Ὁ μεγαλομαρτυς Προκοπιος και το ευαγγελιο της μνημης του αγιου
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΖ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2302
ἁγ. Προκοπίου (Λκ. 6,17-19· 9,1-2· 10,16-21)
Τρίτη 7 Ἰουλίου 2020 ἑσπέρας
Το[υ Μητροπολιτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου
Ὁ μεγαλομαρτυς
«Ἐξομολογοῦμαί σοι, πάτερ, κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὅτι ἀπέκρυψας ταῦτα ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν, καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ νηπίοις…» (Λουκ. 10,21)
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ ἑορτὴ καὶ πανήγυρις τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Προκοπίου. Δὲν εἶνε πολὺ γνωστὸς ὁ ἅγιος Προκόπιος καὶ ἀξίζει νὰ τὸν γνωρίσουμε καλύτερα. Στὴ ζωή του ἔχει κάτι ποὺ μοιάζει μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο καὶ τὸν μέγα Κωνσταντῖνο.
Δύο μέρη θὰ ἔχῃ τὸ κήρυγμα αὐτό· θὰ δοῦμε πρῶτα τὸν βίο τοῦ ἁγίου Προκοπίου, καὶ μετὰ τὸ εὐαγγέλιο ποὺ διαβάζεται στὴν ἑορτή του.
* * *
Τί ἦταν ὁ ἅγιος Προκόπιος, ἀγαπητοί μου; Γεννήθηκε στὰ Ἰεροσόλυμα στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-304 μ.Χ.), διώκτου τῶν Χριστιανῶν. Ὁ πατέρας του ἦταν Χριστιανὸς καὶ λεγόταν Χριστοφόρος. Ἡ μητέρα του ἦταν ἐθνικὴ – εἰδωλολάτρισσα καὶ λεγόταν Θεοδοσία. Ὁ πατέρας ὅμως πέθανε νωρὶς καὶ τὸ παιδί, ποὺ τότε λεγόταν Νεανίας, ἔμεινε στὰ χέρια τῆς μητέρας. Αὐτὴ τὸ φρόντιζε, ἀλλὰ τὸ κατηύθυνε κατὰ τὰ φρονήματά της. Ὁ ἅγιός μας λοιπὸν στὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς του ἦταν εἰδωλολάτρης, ὅπως εἰδωλολάτρις φανατικὴ μάλιστα ἦταν ἡ μητέρα του. Ζοῦσαν στὸ σκοτάδι, δὲν εἶχαν δεῖ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ.
Μὲ τὰ μέσα ποὺ διέθετε ἡ μητέρα προώθησε τὸ παιδί της ψηλά. Ὅταν ὁ Νεανίας ἔφτασε σὲ ὥριμη ἡλικία, ἡ Θεοδότη τὸν ὡδήγησε στὸν βασιλέα, ποὺ τότε βρισκόταν στὴν Ἀντιόχεια, καὶ τὸν ἔθεσε στὴν ὑπηρεσία του. Ὁ Διοκλητιανὸς εἶδε τὰ προσόντα τοῦ νέου, τὸν κατέταξε στοὺς ἀξιωματούχους του καὶ μὲ τὶς παρακλήσεις τῆς μητέρας τὸν ὕψωσε τόσο στὴν ἱεραρχία τοῦ κράτους ὥστε τὸν ὠνόμασε δοῦκα τῆς Ἀλεξανδρείας, διοικητὴ τῆς Αἰγύπτου.
Ὑπὸ τὴν ἰδιότητα αὐτὴ τοῦ ἔδωσε ἀμέσως διαταγή, νὰ ἐνεργήσῃ διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν τῆς Αἰγύπτου. Αὐτὸς πῆρε στρατὸ καὶ ξεκίνησε γιὰ τὴν Ἀλεξάνδρεια. Στὸ δρόμο ὅμως τὴ νύχτα δέχθηκε ἀποκάλυψι ὅπως περίπου ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἄκουσε κάποιον νὰ τὸν καλῇ μὲ τ᾽ ὄνομά του, Νεανίαν, καὶ νὰ τὸν ἀπειλῇ μὲ θάνατο ἂν συνεχίσῃ τὸ διωγμό· εἶδε ἕνα σταυρὸ νὰ λάμπῃ σὰν κρύσταλλο κι ἀπ᾽ τὸ σταυρὸ ἀκούστηκε φωνὴ νὰ τοῦ λέῃ· «Ἐγώ εἰμι ὁ ἐσταυρωμένος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Αὐτὰ τὸν ἔκαναν νὰ πιστέψῃ ἀκραδάντως στὸ Χριστό.
