Αυγουστίνος Καντιώτης



«…ΑΝΑΘΕΜΑ ΕΣΤΩ» (Γαλατας 1, 8-9)

date Μαι 23rd, 2020 | filed Filed under: ΣYNEΡΓATΗΣ MAΣ π. Ι. Ν.

«…ΑΝΑΘΕΜΑ ΕΣΤΩ» (Γαλατας 1,8-9)
Agia-Grafi-ιστ copy

«’Εγώ ὁ Παῦλος, μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Θεοῦ Πατρός πού τόν ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν, ἀπευθύνομαι στίς ἐκκλησίες τῆς Γαλατίας.
Χάρι νά εἶναι σέ σᾶς καί εὐλογία ἀπό τό Θεό Πατέρα (μας) καί τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, πού ἔδωσε τόν ἑαυτό του γιά τίς ἁμαρτίες μας, γιά νά μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό τόν παρόντα κόσμο τοῦ κακοῦ, συμφώνως πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί πατέρα μας. Στήν πραγματικότητα δέν ὑπάρχει ἄλλο εὐαγγέλιο, ὑπάρχουν διαστρέφοντες τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά καί ἄν ἐμεῖς ἤ ἄγγελος ἀπό τόν οὐρανό σᾶς κηρύττῃ εὐαγγέλιο διαφορετικό ἀπ’ αὐτό πού σᾶς κηρύξαμε, ν ά ε ἶ ν α ι ἀ ν α θ ε μ α τ ι σ μ έ ν ο ς !
Ὅπως προείπαμε, καί τώρα πάλι λέγω: Ὅποιος σᾶς κηρύττειεὐαγγέλιο διαφορετικό ἀπ’ αὐτό πού παραλάβατε, ν ά  εἶναι ἀναθεματισμένος !
Ζητῶ ν’ ἀρέσω στούς ἀνθρώπους ἤ στό Θεό; Ἐάν βεβαίως ἀκόμη ἐπεδίωκα ν’ ἀρέσω στούς ἀνθρώπους, δέν θά ἤμουν δοῦλος τοῦ Χριστοῦ»! (Γαλάτας 1,1-10

— . —-

Τοῦ Ἱερέως Ἰωάννου Νικολοπούλος

Ἔκρινα σκόπιμον, πρό τῆς ἀποστολῆς τοῦ σημερινοῦ μου, νά ἐπαναπροωθήσω καί νά προηγηθῇ τῆς μελέτης αὐτοῦ, τό κατατοπιστικώτατο ἄρθρο τοῦ Θεολόγου – Ἐκπαιδευτικοῦ καί Συγγραφέα κ. Χρήστου Καραδήμου, πού ἀφοπλίζει καί αἴρει πᾶσαν ἀμφιβολίαν περί τοῦ ἐπιβεβλημένου, ἀφυπνιστικοῦ, εὐεργετικοῦ καί τοῦ σωτηρίου ἐλέγχου τῶν ἁμαρντανόντων, καί ὅτι «Ἡ ἀδιαφορία διά τούς ἁμαρτάνοντας, εἶναι ἁμαρτία».
Διαβαστε σε pdf, το ἄρθρο: Η ἀδιαφορία γιὰ τοὺς αμαρτάνοντας εἶναι αμαρτία

Παράκλησις, ὅπως μελετήσητε ΠΡΩΤΑ (το παραπάνω άρθρο τοῦ κ. Καραδήμου) καλοπροαίρετα, μέ βαθειά εὐθύνη, καί χωρίς προκαταλήψεις καί, μάλιστα, ἔχοντας τό θάρρος -ἵνα μή εἴπω τό θράσος- ν’ ἀντιλέξητε κατά τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου τοῦ ἐν τόσοις παραδείγμασιν ἁπλουμένου ἐν ὅλῃ τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ (ἐν τῷ ἄρθρῳ), ἀλλά καί κατά τῶν λιπαροτάτων καί ζηλευτῶν Πατέρων, Πνευματικοῦ ἀναστήματος ἑνός Μεγάλου Βασιλείου καί ἑνός Ἱεροῦ Χρυσοστόμου -πού ἐξαντλοῦν τοσοῦτον λεπτομερειακῶς τό θέμα-, γιά νά ἀφομοιώσετε καί ἐμπεδώσετε καί κάνετε κτῆμα σας, καί νιώσετε, πλέον, ὡς ὑποχρέωση καί καθῆκον σας τό νά «νουθετῆτε καί νά ἐλέγχετε τούς ἁμαρτάνοντας»!

Βαστώντας σφιχτά τά ἀρχικά σημαδιακά ἐκεῖνα λόγια τοῦ Παύλου μέσα μου, καί πιστεύοντας ὅτι ἡ μόνη δουλεία πού κάνει τόν ἄνθρωπο ἐλεύθερο ἀπ’ ὅλες τίς παντοειδεῖς ἄλλες δουλεῖες τοῦ κόσμου καί συντελεῖ στήν ἀποδέσμευσιν ἐκ τῆς κακίας, εἶναι ἡ «εἰς Χριστόν δουλεία», δηλαδή τό νά ἐπιδιώξῃς σάν τόν Παῦλο, νά γίνῃς «δοῦλος Χριστοῦ» (Ρωμ.1,1 & Τίτ.1,1), καί ὅτι ΕΝΑ εἶναι τό εὐαγγέλιο, καί ὁ ὁποιοσδήποτε παραχαράκτης καί διαστρεβλωτής τῶν ἐν αὐτῷ ἀληθειῶν, εἶναι ἐκ προοιμίου «ἀναθεματισμένος», ἄνευ οὐδεμιᾶς περαιτέρω, καί τῆς παραμικρᾶς ἔστω συζητήσεως, καί «ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ ἀκόμη ἄν συμβῇ νά εἶναι αὐτός», / ἄρχομαι τοῦ θέματός μου, ἀποτεινόμενος πρός πάντα ἀνήκοντα εἰς τό Ἑλληνικόν Ἔθνος, τόν ὀνομαζόμενον Ἕλληνα πρῶτον, ταυτοχρόνως-παραλλήλως δέ καί τόν ὑπείκοντα εἰς τά ἐν τῷ εὐαγγελίῳ κελεύσματα: «μή γινόμεθα δοῦλοι ανθρώπων, ἐπ’ ἐλευθερίᾳ ἐκλήθημεν, ἀδελφοί» (Α΄Κορ.7,23 & Γαλάτ.5,13), καί «μή δάκνωμεν ἀλλήλους καί κατεσθίωμεν, βλέποντες μή ὑπ’ ἀλλήλων ἀναλωθῶμεν» (Γαλάτ. 5,15).

Καί ἀρχόμενος (λοιπόν), ἐρωτῶ. Ἐάν οὕτως ἐντέλλεται τό Πνεῦμα τό Ἅγιον διά τῆς Γραφῆς. Ἐάν ἡ δουλεία καί ἡ τυραννία ἦταν αὐτά ἀκριβῶς πού ὁ χαρακτήρ καί ἡ πίστις τοῦ Ἕλληνα δέν μποροῦσε νά στέρξῃ καί νά τά ἀντέξῃ, καί γι’ αὐτά ξεσηκώθηκε, τότε μέν κατά την ἀρχαιότητα, τραχειά φωνάζοντας στή Σπάρτη τό «ἤ τάν, ἤ ἐπί τᾶς» κι’ ἀλλοῦ τό «μολών λαβέ», χωρίς πίστιν ὅμως εἰς τόν ἀληθινόν Θεόν, ἀλλ’ ἀμυδράν ἰδέαν περί τινος «ἀγνώστου θεοῦ» ἔχων, ἀφιερώσας μάλιστα καί βωμόν εἰς αὐτόν ἀνάμεσα στούς 12, / ἀργότερα δέ, ἀπηυδισμένος ἀπ’ τά τετρακόσια χρόνια τουρκικῆς σκλαβιᾶς, ξεστόμησε, «κροτώντας τὅνα χέρι μέ τἄλλο ἀπό ἀγανάκτηση καί ἀπελπισιά» (Ἐθν.Ὕμνος), τό «ἐλευθερία ἤ θάνατος», γράφοντας Θούρια σάν τοῦ Βελεστινλῆ τού Ρῆγα τοῦ Φεραίου «Ὡς πότε, παλληκάρια, θά ζῶμεν στά στενά, μονάχοι σάν λιοντάρια στές ράχες στά βουνά … Καλύτερα μιᾶς ὥρας ἐλεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά καί φυλακή»(!), καί ξεσηκώθηκε παντοῦ μέ σύνθημα «γιά τοῦ Χριστοῦ τήν Πίστιν τήν Ἁγίαν καί τῆς Πατρίδος τήν Ἐλευθερίαν». / Καί νά, πού ἀκόμα καί τό 1940, τό φιλότιμο καί ἡ ἀνδρειοσύνη τοῦ Ἕλληνα καί ἡ πίστη δέν ἐξέλειπον. Ἕνα πελώριο ἡρωϊκό ΟΧΙ, ἔγραψε καί πάλι λαμπρές σελίδες στήν Παγκόσμια Ἱστορία. Σ’ ὅλη τήν Ἑλλάδα, μά κυρίως

στ’ Ἀλβανικά βουνά,

στίς τραχειές χαράδρες τῆς Ἠπείρου,

τ’ ἄστρα πού μελετοῦν τή γῆ,

μέσα στό φῶς τοῦ ὀνείρου,

οἱ χιονοσκέπαστες κορφές,

τά ἄγρια τῆς Πίνδου Τόξα,

μιλοῦνε γιά μιά δόξα

καί γιά μιά λεβεντιά!

Καί, ναί. Εἶναι σοφά παρατηρημένο καί ἀποδεδειγμένο, ὅτι «πατρός τε καί μητρός τε καί τῶν ἄλλων προγόνων ἀπάντων, τιμιώτερον καί ἁγιώτερόν ἐστιν ἡ Πατρίς». Χωρίς Πατρίδα, τῆς ὁποίας «τάς ὁροθεσίας» (ὅρια-σύνορα) ἔθεσεν ὁ Θεός (Πράξ.17,26), δέν μπορεῖς νά συμπήξῃς οἰκογένεια σταθερά κάπου σέ μιά γωνιά τῆς γῆς, κάτω ἀπό το βλέμμα καί τήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, οὔτε Κράτος, ἀλλ’ ἀμπέλι ξέφραγο, καί οἱ ἄνθρωποι περιφερόμενοι ἀπό τόπου εἰς τόπον, οὐχί μετοικοῦντες («μή οἰκίας μένειν αὐτούς εὑρίσκειν καί ἐν αὐταῖς κατοικεῖν»), (ἀλλ’) ἐν σκηναῖς διαβιοῦντες.

Ἔστω, ὅτι ἔχομεν χῶρον – Κράτος μέ σύνορα, καί οἰκογένειαν μέ πίστιν ξεκάθαρη, διακεχωρισμένην ἔναντι τῆς ἐννοίας τῆς Πατρίδος καί τῆς Θεότητος τοῦ Χριστοῦ. Προβάλλει ἐπιτακτικό τό ἐρώτημα σήμερα. Οἱ Πολιτειακοί καί Θρησκευτικοί Ἄρχοντες ἀπό τί «πιστεύω» ἐμφοροῦνται, ποῖαι αἱ μεταξύ των σχέσεις ὡς πρός τήν τήρησιν τῶν δύο αὐτῶν πίστεων, καί ποία ἡ ἐλευθερία ἐνασκήσεως καί βιώσεως ὑπό τοῦ λαοῦποιμνίου ἀντιστοίχως τῶν δύο αὐτῶν «πιστεύω» ἐν τῇ πράξει καί στήν καθημερινή τους ζωή;

Τό ἀληθές τοῦ πράγματος, ἀφήνει νά ἐξαχθῇ τό συμπέρασμα ὅτι, οὔτε οἱ χθεσινοί, οὔτε οἱ σημερινοί κυβερνῶντες ὁμονοοῦν εἰς ἀμφότερα τά πιστεύω, πρός ὄφελος καί ὠφέλειαν τῆς δύστυχης Πατρίδος μας, ἀλλά περισσότερον τῆς εἰς Χριστόν Πίστεως, διότι ἄνευ αὐτῆς πού ἀπορρέει ἐξ Ἐκείνου «οὐ δυνάμεθα ποιεῖν οὐδέν» (Ἰωάν.15,5). Καί ἐξηγοῦμαι.

