Ὁ κορυφαιος αθλητης (α΄) Παυλος ο νικητης
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΖ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2298
Τῶν ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου
Κυριακὴ 28 Ἰουνίου 2020 ἑσπέρας
Ὁ κορυφαιος αθλητης (α΄)
Παυλος ο νικητης
Ἡ ὥρα αὐτή, ἀγαπητοί μου, εἶνε ὥρα προσευχῆς καὶ κηρύγματος· συνεπῶς καὶ ἡ ἐμφάνισί μας πρέπει νά ᾽νε ἀνάλογη. Διανύουμε βεβαίως τὴν ἐποχὴ τοῦ θέρους· ἀλλ᾽ ἐὰν σὲ αἴθουσες δικαστηρίων γυναῖκες καὶ ἄντρες πρέπῃ νά ᾽νε ντυμένοι εὐπρεπῶς γιατὶ ἐκεῖ λένε εἶνε «ναὸς τῆς Θέμιδος», πόσο μᾶλλον ἐδῶ; Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἔρχομαι στὸ θέμα.
* * *
Οἱ ἀληθινὰ πιστοὶ στὸν Κύριο εἶνε, ἀδελφοί μου, πάντοτε λίγοι· ὁ πολὺς κόσμος συγκεντρώνεται ἀλλοῦ. Οἱ φίλαθλοι, νέοι πρὸ παντός, πληρώνοντας μάλιστα καὶ εἰσιτήριο, συνωστίζονται σὲ γήπεδα, παρακολουθοῦν ἀθλήματα, ποδοσφαιρικοὺς ἰδίως ἀγῶνες.
Μπροστὰ στὸ πλῆθος ἐκεῖνο ἐμεῖς εἴμαστε μιὰ μικρὴ μειοψηφία. Τώρα ὅμως σᾶς καλῶ σ᾽ ἕνα ἄλλο στάδιο, ἀνώτερο, σ᾽ ἕνα γήπεδο πνευματικό, ὅπου θὰ δῆτε ἕναν ἀγῶνα ὑπέροχο, μὲ θεατὰς ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους. Πρόκειται γιὰ μιὰ ὑπέροχη εὐγενικὴ ἀναμέτρησι, ἡ ὁποία τίμησε τὴν ἀνθρωπότητα, εὐεργέτησε τὸν κόσμο, δόξασε τὴν ἁγία μας Ἐκκλησία, ὕψωσε τὸν ἄνθρωπο ὣς τὸν οὐρανό.
Θὰ δῆτε ἕναν κορυφαῖο ἀθλητὴ ν᾽ ἀγωνίζεται, νὰ νικᾷ καὶ νὰ θριαμβεύῃ. Καὶ τὸ ὄνομά του ἀκόμα ἠλεκτρίζει. Καὶ δὲν εἶνε μόνος· κατεβαίνει στὸν ἀγωνιστικὸ χῶρο ἐπὶ κεφαλῆς ὁμάδος, ἑνὸς ἐκλεκτοῦ συνόλου – καὶ εἶνε ἀλήθεια ὅτι μία καλὰ δεμένη ὁμάδα ἐνθουσιάζει. Πρὸ ἡμερῶν συνάντησα ἕνα νέο. –Χαρούμενο σὲ βλέπω, λέω. –Νίκησε ἡ ὁμάδα μου, λέει. –Τοὺς ξέρεις αὐτοὺς ποὺ παίζουν; –Βέβαια. –Πόσοι εἶνε; –Ἕντεκα. –Μπορεῖς νὰ πῇς τὰ ὀνόματά τους; Τ᾽ ἀνέφερε ὅλα χωρὶς νὰ καταλάβῃ ποῦ τὸ πήγαινα ἐγώ. –Ποιόν ἀπ᾽ αὐτοὺς θεωρεῖς καλύτερο; –Τὸν τάδε, λέει, κ᾽ ἔβγαλε τὸ πορτοφόλι του καὶ μοῦ ᾽δειξε μέσα τὴ φωτογραφία του. Αὐτὸ ἦταν τὸ ἰδανικό του.
