ΣΚΛΗΡΟΚΑΡΔΙΑ – «Τον ασπλαγχνο με τους αθεους θα κατακρινη ο Χριστος»
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΚΖ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 1618
Κυριακὴ Ε΄ Λουκᾶ (Λουκ. 16,19-31)
Τοῦ Μητροπολίτου ΦλωρίνηςΑὐγουστίνου
Σκληροκαρδια
«Ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ» (Λουκ. 16,24)
ΚΑΠΟΤΕ, ἀγαπητοί μου, δὲν ὑπῆρχαν ἄνθρωποι ἐγγράμματοι, σχολεῖα, πανεπιστήμια, τὰ σημερινὰ μέσα (ῥαδιόφωνα, τηλεοράσεις κ.τ.λ.). Οἱ ἄνθρωποι κατοικοῦσαν σὲ καλύβες, ἦταν πολὺ φτωχοί. Ζοῦσαν ὅμως εὐτυχισμένοι, γιατὶ εἶχαν κάτι ἀνώτερο καὶ τώρα πλέον σπάνιο. Κι αὐτὸ εἶνε ἡ πίστις. Ἐκεῖνοι πίστευαν. Ποῦ πίστευαν; Στὰ δόγματα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας· ὅτι ὑπάρχει Θεός, ψυχὴ ἀθάνατη, ἄλλος κόσμος, κρίσις, παράδεισος, κόλασις. Τώρα; Ἂν ἀκουστοῦν τέτοια πράγματα, κοροϊδεύουν. Ἡ ἀθεΐα, ποὺ ἦταν ἄγνωστο πρᾶγμα, τώρα πλημμύρισε τὸν τόπο μας καὶ τὸν κόσμο ὁλόκληρο, ἔγινε παγκόσμιο φαινόμενο.
Πρῶτα ἔλεγε ὁ πατέρας στὸ παιδὶ καὶ ἡ ἀγράμματη γιαγιὰ στὸ ἐγγόνι· Πρόσεχε, παιδάκι μου, μὴ λὲς ψέματα, γιατὶ θὰ κολαστῇς· μὴ βλαστημᾷς, θὰ κολαστῇς· μὴ λὲς αἰσχρὰ λόγια, θὰ κολαστῇς· μὴ κάνῃς αὐτὸ ἢ ἐκεῖνο, θὰ κολαστῇς. Τώρα ὁ διάβολος πῆρε τὴ γομμολάστιχά του κ᾽ ἔσβησε ἀπὸ τὸ λεξικὸ τῶν ἀνθρώπων τὶς ὡραιότερες λέξεις τῆς πίστεώς μας. Κόλασις; σοῦ λέει τώρα· παραμύθια τῆς γιαγιᾶς! τώρα προωδεύσαμε, δὲν τὰ πιστεύουμε αὐτά· ἐδῶ εἶνε ἡ κόλασι, ἐδῶ καὶ ὁ παράδεισος…
Ἐν τούτοις ὑπάρχει κόλασις. Σὰν ἁμαρτωλὸς ποὺ εἶμαι κ᾽ ἐγώ, θὰ ἤθελα νὰ μὴν ὑπάρχῃ. Θὰ ἤθελα, λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, νὰ μὴν ὑπάρχῃ κόλασις· ἀλλὰ τί νὰ γίνῃ, κόλασις ὑπάρχει. Ὅσο εἶνε βέβαιο ὅτι ὑπάρχει νύχτα, ἄλλο τόσο εἶνε κι ὅτι ὑπάρχει κόλασις.
Ὑπάρχει κόλασις. Ποιός τὸ βεβαιώνει; ἦρθε κανεὶς ἀπ᾽ τὸν ἄλλο κόσμο, βγῆκε κανεὶς ἀπ᾽ τὸ νεκροταφεῖο, νὰ ἔρθῃ νὰ μᾶς πῇ, ὅτι ὑπάρχει κόλασις; Ἔγιναν καὶ νεκραναστάσεις. Ἀλλὰ σήμερα ἀκοῦμε μιὰ ἄλλη μαρτυρία, ποὺ εἶνε ἀσυγκρίτως ἰσχυρότερη ἀπὸ τὸ ν᾽ ἀναστηθοῦν δέκα – δεκαπέντε – εἴκοσι νεκροὶ ἢ κι ὁλόκληρο νεκροταφεῖο. Καὶ ἡ μαρτυρία αὐτὴ εἶνε – τίνος; τοῦ Χριστοῦ! Ἂς πέσουμε νὰ προσκυνήσουμε! Ὁ Χριστὸς ἦρθε ἀπὸ τὸν ἄλλο κόσμο, πάνω ἀπ᾽ τ᾽ ἄστρα καὶ τοὺς γαλαξίες, ἀπὸ τὸ ὑπερπέραν, καὶ αὐτὸς βεβαιώνει. Ὅλοι ψεύδονται, ἕνας δὲν εἶπε ψέμα· αἰῶνες περνοῦν, ἀλλὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μένουν αἰώνια. Καὶ ὁ ἥλιος θὰ σβήσῃ καὶ τὰ ἄστρα θὰ πέσουν καὶ ἡ γῆ θὰ καῇ, ἀλλὰ τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς κανείς δὲν μπορεῖ νὰ τὰ κλονίσῃ.