Τίς τῶν Θρησκευτικῶν ἀρχόντων ἠδυνήθη ἐξ ὑπαρχῆς καί ἅμα τῇ εἰς ἈρχιεπίσκοπονἘπίσκοπον ἐκλογῇ του νά ξεκαθαρίσῃ τήν θέσιν του, μή ὁρκιζόμενος ἐνώπιον τοῦ/τῆς Προέδρου τῆς Δημοκρατίας νά πειθαρχῇ κατά πάντα στά κελεύσματα τῆς Πολιτείας, ὥστε ἀνεξάρτητα νά δύναται, ὅταν χρειάζεται, νά διαφοροποιῆται καί ἀποστασιοποιῆται,«νά ἀποδίδῃ τά τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ θεῷ»; Οὐδείς! Ἆρα, εἰς περίπτωσιν πού ἔχῃ ἀντίθετον γνώμην ὁ Θρησκευτικός Ἄρχων, τήν ὑπαγάγῃ ἄκων τῇ γνώμῃ καί τῷ θελήματι τῆς Πολιτείας, ὑποχωρῶν καί πειθόμενος πλήρως καί τελείως αὐτῇ. Καί ἐρωτώμενος ἐάν «πετάει ὁ γάϊδαρος;» Ἡ ἀπάντησις πάντοτε θετική, «πετάει, καί παραπετάει»!!!, ἀπ’ ὅ,τι μᾶς «σαμάρωσαν» Κλῆρο και Λαό, καί, ἑπόμενον, νά λάβουν (οὗτοι) τά ἐπίχειρα εἷς ἕκαστος, ὅταν θά ἔρθῃ ἡ ὥρα καί ἡ στιγμή τοῦ καθενός! Καί νά σπάσουν (μᾶλλον) οἱ θρησκευτικοί «τάς ἑαυτῶν στυπτικάς Ράβδους»(!) ἤ καλύτερα νά τίς κρύψουν, γιά νά μή ἀναγκαστοῦν νά κρύψουν τά κούφια τά κεφάλια τους, νά μή τάς «γευθοῦν» ἐπ’ αὐτῶν, μέ τάς θέσεις πού ἔλαβον, ἀκόμη μέχρι προχθές, Κυριακή 10η Μαΐου. Τό ἀπροσμέτρητο καί ἀκατανόητο χάλι!!! Νά ἐπιτρέπεται Λαϊκοί καί Κληρικοί, μέ σύμφωνη γνώμη τῶν ἀρμοδίων Σωτηρίου Τσιόδρα, Νίκου Χαρδαλιᾶ, Σκορδαλιᾶ, Μπακαλιάρου καί Μελιτζανοσαλάτα … νά περιφερώμεθα, νά φτάνω – Παπάς – ἔξω ἀπό ἐκκλησία -«τῶν θυρῶν αὐτῆς κεκλεισμένων τῷ νόμῳ»- καί νά περιμένω, μήπως μετά τό πέρας τῆς Θείας Λειτουργίας «θά μποροῦσε (καί θα τοῦ ἐπιτρεπόταν) ὁ Χριστός νά ἐξήρχετο ἔξω ἀπό τό Ναό» νά κοινωνήσῃ κάποιος, ἐνῶ «ἐσφραγισμένου τοῦ μνήματος, Η Αὐτοζωή ὑπάρχων, ἐκ τοῦ Τάφου ἀνέτειλε» (Ἱ.Ὑμνολογία) καί «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων εἰσῆλθεν εἰς τό ὑπερῶον»(Ἰωάν.20,19. & 26), (ἐρωτῶ) συνέλαβον ἐν τῇ σατανικῇ μεθοδεύσῃ των, ἕνεκα Κορωνοϊοῦ, ὅτι μέ τόν τρόπον αὐτόν ἐκείνη τήν στιγμήν εὐτέλιζον (ἄπαγε τῆς βλασφημίας) τόν Κύριον τῆς Δόξης, Τόν, τῷ ὄντι, Ἀναστάντα Ἰησοῦν Χριστόν, Τόν Παντοδύναμον καί Δημιουργόν τοῦ Παντός; Ὅτι «κεκλεισμένων – ἔστω ἐπ’ ὀλίγον, (τρόπον τινά καί μέ ἀπαγορευτικήν των ἐντολήν- τῶν θυρῶν, κατεξουσιάζουν τῆς Κεφαλῆς, τοῦ σημερινοῦ Κυβερνήτου τῆς Πίστεως ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν, ἀποσκοποῦντες μέσα στά σχέδιά τους, νά φέρουν ἐκεῖνον τόν δικό τους, ὁ ὁποῖος θά ἔχῃ ὀρθάνοιχτες τίς πόρτες στούς ὀπαδούς του»; /// Καί ἡ ἀπάντησις τοῦ, μειδιῶντος μετά λύπης, ἐντροπῆς καί συστολῆς (συναδελφικοῦ μέχρι τῆς χθές), συμπαθεστάτου Ἱερατείου ἦταν: «Θέλεις νά φᾶμε κανα πεντοχίλιαρο πρόστιμο; Κάνε ὑπομονή. Μιά βδομάδα ἀκόμη ἔμεινε. Κοντεύουμε». Ποῦ εἶσαι Χρυσορρήμων, ἐσύ πού ἐξαγγέλεις στόν Κατηχητικόν σου Λόγον, ὅτι «ἀνέστη Χριστός καί ζωή πολιτεύεται»;! Ἡ μέν ζωή, μόλις καί κάνει μπουσουλώντας -τῇ ἀδείᾳ τῆς Πολιτείας- τά πρῶτα βήματα μέχρις ἔξωθεν τῶν θυρῶν τοῦ Ναοῦ ἐλευθέρως πως. Ἀλλ’ ὁ ἀναστάς Χριστός, «ἐσφραγισμένου τοῦ Ναοῦ ὑπό τῆς Πολιτείας, οὐ δύναται, οὐκ ἐπιτρέπεται, Αὐτῷ τῷ ἀναστάντι, ὁμιλῆσαι τινί (=συναναστραφῆναι), γευθῆναι τινα Αὐτοῦ, ψηλαφηθῆναι ὑπό τινος, ἤ μή μόνον ὑπό τοῦ Λειτουργοῦ Ἱερέως». «Καί ἀλλήλους περιπτυξώμεθα;» (Ὑμνολογία) Τί λές καλέ, μακριά, ἀπό δύο μέτρα ἀπόσταση. Μόνο «Καγκέλι», καί «Τράτα»! Ὅποιος χορός ἀκουμπάει, ἔστω, δάκτυλο, ἀπαγορεύεται. Ἄς εἴχατε σπουδάσει Χορογραφία ἐγκαίρως Ἄς εἴχατε βγάλει Δραματικές Σχολές. Εἶδες ποὖρθε καιρός πού θἆνε ἀπαραίτητες κι’ αὐτές σιγά σιγά; Εἶδες πού στήν Τελετουργική θα μᾶς χρειασθοῦν ἀπίθανα πρόσωπα Ποῦ εἶσαι Συμπαθέστατε καί Γλυκύτατε Συμμαθητά μου, Θανάση Βέγγο νά ἀναστήσῃς τόν Παπαφιόγκο, νά ξεκαρδιστῇ ὁ κόσμος ἀπ’ τά γέλια, ἐδῶ πού φτάσαμε;! Ποῦ εἶν’ ἡ ὁλοκληρωμένη Προσωπικότης σου, Ἀξιοσέβαστε καί Σεμνέ Καθηγητά μου κ. Κάρολε Κούν;! Πόσα δέν ὀφείλω, στό Πολυτάλαντόν σου, στήν εὐρυμάθεια, ἀλλά καί στήν ἐπιμονήν σου στήν λεπτομέρεια καί κατά τό δυνατόν τέλειον;! Θυμᾶμαι τήν κάθε στιγμή σάν νἆναι τώρα. Νά, ξανακούω νά μοῦ λέτε, «Γιάννη, ἐπιμένω γιατί ἡ φορά πρός τήν τελειότητα δίδει νόημα στή ζωή»! Αἰωνία Σου ἡ μνήμη, λεπτή καί εὐγενική, τόσο καλλιεργημένη ψυχή, καί προσεύχου, ἔστω καί Ἑβραϊκά ὑπέρ τοῦ κόσμου, καί ξέχωρα γιά τόν κάθε «πλησίον», ὅπως ἐσύ τόν ἀγάπησες καί ἐνδιαφέρθηκες γι’ αὐτόν, νά φωτίσῃ ὁ Θεός τούς Ὀρθοδόξους ἐπισκόπους, νά βροῦν μελετητάς τῆς Γραφῆς καί πιστούς σάν κι’ ἐσένα, κι’ ἄς ἐφαρμόσουν αὐτά κατόπιν μέ πίστην ἀκράδαντη, ἀλλά, πράγματι ὀρθοδόξως ἐχόμενοι καί ἑπόμενοι ταῖς Γραφαῖς καί τοῖς Πατρᾶσι, καί ὄχι τσιλιμπούρδικα, ζεμανφουτίστικα, μέ τακτική ἀνευθυνότητος τοῦ «ὅσα πᾶνε κι’ ὅσα ἔρθουν». // «Πλούσιοι καί πένητες, μετ’ ἀλλήλων χορεύσατε;» Ὑμνολογία). Ἀστεῖα πράματα. Ἡ Ἐκκλησία ἔπαυσε πλέον νά εἶναι Πανδοχεῖον (πού δέχεται τούς πάντας), κυρίως «ἀσθενεῖς καί κακῶς ἔχοντας»(Λουκ.10,34 & Ματθ.9,12) , διότι «οὗτοι (οἱ κακῶς ἔχοντες) χρείαν ἔχουσιν ἰατροῦ, καί οὐχί οἱ ἰσχύοντες, οἱ ὑγιαίνοντες» (Ματθ.9,12). Σήμερον, κατόπιν μάλιστα προσεκτικῆς-ἐπιμόνου «θερμομετρήσεως», στό Πανδοχεῖον-Ἱερός Ναός εἰσέρχονται ὑγιαίνοντες, καλῶς ἔχοντες μόνον. Καί παρ’ ὅλ’ αὐτά Μάσκας φέροντες, καί «μασκαράδες» τρόπον τινά γεγονότες οἱ ἐκκλησιαζόμενοι, εἰσάξαντες μέρος τῶν Καρναβαλικῶν συνηθειῶν ἐν τῷ Ναῷ, ἐνῶ ὁ Θεός «πρός ἀναπνοάς τόν ἀέρα ἐξέχεεν» (Εὐχή Μ. Ἁγιασμοῦ Φώτων-Σωφρονίου Ἱεροσολύμων), δέν χορταίνουν οὔτε τοῦ πολυτιμωτάτου διά τόν ὀργανισμόν των ὀξυγόνου, ἐγγίζοντες μέχρι τοῦ Ποτηρίου τῆς Θείας Μεταλήψεως μετ’ αὐτῆς (τῆς μάσκας), καί μόλις πρό τοῦ Ποτηρίου ἀφαιροῦντες ταύτην. Τί λυπηρά, παράλογα, καί πρωτάκουστα φκιασίδια τοῦτα, λές κι’ ὁ Χριστός, οἱ Ἀπόστολοι κι’ ὁ Παῦλος ἔζησαν σ’ἄλλον κόσμο, καί ὄχι μέσα σέ χειρότερες συνθῆκες καί περιστάσεις, οἱ ὁποῖες ὅμως, δέν τούς ἠνάγκασαν νά φθάσουν σέ τέτοιες ἀκρότητες, μέ τίς ὁποῖες, / μέ ὅλα τά κομφόρ καί τά «πασαλιψατέρ» –δῆθεν προληπτικά- (τῷ πράγματι πάνυ καί ἀνεπανόρθωτα καταστροφικά), / νά ἀνατρέψουν ὅλα ὅσα οἱ ἴδιοι διά τοῦ λόγου των ἐδίδαξαν, διά τοῦ παραδείγματός των ἐφήρμοσαν, καί ἐφαρμόσαντες αὐτοί πρῶτοι, ἀφῆκαν είς ἡμᾶς χνάρια ὡς παρακαταθήκη, νά ἐκτελοῦμε ἀγογγύστως πρός τό συμφέρον μας ἀπαρεκκλίτως αὐτά, μή ποιθόμενοι «ἑτέραις διδαχαῖς, διδασκαλίαις, καί δόγμασι, μηδέ ὑπείκοντες ἄλλοις, πλήν τοῖς τοῦ Θεοῦ, νόμοις, ἤ κελεύμασι, γιά νά μή καταντήσωμε ἐδῶ πού καταντήσαμε, γιατί θά μᾶς βροῦνε καί χειρότερα, ἄν δέν στραφοῦμε ΜΟΝΟΝ πρός τόν Κυβερνήτην Χριστόν, διότι «μόνον ἡ δική Του δικαιοσύνη εἶναι δικαιοσύνη αἰωνία καί ὁ νόμος Του ἀλήθεια». Ἆρα, τά ἄλλα ψέμα! Μέ τό ψέμα καί προκοπή; Ἄν τό προκρίνετε, πειραματίζεσθε καί παίζετε μαζί του, μέχρι τελείας ἐξοντώσεως καί ἐξαφανισμοῦ σας ἀπό προσώπου τῆς γῆς. «Θεός οὐ μυκτηρίζεται»!(Γαλάτ.6,7) «Φοβερόν (δέ) τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος» (Ἑβρ.10,31). Καί γιά μένα εἶναι ὁλοζώντανος πάντα ὁ Θεός! Ἄς ἔχει πεθάνει γιά σᾶς. Εἶστε «ρομποτάκια ὀνειρικά αὐτοκινούμενα, μέ ἀέρα κοπανιστό» πού σᾶς κουβαλάει ὁ τζερτζεβουλάκος σας ἀπ’ τή φωλιά του ἀπ’ τό ὑπερπέραν (καί αὐτό ποιός τὄκανε ἄραγε, ὁ τζερτζεβούλης σας;), πού «πέρδεστε» (ἀποφορᾶτε) ἀπ’ τό στόμα κι’ ἀπό πίσω, «καῖτε καί συγχρωτίζεσθε» (διατρέφεσθε) διά βίου μέ 118 (σήμερον ἀπό τά 94 τῆς χθές τοῦ Μεντελέγιεφ) στοιχεῖα χημικά τῆς φύσης, οὐχί «ἁγιάζοντες διά λόγου Θεοῦ και ἐντεύξεως μετά εὐχαριστίας λαμβάνοντες ταῦτα» (Α΄Τιμ.4,4), ἀλλά βοσκηματωδῶς, εἰς γῆν νεύοντες ἐσθίεται, καθιζάνοντες δέ τῆς «ξαναποδίδετε» τά ὑλικά πού κάψατε-χρησιμοποιήσατε(ἀποβάλλετε, «λιπαίνετε» πάλι διά τῶν «ἀπορριπτέων» ἐκ τοῦ ὀργανισμοῦ ἵνα καρποφορήσῃ ἡ φύση καί διαμορφώσῃ, μεταποιήσῃ καί μεταλλάξῃ αὐτά πάλι εἰς εὐχύμους καρπούς(!) κ.τ.λ., καί πάλιν ὁ αὐτός φυσικός καί βιολογικός κύκλος), κι’ ἀφοῦ «σαραβαλιάσετε», πᾶτε γιά ἐξαφάνιση, ἔ;! Αὐτός, λοιπόν, εἶναι ὁ ἄνθρωπος γιά σᾶς, πού αὐτοαποκαλεῖστε μέ ἐγκαύχηση «τέκνα τοῦ διαβόλου» (ἄραγε «διαολοσπορά»); Τρομάρα σας! Χάρισμά σας μιά τέτοια ζωή. Πανάθλιες, ἄφρονες ὑπάρξεις, ἄμυαλες «κότες» τῆς κοινωνίας, πού στήν ὕπαιθρο, τήν ὥρα τῆς ἀποχωρήσεώς σας θά σᾶς παίρνουν ἀπό κοντά οἵ ὄρνιθες καί τά κοκόρια, γιά «νά γεύωνται τῶν περιτωμάτων σας»! Αὐτή θά ἔχῃ ἀπομείνει, ἡ μόνη σας «ἀξία» καί ὑπόληψις! Βρόμησε τό κείμενο, κι’ ἀπ’ τήν ἀνάγκη μόνο, ν’ ἀναφερθῶ στήν δυσώδη διαβολοπαρέα σας.

