Αυγουστίνος Καντιώτης



Κανεις δεν μπορει να αρνηθη οτι ζουμε σε ημερες πονηρες. Η Ελλαδα σειεται εκ θε­μελιων. Ολοκληρη η οικουμενη συνταρασσεται. Οι πιστοι αποτελουν μειονοτητα. Να εχουμε πιστι εις τον ΚΥΡΙΟ & να προσεχουμε να μην αφομοιωθουμε με τον κοσμο. Να αγωνιζομεθα για να κρατησουμε αφθορη τη συνειδησι μας. Να εχουμε πιστι στον Κυριο. Οι πονηρες ημερες θα τελειωσουν οπωσδηποτε. Λαμπρες ημερες θα ερθουν.

date Δεκ 31st, 2019 | filed Filed under: “ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ” π. Αυγουστ.

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΣΤ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2249

Νέο πολιτικὸ ἔτος – Πρωτοχρονιὰ
Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019 μεσονύκτιον
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστινου Καντιώτου

Οι ημερες εινε «πονηρες»

«Ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσιν» (Ἐφ. 5,16)

Μασονια copyΟἱ ἄνθρωποι, ἀγαπητοί μου, ἐκτιμοῦν τὴν ἀ­ξία τοῦ χρήματος. Ἀλλὰ τὴν ἀξία τοῦ χρόνου πόσοι τὴν ἐκτιμοῦν ὅπως πρέπει; Καὶ ὅμως ὁ χρόνος, ποὺ τρέχει ἀσταμάτητα, σὰν τὸ ῥεῦμα τοῦ πο­ταμοῦ, καὶ μᾶς φέρνει γρήγο­ρα ἀπὸ τὴ νηπιακὴ στὴν παιδικὴ ἡλικία, κι ἀπὸ τὴν παιδικὴ στὴν ἐφηβικὴ κι ἀπὸ τὴν ἐφηβικὴ στὴν ἀνδρικὴ κι ἀπὸ τὴν ἀνδρικὴ στὴ γεροντικὴ καὶ τέλος μᾶς ἁρπάζει καὶ μᾶς ῥίχνει στὴν αἰωνιότητα, εἶνε πολύτιμος. Εἶνε χρῆμα ἀνεκτίμητο. Ἀξίζει ἀσυγκρίτως περισσότερο ἀπὸ βουνὰ χρυσοῦ. Καὶ ἂν τώρα δὲν τὸν ἐκτιμοῦν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ τὸν ἀφήνουν καὶ διαρρέει ἄσκοπα, μὴν ἀμφιβάλλετε, ὅτι θά ᾽ρθῃ καιρὸς ποὺ θὰ κλάψουν πικρὰ γιὰ τὸ χαμένο χρόνο, καὶ θ᾽ ἀναζητήσουν λίγο χρόνο, λίγες μέρες, λίγες ὧ­ρες –τί λέω–, λίγα λεπτά, μὰ δὲν θὰ τὰ ἔχουν. Ὁ χρόνος φεύγει ἀνεπιστρεπτεί, σὰν τὸ ῥεῦμα τοῦ ποταμοῦ ποὺ δὲν γυρίζει πίσω. Καὶ ὅμως πόσο ἀπερίσκεπτα τὸν μεταχειρίζονται οἱ ἄνθρωποι!

* * *

Μία παραφροσύνη. Κάποτε, λένε, ἄνοιξε τὸ παράθυρο ἑνὸς ἀρ­χοντικοῦ, βγῆκε κάποιος ποὺ κρα­τοῦσε ἕνα σάκκο γεμᾶτο χρυσᾶ νομίσματα κι ἄρ­χισε ἕνα – ἕνα νὰ τὰ πετάῃ ἔξω, μέχρι ποὺ τὰ ἔρριξε ὅλα κι ὁ σάκκος ἄδειασε. Ἔτρεξε κόσμος καὶ μάζευε τὰ νομίσματα… Τί εἶχε συμβῆ· ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶχε τρελλαθῆ καὶ δὲν ἤξερε τί κάνει.

