Αυγουστίνος Καντιώτης



Ο κορυφαιος αθλητης (β΄) Ο Iερος Χρυσοστομος υμνει τον Παυλο

date Ιούν 29th, 2020 | filed Filed under: εορτολογιο

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΖ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2299

Τῶν ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου
Δευτέρα 29 Ἰουνίου 2020 πρωὶ

Ο κορυφαιος αθλητης (β΄)
  Ο Χρυσοστομος υμνει τον Παυλο

Ο αποστ.. ΠαυλοςἩ ἑορτὴ τῶν κορυφαίων ἀποστόλων μᾶς καλεῖ, ἀγαπητοί μου, νὰ τιμήσουμε τὸν ἀ­πόστο­λο Παῦλο. Ἀλλὰ τί εἶνε τὰ δικά μας ἐγ­κώ­μια γιὰ τὸν ἀθλητὴ αὐ­τὸν τοῦ πνεύματος; Πολλοὶ ἄλλοι τὸν ἐγκωμί­ασαν· ἀπ᾽ ὅλους διακρίνω ἕναν ἀντάξιο ὑ­μνητή του· εἶνε ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Ἑπτὰ (7) ὁμιλίες ἔκανε γιὰ νὰ τὸν τιμήσῃ (βλ. Ἑ.Π. Migne 50,473-514).
Ὑπάρχει ἕνα ἀνέκδοτο. Ὅταν ὁ Χρυσόστο­μος ἦταν ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, πῆγε ἕνας ξένος καὶ ζήτησε νὰ τὸν δῇ. Ὁ διᾶκος τοῦ λέει· Περίμενε. Πάει στὸ δωμάτιό του καὶ βλέπει ὅτι ὁ Χρυσόστομος κουβεν­τιά­ζει μὲ κάποιον ἄλλο ξένο. Γυρίζει καὶ λέει· Αὐτὴ τὴν ὥρα δὲν μπορεῖ νὰ σὲ δεχτῇ, συν­ομιλεῖ μὲ κάποιον ἄλλο, περίμενε νὰ τελειώσῃ. Περίμενε ἐκεῖνος μιὰ ὥ­ρα, δυὸ ὧρες…· βγῆ­κε ἔξω, ἔκανε περίπατο, ξα­ναγύρισε, ἔφτασε ἀπόγευμα, βράδιαζε, μὰ ὁ Χρυ­σόστομος ἐξ­ακολουθοῦσε νὰ συνομιλῇ μ᾽ ἐκεῖνο τὸν ἄγνω­στο. Τί ἔμαθε ἔπειτα· ὅτι ὁ ξένος ἐ­κεῖνος –ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους– ἦ­ταν ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος Παῦλος! πῆγε στὸ κελλὶ τοῦ ἁγίου ἀρχιεπισκόπου καὶ τοῦ μετέδιδε τὸ πνεῦμα τῶν Ἐπιστολῶν του.
Καὶ πρά­γματι ἀπὸ ὅλους τοὺς πατέρας αὐ­τὸς ποὺ προσήγγισε καὶ ἑρμήνευσε πιὸ εὔστοχα τὸν ἀπόστολο Παῦλο εἶνε ὁ Χρυσόστομος. Σωστὰ εἶπαν· Στόμα Χριστοῦ εἶνε ὁ Παῦλος, καὶ στόμα τοῦ Παύλου ὁ Χρυσόστομος.