Τί εἶπε λοιπὸν ὁ Χριστός; Μᾶς βεβαίωσε, ὅτι ὑπάρχει παράδεισος καὶ κόλασις. Ποῦ; Στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Τὸ ἀκούσαμε καθαρά.
* * *
Ζοῦσε, λέει ἡ παραβολή, ἕνας φτωχὸς – πολὺ φτωχὸς ἄνθρωπος. Δραχμὴ δὲν εἶχε στὴν τσέπη. Δὲν εἶχε φαΐ, ροῦχο, σπίτι· ἦταν ἀκόμα ἄρρωστος, μὲ πληγὲς στὸ σῶμα, καὶ δίχως φάρμακα. Γιὰ νὰ ζήσῃ, ἀναγκαζόταν νὰ κάθεται ἔξω ἀπ᾽ τὸ σπίτι ἑνὸς πλουσίου. Πεινασμένος, περίμενε πότε ν᾽ ἀνοίξῃ τὸ παράθυρο τοῦ ἀρχοντικοῦ, ποὺ κάθε μέρα εἶχε πλούσιο φαγητό, νὰ τινάξουν οἱ ὑπηρέτες τὸ τραπεζομάντηλο, κι αὐτὸς σάλιωνε τὸ δάχτυλό του καὶ μάζευε τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν· μ᾽ αὐτὰ ζοῦσε. Ἐν τῷ μεταξὺ τὰ σκυλιά, πιὸ σπλαχνικὰ ἀπ᾽ τοὺς ἀνθρώπους, ἔρχονταν κ᾽ ἔγλειφαν τὶς πληγές του.
Ἀλλὰ ἦρθε ἡ μέρα ποὺ πέθανε ὁ φτωχός, πέθανε μετὰ καὶ ὁ πλούσιος. Μετά; Τέλος, μηδέν; Ὄχι! Πέρα ἀπ᾽ τὸν τάφο ἀρχίζει ἄλλη ζωή. Τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη δὲ σβήνει τὸν ἄνθρωπο. Ὁ θάνατος εἶνε ἡ ἀρχὴ μιᾶς νέας ἀπεράντου ζωῆς· ἀρχίζει παράδεισος γιὰ τοὺς δικαίους – καὶ τὸ φτωχὸ Λάζαρο, κόλασις γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς – καὶ τὸν ἀμετανόητο πλούσιο. Τότε, μέσα ἀπ᾽ τὰ βάσανα τοῦ ᾅδου, σήκωσε ὁ πλούσιος τὰ μάτια καὶ τί νὰ δῇ· στὸ κέντρο τοῦ παραδείσου, στὴν ἀγκάλη τοῦ πατριάρχου Ἀβραάμ (τοῦ προϊσταμένου τρόπον τινὰ τοῦ παραδείσου), βλέπει τὸ φτωχὸ Λάζαρο. Ἀπόρησε. Καὶ φωνάζει· ―Πάτερ Ἀβραάμ, λυπήσου με καὶ στεῖλε τὸ Λάζαρο, νὰ μοῦ δροσίσῃ τὴ γλῶσσα μὲ μιὰ σταλαγματιὰ νερὸ, γιατὶ ὑποφέρω μέσα σὲ τούτη τὴ φλόγα. Τοῦ ἀπαντᾷ ἐκεῖνος· ―Δικαίως τιμωρεῖσαι. Στὸν κόσμο ἐσὺ ἀπήλαυσες ὅλα τὰ εὐχάριστα, ἐνῷ αὐτὸς ὅλα τὰ δυσάρεστα· τώρα ἔγινε ἀλλαγή. Κ᾽ ἐπὶ πλέον μᾶς χωρίζει χάσμα ἀγεφύρωτο. ―Σὲ παρακαλῶ τοὐλάχιστον, πάτερ, στεῖλ᾽ τον στὸ πατρικό μου· ἔχω πέντε ἀδέρφια, ποὺ ζοῦν κι αὐτοὶ ὅπως ἐγώ, νὰ τοὺς εἰδοποιήσῃ, γιὰ νὰ μὴν ἔρθουν κι αὐτοὶ σὲ τούτη τὴν κόλασι. ―Δὲν εἶνε ἀνάγκη, ἀπαντᾷ ὁ Ἀβραάμ· ἔχουν τὸ Μωυσῆ καὶ τοὺς προφῆτες (τὴ Γραφή), ἂς τοὺς ἀκούσουν. ―Ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, δὲν πρόκειται ν᾽ ἀκούσουν· ἂν ὅμως πάῃ σ᾽ αὐτοὺς κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκρούς, θὰ μετανοήσουν. Τότε ὁ Ἀβραὰμ τοῦ λέει· ―Ἂν δὲν ἀκοῦνε τὸ Μωυσῆ καὶ τοὺς προφῆτες (τὴν ἁγία Γραφή), οὔτε κι ἂν ἀναστηθῇ κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς θὰ πεισθοῦν· «οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται» (Λουκ. 16,31).
