Προληψεις και δεισιδαιμονiες
Τῆς ἁγ. μεγαλομ. Κυριακῆς (Γαλ. 3,23 – 4,5)
7 Ἰουλίου
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Προληψεις και δεισιδαιμονiες
«Ὅτε ἦμεν νήπιοι, ὑπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου ἦμεν δεδουλωμένοι» (Γαλ. 4,3)
Καταλάβατε τίποτε ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια ποὺ εἴπαμε; «Ὅτε ἦμεν νήπιοι», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος – τὸν ἀκούσατε. Σήμερα εἶνε τῆς ἁγίας Κυριακῆς τῆς μεγαλομάρτυρος καὶ διαβάζεται ὁ ἀπόστολος αὐτός· «Ὅτε ἦμεν νήπιοι, ὑπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου ἤμεθα δεδουλωμένοι…» (Γαλ. 4,3). Τί καταλάβαμε; Γι᾽ αὐτὸ παρακαλῶ νὰ προσέξουμε ἐδῶ.
Λέμε, ἀγαπητοί μου, καὶ ὄχι ἁπλῶς λέμε ἀλλὰ καὶ καυχώμαστε, ὅτι ἡ πίστι μας εἶνε ἡ πιὸ ὡραία στὸν κόσμο, εἶνε ἡ ἀληθινὴ πίστις· καὶ κατηγοροῦμε τοὺς ἄλλους ποὺ δὲν ἔχουν τὴ δική μας πίστι. Ἀλλ᾽ ἆραγε φτάνει αὐτό, τὸ νὰ καυχώμαστε γιὰ τὴν πίστι αὐτή; Τὸ ὅτι ἡ πίστι μας εἶνε ἡ μόνη ἀληθινὴ δὲν ὑπάρχει καμμιά ἀμφιβολία· ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ ἐξετάσουμε εἶνε, ἐὰν ἐμεῖς εἴμαστε πραγματικοὶ Χριστιανοί. Εἴμαστε πραγματικοὶ Χριστιανοί; εἴμαστε ἐκεῖνο ποὺ φαινόμαστε; Ἐὰν ἐξετάσουμε τὸν ἑαυτό μας, τὴν κοινωνία μας, θὰ δοῦμε ὅτι ἡ πίστι δὲν μᾶς ἔχει ἀγγίξει πολύ· τὸ νερὸ ὅταν βαπτισθήκαμε δὲν πέρασε πιὸ βαθειά, μόνο τὸ πετσί μας ἔβρεξε – ἀκοῦτε τί σᾶς λέω;
Βαπτισθήκαμε ὅλοι μικροί, ἐνῷ στὰ παλιὰ τὰ χρόνια βαπτίζονταν μεγάλοι (17, 18, 20 χρονῶν) καὶ κλαίγανε, μέσ᾽ στὴν κολυμβήθρα ἔπεφταν τὰ δάκρυά τους. Ἐκεῖνοι ἦταν πραγματικοὶ Χριστιανοί. Τώρα; Νὰ μὴν περιγράψουμε πῶς γίνεται τὸ βάπτισμα… Δὲν σέβονται τὸ μυστήριο οὔτε ἡ μάνα κι ὁ πατέρας οὔτε ἡ κουμπάρα κι ὁ κουμπάρος οὔτε οἱ καλεσμένοι· μιὰ κωμῳδία ἔγινε ἡ τελετή. Γι᾽ αὐτὸ λέω, ὅτι ἡ πίστι δὲν προχώρησε βαθύτερα μέσα μας· ἐξωτερικὰ μόνο φαινόμαστε Χριστιανοί, ἀλλὰ Χριστιανοὶ δὲν εἴμαστε. Ξέρετε πῶς μοιάζουμε; σὰν μιὰ σφαῖρα ποὺ φαίνεται ὅτι εἶνε ὅλη χρυσάφι, ἀλλ᾽ ἅμα ξύσῃς μὲ τὸ νύχι σου τὴν ἐπιφάνειά της, θὰ δῇς ὅτι τὸ χρυσάφι εἶνε σὰν τσιγαρόχαρτο, εἶνε ἁπλῶς ἕνα ἐπίχρισμα· κάτω ἀπ᾽ αὐτὸ εἶνε σκουριὰ καὶ μολύβι.
