Αυγουστίνος Καντιώτης



ΣΚΛΗΡΟΚΑΡΔΙΑ – «Τον ασπλαγχνο με τους αθεους θα κατακρινη ο Χριστος»

date Οκτ 30th, 2020 | filed Filed under: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΚΖ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 1618

Κυριακὴ Ε΄ Λουκᾶ (Λουκ. 16,19-31)
Τοῦ Μητροπολίτου ΦλωρίνηςΑὐγουστίνου

Σκληροκαρδια

«Ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ» (Λουκ. 16,24)

πτωχος ΛάζαροςΚΑΠΟΤΕ, ἀγαπητοί μου, δὲν ὑπῆρχαν ἄν­θρωποι ἐγγράμματοι, σχολεῖα, πανεπιστή­μια, τὰ σημερινὰ μέσα (ῥαδιόφωνα, τηλεοράσεις κ.τ.λ.). Οἱ ἄνθρωποι κατοικοῦσαν σὲ καλύβες, ἦταν πολὺ φτωχοί. Ζοῦσαν ὅμως εὐτυ­­χι­σμένοι, γιατὶ εἶχαν κάτι ἀνώτερο καὶ τώρα πλέον σπάνιο. Κι αὐτὸ εἶνε ἡ πίστις. Ἐκεῖνοι πίστευαν. Ποῦ πίστευαν; Στὰ δόγμα­τα τῆς ἁγί­ας μας Ἐκκλησίας· ὅτι ὑπάρχει Θεός, ψυχὴ ἀ­θάνατη, ἄλλος κόσμος, κρίσις, παράδεισος, κό­λασις. Τώρα; Ἂν ἀκουστοῦν τέτοια πράγμα­τα, κοροϊδεύ­ουν. Ἡ ἀθεΐα, ποὺ ἦταν ἄγνωστο πρᾶ­γμα, τώρα πλημμύρισε τὸν τόπο μας καὶ τὸν κόσμο ὁλόκληρο, ἔγινε παγκόσμιο φαινόμενο.
Πρῶτα ἔλεγε ὁ πατέρας στὸ παιδὶ καὶ ἡ ἀ­γράμματη γιαγιὰ στὸ ἐγγόνι· Πρόσεχε, παιδά­κι μου, μὴ λὲς ψέματα, γιατὶ θὰ κολαστῇς· μὴ βλαστημᾷς, θὰ κολαστῇς· μὴ λὲς αἰσχρὰ λόγια, θὰ κολαστῇς· μὴ κάνῃς αὐτὸ ἢ ἐκεῖνο, θὰ κολαστῇς. Τώρα ὁ διάβολος πῆρε τὴ γομμολάστι­χά του κ᾽ ἔσβησε ἀπὸ τὸ λεξικὸ τῶν ἀνθρώπων τὶς ὡραιότερες λέξεις τῆς πίστεώς μας. Κόλα­σις; σοῦ λέει τώρα· παραμύθια τῆς γιαγιᾶς! τώρα προωδεύσαμε, δὲν τὰ πιστεύουμε αὐτά· ἐδῶ εἶνε ἡ κόλασι, ἐδῶ καὶ ὁ παράδεισος…