Σταματᾷ τότε τὴν πορεία, πηγαίνει στὴν Σκυθόπολι, κατασκευάζει ἀπὸ χρυσὸ καὶ ἄργυρο ἕνα σταυρὸ ὅπως τὸν εἶδε στὸ ὅραμα, καὶ γυρίζει στὰ Ἰεροσόλυμα κηρύττοντας σὲ ὅλους παντοῦ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
Ὡς Χριστιανὸς στρατηλάτης εἶχε τότε μία σπουδαία νίκη κατὰ τῶν Σαρακηνῶν. Ἡ μητέρα του, μὴ γνωρίζοντας τὴ μεταστροφή του, τὸν προέτρεπε νὰ προσφέρῃ γιὰ τὴν ἐπιτυχία του θυσία εὐχαριστίας στὰ εἴδωλα· τότε ὅμως αὐτὸς τῆς φανέρωσε ὅτι ἔχει γίνει Χριστιανός, καὶ ἡ εἰδωλολάτρισσα μάνα ἀλλάζει πλέον στάσι. Ἄσπλαχνη, καταγγέλλει τὸ παιδί της στοὺς ῾Ρωμαίους! Ὁ Διοκλητιανὸς ἀναθέτει στὸν ἡγεμόνα τῆς Καισαρείας (τῆς Παλαιστίνης) Οὔλκιο, νὰ διεξαγάγῃ ἀνακρίσεις κατὰ τοῦ ἁγίου. Τὸν συλλαμβάνουν, ἀπαγγέλλουν κατηγορία ἐναντίον του, τὸν καλοῦν σὲ ἀπολογία, τὸν δικάζουν, καὶ ἀρχίζουν νὰ τὸν χτυποῦν βάναυσα· μισοπεθαμένο τὸν ῥίχνουν στὴ φυλακή. Ἐκεῖ ὅμως τοῦ ἐμφανίζεται πάλι ὁ Κύριος. Ἐπιβραβεύει τὸν ἀγῶνα του, τὸν ἐλευθερώνει ἀπὸ τὰ δεσμά, καὶ τοῦ ἀλλάζει τὸ ὄνομα· τὸν ὀνομάζει πλέον Προκόπιον.
Τὸν βγάζουν ἀπὸ τὴ φυλακή, τὸν φέρνουν στὸν εἰδωλολατρικὸ ναὸ κ᾽ ἐκεῖ τὸν πιέζουν νὰ προσφέρῃ θυσία. Μὲ τὴν προσευχή του ὅμως ὁ ναὸς καταστρέφεται. Τότε πιστεύουν ἐπὶ τέλους στὸ Χριστὸ ἡ μητέρα του Θεοδοσία, πολλοὶ στρατιῶτες, οἱ δύο χιλίαρχοι Νικόστρατος καὶ Ἀντίοχος, καθὼς καὶ δώδεκα γυναῖκες συγκλητικές. Ὅλοι αὐτοὶ θανατώνονται καὶ στεφανώνονται ὡς ἅγιοι. Ἐν συνεχείᾳ, ἐπὶ ἡγεμόνος Φλαβιανοῦ (διαδόχου τοῦ Οὐλκίου), βασανίζεται μὲ ἀκόμη πιὸ φρικτὰ μαρτύρια ὁ ἅγιος Προκόπιος καὶ τέλος ἀποκεφαλίζεται.
* * *
Αὐτὴ ἦταν, ἀγαπητοί μου, ἡ ζωὴ καὶ τὸ μαρτυρικὸ τέλος τοῦ ἁγίου Προκοπίου ποὺ ἑορτάζουμε. Θέλετε τώρα νὰ ῥίξουμε μιὰ ματιὰ καὶ στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ διαβάζεται στὴν θεία λειτουργία τῆς ἑορτῆς του; Τὸ ἀποτελοῦν τρεῖς περικοπὲς ἀπὸ τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 6,17-19· 9,1-2· 10,16-21). Ἐκεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς σὰν ζωγράφος μᾶς δίνει τὴν ἀπαράμιλλη εἰκόνα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· βλέπουμε τὸν Κύριο ὡς διδάσκαλο, ὡς ἰατρό, καὶ ὡς νικητὴ τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων τοῦ ᾅδου καὶ τῆς κολάσεως.
Ὁ Χριστός μας, λέει, ἔρχεται σὲ μέρος πεδινό, ὅπου ἔχει συγκεντρωθῆ ἀπὸ κάθε μέρος «πλῆθος πολὺ τοῦ λαοῦ» (ἔ.ἀ. 6,17). Τὸν ἀκοῦνε ὅλοι νὰ διδάσκῃ καὶ εὐφραίνονται. Καὶ ὁ Κύριος δὲν μένει μόνο σ᾽ αὐτό· μετὰ τὴ διδασκαλία ἁπλώνει μὲ στοργὴ τὰ ἅγια χέρια του ἐπάνω στοὺς ἀσθενεῖς ἀνθρώπους, τοὺς θεραπεύει ὅλους ἀπὸ κάθε ἀσθένεια, καὶ ἐλευθερώνει ὅσους ἔπασχαν ἀπὸ δαιμόνια.
Κατόπιν ὁ Χριστός, συνεχίζει τὸ εὐαγγέλιο, συγκεντρώνει κοντά του σὲ εἰδικὴ συνάθροισι τοὺς δώδεκα μαθητάς, δίνει καὶ σ᾽ αὐτοὺς τὴ δύναμι καὶ τὴν ἐξουσία νὰ θεραπεύουν ἀσθένειες καὶ νὰ ἐκδιώκουν δαιμόνια· ἐφωδιασμένους ἔτσι μὲ τὸ λόγο καὶ τὴ χάρι του τοὺς ἀπο-στέλλει –γι᾽ αὐτὸ λέγονται ἀπό-στολοι– νὰ κηρύττουν «τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἰᾶσθαι τοὺς ἀσθενοῦντας» (ἔ.ἀ. 9,1-2).
