Αυγουστίνος Καντιώτης



Κοντα στο Χριστο η ερημος γινεται περιβολι κ᾽ οι πετρες πετουν ῥοδα. Δεν ειναι ψεμα· οταν ειναι κοντα σου ο Χριστος & η ερημος ειναι γεματη χαρι, ενω οταν δεν ειναι ο Χριστος κοντα σου τα παντα ειναι ερημα. ΓΙ᾽ ΑΥΤΟ ΠΕΣΑΝ ΕΠΑΝΩ ΜΑΣ ΟΛΟΙ ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ ΝΑ ΜΑΣ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΟΥΝ ΑΠΟ ΚΟΝΤΑ ΤΟΥ. ΝΑ ΜΗ ΦΟΒΗΘΟΥΜΕ, ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΟΥΣ ΘΑ ΦΑΝΕ

date Αυγ 1st, 2020 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΚΘ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 1766

Κυριακὴ Η΄ Ματθαίου (Ματθ. 14,14-22)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Η ερημος περιβολι του Χριστου

«Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν» (Ματθ. 14,15)

Ηταν ἐρημιὰ κ᾽ ἡ ὥρα εἶχε περάσει, λέει τὸ εὐαγγέλιο. Ἀρχίζω, ἀγαπητοί μου, μὲ μιὰ ὑ­πόθεσι. Πέστε, ὅτι ἐκεῖ ποὺ μένετε παρουσιά­ζεται κάποιος καὶ φωνάζει, ὅ­τι πρέπει, μέσα σὲ μία ὥρα, ν᾽ ἀδειάσουν σπίτια καὶ καταστήματα, νὰ φύγουν ὅλοι, νὰ πᾶ­νε ἔξω στὰ βουνὰ καὶ νὰ κατοικήσουν σὲ σπη­λιές. Ὅποιος τὸν ἀκούσῃ θὰ πῇ πὼς τρελλάθηκε. Ποιός ἀφήνει τὸ σπίτι του νὰ πάῃ στὴν ἐρημιά; Καὶ ὅμως τὴν παράξενη φωνὴ «Ἀδειάστε τὶς πόλεις καὶ κατοικῆ­στε σὲ σπηλιές» θὰ τὴν ἀκούσουμε. Εἶνε γραμ­μένο στὴν Ἀποκάλυψι. Θὰ ἔρθῃ, λέει, μέρα ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ λένε στὰ βουνὰ καὶ τὶς σπηλιές· «Ἀνοῖξτε τὰ σπλάχνα σας καὶ σκεπάστε μας ἀπ᾽ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔρχεται» (βλ. Ἀπ. 6,15-17).
Ἀλλ᾽ ἐγὼ δὲν θέλω νὰ σᾶς φοβίσω μὲ εἰ­κό­νες τῆς ἱερᾶς Ἀποκαλύψεως. Θέλω νὰ σᾶς κα­λέσω νὰ βγοῦμε σὲ μιὰ ἄλ­λη ἔρημο δι­αφορετική· ἔρημο ὅπου φύτρωσαν λουλούδια ἁγιότητος, ἔζησαν ἅγιοι ἀσκηταὶ ὅπως ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία καὶ τό­­σοι ἄλλοι. Ἐκεῖ μᾶς καλεῖ σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. «Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος», λέει (Ματθ. 14,15).
Νὰ πᾶμε στὴν ἔρημο λοιπόν. Μὰ δὲν ὑπάρχει φόβος ἐκεῖ ἀπὸ θηρία καὶ φίδια; Μὴν τὰ φοβᾶστε αὐτά. Τὰ ἐ­πικίνδυνα θηρία εἶνε στὶς πόλεις· δὲν ὑ­πάρχει ἀγριώτερο θεριὸ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Λέει κάπου ἡ ἁγία Γραφή· «Προτιμό­τερο ὁ ἄν­­τρας νὰ κάθεται στὴν ἐρημιὰ μὲ τὰ ἄ­γρια θηρία, παρὰ νὰ συμβιώνῃ μέσα σ᾽ ἕνα παλάτι μὲ μιὰ γυναῖκα γλωσσοῦ κ᾽ ἐριστική» (Παρ. 21,19). Ἐλᾶτε στὴν ἔρημο λοιπόν, ν᾽ ἀ­να­πνεύσου­με ἀέρα κα­θαρὸ ποὺ μοσχοβολάει ἁγιωσύνη, ἐκεῖ ποὺ ἔζησε ὁ Ἠλίας ὁ Θεσβίτης καὶ τόσοι ἅ­γιοι. Ἐλᾶτε στὴν ἔρημο, γιατὶ ἐκεῖ εἶνε ὁ Χριστός.
Ὁ Χριστὸς στὴν ἐρημιά; Μὰ ἐμεῖς ξέρουμε ὅτι ἐκεῖνος ἦταν κοινωνικός, γύριζε τὰ χωριὰ κηρύττοντας· πῶς τώρα εἶνε στὴν ἐρημιά; τί συνέβη; Ἂν ἔ­χετε περιέργεια, διαβάστε τὸ Εὐαγγέλιο λίγο πιὸ πάνω ἀπὸ τὴ σημερινὴ περικοπή· θὰ δῆτε ὅτι στάζει αἷμα (βλ. Ματθ. 14,1-13). Ἄκουσε, λέει, ὁ Χριστὸς ὅτι στὴν πόλι ἔγινε φονικό, ὅτι ἕ­να θηρίο καὶ δυὸ ὀχιές, ὁ Ἡρῴδης καὶ ἡ Ἡρῳδιάδα μὲ τὴ Σαλώμη, σκότωσαν τὸν Ἰωάννη τὸ Βα­πτιστή (ποὺ τιμοῦμε στὶς 29 Αὐγούστου). Κι ὅ­ταν τό ᾽μαθε, δὲν τοῦ ᾽κανε καρδιὰ νὰ μείνῃ πιὰ στὴν πόλι· βγῆ­κε στὴν ἔρημο μακριὰ ἀπ᾽ τὸν κόσμο.
Ἐλᾶτε λοιπὸν στὴν ἔρημο καὶ μὴ φοβᾶστε. Κοντὰ στὸ Χριστὸ κι ὁ λύκος γίνεται ἀρνὶ καὶ τὸ κοράκι περιστέρι, κι ὁ πιὸ ἁμαρτωλὸς δηλα­δὴ γίνεται ἅγιος. Κοντὰ στὸ Χριστὸ ἡ ἔρημος γίνεται περιβόλι κ᾽ οἱ πέτρες πετοῦν ῥό­δα. Δὲν εἶνε ψέμα· ὅταν εἶνε κοντά σου ὁ Χριστὸς καὶ ἡ ἔρημος εἶνε γεμάτη χάρι, ἐνῷ ὅταν δὲν εἶνε ὁ Χριστὸς κοντά σου τὰ πάντα εἶνε ἔρημα.

