ΝΙΚΗΤΑΙ – Οι αγιοι Παντες ειναι νικηται στον πιο ωραιο & σπουδαιο αγωνα που καλειται να δωση ο ανθρωπος στον κοσμο αυτο, νικηται στον αγωνα της πιστεως & της αρετης. Σ᾽ αυτον τον ωραιο αγωνα, καλει & εμας σημερα η Εκκλησια
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ
Ἑβρ. 11,33 – 12,2
Τοῦ Μητροπολιτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Νικηται
«Τοιγαροῦν καὶ ἡμεῖς, τοσοῦτον ἔχοντες
περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων,
ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν
εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, διʼ ὑπομονῆς
τρέχωμεν τὸν περικείμενον ἡμῖν ἀγῶνα»
(Ἑβρ. 12, 1)
ΕΝΙΚΗΣΑΝ! Ποιοί; Ἄν ἀκούσουν τὴν λέξι αὐτὴ οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ ἔχουν τρελλαθῆ μὲ τὴν μπάλλα, ἡ σκέψι τους θὰ πάη σὲ καμμιὰ ποδοσφαιρικὴ συνάντησι καὶ μὲ ἀνυπομονησία θὰ περιμένουν νʼ ἀκούσουν ἐὰν νίκησε ἡ δική τους ὁμάδα. Νίκησε; Ὤ, τότε θὰ ἐκδηλώσουν τὴ χαρά τους, θὰ κάνουν καὶ διαδήλωσι ἀκόμα καὶ θὰ τρέχουν στοὺς δρόμους καὶ θὰ φωνάζουν καὶ θὰ ταράξουν ὅλη τὴν πόλι… Τί μανία, τί τρέλλα!
Δὲν εἶνε πολὺς καιρὸς ποὺ σʼ ἕνα χωριὸ ἡμέρα Κυριακή, ἐνῶ ὁ ἱερεὺς χτυποῦσε τὴν καμπάνα καὶ καλοῦσε τοὺς κατοίκους στὴν ἐκκλησία, αὐτοὶ μπῆκαν σὲ τρία ποῦλμαν καὶ ταξίδεψαν χιλιόμετρα μακριὰ καὶ πῆγαν σὲ μιὰ πόλι γιὰ νὰ παρακολουθήσουν τὴν ποδοσφαιρικὴ συνάντησι τῆς ὁμάδας τοῦ χωριοῦ τους μὲ ἄλλη ὁμάδα. Ἡ ἐκκλησία ἔμεινε ἀδειανὴ ἀπὸ ἐκκλησίασμα. Δὲν ὑπῆρχε παιδὶ νὰ σηκώση τὴν λαμπάδα. Τὸ βράδι, ὅταν γύρισαν οἱ καλοὶ αὐτοὶ χριστιανοί, ἤταν λυπημένοι καὶ ἀπογοητευμένοι˙ μόνο ποὺ δὲν ἔκλαιγαν, γιατὶ ἡ ὁμάδα τους νικήθηκε. Καὶ τά ʼβαλαν ἀκόμα καὶ μὲ τὸν ἱερέα, γιατὶ δὲν πῆγε κι αὐτὸς μαζί τους νὰ τοὺς εὐλογήση. Ἡ μπάλλα, βλέπετε, ἔγινε θεός, ποὺ προσκυνᾶνε καὶ λατρεύουν ἑκατομμύρια κόσμος. Κι ὅποιος ἔχει πόδια δυνατὰ καὶ δίνει τὶς πιὸ δυνατὲς κλωτσιές, αὐτὸς εἶνε ὁ ἄνθρωπος ποὺ τιμᾶνε καὶ χειροκροτᾶνε˙ αὐτὸς εἶνε ὁ νικητής.