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὸν κύκλο τῶν Δώδεκα ὑπάρχει κ᾽ ἕνας ἄλλος εὐρύτερος κύκλος ἀκολούθων τοῦ Κυρίου, οἱ ἑβδομήκοντα μαθηταί. Αὐτοὺς ὁ Χριστὸς τοὺς εἶχε ἀποστείλει νωρίτερα, ὅπως καὶ τοὺς δώδεκα, γιὰ τὸν ἴδιο σκοπό. Τώρα λοιπὸν αὐτοὶ ἐπιστρέφουν καὶ τοῦ δίνουν ἀναφορὰ ἐνθουσιασμένοι. –Κύριε, λένε, εἴδαμε τὸ θαῦμα· εἰς τὸ ὄνομά σου καὶ τὰ δαιμόνια ὑποτάσσονται σ᾽ ἐμᾶς. Τί ἀπαντᾷ σ᾽ αὐτὸ ὁ Χριστός· –Τὸν ἔβλεπα ἐγὼ τὸ σατανᾶ νὰ τσακίζεται καὶ νὰ πέφτῃ ὅπως πέφτει ἡ ἀστραπή. Σᾶς δίνω τώρα τὴν ἐξουσία νὰ καταπατῆτε τὶς παγίδες του, τὶς φανερὲς καὶ τὶς κρυφές, νὰ νικᾶτε ὅλη τὴ δύναμί του· τίποτα δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ σᾶς πειράξῃ καὶ νὰ σᾶς βλάψῃ. Μὴ χαίρεστε ὅμως τόσο γι᾽ αὐτό· νὰ χαίρεστε πιὸ πολὺ γιὰ κάτι ἄλλο σπουδαιότερο. Ποιό· ὅτι τὰ ὀνόματά σας ἐγράφησαν εἰς τοὺς οὐρανούς (ἔ.ἀ. 10,17-20), στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς.
Στὸ τέλος τῆς περικοπῆς τοῦ εὐαγγελίου ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς σημειώνει μία σπουδαία πληροφορία, τὴν ὁποία θέλω τώρα νὰ προσέξουμε ἰδιαιτέρως. Λέει λοιπὸν ἐκεῖ· «ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἠγαλλιάσατο τῷ πνεύματι ὁ Ἰησοῦς» (ἔ.ἀ. 10,21) κι ἀμέσως κατόπιν ἀπευθύνεται στὸν οὐράνιο Πατέρα του καὶ προσεύχεται. Τὴν ὥρα ἐκείνη δηλαδή, τῆς ἱερᾶς συνομιλίας τοῦ Κυρίου μὲ τοὺς μαθητάς, τοὺς ἐπιτελεῖς καὶ συνεργάτες του, αὐτοὺς ποὺ θὰ συνεχίσουν αὔριο τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας του, ὁ Χριστὸς αἰσθάνεται κάτι σπάνιο. Τί δηλαδή;
Ἡ ζωή του πάνω στὴ γῆ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον εἶχε πόνο, λύπη καὶ δάκρυα· κανένας ἄνθρωπος δὲν πόνεσε τόσο ὅσο ἐκεῖνος. Περισσότερο ἀπὸ τὶς ἄλλες θλίψεις ἡ ψυχρὴ στάσι καὶ ἡ πολεμικὴ τῶν γραμματέων καὶ φαρισαίων τὸν πότιζε συχνὰ πικρία καὶ φαρμάκι. Τώρα ὅμως «ἠγαλλιάσατο τῷ πνεύματι ὁ Ἰησοῦς», αἰσθάνθηκε ἀγαλλίασι καὶ χαρά. Ὅπως ἕνας καλὸς πατέρας, λένε οἱ ἑρμηνευταί, ὅταν δῇ τὰ παιδιά του νὰ προκόβουν καὶ νὰ ἐπιτυγχάνουν στὴ ζωή τους χαίρεται καὶ εὐφραίνεται, ἔτσι καὶ ὁ Κύριός μας τὴν ὥρα αὐτή. Γιατὶ τὰ παιδιά του, οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι τοὺς ὁποίους χαρακτηρίζει ὡς «νήπια» λόγῳ τῆς ἀκακίας καὶ ἁπλοϊκότητός των, αὐτοὶ οἱ μικροὶ καὶ ταπεινοὶ τῆς γῆς, οἱ ἀγράμματοι ψαρᾶδες, τώρα στὸ ξεκίνημα τῆς ἀποστολῆς τους, εἶδαν καὶ γνώρισαν τέτοια θεία εὐλογία.
Οἱ ἰσχυροὶ τῆς ἡμέρας ἔχουν ἐξουσία καὶ δύναμι, ἀπολαμβάνουν δόξες καὶ τιμές· ἀλλ᾽ αὐτοὶ οἱ καταφρονεμένοι ἔχουν ἐκεῖνο ποὺ οἱ μεγάλοι τοῦ κόσμου δὲν μποροῦν οὔτε νὰ τὸ φανταστοῦν· ἔχουν τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ, τὴν εὐλογία τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ζοῦν θαύματα.
Αὐτὸ προξενεῖ ἀγαλλίασι στὸν Κύριό μας Ἰησοῦν Χριστόν. Καὶ τότε ὑψώνει τὰ μάτια του στὸν οὐρανό, προσεύχεται στὸν οὐράνιο Πατέρα καὶ λέει· «Σ᾽ εὐχαριστῶ, πατέρα, γιατὶ τὰ μεγαλεῖα αὐτὰ τῆς πίστεως τὰ ἔκρυψες ἀπὸ σοφοὺς καὶ συνετούς, καὶ τὰ φανέρωσες σ᾽ αὐτὰ τὰ ἄκακα νήπια· ναί, ὁ πατήρ, ὅτι οὕτως ἐγένετο εὐδοκία ἔμπροσθέν σου» (ἔ.ἀ. 10,20-21).