Αὐτοὶ εἴμαστε. Ἡ πίστι ποὺ ἔχουμε δὲν εἶνε καθαρὸ ἀλεύρι· εἶνε ἀλεύρι ἀνακατεμένο μὲ πολλὰ πίτουρα, καὶ πρέπει νὰ περάσῃ ἀπὸ κόσκινο. «Πιστεύω», λέμε στὴν ἐκκλησία. Ναί, ἀλλὰ γιά νὰ δοῦμε τί εἶνε αὐτὸ τὸ «πιστεύω»; Ἂν πάρῃς κρησάρα, ὅπως ἡ νοικοκυρὰ ποὺ κοσκινίζει τὸ ἀλεύρι, καὶ ἐξετάσουμε τὴν πίστι μας, θὰ δοῦμε ὅτι δὲν εἶνε καθαρή· εἶνε ἀνακατεμένη μὲ «στοιχεῖα τοῦ κόσμου», ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος σήμερα (Γαλ. 4,3), μὲ ἰδέες καὶ ἀντιλήψεις ποὺ δὲν συμφωνοῦν μὲ τὴν πίστι μας.
* * *
Δυστυχῶς, ἀγαπητοί μου, πίσω ἀπὸ τὴν πίστι μας ὑπάρχει μία ὁλόκληρη εἰδωλολατρία μὲ πλῆθος προλήψεις καὶ δεισιδαιμονίες. Αὐτὰ ποὺ εἶπα εἶνε λίγο ἀόριστα. Θέλετε παραδείγματα; Ἂς τὰ κάνουμε λοιπὸν συγκεκριμένα.
⃝ Εἶνε λόγου χάριν ἡμέρα Τρίτη; ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ δὲν ξεκινοῦν γιὰ δουλειά. Ἐνῷ ὅλες οἱ μέρες εἶνε τοῦ Θεοῦ, αὐτοὶ θεωροῦν τὴν Τρίτη ὡς ἡμέρα ἀποφράδα, κατηραμένη. Ἀκόμα καὶ ἐφημερίδες ἔγραψαν, ὅτι ἀνώτατος ἀξιωματοῦχος τὴν Τρίτη δὲν ὑπέγραφε διατάγματα! Φαντάσου λοιπὸν μία πρόληψι, ποὺ ὑπάρχει ὄχι μόνο σὲ κατώτερα στρώματα ἀλλὰ καὶ στοὺς μεγάλους. Τρίτη, σοῦ λέει, δουλειὰ δὲν γίνεται. Ἂν ὑπάρχῃ μιὰ ἡμέρα ποὺ ἔπρεπε νὰ σταματοῦν οἱ δουλειὲς κι ὅλα νά ᾽νε νεκρὰ γιὰ νὰ μαζεύωνται ὅλοι στὴν ἐκκλησία, αὐτὴ εἶνε ἡ Κυριακή. Ἐνῷ λοιπὸν τὴν Κυριακὴ τοὺς βλέπεις καὶ παίρνουν τ᾽ ἁμάξι καὶ τρέχουν δεξιὰ κι ἀριστερὰ γιὰ μπάνια, τὴν Τρίτη τὸ θεωροῦν κατάρα νὰ κάνουν ὁ,τιδήποτε· οὔτε ἀρραβῶνα κάνουν, οὔτε γάμο, οὔτε τίποτε ἄλλο. Ποῦ τὸ βρῆκαν αὐτὸ γραμμένο; Εἶνε μία πρόληψις.
⃝ Θέλετε ἄλλο; Ὁ ἕνας παρατηρεῖ τὶς ἡμέρες, ὁ ἄλλος παρατηρεῖ τὰ νούμερα. Τὸν κάλεσαν π.χ. σὲ τραπέζι; μετράει πόσοι εἶνε οἱ καλεσμένοι· ἕνας, δύο, τρεῖς, τέσσερις, …δώδεκα, δεκατρεῖς; Ὤ, δεκατρεῖς; κάηκα! λέει, καὶ φεύγει. Νομίζει ὅτι, ἂν καθίσουν στὸ τραπέζι δεκατρεῖς, θὰ πλησιάσῃ ὁ χάρος. Ποῦ τὸ βρῆκε αὐτό;
⃝ Ὁ ἄλλος τί παρατηρεῖ; τοὺς μῆνες. Εἶνε Μάιος; δὲν παντρεύεται. Εἶνε Αὔγουστος; σὲ κάτι νησιά, ὅταν πλησιάζει ἡ Μεταμόρφωσις, δὲν πλένουν ροῦχα στὰ ῥέματα· νομίζουν, ὅτι θὰ βγοῦν οἱ δρίμες ἀπὸ τὰ νερὰ καὶ θὰ τοὺς κάψουν τὰ ροῦχα. Νά ποιά εἶνε ἡ πίστι τους.