* * *
Ἀλλὰ αὐτὲς οἱ νίκες στὰ γήπεδα εἶνε μικρὲς καὶ ἀσήμαντες. Δὲν βγαίνει τίποτε τὸ σπουδαῖο ἀπʼ αὐτές. Ὑπάρχουν ὅμως ἄλλου εἴδους νίκες, ποὺ εἶνε πραγματικὰ μεγάλες καὶ σπουδαῖες˙ νίκες, ποὺ εἶχαν προσέξει κʼ ἐκτιμήσει οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας. Εἰδωλολάτρες ἦταν οἱ Ἕλληνες. Ἀγαποῦσαν τὸν ἀθλητισμό. Τιμοῦσαν τοὺς ἀθλητάς. Τοὺς τιμοῦσαν˙ ὄχι ὅμως μὲ λεφτά, ὅπως σήμερα, ποὺ μʼ ἕνα καντάρι χρυσάφι ἀγοράζουν τὰ πόδια τῶν ποδοσφαιριστῶν ποὺ θεωροῦνται ἄσσοι στὴ μπάλλα. Τοὺς τιμοῦσαν μʼ ἕνα στεφάνι ἀπὸ φύλλα δάφνης. Ἀγαποῦσαν οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας ἕναν ἀθλητισμό, ποὺ γύμναζε ὄχι μόνο τὰ πόδια ἀλλὰ ὁλόκληρο τὸ κορμί, καὶ γύμναζε ὄχι λίγα πρόσωπα ἀλλὰ ὅλα τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς νέους. Καὶ ὁ σκοπός τους ἦτανε˙ νὰ ἔχουν γερὰ κορμιά, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ὑπερασπίζουν τὴν πατρίδα τους σὲ καιρὸ πολέμου. Αὐτὸς ἦταν ὁ ἑλληνικὸς ἀθλητισμός, ἕνας ἀθλητισμὸς ἄξιος προσοχῆς καὶ μιμήσεως, τοὐλάχιστον ἀπὸ μᾶς τοὺς Ἕλληνες, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ γυμναζώμαστε κατὰ ἀρχαῖα πρότυπα, καὶ ὄχι νὰ μιμούμεθα ὅ,τι μᾶς σερβίρουν οἱ ξένοι λαοί, ποὺ κι αὐτὸ τὸν ἀθλητισμό τους τὸν ἔκαναν ἐμπόριο καὶ ἐκμετάλλευσι.
Ἀλλὰ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὶς σωματικὲς ἀσκήσεις οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας ἐκτιμοῦσαν κάτι ἄλλο. Ὡς ἀνώτερη νίκη, παραπάνω ἀπʼ ὅλες τὶς νίκες, κι ἀπʼ αὐτὲς ἀκόμα τὶς πολεμικές, εἶχαν τὴ νίκη τῆς ἀρετῆς. Δικό τους ῥητὸ ἦταν˙ Ὑψίστη νίκ εἶνε νὰ νικᾶς τὸν ἑαυτό σου.
* * *
Ναί, νικὰς τὸν ἑαυτό σου! Ἀλλὰ ποιός εἶνε ὁ ἑαυτός μας ποὺ πρέπει νὰ νικήσουμε; Εἶνε, ὅπως καὶ ἄλλοτε μᾶς δόθηκε ἀφορμὴ νὰ ποῦμε, εἶνε ὁ διεφθαρμένος ἑαυτός μας, οἱ κακίες μας, τὰ ἐλαττώματά μας, τὰ πάθη μας. Θεωρεῖτε εὔκολο νὰ νικήση ὁ ἄνθρωπος τὸν ἑαυτό του; Ἄς πάρουμε ἕνα παράδειγμα θὰ διδαχθοῦμε, πόσο δύσκολο εἶνε τὸ νὰ νικᾶ κανεὶς τὸν ἑαυτό του.
