Που πνευματικοι πατερες;
ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Α΄ Κορ. 4, 9-16
Που πνευματικοι πατερες;
«Ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς
ἔχητε ἐν Χριστῶ, ἀλλʼ οὐ πολλοὺς
πατέρας˙ ἐν γὰρ Χριστῶ Ἰησοῦ διὰ
τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα»
(Α΄ Κορ. 4, 15)
ΣΤΗΝ ἀποστολικὴ αὐτὴ περικοπὴ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ἱδρυτὴς τόσων τοπικῶν ἐκκλησιῶν, ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς Κορινθίους τοὺς ὑπενθυμίζει, μὲ πόσους κόπους κατώρθωσε νὰ τοὺς φέρη στὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ. Ὅλη του ἡ ἀποστολικὴ ἐργασία ἦταν καὶ εἶνε ἕνας μόχθος, μιὰ θυσία, μιὰ ταπείνωσις. Θυσίασε τὰ πάντα, στερήθηκε κι αὐτὰ τὰ ἀναγκαῖα. Πείνασε, δίψασε, ἔμεινε γυμνός. Πέρασε ἀκόμη κινδύνους, ἄλλοτε ἀπὸ κακοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὸν ἐχθρεύονταν, καὶ ἄλλοτε ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως κατὰ τὶς ὁδοιπορίες του. Τέλος γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ δέχθηκε προσβολές, ὕβρεις καὶ συκοφαντίες. Ταπεινώθηκε, ἔδειξε ἀνοχή, ὑποχώρησε. Πρὸ παντὸς δὲν θέλησε νὰ ἐκμεταλλευθῆ τὸ ἀξίωμά του, οὔτε νὰ ἐπιβαρύνη κανένα γιὰ τὴ συντήρησί του. Μέχρι τὴ στιγμὴ αὐτή, ποὺ γράφει τὴν ἐπιστολή, ἐργάζεται μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια γιὰ νὰ βγάλη τὸ ψωμί του.
Γεννᾶται ὅμως τὸ ἐρώτημα˙ Γιατί τὰ λέει ὅλα αὐτά; Θέλει ἁπλῶς νὰ τοὺς κάνη νὰ ντραποῦν καὶ νὰ ταπεινωθοῦν; Ὄχι βέβαια. Δὲν τοὺς ὁμιλεῖ, ἐπιτακτικά, σὰν ἐξουσιαστής τους. Δὲν ὁμιλεῖ, ὅπως εἶχε τὸ δικαίωμα, σὰν διδάσκαλος ποὺ τοῦ ὀφείλουν εὐγνωμοσύνη, σὰν ἀπόστολος ποὺ τοῦ ὀφείλουν ὑπακοή. Ὁμιλεῖ ἀπὸ ἀγάπη. Γιὰ τὸ καλὸ τοὺς τὰ λέει. Θέλει νὰ τοὺς φιλοτιμήση, νὰ τοὺς συγκινήση, νὰ τοὺς καλλιεργήση. Γιʼ αὐτὸ τοὺς συμβουλεύει ὅπως ἕνας πατέρας συμβουλεύει τὰ παιδιά του ποὺ τʼ ἀγαπᾶ καὶ πονεῖ γιʼ αὐτά˙ «Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλʼ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ νουθετῶ» (Α΄ Κορ. 4, 14). Δὲν τιμωρεῖ, ἀλλὰ νουθετεῖ. Ὁ ἱ. Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τὴν περικοπὴ αὐτὴ (ὁμ.. ΙΓ΄ εἰς Α΄ Κορ., 3) παρατηρεῖ˙ «Τίς δὲ οὐκ ἄν ἀνάσχοιτο πατρὸς ἀλγοῦντος καὶ τὰ δέοντα συμβουλεύοντος;», δηλαδή˙ «Ποιός δὲν θὰ δεχόταν νʼ ἀκούση ἕνα πατέρα ποὺ πονεῖ καὶ συμβουλεύει τὰ πρέποντα;» (Ε.Π.Ε. 18[43], 360).