* * *

Λέει λοιπὸν ὁ Χρυσό­στομος στοὺς ἀκροατάς του· Ἀνοῖξτε τὴν Παλαιὰ Δι­αθήκη καὶ πέστε μου ποιόν ἀπ᾽ τὶς φυσι­ογνωμίες της θαυμά­ζετε; τὸν Ἄ­βελ, τὸ Νῶε, τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσα­άκ, τὸν Ἰακώβ, τὸν Ἰωσήφ, τὸν Ἰώβ, τὸ Μωυ­σῆ, τὸ Δαυΐδ, τὸν Ἠλία, τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο, τοὺς ἀγγέλους; Καὶ ἀρχίζει τὴ σύγ­κρισι μὲ ἕνα πρὸς ἕνα (βλ. Ὁμιλ. α΄. ἔ.ἀ. 50,473-477).
Θαυμάζετε, λέει, τὸν Ἄβελ; Εἶνε πρά­γματι θαυμαστὸς γιὰ τὴ θυσία ποὺ προσέφερε στὸ Θεό (βλ. Γέν. 4,2-5). Ἡ θυσία τοῦ Παύλου ὅμως εἶ­νε ἀ­νώ­­τερη. Δὲν προσέφερε βόδια καὶ πρόβα­τα, ἀλλὰ θυσίαζε κάθε μέρα τὸν ἑαυτό του, σὰν λιβάνι καὶ λαμπάδα. «Καθ᾽ ἡμέραν ἀποθνῄσκω» ἔλεγε (Α΄ Κορ. 15,31) καὶ «Ἐγὼ ἤδη σπένδο­μαι» «ἐπὶ τῇ θυσίᾳ καὶ λει­τουργίᾳ τῆς πίστεως ὑμῶν» (Β΄ Τιμ. 4,6. Φιλ. 2,17) καί, Περιφέ­ρω διαρκῶς ἐπά­νω στὸ σῶμα μου «τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰ­ησοῦ» (Β΄ Κορ. 4,10). Ὅ­λη ἡ ζωή του ἦταν ὁλοκαύτω­μα στὸ βω­μὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
Θαυμάζετε τὸ Νῶε; Ὄντως ὁ Νῶε ἦ­ταν ὁ μόνος μέ­σα στὴ γενεά του «ἄνθρωπος δίκαιος, τέλειος» (Γέν. 6,9). Ἀλλὰ καὶ ὁ Παῦλος τὸ ἴδιο ἦταν. Καὶ ὁ μὲν Νῶε ἔσωσε 8 ἐν συν­όλῳ ψυχές, ἐνῷ ὁ Παῦ­λος, ὅταν ἔπεσε στὸν κόσμο χειρότερος κατακλυ­σμός, δὲν κάρφωσε σα­νίδια νὰ φτειά­ξῃ κιβωτό, ἀλλὰ συνέγρα­ψε τὶς 14 Ἐπιστολές του καὶ ἔσωσε τὴν οἰ­κου­μένη ἀπὸ τὰ κύ­ματα ποὺ τὴν ἀπειλοῦ­σαν. Καὶ στὴ μὲν κιβωτὸ τοῦ Νῶε ὅπως μπῆκαν τὰ ζῷα ἔτσι καὶ βγῆκαν· κοράκι μπῆκε – κοράκι βγῆκε, λύκος μπῆκε – λύ­κος βγῆκε· ἡ κιβωτὸς τοῦ Παύλου ὅμως, δηλα­δὴ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, δέχεται λύκους καὶ τοὺς κάνει πρόβατα, δέχεται γεράκια καὶ κάργιες καὶ τοὺς κάνει περιστέρια, καὶ ἀφαιρώντας ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύ­σι ὅλο τὸν παραλογισμὸ καὶ τὴ θηριωδία ἔ­βαλε μέσα της τὴν ἡμερότητα τοῦ ἁγίου Πνεύ­ματος. Καὶ συνε­χίζει αὐτὴ νὰ πλέῃ ἕως τώρα καὶ δὲν διαλύεται. Δύσκολο ἕνας λύκος νὰ γίνῃ πρόβατο· δυσ­κο­λώτερο ὅμως εἶνε νὰ πάρῃς ἀνθρώπους δαιμονισμένους καὶ νὰ τοὺς κάνῃς ἀγγέλους!