Ἕνα ἀπὸ τὰ ἐλεεινὰ ἐλαττώματα εἶνε ἡ κακὴ συνήθεια νὰ πίνη κανεὶς οἰνοπνευματώδη ποτά. Πίνοντας συνεχῶς, καταντᾶ ἀλκοολικός. Τὸ κρασί, τὸ οὖζο καὶ ὅλα τὰ ἄλλα οἰνοπνεύματα γιἂ τὸν ἄλκοολικὸ ἔχουν γίνει πιὰ μιὰ ἀνάγκη. Ἄν τοῦ λείψη τὸ νερὸ δὲν θὰ στεναχωρηθῆ τόσο, ὅσο ἄν τοῦ λείψουν τὰ οἰνοπνευματώδη ποτά. Καὶ ἄν ἀκόμα ἀπαγορευθοῦν τὰ οἰνοπνευματώδη ποτὰ καὶ κλείσουν ὅλες οἱ ταβέρνες, ὁ ἀκλοολικὸς θὰ βρῆ τρόπο νὰ πάρη τὰ «σκονάκια» του, δηλαδὴ νὰ προμηθευθῆ καὶ νὰ ῥουφήξη τὸ ἀλκοόλ. Ὅταν πρὶν ἀπὸ ἕναν αἰῶνα στὴν Ἀμερικὴ τὸ κράτος ἀπαγόρευσε τὴν πώλησι οἰνοπνευματωδῶν καὶ τιμωροῦσε μὲ σκληρὲς ποινὲς τοὺς εἰσαγωγεῖς, τὰ ποτὰ μπῆκαν στὴ μαύρη ἀγορὰ καὶ καράβια φορτωμένα μὲ βαρέλια ἀπὸ οἰνόπνευμα ἔρχονταν ἀπὸ τὴν Εὐρώπη στὴν Ἀμερικὴ καὶ τὶς νύχτες ξεφόρτωναν σὲ ἀπόμερες ἀκτὲς τὸ καταραμένο φορτίο τους ἤ, ἄν κινδύνευαν νὰ πιαστοῦν ἀπὸ τὰ καταδιωκτικά, τὰ ἔρριχναν στὴ θάλασσα, γιὰ νὰ τὰ περισυλλέξουν οἱ ἔμποροί τους. Τὰ λέμε αὐτά, γιὰ νὰ δείξουμε ὅτι οὔτε τὰ λεφτὰ ποὺ σπαταλᾶ ὁ ἀλκοολικὸς στὶς ταβέρνες οὔτε ὁ κίνδυνος τῆς ὑγείας του οὔτε οἱ συμβουλὲς τῶν γιατρῶν οὔτε τὰ δάκρυα τῆς δυστυχισμένης γυναίκας του καὶ τῶν παιδιῶν του οὔτε τὰ σίδερα τῆς φυλακῆς μποροῦν νὰ κάνουν τὸν ἄλκοολικὸ νὰ μισήση τὸν διεφθαρμένο ἑαυτό του, νὰ νικήση τὸ πάθος του.
Ὁ ἀκλοολικὸς βρίσκεται ὑπὸ κατοχήν˙ τὸν ἐξουσιάζη ἡ ἁμαρτία. Λένε γιὰ τὸ Μέγα Ἀλέξανδρο, ποὺ νίκησε ὅλους τοὺς ἔχθρούς του, λένε, ὅτι στὰ τελευταῖα ἔμπλεξε μὲ ξένες κακὲς παρέες, μεθοῦσε, καὶ πάνω στὸ θυμό του μιὰ μέρα σκότωσε τὸν καλύτερό του φίλο. Κι ὅταν τὸ πρωῒ ξεμέθυσε καὶ συναισθάνθηκε τί μεγάλο κακὸ ἔκανε, ἔβγαλε τὸ σπαθί του καὶ ἤθελε νʼ αὐτοκτονήση. Καὶ θʼ αὐτοκτονοῦσε, ἄν δὲν τὸν συγκρατοῦσαν οἱ ὑπασπισταί του. Τί θλιβερό! Αὐτός, ποὺ νίκησε τὸν κόσμο ὅλο, νικήθηκε ἀπὸ τὸ πάθος τῆς μέθης. Εἶχαν λοιπὸν ἤ δὲν εἶχαν δίκιο οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας, ὅταν ἔλεγαν ὅτι ἡ πιὸ μεγάλη νίκη εἶνε ἡ νίκη τοῦ ἑαυτοῦ μας; Νίκησε λοιπὸν τὶς κακίες, τὰ ἐλαττώματά σου, τὰ πάθη σου˙ καὶ τότε θὰ εἶσαι νικητής, ἄξιος νὰ πάρης τὸ στεφάνι τῆς δόξης.