Γιά ὅλους τούς ἄλλους τούς «ἐξυπνάκηδες καί γόητες» (Β΄Τιμοθ. 3,13), πού διέβλεπεν ὁ Παῦλος πόσο ἁγνά!!! ἦταν τά ἐλατήρια τῆς «ὀρέξεώς» των (Α΄Τιμοθ.3,1) γιά νά καταλάβουν ἐπισκοπικόν θρόνον, πρός ἀποφυγήν «παρατράγουδων», ἐγκαιρότατα εἶπεν, «ἔχοντες τροφάς καί σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα» (Α΄Τιμ.6,8), δεικνύς δέ τό ἐφήμερον καί μάταιον ἐτόνισεν λέγων ἐκεῖνα τά «οἱ ἔχοντες ὡς μή ἔχοντες»(Α΄Κορ.7,29) νά κάμνουσι «χρῆσιν» τῶν κατεχομένων καί μή «κατάχρησιν καί παράχρησιν» (ἐ.ἀ,στ.31). Γνωστή τοῖς πᾶσιν ἡ κατάντια και ἡ προκλητικότης, ἡ ἐκ τῆς χλιδῆς καί τῆς σκανδαλώδους ζωῆς τῶν πλείστων. Εἶδε κανένας τους ἄραγε, ἔστω στό ὄνειρό του, -ὄχι νά μελετήσῃ- τήν δυνατότητα πού παρέχει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο μέσ’ στήν Πανσοφία Του, παρέχοντας τήν δυνατότητα αὐταρκείας (Β΄Κορ.9,8), αὐτοδυναμίας, καί ἀνεξαρτησίας στήν Ἐκκλησία, νά παραμένῃ «Κράτος ἐν Κράτει» (Ἐφεσ.1,19 & 6,10), μή ἔχουσα τήν ἀνάγκην νά ὑποταχθῇ ἤ νά συρθῇ ὄπισθεν τοῦ ἅρματος τῆς πολιτείας, διά τῶν «Α ὐ τ ο υ ρ γ ί ω ν»;;;!!! Καί ὅμως, αὐτά ἐκτίθενται καί ἀναπτύσονται ἐν τῷ Πηδαλίῳ (Ἐκδ.Ἀστέρος,Παπαδημητρίου, 1976) ΚΑΝΩΝ ΙΒ΄ Ζ΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ (σελίς 333) καί ΚΑΝΩΝ ΛΗ΄ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ (σελίς 42), καί πρέπει ἀμεσότατα νά σπεύσουν νά δραστηριοποιηθοῦν πάντες οἱ ἑκασταχοῦ ἐπίσκοποι, τό συντομότερον ν’ ἀρχίσουν νά ἀποκτοῦν (οἱ ἴδιοι θά κρίνουν τί εἴδους) αὐτούργια, καί νά παύσουν νά ἀμέλγουν καί στραγγίζουν τοῦ ποιμνίου καί τήν τελευταία ἰκμάδα ζωτικότητος καί οἰκονομικῆς εὐρωστίας. Μόνοι καί «ἰδίαις χερσί» (Α΄Κορ.4,12) ἐργαζόμενοι ἄς ἐπιλύουν τά προβλήματά τους κατά τόν Παῦλον (Πράξ.20,34) καί ὡς ἐκεῖνος, ὅστις ρητῶς συμβουλεύει καί παροτρύνει τόν μαθητή του Τιμόθεον ( ἆρα καί ὅλους ἐμᾶς), στό Α΄Τιμ.6,5 κ.ἑ. «νά μένῃ μακριά ἀπό τούς διεφθαρμένους ἀνθρώπους στό μυαλό, καί πού ἔχουν χάσει τήν ἀλήθεια, καί πού θά χρησιμοποιήσουν ὡς μέσον προσπορισμοῦ χρημάτων τήν εὐσέβειαν. Μακριά, παιδί μου, Τιμόθεε. Εἶναι δέ πράγματι πηγή μεγάλου κέρδους ἡ Θρησκεία διά τῆς ὀλιγαρκείας (διότι διδάσκει τήν ὀλιγάρκεια καί οἱ εὐσεβεῖς εἶναι ὀλιγαρκεῖς). Τίποτε βεβαίως δέν φέραμε στόν κόσμο ὅταν γεννηθήκαμε, καί εἶναι φανερό, ὅτι τίποτε δεν μποροῦμε νά βγάλωμε ἀπό τόν κόσμο ὅταν θά ἀπέλθωμε. Γι’ αὐτό, ὅταν ἔχωμε τροφές καί σκεπάσματα, σ’ αὐτά θά ἀρκεσθοῦμε. Ἐκεῖνοι δέ, πού θέλουν να πλουτίζουν (καί πλουτίζουν), πέφτουν σέ πειρασμό καί σέ παγίδα καί σέ πολλές ἀνόητες καί βλαβερές ἐπιθυμίες, οἱ ὁποῖες βυθίζουν τούς ἀνθρώπους σέ ὄλεθρο καί καταστροφή. Ρίζα δέ ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ συσσώρευση πλούτου. Κυριευμένοι ἀπ’ αὐτό τό πάθος (τῆς συσσωρεύσεως πλούτου) μερικοί ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τήν Πίστη καί κατατραυμάτισαν τούς ἑαυτούς τους μέ πολλά ὀδυνηρά τραύματα» «Μή ὑψηλοφρονεῖν, μηδέ ἠλπικέναι ἐπί πλούτου ἀδηλότητι, ἀλλ’ ἐν τῷ Θεῷ τῷ ζῶντι, τῷ παρέχοντι ἡμῖν πάντα πλουσίως εἰς ἀπόλαυσιν» (Α΄Τιμ.6,17).

Ἐξετάσαντες τόν Θρησκευτικόν Ἄρχοντα, ὡς μή δυνηθέντα νά ὑπαγάγῃ καί ὑποβάλῃ ἑαυτόν –ὡς μή ὄφελεν- ἐξ ὑπαρχῆς εἰς τήν Πολιτείαν, δεχόμενον οὕτω διαταγάς καί ρυθμίσεις σέ θέματα ἀφορῶντα ἀποκλειστικῶς τήν Ἐκκλησίαν, ἀπό τήν Πολιτείαν, καί ὅτι ἐπί αἰῶνες δέν ἐπρονόησεν νά ἀποδεσμευθῇ ἤ δέν ἀνέπτυξε τήν τῶν «Αὐτουργίων» μέθοδον ν’ ἀνεξαρτητοποιηθῇ καί ἀποκοπῇ ἀπό τοῦ ἅρματος τῆς Πολιτείας, τώρα ἄς ἐξετάσωμεν τόν Ἐπίσκοπον – Ποιμένα «Οἷος ἔδει νά εἶναι, καί τίς ἐστι».