Σπάνιο, πολὺ σπάνιο, θὰ πῆτε, νὰ συμβῇ κάτι τέτοιο. Ἀλλὰ τὸ σπάνιο, ἄνθρωπος ποὺ παραφρο­νεῖ καὶ πετάει τὰ χρήματά του καὶ γελάει καὶ διασκεδάζει, αὐτὴ ἡ ἀπίθανη περίπτωσι, εἶνε παράδει­γμα – εἰκόνα μιᾶς πραγματικότητος στὴν ὁ­ποία ζῇ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ἀνθρωπότητος. Δὲν εἶνε βέβαια ὅλοι αὐτοὶ παράφρονες, εἶνε λογικοί. Καὶ ὅμως αὐτοὶ οἱ λογικοί, ποὺ δὲν ἀποκλείεται νά ᾽νε καὶ ἐπιστήμονες καὶ διεθνοῦς φήμης, διαπράτ­τουν μιὰ ἀφροσύνη χειρότερη ἀπὸ τοῦ παράφρονος ποὺ εἴπαμε. Γιατὶ σᾶς ἐρωτῶ· τί εἴμαστε ὅλοι ἐδῶ στὴ γῆ; ἰδιοκτῆτες; αἰώνιοι κάτοικοι; Ὄχι, ἀλ­λὰ «πάροικοι καὶ παρεπίδημοι» (Α΄ Πέτρ. 2,11). Λίγο θὰ μεί­νουμε. Ἡ Γῆ εἶνε ἕνα μεγάλο ξενοδοχεῖο, ἕνα ἀρχοντικό, ποὺ μένουμε προσωρινά. Δόθηκε στὸν καθένα μας ὡρισμένος χρόνος. Αὐτὸς ὁ χρόνος εἶνε ὅπως ὁ σάκκος μὲ τὰ χρυσᾶ νομίσματα τοῦ παράφρονος. Χρυσᾶ νομίσματα εἶνε οἱ ὧρες τῆς παρούσης ζωῆς. Ἄνθρωπε θνητέ, μὲ μία καὶ μόνο ὥρα, ἂν τὴν χρησιμοποιήσῃς σωστά, ἀγοράζεις τὸν Οὐρανό! Πρόσ­εξε λοιπὸν πῶς θὰ χρησιμοποιήσῃς τὶς ὧρες τῆς ζωῆς σου. Ἀλλὰ τί βλέπουμε; Οἱ ἄνθρωποι, ἀντὶ νὰ κάνουν καλὴ χρῆσι τοῦ χρόνου τους, τὸν σπαταλοῦν ἀπερίσκεπτα. Ἀνοίγουν κι αὐτοὶ τὸν σάκκο τῶν χρυ­σῶν νομισμάτων, καὶ πετοῦν πρὸς τὰ ἔξω ἀσκόπως ὅλο τὸν πλοῦτο τους.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ σπαταλάει ἄσκοπα καὶ μάταια τὸ χρῆμα, λέγεται ἄσωτος. Ὅλοι τὸν κακίζουν. Ἀκοῦς ἐκεῖ τὸν ἄθλιο! λένε, νὰ κληρονομή­σῃ ἀπ᾽ τὸν πατέρα του τόσες λίρες καὶ νὰ τὶς σπαταλήσῃ! αὐτὸς θέλει κρέμασμα… Ἀλλὰ μεγαλύτερος ἄσωτος καὶ ἄξιος μεγάλης τιμωρίας εἶνε ἐ­κεῖνος ποὺ σπαταλάει μάταια ὄχι χρῆμα ἀλλὰ τὸ χρόνο. Διότι χρῆμα ποὺ ἔχασες μπορεῖς νὰ τὸ ξαναποκτήσῃς, ἀλλὰ χρόνο ποὺ ἔφυγε σὲ ματαιότητες καὶ τρέλλες, εἶνε ἀδύνατον. Ἄνθρωποι, μὴν κλαῖτε τὰ χρήματα ποὺ χάσατε· κλάψτε πικρὰ τὸ χρόνο ποὺ σπαταλήσατε. Σεῖς, οἱ σπάταλοι τοῦ χρόνου, εἶστε οἱ μεγαλύτεροι ἄσωτοι.