* * *

Στὴν ἐρημιὰ λοιπὸν ὁ Χριστός. Καὶ τί βλέ­πω; κόσμος ἀφήνει τὶς πόλεις καὶ βαδίζει πρὸς τὰ ᾽κεῖ. Τί θέλουν; Τοὺς ἔλειψε, δὲν ἀντέχουν μακριά του. Διότι –τὸ τονίζω– χωριὸ ἢ σπίτι ποὺ δὲν ἔ­χει τὸ Χριστὸ εἶνε κατάρα καὶ κόλασι, ἐνῷ μιὰ ἔρημος ποὺ ἔχει τὸ Χριστὸ εἶνε παράδεισος.
Ζητοῦν τὸ Χριστὸ οἱ ἄρρωστοι, μὰ τὸν ζητοῦν καὶ οἱ γεροί· θέλουν νὰ τὸν δοῦν καὶ ν᾽ ἀ­κούσουν τὰ λόγια του. Ὤ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ! Δὲν ξανακούστηκαν. Τὰ ἄ­κουγαν φτωχοὶ καὶ γίνονταν πλούσιοι, ἄρρω­στοι καὶ γίνονταν καλά, ἀπελπισμένοι κ᾽ ἔ­παιρναν ἐλπίδα, ἁμαρ­τωλοὶ καὶ μετανοοῦσαν· τ᾽ ἀκούει ὁ διάβολος κι ἀφρίζει, τ᾽ ἀκοῦν οἱ ἄγγελοι καὶ πανηγυρίζουν. Γι᾽ αὐτὰ τὰ λόγια βγῆκαν οἱ ἄνθρωποι στὴν ἔ­ρημο. Καὶ τ᾽ ἄκουγαν ὅπως τὸ σφουγγάρι ῥου­φάει τὸ νερό. Ἄ­κουγαν ὄχι λίγα λεπτά, ἀλλὰ ὧρες ὁ­λόκληρες. Ἀπὸ τὸ πρωί, ἔγινε μεσημέρι, ξέχασαν τὸν ὕ­πνο, τὸ φαγητό, τὴν κούρασι· βράδια­ζε πιά, πλησίαζε ἡ ὥρα νὰ βασιλέψῃ ὁ ἥλιος, κι αὐτοὶ κρέμονταν ἀπ᾽ τὰ χείλη του.
Ὁ Χριστός, ποὺ ἔβλεπε τὴν προθυμία τους γιὰ λόγο Θεοῦ, δὲν τοὺς ξέχασε. Ξέρει πὼς εἶ­­νε νηστικοί, πὼς εἶνε ἄνθρωποι μὲ στομάχι καὶ ὑλικὲς ἀνάγκες, καὶ τοὺς βράβευσε. Πῆρε πέντε κρίθινα ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια –ἂς μὴν πι­στεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους· ἐμεῖς πιστεύουμε στὰ παντοδύναμα λόγια του–, τὰ εὐ­λόγησε, καὶ τὰ χέρια του ἔγιναν βρύση. «Καὶ ἔ­φαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν» (Ματθ. 14,20). Ἦταν πέντε χιλιάδες ἄντρες καὶ τριπλάσια γυναικόπαιδα.
Μὰ πῶς γίνεται;… ρωτάει ἡ ἀπιστία. Ἐδῶ παίρνεις ἕνα κουκούτσι, τὸ ῥίχνεις στὴ γῆ, σα­πίζει, κι ἀπ᾽ αὐτὸ βγαίνει ὁλόκληρο δέντρο κι ὁ­λόκληρο δάσος καὶ γεμίζει ἡ λαχαναγορά. Αὐ­τὸς ποὺ ἔφτειαξε τὸ σπόρο καὶ τοῦ ᾽δωσε τέτοια μυστηριώδη δύναμι, εἶνε ὁ ἴδιος ποὺ ἐ­κεῖ στὴν ἔρημο ἔκανε τὰ χέρια του βρύσι καὶ χόρτασε τὸ πλῆθος. Ὦ Χριστέ, τί δύναμι ἔχεις!