Θαυμαστὸς εἶνε ὁ Ἀβραάμ, ποὺ ὑπήκουσε στὴν ἐντολὴ «Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενεί­ας σου» (Γέν. 12,1). Ἀλλὰ ὁ Παῦ­λος δὲν ἄφησε μόνο πατρίδα καὶ σπίτι καὶ συγγενεῖς· ἦ­ταν ἕτοιμος ν᾽ ἀφήσῃ κι αὐ­τὸ τὸν κόσμο καὶ τὸν οὐ­ρα­νὸ ἀκόμα χάριν τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, ἀ­φοῦ ἔλεγε· «Οὔτε ἐνεστῶτα οὔ­τε μέλ­λον­τα οὔ­τε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυ­νήσεται ἡμᾶς χωρίσαι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (῾Ρωμ. 8,39).
Ποιός δὲν θαυμάζει τὸν Ἰσαὰκ γιὰ τὴν ἀ­νε­ξικακία του; ἄνοιγε πηγάδια, τοῦ τὰ γέ­μι­ζαν πέτρες, κι αὐτὸς ἔφευγε πιὸ πέ­ρα δίχως ν᾽ ἀν­τιστέκεται (βλ. Γέν. 26,15-22). Μὰ ὁ Παῦ­λος ἔβλεπε τὸ ἴδιο του τὸ σῶμα νὰ τὸ λιθοβολοῦν, καὶ μὲ ὑ­πομονὴ προσπαθοῦσε κι αὐτοὺς τοὺς δολο­φό­νους του ν᾽ ἀ­νεβάσῃ στὸν οὐρανό (βλ. Πράξ. 14,19-22).
Κι ὁ Ἰακὼβ εἶνε θαυμαστὸς γιὰ τὴν καρτερία του, ποὺ γιὰ δύο γυναῖκες δούλεψε 2 φο­ρὲς ἀπὸ 7 χρόνια (βλ. Γέν. 29,15-30). Ὁ Παῦλος ὅμως εἶ­νε ἄφθαστος στὴν ὑπομονή· ὄχι 14 χρόνια ἀλ­λὰ ὅλη τὴ ζωή του δούλεψε γιὰ τὴ νύμφη τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία, μέρα καὶ νύχτα, μέσα σὲ πειρασμοὺς καὶ θηριομαχίες, ἁρπάζοντας τὰ πρόβατα ἀπ᾽ τὸ στόμα τοῦ διαβόλου.
Ἦταν σώφρων ὁ Ἰωσήφ (βλ. Γέν. κεφ. 39ο). Ἀλλὰ ὁ Παῦλος σταύρωσε τὸν ἑαυτό του ὡς πρὸς τὰ σαρκικὰ θέλγητρα, νέκρωσε κάθε σκίρ­τημα ἐμ­παθές, δὲν νικήθηκε ἀπὸ κανένα πάθος (βλ. Γαλ. 6,14).
Μεγάλος πράγματι ἀθλητὴς ὁ Ἰώβ· φιλόξενος, ἐλεήμων· πάλεψε, νίκησε καὶ εἶπε «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐ­λογημένον εἰς τοὺς αἰ­ῶ­νας» (Ἰὼβ 1,21). Ὁ Παῦλος ὅμως ὄχι λίγους μῆ­νες μὰ χρό­νια πολλὰ ὠνειδιζόταν ἀπὸ ψευδαδέλφους μὲ λοιδορίες. Κι ἂν ὁ Ἰὼβ περιέθαλπε σωματικὰ ἀ­ναπήρους, ὁ Παῦλος θεράπευε τοὺς πληγωμέ­νους ψυχικά. Μὲ δάκρυα καὶ πόνο, ὅπως ἡ μάνα ποὺ κοιλο­πονεῖ, ἔλεγε· «Τεκνία μου, οὓς πάλιν ὠ­δίνω, ἄ­χρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ὑμῖν!» (Γαλ. 4,19).
Ποιός ἄλλος εἶνε θαυμαστός, ὁ Μωυσῆς; Ναί, καὶ μάλιστα ὅταν παρακαλοῦσε τὸν Κύριο γιὰ τὸν ἁ­μαρτήσαντα λαό· Ἂν θέλῃς νὰ τοὺς συγχωρή­σῃς, συγχώρησέ τους· «εἰ δὲ μή, ἐξά­λειψόν με ἐκ τῆς βίβλου σου» κ᾽ ἐμένα (Ἔξ. 32,32). Ἀλλὰ ὁ Παῦλος τὸν ξεπέρασε· ὁ Μω­υσῆς δεχό­ταν νὰ συναπολεσθῇ μαζὶ μὲ ἄλλους, ἐνῷ ὁ Παῦλος ὄχι νὰ συναπολεσθῇ, ἀλλὰ νὰ σωθοῦν ἐκεῖνοι κι αὐ­τὸς νὰ ἐκ­πέ­σῃ τῆς αἰ­ωνίου δόξης (βλ. ῾Ρωμ. 9,1-5).
