Διωγμος του αγιου Γρηγοριου του Θεολογου (βιντεο) 2. Γρηγοριος ο Ναζιανζηνος, η μεγαλη βελανιδια. Οι καρποι της· βιος και εργα του
Διωγμος του αγιου Γρηγοριου του Θεολογου
Σάββατο 25 Ἰανουαρίου 2020
Απόσπασμα «ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστινου
______________
_____________
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΖ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2255
Του Μητροπολίτου Φλωρινης π. Αυγουστινου
Γρηγοριος ο Ναζιανζηνος, η μεγαλη βελανιδια
Οι καρποι της· βιος και εργα του
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἀγαπητοί μου, ποὺ ἑορτάζουμε, γεννήθηκε στὴν Ἀριανζὸ τῆς Καππαδοκίας τὸ 330 μ.Χ.. Ἡ μητέρα του, ἁγία γυναίκα, λεγόταν Νόννα. Μὲ τὴ βοήθειά της ὁ πατέρας του, ποὺ λεγόταν ἐπίσης Γρηγόριος, πίστεψε στὸ Χριστό· ἔπειτα ἔγινε καὶ ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ἀφοῦ ἔμαθε γράμματα στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, σπούδασε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τὴν Ἀθήνα μὲ συσπουδαστὰς τὸν Μέγα Βασίλειο καὶ τὸν Ἰουλιανὸ τὸν Παραβάτη. Ὅταν γύρισε στὴν πατρίδα του ἔλαβε τὸ ἅγιο βάπτισμα καὶ ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο μαζὶ μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο. Ὁ χαρακτήρας του ἀναπτύχθηκε μὲ τὶς προσευχὲς τῆς μητέρας του, τὴ μελέτη τῆς Γραφῆς, τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως, τὴν ἱερὴ φιλία, τὴν πνοὴ καὶ αὔρα τῆς ἐρήμου.
* * *
Τώρα πλέον, ἀγαπητοί μου, τὸ μικρὸ δεντράκι, ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ἔγινε δέντρο μεγάλο, ἕτοιμο νὰ δώσῃ καρπούς. Καὶ τότε τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ τὸν πῆρε καὶ τὸν μεταφύτευσε.
Μὲ τὴν ἐπιμονὴ τοῦ πατέρα του ἔγινε πρεσβύτερος, βοηθός του. Μὲ τὴν ἐπιμονὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου λίγο ἀργότερα ἔγινε ἐπίσκοπος Σασίμων, μικρῆς πόλεως· ἀλλὰ πάλι ἔφυγε σὲ ἐρήμους. Ἀπὸ ἐκεῖ ὅμως τὸν ἅρπαξε τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἔφερε στὸ Βυζάντιο.
Ἦταν ἐποχὴ διωγμοῦ τῆς ὀρθῆς πίστεως, κυριαρχοῦσαν οἱ ἀρειανοί. Μόλις πάτησε ἐκεῖ τὸ πόδι του τὸν κυνήγησαν μὲ πέτρες. Ὅλοι οἱ ναοὶ στὴν Πόλι ἦταν στὰ χέρια τῶν αἱρετικῶν· ἕνας μόνο ἔμενε στοὺς ὀρθοδόξους, ὁ ναὸς τῆς Ἀναστασίας. Ἐκεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος στηλίτευσε τὴν αἵρεσι, σάλπισε τὸ δόγμα τῆς ἁγίας Τριάδος· ἐξεφώνησε τοὺς θεολογικοὺς λόγους του, κι ἀπὸ ᾽κεῖ πῆρε τὸ ἐπίθετο «Θεολόγος».
Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ φιλοαρειανοῦ Οὐάλη ὁ Μέγας Θεοδόσιος τὸν ἀνύψωσε τὸ 380 μ.Χ. σὲ πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ἦταν ἡμέρα ὡραία καὶ λαμπρά, ἡμέρα δόξης· τὸ φῶς ἐτέθη «ἐπὶ τὴν λυχνίαν» (Ματθ. 5,15) καὶ ἔλαμψε. Ἀλλὰ τὴν ὥρα ποὺ θὰ γινόταν ἡ ἐνθρόνισις ἐπικρατοῦσε κακοκαιρία, κύματα πελώρια χτυποῦσαν στὸ Βόσπορο, ὁ οὐρανὸς ἦταν μαῦρος, ἀστραπὲς καὶ βροντὲς ἔπεφταν. Οἱ αἱρετικοὶ ἔλεγαν· Βλέπετε; κακὸ σημάδι, ὁ Θεὸς δὲν τὸν θέλει… Ἀλλ᾽ ὤ τῶν θαυμασίων σου, Χριστέ! μόλις ὁ Γρηγόριος πάτησε τὸ πόδι του στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, λένε οἱ ἱστορικοί, ἀμέσως ὁ οὐρανὸς καθάρισε, τὰ σύννεφα ἔφυγαν καὶ ἕνας λαμπρὸς ἥλιος φώτισε τὴν Πόλι· σύμβολο ὅτι μέχρι τότε ἡ Ἐκκλησία ἦταν στὸν ζόφο, ἀλλὰ ἀφ᾽ ἧς στιγμῆς ἀνῆλθε στὸ θρόνο ὁ Γρηγόριος ἡ Ὀρθοδοξία ἔλαμψε. Ἔτσι πῆρε τὸ θρόνο, χωρὶς ὅμως νὰ λείψουν ἀπειλὲς ἀπὸ τοὺς ἀρειανούς· σχεδίασαν ἀκόμη καὶ νὰ τὸν δολοφονήσουν, καὶ μόνο τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ τὸν ἔσωσε.
Ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν ὀρθόδοξο πίστι.
Ὅταν μάλιστα ὁ Μέγας Θεοδόσιος συνεκάλεσε στὴ Βασιλεύουσα, στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης, τὴν Δευτέρα Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ 381 μ.Χ., ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἦταν σ᾽ αὐτὴν ὁ ἰθύνων θεολογικὸς νοῦς. Συνέβαλε ἀποφασιστικὰ στὴν διατύπωσι τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Κήρυξε σαφῶς καὶ στεντορείως τὴν πίστι στὴν ἁγία Τριάδα. Μετὰ δὲ τὴν κοίμησι τοῦ προέδρου τῆς Συνόδου ἁγίου Μελετίου ἔγινε καὶ πρόεδρος τῆς Συνόδου.
Ἀλλὰ ὁ φθόνος δὲν τὸν ἄφησε ἥσυχο. Κι ὅταν μέσα στὴ Σύνοδο δημιουργήθηκε ζήτημα κανονικότητος τῆς ἐκλογῆς του, ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ἀφοῦ προηγουμένως ἐξεφώνησε μνημειώδη ἀποχαιρετιστήριο λόγο, κουρασμένος ἀπὸ τοὺς ἀγῶνες καὶ ἐξαντλημένος ἀπὸ τὶς ἀσθένειες ὑπέβαλε παραίτησι. «Κέκμηκα (=κουράστηκα) καὶ λόγῳ καὶ φθόνῳ μαχόμενος, καὶ πολεμίοις καὶ ἡμετέροις», εἶπε (Ἑ.Π. Migne 36,481), καὶ ἀποσύρθηκε πάλι στὴν προσφιλῆ του ἔρημο.
* * *
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὅμως, ἀγαπητοί μου, δὲν δίδαξε μόνο στὴν ἐποχή του· διδάσκει κ᾽ ἐμᾶς μέχρι σήμερα μὲ τὰ σοφὰ συγγράμματά του.
Εἶνε κανεὶς ἐδῶ ποὺ θέλει νὰ φορέσῃ τὸ τίμιο ῥάσο τοῦ κληρικοῦ; Τοῦ συνιστῶ νὰ διαβάσῃ τὸν περίφημο Ἀπολογητικόν του λόγο (βλ. Ἑ.Π. Migne 38,407-514), κ᾽ ἐκεῖ θὰ δῇ πόσο μικρὸς εἶνε ἀπέναντι στὸ ὕψος τῆς ἱερωσύνης.
Εἶνε κανεὶς ποὺ θέλει νὰ λέγεται θεολόγος; Ἂν ἄλλοι διαβάζουν μυθιστορήματα, βλέπουν ταινίες ἢ ξενυχτοῦν στὰ καμπαρέ, ἐσὺ παιδί μου ἄνοιξε τοὺς Θεολογικοὺς λόγους τοῦ μεγάλου Γρηγορίου, νὰ θαυμάσῃς τὴν Ὀρθοδοξία, νὰ γίνῃς ζηλωτὴς τῆς πίστεώς μας. Ἐκεῖ λέει, ὅτι «Μνημονευτέον Θεοῦ μᾶλλον ἢ ἀναπνευστέον»· προτιμότερο νὰ θυμᾶσαι τὸ Θεὸ παρὰ ν᾽ ἀναπνέῃς· ἡ προσευχὴ εἶνε ἡ ἀναπνοὴ τῆς ψυχῆς· ὅπως δὲν μπορεῖ νὰ ζήσῃ κανεὶς χωρὶς ἀναπνοή, ἔτσι καὶ χωρὶς τὴν προσευχή (Ἑ.Π. Migne 36,16Β).