* * *

Ὄχι ἀνεμοδεῖκτες καὶ χαμαιλέοντες. Τὴν ἀξία τοῦ πολυτίμου χρόνου ὑπογραμμίζει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος μὲ τὰ λόγια «Ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι» (Ἐφ. 5,16). Τί σημαίνει τὸ «ἐξαγοραζόμενοι»; Ὄχι, ὅπως τὸ ἑρμηνεύουν οἱ ἰδιοτελεῖς καὶ καιροσκόποι, νὰ κάνουμε δηλαδὴ ἀβαρίες στὴ συνείδησί μας, συμβιβασμοὺς μὲ τὴν ἀδικία καὶ τὴν παρανομία, νὰ προσ­ποιούμεθα καὶ νὰ ὑποκρινώμαστε, νὰ γινώμαστε ἀνεμοδεῖκτες σὲ κάθε πνοὴ ἀνέμου γιὰ νὰ τὰ βολεύουμε καὶ νὰ περνᾶμε καλὰ τὴ ζωή μας, ἀπολαμβάνοντας τὰ ἀγαθὰ μὲ ἄνεσι καὶ εἰρήνη γιὰ πολλὰ χρόνια μὲ εὐτυχία. Ὄχι. Δὲν μᾶς θέλει ὁ Θεὸς νὰ εἴμαστε «ποικίλοι καὶ παντοδαποί», ὅπως ὁ χαμαιλέων, τὰ γνωστὸ ἑρπετὸ ποὺ ἀλλάζει χρῶ­μα ἀνάλογα μὲ τὸ ἔδαφος ποὺ βρίσκεται. «Ἐξαγο­ραζόμενοι τὸν καιρὸν» σημαίνει, νὰ μὴν κοιμώμα­στε, νὰ εἴμαστε πάντα σὲ πνευματικὴ ἐγρήγορσι, νὰ μένουμε ἄγρυπνοι φύλακες τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς, καὶ πνευματικὰ πάνοπλοι νὰ κατοπτεύ­ουμε τὸν περίγυρό μας, νὰ βλέπουμε «τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν» (Ματθ. 16,3), νὰ κάνουμε φρόνιμη καὶ συνετὴ χρῆσι τοῦ χρόνου.
Ἂς ἐξηγήσουμε λίγο πιὸ ἀναλυτικά, ποιές εἶνε οἱ «πονηρὲς ἡμέρες».
Καθὼς ὁ χρόνος κυλάει, φέρνει εὐκαιρίες γιὰ πνευματικὴ πρόοδο, γιὰ ἐκτέλεσι καλῶν ἔργων. Γίνεται π.χ. στὴν πόλι μας κήρυγμα; περνάει ἀπ᾽ τὸ χωριό μας ἱεροκήρυκας ἢ πνευματικὸς ποὺ μᾶς καλεῖ σὲ μετάνοια καὶ ἐξομολόγησι; βρίσκον­ται περιπτώσεις ἀσθενῶν καὶ φτωχῶν ἀδελφῶν μας ποὺ χρειάζονται ὑλικὴ καὶ ἠθικὴ βοήθεια; ἢ ὑπάρχει κάποια ἐργασία ποὺ πρέπει νὰ τὴν κάνου­με πάσῃ θυσίᾳ; Αὐτὰ εἶνε εὐ­και­ρίες· προσοχὴ μὴ μᾶς ξεφύγουν. Ὅπως ὁ κυνηγὸς προσέχει καλὰ τὶς ἐ­πο­χὲς ποὺ περνᾶνε ἀπὸ τὰ νησιὰ καὶ τ᾽ ἀκρω­τήρια τὰ πουλιὰ καὶ τρέχει ἐγκαίρως στὰ περάσματα αὐτά, ἔτσι κι ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ κυνηγάῃ τὶς εὐκαιρίες καὶ ἄγρυπνος νὰ ἐκμεταλλεύεται ὅλα ἐκεῖνα ποὺ συν­τελοῦν στὴν πνευματική του πρόοδο καὶ στὸ καλὸ τοῦ πλησίον· νὰ γίνῃ κυνηγὸς ἄγρυπνος ποὺ θὰ περιμένῃ τὸ θεϊκὸ κυνήγι, καὶ ὄχι κυνηγὸς ἀμελὴς ποὺ κοιμᾶται κάτω ἀπὸ τὴ σκιὰ τοῦ δέντρου τὴν ὥρα ποὺ ἀπὸ πάνω του περνοῦν ὁλόκληρα κοπάδια πουλιῶν.