Ἐγὼ λοιπὸν σήμερα θέλω νὰ σᾶς παρουσιάσω τὸν κορυφαῖο ἀθλητή, τὸν καλύτερο «παίκτη» ὅπως θά ᾽λεγαν οἱ φίλαθλοι, ποὺ κατεβαίνει στὸ στίβο νὰ δώσῃ τὸν πιὸ κρίσιμο ἀγῶνα. Δὲν εἶνε μόνος, συνοδεύεται ἀπὸ ἄλλους ἕντεκα, ἔχει τὴν ὁμάδα του, κι αὐτὸς εἶνε ὁ ἐπὶ κεφαλῆς, ὁ πρῶτος. Κρατάει σημαία ἔνδοξη· ὄχι μιᾶς ἀθλητικῆς ὁμάδος, ἀλλὰ τῆς Χριστιανοσύνης· καὶ σαλπίζουν οἱ σάλπιγγες, καὶ χειροκροτοῦν οἱ ἄγγελοι, καὶ ἀγάλλεται ὅλη ἡ γῆ. Φτωχὴ εἶν᾽ ἡ γλῶσσα μου γιὰ νὰ παραστήσῃ τὸ μεγαλεῖο αὐτοῦ τοῦ κορυφαίου ἀθλητοῦ. Ποιός εἶνε; Ὁ ἀπόστολος Παῦλος!
Ἐὰν γιὰ ἄλλους ἡ ζωὴ ἴσον ἀπόλαυσις, ἴσον «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13 = Α΄ Κορ. 15,32), ἴσον θησαυρισμός, ἴσον γνῶσις καὶ ἐπιστήμη, ἴσον ἐκμετάλλευσις καὶ δόξα ἢ ὁποιοδήποτε ἄλλο ὑλικὸ ἀγαθό, γιὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο ἡ ζωὴ ἴσον πάλη, ἀγώνας. Αὐτὸς ἔγραψε· «οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου» (Ἐφ. 6,12). Καὶ ὕστερα ἀπὸ τριάντα χρόνια ἑνὸς ἀγῶνος τιτανικοῦ τὸν ἀκοῦμε νὰ λέῃ· «Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα» (Β΄ Τιμ. 4,7). Ἀγώνας ἦταν ἡ ζωή του στὸν στίβο τῶν ὑψηλοτέρων ἀξιῶν.
Ἐλᾶτε λοιπὸν στὸ στάδιο, νὰ δοῦμε τί ἀγῶνα ἔκανε, ποιές νίκες κατέκτησε, ποιούς θριάμβους πέτυχε, τί τρόπαια ἔστησε.
* * *
Νίκησε ὁ Παῦλος, ἀδελφοί μου. Τί νίκησε; Τοὺς τρεῖς μεγαλύτερους ἐχθρούς. Ποιοί εἶν᾽ αὐτοί; Κατὰ τὴ διδασκαλία τῆς Γραφῆς καὶ τῶν ἁγίων πατέρων εἶνε· πρῶτον ἡ σάρκα, δεύτερον ὁ κόσμος, τρίτον ὁ σατανᾶς. Δὲν θὰ τὰ ἀναλύσουμε τώρα. Ἴσως νὰ τὸ κάνουμε ἄλλοτε, νὰ ποῦμε· τί δύναμι ἔχει ἡ σάρκα, ποιά εἶνε τὰ θέλγητρα καὶ ποιές οἱ παγίδες της· ποιός εἶνε ὁ κόσμος κατὰ τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ τί κινδύνους διατρέχει ὁ ἄνθρωπος ὑποχρεωμένος νὰ ζῇ μέσα σ᾽ αὐτόν· καὶ ποιός εἶνε ὁ σατανᾶς, ποὺ ὑποβάλλει κάθε κακὸ καὶ διαρκῶς συνδαυλίζει τὴ φωτιὰ ποὺ καίει μέσα μας.