Καὶ καταλήγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος˙ «Ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῶ, ἀλλʼ οὐ πολλοὺς πατέρας˙ ἐν γὰρ Χριστῶ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα» (Α΄ Κορ. 4, 15). Ὅσο ἀγαπᾶ ἕνα παιδὶ ὁ πατέρας του, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀγαπᾶ ἕνας δάσκαλος καὶ ἕνας παιδαγωγός του. Διδασκάλους μπορεῖ κανεὶς νὰ ἔχη πολλούς, ἀλλὰ πατέρας του εἶνε ἕνας. Καὶ οἱ Κορίνθιοι μπορεῖ νὰ ἄκουσαν πολλοὺς καὶ νὰ ὠφελήθηκαν ἀπὸ πολλοὺς πνευματικά, πατέρας τους ὅμως, ποὺ τοὺς γέννησε ἐν Χριστῶ καὶ τοὺς ἔκανε μέλη τῆς Ἐκκλησίας, εἶνε ἕνας˙ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Αὐτὸς τοὺς γέννησε, τοὺς ἔφερε στὴν κατὰ Χριστὸν ζωή. Σʼ αὐτὴ τὴ γέννησι τὸ σπέρμα, ὁ σπόρος, ποὺ ἔπεσε στὴν καρδιά τους καὶ δημιούργησε τὴ νέα ζωή, δὲν ἔχει σχέσι μὲ σάρκα καὶ ὕλη˙ εἶνε πνευματικό, εἶνε ὁ λόγος τοῦ εὐαγγελίου.
Τὰ τελευταῖα αὐτὰ λόγια τοῦ Παύλου μᾶς δίνουν ἀφορμὴ νὰ μιλήσουμε γιὰ τοὺς πνευματικοὺς πατέρες.
* * *
Πνευματικοὶ πατέρες! Μʼ αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος κάνει διάκρισι τῶν πατέρων σὲ δύο κατηγορίες. Ἡ πρώτη κατηγορία εἶνε οἱ φυσικοὶ γονεῖς, ὁ ἄνδρας καὶ ἡ γυναῖκα, ποὺ σμίγουν στὸ μυστήριο τοῦ γάμου καὶ γεννοῦν παιδιά. Στὴν ἄλλη κατηγορία ἡ γέννησις εἶνε ὄχι σαρκικὴ ἀλλὰ πνευματική. Εἶνε γέννησις, γιὰ τὴν ὁποία ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁμιλεὶ στὸ 1ο κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου του καὶ λέει, ὅτι ὅσοι πίστεψαν στὸ Χριστὸ καὶ ἀναγεννήθηκαν μὲ τὸ βάπτισμα, αὐτὴ ἡ γέννησί τους δὲν ἔγινε ἀπὸ σαρκικὴ ἐπιθυμία. Ἡ γέννησις αὐτὴ ἔγινε διὰ τῆς πίστεως στὸ Θεό, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν˙ «οἱ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλʼ ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν» (Ἰωάν. 1, 13).
Δύο γεννήσεις λοιπόν. Αὐτὸ φέρει στὸ νοῦ μας καὶ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο πού, ὅπως εἶνε γνωστό, φυσικὸ πατέρα εἶχε τὸ Φίλιππο, πνευματικὸ δὲ πατέρα εἶχε τὸ φιλόσοφο Ἀριστοτέλη. Καὶ τοὺς δύο ἀσφαλῶς τοὺς ἀγαποῦσε. Ἀλλʼ ὅταν κάποτε ἔκανε σύγκρισι τῶν δύο αὐτῶν προσώπων, ἔδειξε ὅτι ἀγαπᾶ περισσότερο τὸ δεύτερο. Εἶπε˙ «Στὸν μὲν πατέρα μου ὀφείλω τὸ ζῆν, ἀλλὰ στὸ διδάσκαλό μου ὀφείλω τὸ εὖ ζῆν». Καὶ ἄν ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος φιλοσοφῶν ἐγεφράζετο ἔτσι, τί πρέπει νὰ λέμε ἐμεῖς, ποὺ καὶ τὸ ζῆν καὶ τὸ εὖ ζῆν ἀλλὰ καὶ τὸ ἀκόμη σπουδαιότερο ἀπʼ ὅλα, τὸ κατὰ Χριστὸν ζῆν, τὸ ὀφείλουμε στοὺς πνευματικούς μας πατέρες;
Πνευματικοὶ πατέρες μας εἶνε οἱ ἱερεῖς καὶ κήρυκες, τὰ ὄργανα τοῦ Θεοῦ ποὺ μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου καὶ μὲ τὴν τέλεσι τῶν μυστηρίων μᾶς ἀναγέννησαν. Χωρὶς τὴν βοήθειά τους δὲν θὰ εἴχαμε μέσα μας πνευματικὴ ζωή. Θὰ ζούσαμε ὅπως ζοῦν τὰ ζώα, ποὺ τρῶνε, πίνουν καὶ συντηροῦνται μὲ τὴν ὑλικὴ τροφή, αὐξάνουν, πολλαπλασιάζονται καὶ τέλος ψοφοῦν.
