Λαμπει το Φως στην Εκκλησια! Εαν πιστευης, ελα στην εκκλησια· εαν δεν πιστευης, μην πατας ποτε· εσυ θα ζημιωθης και οχι ο Χριστος
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΚΘ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 1768
Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος
Tοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Λαμπει το Φως στην Εκκλησια!
«Καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν» (Ματθ. 17,2)
Εορτή, ἀγαπητοί μου, ἑορτὴ μεγάλη σήμερα. Ἑορτὴ ποὺ διαφέρει ἀπὸ τὶς ἄλλες. Ἐκεῖνες εἶνε ἑορτὲς ἁγίων, ἐνῷ σήμερα δὲν ἑορτάζει ἕνας ἅγιος, ἑορτάζει Ἐκεῖνος ποὺ εἶνε ὁ Ἅγιος τῶν ἁγίων, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Δεσπότης καὶ «Ἀφέντης» – ἔτσι τὸν ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Σήμερα εἶνε ἡ δεσποτικὴ ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως.
Δὲν ξέρω ἂν ἔχετε διάθεσι ν᾽ ἀκούσετε λόγο Θεοῦ. Ἐγὼ ὀφείλω νὰ πῶ λίγα λόγια.
* * *
Μεταμόρφωσις. Τί θὰ πῇ μεταμόρφωσις, ἀδελφοί μου; Μεταμόρφωσις θὰ πῇ, νά ᾽νε κανεὶς μαῦρος σὰν τὴν πίσσα καὶ νὰ γίνῃ ἄσπρος σὰν τὸ χιόνι, νά ᾽νε ἄσχημος καὶ νὰ γίνῃ ὁ ὡραιότερος, νά ᾽νε φτωχὸς καὶ νὰ γίνῃ πλούσιος, νά ᾽νε σαύρα ποὺ σέρνεται καὶ νὰ γίνῃ ἀετὸς ποὺ πετάει. Μεταμόρφωσις θὰ πῇ, νά ᾽νε κανεὶς ἁμαρτωλὸς καὶ νὰ γίνῃ ἅγιος.
Ἁμαρτωλοὶ γεννιώμαστε, καὶ ὅλοι ἔχουμε ἐλαττώματα καὶ κακίες. Ὁ ἄνθρωπος ἁμάρτησε. Ἀρχικὰ βεβαίως πλάστηκε νὰ μὴν ἁμαρτάνῃ. Ἀλλὰ δυστυχῶς ἔπεσε ἀπὸ τὸ ὕψος ποὺ τὸν ἔβαλε ὁ Θεός. Ἔπεσε πολύ, διεφθάρη σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε ὁ προφήτης Δαυῒδ νὰ λέῃ θρηνώντας· «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς»· ὁ ἄνθρωπος δὲν συνειδητοποίησε τὴν τιμητική του θέσι, ἔπεσε στὸ ἐπίπεδο τῶν ζῴων, ἔγινε ὅμοιος μ᾽ αὐτά (Ψαλμ. 48,13,21).
Θρηνεῖ καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐξηγώντας τὸ ῥητὸ αὐτό. Μὲ σκληρὲς λέξεις περιγράφει τὴν πτῶσι. Πῶς νὰ σὲ πῶ ἄνθρωπο; λέει. Ἀπ᾽ ὅλα τὰ ζῷα μόνο ἐσὺ εἶσαι ὀρθοβάμων, βαδίζεις ὄρθιος, κοιτάζεις ψηλά, ἐνῷ τὰ ἄλλα, τὰ τετράποδα, κοιτάζουν πρὸς τὴ γῆ. Ἐν τούτοις λακτίζεις ὅπως ὁ ὄνος, κλωτσᾷς σὰν τὸ γαϊδούρι, εἶσαι πείσμων ὅπως ὁ ἡμίονος, εἶσαι πεισματάρης σὰν