Ἐν τούτοις ὑπάρχει κόλασις. Σὰν ἁμαρτω­λὸς ποὺ εἶμαι κ᾽ ἐγώ, θὰ ἤθελα νὰ μὴν ὑ­πάρχῃ. Θὰ ἤθελα, λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστο­μος, νὰ μὴν ὑπάρχῃ κόλασις· ἀλλὰ τί νὰ γίνῃ, κόλασις ὑπάρχει. Ὅσο εἶνε βέβαιο ὅτι ὑπάρχει νύχτα, ἄλλο τόσο εἶνε κι ὅτι ὑπάρχει κόλασις.
Ὑπάρχει κόλασις. Ποιός τὸ βεβαιώνει; ἦρ­θε κανεὶς ἀπ᾽ τὸν ἄλλο κόσμο, βγῆκε κανεὶς ἀπ᾽ τὸ νεκροταφεῖο, νὰ ἔρθῃ νὰ μᾶς πῇ, ὅτι ὑπάρ­­χει κόλασις; Ἔγιναν καὶ νεκραναστάσεις. Ἀλ­λὰ σήμερα ἀκοῦμε μιὰ ἄλλη μαρτυρία, ποὺ εἶ­νε ἀσυγκρίτως ἰσχυρότερη ἀπὸ τὸ ν᾽ ἀναστη­θοῦν δέκα – δεκαπέντε – εἴκοσι νεκροὶ ἢ κι ὁ­λό­­κληρο νεκροταφεῖο. Καὶ ἡ μαρτυρία αὐτὴ εἶ­νε – τίνος; τοῦ Χριστοῦ! Ἂς πέσουμε νὰ προσ­κυνήσουμε! Ὁ Χριστὸς ἦρθε ἀπὸ τὸν ἄλ­λο κό­σμο, πάνω ἀπ᾽ τ᾽ ἄστρα καὶ τοὺς γαλαξίες, ἀ­πὸ τὸ ὑπερπέραν, καὶ αὐτὸς βεβαιώνει. Ὅλοι ψεύδονται, ἕνας δὲν εἶπε ψέμα· αἰῶνες περνοῦν, ἀλλὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μένουν αἰώνια. Καὶ ὁ ἥλιος θὰ σβήσῃ καὶ τὰ ἄστρα θὰ πέσουν καὶ ἡ γῆ θὰ καῇ, ἀλλὰ τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς κανείς δὲν μπορεῖ νὰ τὰ κλονίσῃ.
Τί εἶπε λοιπὸν ὁ Χριστός; Μᾶς βεβαίωσε, ὅ­τι ὑπάρχει παράδεισος καὶ κόλασις. Ποῦ; Στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Τὸ ἀκούσαμε καθαρά.