* * *

Ἀκούγοντας κανεὶς αὐτὰ θὰ ἔλεγε· Πόσο θὰ ἤθελα νὰ ζήσω κ᾽ ἐγὼ στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἤμουν κοντά του, νὰ τὸν ἔβλεπα!… Ἔχεις λοιπὸν πόθο νὰ δῇς τὸ Χριστό; Κοντά μας εἶνε, πολὺ κοντά μας. Τὴν ὥρα ποὺ ἡ καμ­πάνα χτυπάει τὸ πρωὶ τῆς Κυριακῆς, ὁ ἦχος της εἶνε ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ παπᾶς –ἂς εἶνε καὶ ὁ πιὸ ἁμαρτωλός– φόρεσε τὸ πετραχήλι, ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ἔγινε βρύση ποὺ προχέει τὰ ἐλέη τοῦ Θεοῦ, ὑλικὰ καὶ πνευματικά. Ὅποιος πιστεύει! ὅποιος δὲν πιστεύει, ἂς μὴν πατήσῃ ποτέ στὴν ἐκκλησιά. «Ὅσοι πιστοί». Τὴν ὥρα ποὺ ὁ παπᾶς μὲ τὸ πετραχήλι παίρνει τὸ παιδὶ καὶ τὸ βυθίζει στὴν κολυμβήθρα «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος», τὸ νερὸ ἐκεῖ­νο εἶνε Ἰορδάνης ποταμὸς καὶ τὸ παιδὶ βγαίνει ἄγγελος. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ παπᾶς μὲ τὸ πετραχήλι περνάει τὰ δαχτυλίδια καὶ στεφανώνει τὸ νέο καὶ τὴ νέα, ἐκείνη τὴν ὥρα γίνεται ὁ ἴδιος Χριστός, ὅπως ἦταν στὴν Κανὰ κ᾽ εὐ­λόγησε τὸ ἀντρόγυνο. Καὶ τὴν ὥρα ποὺ φορών­τας τὰ ἄμφιά του ὁ παπᾶς σηκώνει τὸ Εὐ­αγγέλιο καὶ λέει «Εὐ­λογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱ­οῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος…», τὴν ὥρα ποὺ διαβάζεται ὁ Ἀπόστολος καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, τὴν ὥρα ποὺ ὁ κήρυκας κηρύττει, εἶνε ἐκεῖ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Μὰ δὲ σᾶς εἶπα τίποτα. Ἀπ᾽ ὅλες αὐτὲς τὶς στιγμές, ὑ­πάρχει μία στιγμὴ στὴ θεία λειτουργία, ποὺ ὅ­ποιος πιστεύει δὲν πατάει πιὰ στὴ γῆ, εἶνε ἔ­ξω ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις, ἔξω ἀπὸ τὸν ὑλικὸ κόσμο. Τὴν ὥρα αὐτή, ποὺ ἂν δὲν τὴ νιώ­θουμε δὲν εἴμαστε Χριστιανοί, ὁ παπᾶς λέει «Λάβετε φάγετε…», «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…», «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέρομεν…», κι ὁ ψάλτης «Σὲ ὑμνοῦμεν, σὲ εὐλογοῦμεν, σοὶ εὐ­χαριστοῦμεν, Κύριε…» (Ματθ. 26,26-27· θ. Λειτ.). Τότε πρέπει ὅ­λοι νά ᾽νε γονατιστοί. Τὴν ὥρα ἐκείνη γίνεται θαῦ­μα. Ὁ Χριστὸς στὴν ἔρημο πῆρε τὸ κριθαρένιο ψωμὶ καὶ τὸ πολλαπλασίασε· ἐδῶ κάνει κάτι ἀ­νώτερο, κατεβαίνει ὁ ἴδιος καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅ­γιο πάνω στὴν ἁγία τράπεζα –ἂς μὴν πιστεύ­ουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε–, καὶ ὁ ἴδιος ἐκεῖνος ποὺ εὐλογεῖ τοὺς σπόρους στὰ χωρά­φια, ὁ ἴδιος ἐκεῖνος ποὺ εὐλογεῖ στὴ θάλασσα τὰ ψάρια, ὁ ἴδιος ἐκεῖνος ποὺ γέμισε τὸν κόσμο θαύματα, ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ὁ παντοδύ­ναμος εἶνε πάνω στὴν ἁγία τράπεζα. «Οὗ γάρ εἰ­σι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. 18,20). Ὁ ἄρτος ἐ­κεῖ­νος δὲν εἶνε πλέον ψωμὶ ἀλλὰ εἶνε τὸ σῶμα του, καὶ ὁ οἶνος ἐκεῖνος δὲν εἶνε πλέον κρασὶ ἀλλὰ εἶνε τὸ αἷμα του ποὺ ἔτρεξε στὸ σταυρό.
Ὦ ἀδελφοί μου, τί πίστι εἶν᾽ αὐτή, τί θρησκεία ἔχουμε! Ἀλλὰ γίναμε τυφλοί, κουφοί, ἀν­αίσθητοι. Συνεπῶς δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ πᾷς οὔ­­τε στὴν ἔρημο οὔτε ἀλλοῦ· ἐδῶ στὴν ἐκκλησία μας εἶνε καὶ ὁ Ἰορδάνης καὶ ὁ Γολγοθᾶς καὶ τὰ πάντα·«πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσ­κυνοῦν­τας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσ­κυνεῖν» (Ἰω. 4,24). Ἐδῶ εἶνε καὶ Βηθλεὲμ καὶ Ναζα­ρὲτ καὶ Ἰεροσόλυμα, ἐδῶ εἶνε ὁ παράδεισος.

