Αυγουστίνος Καντιώτης



Η ΕΥΛΟΓΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥ – Ολοι εχουμε αναγκη την ευλογια τοῦ Χριστου

date Σεπ 26th, 2020 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ
Λουκ. 5, 1-11
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

ΕΥΛΟΓΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥ

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΟΥ«Καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ»(Λουκ. 5, 6)

ΣΤΗ ΧΩΡΑ, ἀγαπητοί μου, στὴ χώρα ποὺ γεννήθηκε, ἔζησε, σταυρώθηκε καὶ ἀναστἠθηκε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, Ὑπάρχει μία χαριτωμένη λίμνη, ἡ λίμνη τῆς Γεννησαρέτ.
Ἐκεῖ, στὴ λίμνη Γεννησαρέτ, φέρνει τὰ βήματά του ὁ Χριστός. Γιατί; Διότι στὰ χωριὰ ἐκεῖνα, ποὺ ἦταν κτισμένα γύρω ἀπὂ τὴ λίμνη, κατοικοῦσαν φτωχοὶ ψαράδες. Ἕνας λαϊκὸς ἀπλοϊκὸς καὶ ἀπονήρευτος, ποὺ ἐργαζόταν καὶ μὲ τὰ προϊόντα τῆς ἀλιείας του ζοῦσε μιὰ λιτὴ ζωή, μακριὰ ἀπὸ τὴ διαφθορὰ τῶν μεγάλων ἀστικῶν κέντρων. Καὶ ὁ Χριστὸς ἀγαποῦσε τοὺς ψαρᾶδες καὶ εὐχαριστιόταν νὰ βρίσκεται κοντά τους, καὶ ἀπʼ αὐτοὺς διάλεξε τοὺς πρώτους μαθητάς του, γιὰ νὰ τοὺς κάνη ἀλιεῖς ἀνθρώπων, κήρυκες καὶ διδασκάλους τῆς οἰκουμένης. Ὄχι ἀπὸ πανεπιστήμια καὶ σχολὲς φιλοσόφων καὶ ρητόρων, ὄχι ἀπὸ μέγαρα καὶ ἀνάκτορα, ἀλλʼ ἀπὸ τὴ λίμνη Γεννησαρὲτ ὁ Χριστὸς στρατολόγησε τοὺς πρώτους μαθητάς του καὶ διὰ μέσου αὐτῶν ξάπλωσε τὴν πνευματική του βασιλεία σʼ ὅλο τὸν κόσμο. Μέγα θαῦμα! Πῶς μὲ ἀγράμματους ἀνθρώπους ὁ χριστιανισμὸς νίκησε καὶ θριάμβευσε!