⃝ Νίκησε λοιπὸν ὁ Παῦλος τὴ σάρκα. Ἦταν κι αὐτὸς σὰν ἐμᾶς· εἶχε σῶμα, ἀσθένειες, ἐπιθυμίες, πάθη. Προτοῦ νὰ γνωρίσῃ τὸν Ἰησοῦν κατεδίωξε τὴν Ἐκκλησία, βλασφήμησε τὸ ὄνομα τοῦ Ναζωραίου, ἔσυρε δεμένους στὰ κριτήρια Χριστιανούς. Ὅταν τὸν γνώρισε, τότε κυριάρχησε ἐπὶ τῆς σαρκός. Στὴν παλαιὰ διαθήκη λαίμαργος ὁ Ἠσαῦ, γιὰ ἕνα πιάτο φακῆ πούλησε τὰ πρωτοτόκιά του (βλ. Γέν. 25,30-34), ἐνῷ ὁ Παῦλος λέει· «Οὐ μὴ φάγω κρέα εἰς τὸν αἰῶνα, ἵνα μὴ τὸν ἀδελφόν μου σκανδαλίσω» (Α΄ Κορ. 8,13)· προτιμῶ νὰ μὴν ξαναφάω ποτέ μου κρέας. Ὁ Ἰούδας πρόδωσε γιὰ τὰ ἀργύρια (βλ. Ματθ. 26,14-16), ἐνῷ ὁ Παῦλος ἔλεγε· «Ἀργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα» (Πράξ. 20,33). Νικήθηκε ὁ Σαμψὼν ἀπ᾽ τὰ κάλλη τῆς Δαλιδὰ κ᾽ ἐξευτέλισε τὸ γένος του (βλ. Κριτ. 16,4-21), ἐνῷ ὁ Παῦλος ἔλεγε· «Ὑπωπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ, μήπως ἄλλοις κηρύξας αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι» (Α΄ Κορ. 9,27). Δι΄ ἀσκήσεως, ἐγρηγόρσεως καὶ προσευχῆς ἔφτασε νὰ νεκρώσῃ «τὰ μέλη αὐτοῦ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς» (Κολ. 3,5).
Τί εἶνε νέκρωσις; Ὅπως ὁ νεκρὸς στὸν τάφο δὲν συγκινεῖται οὔτε ἀπὸ λίρες οὔτε ἀπὸ ὡραῖες γυναῖκες οὔτε ἀπὸ βασιλικὰ στέμματα, ἔτσι ὁ ἀπόστολος Παῦλος νέκρωσε τὸ σαρκικὸ φρόνημα καὶ ἔλεγε· «Ἐμοὶ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι᾽ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ» (ἔ.ἀ. 6,14). Ἔσβησε τὸ ἐγὼ τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νὰ μπορῇ νὰ πῇ· «Ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. 2,20). Ποιός ἀπὸ μᾶς μπορεῖ νὰ τὸ ἐπαναλάβῃ;
⃝ Νικητὴς τῶν ἀδυναμιῶν τῆς σαρκός, νικητὴς καὶ τῶν φρονημάτων τοῦ κόσμου ὁ Παῦλος.
Φανταστῆτε τον στοὺς Φιλίππους, νὰ προσεύχεται στὴ σκοτεινὴ φυλακὴ ἁλυσόδετος καὶ ποδοασφαλισμένος (βλ. Πράξ. 16,11-40), γιατὶ ἦρθε σὲ σύγκρουσι μὲ τὸ πνεῦμα πύθωνος, μὲ τοὺς ἄρχοντες, τοὺς στρατηγούς, τοὺς ῥαβδούχους.
Φανταστῆτε τον, περιφρονημένο στὴν Ἀθήνα καὶ στὴν Κόρινθο (βλ. Πράξ. 17ο-18ο), στὰ κέντρα τῆς εἰδωλολατρίας, μὲ Ἐπικουρείους ἀπέναντί του καὶ Στοϊκοὺς στὸν Ἄρειο πάγο! ἦταν ὁ πρῶτος πού, ἐνῷ τὸν εἰρωνεύονταν, δὲν ντράπηκε ἐκεῖ νὰ ὁμολογήσῃ τὸν Ἰησοῦν· κήρυξε «Χριστὸν ἐσταυρωμένον, …Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν» (Α΄ Κορ. 1,23-24), ἁγίασε τὸν τόπο.
Φανταστῆτε τον στὴν Ἔφεσο, ἡ ὁποία λάτρευε τὴ θεὰ Ἄρτεμι, νὰ ὁρμοῦν οἱ ἀργυροκόποι νὰ τὸν συλλάβουν γιατὶ ἔθιγε τὰ συμφέροντά τους ἀπὸ τὴ λατρεία της (βλ. Πράξ. 19, 21-41).
Φανταστῆτε τον στὰ Ἰεροσόλυμα, ἀνάμεσα σὲ ῥαββίνους, φαρισαίους, σαδδουκαίους, νὰ θέλουν νὰ τὸν ἐξοντώσουν ἐπειδὴ κήρυττε ὅτι «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία» (Γαλ. 5,6)· μόνο χέρι Θεοῦ τότε τὸν «ἅρπαξε» (βλ. Πράξ. 23,10) καὶ τὸν διέσωσε.