Ὁ Δαυΐδ· διακρίθηκε γιὰ τὴν ταπεινοφροσύ­νη καὶ τὸν πόθο του γιὰ τὸ Θεό· «καρδίαν συν­­­­τετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει», ἔλεγε (Ψαλμ. 50,19) καὶ «Ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου, ποσαπλῶς σοι ἡ σάρξ μου ἐν γῇ ἐ­ρή­μῳ καὶ ἀβάτῳ καὶ ἀνύδρῳ» (ἔ.ἀ. 62,2). Ἀλλὰ σ᾽ αὐτὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ ξεπεράσῃ τὸν Παῦλο; «Χριστὸς Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶ­­σαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ», ἔλεγε ταπεινά (Α΄ Τιμ. 1,15), κι ἀπὸ θεῖο ἔρωτα ἔγραφε· «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀ­­πὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;…» (῾Ρωμ. 8,35). Τίποτε, κανείς!
Ὁ Ἠλίας διακρίθηκε γιὰ τὸν θεῖο ζῆλο του (βλ. Γ΄ Βασ. 19,10). Μὰ ὁ Παῦλος εἶχε ζῆλο ἀνώτερο, καὶ ἔτσι ἔγραφε· «Ζηλῶ ὑμᾶς Θεοῦ ζήλῳ» (Β΄ Κορ. 11,2) καί, Ἐ­πιθυμῶ «ἀναλῦσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι» (Φιλ. 1,23).
Συγκρίνει τέλος ὁ Χρυσόστομος τὸν Παῦλο μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο. Ἐκεῖνος στὴν ἔ­ρη­μο ἔτρωγε «ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον» (Ματθ. 3,4) καὶ ἤ­λεγξε ἄφοβα τὸν Ἡρῴδη μὲ τὸ «Οὐκ ἔξ­ε­στί σοι ἔ­χειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Μᾶρκ. 6,18). Καὶ τοῦ Προδρόμου λοιπὸν ἀνώτερος φάνηκε ὁ Παῦλος· νήστευε μέσα στὸν κόσμο, ἔπασχε, κινδύνευε, ἐστερεῖτο (βλ. Β΄ Κορ. 11,23-27. Φιλ. 4,12). Καὶ ἤλεγξε ὄχι ἕναν καὶ δυὸ ἀλλὰ μυρίους καὶ πολὺ χειρότερους ἀπ᾽ τὸν Ἡρῴδη. Καὶ στὰ Ἰεροσόλυμα καὶ στὴν Ἔφεσο καὶ στὴν Ἀθήνα καὶ στὴ ῾Ρώμη, μπροστὰ σὲ ὅ­λους κήρυ­ξε τὸ εὐαγγέλιο ἁγνό, ἀνόθευτο. Γιὰ ὅ­ποιον τὸ νοθεύσῃ εἶπε τὸ βαρὺ λόγο· Καὶ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ ἂν τὸ κάνῃ, «ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. 1,8).
Τί μένει; νὰ τὸν συγκρίνουμε καὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους, ποὺ σὰν πύρινα πνεύματα (βλ. Ψαλμ. 103,4) εἶνε ὄντως θαυμαστοὶ γιὰ τὴν ἀ­κρίβεια τῆς ὑ­πακοῆς τους στὸ Θεό· οὐδέποτε τὸν παρήκου­σαν. Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ ἔχουν οἱ ἀσώματοι, βλέ­πουμε νὰ ἔχῃ καὶ ὁ Παῦλος ἔχον­τας σῶμα καὶ ζώντας ἀκόμα μέσα στὸν κόσμο. Σὰν πυρφόρο πνεῦμα πέρασε τὴν οἰκουμένη καὶ καθάρισε ὅλη τὴ γῆ. Σὰν νὰ μὴν εἶχε αὐτὸς σῶμα καὶ ὑλικὲς ἀνάγκες ἔλεγε· «Τίς οὖν μοί ἐστιν ὁ μισθός; ἵνα εὐαγγελιζόμενος ἀδάπανον θήσω τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. 9,18).