«Ἀπέστειλε Ποιμένας καί Διδασκάλους» (Ἐφεσ. 4,11). Ἐπαφίημι ἑνί ἑκάστῳ, πολίτῃ καί πιστῷ (ἐκ τοῦ ποιμνίου), νά κρίνῃ ἄν ἔχῃ ἤ δέν ἔχῃ Ποιμένα, ἤ ὁ Ποιμένας ζῇ εἰς βάρος του, ἄν διδάσκεται ἀπ’ αὐτόν ἀγαθά, ἤ φαῦλα ἀπ’ τό κακό παράδειγμά του, ἄν γνωρίζῃ τό ὄνομά του ὡς πρόβατο τῆς ποίμνης (κι’ ἐδῶ θά βρῇ εὐκαιρία νά ἰσχυρισθῇ, ὅτι χρειάζονται κάτι χιλιάδες ἀκόμη ἐπίσκοποι γιά νά γνωρίζουν ὅλο τό ποίμνιο, καί ἀκριβῶς ἐδῶ εἶναι (καί) πού γελᾶ κανείς μέ τήν κουτοπονηριά τους. Ποιός πονᾶ ἀπό μᾶς (τούς .. κακομοίρηδες) καί δέν πονοῦν αὐτοί (πού λιώνουν ἀπό φιλεύσπλαγχνα αἰσθήματα!!!, σιγά μήν πάθουν τίποτε, ἔχετε ἕτοιμα ὅλα τά ἀσθενοφόρα-166), ποιός πεινᾶ καί δέν πεινοῦν (μέ ποιόν καλοφαγά Δεσπότη καί σέ ποιό ἐστιατόριο τῆς σειρᾶς τους θά συναντηθοῦν νά συνευφρανθοῦν), ποιός κοιμᾶται στά παγκάκια κι’αὐτοί δέν ξεσυνερίζονται γιά τό ποιό ἐντυπωσιακό παλάτι τους – ἐπισκοπεῖο μέ θαλαμηπόλους, παρακοιμωμένους, μέ συναγερμούς καί κάμερες ἀσφαλείας καί νυχτοφύλακες μή πηδήξουν τό φράχτη «ἀλῆτες καί ναρκωμανεῖς», (γιατί βρῆκαν σύριγγα (λέει) στόν κῆπο πώ πώ πώ!!, τό σιγαρέτ τους, τό στριφτό, κάτι φοῦντες και κάτι δόσεις καί ναργιλέδες ἀκόμη, μέσα καί στούς Ἀρχιεπισκοπικούς Θώκους καί τίς Παστάδες, τά ὁποῖα ἀφοροῦν ὡς καί τήν νεωτέραν ἐκκλησιαστικήν ἱστορίαν, τά ἀντιπαρερχόμεθα καί τά ἀμνηστεύομεν! Ὤ! τῆς ὑποκρισίας καί τοῦ αἴσχους! Οἱ σύγχρονοι «ἀλῆτες» ἔπαυσαν νά καλοῦνται ἄνθρωποι(;) καί πολλοί τῶν ὡς ἄνω (δῆθεν) «ἀδιαβλήτων ἁγίων»(!) οἵτινες -τῇ οὐσίᾳ- «παρεσυνεβλήθησαν τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί ὡμοιώθησαν αὐτοῖς», ἄλλοι καί μετά θάνατον, ἄλλοι δέ καί ἐν ζωῇ μέχρι τῆς σήμερον, βοσκηματώδη, ζωώδη ζωήν βιώσαντες καί βιοῦντες, μεγαλύνονται, λιβανίζονται, δοξάζονται, μέσα σέ μιά σειρά «… ώ τ α τ ο ς», πού εἶναι νά ἀγανακτῇ καί νά ἐξοργίζεται κανείς, ὄχι μόνο νά ντρέπεται πού τά ἀκούει. Διά τον τύπον μόνο ἀσχολοῦνται μέ τούς ἄλλους, ὡς ἐν περιθωρίῳ, κατά την Μεγάλην Εἴσοδον, ὑποκρινόμενοι καί πρός ἐντυπωσιασμόν τῶν ἐκκλησιαζομένων μνημονεύοντές τους, ὑποδηλοῦντες οὕτω δῆθεν ὅτι ἡ ἐκκλησία διά στόματος τοῦ ἐπισκόπου, ἐπιδεικνύει τόσην στοργήν ἐνδιαφέρον, πού συμπεριλαμβάνει φευγαλέα, γιά μιά στιγμή ἔστω, καί τούς «ἀλῆτες, ἐξηρτημένους ναρκωμανεῖς» στήν μνημόνευση, καί ἀπό μέσα τους, οἱ δῆθεν ἀδιάφθοροι λένε, καί πολύ τούς εἶναι!…), //(συνεχίζω καί ἀνεβασμένη τή θερμοκρασία στούς 28ο νά κοιμοῦνται ξεσκέπαστοι μή τούς ἀνεβάζει τά γένεια στή μούρη τό πάπλωμα (ἐχουν καί βάσανα βλέπεις τά καημένα), ποιός σκανδαλίζεται καί οὐχί αὐτοί πυροῦνται, ἀλλά τί ἀποζητοῦσιν κατόπιν;!… / Εἶπον ἡμῖν καί ὑπεσχέθησαν, 24 ὧρες θά ἀγρυπνοῦν. Θά εἶναι γυάλινες οἱ Μητροπόλεις καί τά Ἐπισκοπεῖα. Στρατιῶται Χριστοῦ μέ τό δάκτυλο στή σκανδάλη μέρα νύχτα. Λύκος καί ἐχθρός καί ἄπιστος δέν θά διαβῇ. / Φχαριστοῦμε. Χορτάσαμε ἀπό δαῦτα. Μόνο πού, πρῶτος καί καλύτερος, ὁ καθένας σας θά μᾶς προδίδῃ καί θά ἀδιαφορῇ, θά εἶναι ἀντίχριστος καί θά μᾶς ποδοπατῇ. Ἀπολογηθεῖτε, τί ὅλως τό ἀντίθετον, τῶν τῆς Γραφῆς, τῆς Παραδόσεως καί τῶν Ἱερῶν Κανόνων, δέν διαπράττετε σήμερον ἐξακολουθητικῶς, ἐπαισχύντως καί ἀνερυθριάστως, ἀναπαυόμενοι καί καλυπτόμενοι ἀφελῶς ἐντός τῶν πλαισίων καί τῶν συνηθειῶν τῆς «ψυχολογίας τοῦ συνόλου» (Γιούνγκ) σάν συνδικαλιζόμενοιὀπαδοί ἀθλητικῆς ὁμάδος (!), ἀνασύροντες -ὅποτε θέλετε ἀπό τό σεντοῦκι- τόν τρόπον διοικήσεως τῆς ἐκκλησίας; Ἔχετε ἀντιπεῖν; Μή εἰς μάτην κάμνετε τήν παραμικράν σκέψιν, ὄχι κίνησιν, τοσοῦτον ἐξοφθάλμως στρουθοκαμηλίζοντες καί ἐκτεθειμένοι πάντες ὄντες, μηδενός ἐξαιρουμένου, ἔναντι τῆς συνειδήσεως Κλήρου καί Λαοῦ! Γιατί περίτρανα ἀπεδείξατε πουλώντας τόν Σωτῆρα μας Χριστό, δῆθεν γιά τόν Κορωνοϊό (ἀλλοῦ αὐτά), ὅτι ἐσᾶς σᾶς νιάζει ἡ θεσούλα μέ τή δόξα της, κι’ ὁ μπεζαχτᾶς! Πᾶμε σέ κάτι ἀλλο.

Ἐπίσκοποι, γινώσκοντες ὅτι «πᾶς ἄνθρωπος ψεύστης» (Ρωμ.3,4) καί «ὧν πρῶτοι ὑμεῖς» (Α΄Τιμ.1,15), οἵτινες «ἅπαντες καί εἰς πολλά πταίετε» (Ἰακ.3,2), καί «ἐάν εἴπητε ἁμαρτίαν οὐκ ἐποιήσατε, ψεῦσται ἐστέ, καί ἡ ἀλήθεια οὔκ ἐστιν ἐν ὑμῖν» (Α΄Ιωάν.4,20). Ὅτι, ὅπως πάντες οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καί ὑμεῖς ἁπαξάπαντες, «μή δυνάμενοι δαμάσαι τήν γλῶσσαν, ΟΥΔΕΙΣ γάρ τῶν ἀνθρώπων δύναται δαμάσαι την γλῶσσαν» ἰσχυρίζεται διαρρήδην, χωρίς νά διαχωρίζῃ καί ἀπαλλάσῃ οὐδένα ὁ Ἀδελφόθεος (Ιακ.3,8), ἀσφαλέστατα «οὐδέ τό σῶμα ὑμῶν δύνασθε δαμάσαι καί δαμάζειν» (Ἰακ.3,2), διότι διαυγέστατα τοποθετεῖται καί διευκρινίζει ὅτι, μόνο ἄν ὑπάρξῃ ἄνθρωπος πού θά μπορέσῃ νά δαμάσῃ τή γλῶσσα του (πρᾶγμα πού τό ἀπέκλεισε), γιατί αὐτή κάθε στιγμή ἀποβαίνει ἀκατάσχετο κακό, γεμάτη θανατηφόρο δηλητήριο, ἐκεῖνος θά δυνηθῇ νά δαμάσῃ καί τό σῶμα του! Μή λανθανέτω δ’ ὑμᾶς, «σῶμα ἐστι πᾶν μέλος, καί νοῦς καί διάνοια καί καρδία, / καί ἐν παντί καί ἐν πᾶσι ἁμαρτία διαπράττεται». Ἁπλά μαθηματικά τετραγωνικά. Ὅλα τά ἄλλα τά «σού μού ξού γού δού» σας, «δέν τά μασάει» ὁ σταρᾶτος Ἀδελφόθεος, πού δέν βγάζει τόν ἑαυτό του ἀπ’ ἔξω, τά ἀπορρίπτει διά τῆς εἰς ἄτοπον ἀπαγωγῆς, καί ἀφήνει τόν κάθε κρυψίνουν, τόν ψευτοευσεβῆ, ψευτοεγκρατῆ καί ὑποκρίταρο, νά πλειοδοτῇ στόν γελοιοποιοῦντα αὐτόν στρουθοκαμηλισμόν του, καί τήν προσπάθειάν του ν’ ἀποκρύψῃ τό ὄνειδος καί τήν χλεύην ἀπό τά ὄμματα τοῦ Παντεπόπτου Θεοῦ. Λοιπόν, «ἐπάγοντες ἑαυτοῖς ταχινήν ἀπώλειαν, δι’ οὕς βλασφημῆται ἡ ὁδός τῆς ἀληθείας, ὧν ἡ ἀπώλεια οὐ νυστάζει, ἀγγέλων ἁμαρτησάντων μή φεισθείς, καί γινώσκων εὐσεβεῖς ἐκ πειρασμοῦ ρύεσθαι, ἄλογα ζῶα, σπίλοι και μῶμοι ἐντρυφῶντες ἐν ἀπάταις, συνευωχούμενοι ἐν κρεπάλαις, δελεάζοντες ψυχάς ἀστηρίκτους, καρδίαν γεγυμνασμένην πλεονεξίας ἔχοντες, κατάρας τέκνα, πηγαί ἄνυδροι, νεφέλαι ὑπό λαίλαπος ἐλαυνόμεναι, ἐλευθερίαν ἐπαγγελλόμενοι, ὑμεῖς αὐτοί δοῦλοι ὑπάρχοντες τῆς φθορᾶς. ᾯ γάρ τις ἥττηται, τούτῳ καί δεδούλωται» (Β΄Πέτρου 1,19). / Καί ἐπέκεινα, ἐμπίπτετε -σχεδόν πάντες- ἐντός, εἰς ὅσα ἀναφέρει διά τάς ἐσχάτας ἡμέρας πρός τόν μαθητήν του Τιμόθεον ὁ Παῦλος. «Ἐστέ γάρ φίλαυτοι, ἀλαζόνες, ὑπερήφανοι, βλάσφημοι (στή ζούλα), γονεῦσιν ἀπειθεῖς (μόνο πού τούς παρατᾶτε καί σουλατσέρνετε φτάνει), ἀχάριστοι (αὐτό δά ἄν δέν εἶστε, «σκίζονται» ἄλλοι μιά ζωή, καί ποῦ τούς ξέρετε μετά), ἀνόσιοι (ἀσεβεῖς), ἄστοργοι, ἄσπονδοι (ἀδιάλλακτοι), διαβολεῖς, ἄσωτοι, ἀνήμεροι (ἄγριοι), ἀφιλάγαθοι, προδόται, αὐθάδεις, τετυφωμένοι (φουσκωμένοι ἀπό ἐγωϊσμό). Θ’ ἀγαπᾶτε τίς ἡδονές κι’ ὄχι το Θεό, θά κρατᾶτε τόν τύπο τῆς Θρησκείας, ἐνῶ τή δύναμή της (πού ἐκδηλώνεται σέ ἔργα) θά τήν ἔχετε ἀρνηθῆ … Ἀπ’ αὐτούς δέ εἶναι ἐκεῖνοι, πού εἰσχωροῦν στά σπίτια καί αἰχμαλωτίζουν γυναικάρια φορτωμένα μέ σωρούς ἁμαρτιῶν, πού παρασύρονται ἀπό κάθε λογῆς ἐπιθυμίες, πού πάντοτε μαθαίνουν καί ποτέ δέν μποροῦν νά φθάσουν στήν ἐφαρμογή τοῦ καλοῦ (στήν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς). Οἱ γινώσκοντες ὅτι, «ὁ ἐν ἑνί πταῖσας, γέγονεν πάντων ἔνοχος». Ὑμεῖς οἱ γνῶντες ὅτι θά κριθῶμεν περισσότερο, ὄχι γιά τίς ἁμαρτίες μας τόσο, ὅσο γιά τό ἀγαθό πού ἠδυνάμεθα νά κάμωμε καί δέν τό ἐπράξαμε, ἤτοι γιά τίς παραλείψεις μας. Σεῖς πού εἴχατε πάρει ἀπόφαση νά μή κουραστῆτε καί χάσετε τόν καιρό σας μέ τά τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλά, ἐν γνώσει σας, ὅπου καί ὅταν κάπου διεπιστώνατε ὅτι κάποιος τήν ἐπεδίωκε, τοῦ ἀπεκλείατε τήν πρός τά ἐκεῖ πορείαν, ἀπό διπλό μίσος, ἐμπάθεια καί φθόνο! Καί γνωρίζοντας ὅτι «ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν, δοῦλος ἐστί τῆς ἁμαρτίας» (Ἰωάν.8,34), τοῦ φράσσατε τόν ἕνα δρόμο, καί τοῦ ἀνοίγατε διάπλατα τόν ἄλλον, μέ πολλήν προθυμίαν καί ζῆλον, τόν τῆς καταστροφῆς (Ματθ.7,13 & 23,14).