* * *
Γιατί, ἀγαπητοί μου, ὁ πλούσιος τοῦ εὐαγγελίου πῆγε στὴν κόλασι; σκότωσε, ἔκλεψε, ἀτίμασε, πόρνευσε, μοίχευσε; – γιατὶ ἔτσι λένε μερικοί· Ἐγὼ δὲ σκότωσα, δὲν ἔκλεψα, δὲ μοίχευσα, δὲν ἔκανα τὸ ἕνα ἢ τὸ ἄλλο. Λάθος κάνεις, ἂν νομίζῃς ὅτι λέγοντας αὐτὰ ἀπαλλάσσεσαι. Ὑπάρχει κάτι πιὸ σοβαρό. Ὁ πλούσιος αὐτὸς κολάστηκε ὄχι γιὰ κάτι ἀπὸ αὐτά, ἀλλὰ διότι εἶχε μιὰ ἄλλη ἁμαρτία· εἶχε μιὰ μεγάλη ἔλλειψι, ποὺ ὅποιος τὴν ἔχει δὲν εἶνε Χριστιανός· δὲν εἶχε ἀγάπη, ἦταν ἄσπλαχνος, δὲν ἐνδιαφερόταν γιὰ τὸν ἄλλο. Ἤξερε νὰ ζῇ αὐτὸς καλὰ στὸ σπίτι μὲ τὴν οἰκογένειά του, νά ᾿χῃ ροῦχα θέρμανσι φαγητὸ γλέντια χορούς, καὶ δὲν τὸν ἔνοιαζε, καρφὶ δὲν τοῦ καιγόταν, ἂν ὁ κόσμος χάνεται. Αὐτὴ ἦταν ἡ μεγάλη ἁμαρτία του. Ἀπὸ ᾽δῶ μαθαίνουμε, ὅτι ὅποιος δὲν κάνει τὸ καλό —ὅλοι μποροῦν—, θὰ κολαστῇ, ἔστω κι ἂν ἔχῃ φυλαχτῇ ἀπὸ ἄλλα μεγάλα ἁμαρτήματα.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶνε καθρέπτης γιὰ τὸν καθένα. Καθρεπτίζεται ἐδῶ ἡ σημερινὴ κοινωνία, ἡ ὁποία εἶνε ἄσπλαχνη, σκληρή. Κλείστηκε ὁ καθένας στὸ καβούκι του, ὅπως ὁ σαλίγκαρος, καὶ δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τίποτ᾽ ἄλλο. Οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν φίλαυτοι, ἐγωϊσταί· κοιτάζουν τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά τους, νὰ περνοῦν καλά, νά ᾿χουν ὅλα τ᾿ ἀγαθά, καὶ γιὰ τὸν ἄλλον; τίποτε ἀπολύτως! Αὐτὴ εἶνε ἡ ἁμαρτία τοῦ αἰώνα μας, ἡ σκληροκαρδία.
Δὲ βλέπουν; τοὺς τύφλωσε ὁ δαίμονας; Ἂν ἄνοιγαν τὰ μάτια τους, καὶ τί δὲν θά ᾽βλεπαν, ὄχι μόνο στὴν πατρίδα μας ἀλλὰ παντοῦ στὸν κόσμο! Τὴν ὥρα ποὺ ἐσύ, ἀχάριστε ἄνθρωπε, τρῶς καὶ δὲν κάνεις οὔτε σταυρό, στὴν Αἰθιοπία τὰ παιδιὰ πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα. Τὴν ὥρα ποὺ ἐσὺ ἔχεις θέρμανσι καὶ παπλώματα καὶ ζεσταίνεσαι, ὁ ἄλλος κρυώνει, δὲν ἔχει ροῦχο νὰ φορέσῃ, εἶνε γυμνός. Καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἐσὺ ἔχεις ὅλα τὰ μέσα διασκεδάσεως, αὐτὸς δὲν ἔχει οὔτε φάρμακο γιὰ τὴν ἀρρώστια του. Εἶνε ψέμα τὸ λεγόμενο ὅτι δὲν ὑπάρχουν φτωχοί. Ὑπάρχουν χῆρες, ὀρφανά, ἀνάπηροι, ἀσθενεῖς, γέροντες. Πεντάρα δὲ δίνει ὁ ἄλλος. Καὶ ἀναγκάζεται ἡ Ἐκκλησία παραμονὲς Χριστουγέννων καὶ βγάζει δίσκο γιὰ ὅλους αὐτούς. Καὶ τί συλλέγει; ψίχουλα, ὅπως ἐκεῖνα ποὺ ἔπεφαν ἀπ᾽ τὰ τραπεζομάντηλα τοῦ πλουσίου. Γι᾿ αὐτὸ γίνονται οἱ κοινωνικὲς ἐπαναστάσεις, γι᾿ αὐτὸ ἔγινε ὁ κομμουνισμός· ἦταν δικαία τιμωρία σὲ μία σκληρὴ κοινωνία. Δὲν μπορεῖς ἐσὺ νὰ τρῶς γιὰ ἑκατό, κι ὁ ἄλλος νὰ μὴν ἔχῃ οὔτε ψωμί. Δὲν εἶνε αὐτὰ σωστά· τὰ καταδικάζει τὸ Εὐαγγέλιο στὴ σημερινὴ περικοπή.