Ἀλλὰ ὁ χρόνος δὲν φέρνει μόνο εὐκαιρί­ες γιὰ τὸ καλό· παρουσιάζει καὶ σκάνδαλα καὶ δυσ­τυχίες καὶ τραγικότητες. Ὄχι ὅτι φταίει ὁ χρόνος γιὰ τὰ σκάνδαλα, τὶς δυστυχίες καὶ τραγικότητες τῆς ζω­ῆς· ὄχι. Τὸ κακὸ δὲν τὸ φέρνει ὁ χρόνος, δὲν ὑ­πάρ­χουν «ἀποφράδες» ἡμέρες καὶ ὧρες ποὺ πρέπει κανεὶς ν᾿ ἀποφεύγῃ. Δημιουργὸς τῶν κακῶν δὲν ­εἶνε ὁ χρόνος, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος. Αὐτὸς μὲ τὶς κα­λὲς ἢ τὶς κακὲς πράξεις του κάνει καλὲς ἢ κα­κὲς τὶς ἡμέρες. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ καὶ τὴν πιὸ λαμ­πρὴ ἡμέρα τοῦ χρόνου, τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, νὰ τὴ μεταβάλῃ μὲ τὰ κακουργήματά του σὲ ἡμέρα συμφορᾶς καὶ δυστυχίας. Αὐτὸς δίνει περιεχόμενο στὸ χρόνο καὶ τὸν γεμίζει ἢ μὲ ἀρετὴ ἢ μὲ τὴν κακία του. Καὶ ἂν σὲ μία περίδο οἱ κακοί, οἱ ἀ­σεβεῖς καὶ παραβάτες τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ἔ­χουν αὐξη­θῆ κι ἀποτελοῦν τὴν πλειονότητα τῆς κοινωνίας καὶ κυριαρχοῦν σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς, καὶ κατατρέ­χουν κάθε εὐσεβῆ καὶ ἐνάρετο, τότε ἡ ἐποχή, οἱ ἡ­μέρες ποὺ τὸ κακὸ θριαμβεύει στὸν κόσμο, λέγον­ται «ἡμέραι πονηραί». Τότε τὸ πεδίο δράσεως τοῦ καλοῦ περιορίζεται· τὸ καλό, ἡ πίστι καὶ ἡ ἀρετή, κα­ταδιώκεται, ἔχουμε διω­γμοὺς εὐ­σεβῶν καὶ αἵματα μαρτύρων καὶ σταυροὺς καὶ κρεμάλες δικαίων.
Νὰ φυλάξουμε τὴν πίστι. Σὲ περίοδο τέτοιων πονηρῶν ἡμερῶν ἂς προσέξουν οἱ πιστοὶ γιὰ νὰ «ἐξ­αγοράζουν τὸν καιρό». Πῶς; Κάνοντας φρόνιμη (=μυαλωμένη) καὶ συνετὴ (=σοφή) χρῆσι τοῦ χρό­νου κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου «Γίνεσθε φρό­νιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ ἀ­κέραιοι ὡς αἱ περιστεραί» (Ματθ. 10,16). Ἡ φρόνησις τοῦ φιδιοῦ ὅταν τὸ χτυπή­σουν