* * *
Βλέπετε, ἀδελφοί μου, τί σπουδαῖα νοήματα περιέχει τὸ εὐαγγέλιο τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Προκοπίου; Εἶνε καὶ αὐτός, ὅπως οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι, ἕνα ἀπὸ τὰ ἄκακα «νήπια» ποὺ ἐγνώρισαν τὴν εὐλογία τῆς θείας χάριτος, ἔζησαν τὸ θαῦμα τῆς θείας δυνάμεως καὶ τὰ ὀνόματά τους γράφτηκαν στοὺς οὐρανούς.
Δὲν τελειώσαμε ὅμως· θὰ συνεχίσουμε.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Αὐτὸ εἶνε μὲ συντομία τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Ἂς προσέξουμε ἰδιαιτέρως αὐτὸν τὸν βαθὺ λόγο τῆς προσευχῆς ποὺ εἶπε· ὅτι, «Πατέρα οὐράνιε, ἀπέκρυψας ταῦτα ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν, καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ νηπίοις». Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Γιὰ νὰ τὰ καταλάβουμε, ἂς ἔχουμε ὑπ᾽ ὄψιν μας τὰ ἑξῆς.
* * *
Ὁ Θεός, ἀδελφοί μου, ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο ἕνα ἔξοχο προνόμιο, δῶρο ποὺ δὲν συναντᾶται σὲ ὅλη τὴ ζῳολογικὴ κλίμακα· τοῦ ἔδωσε τὴ διάνοια. Μὲ τὸ μυαλό του μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ διαβάζῃ, νὰ μελετᾷ, νὰ ἐρευνᾷ τὴ φύσι, τὸν κόσμο, νὰ βλέπῃ σχέσεις τῶν ὄντων μεταξύ τους, νὰ βρίσκῃ μεγάλα πράγματα.
Ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου εἶνε ἱστορία ἀνακαλύψεων. Κάποτε κατοικοῦσε σὲ σπηλιές, τώρα σὲ οὐρανοξύστες· τότε ὡς ἐργαλεῖα εἶχε πέτρες, σήμερα χρησιμοποιεῖ τέλεια ὄργανα· τότε πήγαινε μὲ γαϊδουράκια, σήμερα μὲ διαστημόπλοια. Θαμπώνει ἡ πρόοδός του, τεχνικὴ καὶ ἐπιστημονική· φωτιά, γραφή, τροχός, ἠλεκτρισμός, μαγνητισμός, πυξίδα, τηλέφωνο, αὐτοκίνητο, ἀσύρματος, ῥάδιο, τηλεόρασι, στὶς ἡμέρες μας πυρηνικὴ ἐνέργεια…, καὶ ἡ ἔρευνα συνεχίζεται. Προσπαθεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ βρῇ φάρμακα γιὰ τὶς ἀσθένειες καὶ μάλιστα τῆς μάστιγος τοῦ καρκίνου. Ὁ λόγος τοῦ Δημιουργοῦ τὸν ὠθεῖ νὰ κατακτήσῃ καὶ νὰ «κατακυριεύσῃ τὴ γῆ» (Γέν. 1,28). Ἂς εὐχαριστήσουμε τὸν Κύριο, ποὺ μᾶς ἔδωσε τὸ νοῦ καὶ ἀφήνει ν᾽ ἀνακαλύπτουμε τόσα θαυμαστὰ καὶ χρήσιμα πράγματα τοῦ ὑλικοῦ κόσμου.
Πέρα ὅμως ἀπὸ τὰ ὑλικὰ καὶ αἰσθητά, ὅπως λένε καὶ οἱ ἀρχαῖοι, ὑπάρχει τὸ πνεῦμα, ὁ μεταφυσικὸς κόσμος (γνωστὸ ἔργο τοῦ Ἀριστοτέλους εἶνε τὸ Μετὰ τὰ φυσικά). Ἐδῶ βρίσκεται καὶ ἡ μεγάλη διαφορὰ ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τοὺς μαρξιστάς· ἐκεῖνοι λένε «Ὅλα προέρχονται ἀπὸ τὴν ὕλη», ἐμεῖς λέμε «Ὅλα ἀπὸ τὸ πνεῦμα!». Σ᾽ ἐκεῖνον ὅμως τὸν κόσμο δὲν μπορεῖ νὰ πετάξῃ ὁ ἄνθρωπος, ὅσο κι ἂν τανύσῃ τὶς φτεροῦγες του, ὅσο καὶ ἂν τὸ ἐπιθυμῇ νὰ τὰ μάθῃ· εἶνε μικρὸ τὸ μυαλό του γιὰ ἐκεῖ. Ἐκεῖνα πρέπει κάποιος νὰ τοῦ τὰ φανερώσῃ.
