Εχουμε ματια της ψυχης; «Τι σοι θελεις ποιησω; Κυριε, ινα αναβλεψω» (Λουκ. 18,41). Nα κρατησουμε το φως της πιστεως, να κρατησουμε την πνευματικη ορασι, για να βλεπουμε που βαδιζουμε & ως ατομα & ως Eθνος
Περίοδος Δ΄- Ἔτος ΙΖ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 7382
Κυριακὴ ΙΔ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 18,35-43)
1 Δεκεμβρίου 2019 (2000) πρωὶ
Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστινου Καντιώτου
Εχουμε ματια της ψυχης;
«Τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω» (Λουκ. 18,41)
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μᾶς διηγεῖται σήμερα ἕνα ἀπὸ τὰ μεγάλα θαύματα, ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Δεκαεννέα αἰῶνες μᾶς χωρίζουν ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ Χριστὸς ἔκανε τὸ θαῦμα· καὶ ὅμως τὸ θαῦμα αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἐπαναληφθῇ, μπορεῖ νὰ γίνῃ καὶ δικό μας θαῦμα.
–Μὰ πῶς εἶνε δυνατὸν τὸ θαῦμα αὐτὸ νὰ ἐπαναληφθῇ;
Ἀκοῦστε, ἀγαπητοί μου.
* * *
Ὁ Κύριος ἦρθε γιὰ νὰ σκορπίσῃ φῶς στὸν κόσμο. Καὶ ἄρχισε τὴν περιοδεία του. Μιὰ μέρα ἔρχεται σὲ μιὰ μεγάλη πόλι, τὴν Ἰεριχώ. Μόλις ἄκουσαν οἱ κάτοικοι τῆς Ἰεριχοῦς ὅτι ἔρχεται ὁ Χριστός, βγῆκαν ὅλοι νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν. Περνάει ὁ Χριστός. Τὸν παρακολουθεῖ ὁ κόσμος.
Ξαφνικά, πάνω ἀπὸ τὶς φωνὲς καὶ τὶς ζητωκραυγές, ἀκούγεται μιὰ φωνὴ συγκλονιστική, φωνὴ σὰν αὐτὲς ποὺ ἀκούγονται καὶ στὴ θεία λειτουργία, μιὰ φωνὴ ποὺ ἔλεγε· «Κύριε, ἐλέησον»· «Υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με» (Λουκ. 18,38).
Ὁ Χριστὸς φαινόταν ὅτι δὲν δίνει σημασία· συνέχιζε νὰ προχωρῇ. Περίεργο πρᾶγμα· αὐτός, ποὺ ἔφτειαξε τὰ αὐτιὰ τοῦ ἀνθρώπου, νὰ μὴν ἀκούῃ; «Κύριε, ἐλέησον!» ἀκούγεται κάποιος νὰ φωνάζῃ. Οἱ ἄλλοι τὸν ἐμποδίζουν, ἀλλ᾿ αὐτὸς δὲν σταματᾷ. Ἡ φωνή του ὅσο πάει καὶ δυναμώνει, γίνεται καμπάνα ποὺ ἀκούγεται παντοῦ.