τὸ μουλάρι ποὺ δὲν κουνάει ἀπ᾽ τὴ θέσι του, χρεμετίζεις γιὰ τὶς γυναῖκες ὅπως ὁ ἵππος, χλιμιντρίζεις σὰν ἄλογο ὅταν βλέπει τὸ θηλυκὸ σὲ καιρὸ ὀργασμοῦ, ἁρπάζεις τὰ ξένα πράγματα σὰν τὸ λύκο, ὀργίζεσαι καὶ θυμώνεις σὰν τὴν τίγρι, κεντᾷς καὶ πληγώνεις σὰν τὸ σκορπιό, ἐκδικεῖσαι σὰν τὴν καμήλα. Πῶς νὰ σὲ πῶ ἄνθρωπο, ποὺ εἶσαι κατώτερος ἀπ᾽ ὅλα τὰ ζῷα;
Ἄνθρωπος ἄψογος πάνω στὸν πλανήτη μας ὑπῆρξε ἕνας μόνο, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ἦταν Θεὸς τέλειος, ἀλλὰ φόρεσε τὴν ἀνθρώπινη σάρκα καὶ κατέβηκε στὴ γῆ. Τὸν ἔβλεπαν οἱ ἄνθρωποι καὶ δὲν φαντάζονταν ὅτι κάτω ἀπὸ τὸ ταπεινὸ σχῆμα τοῦ Θεανθρώπου κρύβεται ἡ θεότης. Γι᾿ αὐτὸ σήμερα βλέπουμε, ὅτι προτοῦ νὰ πάθῃ καὶ νὰ σταυρωθῇ ἀνέβηκε στὸ ὄρος Θαβὼρ καὶ ἐκεῖ ἔδειξε μερικὲς ἀκτῖνες τοῦ θεϊκοῦ του μεγαλείου. Ἄστραψε, ἔλαμψε τὸ πρόσωπό του «ὡς ὁ ἥλιος», τὰ ἐνδύματά του ἔγιναν «λευκὰ ὡς τὸ φῶς», καὶ τότε ἀκούστηκε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε» (Ματθ. 17,2,5).
* * *
Μεγάλο, ἀγαπητοί μου, τὸ μυστήριο τῆς Μεταμορφώσεως. Ἀλλ᾽ ὅπως ὁ Χριστὸς μεταμορφώθηκε, ἔτσι καὶ κάθε ἄνθρωπος, κάθε Χριστιανός, ὅσο ἁμαρτωλὸς κι ἂν εἶνε, μπορεῖ νὰ μεταμορφωθῇ, νὰ δεχθῇ λάμψι θεϊκή, νὰ γίνῃ ὅπως οἱ ἅγιοι, οἱ μάρτυρες, οἱ ὁμολογηταί. Μποροῦμε ὅλοι, ἀρκεῖ νὰ ἀκοῦμε τὸ Χριστό. Αὐτὸ τὸν ὅρο, ὅπως βλέπουμε, θέτει σήμερα ὁ οὐράνιος Πατέρας· «Αὐτοῦ ἀκούετε».
Καὶ ἐρωτῶ· ἐμεῖς ἀκοῦμε τὸ Χριστό; ἐκτελοῦμε τὶς ἅγιες ἐντολές του;
Μία ἀπὸ αὐτὲς εἶνε καὶ ἡ ἐντολὴ τοῦ ἐκκλησιασμοῦ. Ὁ Κύριος ὥρισε νὰ ἐκκλησιαζώμαστε. Ἑφτὰ μέρες ἔχει ἡ βδομάδα· Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, δουλειά. Ξημέρωσε Κυριακή, χτύπησαν οἱ καμπάνες; Φτερὰ στὰ πόδια, ὅλοι στὴν ἐκκλησία! Σήμερα τί γίνεται στὸ θέμα αὐτό;
Ἦταν κάποτε ἐποχὴ ποὺ ἐκκλησιάζονταν ὅλοι. Τώρα ἀπὸ τοὺς χίλιους οὔτε εἴκοσι. Οἱ ἄλλοι ποῦ εἶνε, ποῦ βρίσκονται; Δὲν εἶνε μικρὸ καὶ ἀσήμαντο αὐτό. Στρατιώτης ποὺ ἀπουσιάζει ἀπὸ τὶς τάξεις τοῦ στρατοῦ κηρύσσεται λιποτάκτης, μαθητὴς ποὺ δὲν πηγαίνει στὸ σχολεῖο του μένει στάσιμος, καὶ Χριστιανὸς ποὺ δὲν ἐκκλησιάζεται –ἁπλούστατα– δὲν εἶνε Χριστιανός. Ἀπουσιάζουν ἰδίως οἱ ἄντρες καὶ τὰ παιδιά· ὁ ἱερεὺς πολλὲς φορὲς δὲν ἔχει ποιός νὰ τὸν ὑπηρετήσῃ.