Τὸ παράδειγμα τοῦ θεάτρου εἶνε βοηθητικό. Ἐκεῖ, προτοῦ νὰ ἐμφανισθοῦν στὴ σκηνὴ οἱ ἠθοποιοί, εἶνε κρυμμένοι. Ἡ αὐλαία τὰ κρύβει ὅλα ἀπὸ τὰ μάτια τῶν θεατῶν. Γεννᾶται ἔτσι περιέργεια. Μὰ τί νά ᾽νε πίσω ἀπὸ τὴν αὐλαία; ρωτᾷς, καὶ τὸ ἐνδιαφέρον σου φουντώνει. Κι ὅταν σύρει τὴν αὐλαία ὁ Αἰσχύλος ἢ Εὐριπίδης ἢ Σοφοκλῆς, τότε ἀκούγονται ἐπιφωνήματα θαυμασμοῦ. Τί θέλω νὰ πῶ μ᾽ αὐτό; Μπροστὰ στὰ μάτια τῆς ἀνθρωπότητος ὑπάρχει αὐλαία, σκοτάδι, ποὺ κρύβει τί ἔχει ὁ μεγαλουργὸς Θεὸς πίσω ἀπὸ τὴν αὐλαία αὐτή. Τὴν σύρει ὅμως ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καὶ μᾶς ἀποκαλύπτει τὰ θαυμάσιά του. Κ᾽ ἔτσι ἔχουμε τώρα ὄχι ἀνακάλυψι, ἀλλὰ –μία λέξι–· ἀποκάλυψι. Ἄλλο ἀνακάλυψις, ἄλλο ἀποκάλυψις. Ἀνακάλυψις εἶνε ἐκεῖνο ποὺ μὲ κόπο καὶ μόχθο ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἀνακαλύπτει, ὅπως στὴν πυρηνικὴ ἐνέργεια κ.λπ.. Ἀποκάλυψις εἶνε ἐκεῖνο ποὺ ὁ Θεὸς φανερώνει. Δὲν κοπιάζει ὁ ἄνθρωπος, δὲν μοχθεῖ ὁ ἄνθρωπος, δὲν ἐρευνᾷ ὁ ἄνθρωπος· διότι ὅσο καὶ νὰ ἐρευνήσῃ εἶνε ἀδύνατο νὰ εὕρῃ τὰ πνευματικὰ πράγματα· καὶ αὐτὰ τὰ πνευματικὰ καὶ ἀόρατα πράγματα φανερώνονται, σύρει τὴν αὐλαίαν τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, καὶ ὁ ἄνθρωπος κάνει Ἄαααα!…
Δὲν τὸ λένε ὅλοι αὐτὸ τὸ «Ἄααα», δὲν τὸ λένε ὅλοι. Μέσ᾽ στοὺς χίλιους ἕνας τὸ λέει. Θεέ μου Θεέ μου Θεέ μου Θεέ μου. Ὁ ἄλλος χασμουριέται. Τοῦ ὁμιλεῖς περὶ ἀγγέλων, τοῦ ὁμιλεῖς περὶ Θεοῦ, τοῦ ὁμιλεῖς περὶ Χριστοῦ, τοῦ ὁμιλεῖς περὶ τῶν οὐρανίων πραγμάτων, τοῦ ὁμιλεῖς περὶ τοῦ Γολγοθᾶ, περὶ τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ, τοῦ μυστηρίου τῆς Ἀναστάσεως, τῶν μεγάλων καὶ ὑψηλῶν, «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Α΄ Κορ. 2,9), τοῦ ὁμιλεῖς γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ μεγάλα πράγματα καὶ εἶνε τελείως ἀδιάφορος. Σὲ ἕνα ὅμως μέσ᾽ στοὺς χίλιους προνομιούχους –λαχεῖον τρόπον τινὰ ἔχουν αὐτοί– (πετυχαίνει) τὸ λαχεῖον τοῦ πνεύματος. Ἀρχίζουν καὶ θαυμάζουν· Τί εἶνε αὐτά! τί ὡραῖα πράγματα εἶνε αὐτὰ ποὺ διδάσκει τὸ Εὐαγγέλιο! τί ὡραῖος εἶνε ὁ Ἰησοῦς ὑπὲρ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων! τί μεγαλοπρέπειαν ἔχει ἡ θρησκεία μας! τί θαυμαστὰ πράγματα ἔχει ἡ θρησκεία μας! Οἱ ἄλλοι τίποτε. Ὅπως οἱ ἀσπάλακες εἶνε κρυμμένοι μέσα στὰ βάθη τῆς γῆς καὶ δὲν ἔχουν καμμίαν ἰδέαν περὶ τοῦ ὡραίου κόσμου, ποὺ ὑπάρχει ὑπεράνω τῆς γῆς, ὅπως οἱ ἰχθεῖς, λέγει ὁ Πλάτων, εἶνε μέσ᾽ στὰ βάθη τῶν ὠκεανῶν καὶ δὲν ἔχουν καμμίαν ἰδέαν ὅτι ὑπεράνω τῶν ὠκεανῶν ὑπάρχει ἕνας κόσμος ὁλόκληρος, ἔτσι καὶ τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων τελείως διατελοῦν σὲ ἄγνοια. Δὲν ἔχουν ἀποκάλυψι, δὲν ἔχουν φανέρωσι.
–Μά, θὰ πῆτε, αὐτὰ ποὺ λὲς εἶνε θεωρητικά. Θέλω νὰ τὰ κάνετε λιανά.
Θὰ σᾶς τὰ κάνω λιανά λοιπόν. Παίρνω τὶς λίρες καὶ τὶς κάνω λιανές. Σᾶς φέρνω παραδείγματα.