Ποιός νὰ ἦταν αὐτὸς ποὺ φώναζε «Κύριε, ἐλέησον»; Τὸ ὄνομά του εἶνε γνωστὸ ἀπὸ ἄλλο Εὐαγγέλιο· λεγόταν Βαρτίμαιος (Μᾶρκ. 10,46). Ἦταν φτωχός. Καὶ ὄχι μόνο φτωχὸς ἀλλὰ καὶ ἀνήμπορος. Γι᾿ αὐτὸ στεκόταν σὲ κάποιο σταυροδρόμι, ἅπλωνε τὴν παλάμη, καὶ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη ἀπὸ τοὺς διαβάτες. Μὰ αὐτὴ τὴ φορὰ περνᾷ ἀπὸ ᾿κεῖ ὄχι ἕνας συνηθισμένος διαβάτης· περνάει ὁ Χριστός. Τί νὰ ζητοῦσε ἆραγε ὁ Βαρτίμαιος ἀπὸ τὸ Χριστό; Λεφτά; Ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε πάνω του οὔτε δίλεπτο· δὲν ἔπιασε ποτέ αὐτὴ τὴν κοπριὰ τοῦ διαβόλου – γιατὶ κοπριὰ τοῦ διαβόλου εἶνε τὸ ἄτιμο χρῆμα. Τί ζητοῦσε λοιπὸν αὐτός; Ὁ Χριστὸς ἐπὶ τέλους τὸν ρωτάει· –Τί θέλεις; Στὸ χέρι τοῦ Χριστοῦ ἦταν τὸ πᾶν. Τί θέλεις; τοῦ λέει· θέλεις ἀσήμι, θέλεις χρυσάφι; Μπορῶ ν᾿ ἀνοίξω ἐγὼ τὰ σπλάχνα τῆς γῆς καὶ νὰ βγάλω ἀσήμι καὶ χρυσάφι νὰ σοῦ δώσω. Τί θέλεις, διαμάντια; Δικά μου εἶνε. Τί θέλεις, σπίτια, μέγαρα;…
Καὶ ἂν ἀκόμη ὁ Χριστὸς ἄνοιγε τὰ σπλάχνα τῆς γῆς καὶ τοῦ ᾿δινε μὲ τὸ φτυάρι τὸ χρυσάφι καὶ τὸ ἀσήμι, ὁ Βαρτίμαιος δὲν θὰ ἱκανοποιεῖτο. Γιατί; Ἂς τ᾽ ἀκούσουν αὐτοὶ ποὺ νομίζουν ὅτι τὸ χρῆμα, ὁ παρᾶς – ὁ ὑλικὸς παράγων, εἶνε τὸ πᾶν. Δὲν ζητάει ὁ Βαρτίμαιος οὔτε ἀσήμια οὔτε χρυσάφια οὔτε τίποτε. Τί ζητάει; Κάτι παραπάνω· ζητάει τὸ φῶς του. Ἦταν τυφλός! Θέλω, λέει, Κύριε, «ἵνα ἀναβλέψω» (ἔ.ἀ. 41).
Ναί, ἀγαπητοί μου. Παραπάνω ἀπὸ τὸ χρῆμα τὸ ἄτιμο, τὴν κοπριὰ αὐτὴ τοῦ διαβόλου ποὺ λατρεύει ἡ ἀνθρωπότης, στὴν κλίμακα τῶν ἀξιῶν ὑπάρχουν ἄλλα πράγματα. Παραπάνω ἀπὸ τὸ χρῆμα εἶνε ἡ ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου. Παραπάνω ἀπὸ τὴν ὑγεία εἶνε ἡ τιμὴ καὶ ἡ ὑπόληψις, τὸ ὄνομα ποὺ ἔχει ὁ κάθε ἄνθρωπος. Καὶ παραπάνω ἀπὸ τὴν τιμὴ καὶ τὴν ὑπόληψι εἶνε ἡ γαλήνη τῆς συνειδήσεως, ἡ ἄφεσις τῶν ἁμαρτιῶν. Αὐτὰ δὲν μπορεῖς νὰ τ᾿ ἀγοράσῃς μὲ τὸ χρῆμα.
Θέλω νὰ «ἀναβλέψω», θέλω τὸ φῶς μου, εἶπε ὁ τυφλός. Καὶ ὁ Κύριος ἱκανοποίησε τὸ αἴτημά του αὐτὸ μὲ μεγάλη εὐκολία. Αὐτὸς ποὺ εἶπε «Γενηθήτω φῶς» (Γέν. 1,3) καὶ ὁ οὐρανὸς φωτίστηκε ἀπὸ τὸν ἥλιο, αὐτὸς ὁ Κύριος λέει· «Ἀνάβλεψον» (Λουκ. 18,42). Μιὰ λέξι. Κι ἀμέσως ὁ τυφλὸς εἶδε τὸ φῶς του. Κι ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη, σὰν τὸ σκυλὶ ποὺ ἀκολουθεῖ τὸν ἀφέντη του, ἔτσι καὶ ὁ πρώην τυφλὸς ἀκολουθοῦσε πιστὰ κι ἀφωσιωμένα τὸν Κύριο. Δὲν χωρίστηκε πιὰ ἀπὸ τὸ Χριστό.
* * *
Ἀδελφοί μου! Αὐτὸ τὸ θαῦμα, ὅπως εἶπα, μπορεῖ νὰ γίνῃ καὶ δικό μας θαῦμα. Αὐτὸ τὸ ὑπόδειγμα μᾶς διδάσκει, ὅτι μποροῦμε κ᾿ ἐμεῖς ν᾿ ἀνοίξουμε τὰ μάτια μας.