εἶνε νὰ προφυλάξῃ τὸ κεφάλι του, καὶ ἡ φρόνησις τοῦ πιστοῦ σὲ καιρὸ διωγμοῦ εἶνε νὰ προφυλάξῃ τὸ σπουδαιότερο ἀπ᾽ ὅλα, αὐτὸ ποὺ ἂν τὸ χάσῃ ἔχασε τὸ πᾶν· καὶ αὐτὸ εἶνε ἡ πίστις του. Τὴν πίστι του δὲν θὰ τὴν προδώσῃ ἐπ᾿ οὐδενὶ λόγῳ· θὰ τὴν φυλάξῃ μὲ κάθε θυσία. Καὶ ὅπως ὅ­ταν πιάσῃ φωτιὰ σ᾽ ἕνα σπίτι καὶ καίγωνται τὰ πάν­τα, ὁ ἰδιοκτήτης θὰ προσπαθήσῃ νὰ σώσῃ ὅ,τι εἶνε τὸ πολυτιμότερο ἀδιαφορώντας γιὰ τὰ ἄλλα, ἔτσι καὶ ὁ πιστός. Ὅταν ὁ διάβολος βάλῃ φωτιὰ καὶ καίει τὰ πάντα, ὁ πιστὸς θὰ κρατήσῃ τὴν πίστι του καὶ θὰ διαφύγῃ μέσ᾽ ἀπ᾽ τὶς φλόγες τοῦ κόσμου τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀπιστίας ποὺ καίγεται. Καὶ ὅπως ὅταν κάποιος ληστὴς μπῇ μέσα σ᾽ ἕνα σπίτι καὶ ἀπειλήσῃ μὲ θάνατο τὸ νοικοκύρη, αὐτὸς γιὰ νὰ σώσῃ τὴ ζωή του τοῦ παραδίδει ὅλα τὰ χρήματα, ἔτσι καὶ ὅταν ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν ὅλων μας κακοποιοὶ καὶ ἀσεβεῖς καὶ ἄπιστοι κυριαρχοῦν καὶ ἐξουσιάζουν, τότε ὅλα μποροῦμε νὰ τοὺς τὰ δώσουμε, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πίστι καὶ τὴν ἀρετή. Αὐτὸ συμβουλεύει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός·
«Τοῦτο σᾶς λέγω καὶ σᾶς παραγγέλλω· κἂν ὁ οὐρανὸς νὰ κατέβῃ κάτω, κἂν ἡ γῆ νὰ ἀνέβῃ ἐπάνω, κἂν ὅλος ὁ κόσμος νὰ χαλάσῃ, καθὼς μέλλει νὰ χαλάσῃ, σήμερον – αὔριον, μὴ σᾶς μέλῃ τί ἔχει νὰ κάμῃ ὁ Θεός. Τὸ κορμί σας ἂς τὸ καύσουν, ἂς τὸ τηγανίσουν· τὰ πράγματά σας ἂς τὰ πάρουν· μὴ σᾶς μέλει· Δώσατέ τα· δὲν εἶνε ἰδικά σας. Ψυχὴ καὶ Χριστὸς σᾶς χρειάζονται. Αὐτὰ τὰ δύο, ὅλος ὁ κόσμος νὰ πέσῃ ἐπάνω σας, δὲν ἠμπορεῖ νὰ σᾶς τὰ πάρῃ, ἐκτὸς καὶ τὰ δώσετε μὲ τὸ θέλημά σας. Αὐτὰ τὰ δύο νὰ φυλάγετε, νὰ μὴ τὰ χάσετε… Τώρα χρειάζεται ἡ πίστις. Διὰ τοῦτο, ἀδελφοί μου, καλότυχοι καὶ τρισμακάριοι οἱ χριστιανοὶ ὁποὺ πιστεύουν τώρα, καὶ ἀλλοίμονον εἰς τοὺς ἀπίστους. Καλύτερα ἂν μὴ εἶχον γεννηθῆ εἰς τὸν κόσμον» (βλ. ἡμέτ. βιβλ. Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, Διδ. Δ΄, ἔκδ. «Σταυρός», Ἀθῆναι 201331, σσ. 180-181).