Ποῖες ἔχομε ἀποκαλύψεις; ἀποκάλυψις ποιά εἶνε; ποῦ ἀπο[ε]καλύφθη; Ἕνας σκοτάδι εἶχε, τίποτε δὲν ἤξερε γιὰ τὸν Χριστό. Ὄχι μόνο δὲν ἤξερε γιὰ τὸ Χριστό, ἀλλὰ μισοῦσε τὸν Χριστὸ θανασίμως καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ σβήσῃ τὸ ἅγιόν του ὄνομα ἀπὸ τὸν κόσμον ὁλόκληρον. Ἀλλὰ δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ τὸ σβήσῃ. Ἐμισοῦσε θανασίμως, ἐβλαστημοῦσε τὸν Χριστό. Καὶ ξαφνικὰ –ὦ Θεέ Θεέ– «Σαοὺλ Σαούλ, τί μὲ διώκεις; τί μέ διώκεις;» (Πραξ. 9, 4) Σύ, λέει, ποιός εἶσαι, Κύριε; Σύ γιὰ τὸν ὁποῖον σύ μὲ διώκεις, ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ὁ ἐσταυρωμένος Θεός. Καὶ κατόπιν ἀπὸ τὴν λάμψιν ἐκείνη ἔπεσε ἡ αὐλαία καὶ παρουσιάσθη μπροστὰ ὁ ὡραῖος κόσμος τοῦ εὐαγγελίου. Ἀπεκάλυψε εἰς τὸν Παῦλον ὄχι ἡ ἐπιστήμη, ὄχι ἡ σοφία ἀνθρώπινη, ὄχι ἡ μελέτη τῶν Γραφῶν ἢ ἄλλο τι, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἀπεκάλυψε εἰς τὸν ἀπόστολον Παῦλον καὶ ἔφθασε εἰς ἀποκαλύψεις «ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπων λαλῆσαι» (Β΄ Κορ. 12, 4).
Θέλετε ἄλλη ἀποκάλυψι; Ἀπεκάλυψε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον – σὲ ποιόν; Στὸν Κωνσταντῖνο τὸν βασιλέα, τὸν μέγα Κωνσταντῖνο. Τί ἦτο; Σκότος εἶχε καὶ αὐτός. Ἦτο κρυμμένος πίσω ἀπὸ τὴν αὐλαία, δὲν ἤξερε τίποτε ἀπολύτως. Ὀλίγα τινά, ἐλάχιστα, ἀλφαβητάριον τῆς πίστεως ἐγνώριζε ἀπὸ τὴν εὐσεβῆν του μητέρα, τὴν Ἑλένη. Αἴφνης Ὤωωω! ἦλθε τὸ θαῦμα. Δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε ἱστορικὸν γεγονός, ὅτι ἐπάνω ἀπὸ τὰ ἄστρα, πάνω ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἐφάνη τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ, ποὺ ἔλαμπε περισσότερον ἀπὸ τὸν ἥλιο, καὶ εἶδε τὴν ἐπιγραφὴ «Ἐν τούτῳ νίκα», καὶ ἀπὸ τότε ἄνοιξαν τὰ μάτια του καὶ ἐπίστεψε στὸ Χριστό, καὶ ἵδρυσε τὴν ἀπέραντο Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία.
Ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε εἰς τὸν Παῦλον, τὸ μαθητή, τὸν ἀπόστολον, ἀπεκάλυψε εἰς τὸν Κωνσταντῖνο. Ποιόν ἄλλο ἀπεκάλυψε; Καὶ τὸν σημερινὸν ἅγιο, σήμερον ποὺ ἑορτάζομεν, τὸν ἅγιο Προκόπιο. Λοιπόν, ὅσοι θέλετε, δὲν συνεχίζω τὸ κήρυγμα· διαβάσατε τὸν βίον τοῦ ἁγίου Προκοπίου καὶ θὰ δῆτε, ὅτι ἀκριβῶς καὶ γι᾽ αὐτὸ διαβάζεται τὸ εὐαγγέλιο αὐτὸ σήμερα.
Ἰδοὺ λοιπὸν ἀποκαλύψεις. Ἀπεκαλύφθη ὁ Θεός, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο στὸν Ἀβραάμ, ἀπεκαλύφθη εἰς τὸν Μωυσῆν ἐπάνω στὸ ὄρος Σινά, ἀπεκαλύφθη εἰς τὸν Παῦλον τὸν ἀπόστολον, ἀπεκαλύφθη εἰς τὸν Κωνσταντῖνο τὸν μέγα, ἀπεκαλύφθη εἰς τὸν Προκόπιον τοῦ ὁποίου τὴν ἑορτὴ ἑορτάζομεν σήμερον, ἀπεκαλύφθη εἰς μυριάδας ψυχῶν. Ἐξακολουθεῖ ν᾽ ἀποκαλύπτεται. Μάλιστα. Καὶ σήμερα καὶ στὸν αἰῶνα αὐτὸν τῆς ὕλης ὑπάρχουν ψυχὲς ποὺ βλέπουν τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ καὶ μένουν ἔκθαμβες πρὸ τοῦ μεγαλείου τοῦ Θεοῦ. Καμμία ἄλλη σφαῖρα ἐπάνω στὸ σύμπαν δὲν ἔχει τόσα χρώματα, ὅσον ἔχει ἡ γῆ]. Καὶ πράσινα καὶ γαλάζια καὶ ἄσπρα καὶ λευκά, ἕνα διαμάντι τῆς δημιουργίας εἶνε. Ὅταν εἶδαν οἱ ἀστροναῦται τὴν σφαῖραν αὐτὴν τῆς γῆς νὰ κυλίεται εἰς τὸ ἄπειρον, ἔβγαλαν φωνὴ θαυμασμοῦ· ―Ἄααα, τί εἶνε τοῦτο ποὺ βλέπομεν! Ὅπως λοιπὸν οἱ ἀστροναῦται ἐθαύμασαν τὸ μεγαλεῖον τῆς δημιουργίας, ἔτσι καὶ σ᾽ ὅσους ἀποκαλύπτεται ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ μας διὰ θαύματος, θαυμάζουν καὶ ἀποροῦν καὶ ξέρουν, ὅτι κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα δὲν ὑπάρχει ἄλλο ὡραιότερο καὶ ὑψηλότερο καὶ μεγαλοπρεπέστερον ἀπὸ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.