Θὰ ποῦν κάποιοι· Ἐμεῖς δὲν ἔχουμε… Δὲν κατοικῶ στὸ φεγγάρι, κατοικῶ ἐδῶ καὶ παρακολουθῶ. Λένε, ὅτι δὲν ἔχουν. Πῶς δὲν ἔχουν; Γιὰ τὸ Θεὸ δὲν ἔχουν, γιὰ τὸ φτωχό, τὴ χήρα, τὸν ἀνάπηρο, τὸν ἀσθενῆ. Γιὰ τὸν ἑαυτό τους ὅμως, τὸν κακὸ ἑαυτό τους, ἔχουν. Ἐρωτῶ˙ τί ξοδεύουν γιὰ τὸ τσιγάρο, τὸ ποτό, τὰ ναρκωτικά, τὰ νυχτερινὰ κέντρα, τὶς ντισκοτέκς; Ἑκατομμύρια! Γλεντοκοποῦν καὶ γιὰ νὰ διασκεδάσουν σπᾶνε πιάτα, δεκάδες κ᾽ ἑκατοντάδες, πεντακόσα – ἑξακόσα πιάτα, καὶ μετὰ περνάει τὸ κάρρο τοῦ δήμου, τὰ φορτώνει καὶ τὰ πετάει σ᾿ ἕνα λόφο. Αὐτὴ εἶνε ἡ κοινωνία.
Θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεός. Μὴ λὲς λοιπόν, Ἐγὼ δὲν ἔκλεψα, δὲν σκότωσα… Ἐξέτασε τὸν ἑαυτό σου ἂν κάνῃς τὸ καλὸ ποὺ μπορεῖς. Διότι, ἐπαναλαμβάνω, ἄνθρωπος ποὺ μπορεῖ νὰ βοηθήσῃ τὸν ἄλλο καὶ δὲν βοηθάει, δὲν εἶνε Χριστιανός, δὲν εἶνε ἄνθρωπος. Ἡ σκληροκαρδία εἶνε μεγάλη ἁμαρτία. Προχθὲς ἦρθε στὴ μητρόπολι μιὰ γριούλα καὶ ἔκλαιγε. Ἔχει ἑπτὰ γυιοὺς καὶ ἑπτὰ νύφες, καὶ τώρα ποὺ γέρασε κανείς δὲν τὴ δέχεται· τὴν πήραμε στὸ γηροκομεῖο.
* * *
«Τὸν ἄσπλαγχνο μὲ τοὺς ἀθέους θὰ κατακρίνῃ ὁ Χριστός». Ὅταν βλέπῃς τὸν ἄλλο νὰ πεινάῃ, νὰ δυστυχῇ, νὰ τουρτουρίζῃ, κ᾽ ἐσὺ δὲν φροντίζῃς γι᾿ αὐτόν, εἶσαι ἄθεος.
Εὔχομαι τὰ λόγια αὐτά, ποὺ μὲ πόνο ψυχῆς σᾶς εἶπα, νὰ τ᾽ ἀκούσετε καὶ νὰ εἶστε σπλαχνικοί. Κι ὅταν γίνεται ἔρανος γιὰ ἱερὸ σκοπό, νὰ μὴν εἶστε σφιχτοί, ἀλλὰ νὰ δίνετε. Νὰ γίνουμε σπλαχνικοί, φιλάνθρωποι, ἐλεήμονες, γιὰ νὰ ἔλθῃ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ σ᾽ ἐμᾶς· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου Ξινοῦ Νεροῦ – Φλωρίνης τὴν 1-11-1987 μὲ ἄλλο τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 31-10-2010.
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.