Ποιά εἶνε τὰ γνωρίσματα ἕνὸς πνευματικοῦ πατρός; Ὁ γνήσιος πνευματικὸς πατέρας πονεῖ καὶ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ τέκνα του. Δὲν τὰ συμβουλεύει μόνο, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐπιτιμᾶ˙ αὐτὸ θὰ πῆ ἀγάπη ἀληθινή. Ἀγωνιᾶ γιὰ τὴν ὀρθὴ πορεία τους. Φροντίζει γιὰ τὴν πνευματική τους τροφή. Προσεύχεται ἡμέρα καὶ νύχτα γιὰ τὴν προκοπὴ καὶ τὴ σωτηρία τους. Ἀποταμιεύει καὶ θησαυρίζει ὅ,τι μπορεῖ γιʼ αὐτά. Θυσιάζει τὰ πάντα καὶ θυσιάζεται κι ὁ ἴδιος, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ ἀποστόλου Παῦλου, γιὰ ἐκείνους ποὺ ἔφερε στὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ. Αὐτοὺς τέλος θὰ κάνη καὶ κληρονόμους ἀφήνοντάς τους ὅ,τι πολυτιμότερο ἔχει.
Μεγάλο τὸ ἔργο τῶν πνευματικῶν πατέρων. Καὶ ἄν σήμερα ἡ ἑλλάς, ἡ μικρὰ ἀλλʼ ἔνδοξος πατρίδα μας, ζῆ καὶ ὑπάρχη, τὸ ὀφείλει σʼ αὐτούς. Τί ἐννοοῦμε ὅταν λέμε ζῆ; Ὄχι μόνο τὸ ζῆν, ποὺ τὸ ἔχουν καὶ τὰ ἄλογα ζῶα, οὔτε ἁπλῶς τὸ εὖ ζῆν, ποὺ τὸ εἶχαν καὶ οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας. Ἐννοοῦμε κυρίως τὸ κατὰ Χριστὸν ζῆν, δηλαδὴ τὴν ὀρθόδοξο χριστιανικὴ πίστι, ποὺ σήμερα εἶνε, πρέπει νὰ εἶνε, ὁ θησαυρός μας. Ἄν δὲν ἐργάζονταν πνευματικοὶ πατέρες στὸν τόπο μας, δὲν θὰ ὑπῆρχαν τώρα ψυχὲς ποὺ νὰ μποροῦν νὰ ποὺν μαζὶ μὲ τὸν Παῦλο˙ «Ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. 2, 20). Αὐτοὶ οἱ ἀναγεννημένοι πιστοὶ ὀφείλουν στοὺς ἀειμνήστους ἱερεῖς καὶ διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας μας, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους καὶ τὴ ζωή τους ἀκόμη θυσίασαν, γιὰ νὰ εἴμαστε ἐμεῖς σήμερα χριστιανοί. Νʼ ἀναφέρουμε ὀνόματα; Βίβλοι ζωῆς θὰ χρειαστοῦν γιὰ νὰ περιγραφοῦν τὰ ἡρωϊκά τους κατορθώματα.
Αὐτοὺς τοὺς γνησίους πνευματικοὺς πατέρας ἔχουμε χρέος ἔμεῖς, τὰ πνευματικά τους παιδιά, νὰ τοὺς ἀγαποῦμε ἐμπράκτως καὶ ἰδίως νὰ τοὺς ὑπακοῦουμε. Νὰ τοὺς μνημονεύουμε καὶ νὰ προσευχώμεθα γιʼ αὐτούς, εἴτε βρίσκονται στὴ ζωὴ εἴτε ἔχουν ἀναχωρήσει γιὰ τὸν οὐρανό. Νὰ ἐνθυμούμεθα τὰ λόγια τους καὶ νὰ τὰ τηροῦμε. Νʼ ἀναπολοῦμε τὸ παράδειγμά τους καὶ τοὺς ἀγῶνες τους καὶ νὰ μιμούμεθα τὴν πίστι τους, ὅπως μᾶς προτρέπει ὁ ἀπόστολος Παῦλος˙ «Μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν, οἵτινες ἐλάλησαν ὑμῖν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὦν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν» (Ἑβρ. 13, 7).