Ἀποκαλύπτεται καὶ σήμερα. Θὰ ἦτο μακρὸς ὁ λόγος, ἐὰν ἤθελα νὰ κάνω τὰς ἀποκαλύψεις τὰς σημερινάς, πῶς ἀποκαλύπτεται, φανερώνεται ὁ Χριστὸς εἰς τὸν κόσμον σήμερα. Μὲ διάφορα μέσα ἀποκαλύπτεται ὁ Θεὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν καλὴν διάθεσιν, ποὺ ἔχουν πρὸ παντὸς ταπείνωσιν καὶ δὲν ἔχουν ἐγωισμὸν καὶ ὑπερηφάνεια ἡ ὁποία ἀποστρακίζει τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ. Λοιπόν, ἐγὼ ἕνα θὰ σᾶς διηγηθῶ.
Γνώρισα στὴν Ἀθήνα κάτω, στὴν πολύβοη, στὴν πολυτάραχον, στὴν Βαβυλῶνα αὐτή, ἀνθρώπους βουτηγμένους μέσ᾽ στὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ ἐγνώρισα καὶ ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἐγνώρισαν τὸν Θεό. Ἐγνώρισα λοιπὸν κάποιον πολὺ εὐσεβῆ, ποὺ ἄκουε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ κ᾽ ἔκλαιγε. Λέω· –Πῶς ἐσύ; ―Ἄ, λέει, ἐγὼ ἤμουν ἕνας ἐλεεινὸς ἄνθρωπος, μέθυσος – ἀλκοολικός, χτυποῦσα τὴ γυναῖκα μου, ἔδερνα τὰ παιδιά μου, βλαστημοῦσα τὸ Θεό, ἰδέα δὲν εἶχα ἀπὸ τὸν Θεό· καὶ ὅταν πήγαινα στὴν ἐκκλησία καμμιὰ φορά, χασμουριούμουν καὶ δὲν ἔβλεπα τὴν ὥρα πότε νὰ φύγω – σημεῖον καὶ αὐτὸ ἀποστροφῆς πρὸς τὰ θεῖα· νὰ κάθωνται ὧρες ὁλόκληρες οἱ ἄνθρωποι μπρὸς στὴν τηλεόρασιν καὶ μπροστὰ στὰ ῥαδιόφωνα καὶ νὰ λένε, Νὰ μὴν τελειώσουν ποτέ, καὶ ὅταν ἔρχεσαι στὴν ἐκκλησία καὶ παρακολουθῇς, ν᾽ ἀποστρέφεσαι τὸν δεσπότην. –Τέτοιος ἤμουν, λέει αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἐσώθηκα. Πῶς; πῶς σώθηκα; Μοῦ ἀπεκαλύφθη ὁ Θεός, εἶδα τὸ Θεό. –Πῶς τὸν εἶδες τὸ Θεό; –Καθὼς περπατοῦσα μέσ᾽ στὸ δρόμο, κοιτάζω χάμω στὸ χαντάκι, ἐκεῖ στὰ ῥεῖθρα τοῦ πεζοδρομίου, καὶ ἦταν ἕνα χαρτάκι. Περίεργο πρᾶγμα. Μιὰ φωνὴ μέσα ἄκουσα· Πιάσε τὸ χαρτάκι. Λερωμένο ἦταν τὸ χαρτάκι. Τό ᾽πιασα, τὸ ἐκαθάρισα τὸ χαρτάκι. Καὶ τί ἤτανε; Ἤτανε ἕνα φυλλάδιο θρησκευτικὸ ποὺ ἔλεγε στὸν ἁμαρτωλό· Μετανόησε, αὔριο ἔρχεται ἡ δευτέρα παρουσία, ἡ κρίσι. Τὸ διάβασα, καὶ μετενόησα ἀπὸ ἕνα χαρτάκι ποὺ ἔπεσε στὸ δρόμο καὶ τὸ ἔπιασα.