* * *

Ἐκεῖ εἶνε ἡ πατρίδα μας. Κανείς, ἀγαπητοί μου, δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθῇ ὅτι ζοῦμε σὲ ἡμέρες πονηρές. Τὸ κακὸ ἔχει ὑψώσει τὸ κεφάλι μὲ θράσος. Μεγάλα πολιτικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ σκάνδαλα συν­ταράσσουν τὸν τόπο. Ἡ πατρίδα σείεται ἐκ θε­μελίων. Καὶ μόνο ἡ Ἑλλάδα; Ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη συνταράσσεται. Οἱ πιστοὶ ἀνὰ τὸν κόσμον ἀποτελοῦν μία ἐλάχιστη μειονότητα.
Ἂς προσέχουν λοιπὸν πολύ. Ἂς προσέχουμε νὰ μὴν ἀφομοιωθοῦμε μὲ τὸν κόσμο, ἀλλά, διατηρώντας ἄφθορη τὴ συνείδησί μας μὴ παύσουμε νὰ ἀγωνιζώμαστε. Κάθε εὐκαιρία ποὺ παρουσιάζε­ται ὑπὲρ τοῦ καλοῦ ἂς τὴν ἁρπάζουμε. Ἂς γίνου­με ἔμπειροι ψαρᾶδες καὶ κυνηγοὶ τῶν θειοτέρων πρα­γμάτων. Ἔστω καὶ ἂν μᾶς μισοῦν, μᾶς χτυποῦν, μᾶς διώκουν καὶ μᾶς σταυρώνουν ἀκόμα, μὴ χάσουμε τὸ θάρρος. Ἂς ἐξαγοράζουμε κάθε στιγμή, κάνοντας καλή, θεάρεστη χρῆσι τοῦ χρόνου.
Νὰ ἔχουμε πίστι στὸν Κύριο. Οἱ πονηρὲς ἡμέρες θὰ τελειώσουν ὁπωσδήποτε. Λαμπρὲς ἡμέρες θὰ ἔρθουν, ἂν ὄχι ἐδῶ στὴ γῆ, ἀσφαλῶς ἐκεῖ στὸν οὐρανό. Μὴ λησμονοῦμε ποτέ ὅτι εἴμαστε «ξένοι καὶ παρεπίδημοι ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἑβρ. 11,13. Γέ. 23,4). Μὴν περιορίσουμε μόνο ἐδῶ, στὰ στενὰ ὅρια τοῦ παρόντος βίου, τοὺς πόθους μας γιὰ ἕνα καλύτερο αὔριο, γιὰ τὸ ὁποῖο ἔχουμε βεβαίως χρέος νὰ ἐργαζώμεθα· ἂς ἀτενίζουμε μὲ τὴν πίστι μακριά, πολὺ μακριά, καὶ ἂς λέμε κ᾽ ἐμεῖς ὅ,τι ἔλεγε καὶ ὁ ἀρ­χαῖος φιλόσοφος Ἀναξίμανδρος δείχνοντας τὰ ἀστέρια· «Ἐκεῖ εἶνε ἡ πατρίδα μου».

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

― περιοδικὸ «Σταυρός», φ. 59/Ἰαν. 1966, σσ. 1-4
«Κυριακὴ» 2249/2019 Οἱ ἡμέρες εἶνε «πονηρές» (Ἐφ. 5,16)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.