ΤΟ ΦΡΑΓΓΕΛΙΟ – Αν αγαπητοι μου, ο Χριστος ερχοταν στην εκκλησια, θα μας εβγαζε εξω τους κληρικους, γιατι την καναμε μαγαζι. Κι αν πηγαινε στα σπιτια, θα πετουσε απ᾽ το παραθυρο ῥαδιοφωνα και τηλεορασεις που μερα – νυχτα μολυνουν· δεν θα μας εδινε την ευλογια του.
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΖ΄, Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2285
Παρασκευὴ τῆς Ζωοδ. Πηγῆς (Ἰω. 2,12-22)
24 Ἀπριλίου 2020
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου
Το φραγγελλιο (Ἰω. 2,15)
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ ἑορτὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Θὰ μιλήσω ἐπάνω στὸ εὐαγγέλιο μὲ ἁπλᾶ λόγια, ὅσο μπορῶ. Δῶστε προσοχή· νὰ μὴν ἐρχώμαστε ἁπλῶς στὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ νὰ καταλαβαίνουμε καὶ νὰ ξέρουμε τί πιστεύουμε.
* * *
Λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα, ὅτι στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρχε στὰ Ἰεροσόλυμα ὁ ναὸς τοῦ Σολομῶντος, ποὺ τὸν ἔχτιζαν ἐπὶ 46 χρόνια οἱ Ἑβραῖοι μὲ ὑλικὰ πολύτιμα. Ἦταν πάνω σὲ λόφο, περίβλεπτος, καὶ ἡ στέγη του, σκεπασμένη μὲ χρυσό, λαμποκοποῦσε. Σήμερα δὲν ὑπάρχει. Προσπαθοῦν νὰ τὸν ξαναχτίσουν, καὶ ἂν γίνῃ αὐτό, θά ᾽νε «σημεῖον τῶν καιρῶν» (Ματθ. 16,3).
Ὅλοι, τότε, θαύμαζαν τὸ μνημεῖο αὐτό, καὶ γιὰ νὰ προσκυνήσουν ἔφταναν ἐκεῖ ἀπ᾽ ὅλα τὰ σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος. Καθὼς ἀντίκρυζαν τὸ ναό, καμάρωναν εὐχαριστημένοι. Ὁ Χριστὸς ὅμως δὲν ἦταν εὐχαριστημένος. Γιατί ἆραγε;
Πῆγε ἐκεῖ παραμονὲς τοῦ πάσχα κι ἄκουσε θόρυβο ποὺ σκέπαζε τὶς ψαλμῳδίες καὶ προσευχές. Στὴν αὐλὴ τοῦ ναοῦ ἦταν ἀγελάδια, πρόβατα, γίδια, καὶ σὲ κλουβιὰ περιστέρια καὶ τρυγόνια. Τί τὰ ἤθελαν ἐκεῖ; Γιὰ θυσίες. Νὰ ξέρουμε ὅτι, ὅπως τώρα ἐμεῖς πᾶμε πρόσφορο, νάμα καὶ κερὶ γιὰ νὰ γίνῃ ἡ λειτουργία, ἔτσι οἱ Ἑβραῖοι προσέφεραν, ὁ μὲν πλούσιος ἕνα μοσχαράκι, ὁ φτωχότερος ἕνα πρόβατο, καὶ ὁ πιὸ φτωχὸς ἕνα ζευγάρι τρυγόνια ἢ περιστέρια, ποὺ τὰ ἔσφαζαν πάνω στὸ βωμό. Ἦταν λοιπὸν ἐκεῖ τὰ ζῷα, γιὰ ν᾽ ἀγοράζῃ ὁ κόσμος. Μὰ ἡ θέσι τους δὲν ἦταν ἐκεῖ καὶ γινόταν φασαρία.
Ὅταν ὁ Χριστὸς ἄκουσε καὶ εἶδε τοὺς ζῳεμπόρους νὰ πουλᾶνε καὶ τοὺς σαράφηδες νὰ ἐξαργυρώνουν νομίσματα, τότε, ὁ πρᾶος αὐτὸς καὶ ταπεινός, θύμωσε. Ἀκοῦτε; ποὺ λένε μερικοὶ ὅτι δὲν θύμωσε ποτέ! ἂς διαβάσουν τὸ Εὐαγγέλιο νὰ δοῦν. Ὁ Χριστὸς ἅρπαξε σχοινιά, τά ᾽πλεξε κ᾽ ἔκανε ἕνα φραγγέλλιον (Ἰω. 2,15), βούρδουλα (αὐτὸ θὰ πῇ φραγγέλλιον), σὰν καμουτσίκι. Καί, χωρὶς νὰ χτυπήσῃ κανένα, τὸ ἀνέμισε στὸν ἀέρα, ὅπως ὁ ἀγωγιάτης τὸ μαστίγιο ποὺ κάνει τὸ ἄλογο νὰ τρέχῃ. Ἔτσι καὶ ὁ Χριστός· ὕψωσε τὸ φραγγέλλιό του, ἀναποδογύρισε τὰ τραπέζια τῶν σαράφηδων μὲ τὰ νομίσματα, ἔδιωξε τὰ ζῷα καὶ τὰ πουλιά, τοὺς ἔδιωξε ὅλους καὶ τοὺς φώναξε· «Μὴ ποιεῖτε τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου οἶκον ἐμπορίου» (ἔ.ἀ. 2,16)· μὴν κάνετε, λέει, τὸ ναὸ ἐμπορικὸ μαγαζί.