* * *
Ἀλλʼ ἴσως κάποιος ἐρωτήση˙ Ὑπάρχουν σήμερα, στὸν αἰῶνά μας, αἱῶνα ὑλιστικό, ὑπάρχουν πνευματικοὶ πατέρες;
Ὡς πρὸς τὸ σχῆμα βέβαια ὑπάρχουν. Εἶνε οἱ ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς μας, ποὺ φοροῦν τὸ ἔνδοξο ῥάσο τοὺ ὀρθοδόξου κληρικοῦ. Πέρα ὅμως ἀπὸ τὴν ἱερατικὴ αὐτὴ ἐνδυμασία, ποὺ τοὺς διακρίνει ἐξωτερικῶς, ποιοί ἀπʼ αὐτοὺς ἔχουν καὶ τὰ οὐσιαστικὰ γνωρίσματα τῶν ἀληθινῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας; Πολλοὶ λέγονται πνευματικοὶ πατέρες καὶ ἀσκοῦν τὸ ἔργο τῆς πνευματικῆς πατρότητος. Στὴν οὐσία ὅμως λίγοι δυστυχῶς ἀνταποκρίνονται σʼ αὐτό. Ἄλλοίμονο! 10.000 κληρικοὶ εἴμεθα στὴν Ἑλλάδα˙ πόσοι ἀπὸ μᾶς ἐκπληρώνουμε τὰ ἱερά μας καθήκοντα;Θέλετε μιὰ ἀπόδειξι; Παρατηρῆστε πόσοι ἐκκλησιάζονται στὴν ἐκκλησία τῆς ἐνορίας σας. Δὲν θὰ ξεπερνοῦν τὸ 2% τοῦ πληθυσμοῦ. Οἱ ἄλλοι ὅμως ποῦ εἶνε, ποῦ βρίσκονται; Ἄλλοι μένουν στὸ σπίτι, ἄλλοι ταξιδεύουν, ἄλλοι ἐργάζονται, ἄλλοι κοιμῶνται, γιατὶ ξενύχτησαν παρακολουθώντας τὴν τηλεόρασι ἀπʼ ὅπου ὁ σατανᾶς διδάσκει τὰ δικά του μαθήματα˙ σήμερα οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν μάτια γιὰ τὸ Θεό, ἔχουν μάτια γιὰ τὸ διάβολο. Αὐτὸ δείχνει, ὅτι ὁ λαός μας μένει ἀποίμαντος. Ποιός θὰ φροντίση αὐτὲς τὶς ψυχές, ποὺ εἶνε «ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα»; (Ματθ. 9, 36).