* * *

Ζοῦσε, λέει ἡ παραβολή, ἕνας φτωχὸς – πο­λὺ φτωχὸς ἄνθρωπος. Δραχμὴ δὲν εἶχε στὴν τσέπη. Δὲν εἶχε φαΐ, ροῦχο, σπίτι· ἦταν ἀκόμα ἄρρωστος, μὲ πληγὲς στὸ σῶμα, καὶ δίχως φάρ­μακα. Γιὰ νὰ ζήσῃ, ἀναγκαζόταν νὰ κάθεται ἔ­ξω ἀπ᾽ τὸ σπίτι ἑνὸς πλουσίου. Πεινασμένος, περίμενε πότε ν᾽ ἀ­νοίξῃ τὸ παράθυρο τοῦ ἀρ­χοντικοῦ, ποὺ κάθε μέρα εἶχε πλούσιο φαγητό, νὰ τινάξουν οἱ ὑπηρέτες τὸ τραπεζομάντηλο, κι αὐ­τὸς σάλιωνε τὸ δάχτυλό του καὶ μάζευε τὰ ψί­χουλα ποὺ ἔπεφταν· μ᾽ αὐ­τὰ ζοῦσε. Ἐν τῷ μεταξὺ τὰ σκυλιά, πιὸ σπλαχνικὰ ἀπ᾽ τοὺς ἀν­θρώπους, ἔρχονταν κ᾽ ἔγλειφαν τὶς πληγές του.
Ἀλλὰ ἦρθε ἡ μέρα ποὺ πέθανε ὁ φτωχός, πέ­θανε μετὰ καὶ ὁ πλούσιος. Μετά; Τέλος, μηδέν; Ὄχι! Πέρα ἀπ᾽ τὸν τάφο ἀρχίζει ἄλλη ζωή. Τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη δὲ σβήνει τὸν ἄνθρω­πο. Ὁ θάνατος εἶνε ἡ ἀρχὴ μιᾶς νέας ἀπεράν­του ζω­ῆς· ἀρχίζει παράδεισος γιὰ τοὺς δικαίους – καὶ τὸ φτωχὸ Λάζαρο, κόλασις γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς – καὶ τὸν ἀμετανόητο πλούσιο. Τότε, μέ­σα ἀπ᾽ τὰ βάσανα τοῦ ᾅδου, σήκωσε ὁ πλούσι­ος τὰ μάτια καὶ τί νὰ δῇ· στὸ κέντρο τοῦ παρα­δείσου, στὴν ἀγκάλη τοῦ πατριάρχου Ἀβραάμ (τοῦ προϊσταμένου τρόπον τινὰ τοῦ παραδεί­σου), βλέπει τὸ φτωχὸ Λάζαρο. Ἀπόρησε. Καὶ φωνάζει· ―Πάτερ Ἀβραάμ, λυπήσου με καὶ στεῖ­λε τὸ Λάζαρο, νὰ μοῦ δροσίσῃ τὴ γλῶσσα μὲ μιὰ σταλαγματιὰ νερὸ, γιατὶ ὑ­ποφέρω μέσα σὲ τούτη τὴ φλόγα. Τοῦ ἀπαν­τᾷ ἐκεῖνος· ―Δικαίως τιμωρεῖσαι. Στὸν κόσμο ἐ­σὺ ἀπήλαυσες ὅλα τὰ εὐχάριστα, ἐνῷ αὐτὸς ὅ­λα τὰ δυσάρεστα· τώρα ἔγινε ἀλλαγή. Κ᾽ ἐπὶ πλέον μᾶς χωρίζει χάσμα ἀγεφύρωτο. ―Σὲ πα­ρακαλῶ τοὐλάχιστον, πάτερ, στεῖλ᾽ τον στὸ πα­τρικό μου· ἔχω πέντε ἀδέρφια, ποὺ ζοῦν κι αὐ­τοὶ ὅπως ἐγώ, νὰ τοὺς εἰδοποιήσῃ, γιὰ νὰ μὴν ἔρθουν κι αὐτοὶ σὲ τού­τη τὴν κόλασι. ―Δὲν εἶνε ἀνάγ­κη, ἀπαντᾷ ὁ Ἀ­βραάμ· ἔχουν τὸ Μωυσῆ καὶ τοὺς προφῆτες (τὴ Γραφή), ἂς τοὺς ἀκούσουν. ―Ὄχι, πάτερ Ἀ­βραάμ, δὲν πρό­κειται ν᾽ ἀκούσουν· ἂν ὅμως πάῃ σ᾽ αὐ­τοὺς κά­ποιος ἀ­πὸ τοὺς νεκρούς, θὰ μετα­νοήσουν. Τότε ὁ Ἀ­βραὰμ τοῦ λέει· ―Ἂν δὲν ἀκοῦνε τὸ Μωυσῆ καὶ τοὺς προφῆτες (τὴν ἁ­γία Γραφή), οὔτε κι ἂν ἀναστηθῇ κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς θὰ πεισθοῦν· «οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται» (Λουκ. 16,31).