Φανταστῆτε τον καὶ στὴ ῾Ρώμη, στὴν ἕδρα τῶν καισάρων τῆς αὐτοκρατορίας· ἐπάνω ἡ κοσμοκράτειρα νὰ ὀργιάζῃ, κι αὐτὸς φυλακισμένος κάτω στὰ σκοτεινά. Γιατί; «Οὐκ ἐπῃσχύνθη τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ» (῾Ρωμ. 1,16).
Οἱ χειρότεροι ὅμως ἀντίπαλοι τοῦ Παύλου δὲν ἦταν οὔτε οἱ Ἰουδαῖοι οὔτε οἱ εἰδωλολάτρες οὔτε οἱ ἄρχοντες οὔτε οἱ Νέρωνες. Αὐτοὺς δὲν τοὺς φοβήθηκε. Ποιούς φοβήθηκε· τοὺς «ψευδαδέλφους» (Β΄ Κορ. 11,26. Γαλ. 2,4), τοὺς ἐχθροὺς τοῦ γνησίου κηρύγματος τοῦ εὐαγγελίου, τοὺς ἐκμεταλλευτὰς τῆς εὐσεβείας, «τοὺς κακοὺς ἐργάτας» (Φιλ. 3,2), τοὺς «ψευδαποστόλους», τοὺς «δολίους ἐργάτας» ποὺ «μετασχηματίζονται εἰς ἀποστόλους Χριστοῦ» (Β΄ Κορ. 11,13)· τοὺς ἀπατεῶνες, ποὺ μὲ γλυκὰ λόγια ἀποκτοῦσαν ὀπαδοὺς καὶ δὲν κήρυτταν τὴν ἀλήθεια τοῦ Ἐσταυρωμένου. Αὐτοὶ ἀποτελοῦσαν μεγάλο ἐμπόδιο στὴν ἱερὰ ἀποστολή του.
Ὅλον αὐτὸ τὸν κόσμο νίκησε ὁ ἀπόστολος Παῦλος· τοὺς Ἰουδαίους, ἀφοῦ ἔστειλε ἐπιστολὴ καὶ πρὸς Ἑβραίους· τοὺς εἰδωλολάτρες, ἀφοῦ καὶ στὴν Ἀκρόπολι τῶν Ἀθηνῶν, ἐκεῖ ὅπου ἐπὶ χιλιετίες φώλιαζαν τὰ δαιμόνια μέσα στὰ εἴδωλα, κατώρθωσε νὰ ἱδρύσῃ ἐκκλησία· τοὺς κοσμοκράτορες τῆς ῾Ρώμης, ἀφοῦ καὶ στὸ Καπιτώλιο ἔστησε τὴ σημαία τοῦ σταυροῦ. Νίκησε τοὺς πάντες, γι᾽ αὐτὸ ἔγραψε· «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (Φιλ. 4,13).
⃝ Τέλος ὁ κορυφαῖος ἀθλητὴς Παῦλος, ἀφοῦ ὑπέταξε τὸ σαρκικὸ φρόνημα καὶ ὑπερκέρασε ὅλο τὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο, κατεπάτησε καὶ τὴ δύναμι τοῦ διαβόλου ἢ σατανᾶ. Μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἦρθε νὰ «καταργήσῃ τὸν διάβολον» (Ἑβρ. 2,14), ἦταν ἔμπειρος στὸν δαιμονικὸ πόλεμο, πῶς ὁ σατανᾶς «μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός» (Β΄ Κορ. 11,14). Γνώριζε κάθε «παγίδα τοῦ διαβόλου» (Α΄ Τιμ. 3,7. Β΄ Τιμ. 2,26). Δίδασκε νὰ «μὴ δίδωμεν τόπον τῷ διαβόλῳ», ἀλλὰ ν᾽ «ἀντιστεκώμεθα στὶς μεθοδεῖες» του (Ἐφ. 4,27· 6,11). Καὶ εὔχεται, ὁ Θεὸς νὰ «συντρίψῃ τὸν σατανᾶν ἐν τάχει» κάτω ἀπὸ τὰ πόδια κάθε πιστοῦ (῾Ρωμ. 16,20).
Τελειώσαμε; Ὄχι. Τὰ δικά μας ἐγκώμια εἶνε μικρά· ἑτοιμαστῆτε ν᾽ ἀκούσουμε πῶς τὸν ἐγκωμίασε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Α΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε στὴν αἴθουσα τῆς ὁδ. Ζωοδ. Πηγῆς 44 τῶν Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 26-6-1966 τὸ βράδυ. Καταγραφή, διαίρεσις καὶ σύντμησις 13-5-2020.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.