⃝ Ἂν πᾶτε σὲ βλαχοχώρια, θὰ δῆτε ἄλλες δεισιδαιμονίες. Σφάζουν τὸ ἀρνὶ κι ἀφοῦ τὸ ψήσουν στὴ σούβλα, βγάζουν τὴν ὠμοπλάτη, καὶ τὴν παρατηροῦν μὲ μεγάλη προσοχή· ὁ παπᾶς δὲν στέκεται μὲ τόση εὐλάβεια μπροστὰ στὸ δισκοπότηρο. Νὰ τοὺς δῆτε –ἐγὼ τοὺς εἶδα πάνω στὰ ψηλὰ βουνά– πῶς σταματοῦν ὅλοι· καὶ ὁ πιὸ γέρος, κρατώντας τὴ γκλίτσα, παρατηρεῖ τὴν ὠμοπλάτη τοῦ ζῴου, κι ἀπὸ τὶς σκιὲς ποὺ βλέπει λέει ὅτι θὰ γίνῃ κακὸ μαντᾶτο, θὰ γίνῃ ἐτοῦτο ἢ ἐκεῖνο. Πιστεύουν στὰ κόκκαλα, δὲν πιστεύουν στὸ Χριστό.
⃝ Πῆγα σ᾽ ἕνα ἄλλο χωριό. Καὶ μόλις μπῆκα σ᾽ ἕνα σπίτι, ἦρθε σὲ διπλανὸ δέντρο καὶ λάλησε μιὰ κουκουβάγια. Καὶ τότε ἄρχισαν νὰ κλαῖνε λέγοντας· Ἀφοῦ ἦρθε τὸ κλαψοπούλι, κάποιος θὰ πεθάνῃ στὴ γειτονιὰ ἢ στὸ σπίτι…
⃝ Καὶ μόνο στὰ χωριά; Σὲ καταστήματα καὶ αὐτοκίνητα τῶν πόλεων θὰ δῇς, ἀντὶ τὸ σταυρό, νὰ ἔχουν κρεμασμένο ἕνα πέταλο. Στὸ πέταλο πιστεύουν, ὄχι στὸν Ἐσταυρωμένο. Κ᾽ ὕστερα σοῦ λέει, Ἐγὼ εἶμαι Χριστιανός.
⃝ Καὶ ὄχι μόνο οἱ ἀγράμματοι ἀλλὰ καὶ πολλοὶ γραμματισμένοι. Ἄκουσα δικηγόρο νὰ λέῃ· Ἅμα ὁ ἄνθρωπος βγῇ τὸ πρωὶ ἀπ᾽ τὸ σπίτι καὶ στὸ δρόμο συναντήσῃ –μὲ συγχωρεῖτε γιὰ τὴ φράσι– μιὰ πόρνη, εἶνε γούρι· ἂν συναντήσῃ παπᾶ, εἶνε κακὸ συναπάντημα… Ἐρωτῶ, εἶνε αὐτὰ χριστιανικά, αὐτὰ λέει τὸ Εὐαγγέλιο;
⃝ Βλέπετε ἄλλους ν᾽ ἀνάβουν φωτιὲς στὶς 24 Ἰουνίου καὶ μικροὶ – μεγάλοι πηδοῦν τὶς φωτιὲς γιὰ τὸ καλὸ λέει τοῦ χρόνου. Αὐτὰ εἶνε εἰδωλολατρικὰ κατάλοιπα, δὲν ἔχουν καμμία θέσι μέσα στὴ χριστιανοσύνη μας.
⃝ Ἐφημερίδες πληρώνουν μάγους καὶ δημοσιεύουν ὡροσκόπια, γιὰ νὰ δοῦν λέει ἀπὸ τὰ ζῴδια τί θὰ συμβῇ στὸν καθένα· ἐξαρτοῦν δηλαδὴ τὴ ζωή τους ἀπὸ τὸ μῆνα ποὺ γεννήθηκαν.
⃝ Πολλοὶ τέλος πηγαίνουν νύχτα – μεσάνυχτα σὲ μάγους ἢ μάγισσες, κι ὅταν πεθάνῃ κάποιος δικός τους δὲν ἔρχονται στὴν Ἐκκλησιὰ νὰ παρηγορηθοῦν, ἀλλὰ τρέχουν στὰ μέντιουμ, νὰ μάθουν τί γίνεται ὁ ἄνθρωπός τους.