Τὸν ἕναν μ᾽ ἕνα χαρτάκι, τὸν ἄλλον μὲ μιὰ κασσέττα, τὸν ἄλλον μ᾽ ἕνα βιβλίο, τὸν ἄλλον μὲ μία συναστροφὴ ἁγία, τὸν ἄλλον μὲ μίαν ἀσθένειαν ἡ ὁποία τὸν καθηλώνει εἰς τὸ κρεβάτι τοῦ πόνου, τὸν ἄλλον…, τὸν ἄλλον!… Μυριάδες προσκλήσεις. Φανερώνεται ὁ Θεὸς στοὺς ταπεινοὺς ἀνθρώπους, σ᾽ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν πραγματικὴ ταπείνωσι κ᾽ εἶνε ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος καὶ ὅπως ὁ μέγας Κωνσταντῖνος, ἐκλεκτὲς ψυχὲς στὸν κόσμον.
* * *
Ἀδελφοί μου, σᾶς ἐρωτῶ· ἔγινε μέχρι σήμερα σ᾽ ἐσᾶς ἀποκάλυψις; ἐφανερώθη σ᾽ ἐσᾶς ὁ Θεός; ᾐσθάνθητε ἡδονὴν καὶ ἀγαλλίασιν καὶ θαυμασμὸν ἀπέναντι τῆς οὐρανίας θρησκείας; Ὅλα ἐδῶ σᾶς μιλοῦν γιὰ τὸν Χριστό. Ἀποκάλυψις, φανέρωσις, ποὺ δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ ἀνθρώπινα μέσα ν᾽ ἀνακαλύψῃ]. Εἶνε ἐδῶ κἄνα γιατρός; Ἄ, νὰ ρωτήσωμε, νὰ κάνωμε ἕνα ἐρώτημα· Ποιός εἶνε αὐτὸς ποὺ βρῆκε τὸ χλωροφόρμιον, πού ᾽νε μιὰ μεγάλη ἀνακάλυψις; γιατὶ πρῶτα ἡ ἐγχείρησις – πώ πω ἡ ἐγχείρησις! Τὸν δένανε τὸν ἄνθρωπο καὶ φώναζε καὶ ὠρύετο, ἐνῷ ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ βρέθηκε τὸ χλωροφόρμιον, τότε πλέον οἱ ἐγχειρίσεις εἶνε ἄκοπες. Ξυπνᾷς καὶ δὲν ξέρεις ὅτι σοῦ ἀφαιρέθησαν διάφορα μέρη τοῦ σώματός σου. Ποιός εἶνε αὐτός; Σίμπσον (πουθενὰ γιὰ Σίμπσον· μόνο στὸ λῆμμα χλωροφόρμιο βρῆκα –ἐπὶ τέλους– ἁπλῶς, ὅτι ὁ Βρεττανὸς γιατρὸς Sir James Simpson τὸ χρησιμοποίησε γιὰ πρώτη φορὰ ὡς ἀναισθητικὸ τὸ 1847, καὶ ἡ χρῆσι του αὐτὴ ἔγινε ἀποδεκτὴ τὸ 1853 =Πάπυρος τ. 52, σ. 535 καὶ ὅτι ἀνεκαλύφθη τὸ 1831 Ἥλιος ἐπίτομο]· περίεργο νὰ μὴ λένε τὰ λεξικὰ κάτι γι᾽ αὐτόν). Αὐτὸν λοιπόν τὸν ἐρώτησαν (ὁ ὁποῖος ἐγένετο ἥρωας παγκόσμιος, διότι ἀνεκάλυψε τὸ χλωροφόρμιον καὶ ἐγίνοντο ἐγχειρήσεις ἀκόπως κ.λπ.), ποιά εἶνε ἡ μεγαλυτέρα ἀνακάλυψις, καὶ ἀπήντησε· «Ἡ μεγαλυτέρα ἀνακάλυψίς μου εἶνε, ὅτι ἀνεκάλυψα τὸν Χριστό, βρῆκα τὸν Χριστό».
Ὤ Θεέ μου! Σεῖς ποὺ σπουδάζετε, σεῖς ποὺ μορφώνεσθε στὰ σχολεῖα, πιστεύσατέ με. Πέστε κ᾽ ἐσεῖς σὰν τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ὅτι ὁ Χριστὸς «ἦλθε στὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι ὦν πρῶτός εἰμι ἐγώ» (Α΄ Τιμ. 1, 15). Καὶ τότε ὁ Χριστὸς ἐκεῖ στοὺς οὐρανοὺς ἐπάνω –δὲν εἶνε ψέμα– ἐπάνω στὰ οὐράνια, πέρα ἀπὸ τοὺς γαλαξίας, θὰ αἰσθανθῇ χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν. Θὰ χαρῇ. «Ἠγαλλιάσατο» τὸ πνεῦμα του ὁ Θεὸς γιὰ μιὰ ψυχὴ ποὺ ἐδῶ κάτω στὴ γῆ μετανοεῖ καὶ ἐπιστρέφει, καὶ μάλιστα γιὰ μιὰ ψυχὴ μίας νέας γυναικός. ἡ ὁποία Θὰ χαροῦν οἱ οὐρανοί, θὰ χαροῦν οἱ ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, θὰ χαρῇ ὁ Χριστὸς καὶ θὰ πῇ γιὰ μιὰ ἄλλη φορὰ ἠγαλλιάσατο τὸ πνεῦμα μου «ἐξομολογοῦμαί σοι, πάτερ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὅτι ἀπέκρυψας ταῦτα ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν, καὶ ἀπεκάλυψας ταῦτα νηπίοις»· ἀμήν
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Προκοπίου Κλαδορράχης – Φλωρίνης Παρασκευὴ 8-7-1983 πρωί)
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.