Σκληροτράχηλοι, ἀπερίτμητοι, πορωμένοι τῇ καρδίᾳ (Πραξ.7,51). Θέλοντας (θεληματικά, ἐν γνώσει) ὑμᾶς διελάνθανε καί διαλανθάνει (Β΄Πετρ.3,5) ὅτι, «ἐάν ὁ υἱός ὑμᾶς ἐλευθερώσῃ, ὄντως ἐλεύθεροι ἔσεσθε» (Ιωάν.8,36). «Ὁ υἱός μένει ἐν τῇ οἰκίᾳ εἰς τον αἰῶνα, οὐχί ὁ δοῦλος» (ἐ.ἀ.8,35).

Ὁ ἄνθρωπος τῆς εὐθύνης καί τοῦ χρέους, διακατέχεται διά βίου συνεχῶς, ὅτι ἔχει μόνον ὑποχρεώσεις, χωρίς δικαιώματα.

Χ ρ ε ω σ τ ᾶ μ ό ν ο θ υ σ ί α !

Προσοχή μεγίστη ὅμως. Τήν θυσία του αὐτήν τήν τιμίαν, θά τήν ἔχει ἑτοίμην νά τήν προσφέρῃ ὑπέρ τοῦ διακονουμένου ἤ ὑπηρετουμένου λαοῦ ἤ ποιμνίου, προασπιζόμενος πάντοτε τιμίαν θέσιν καί διά τίμιον λόγον και αἰτίαν. Διαχωρίζων τήν τοῦ Ἐπισκόπου καί τοῦ Κλήρου θυσίαν ἔναντι τοῦ ποιμνίου του, ἀπό τήν τοῦ Πολιτειακοῦ Ἀρχοντος ἔναντι τοῦ λαοῦ, προβαίνω εἰς περαιτέρω διευκρινίσεις.

Ὁ Ἐπίσκοπος πρέπει πάντοτε νά ἀκούῃ νά ἠχῇ στά ὦτα του τό Βιβλικό «Μή πεποίθατε ἐπ’ ἄρχοντας ἐπί υἱούς ἀνθρώπων, οἷς οὔκ ἐστι σωτηρία» (Ψαλμ.145,3) , συναισθανόμενος καί αὐτός οὗτος, ὅτι καί ἐν αὐτῷ τῷ ἰδίῳ οὔκ ἐστι σωτηρία (αὐτοῦ τε καί τοῦ ποιμνίου), τοῦ Κυρίου ρητῶς δηλοῦντος, ὅτι «οὔκ ἐστι ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία» (Πράξ.4,12). Ἐρωτῶ. Ποιός, ἔστω ἕνας, μπορεῖ νά ἰσχυρισθῇ ὅτι ἀπαλλάσσεται τῆς εὐθύνης, καί μόνο ἔναντι αὐτοῦ τοῦ χωρίου; Χρειάζεται νά προχωρήσωμε σέ δεύτερο; Ἀφοῦ μέσα σ’ αὐτό, καί δεύτερον στά ἀλληλοανταλλασσόμενα δῶρα, πού κλείνουν τά μάτια (Ἡσαΐα 33,15), τυφλώνουν ἐκατέρωθεν τά δύο μέρη, καί δέν μένει τίποτε ὄρθιο, σέ τί παρακάτω νά μεταβοῦμε, καί νά ἐξετάσωμε τί ἄλλο; Διά τόν λόγον αὐτόν, προνοοῦν καί θέλοντας νά τά προλάβῃ ὅλα αὐτά τά παρατράγουδα, τά ἀλισβερίσια καί τίς ἀλληλοϋποχωρήσεις τῶν Ἀρχόντων καί τῶν δύο πλευρῶν, τό Ἅγιο Πνεῦμα, βάζει σάν «καμπανάκι» στό «στόμα τῆς Νύμφης, ν’ ἀκούῃ ἡ Πενθερά» (στό στόμα τῶν ἐκκλησιαζομένων πιστών-τοῦ ποιμνίου, ν’ ἀκοῦνε καί οἱ Πολιτιακοί Ἀρχοντες μήπως ντραποῦνε καί συμμαζευτοῦνε, ἀλλά καί οἱ διαποιμένοντες τό ποίμνιον, ἐκτραπέντες Ἐπίσκοποι καί Προεστῶτες) «Πρόσθες αὐτοῖς κακά, Κύριε, πρόσθες αὐτοῖς κακά, τοῖς Ἐνδόξοις τῆς γῆς. ὅτι, Κύριε, ἐν θλίψει ἐμνήσθην σου, ἐν θλίψει μικρᾷ ἡ παιδεία σου ἡμῖν» (Ἡσαΐου 26,15), «δός τους στά αὐτιά, μήπως συνέλθουν ἀπ’ τά χάλια τους, γιατί μέσ’στη θλίψη σέ θυμοῦνται, καί μέσα στή θλίψη διαπαιδαγωγοῦνται»!, Ὄχι στήν εὐημερία καί τό τρά λά λά! «Ἔφαγε Ἰακώβ καί ἐνεπλήσθη, καί ἀπελάκτισεν ὁ ἠγαπημένος, ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη, ἐπλατύνθη, καί ἐγκατέλιπε τόν Θεόν τόν ποιήσαντα αὐτόν, καί ἀπέστη ἀπό Θεοῦ σωτῆρος αὐτοῦ» (Δευτερονόμιον 32,15). Ποῦ εἰλικρίνεια, μέσ’ στήν καταναλωτική κοινωνία τῶν ἡμερῶν, πού μᾶς παρέχει πληθωρικά τά πάντα νά ὁμολογήσωμεν: Ἡ Πολιτεία ἤ ἡ Ἐκκλησία ὑπερέβη τόν Ἰακώβ (ἤτοι τούς Ἑβραίους), ἐγκατέλιπε τόν Θεόν τόν ποιήσαντα, καί ἀπέστη ἀπό Θεοῦ σωτῆρος αὐτῆς, Ὅν καί Κεφαλήν ἔχει;». Τήν Κεφαλήν, τήν καί Νυμφίον της! Γιατί, ἄνευ οὐδεμιᾶς ἀμφισβητήσεως καί ἀντιλογίας, ἡ Ἐκκλησία, ἔναντι ὁποιουδήποτε τιμήματος καί ἀνταλλάγματος, ὅρων καί διατάξεων δέν ἔπρεπε νά ἐκκλίνῃ τῆς ἐν τῷ κόσμῳ ἀποστολῆς, τοῦ προορισμοῦ καί τοῦ σκοποῦ ὅν ἦρθε καί ὡρίσθη ἀπό Θεοῦ νά ἐπιτελέσῃ, ἐκείνη ἔχουσα χρέος καί τόν πρῶτον λόγον νά κρίνῃ ἐν σοφίᾳ παρά Θεοῦ πῶς ἔδει νά ρυθμισθοῦν τά θέματα, τοὐλάχιστον τά τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ καί τῆς Θείας Κοινωνίας, ἅτινα ἐπ’ οὐδενί λόγῳ ἔπρεπε νά βεβηλωθοῦν καί ἐξουδενωθοῦν. Παραλλήλως δέ, αὕτη νά ὑπεμίμνησκεν καί νά σωφρόνιζε καί νά νουθετοῦσε τούς ἀσχέτους καί ἀδαεῖς ὅτι, καί «παρά Κυρίου ἐστί Ἰατρός καί βότανα καί φάρμακα ἐκ τῆς γῆς» (Σοφ.Σειρ.38), καί δέν προπορεύεται ὁ κ. Σωτήρης Τσιόδρας τό Πνευματικοπαίδι τοῦ Ἁγίου Μεσογαίας, καί ἔρχεται οὐραγός ἡ ἐκκλησία, ὁ Παντοδύναμος καί Δημιουργός Θεός, Ο ΣΩΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΓΕΝΟΥΣ!, ὄχι «ὁ Σωτήρης τοῦ Κορωνοϊοῦ», τοῦ Γένους τῶν ἀνθρώπων πού έζησαν, ζοῦν καί θά ζήσουν (πόσο λιλιπούτιοι, πόσο … ἰχνοστοιχεία, οὐχί υἱοί ἀνθρώπων, ἀλλ’ οὐδέ υἱοί, ὧν ἐρευνᾶτε ἰῶν ἰοί που (κάπου) εὑρίσκεσθε στά μάτια τοῦ Θεοῦ, μέ αὐτό πού τόσο παρακεκινδυνευμένα ἐτολμήσατε, καίτοι ἐδώκατε κάποτε ὅρκον Ἱπποκράτους, καίτοι ἔχετε Πνευματικόν Πατέρα, πού ἠλπίζομεν ὅτι δι’ αὐτόν «τό ζῆν (ἐστί) Χριστός καί τό ἀποθανεῖν κέρδος (Φιλιπ.1,21), … τοῦ ἀναλῦσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι, πολλῷ γάρ μᾶλλον κρεῖσσον» (Φιλιπ.1,23). Ἀλλά, γλυκειά εἶν’ ἡ ζωή, ἄς τή σπαταλήσουμε λίγο ἀκόμη στά Σπάτα, Σαρωνικό τό λένε τό θαλασσόνερο πλάϊ, / ποῦ ξέρεις, αὔριο μπορεῖ νά πιάσουμε Ἀρχιεπισκοπή, ὑγεία καί σπρεχάρισμα μοὔδωσε ὁ Θεός, γιατί νά τό βιάσουμε τό πρᾶμα; Ποιός, ἀλήθεια, εἶναι ζυμωμένος βαθειά μέσα στό εἶναι του μ’ αὐτό τό οὐσιῶδες συμφέρον του, πού, ἔχοντας στό κοντινό ἤ μακρινό τέλος τῆς ζωῆς του τήν ἐπίτευξη τῆς «θεώσεως», μπορεῖ νά λέγει ἀνά πᾶσαν στιγμήν: «Δέν ἦρθα γιά νά ζήσω, ἀλλά γιά νά πεθάνω; Καί μέ συμφέρει νά διαλυθῶ, ὅπως εἶναι ἀπό τόν Θεό προδιαγεγραμμένο νά ἐπισυμβῇ καί νά εἶμαι μαζί μέ τόν Χριστό; Ἀλήθεια, ποιός;! Διότι αὐτό εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνώτερο»! (Φιλιπ.1,21-23).

Καί τώρα, ἐλᾶτε, «ἀγαπουλιάρηδές» μου, πού θίγεται τόσο εὔκολα ἡ ἐπιδερμίδα σας μόλις σᾶς ἀκουμπήσῃ κανείς, καθ’ ἥν στιγμήν ἀποδεικνύεσθε τόσο ἐξόφθαλμα χοντρόπετσοι σέ ἄλλες περιπτώσεις, να ἐξετάσωμεν ἀκροθιγῶς τήν λεξούλα «μῖσος»-«μισεῖν».

  • «Δεῖ Θεόν ἀγαπᾶν και διάβολον (μαμωνάν) μισεῖν» (Ματθ.6,24).

  • «Ὁ ὑπό πάντων μισούμενος, ἀλλά μέχρι τέλους διά τό ὄνομα τοῦ Κυρίου, σωθήσεται» (Ματθ.10,22 & Μαρκ.13,13).

  • «Μακάριοί ἐστε ὅταν μισήσωσιν ὑμᾶς οἱ ἄνθρωποι …και ἐκβάλωσι τό ὄνομα ὑμῶν ὡς πονηρόν ἕνεκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου» (Λουκ.6,22).

