὸ βράδυ τὶς μοίρασε ὅλες σὲ ἱεροὺς σκοπούς. Ἐπίσης, ὅταν οἱ κατήγοροι τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου τόλμησαν νὰ τὸν συκοφαντήσουν γιὰ σαρκικὰ ἁμαρτήματα, τοὺς εἶπε· Γυμνῶστε με, καὶ θὰ διαπιστώσετε τὴ νέκρωσι τῆς σαρκός μου!
Τέτοια κατορθώματα πρὸ Χριστοῦ ἦταν σπάνια. Διότι ἀπὸ ποῦ ἀρχίζει ἡ νέκρωσις; στὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος. Ἡ κολυμβήθρα εἶνε τάφος· ἐκεῖ συντρίβεται ἡ ἁμαρτία, ἡ θεία χάρις φυτεύει τὴ νέα ζωή. «Συνταφέντες σοι διὰ τοῦ βαπτίσματος, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, τῆς ἀθανάτου ζωῆς ἠξιώθημεν τῇ ἀναστάσει σου…», ψάλλουμε (ἀπολυτ. Βαΐων). Αὐτὴ λοιπὸν ἡ ἀθάνατη ζωή, ποὺ δίνει τὸ βάπτισμα, προϋποθέτει τὴ νέκρωσι τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ μπορέσῃ ὁ πιστὸς ν᾽ ἀναπτυχθῇ καὶ νὰ φτάσῃ «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. 4,13).
⃝ Ἐάν, ἀγαπητοί μου, δὲν γίνῃ νέκρωσις τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας, τότε πηγαίνουμε στὴν τρίτη νέκρωσι, ποὺ εἶνε ἀξία θρήνων. Ὅταν δηλαδὴ δὲν φροντίζουμε τὴν πνευματικὴ ζωὴ ποὺ δίνει τὸ βάπτισμα, εἰσχωροῦν στὸν ψυχικὸ ὀργανισμὸ «μικρόβια» (εἰκόνες, λογισμοὶ καὶ ἐπιθυμίες) ποὺ φέρνουν φθορά. Πῶς μπαίνουν; «Ἀπ᾽ τὰ παράθυρα», λέει ὁ προφήτης. «Ἀνέβη θάνατος διὰ τῶν θυρίδων» (Ἰερ. 9,21). «Θυρίδες» εἶνε οἱ αἰσθήσεις· κι ὅταν δὲν τὶς φρουροῦμε, εἰσέρχεται δι᾿ αὐτῶν ὁ πνευματικὸς θάνατος.
Ἀρχικὰ ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται σὲ κατάστασι ἀμελείας, ῥαθυμίας, νυσταγμοῦ· εἶνε ὁ ὕπνος ποὺ φοβήθηκε ὁ Δαυῒδ ὅταν ἔλεγε «μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον, μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου· Ἴσχυσα πρὸς αὐτόν» (Ψαλμ. 12,4-5). Αὐτὸ μοιάζει μὲ μιὰ ἀσθένεια ποὺ κάνει θραῦσι στὴν Ἄπω Ἀνατολή· προέρχεται ἀπ᾽ τὸ τσίμπημα μιᾶς μύγας καὶ φέρνει ὕπνο. Ἔτσι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ λογισμοί· φέρνουν ὕπνο, καὶ μετὰ τὸν ὕπνο ἔρχεται ἡ νέκρωσις. Ὁ πνευματικὰ νεκρὸς δὲ βλέπει τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, δὲν ἀκούει τὸ λόγο του, δὲν κάνει ἐλεημοσύνη, δὲν πατάει στὴν ἐκκλησία, ἡ καρδιά του εἶνε ἄδεια.
Αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους ὁ Κύριος τοὺς ὀνομάζει νεκρούς. «Ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς», εἶπε στὸ Εὐαγγέλιο (Ματθ. 8,22). Καὶ γιὰ τὸν ἄσωτο ποὺ ἐπέστρεψε εἶπε·«νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε» (Λουκ. 15,32). Κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει· Ἐσεῖς ποὺ λατρεύατε τὰ εἴδωλα ἤσασταν «νεκροὶ τοῖς παραπτώμασι» (Ἐφ. 2,5). Καὶ ἡ Ἀποκάλυψις λέει στὸν ἀμετανόητο ἁμαρτωλό· «Οἶδά σου τὰ ἔργα», γνωρίζω τὰ ἔργα σου, «ὅτι ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς, καὶ νεκρὸς εἶ», ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς ἀλλὰ εἶσαι νεκρός (Ἀπ. 3,1).
* * *
Σήμερα, ἀδελφοί μου, ἐπικρατεῖ νέκρα. Φέρετρο ἔχουμε καὶ δὲν τὸ λέμε. Νομίζει κανεὶς πὼς βαδίζει μέσα σ᾿ ἕνα ἀπέραντο νεκροταφεῖο μὲ ὀστᾶ ὅπως στὴν πεδιάδα ἐκείνη ποὺ εἶδε ὁ Ἰεζεκιὴλ κι ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε νὰ κηρύξῃ (κεφ. 37ο). Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι ἕνα εἶν᾽ ἐκεῖνο ποὺ θ᾿ ἀναστήσῃ τὶς νεκρὲς κοινωνίες· ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ποιός λόγος; ὁ προφητικός, ὁ ἀποστολικός, ὁ ἐλεγκτικός, ποὺ τολμᾷ νὰ πῇ στὸν ἁμαρτωλό· «Εἶσαι ταλαίπωρος καὶ ἐλεεινὸς καὶ πτωχὸς καὶ τυφλὸς καὶ γυμνός» (Ἀπ. 3,17).
Ἐγὼ διαφωνῶ μ᾽ ἐκείνους ποὺ λένε ὅτι ἔχουμε ἀναγέννησι. Ποῦ τὴ βλέπουν τὴν ἀναγέννησι; Ἄ, στὰ χαρτιά, στὰ περιοδικά, στὶς ὁμιλίες κ.λπ.; Νεκρὰ εἶν᾿ ὅλα. Στὴ λατρεία δὲν ὑπάρχει τάξις – ἡσυχία, οἱ νεωκόροι κινοῦνται σὰν ἐπαγγελματίες, οἱ ἐπίτροποι ἐνδιαφέρονται μόνο γιὰ εἰσπράξεις, οἱ ψάλτες δὲν ψάλλουν ὅπως ὁ Παπαδιαμάντης, κήρυγμα δὲν ἀκούγεται, οἱ παπᾶδες δὲν ἀνατριχιάζουν ὅταν πιάνουν τὰ ἅγια, οἱ ἱεροκήρυκες κολακεύουν, οἱ ἐπίσκοποι δὲν σκέπτονται τίποτα ἐκτὸς ἀπὸ μίτρες καὶ ἐγκόλπια. Νεκροὶ εἶνε ἀκόμη καὶ στὴ Σύνοδο. Δὲ θέλω νὰ παρεξηγηθῶ, ἀλλὰ καὶ οἱ θρησκευτικοὶ σύλλογοι ποὺ ὑπάρχουν δὲν ἔχουν καμμία ζωντάνια, δὲν ἔχουν ἀγάπη. Μᾶς ἔκλεψε ὁ διάβολος καὶ γίναμε σκορποχώρι. Ὦ βουνοὶ καὶ νάπαι, κλαύσατέ μας!
Εἴθε ὁ Κύριος νὰ μᾶς ἀναστήσῃ σὲ μιὰ νέα πνευματικὴ ζωὴ μὲ πρόγραμμα τὸ ψαλμικὸ «Διδάξω ἀνόμους τὰς ὁδούς σου, καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ σὲ ἐπιστρέψουσι» (Ψαλμ. 50,15).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ποὺ ἔγινε στὴν αἴθουσα τοῦ συλλόγου «Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς» τὴν Κυριακὴ 19-10-1958 μετὰ τὴ θ. λειτουργία. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 9-10-2011.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.