* * *
Ἀλλὰ ὑπάρχουν τέτοιοι νικηταί; Ὑπάρχουν. Εἶνε οἱ ἥρωες τοῦ πνεύματος. Εἶνε οἱ μάρτυρες καὶ οἱ ὁμολογηταὶ τῆς πίστεως. Εἶνε οἱ γενναῖοι ἀθληταὶ τῆς ἀρετῆς. Εἶνε, ἄς τοὺς ὀνομάσουμε μὲ τὴν ὀνομασία ποὺ τοὺς ὀνομάζει ἡ Ἐκκλησία μας – ἄν καὶ ξέρουμε ὅτι ἡ ὀνομασία αὐτὴ δὲν κάνει πιὰ ἐντύπωσι σʼ ἕνα κόσμο ποὺ κλώτσησε Θεὸ καῖ ἀρετὴ καὶ ζῆ σὰν ἕνα κοπάδι ἀπὸ ζῶα καὶ ἄγρια θηρία –, εἶνε οἱ νικηταὶ ποὺ γιορτάζει καὶ πανηγυρίζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, εἶνε οἱ Ἅγιοι Πάντες.
Ναί, οἱ ἅγιοι Πάντες εἶνε νικηταὶ στὸν πιὸ ὡραῖο καὶ σπουδαῖο ἀγῶνα ποὺ καλεῖται νὰ δώση ὁ ἄνθρωπος στὸν κόσμο αὐτό, νικηταὶ στὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς. Νίκησαν τὸν πιὸ μεγάλο καὶ ἐπικίνδυνο ἐχθρό, νίκησαν τὴν ἁμαρτία˙ τὴν ἁμαρτία, ποὺ στὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα τοῦ Ἀποστόλου ὀνομάζεται εὐπερίστατος (Ἑβρ. 12, 1). Γιατὶ ἡ ἁμαρτία σὰν μιὰ διεφθαρμένη γυναῖκα ξανοίγεται καὶ δείχνει ὅλα τὰ θέλγητρά της καὶ στήνει παντοῦ δίχτυα καὶ δολώματα καὶ μὲ εὐκολία παρασύρει τοὺς ἀνθρώπους πρὸς τὸ μέρος της. Γιʼ αὐτὸ λέγεται εὐπερίστατος.
Τὴν ἁμαρτία νίκησαν οἱ ἅγιοι Πάντες. Καὶ ἦταν ἄνδρες καὶ γυναῖκες, νέοι καὶ νέες καὶ μικρὰ ἀκόμη παιδιά. Τὴ νίκησαν μὲ τὰ ὅπλα τοῦ φωτός. Τὴ νίκησαν παίρνοντας δύναμι ἀπὸ τὸ Χριστό, ποὺ πρῶτος αὐτὸς νίκησε τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ διάβολο, καὶ εἶνε ὁ ἀρχηγὸς τῆς παρατάξεως τῶν χριστιανῶν. Νὰ μετρήσουμε τοὺς νικητὰς αὐτούς; Εἶνε ἀναρίθμητοι. Εἶνε ὁλόκληρο φωτεινὸ σύννεφο.
Στὸν ὡραῖο αὐτὸν ἀγῶνα μᾶς καλεῖ σήμερα ἡ Ἐκκλησία. Ἡ καρδιὰ τοῦ καθενὸς ἀπὸ μᾶς εἶνε τὸ ἀπέραντο στάδιο τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος. Ἔφτασε ἡ ὥρα τοῦ ἀγῶνος. Νά καὶ κάνει τὴν ἐμφάνισί της ἡ ἀντίπαλη ὁμάδα τῶν παθῶν. Ποιοί ἀποτελοῦν τὴν ὁμάδα αὐτή; Κοιτάξτε˙ εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ κενοδοξία, ἡ φιλαργυρία, ἡ πορνεία, ὁ θυμός, ὁ φθόνος, ἡ λαιμαργία, ἡ οκνηρία καὶ ἡ ἀμέλεια. Καὶ τὰ πάθη αὐτὰ σέρνουν μαζί τους τόσα καὶ τόσα ἄλλα.
Ἐμπρὸς λοιπόν! Μᾶς φωνάζει ἡ σάλπιγγα τοῦ ἀγῶνος. Χριστιανοί, ἀγωνισθῆτε ἐναντίον τῶν παθῶν! Νικῆστε μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ τὴν εὑπερίστατη ἁμαρτία, καὶ θὰ εἶστε ἄξιοι τῆς οὐρανίου δόξης καὶ χαρᾶς.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) »ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ», σελ. 69-75 (ἕκδοσις Γ΄ 2001).
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.