* * *

Γιατί, ἀγαπητοί μου, ὁ πλούσιος τοῦ εὐαγγελίου πῆγε στὴν κόλασι; σκότωσε, ἔκλεψε, ἀ­τίμασε, πόρ­νευσε, μοίχευσε; – γιατὶ ἔτσι λένε μερικοί· Ἐ­γὼ δὲ σκότωσα, δὲν ἔκλεψα, δὲ μοί­χευσα, δὲν ἔκανα τὸ ἕνα ἢ τὸ ἄλλο. Λάθος κά­νεις, ἂν νομίζῃς ὅτι λέγοντας αὐτὰ ἀπαλλάσσεσαι. Ὑπάρχει κάτι πιὸ σοβαρό. Ὁ πλούσιος αὐτὸς κολάστηκε ὄχι γιὰ κάτι ἀπὸ αὐτά, ἀλλὰ διότι εἶχε μιὰ ἄλλη ἁμαρτία· εἶχε μιὰ μεγάλη ἔλ­λειψι, ποὺ ὅποιος τὴν ἔχει δὲν εἶνε Χριστιανός· δὲν εἶχε ἀγάπη, ἦταν ἄσπλαχνος, δὲν ἐν­διαφερόταν γιὰ τὸν ἄλλο. Ἤξερε νὰ ζῇ αὐτὸς καλὰ στὸ σπίτι μὲ τὴν οἰκογένειά του, νά ᾿χῃ ροῦχα θέρμανσι φαγητὸ γλέντια χορούς, καὶ δὲν τὸν ἔνοιαζε, καρφὶ δὲν τοῦ καιγόταν, ἂν ὁ κόσμος χάνεται. Αὐτὴ ἦταν ἡ μεγάλη ἁ­μαρτία του. Ἀ­πὸ ᾽δῶ μαθαίνουμε, ὅτι ὅποιος δὲν κάνει τὸ καλό —ὅλοι μποροῦν—, θὰ κολαστῇ, ἔστω κι ἂν ἔχῃ φυλαχτῇ ἀπὸ ἄλλα μεγάλα ἁμαρτήματα.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶνε καθρέπτης γιὰ τὸν καθένα. Καθρεπτίζεται ἐδῶ ἡ σημερινὴ κοι­νωνία, ἡ ὁποία εἶνε ἄσπλαχνη, σκληρή. Κλείστηκε ὁ καθένας στὸ καβούκι του, ὅπως ὁ σα­λίγκαρος, καὶ δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τίποτ᾽ ἄλ­λο. Οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν φίλαυτοι, ἐγωϊσταί· κοιτάζουν τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά τους, νὰ περνοῦν καλά, νά ᾿χουν ὅλα τ᾿ ἀγαθά, καὶ γιὰ τὸν ἄλλον; τίποτε ἀπολύτως! Αὐτὴ εἶνε ἡ ἁμαρ­τία τοῦ αἰώνα μας, ἡ σκληροκαρδία.
Δὲ βλέπουν; τοὺς τύφλωσε ὁ δαίμονας; Ἂν ἄνοιγαν τὰ μάτια τους, καὶ τί δὲν θά ᾽βλεπαν, ὄχι μόνο στὴν πατρίδα μας ἀλλὰ παντοῦ στὸν κόσμο! Τὴν ὥρα ποὺ ἐσύ, ἀχάριστε ἄν­θρωπε, τρῶς καὶ δὲν κάνεις οὔτε σταυρό, στὴν Αἰθιοπία τὰ παιδιὰ πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα. Τὴν ὥρα ποὺ ἐσὺ ἔχεις θέρμανσι καὶ παπλώμα­τα καὶ ζεσταίνεσαι, ὁ ἄλλος κρυ­ώ­­νει, δὲν ἔχει ροῦχο νὰ φο­ρέσῃ, εἶνε γυμνός. Καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἐσὺ ἔχεις ὅλα τὰ μέσα δι­ασκεδάσεως, αὐ­τὸς δὲν ἔχει οὔ­τε φάρμακο γιὰ τὴν ἀρρώστια του. Εἶνε ψέμα τὸ λεγόμενο ὅτι δὲν ὑπάρχουν φτωχοί. Ὑ­πάρχουν χῆρες, ὀρφανά, ἀνάπη­ροι, ἀσθενεῖς, γέρον­τες. Πεν­τάρα δὲ δίνει ὁ ἄλ­λος. Καὶ ἀναγκάζεται ἡ Ἐκ­κλησία