* * *
Ὅλα αὐτὰ τί δείχνουν, ἀγαπητοί μου; ὅτι δὲν ἔχουμε καθαρὴ πίστι· δὲν ἔχουμε καθαρὸ τὸ ἀλεύρι μας νὰ φτειάξουμε πρόσφορο· μέσα στὸ καθαρὸ ἀλεύρι, τὴ φαρίνα ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Χριστός, ἐμεῖς ῥίξαμε σκουπίδια διάφορα καὶ κάναμε ἕνα χαρμάνι, ποὺ φαίνεται πὼς εἶνε Ὀρθοδοξία μὰ δὲν εἶνε· εἶνε πρόληψις, δεισιδαιμονία, εἰδωλολατρία. Ἐναντίον κάτι τέτοιων Χριστιανῶν, ποὺ ἀνακάτεψαν τὴ θρησκεία μας μὲ τὰ διάφορα «στοιχεῖα τοῦ κόσμου», διαμαρτύρεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Πῶς καταντήσαμε ἔτσι! Δὲν εἶνε ντροπή, κοτζὰμ καταστηματάρχης, νὰ μοῦ ᾽χῃς κρεμασμένο ἕνα πέταλο; Πῆγα μιὰ μέρα νὰ ξεκρεμάσω ἕνα πέταλο καὶ μόνο ποὺ δὲ μὲ σκότωσαν. Βάλε, βρέ, ἕνα σταυρό! Τίποτα· αὐτὸς βάζει πέταλο. Δὲν εἶνε ντροπή, ἐσὺ ὁ ἄλλος, νὰ θεωρῇς γούρι τὸ νὰ συναντήσῃς μιὰ πόρνη; Δὲν εἶνε ντροπή, ἐσὺ ὁ μορφωμένος, ὅταν συναντᾷς παπᾶ νὰ κάνῃς αἰσχρὴ χειρονομία; Δὲν εἶνε ντροπή, ἐσὺ ὁ ἄλλος, νὰ κάθεσαι νὰ μετρᾷς τοὺς ἀνθρώπους, μήπως εἶνε δεκατρεῖς; καὶ μέσα στὰ βαγόνια νὰ μὴν κάθεται κανείς στὸ 13; Ντροπὴ εἶνε νὰ πιστεύουν σήμερα μικροὶ – μεγάλοι, δεξιοὶ – ἀριστεροί, σὲ τέτοιες προλήψεις.
Ποιά εἶνε ἡ αἰτία; Εἶνε πολλὲς οἱ αἰτίες. Φταίει ὅτι στὰ σπίτια μας δὲν ἀνοίγουμε τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν κάνουμε προσευχή, φύγαμε ἀπ᾽ τὸ Θεό. Δεῖξτε μου ἕνα σπίτι ποὺ νὰ διαβάζουν Εὐαγγέλιο. Ἂν ὑπάρχῃ, ἀποκαλύπτομαι μπροστά τους. Γιατί δὲν διαβάζεις Εὐαγγέλιο; –Ἄ ἐγώ, παπούλη, λέει, διαβάζω τὴν Ἁγία Ἐπιστολή… Ποιά Ἁγία Ἐπιστολή, ἀγαπητέ μου; Ἡ ἀληθινὴ Ἐπιστολὴ τοῦ Θεοῦ εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο, οἱ ἐπιστολὲς τῆς Καινῆς Διαθήκης. Αὐτὰ νὰ διαβάσῃς, ν᾽ ἀνοίξουν τα μάτια σου, νὰ δῇς ποιά εἶνε ἡ πίστι μας, ποὺ γέννησε ἥρωες καὶ μάρτυρες.
Τώρα ἐμεῖς μοιάζουμε σὰν κάτι μικρὰ παιδιὰ ποὺ τὰ φοβίζουν μὲ τὸ μπαμπούλα καὶ τρέμουν. Ἔτσι τρέμουμε ἢ τὸν ἀριθμὸ 13 ἢ τὸ λάλημα τῆς κουκουβάγιας κ.τ.λ.. Συνάντησα μιὰ νιόπαντρη δασκάλα, μορφωμένη, καὶ ἔτρεμε σὰν τὸ λαγὸ γιατὶ τῆς ἔκαναν μάγια. –Γιατί τρέμεις; λέω· ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο καὶ ἔσπασε τὸ κεφάλι τοῦ διαβόλου.
Τί πρέπει νὰ κάνουμε. Νὰ μελετοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο, νὰ τὸ διδάσκουμε στὰ παιδιά μας, νὰ πιστεύουμε στὸ Χριστό, νὰ κοινωνοῦμε τὰ ἄχραντα μυστήρια, καὶ τότε, μὲ ὅπλο τὸ σταυρό, δὲν θὰ φοβώμαστε τίποτε· ὅλοι οἱ δαίμονες νὰ βγοῦνε, θὰ τοὺς νικήσουμε. Ὅταν πιστεύῃς στὸ Χριστό, δὲν θὰ φοβᾶσαι· θά ᾽χῃς ἐμπιστοσύνη καὶ θὰ λὲς αὐτὸ ποὺ ἀκοῦμε στὴν ἐκκλησία· «Ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα» (θ. Λειτ.)· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἄγνωστο ἱ. ναὸ τῶν Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 7-7-1963. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 27-4-2015.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 82β΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868)
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.