Εἶνε κανεὶς ἐδῶ ποὺ κλαίει, ἔχει πένθος γιὰ κάποιον φίλο ἢ συγγενῆ του; Ἂς ἀκούσῃ τὸν ἅγιο Γρηγόριο πῶς πένθησε τὸν πατέρα του, τὴν ἀδελφή του Γοργονία, τὸν ἀδελφό του Καισάριο, τὸν φίλο του Μέγα Βασίλειο· στάζουν παρηγορία οἱ ἐπιτάφιοι λόγοι του (βλ. Ἑ.Π. Migne 35,985-1044· 35,789-818· 35,756-788· 36,493-606)· ὑψώνουν ὅλους ἐκεῖ ποὺ ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου μας «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή» (Ἰω. 11,25) κι ὅτι «Ὁ Θεὸς δὲν εἶνε Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων» (βλ. Λουκ. 20,38).
Εἶνε κανεὶς ποὺ ἀρέσκεται στὴν ποίησι; Ἂς διαβάσῃ τὰ Ἔπη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου (βλ. Ἑ.Π. Migne 37,397-1600), ποὺ ὑπῆρξε καὶ μέγας ποιητής. Ὕμνοι, ποὺ ἀκοῦμε τὰ Χριστούγεννα, τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, τὰ Θεοφάνεια καὶ ἄλλοτε, εἶνε δικά του ἀπηχήματα, φράσεις παρμένες συχνὰ αὐτολεξεὶ ἀπὸ λόγους του. Ἔγραψε 18.000 στίχους. Ὁ κόσμος ψάλλει ἄλλα πράγματα (τὸν ἔρωτα, τὰ ἄστρα, τὴ γυναῖκα, ἐθνικοὺς ἥρωες…)· ἡ «κιθάρα» τοῦ Γρηγορίου εἶνε ἄλλου εἴδους, μεταφυσική, ψάλλει τὸν ἔρωτα στὸν ἐν Τριάδι Θεό, τὴ δόξα τοῦ Ἐσταυρωμένου.
* * *
Ὅταν καμμιὰ φορά, ἀγαπητοί μου –ἐξομολογοῦμαι–, ὁ σατανᾶς μὲ πειράζῃ καὶ νομίζω πὼς κάτι εἶμαι κ᾽ ἐγὼ μέσα στὴν Ἐκκλησία –φοβᾶμαι πολὺ τὸν πειρασμὸ τῆς ὑπερηφανείας–, ἀτενίζω στοὺς ἁγίους πατέρας καὶ βλέπω ὅτι μπροστά τους ἐμεῖς εἴμαστε πυγολαμπῖδες, κ᾽ ἔτσι ταπεινώνομαι. Μεγάλα ἀναστήματα ἐκεῖνοι, πρότυπα αἰώνια. Ἀλλὰ καθένας τους ἔχει τὸ χάρισμά του· διαφέρουν μεταξύ τους ὅπως «ἀστὴρ ἀστέρος διαφέρει ἐν δόξῃ» (Α΄ Κορ. 15,41).
Διαφέρουν οἱ πατέρες στὸν χαρακτῆρα καὶ τὴν ἰδιοσυγκρασία. Καθένας μὲ τὴ δική του φωνὴ ψάλλει τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἦταν φιλόσοφος καὶ θεολόγος. Γι᾽ αὐτὸ στὰ ἐμπόδια ποὺ συναντοῦσε, δὲν ἔμενε πάντοτε. Μόλις μερικοὶ ἔθεσαν ζήτημα κανονικότητός του, ἀπὸ εὐαισθησία καὶ λεπτότητα παραιτήθηκε λέγοντας· Ἂν ἐγὼ εἶμαι αἴτιος τῆς ταραχῆς, ἂν εἶμαι Ἰωνᾶς, ῥίξτε με στὴ θάλασσα, νὰ γαληνεύσῃ τὸ πέλαγος (βλ. Ἑ.Π. Migne 35,300· 37,1158).