  • «Εἴ τις ἔρχεται πρός με καί οὐ μισεῖ (δέν ἀπαρνῆται) … ἔτι δέ καί τήν ἑαυτοῦ ψυχήν (τόν ἑαυτόν του), δέν δύναται νά εἶναι μαθητής μου» (Λουκ.14,26).

  • «Ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἐπιβαλοῦσιν ἐφ’ ὑμᾶς τάς χεῖρας … ἀποβήσεται δε εἰς μαρτύριον …παραδοθήσεσθε … θανατώσουσιν ἐξ ὑμῶν, καί ἔσεσθε μισούμενοι ὑπό πάντων διά τό ὄνομά μου» (Λουκ.21,12-17).

  • « λέγων ἐν τῷ φωτί εἶναι , καί τόν ἀδελφόν αὐτοῦ μισῶν, ἐν τῇ σκοτίᾳ ἐστιν ἕως ἄρτι» (Α΄ Ιωάν.2,9). «Ὁ δέ μισῶν τόν ἀδελφόν αὐτοῦ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἐστί και ἐν τῇ σκοτίᾳ περιπατεῖ, καί οὐκ οἶδε ποὺ ὑπάγει, ὅτι ἡ σκοτία ἐτύφλωσε τούς ὀφθαλμούς αὐτοῦ» (Α΄Ιωάν.2,11)

  • «Ἐάν τις εἴπη ὅτι ἀγαπῶ τόν Θεόν, καί τόν ἀδελφόν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν. ὁ γάρ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν ὅν ἐώρακε, τόν Θεόν ὅν οὐχ ἐώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν;» (Α’Ιωάν.4,20).

  • «Ἐξολοθρεύσει Κύριος τόν ἄνθρωπον τόν ποιοῦντα ταῦτα: Τόν βεβηλοῦντα τά ἅγια Κυρίου. Ὅτι ἐγκατελίπετε ἕκαστος τόν ἀδελφόν αὐτοῦ τοῦ βεβηλῶσαι διαθήκην τῶν πατέρων ὑμῶν. Καί ἀκόμη ἐμίσησα τά πονηρά ἔργα σου, πού ἐκαλύπτετε δάκρυσι τό θυσιαστήριον Κυρίου καί κλαυθμῷ καί στεναγμῷ ἐκ κόπων, καί κατέλειπες τήν γυναῖκα τῆς συνθήκης τῆς νεότητός σου» (Μαλαχίας 2,10).

  • «Καί ἕκαστος τήν κακίαν τοῦ πλησίον αὐτοῦ μή λογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν καί ὅρκον ψευδῆ μή ἀγαπᾶτε, διότι ταῦτα πάντα ἐμίσησα, λέγει κύριος παντοκράτωρ» (Ζαχαρίου 8,17).

  • «Ἐν ἴσῳ γάρ μισητά Θεῷ καί ὁ ἀσεβῶν καί ἡ ἀσέβεια αὐτοῦ» (Σοφ. Σολ.14,9).

  • «Ἄνδρες αἱμάτων ἐκκλίνατε ἀπ’ἐμοῦ. οὐχί τούς μισοῦντάς σε, Κύριε, ἐμίσησα καί ἐπί τούς ἐχθρούς σου ἐξετικόμην; τέλειον μῖσος ἐμίσουν αὐτούς. εἰς ἐχθρούς ἐγένοντό μοι» (Ψαλμός 138,19-22).

  • «Πρέπει γάρ τούς αἱρετικούς νά μισοῦμεν καί νά ἀποστρεφώμεθα, ἀλλ’ ὄχι ποτέ καί νά συμπροσευχώμεθα μέ αὐτούς ἤ νά συγχωροῦμεν εἰς αὐτούς νά ἐνεργήσουν τι Ἐκκλησιαστικόν λειτούργημα, ἤ ὡς Κληρικοί, ἤ ὡς ἱερεῖς» ΚΑΝΩΝ ΜΕ΄ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ (Πηδάλιον, Ἐκδόσεως Ἀστέρος-Παπαδημητρίου, σελίς 50). [Ὁ σχολιασμός δικός σας, καί αὐθαίρετος ὅπως πάντα, ἄν καί βάσει αὐτῶν, τῶν Ἱερῶν (κατά τά ἄλλα) Κανόνων, εἴσαστε ‘κεῖ πού βρίσκεστε, «… ώ τ α τ ο ι» ! “Memento mortalem esse” ??? Θυμήσου θνητός εἶσαι].

  • Εἴ τις ἔρχεται προς ὑμᾶς και ταύτην την διδαχήν οὐ φέρει, μή λαμβάνετε αὐτόν εἰς οἰκίαν, καί χαίρειν αὐτῷ μή λέγετε. ὁ γάρ λέγων αὐτῷ χαίρειν κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς» (Β΄Ιωάν. 10 & 11). «αὐτῷ μή χαίρειν κοινωνεῖ», ὁ Εὐαγγελιστής τῆς ἀγάπης; Ναί! Γιατί στά θέματα τῆς πίστεως, δέν χωράει συναίσθημα καί μοντέρνα «ἀγαπουλιαρίσματα» τῆς «Φουφοῦς»!, ἤγουν, τουτ’ ἐστι, δηλαδή, ἐν ἄλλοις λόγοις, ἤτοι Φράγκο-Φαναριώτικα!!! …Παντρέψανε μιά Παπαδιά μέ κάποιονε ἀλήτη; Κι’ ὁ Παπᾶς; Ξηροσφύρι … καί «ροδάριο» πιά μέ τή Μαντόντα; Ἀριβερντέτσι Ντόμινε Γιέζους; Ρέ, δέν πᾶμε καλά! Σαλέψαμε!

  • Για ἐλᾶτε, νά πᾶμε μαζί τώρα νά σᾶς ρωτήσω, στήν Α΄ Ἰωάννου 3ο Κεφάλαιο στίχο 13 καί κατωτέρω πού λέει: «Μή φοβεῖσθε, ἀδελφοί μου, διότι ὁ κόσμος σᾶς μισεῖ μάλιστα θανασίμως. Ἐμεῖς ξέρουμε, ὅτι ἀπ’ τό θάνατο ἔχουμε μεταβῆ στή ζωή, διότι ἀγαποῦμε τούς ἀδελφούς. Ὅποιος δέν ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό παραμένει στό θάνατο. Καθένας, πού μισεῖ τόν ἀδελφό του, εἶναι ἀνθρωποκτόνος. Καί ξέρετε, ὅτι κάθε ἀνθρωποκτόνος δέν ἔχει μέσα του ζωή αἰώνια. Ἀπ’ αὐτό γνωρίσαμε τί εἶναι ἡ ἀγάπη, ἀπό τό ὅτι δηλαδή ἐκεῖνος γιά μᾶς θυσίασε τή ζωή του. Ἔτσι κι’ ἐμεῖς ὀφείλουμε νά θυσιάζωμε τή ζωή μας γιά τούς ἀδελφούς» (Α΄ Ιωάν. 3, 13,16). Τί λέτε. Ἄν, κάθε ἄνθρωπος ὀφείλει νά θυσιάζῃ τήν ζωήν του ὑπέρ τοῦ ἀδελφοῦ του, πόσο μᾶλλον ὁ Ποιμένας καί ἐξεχόντως ὁ Ἐπίσκοπος πρέπει νά εἶναι ἐν παντί ἕτοιμος νά παραδοθῇ ὅλος, νά γίνῃ ὁλοκαύτωμα ὑπέρ τοῦ ποιμνίου του, τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ;!

Καί γιά νά ἀναιρεθοῦν καί ἐκλείψουν ἐπί τέλους οἱ ὑπερβολές καί τά ἀπαράδεκτα κατά τήν Γραφήν, πού πλέον κατασκανδαλίζουν στό κάθε βῆμα τόν εὐσεβῆ καί πιστό λαό, πού ἔχεται Ὀρθοδόξως, γνωρίζει τήν ὑγιᾶ Ἱερά Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει γεύση Ἱερῶν Κανόνων, καί ἔχει μείνει σέ ἀπόσταση ἀπό τά νεοφανῆ «φκιασίδια» τοῦ ΤσιμπλοΦάναρου καί τῆς Ρώμης.

Παραδέχεται ἡ Γραφή, ὅτι «ἀνένδεκτον τοῦ μή ἐλθεῖν τά σκάνδαλα» (Λουκ.17,1), ναί. Ἀλλά πλάϊ σ’ αὐτό, θεωρεῖ ἐπιβεβλημένο ὁ σκανδαλοποιός «νά πάῃ νά φουντάρῃ*» ὠμότατα! (Ματθ.18,6* & Μάρκ.9,42* & Λουκ.17,2*, χωρίς ἀναστολή καί ἐλαφρυντικά κι’ ἀπό τούς τρεῖς!). Ἐρωτῶ:

π ῆ γ ε γ ι ά φ ο ῦ ν τ ο κ α ν ε ί ς;

Οὐδείς, οὐδέπω! Ἀμφιβάλλετε, ἔχετε να ἀντείπητε, νά ἀρνῆσθε, / ὅτι

ἔ π ρ ε π ε, ὅ λ ο ι ἀ ν ε ξ α ι ρ έ τ ω ς,

ν ά ε ἴ χ α τ ε, ἤ δ η, π ν ι γ ῆ,

ἤ τό ὀλιγότερο

ν ά ε ἴ χ α τ ε π α ρ α ι τ η θ ῆ κ α ί ν ά ε ἴ χ α τ ε

φ ύ γ ε ι σ τ ά Μ ο ν α σ τ ή ρ ι α σ α ς;

Σέ ἄλλους μέ τό παραμικρό ἐξαντλῆτε τίς εὐαισθησίες σας. / Ἔννοια σας. Ἔχετε λαμβάνειν ἀμεσότατα, ἀπό τοῦδε καί στό ἑξῆς στήν κάθε ἐμφάνισή σας, τά «εὔσημά σας» καί τίς δίκαιες ἀντιδράσεις καί τά ξεσπάσματα τῆς ὀργῆς τοῦ λαοῦ, διά τήν χειροτέραν τοῦ Ἰούδα συμπεριφοράν σας, καί ἐν συγκρίσει πρός τήν ἐκείνου, ἀφρονεστέραν, πλέον ἐπαίσχυντον, ἀγνώμονα καί ἀνοσίαν προδοτικήν ἔκφρασιν ἀπαρνήσεως καί ἐγκαταλήψεως, / (διά μοντέρνων μάλιστα μεθόδων, ρυθμίσεων καί προγραμματισμῶν, τάς ὁποίας μόνον διαβολική διάνοια ἠδύνατο νά ἔχῃ συλλάβει, καί δή μέ μελλοντικάς προεκτάσεις, εἰς τάς ὁποίας λίαν συντόμως ἀναποφεύκτως θά αἰσθανθῶμεν ὅτι εἰσερχώμεθα), / μέ τρανοτάτην ἀπόδειξιν ἐλλείψεως συναισθήσεως, ὅτι οὐδείς, ναί «οὐδείς ἐξ ὑμών ἐνεδύθη σάκκον καί σποδόν, ἐπένθησεν, ἔκλαυσεν, διεμαρτυρήθη», ἀλλ’ ἵνα μή ἀσθενήσῃ καί ἀποβιώσῃ ἀπό τόν Κορωνοϊόν καί παύσῃ νά φοράῃ τήν Κορῶνα στό κεφάλι, ἐπρόδωσε τά πάντα, καί πρωτίστως τόν Ἀρχηγόν τῆς Πίστεως Ἰησοῦν, συνεφώνησε τοῖς κατά τοῦ Χριστοῦ (Παρανόμοις) καί ὑπέρ τοῦ λαοῦ, μή μολυνθοῦν, μή ἀσθενήσουν, μή ἀποβιώσουν(!) Τά «ἐάν μή Κύριος φυλάξῃ, οἰκοδομήσῃ, προνοήσῃ, διαφυλάξῃ Πανθενῶς καί Παντοδυνάμως», πῆγαν στήν πάντα. Τοῦ ἀμφισβητήθησαν Ἀποτέλεσμα, Ζῆτε ὅλοι ὑγιεῖς, χωρίς να ἔχῃ πάθει κανένα σας τίποτε, ἀφοῦ φορέσατε ὅλοι, εἰδικά τήν Μεγάλη Παρασκευή τά πιό λαμπρά καί χρυσά σας (νά σᾶς καμαρώσουν οί καρέκλες, καρεκλοκένταυροι(!)), νά δείξετε, ὄχι πένθος, ἀλλά τήν ἀλλοφροσύνη καί τήν ἀλαζονεία σας, καί ὁ Χριστός, / προτοῦ σᾶς χορέψη ἀπό δῶ καί πέρα ἡ Πολιτεία στό ταψί (περιμένετε, ἦταν νά μή κάνῃ τό ἀρχικό πείραμα, καί μάλιστα τόσο ἐπιτυχῶς, γιατί εἴσασταν πολύ πειθαρχικά παιδιά!), / σᾶς ρωτᾶ: Ρέ Ἐπίσκοποι, πού καλῶς κακῶς μπήκατε νά μεριμνᾶτε γιά τούς ἐλαχίστους ἀδελφούς μου, κι’ ἐσεῖς, ἄλλο ἀπ’ το τομάρι σας καί τόν ἑαυτούλη σας, δέν νιάζεστε γιά τίποτε ἄλλο, ἕως πότε πλέον θέλετε νά σᾶς ἀνεχθῶ; Παύσατε νά εἶστε Ἕλληνες; Τίς χάσατε (σεῖς) τίς λέξεις «φιλότιμο καί τσίπα»; Ποῦ το πᾶτε; Ποῦ θά καταλήξετε; Σᾶς πῆρε ὅλων τά μυαλά αὐτή ἡ ἔρμη ἡ «κολοκύθα», ἀνάθεμά την; Ἔλεος πιά!