* * *
Αὐτὰ εἶπε ὁ Χριστός, ὅπως λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Καὶ τὸ διαβάζουμε, γιατὶ ἐφαρμόζεται σὲ κάθε ἐποχή. Ἁρμόζει λοιπὸν καὶ σ᾽ ἐμᾶς. Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶνε «κουστούμι» ποὺ μᾶς ταιριάζει ἀκριβῶς. Ἔχουμε κ᾽ ἐμεῖς ναό, ἔχουμε ἐκκλησιὰ ἀνώτερη ἀπ᾽ τὸ ναὸ τῶν Ἰεροσολύμων. Καὶ ὅμως τί γίνεται ἐδῶ;
Στὸ δικό μας ναὸ δὲν φέρνουμε γίδια καὶ πρόβατα καὶ περιστέρια νὰ τὰ σφάξουμε· ἐδῶ γίνεται ἡ ὑψίστη θυσία. Θεέ μου! ἂν τὸ καταλαβαίναμε θὰ κλαίγαμε. Ἡ πιὸ μεγάλη θυσία ποιά εἶνε· «Λάβετε φάγετε…», «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…» (Ματθ. 26,26-27). Θυσία μεγάλη. Θυσιάζεται «ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. 1,36), ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Προσφέρεται θυσία ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νὰ πᾶμε ἐκεῖ, νὰ κοινωνήσουμε τὸ σῶμα του καὶ τὸ αἷμα του, γιὰ νὰ πάρουμε ζωὴ αἰώνιο.
Στὴν τουρκοκρατία, χωρὶς καμπάνες –δὲν ἐπιτρεπόταν–, ἔρχονταν ὅλοι ἀπὸ νωρίς· μόνο γέροι καὶ ἄρρωστοι ἔμεναν στὸ σπίτι. Εἶχαν καὶ τότε δουλειές, κτήματα καὶ ζῷα, ἀλλὰ πίστευαν στὸ Θεό· ἄκουγαν τὴ θεία λειτουργία μὲ κατάνυξι. Ὅπως καὶ στὴ ῾Ρωσία τώρα, ὅταν περνᾶνε τὰ ἅγια, γονατίζουν καὶ κλαῖνε.
Ἐδῶ τί γίνεται; Χτυπάει Κυριακὴ πρωὶ ἡ καμπάνα· πόσοι ἔρχονται στὴν ἐκκλησία; Πολλοὶ ἀδιαφοροῦν, πολλοὶ καταγίνονται μὲ δουλειές. Ἄλλοι ἔρχονται ὅ,τι ὥρα θέλουν. Μπαίνουν μέσα, σταυρὸ δὲν κάνουν, ἢ κάνουν μιὰ χειρονομία ποὺ δὲν εἶνε σταυρὸς ὀρθόδοξος. Πολλοὶ στέκονται ἀφῃρημένοι· τὸ μυαλὸ τό ᾽χουν ἀλλοῦ· μόνο τὸ κορμὶ εἶν᾽ ἐκεῖ, ἡ ψυχὴ ἀπουσιάζει. Μερικὲς γυναῖκες πιάνουν ψιλὴ κουβέντα. Οἱ ἐπίτροποι μετρᾶνε χρήματα. Ὁ παπᾶς λέει νυσταγμένα τὶς εὐχές. Τὰ παιδιὰ ἀπουσιάζουν ἢ βγαίνουν ἔξω. Μερικοὶ φεύγουν καὶ πρὶν τὸ «Δι᾽ εὐχῶν…». Συνέβη σὲ χωριὸ Κυριακή, τὴν ὥρα ποὺ μέσα στὸ ναὸ ἔλεγαν «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν…», ἀπ᾽ ἔξω κυνηγοὶ νὰ ῥίξουν τουφεκιὰ καὶ τὰ σκάγια νὰ σπάσουν τὰ τζάμια…
Καὶ αὐτὸ λέγεται θεία λειτουργία; Γίναμε θεομπαῖχτες. Ἂν σὲ καλέσῃ κάποιος σὲ τραπέζι, πηγαίνεις καὶ πέντε λεπτὰ νωρίτερα ἀπὸ τὴν ὥρα, γιὰ μὴ δείξῃς ἀγένεια. Ἐδῶ λοιπὸν σὲ καλεῖ ὁ Χριστὸς σὲ τραπέζι πνευματικό. Τὸ εἶπα καὶ ἄλλοτε· ὅποιος ἔρχεται μετὰ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» ἁμαρτάνει, δὲν ἔχει εὐλογία Θεοῦ. Ὅποιος φεύγει προτοῦ νὰ μοιράσῃ ὁ παπᾶς τὸ ἀντίδωρο, ἁμαρτάνει, εἶνε ὅπως ὁ Ἰούδας. Καὶ ὅποιος ἀκούει ἀπρόσεκτα τὰ ἱερὰ λόγια, λὲς κ᾽ εἶνε κινέζικα ἢ γιαπωνέζικα, ἀδικεῖ τὸν ἑαυτό του, εἶνε σὰν κάποιον ποὺ πετάει πολύτιμους λίθους καὶ κλωτσάει μαργαριτάρια.