–«Ν᾿ ἀνοίξουμε τὰ μάτια μας»; Μὰ τί κουβέντα εἶν᾽ αὐτή; Δόξα τῷ Θεῷ ἔχουμε τὰ μάτια μας. Γιατί λές, «ν᾿ ἀνοίξουμε τὰ μάτια μας»;
Ναί, ὅλοι ἔχουμε μάτια. Ἀλλὰ τέτοια μάτια ἔχουν καὶ τὰ ζῷα. Δὲν ἐννοῶ τὰ μάτια αὐτά. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ μάτια αὐτά, τὰ ὑλικά, ὑπάρχουν καὶ ἄλλα μάτια· μάτια νοερά, ψυχικά, οὐράνια, μάτια τῆς πίστεως. Καὶ γι᾿ αὐτὰ τὰ μάτια εἶπε ὁ Χριστός· «Εἰς κρῖμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται» (Ἰω. 9,39). Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ βλέπουν μὲ τὰ μάτια τους τὰ σωματικά, ἀλλὰ δὲν βλέπουν μὲ τὰ μάτια τους τὰ ψυχικά.
Τυφλὸς ἦταν ὁ ἄνθρωπος τοῦ εὐαγγελίου σήμερα. Ἀλλ᾿ ἐνῷ ἦταν τυφλός, ἐν τούτοις αὐτὸς ἔβλεπε καλύτερα ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους. Αὐτοὶ ἔβλεπαν μὲ τὰ μάτια τους τὸ Χριστό, ἔβλεπαν τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, ὅλα τὰ ἔβλεπαν, καὶ ὅμως δὲν τὸν πίστευαν. Ἐνῷ ὁ τυφλός, ποὺ δὲν τὸν ἔβλεπε μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος, μπροστὰ στὰ μάτια τῆς ψυχῆς του τὸν ἔβλεπε νὰ λάμπῃ ὁλόκληρος. Πίστευε στὸ Χριστό.
Τί τὸ ὄφελος, ἀγαπητοί μου, νά ᾿χῃς μάτια καὶ νὰ βλέπῃς ὅλα τὰ ὡραῖα τῆς γῆς, ὅταν δὲν ἔχῃς μάτια τῆς ψυχῆς νὰ βλέπῃς τὸ Χριστό; Δυστυχῶς ἡ κακία, ὁ φθόνος, ἡ ὑπερηφάνεια, ὁ ἐγωισμός, τυφλώνουν τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν μπορεῖ νὰ δῇ τὸν πνευματικὸ καὶ ἄυλο κόσμο. Ἔτσι σβήνουν μέσα ἀπὸ τὴν ψυχὴ ὅλα αὐτὰ τὰ ὡραῖα καὶ καταντοῦμε στὸν ὑλισμό. «Φάγωμεν πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13 = Α΄ Κορ. 15,32). Λέει κάπου ἡ Σοφία Σολομῶντος, ποιό εἶνε τὸ τραγούδι τῶν ὑλιστῶν. Ἀκοῦστε το· «Ἡ ζωή μας εἶνε λίγη» (2,1). Καὶ παρακάτω· Αὐτά σκέφτηκαν τὰ παιδιὰ τοῦ σκότους. «Ταῦτα ἐλογίσαντο, καὶ ἐπλανήθησαν· ἀπετύφλωσε γὰρ αὐτοὺς ἡ κακία αὐτῶν» (ἔ.ἀ. 2,21). Ναί, ἀδελφοί μου. Τυφλὸ κάνει τὸν ἄνθρωπο ἡ ἁμαρτία, τυφλὸ ψυχικῶς.