Τά πουλάκια μου, ἄκουτα πῶς δυσανασχετοῦν καί πόσους λόγους ἀντιβάλλουν πρός ἄλληλα, σκηθροποῦντα;! Διερωτῶνται! Πῶς ἄνευ ἡμῶν ἔστε καί ἔσεται τοῦτο; Δύναται συμβῆναι τί τοιοῦτον; Πῶς, ἄν παραιτηθοῦμε ἤ πνιγοῦμε ἐμεῖς, θά ἐξακολουθήσῃ νά ὑφίσταται ἡ Ἐκκλησία, «ἧς καί πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσι;» (Ματθ.16,18). Ἀφοῦ ἐμεῖς ἐκπροσωποῦμε τήν ἐκκλησία! Ἐμεῖς ἱστάμεθα «εἰς τόπον καί τύπον Χριστοῦ»! Ἐμεῖς…Ἐμεῖς…! Καλά, κ. κ. … ώτατοι, μή παίρνετε δά καί τόση φόρα! «Κι’ ἀπ’ τό ψηλότερο βουνό δρόμος περνᾶ ἐπάνω». «Ὅτι, οὐκ ἀδυνατήσῃ παρά τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα» (Λουκ.1,37). Περιμένετε, «θά ξανασυνεδρεύσῃ (καί πάλι τό Πνεῦμα τό Ἅγιο) γιά τήν τυφλαμάρα σας» , καί … ἴσως τό βρῆτε κάπου στά κρασοπουλιά πού καλοπερνᾶτε(!), τό πῶς ἔστε ὑμῖν. Σάν δέν ντρέπεστε, θεολογάρες(!) τύπου «Τυριοῦ, καί μάλιστα Ξηροτύρη τοῦ παρακαλετοῦ τάληρου, ὁ νοῶν νοήτω», «τού Καλπακιοῦ καί τῆς Τρεμπεσίνας», πού μοῦ συμπλήρωνε τούς Κώδικες πλάϊ μου στή Βογατσικοῦ τό 1965 καί τώρα δέν μέ γνωρίζει (ποὖσαι Ματρόζε ἀθάνατε!, σέ διάβασε ποτέ; ) καί ἄλλων «Βεντετῶν» τῶν 4Εὐρώ, πού εἶναι καιρός νά ἀνοίγουν σιγά σιγά ἀντίστοιχες Σχολές Ἠθοποιΐας (ὄχι ἠθοπλασίας, κάθε ἄλλο), ἤτοι μορφασμῶν, συστροφῶν προσώπου, τουρλοχειλότητος, ἀποκρουστικότητος καί πάσης μοντέρνας ἀπαξιώσεως καί ρεζιλιοῦ! Κι’ ἀπό τήν ἄλλη, ν’ ἀρχίζουν ν’ ἀνοίγουν καί Μουσεία τρέλας, ἐπιδείξεως ἀμφίων, ἐγκολπίων καί Σταυρῶν, Ράβδων, Χαζρανίων μέ φίλντισι, Μιτρῶν καί ὅ,τι ἄλλο κατέβῃ στά ἀρρωστημένα τους μυαλά, νά ἀναστήσουν καί νά ξεπεράσουν τόν Γνάτη τῆς Λάρσας μέ τίς 200 Ἀρχιερατικές Στολές, νά ἔχουν νά ἀμιλλῶνται οἱ νεώτεροι τούς παλιούς. Τί λές, μωρέ! Καί είς ἀνώτερα. Μή ὑστερήσητε σέ κάτι; Θά χάσετε τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέσ’ ἀπ’ τά χέρια σας! Ἔτσι βιάζεται καί κερδίζεται ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Νά εἶσαι ἀετονύχης, νά βολιδοσκοπῇς, νά ἐπισημαίνῃς θύματα, νά μπουκάρῃς, νά τ’ ἁρπάζῃς, νά τρέχῃς σέ Παναγιῶτες Κεντήστριες, ΜαρινοΦλωρινιώτισσες Μοναχές Ἱεροράπτριες (παλιά καί συνεχιζομένη ἱστορία) νά στολίζεσαι, καί ν’ ἀμολιέσαι γιά «σουλάτσα». Ἔτσι, ΚΑΙ «ζῆς, ΚΑΙ «στό τσεπάκι ἔχεις τόν οὐρανό». Διαφορετικά; Σέ κλαῖν’ οἱ ρέγγες! Μούχλιασες!!

Παράνομο καί πανάθλιο συνέδριο, ἵνα τί μελετᾶτε κενά;! Περιμένει ἀπό σᾶς νά τοῦ ὑποδείξετε τρόπο;! Τού διαβόλου τά μυαλά κουβαλᾶτε;! Ὅπως ἐκεῖνος ὑπέθεσε, πλανῶν τήν Εὔα, ὅτι δέν θἄβρησκε τρόπο μέ τό «Ὕστερον θέλημα τῆς Σταυρικῆς Του Θυσίας» (Σωτηριολογικόν Δόγμα τῆς Ἐκκλησίας) νά λυτρώσῃ τό ἀνθρώπινο γένος, ἔτσι κι’ ἐσεῖς μέσ’ στήν ἀλαζονεία σας καί τό ὑποτιθέμενον ἀναντικατάστατόν σας, νομίζετε –σατανικῇ συμβουλίᾳ καί ἐπιβολῇ-, ὅτι ἔχουν «παγιωθῆ» καί «μονιμοποιηθῆ», ἔχουν γίνει «στατικά» καί μηδέπω πλέον «ἐναλλασσόμενα» (δυνάμενα νά ἐναλλαγοῦν) γύρω σας τά πάντα, καί αὐτό (δήθεν) ἰσχύει καί γιά τήν Πανσοφίαν, τήν Πρόγνωσιν, τήν Παντοδυναμίαν, καί τήν Ὑπέρλογον Λογικήν τοῦ Θεοῦ, Ὅστις «δύναται ἐγεῖραι ἐκ τῶν λίθων τέκνα τῷ Ἀβραάμ» (Ματθ. 3,9). Ναί, νοήσατε ὅτι «Ὅπου Θεός πάρεστι, νικᾶται φύσεως τάξις, ποιεῖ δέ ὅσα βούλεται» (Ὑμνολογία). «Ὅπου Θεός, οὐκ ἔχει θέσιν τό πῶς» (Πατερικόν). «Κύριος διασκεδάζει βουλάς ἐθνῶν, ἀθετεῖ δέ λογισμούς λαῶν, καί ἀθετεῖ βουλάς ἀρχόντων. Μακάριον τό Ἔθνος οὗ ἐστί Κύριος (Ἰησοῦς νῦν) ὁ Θεός αὐτοῦ. Οἱ ὀφθαλμοί Κυρίου ἐπί τούς φοβουμένους αὐτόν, τούς ἐλπίζοντας ἐπί τό ἔλεος αὐτοῦ, ρύσασθαι ἐκ θανάτου τάς ψυχάς αὐτῶν, καί διαθρέψαι αὐτούς ἐν λιμῷ»(Ψαλμ.31,10-19). «Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας ἀιδίως ὤν, μέλη σεσηπότα ἐν τῷ ἑαυτοῦ Σώματι, ὅπερ ἐστίν ἡ Ἐκκλησία, μή ἀνεχόμενος, ἀποκόπτει, καί διϊστῶν ἀπωθεῖ ἀπομακρύνων ταῦτα, μή καί τό ἐγγύς ὑγιές, λωβόν τῇ αἰτίᾳ καί τῇ γνώμῃ γένηται» (Ἰ.Ν.). «Αὐτός εἶναι ἡ ἄμπελος, ἡμεῖς τά κλήματα. Τό κλῆμα οὐ δύναται καρπόν φέρειν ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἐάν μή μείνῃ ἐν τῇ ἀμπέλῳ. Οὕτω καί ὑμεῖς, ἐάν μή μείνητε ἐν ἐμοί, ὅτι χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰωάν. 15,5). Μακριά μου, σᾶς περιμένει φωτιά νά κατακαῆτε!

Τί ἀστεῖο, νά εἶναι ὑποχρεωμένος ὁ Θεός Δημιουργός, νά κινῆται μέσα στά στενά ὅρια καί τά πλαίσια τῆς ἀντιλήψεως τῶν διανοιῶν τῶν ἐπισκόπων, καί νά ἐξαρτᾶ τό μέλλον τῆς ἠγαπημένης Του Νύμφης Ἐκκλησίας, ἥν ἐν Ἑαυτῷ ἔχει ἐν παντί ἀκαταπαύστως ἡνωμένην, «ἀπό τό γουστάρω» τοῦ καθενός, ἀπό τήν ἐξάρτησίν Του ἐκ τῆς Πολιτείας (ἀστεῖο πρᾶμα, καί τό πῆραν ἐπάνω τους Τσιόδρας καί Χαρδαλιᾶς, «παίζοντας ἐν οὐ παικτοῖς» κι’ ὁ Χριστός Ταπεινά καί ἀνεξίκακα ὑπομένει), ἀπ’ τή «μερακλωσύνη» στήν ἀμφίεσή τους, ἀπό «τήν ἀναγνώριση μέρους ἤ ὁλοκλήρου τοῦ Κανόνος τῆς Ἁγίας Γραφῆς», ἀπό τήν «παραδοχήν ἤ ὄχι τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας», ἀπό τίς αὐθαίρετες Λειτουργικές ἀλλοιώσεις, καί τίς περί τά Δόγματα καί τήν Ἱεράν Παράδοσιν τοιαύτας (ἀλλοιώσεις), λές καί τοῦ ἔχει ἀφαιρεθεῖ τό δικαίωμα καί ἡ δυνατότης, μέσα στά ἀνεξάντλητα καί ἀνεμπόδιστα, τά ἀπεριόριστα ὅρια τῆς Παντοδυναμίας του, τῆς Προγνώσεώς του, τῆς Πανσοφίας του καί τῆς μεθοδεύσεως καί λύσεως κάθε προβλήματος «νεύματι μόνῳ» (ἐπειδή θά ἐνοχληθοῦν, καλέ, οἱ χρυσοφόροι Μῆδοι, οἱ ἀφρονέστεροι τῶν θνητῶν, τά ἐπισκοπάκια λέγω), νά κάνῃ τήν ὁποιαδήποτε «Ὑπέρβαση», μιά «Ἀνατροπή», μιά ἀπρόσμενη, ἀναπάντεχη, ἄγνωστη καί στούς ἀγαθούς, μή πεπτωκότας Ἀγγέλους ἀκόμα, καί, ἄν «ἡ ἀφεντιά τους» (νόει ἐπισκόπους) τά καταντήσουν πιό «στραπάτσα»,// Νά δῇς ξαφνικά -κατά ὑπερθαύμαστο τρόπο- τήν Κεφαλή Χριστό, εἰς γνῶσιν μόνον τοῦ Πατρός καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος –πρό τῆς Δευτέρας Του Ἐνδόξου Παρουσίας- νά ἀποσκορακίζῃ μυκτηριζομένους καί ν’ ἀποβάλῃ τοῦ ἀμπελῶνος (καί πάλιν) τούς «κακούς ἐργάτας» (Φιλι.3,2), // ἀρκούμενος και ἀναπαυόμενος «εἰς σχήματα» (Α΄Κορ.7,31) πού ἡ Δική Του Αὐτοσοφία ἀλλά καί ἡ τόση Του ἀγάπη γιά τό Σῶμα Του τήν Ἐκκλησία θά ἐπανεξεύρῃ (θά ξαναβρῇ), γιά νά καταπλήξῃ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους, τίς εἰκόνες Του, γιά μιά ἀκόμη φορά μεριμνῶν, // ἱνα μή πρό ὥρας, καί πρό «τοῦ σάλπιγγα ἠχῆσαι» διά τήν Β΄ Αὐτοῦ Παρουσίαν, ὑπαιτιότητι «ἐπισκοπικῆς προδοσίας καί ἐγκαταλείψεως» // εὑρεθείῃ πρό τῶν τοῦ «ἅδου πυλῶν» καί δυνηθῶσι (αἱ πύλαι) «κατισχύσαι αὐτῆς» (τῆς Ἐκκλησίας), πρᾶγμα ἀδύνατον, προλαληθέν και προβεβαιωθέν παρά Κυρίου!