Ἂν λοιπὸν ἐρχόταν ὁ Χριστὸς κ᾽ ἔβλεπε αὐτὴ τὴν ἀταξία, τί θά ᾽κανε; Θά ᾽παιρνε τὸ φραγγέλλιο καὶ θὰ μᾶς ἔδιωχνε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, γιατὶ δὲν λατρεύουμε τὸ Θεὸ ὅπως πρέπει.
* * *
Ἀλλὰ ἐκκλησία, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε μόνο αὐτή. Ἐκκλησία εἶνε καὶ κάθε σπίτι, κάθε οἰκογένεια. Δὲν τὸ λέω ἐγώ, τὸ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Διαβάστε τὴν Καινὴ Διαθήκη νὰ τὸ δῆτε (βλ. ῾Ρωμ. 16,4. Α΄ Κορ. 16,19. Κολ. 4,15. Φιλήμ. 2). Δὲν τὸ καταλάβαμε· κάθε σπίτι εἶνε μιὰ ἐκκλησιά, πρέπει νὰ εἶνε, κι ἀλλοίμονο ἂν δὲν εἶνε!
Ἑπομένως, ὅπως στέκεσαι μέσα στὸ ναό –ὅσο ἀσεβὴς κι ἂν εἶσαι, ἐκεῖ δὲν κάνεις ἄπρεπα πράγματα καὶ δὲν λὲς ἄπρεπα λόγια–, ἔτσι καὶ μέσα στὸ σπίτι σου. Γι᾽ αὐτὸ ὑπάρχουν ἐκεῖ εἰκονίσματα καὶ θυμιατήρι. Στὴν τουρκοκρατία τὸ βράδυ ἡ Χριστιανὴ γυναίκα προσευχόταν, θύμιαζε τὸ σπίτι, ἄγγελοι τοὺς προστάτευαν καὶ τρίχα ἀπ᾽ τὸ κεφάλι τους δὲν ἔπεφτε.
Ἐκκλησιὰ λοιπὸν πρέπει νά ᾽νε τὸ σπίτι. Καὶ ἐρωτῶ εἶνε ἐκκλησιά; Σήμερα δυστυχῶς τὸ ἀντρόγυνο ζῇ χωρὶς ἔννοια Θεοῦ, μιὰ ζωὴ ὑποβαθμισμένη, ἀνούσια, κτηνώδη. Ξυπνᾶνε, προσευχὴ δὲν κάνουν. Γυρίζουν ἀπ᾽ τὴ δουλειά, κάθονται στὸ τραπέζι καὶ –ἐνῷ ἀλλοῦ πεθαίνουν παιδιὰ ἀπ᾽ τὴν πεῖνα–, αὐτοὶ τρῶνε ἄφθονα τ᾽ ἀγαθά· καὶ ἐνῷ ἔχουν τὴ μπουκιὰ στὸ στόμα, βλαστημᾶνε οἱ ἀχάριστοι αὐτὸν ποὺ τοὺς τὰ χαρίζει. Τὸ βράδυ πέφτουν γιὰ ὕπνο ὅπως τὰ ἄλογα ζῷα στὸ στάβλο. Τὴν Κυριακὴ δὲν θὰ πῇ ὁ πατέρας, Πᾶμε στὴν ἐκκλησιά. Ἔρχεται Τετάρτη – Παρασκευή, τὶς μαγαρίζουν, καταλύουν τὰ πάντα. Ἔρχονται γιορτές, ἅγιες μέρες, τὶς μολύνουν μὲ ἀκαθαρσίες.