* * *

Στὴν παραλία τῆς λίμνης, λοιπόν, ὁ Χριστός. Μόλις τὸν εἶδαν οἱ ψαρᾶδες ἔτρεξαν κοντά του. Πολὺς λαὸς μαζεύτηκε γιὰ νὰ τὸν δῆ καὶ νὰ τὸν ἀκούση. Καὶ γιὰ νὰ μπορέση ὁ λαὸς αὐτὸς καλύτερα νὰ βλέπη καὶ νʼ ἀκούη τὸ Χριστό, ὁ Χριστὸς μπῆκε σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ἀλιευτικὰ πλοιάρια, τὸ πλοιάριο ποὺ ἐξουσίαζε ὁ Σίμων, καὶ στάθηκε στὴν πλώρη τοῦ πλοίου. Ἡ πλώρη ἔγινε πρόχειρος ἄμβωνας, καὶ ἀπὸ ʼκεῖ ἄρχισε ὁ Χριστὸς νὰ διδάσκη.
Ὕστερα ἀπὸ τὴ διδασκαλία ὁ Χριστὸς λέει στὸ Σίμωνα – ἀργότερα ὠνομάσθηκε Πέτρος – νὰ προχωρήση στὸ βάθος τῆς λίμνης καὶ νὰ ρίξη τὰ δίχτυα. Ἤθελε νὰ ἀμείψη ἔτσι τὸν Σίμωνα, ποὺ παραχώρησε τὸ πλοιάριο γιὰ τὴ διδασκαλία. Ἀλλὰ στὸ λόγο αὐτὸ τοῦ Χριστοῦ ὁ Σίμων ἀπαντᾶ˙
«Κύριε, ὅλη τὴ νύχτα, ποὺ εἶνε κατάλληλος
καιρὸς γιὰ ψάρεμα, ρίχναμε τὰ δίχτυα μας
στὴ λίμνη, μὰ δὲν πιάσαμε τίποτα. Πῶς τώρα,
ποὺ εἶνε μέρα, θὰ μπορέσουμε νὰ πιάσουμε
ψάρια; Μοῦ φαίνεται ἀπίστευτο. Ἀλλὰ ἀφοῦ
ἐσὺ διατάζεις, θὰ ἐκτελέσω τὴ διαταγή σου»
(Λουκ. 5, 5).
Βλέπετε, χριστιανοί μου, τὴν ὑπακοὴ τοῦ Σίμωνα; Τέτοια ὑπακοὴ πρέπει νὰ ἔχουμε κʼ ἐμεῖς στὸ Χριστό. Νὰ ὑπακοῦμε ὄχι μόνο σʼ ἐκεῖνα ποὺ μᾶς φαίνονται λογικὰ καὶ δυνατά, ἀλλὰ καὶ σʼ ἐκεῖνα ποὺ μᾶς φαίνονται ὑπέρλογα καὶ ἀδύνατα. Διότι «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῶ Θεῶ» (Λουκ. 18, 27). Ναί! Ὅταν διατάζη ὁ Χριστός, καμμιὰ ἀντίρρησι. Προχώρα, χριστιανέ μου, καὶ ὁ Χριστὸς θὰ εἶνε μαζί σου.
Ἰδέστε τὸν Σίμωνα. Ὑπάκουσε στὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ. Προχώρησε βαθειὰ στὴ λίμνη. Ἅπλωσε τὰ δίχτυα. Καὶ τὰ δίχτυα ἀμέσως γέμισαν ἀπὸ ψάρια, ποὺ ὴταν τόσα πολλά, ὥστε τὸ δίχτυ πῆγε νὰ σκιστῆ. Θαῦμα! Πῶς ἔγινε; Μὲ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ἐξουσιάζει τὴ θάλασσα καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν μέσα στὰ νερὰ τῆς θαλάσσης.
Κάποιος διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας παρατηρεῖ, ὅτι τὰ ψάρια ποὺ δὲν ἔχουν λογικὴ ὅπως ὁ ἄνθρωπος, τὰ ψάρια ποὺ δὲν ἔχουν καὶ αὐτιὰ γιὰ νὰ ἀκούσουν, ἄκουσαν καὶ ὑπάκουσαν στὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ καὶ μαζεύτηκαν στὰ δίχτυα. Ἄνθρωπε, τὰ ψάρια τῆς λίμνης Γεννησαρὲτ ὑπάκουσαν στὸ Χριστό, καὶ σύ, ποὺ σοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς αὐτιὰ γιὰ νʼ ἀκοῦς, γιατί τὰ κλείνεις πεισματικὰ καὶ δὲν θέλεις νὰ ὑπακούσης στὸ Χριστό; Κουφὸς καὶ ἀναίσθητος, ἀποδεικνύεσαι ὅτι εἶσαι χειρότερος ἀπὸ ζῶα καὶ ψάρια ποὺ ὑπακοῦνε στὶς διαταγές του.