* * *

Στὶς 24 Αὐγούστου ἑορτάζει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ποὺ προφήτευσε πολλὰ γιὰ τὴν ἐποχή μας. Ἐκεῖνος εἶπε, ὅτι θὰ ἔρθουν ἡμέρες ποὺ θ᾽ ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησιὲς τοῦ Χριστοῦ, κι ὅταν ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησιὲς τότε θὰ γεμίσουν οἱ φυλακές. Ἔ, ἄδειασαν οἱ ἐκκλησιὲς καὶ γέμισαν οἱ φυλακές…
Σὲ τέτοια ἐποχή, «ὅσοι πιστοὶ» ἂς μετανο­ήσουμε. Χτυπάει ἡ καμπάνα; φτερὰ στὰ πό­δια! Δὲν ἀκοῦμε, κλείσαμε τ᾽ αὐτιά μας; Ποῦ μι­λάω; σὲ βράχια, σὲ πέτρες, σὲ βουνὰ μιλάω; Ὦ Χριστέ, δῶσε ἔλεος στὸν κόσμο! Ἂν δὲν μετανοήσουμε, ἀδελφοί μου, καὶ δὲν πέσουμε ὅλοι, ἀπὸ τὸ βασιλιᾶ μέχρι τὸν τε­λευταῖο, κι ἀ­πὸ τὸν πατριάρχη μέχρι τὸ διᾶκο καὶ τὸν καλό­γηρο, κι ἀπὸ τὸν πλούσιο μέχρι τὸ ζητιάνο, κι ἀπὸ τὸν ἀριστερὸ μέχρι τὸ δεξιό, ἂν δὲν πέσουμε ὅλοι μπροστὰ στὸν Ἐσταυρωμένο καὶ δὲν κλάψουμε, θὰ δῆτε. Ἂν δὲν ἔχουμε τὴν εὐ­λογία τοῦ Χριστοῦ μας, τότε καὶ τὰ ποτάμια θὰ στερέψουν – θὰ σπέρνουμε καὶ δὲ θὰ θερίζου­­με, καὶ τὰ δέντρα θὰ ξεραθοῦνε, καὶ ἡ γῆ θὰ γίνῃ πέτρα, καὶ οἱ πέτρες ποὺ πατοῦμε θὰ γίνουν φίδια νὰ μᾶς φᾶνε. Ἀδελφοί μου, ἂς μετανοήσουμε, ἂς ἐπιστρέψουμε ἄντρες – γυναῖ­κες – παιδιὰ στὸ Χριστό· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου Χαλανδρίου – Ἀθηνῶν τὴν 12-8-1962. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 25-6-2012.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 59α΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.