Τὸ πιὸ μεγάλο ἁμάρτημα ποὺ γίνεται στὰ σπίτια, γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς θὰ ῥίξῃ ἀστροπελέκι, ποιό εἶνε; Μοῦ ᾽ρχεται νὰ κλάψω, νὰ παραιτηθῶ, ν᾽ ἀφήσω τὴν ἕδρα μου. Πιστεύω στὸ Θεό, σ᾽ αὐτὰ ποὺ παρέλαβα ἀπὸ τοὺς πατέρες, αὐτὰ ποὺ λένε τὰ ἅγια βιβλία. Σήμερα μέσα στὰ σπίτια κατοικοῦν – τί; φονιᾶδες! Ἀστυνόμοι – εἰσαγγελεῖς, πιάστε τους πιάστε τους! Ποιοί εἶνε οἱ φονιᾶδες; Ἐξομολόγοι, ποὺ ἔστειλα σὲ ἐνορίες, γύρισαν μὲ κλάματα λέγοντας· –Μέσ᾽ στὰ 100 ἀντρόγυνα, ἕνα (1) βρήκαμε μόνο ποὺ νὰ κάνῃ παιδιά· τὰ ἄλλα; ἂς εἶν᾽ καλὰ οἱ κλινικές· λίρα καὶ ἔκτρωσι! Σκοτώνουν παιδιά! Τὸ μεγαλύτερο ἁμάρτημα ποὺ γίνεται.
Προχθὲς ἦρθε στὴ μητρόπολι ἕνας στρατηγὸς νὰ μὲ χαιρετήσῃ. (Ἐσᾶς δὲν σᾶς μαλώνω ὅπως αὐτούς. Στοὺς μικροὺς εἶμαι ἐπιεικής, τοὺς μεγάλους τοὺς χτυπῶ, γιατὶ φταῖνε περισσότερο). –Πόσα παιδιὰ ἔχεις, στρατηγέ μου; –Πόσα; δύο. Καὶ γελοῦσε. –Γελᾷς; –Ἔ, μὲ τόσες μεταθέσεις, πότε ἐδῶ – πότε ἐκεῖ. –Δὲν δικαιολογεῖσαι, τοῦ λέω. Μετὰ σκέφτηκε σοβαρὰ καὶ τί μοῦ λέει κλαίγοντας· –Ὁ πατέρας μου ἦταν πάμπτωχος, σ᾽ ἕνα χωριὸ στὸ Μοριά. Μπορεῖς, δέσποτα, νὰ πῇς πόσα παιδιὰ γέννησε; –Ποῦ νὰ ξέρω; –Ὁ πατέρας μου ἔκανε 14 παιδιά. Κ᾽ ἐγὼ τί σειρὰ εἶμαι; –Ποῦ νὰ ξέρω, στρατηγέ μου; εἶσαι ὁ πρῶτος; –Ὄχι, εἶμαι ὁ τελευταῖος! –Καὶ πῶς ὁ φτωχὸς αὐτὸς ἔκανε τόσα παιδιά; –Ἄ, λέει, ὁ πατέρας μου πίστευε στὸ Θεό!
Ἐκεῖνος πίστευε στὸ Θεό. Σήμερα δὲν πιστεύουν στὸ Θεό· στὰ λεφτὰ πιστεύουν. Γι᾽ αὐτὸ εἴμαστε κατηραμένοι· καί, ἐνῷ οἱ γείτονές μας αὐξάνουν, ἐμεῖς γίναμε γηροκομειό.
* * *
Ἂν λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ὁ Χριστὸς ἐρχόταν στὴν ἐκκλησιά, θὰ μᾶς ἔβγαζε ἔξω τοὺς κληρικούς, γιατὶ τὴν κάναμε μαγαζί. Κι ἂν πήγαινε στὰ σπίτια, θὰ πετοῦσε ἀπ᾽ τὸ παράθυρο ῥαδιόφωνα καὶ τηλεοράσεις ποὺ μέρα – νύχτα μολύνουν· δὲν θὰ μᾶς ἔδινε τὴν εὐλογία του.
Ὁ Χριστὸς μποροῦσε νὰ μᾶς τιμωρήσῃ μὲ μύριους τρόπους. Δὲν τὸ κάνει. Εἶνε μακρόθυμος καὶ πολυέλεος. Περιμένει τὴ μετάνοιά μας. Ἂς κλάψουμε κι ἂς παρακαλέσουμε τὴν Παναγία μας, νὰ γίνῃ ἵλεως, νὰ μᾶς δώσῃ μιὰ παράτασι, προθεσμία, γιὰ νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ βροῦμε ἔλεος παρὰ τῷ Θεῷ· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Κοιμήσεως Θεοτόκου Σκοπιᾶς – Φλωρίνης Παρασκευὴ τῆς Ζωοδ. Πηγῆς 19-4-1974)
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.