παραμονὲς Χριστουγέννων καὶ βγάζει δίσκο γιὰ ὅλους αὐ­τούς. Καὶ τί συλλέγει; ψίχουλα, ὅπως ἐκεῖνα ποὺ ἔπεφαν ἀπ᾽ τὰ τραπε­ζομάντηλα τοῦ πλου­σίου. Γι᾿ αὐτὸ γίνονται οἱ κοινωνικὲς ἐπαναστάσεις, γι᾿ αὐτὸ ἔγινε ὁ κομμουνισμός· ἦταν δικαία τιμωρία σὲ μία σκληρὴ κοινωνία. Δὲν μπορεῖς ἐσὺ νὰ τρῶς γιὰ ἑκατό, κι ὁ ἄλλος νὰ μὴν ἔχῃ οὔτε ψωμί. Δὲν εἶνε αὐτὰ σωστά· τὰ καταδικάζει τὸ Εὐ­αγγέλιο στὴ σημερινὴ περικοπή.
Θὰ ποῦν κάποιοι· Ἐμεῖς δὲν ἔχουμε… Δὲν κατοικῶ στὸ φεγγάρι, κατοικῶ ἐδῶ καὶ παρακολουθῶ. Λένε, ὅτι δὲν ἔχουν. Πῶς δὲν ἔχουν; Γιὰ τὸ Θεὸ δὲν ἔχουν, γιὰ τὸ φτωχό, τὴ χήρα, τὸν ἀνάπηρο, τὸν ἀσθενῆ. Γιὰ τὸν ἑαυτό τους ὅ­μως, τὸν κακὸ ἑαυτό τους, ἔχουν. Ἐρωτῶ˙ τί ξοδεύουν γιὰ τὸ τσιγάρο, τὸ ποτό, τὰ ναρκω­τικά, τὰ νυχτερινὰ κέντρα, τὶς ντισκοτέκς; Ἑ­κατομμύρια! Γλεντοκοποῦν καὶ γιὰ νὰ διασκε­δάσουν σπᾶνε πιάτα, δεκάδες κ᾽ ἑκατοντάδες, πεντακόσα – ἑξακόσα πιάτα, καὶ μετὰ περνάει τὸ κάρρο τοῦ δήμου, τὰ φορτώνει καὶ τὰ πετάει σ᾿ ἕνα λόφο. Αὐτὴ εἶνε ἡ κοινωνία.
Θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεός. Μὴ λὲς λοιπόν, Ἐ­γὼ δὲν ἔκλεψα, δὲν σκότωσα… Ἐξέτασε τὸν ἑαυ­τό σου ἂν κάνῃς τὸ καλὸ ποὺ μπορεῖς. Δι­ότι, ἐ­παναλαμβάνω, ἄνθρωπος ποὺ μπορεῖ νὰ βοηθήσῃ τὸν ἄλλο καὶ δὲν βοηθάει, δὲν εἶνε Χριστιανός, δὲν εἶνε ἄνθρωπος. Ἡ σκληροκαρ­δία εἶνε μεγάλη ἁμαρτία. Προχθὲς ἦρθε στὴ μητρό­πολι μιὰ γριούλα καὶ ἔκλαιγε. Ἔχει ἑπτὰ γυιοὺς καὶ ἑπτὰ νύφες, καὶ τώρα ποὺ γέρασε κανείς δὲν τὴ δέχεται· τὴν πήραμε στὸ γηροκομεῖο.

* * *

«Τὸν ἄσπλαγχνο μὲ τοὺς ἀθέους θὰ κατακρίνῃ ὁ Χριστός». Ὅταν βλέπῃς τὸν ἄλλο νὰ πεινάῃ, νὰ δυστυχῇ, νὰ τουρτουρίζῃ, κ᾽ ἐσὺ δὲν φροντίζῃς γι᾿ αὐτόν, εἶσαι ἄθεος.
Εὔχομαι τὰ λόγια αὐτά, ποὺ μὲ πόνο ψυχῆς σᾶς εἶπα, νὰ τ᾽ ἀκούσετε καὶ νὰ εἶστε σπλαχνικοί. Κι ὅταν γίνεται ἔρανος γιὰ ἱερὸ σκοπό, νὰ μὴν εἶστε σφιχτοί, ἀλλὰ νὰ δίνετε. Νὰ γίνουμε σπλαχνικοί, φιλάνθρωποι, ἐλεήμονες, γιὰ νὰ ἔλθῃ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ σ᾽ ἐμᾶς· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου Ξινοῦ Νεροῦ – Φλωρίνης τὴν 1-11-1987 μὲ ἄλλο τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 31-10-2010.

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.