Ποῦ Παῦλος ἀπόστολος, ποῦ Πέτρος, ποῦ Ἰωάννης εὐαγγελιστής, ὁ ὁποῖος κάποτε, γιὰ ἕνα πνευματικό του παιδὶ ποὺ παραστράτησε κʼ ἔγινε ληστής, ἔφθασε μέχρι τὸ σπήλαιό του πάνω στὰ βουνά, καὶ δὲν ἡσύχασε μέχρις ὅτου τὸν ἐπαναφέρῃ στὴν ἀγκάλη τοῦ Χριστοῦ; Ποῦ Μέγας Βασίλειος, ποῦ Ἰωάννης Χρυσόστομος, ποῦ Γρηγόριος Θεολόγος, ποὺ παρέλαβε τὴν Κωνσταντινούπολι μὲ ἐλάχιστους ὀρθοδόξους κι ὅταν ἔφυγε εἶχε ἐπαναφέρει ὅλα σχεδὸν τὰ πλανημένα πρόβατα στὴ μάνδρα τῆς Ὀρθοδοξίας; Καί, γιὰ νὰ ἐπεκτείνουμε τὸ ἐρώτημα στὰ νεώτερα χρόνια, ποῦ οἱ ἰσαπόστολοι καὶ φωτισταὶ ἐργάτες τῆς Ἐκκλησίας, ποῦ Κοσμᾶς Αἰτωλός, ποὺ θυσίασε τὴν ἡσυχία καὶ τὴ γαλήνη του χάριν τῶν ἀσώτων υἱῶν καὶ τῶν ἀπολωλότων προβάτων τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ;…
Σπάνια πράγματι τὰ παραδείγματα ἀληθινῆς πατρότητος στὶς ἡμέρες μας. Ἦλθε ὁ καιρὸς πού, γιὰ νὰ βρῆ κανεὶς γνήσιο πνευματικὸ πατέρα, πρέπει νὰ ψάξη πολύ. Καὶ ἐν τῶ μεταξὺ οἱ ἀνάγκες εἶνε μεγάλες. Αὐτὴ ἡ πατρότης εἶνε ἀναντικατάστατη γιὰ τὴ σωτηρία καὶ ὅταν ἀσκῆται ὅπως πρέπει γεμίζει τὶς καρδιὲς μὲ ἀνέκφραστη ἱκανοποίησι. Ὁ σύνδεσμος, ποὺ ἀναπτύσσεται μεταξὺ τοῦ πνευματικοῦ πατρὸς καὶ τοῦ πνευματικοῦ τέκνου, εἶνε ἀσυκγρίτως ἀνώτερος ἀπὸ τὸ σαρκικὸ δεσμὸ ποὺ ἑνώνει ἕνα φυσικὸ πατέρα μὲ τὸ γυιό του. Ἀνώτερη ἡ πνευματικὴ συγγένεια ἀπὸ κάθε ἄλλη συγγένεια στὸν κόσμο. Μακάριοι ὅσοι ζοῦν στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἰδεώδους αὐτῆς συγγενείας. Τέτοια πνευματικὰ παιδιὰ πρέπει νὰ φροντίζουν νʼ ἀποκτοῦν καὶ οἱ σημερινοὶ ιερομόναχοι καὶ μάλιστα οἱ ἐπίσκοποι, ἀντὶ νὰ ἔχουν κοντά τους κατὰ σάρκα συγγενεῖς. Ἀλλὰ καὶ οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἐγγάμους ἱερεῖς μας – καὶ δὲν τοὺς κατηγορεῖ κανεὶς ποὺ εἶνε ἔγγαμοι – ἀγαποῦν δυστυχῶς μόνο τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά τους. Πέρα ἀπὸ ʼκεῖ τίποτε περισσότερο. Προσκολλημένοι τόσο πολὺ στὴ σαρκική τους οἰκογένεια, μοιάζουν σὰν νὰ τὴ λατρεύουν. Καταντοῦν ὄχι χριστιανοὶ καὶ ἱερεῖς τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ – ἄς ποῦμε τὸ φοβερὸ λόγο – εἰδωλολάτρες! Τὸ εἶπε ὁ Χριστός˙ «Ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. 10, 37). Ὀρθῶς ὁ ἀείμνηστος ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος Κοτσώνης ἔγραψε βιβλίο μὲ τίτλο «Εἴμεθα χριστιανοί;». Χριστιανοὶ ὀνόματι, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα εἰδωλολάτρες.
Ἀλλʼ ἄς μὴ ἀπελπιζώμεθα. Μέσα στὸ πλῆθος τῶν κληρικῶν μας ὑπάρχουν καὶ κληρικοὶ μὲ συνείδησι τῆς ἀποστολῆς τους. Ἕνας ἱερεύς, ποὺ χειροτόνησα, κατώρθωσε μὲ τὸ ἅγιο παράδειγμά του καὶ μὲ τὰ δάκρυά του νὰ γεμίση τὴν ἐκκλησία ἀπὸ χριστιανούς. Ὤ ἐὰν ὅλοι οἱ κληρικοὶ εἴχαμε μιὰ σπίθα ἀπὸ τὴν πνευματικὴ φωτιὰ ποὺ ἔκαιε στὴν καρδιὰ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ! Τότε ἡ πατρίδα μας θὰ ἦταν χώρα ἁγίων.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) »ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ», σελ. 140-148 (ἕκδοσις Γ΄ 2001).
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.