Μὲ τὸν ἐκκλησιασμὸ ὁ πιστὸς ἀξιώνεται νὰ λάβῃ τὶς μεγαλύτερες δωρεές. Σήμερα τῆς Μεταμορφώσεως θέλεις νὰ σὲ περιλάμψῃ τὸ Φῶς; Ἔλα στὴν ἐκκλησία. Ἡ ἐκκλησία λάμπει ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, γίνεται Θαβώρ. Τὸ Θαβὼρ μὴν τὸ ζητᾷς μακριά, στὴν ἐκκλησία εἶνε. Προσέξατε πῶς τελειώνει ἡ θεία Λειτουργία; «Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν…» (θ. Λειτ.).
* * *
Πρὶν τελειώσω θὰ σᾶς πῶ μιὰ ἱστορία. Κάποτε ἕνας ἀσκητὴς ποὺ εἶχε διορατικὸ χάρισμα πῆγε στὴν πόλι νὰ ἐκκλησιασθῇ. Στάθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ παρατηροῦσε πῶς μπαίνουν οἱ Χριστιανοί, ἄντρες γυναῖκες καὶ παιδιά. Πῶς τοὺς εἶδε; Ἔμπαιναν μαῦροι, καὶ ὁ ἀσκητὴς ἔκλαιγε. Ἦταν ὅλοι μὲ πρόσωπα σκοτεινά, γιατὶ ἡ καθημερινὴ ζωή τους κυλοῦσε μακριὰ ἀπὸ τὶς θεῖες ἐντολὲς καὶ ἔρχονταν στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ φορτωμένοι τὸ μολυσμὸ τῆς ἁμαρτίας. Ὅταν τελείωσε ἡ θεία λειτουργία στάθηκε πάλι ἀπ᾽ ἔξω καὶ κοίταζε. Πῶς τοὺς εἶδε; Μαῦροι μπῆκαν καὶ μαῦροι τώρα ἔβγαιναν. Γιατί πάλι μαῦροι; Γιατὶ μέσα στὴν ἐκκλησία δὲν πρόσεχαν, εἶχαν ἀλλοῦ τὸ μυαλό τους. (Ὅπως καὶ σήμερα, ποὺ ἐνῷ οἱ ψάλτες ψάλλουν τὰ παιδιὰ θορυβοῦν, ὁ ἕνας σκέπτεται βιωτικὲς μέριμνες, ἡ ἄλλη κουβεντιάζει κ.τ.λ.. Ποιός προσέχει; Γι᾽ αὐτὸ μαῦροι μπαίνουμε, μαῦροι βγαίνουμε, καὶ καμμιά ὠφέλεια δὲν γίνεται.) Ἀλλὰ ὁ ἀσκητὴς ἐκεῖνος, καθὼς παρατηροῦσε αὐτοὺς ποὺ ἔβγαιναν, εἶδε κάτι παράξενο· ἕνας ἄνθρωπος ἀπ᾽ αὐτούς, ἐνῷ προηγουμένως μπῆκε μαῦρος, τώρα ἔβγαινε ἄσπρος. Τὸν φωνάζει κοντὰ καὶ τοῦ λέει· –Ἔλα ἐδῶ· πῶς ἐσὺ μπῆκες μαῦρος καὶ βγαίνεις ἄσπρος; –Ἐγώ, ἀπαντᾷ ἐκεῖνος, εἶμαι πολὺ ἁμαρτωλός. Ἔκανα πολλὰ ἐγκλήματα· καὶ σκότωσα, καὶ πόρνευσα, καὶ μοίχευσα, καὶ ἔκλεψα, καὶ λῃστὴς στὰ βουνὰ βγῆκα, καὶ πολλὲς ἄλλες ἀτιμίες ἔκανα. Εἶχα νὰ πάω στὴν ἐκκλησία σαράντα χρόνια· δὲν πατοῦσα ἐκεῖ, ὅταν ἄκουγα καμπάνες νὰ χτυποῦν δαιμονιζόμουν. Ἀλλὰ σήμερα δὲν ξέρω τί ἔπαθα· τὴν ὥρα ποὺ ἄκουσα τὴν καμπάνα νὰ χτυπάῃ, θυμήθηκα τὴ μάνα μου ―τί ἐπίδρασι ἀσκεῖ ἡ μάνα, ποὺ λέει «Παιδί μου, ἅμα ἀκοῦς καμπάνα, φτερὰ στὰ πόδια νὰ πᾷς στὴν ἐκκλησία»!―, θυμήθηκα τὴ μάνα μου κ᾽ εἶπα νὰ πάω στὴν ἐκκλησία. Ἀλλὰ καὶ πάλι πάλεψα πολύ· ἕνας λογισμὸς μοῦ ᾽λεγε νὰ μὴν πάω, ἄλλος λογισμὸς μοῦ ᾽λεγε νὰ πάω. Τέλος νίκησε ἡ καλὴ σκέψι καὶ μπῆκα μέσα. Στάθηκα σὲ μιὰ γωνιά, κι ὅταν βγῆκε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὰ ἅγια ἔκλαψα. «Θεέ μου, συχώρεσέ με», εἶπα, «Θεέ μου συχώρεσέ με», «Θεέ μου συχώρεσέ με»! Τὸ εἶπα, κ᾽ ἐλπίζω ὁ Θεὸς νὰ μὲ συχωρέσῃ…