Ἄλλωστε, πίστις ἡμῶν διατηρῆται ἀταλάντευτος, ὅτι, ἐκτός τῆς στρατευομένης, καί ἡ τῆς θριαμβευούσης Ἐκκλησίας παρουσία, δέν ὑπολείπεται εἰς πνευματικήν ἀξίαν καί ὠφέλειαν συνυπάρχουσα, είς τήν ἐν συνόλῳ καί ἐν σώματι ἑνί συμπαρουσίᾳ καί ἀνταποκρίσει αὐτῆς, ἔναντι καί μετά τῆς Κεφαλῆς σύν τῷ λοιπῷ σώματι (τῆς στρατευομένης) ἡνωμένη, ἥτις ἐστίν ὁ Χριστός. Ἀγάλλεται καί ἀναπαύεται ἐπ’ αὐτῇ (τῇ θριαμβευούσῃ ἐκκλησίᾳ) καί ἐπ’ αὐτούς (τούς έκδικοῦντας τό αἷμα αὐτῶν κάτωθεν τοῦ θυσιαστηρίου) (Ἀποκ.6,10) τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, λέγον διά στόματος τοῦ Ψαλμωδοῦ «Ἐμοί δέ λίαν ἐτιμήθησαν οἱ φίλοι σου, ὁ Θεός, ἐξαριθμήσομαι αὐτούς, καί ὑπέρ ἄμμον πληθυνθήσονται» (Ψαλμ. 138,17-18).

Καί ἄς ἐνδιατρίψωμεν ἐπ’ ὀλιγον ἐπί τοῦ θέματος «τῶν φίλων τοῦ Θεοῦ», ἤτοι τοῦ νέφους (ἄλλως ἄμμου) τῶν Ἁγίων. Μέλλων ἀπιέναι (νά ἀναχωρήση), νά Ἀναληφθῇ Οὗτος, «οὐκέτι δούλους, ἀλλά φίλους ἡμᾶς ἀπεκάλεσεν, ὅτι οὐδέν ἀπέκρυψεν ἀφ’ ἡμῶν, ἀλλά πάντα ἐγνώρισεν ἡμῖν» (Ἰωάν.15,15). Ἤ τίς καί ἀποκρύπτει ἀπό τινος τί, Οὗτος οὐδέν ἀπέκρυψεν, πάντα γάρ ἐγνώρισεν ἡμῖν καί ἀφῆκεν μάλιστα, καί πάντα τά πρός ζωήν καί εὐσέβειαν» (Β΄Πετρ.1,3). Προσέθηκε δέ, ὑπομιμνήσκων καί τό ἡμέτερον πρός Ἐκεῖνον ἀξιόχρεον ἀκολουθητέον χρέος. «Εἰ οὖν ὑμεῖς φίλοι μου ἐστέ, ἐμέ μιμεῖσθε, ὁ θέλων πρῶτος εἶναι ἔστω ἔσχατος, ὁ Δεσπότης ὡς ὁ Διάκονος (Μάρκ.9,35). Μείνατε ἐν ἐμοί, ἵνα βότρυν φέρητε. Ἐγώ γάρ εἰμί τῆς ζωῆς ἡ ἄμπελος» (Ἰωάν.15,5 – Ὑμνολογία Μ. Ἑβδομάδος).

Ὑποσημείωσις: (***) Ἀπαραίτητον θεωρῶ νά διευκρινίσω ἐνταῦθα, τά σχέσιν

ἔχοντα μέ τά τρία προκαταχωρηθέντα χωρία, ἵνα ἀρθῶσιν αἰωνίζουσαι ἀπορίαι καί ἀμφιβολίαι: α) Ὡς «λίθος μυλικός», γνωστόν εἶναι πώς νοεῖται ἡ βαρειά μυλόπετρα. β) Ὡς «μύλος ὀνικός» ὑποδηλοῦται ἡ μυλόπετρα καί πάλιν, ἀλλ’ ἡ ὑπό ὄνου (γαϊδάρου) περιστρεφομένη «ἐν τῷ μύλωνι». γ) «ἵνα κρεμασθῇ εἰς τόν τράχηλον αὐτοῦ (ὑφ’ ἑτέρων, καί ὑφ’ ἑτέρων) καταποντισθῇ εἰς τήν θάλασσαν», ὄχι νά αὐτοκτονήσῃ. γ΄) «Καλόν ἐστιν αὐτῷ μᾶλλον εἰ περίκειται (ὑφ’ ἑτέρων) λίθος μυλικός περί τόν τράχηλον αὐτοῦ καί βέβληται (ὑφ’ ἑτέρων) εἰς τήν θάλασσαν». Ὀχι αὐτοκτονία, καί πάλιν! γ΄΄ ) «Λυσιτελεῖ αὐτῷ εἰ λίθος μυλικός περίκειται (ὑφ’ ἑτέρων) περί τόν τράχηλον αὐτοῦ καί ἔρριπται (ὑφ’ ἑτέρων) εἰς τήν θάλασσαν», καί ὄχι λοιπόν αὐτοκτονία, διά τρίτην φοράν. Τό ἄν, ἀπό τοῦ νά σκανδαλίσῃ, εἶναι προτιμότερον νά τόν ρίψουν οἱ ἄλλοι στή θάλασσα, μήπως σωθῇ ἤ ὄχι, αὐτό δέν μᾶς τό διευκρινίζει ὁ Χριστός στή συνέχεια, οὔτε πουθενά ἡ Γραφή, οὔτε γνώμη ἐκφράζει κανένας τῶν Πατέρων σχετικά πρός τό θέμα. Ἐπαφίεται στήν κρίση τοῦ Θεοῦ, ἔναντι τοῦ βαθμοῦ συναισθήσεως, μεταμελείας, μετανοίας, αἰτήσεως τυχόν συγγνώμης, σέ πιά ὑποδιαίρεση κλάσματος δευτερολέπτου τοῦ χρόνου καί πότε, δέν γνωρίζω. Γνωρίζω, ὅμως, τόν ἄφθονο χρόνο καί τίς ἄπειρες εὐκαιρίες πού μᾶς παρέχει ὥστε νά μή ἀναβάλωμεν, γιατί «ἡ ἀναβολή σημαίνει ματαίωση, ἡ δέ ματαίωση καταστροφή»!

Μή διάθεσιν διδασκαλίας, ὡς νομίζητε ἔχων (Ἰακ.3,1). Μή διδασκάλου ἔφεσιν ἔτι φέρων, ἀλλ’ ἁπλοῦ συμβούλου, ἐξ Ἱερατικοῦ καθήκοντος (Α΄Κορ.9,16) ἐπαφιέμενος ἀπορρέειν τί χρέος. Πολλά ἔχων τό γνῶθιν εἰς ἐμαυτόν ὅτι πταίω (ἐ.ἐ.) . Εἴ τις σκανδαλίζεται ἐπ’ ἐμέ καί ἐν ἐμοί, ζητησάτω μου ἐλευθέρως τόν λόγον. Ἕτοιμος εἰμί «δοῦναι ἀπάντησιν καί ἀπολογηθῆναι παντί τῷ αἰτοῦντι καί ἀντιπαλέσαι τῷ ἐπανισταμένῳ ἐπ’ ἐμέ» (Λουκ.12,1 & 21,14) . Ἔτι δε, «ἑτοίμως ἔχω καί εἰς φυλακήν εἰσελθεῖν, καί εἰς θάνατον παραδοῦναι τήν ἐμήν ψυχήν» (Λουκ.22,33). Εἰ δέ εὕρητέ με πού / σκάνδαλον πεποιηκότα, (Ματθ.18,7) μύλον ὀνικόν κρεμάσαντες περί τόν ἐμόν τράχηλον, ρίψατέ με ἐπί τήν εὐεργετικήν μοι πλέον θάλασσαν, ἵνα, σεῖς μέν ἀπαλλαγῆτε ἀπ’ ἐμοῦ τοῦ φορτικοῦ καί «τῆς ἀθλίας μου ψυχῆς καί ταλαιπώρου μου ζωῆς» (Εὐχή εἰς Ἄγγελον Φύλακα, Μικρόν Ἀπόδειπνο) -ὡς καί τῷ φύλακι ἀγγέλῳ μου καθ’ ἡμέραν ἄλλωστε συνομολογῶ καί προσεπιβεβαιῶ-, / ἐγώ δέ, βρῶμα ἰχθύων γεγονώς καί σεσηπώς (σαπήσας) ἐν αὐτῇ, θᾶττον (γρηγορότερα) ἀξιωθῶ «σύν Χριστῷ εἶναι» (Φιλιπ.1,23), «πολλῷ γάρ μᾶλλον κρεῖσσον» (ἐ.ἐ) δοκῶν εἶναι τοῦτο, καταθέτων ἐν αὐτῇ «τό ψυχικόν», καί τό πνευματικόν σῶμα λαμβάνων» (Α΄Κορ.15,44), εἰ και οὐ ἐν τῇ γῇ, ἀλλ’ ἐν τῷ τῆς θαλάσης ὕδατι τήν φθοράν καί λύσιν τοῦτο (το σῶμα) ἐπιδέχεται, «τοῦ ἐνδύσασθαι τήν ἀφθαρσίαν καί τό θνητόν τοῦτο ἐνδύσασθαι τήν ἀθανασίαν» (ἐ.ἀ.,στίχ.53) ἵνα παραστῷ τῷ Δικαιοκρίτῃ Θεῷ, «Ὅς ἀποδώσῃ ἑκάστῳ κατά τά ἔργα αὐτοῦ» (Ρωμ.2,6).

Ἵλεως γένοιτο ὁ Πανοικτίρμων Κύριος ἐπ’ ἐμοί τῷ ἀθλίῳ καί ἐφ’ ὑμᾶς, ἐπί πᾶσιν, οἷς ἕκαστος προσώχθησεν (δυσφόρησε, κακομεταχειρίστηκε), ἐπλημμέλησεν, ἐγκλημάτησεν, παντοιοτρόπως ἠνόμησεν κατά τοῦ Δημιουργοῦ, Προνοητοῦ καί Εὐεργέτου, Σωτῆρος Θεοῦ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μή τυχόν, ἐν τῇ ἀπείρῳ εὐσπλαχνίᾳ Αὐτοῦ, εὕρωμεν ἔλεος εἰς εὔκαιρον βοήθειαν, καί οὐκ ἀπολαύωμεν ἄξια ὧν ἐπράξαμεν, μηδέ δώῃ ἡμῖν ἀνταπόδομα οἷς κεκεράκαμεν Αὐτόν.

Ε ἴ η τ ό Ὄ ν ο μ α Κ υ ρ ί ο υ ε ὐ λ ο γ η μ έ ν ο ν

κ α ί δ ε δ ο ξ α σ μ έ ν ο ν ε ἰ ς τ ο ύ ς α ἰ ῶ ν α ς

Ἀ μ ή ν !

Ἱερεύς Ἰωάννης Νικολόπουλος

ΚΑΛΑΜΑΡΙΑ

21.5.2020

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.