* * *

Δυὸ φορὲς ὁ Σίμων Πέτρος καὶ οἱ σύντροφοί του ἔρριξαν τὰ δίχτυα τους στὴ λίμνη Γεννησαρέτ. Τὴν πρώτη φορὰ χωρὶς τὸ Χριστό. Τὴ δεύτερη φορὰ μαζὶ μὲ τὸ Χριστό. Τὴν πρώτη φορά, ἄν καὶ κοπίασαν ὅλη τὴ νύχτα, δὲν κατάφεραν νὰ πιάσουν οὔτε λέπι. Τὴ δεύτερη φορὰ γέμισαν τὰ δίχτυα ἀπὸ ψάρια.
Τί μᾶς διδάσκει τὸ θαῦμα αὐτό; Ἀνάμεσα στὰ ἄλλα μᾶς διδάσκει καὶ τοῦτο˙ Ὅπου εἶνε ὁ Χριστός, ἐκεῖ εὐλογία. Ὅπου δὲ εὐλογία Χριστοῦ, ἐκεῖ πλοῦτος καὶ θησαυρός. Πλοῦτος ὑλικός; Καὶ αὐτός. Ἀλλὰ προπαντὸς πλοῦτος πνευματικός, ποὺ εἶνε ἀνώτερος ἀπʼ ὅλα.
Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ σταυρώση τὰ χέρια του καὶ νὰ μὴν ἐργάζεται, ἀλλὰ νὰ τὰ περιμένη ὅλα χωρὶς κόπο καὶ ἐργασία. Ὄχι˙ θὰ ἐργασθῆ ὁ ἄνθρωπος, θὰ κοπιάση καὶ θὰ ἱδρώση, γιατὶ αὐτὴ εἶνε ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, τὸ «ἐργάζεσθε». Ἀλλὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐργασία ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη καὶ ἀπὸ τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ εἶνε ἀναγκαῖα γιὰ τὴν εὐόδωσι κάθε ὑποθέσεως περισσότερο καὶ ἀπὸ τὴν ἐργασία.
Ὅταν ἤμουν ἱεροκήρυκας περιώδευα τὴν Εὔβοια καὶ εἶχα φθάσει σὲ Ἕνα χωριὸ ποὺ ἦταν κτισμένο δίπλα στὴ θάλασσα. Ὅλοι οἱ κάτοικοι ἦταν ψαρᾶδες. Παραπονοῦνταιν ὅτι, ἄν καὶ ἐργάζονταν σκληρὰ καὶ ψάρευαν μὲ νέα μέσα, μὲ δίχτυα ποὺ πᾶνε βαθειὰ στὴ θάλασσα, ὅμως τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐπιστημονικῆς τους ἀλιείας δὲν ἦταν ἱκανοποιητικό. Πολλὲς φορὲς ἐπέστρεφαν μὲ ἀδειανὰ δίχτυα. Ἕνας ἀσπρομάλλης ψαρᾶς ποὺ παρακολουθούσε τὴ συζήτησι πῆρε τὸ λόγο καὶ εἶπε˙ «Ὅταν ἤμουν παιδὶ πήγαινα μὲ τοὺς μεγαλύτερους γιὰ ψάρεμα. Ψαρεύαμε μὲ τὰ παλιὰ ἐκεῖνα μέσα τῆς ἀλευτικῆς τέχνης. Καὶ πιάναμε ψάρια πολλά. Καὶ ὅλοι θαυμάζαμε. Εἴχαμε τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ. Γιαὶ ὅλοι μας, μικροὶ καὶ μεγάλοι, μπαίνοντας στὶς βάρκες κάναμε μὲ κατάνυξι τὸ σταυρό μας. Κανένας δὲν βλαστημοῦσε, κανένας δὲν αἰσχρολογοῦσε, κανένας δὲν ἔκανε ἀσχήμιες. Ἐνῶ τώρα ὄχι μόνο στὴ στεριά, ἀλλὰ καὶ στὴ θάλασσα, στὶς βάρκες μέσα, βλαστημοῦμε καὶ κάνουμε διάφορες ἀσχήμιες. Δὲν ἔχουμε τὴν εύλογία τοῦ Χριστοῦ», εἶπε ὁ ἀσπρομάλλης γέροντας.

* * *

Τὴν εύλογία τοῦ Χριστοῦ δὲν τὴν ἔχουν ἀνάγκη μόνο οἱ ψαρᾶδες. Τὴν ἔχουν ἀνάγκη καὶ οἱ γεωργοί μας καὶ ὅλοι γενικὰ οἱ ἄνθρωποι.
Ἄς καλλιεργοῦν οἱ γεωργοὶ τὴ γῆ μέ τὰ τελειότερα μηχανήματα. Ἄς σπέρνουν τὸν πιὸ ἐκλεκτὸ σπόρο. Ἄς λιπαίνουν τὰ χωράφια μὲ τὰ καλύτερα λιπάσματα. Ἄς τὰ ραντίζουν μὲ γεωργικὰ φάρμακα. Ἄς τὰ παρακολουθῆ ὁ γεωπόνος καὶ ἄς δίνη τὶς συμβουλές του γιὰ τὴν καλύτερη καλλιέργεια. Ἄν δὲν ὑπάρχη ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, ὅλα εἶνε μάταια. Διότι γιὰ νὰ ἀποδώση ἡ γῆ ἔχει ἀνάγκη καὶ απὸ ἥλιο καὶ ἀπὸ νερὸ καὶ ἀπὸ καθαρὸ ἀέρα. Ἀλλʼ αὐτὰ ποιός τὰ δίνει; Ὁ Χριστός. Αὐτὸς εὶνε ὁ δημιουργὸς καὶ ἐξουσιαστὴς τοῦ παντός. Ὁ Χριστὸς δίνει τὸν ἥλιο, ὁ Χριστὸς τὸ νερό, ὁ Χριστὸς τὸν ἀέρα. Ἐὰν δὲν βρέξη ὁ οὐρανός, ἐὰν ὁ ἥλιος δὲν στείλει τὶς ἀκτῖνες του, ἐὰν ὁ ἀέρας εἶνε μολυσμένος, τὰ πάντα θὰ μαραθοῦν καὶ θὰ ξεραθοῦν.
Ψαρᾶδες καὶ γεωργοὶ καὶ ἐργάτες, ὅλοι γενικά, ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) »Σταγόνες ἀπὸ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν», σελ. 250-255 (ἕκδοσις Γ΄, »Ἀδελφότης ΣΤΑΥΡΟΣ», Ἀθῆναι 1990).

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.