Δὲν ἦταν βέβαια αὐτὸς αἴτιος, ἄλλοι ἦταν οἱ αἴτιοι τῆς διαταραχῆς. Διαφορετικὸς τύπος ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Δὲν εἶχε τὸν ποιητικὸ οἶστρο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, ἀλλὰ ἦταν μαχητής· καθάρισε τὴν Ἐκκλησία. Τοῦ κυκλοφόρησαν λιβέλλους, τὸν ὕβρισαν, τοῦ ἀπηύθυναν πλῆθος κατηγορίες· ἀλλὰ ἔμεινε ἀνένδοτος, μαχόμενος ἐναντίον ἀρχόντων, βασιλέων, ἀνακτόρων, ἐναντίον ὅλων, μέχρις ὅτου πέθανε ἐξόριστος στὴν Κουκουσό. Διάφοροι λοιπὸν χαρακτῆρες. Ἕνας τρόπος ἡ ὁδὸς τοῦ Γρηγορίου, φυγὴ στὴν ἔρημο· ἄλλος τρόπος ἡ ὁδὸς τοῦ Χρυσοστόμου, μάχη μέχρι ἐσχάτων.
Εἶνε ὡραῖο νὰ ζῇ κανεὶς στὴν ἔρημο καὶ μακριὰ ἀπὸ τὸ θόρυβο τοῦ κόσμου νὰ ὑψώνῃ τὰ χέρια στὸν οὐρανό· εἶνε Θαβώρειο ὄρος, καὶ «καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι» (Ματθ. 17,4). Πόσο ποθῶ κ᾽ ἐγὼ τὴν ἔρημο, ὁ Θεὸς τὸ γνωρίζει. Ἐκεῖ μεστώνει τὸ πνεῦμα, ἀποφεύγεις κακίες τῶν ἀνθρώπων, κακοήθειες τοῦ ὄχλου, διαφθορὰ τῶν ἀρχόντων, ἀθλιότητες ἐπισκόπων. Ἔχω δύο λογισμούς. Ὁ ἕνας μοῦ λέει· Αὐγουστῖνε, βάδισε τὴν ὁδὸ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τράβα στὸ μοναστήρι, ἄντε ἐκεῖ, νὰ σὲ λησμονήσουν ἐχθροὶ καὶ φίλοι, κ᾽ ἐσὺ ὡς ἁμαρτωλὸς νὰ τελειώσῃς τὸν ἐπίγειο βίο σου «εἰς ἑαυτὸν» καὶ Θεόν, «ὡς οἷόν τε, συστραφείς» (Ἑ.Π. Migne 36,29Α). Αὐτὸς εἶνε ἕνας λογισμός. Ὁ ἄλλος λογισμὸς μοῦ λέει· Ὄχι, μεῖνε ν᾽ ἀγωνιστῇς μέχρι τέλους, ὅ,τι καὶ ἂν σὲ περιμένῃ, βάσανα, περιπέτειες, ἐξορίες καὶ Κουκουσός. Ἐμεῖς δὲν εἴμαστε σὰν τοὺς πατέρας· μικροὶ εἴμαστε, ἐν τούτοις τὸ ἔργο ἐκείνων συνεχίζουμε. Κι ἀφοῦ διάφοροι εἶνε οἱ δρόμοι, ἐνῷ σκέπτομαι τὶς συκοφαντίες ποὺ ἔχω δεχθῆ, τοὺς κατατρεγμοὺς ἀπὸ ἀδελφούς, τὶς ἐγκαταλείψεις πνευματικῶν μου τέκνων, μιὰ φωνὴ μοῦ λέει· Μεῖνε καὶ ἀγωνίσου μέχρι τέλους γιὰ τὴ δόξα τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴν κάθαρσι.
Χρειάζεται κάθαρσις. Ἀλλ᾽ αὐτὴ ἀρχίζει ἀπὸ μᾶς. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος λέει· «Καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον, εἶτα καθάραι» καὶ «Καθαρτέον πρῶτον, εἶτα τῷ καθαρῷ προσομιλητέον» (Ἑ.Π. Migne 35,480Α, 1069Α). Στὸν ἀγῶνα αὐτὸν σᾶς καλῶ ὅλους. Ἂν ὑπάρχουν Χριστιανοὶ ποὺ προσεύχονται, ὁ Θεὸς θὰ κάνῃ τὸ ἔργο του, θὰ καθαρίσῃ τὴν Ἐκκλησία του.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Β΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ἑσπερινῆς ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε στὴν αἴθουσα τῆς ὁδ. Ζωοδ. Πηγῆς 44 – Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 21-1-1968 μὲ ἄλλο τίτλο.
Καταγραφή, διαίρεσις καὶ σύντμησις 1-1-2019.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.