* * *

Τέτοια ἦταν, ἀδελφοί μου, ἡ ψυχὴ τοῦ Παύ­­λου· κῆπος εὐώδης, περιβόλι μὲ κάθε εἶ­δος λουλουδιῶν, ἀφοῦ μάζεψε ὅλες τὶς ἀρετές.
Ἂν πῇς σήμερα σὲ κάποιον ὅτι, σὰν Χριστι­ανὸς ποὺ εἶσαι, βάδισε τὴν στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδὸ τοῦ Γολγοθᾶ στὰ ἴχνη τοῦ Χριστοῦ, σοῦ ἀπαντᾷ· –Δὲν μπορῶ, ἐκεῖνος εἶνε Θεός. Ἔ, τότε μιμήσου τὸν Παῦλο, ποὺ ἦταν ἄν­θρωπος, κι ὁ ἴδιος μᾶς λέει «Mιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. 11,1· 4,16). –Μὰ πῶς μπο­­ρῶ; Λοιπὸν σοῦ δείχνω ἕνα δρόμο· ἄνοιξε τὴν Πρώτη (Α΄) πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολή του καὶ μελέτησε τὸ 13ο (ιγ΄) κεφάλαιο. Λέει ἐκεῖ, ὅτι ὁ δρόμος ποὺ φτάνει στὸν οὐρανὸ εἶνε ἡ ἀγά­πη. «Ἔτι καθ᾽ ὑπερβο­λὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι…» (Α΄ Κορ. 12,31). Ὄχι ἡ ἔκφυλη, ἡ γήινη καὶ ψεύτικη ἀ­γάπη, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη ἡ οὐρανία, τὴν ὁποία ἦρθε ν᾽ ἀ­νάψῃ στὶς καρδιὲς ὁ Ἐσταυρωμένος. Αὐτὴ εἶ­νε παραπάνω ἀπὸ τὴ γνῶσι, τὴν ἐπιστήμη, τὰ θαύματα, τὶς προφητεῖες, ἀπ᾽ ὅλα τὰ χαρίσμα­τα. «Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγ­γέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον» (Α΄ Κορ. 13,1).
Εἶχε ὅλες τὶς ἀρετὲς ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀλλὰ ἡ κορυφαία ἀρετή του ἦταν ἡ ἀγάπη. Ἡ καρδιά του δὲν ἦταν στενή· ἦταν πλατειὰ σὰν τὸν οὐρανὸ καὶ σὰν τὴ θάλασσα, ἦταν μιὰ μεγάλη ἀγκάλη· «ἡ καρδία ἡμῶν πεπλάτυνται», ἔγραψε (Β΄ Κορ. 6,12). Ἦταν σὰν τὴν καρδιὰ τῆς μάνας· «ὡς ἂν τροφὸς θάλπῃ τὰ ἑαυτῆς τέκνα» (Α΄ Θεσ. 2,7), ἕτοιμος νὰ ὑπηρετήσῃ στὶς πιὸ δύσ­κολες ἀνάγκες, ἕτοιμος νὰ συμπαρασταθῇ καὶ στὸν χειρότερο ἄνθρωπο. Ἔτσι ἦταν ἡ καρδιὰ τοῦ Παύλου, ἀγκάλιαζε τὸν κόσμο ὁλόκληρο.
Αὐτὸς εἶνε ὁ Παῦλος καὶ μᾶς καλεῖ νὰ τὸν μιμηθοῦμε. Δὲν σοῦ λέω νὰ κάνῃς θαύματα· κάνε κάτι γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Χριστιανός, ποὺ περνάει ἡ μέρα του χωρὶς νὰ κάνῃ κάτι γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, δὲν εἶνε Χριστιανός.
Ὦ Παῦλε ἀπόστολε, ἐσὺ ποὺ ἀγάπησες τὸ γένος μας, ἔλα καὶ πάλι ἀνάμεσά μας, παρηγό­ρησέ μας, ἐνίσχυσέ μας, κάνε πάλι στὴν Ἑλ­λάδα μας τὰ βράχια νὰ τινάξουν ῥόδα, πρὸς τιμὴν τῆς ἁγίας Τριάδος εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Β΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης μεγάλης ἑσπερινῆς ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε στὴν αἴθουσα τῆς ὁδ. Ζωοδ. Πηγῆς 44 τῶν Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 26-6-1966. Καταγραφή, διαίρεσις, συμ­πλήρωσις καὶ σύντμησις 16-5-2020.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.