Ἔτσι ἐξηγεῖται πῶς αὐτὸς μπῆκε μαῦρος ἀλλὰ βγῆκε ἄσπρος. Τί δύναμι ἔχει ὁ ἐκκλησιασμός, ὅταν γίνεται ὅπως θέλει ὁ Θεός! Κ᾽ ἐμεῖς ἔχουμε πέσει σὰν ἄνθρωποι. Ἀλλ᾽ ἀπὸ ἐμᾶς ἐξαρτᾶται· ἂν πιστεύουμε, ἂν ἀκολουθοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο, ἂν ἐρχώμαστε στὴν ἐκκλησία, θὰ ζήσουμε τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ καὶ τελειώνοντας τὴ θεία λειτουργία θὰ ποῦμε μαζὶ μὲ ὅλους «Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν…».
Γι᾽ αὐτὸ σᾶς παρακαλῶ πολὺ νὰ ἐκκλησιάζεσθε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄντρες καὶ γυναῖκες. Κι ὅσοι εἶστε γονεῖς, προσέξτε πολύ· ὁ πατέρας νὰ μὴν ἐκκλησιάζεται ποτέ μόνος του, καὶ ἡ μάνα ποτέ μόνη της, ἀλλὰ νὰ παίρνουν μαζὶ καὶ τὰ παιδιά. Δυστυχῶς λείπουν τὰ παιδιά. Κοιμοῦνται. Καὶ πῶς νὰ μὴν κοιμοῦνται, ὅταν τὶς νύχτες ξενυχτοῦν βλέποντας ἄθλια βίντεο; Θεέ μου, ποῦ καταντήσαμε!
Ὁ Κύριος νὰ μᾶς φωτίσῃ ν᾿ ἀγαπήσουμε τὴν Ἐκκλησία του καὶ νὰ πηγαίνουμε τακτικά. 168 ὧρες ἔχει ἡ ἑβδομάδα· τί ζητάει λοιπὸν ὁ Θεὸς ἀπὸ μᾶς; Μόνο μιὰ ὥρα· τόσο διαρκεῖ ἡ θεία λειτουργία. Ἀπ᾿ τὶς 168 ζητάει 1 ὥρα, νὰ ἐκκλησιαστοῦμε, νὰ τοῦ ποῦμε ἕνα «εὐχαριστῶ» γιὰ τὶς ἄπειρες εὐεργεσίες του, ἕνα «Κύριε, ἐλέησον» ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας, ἕνα «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13), ἕνα «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (ἔ.ἀ. 23,42). Ἅμα τὸ πῇς μὲ πίστι, μιὰ φορὰ νὰ τὸ πῇς, θὰ γίνῃ τὸ θαῦμα τοῦ Θεοῦ. Πιστεύεις ἢ δὲν πιστεύεις; Ἐὰν πιστεύῃς, ἔλα στὴν ἐκκλησία· ἐὰν δὲν πιστεύῃς, μὴν πατᾷς ποτέ· ἐσὺ θὰ ζημιωθῇς καὶ ὄχι ὁ Χριστός.
Τὴν ἅγια αὐτὴ ἡμέρα νὰ δώσετε ὑπόσχεσι στὸν ἑαυτό σας ὅτι θ᾽ ἀρχίσετε νὰ ἐκκλησιάζεστε. Καὶ τότε, ὅταν ἐκκλησιάζεστε, μαῦροι θὰ μπαίνετε – ἄσπροι θὰ βγαίνετε. Ὁ Κύριος νὰ ἐλεήσῃ καὶ φωτίσῃ ὅλους μας. Ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ταξιαρχῶν Πύργων – Ἑορδαίας τὴν 6-8-1991
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.