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος εἶνε γεγονὸς ὅτι προώδευσε. Γέμισε ὁ κόσμος σχολεῖα καὶ πανεπιστήμια. Νὰ μάθῃ τὸ παιδὶ γράμματα, λέει ὁ ἀγράμματος πατέρας· ἂς πουλήσουμε καὶ τὸ πουκάμισό μας, γιὰ νὰ μὴ μείνῃ τυφλό!… Σύμφωνοι· νὰ μάθῃ γράμματα. Καὶ πάει λοιπὸν καὶ σπουδάζει καὶ μαθαίνει γλῶσσες καὶ κάνει τὸ κεφάλι του ἐγκυκλοπαιδικὸ λεξικό. Ἀλλ᾿ ὅταν γυρίζει πίσω κλάψτε το· γυρίζει μ᾽ ἕνα μάτσο διπλώματα, ἀλλὰ ἄθεος! Προτιμῶ ὅμως ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν γραμματισμένο ἄθεο ἕναν ἀγράμματο ποὺ μένει πιστὸς στὸ Θεό.
Θέλετε ἕνα παράδειγμα; Ἔτσι ἦταν ὁ ἀείμνηστος στρατηγὸς Νικόλαος Παπαδόπουλος, ὁ θρυλικὸς «Παπποῦς», ποὺ ἔσωσε τὸ ἔθνος ἐπάνω στὰ ψηλὰ βουνά. Δὲν βγῆκε ἀπὸ ἀκαδημίες, δὲν πῆγε στὸ ἐξωτερικό. Ἦταν 100% Ἕλληνας. Ἀπὸ στρατιώτης, δεκανέας, λοχίας, στὴ Μικρὰ Ἀσία, παντοῦ, κράτησε ψηλὰ τὴν πίστι. Ἀγράμματος ἦταν, ἀλλὰ εἶχε μιὰ καρδιὰ Κολοκοτρώνη, Μιαούλη, Κανάρη, καρδιὰ χριστιανική. Τὸ μαρτυρῶ ἐγώ, ὡς στρατιωτικὸς ἱερεύς. Θυμᾶμαι, οἱ ἐχθροὶ μὲ τὰ κανόνια ἔρριχναν μέσα στὴ Φλώρινα· κι αὐτὸς ἀτρόμητος! Καὶ νίκησε αὐτὸς μὲ μιὰ φούχτα μαχητάς. Ἔγινε ἔπειτα τελετὴ στὸ ναὸ τῆς Φλωρίνης. Ἦρθε ὁ ἀρχιστράτηγος Παπάγος, ἦρθαν ὅλοι. Τοῦ ψάλλανε ἐγκώμια. Αὐτὸς στεκόταν σεμνά. Κι ἅμα τελείωσαν, πῆγε τότε μπροστὰ στὴν Παναγία, γονάτισε καὶ εἶπε· «Παναγιά μου! τὰ ἐγκώμια, ποὺ μοῦ λένε, δικά σου εἶνε. Σύ εἶσαι ἡ νικήτρια, ἡ στρατηγός μας!». Τέτοια ψυχή, τέτοια πίστι στὸ Θεό! Ποῦ εἶνε σήμερα αὐτὴ ἡ πίστι, αὐτὸ τὸ μεγαλεῖο;
Τυφλοὶ εἴμαστε, ἀγαπητοί μου. Τί νὰ τὰ κάνῃς τὰ γράμματα, τί νὰ τὰ κάνῃς τὰ πανεπιστήμια, τί νὰ τὰ κάνῃς ὅλα αὐτά, ὅταν δὲν ἔχῃς τὰ μάτια τῆς ψυχῆς; Ἐγὼ πέφτω καὶ προσκυνῶ ἕναν «Παπποῦ» ἀγράμματο, ἕνα πιστὸ τσοπᾶνο ἢ ἐργάτη, ἀλλ᾿ ὄχι ἕνα δῆθεν φιλοσοφημένο καὶ ἔξυπνο ἄθεο!
Γι᾿ αὐτό, ἀδελφοί μου, στὰ χρόνια ποὺ ζοῦμε ἂς κρατήσουμε τὸ φῶς τῆς πίστεως, τὴν πνευματικὴ ὅρασι, τὰ μάτια τῆς ψυχῆς. Ἔτσι θὰ βλέπουμε ποῦ βαδίζουμε καὶ ὡς ἄτομα καὶ ὡς ἔθνος. Ἔτσι καὶ ἡ πατρίδα μας θὰ γίνῃ πάλι ὁδηγὸς τοῦ κόσμου πρὸς δόξαν τῆς ἁγίας Τριάδος· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος ὁδ. Ἀχαρνῶν τῶν Ἀθηνῶν τὴν 3-12-1961. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 3-12-2000, ἐπανέκδοσις 9-11-2019.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 43βΆ τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868).
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.