Ο παλαιος ανθρωπος – «Απεκδυσαμενοι τον παλαιον ανθρωπον συν ταις πραξεσιν αυτου & ενδυσαμενοι τον νεον» (Κολ. 3, 9-10)
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ (ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ)
Κολ. 3, 4-11
Ο παλαιος ανθρωπος
«Ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον» (Κολ. 3, 9-10)
ΣΤΗΝ ἀποστολικὴ περικοπή, ποὺ διαβάστηκε σήμερα σʼ ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁ ἀπόστολος Παῦλος μιλάει γιὰ δυὸ ἀνθρώπους˙ ὁ ἕνας εἶνε «ὁ παλαιός» (Κολ. 3, 9), ὁ ἄλλος εἶνε «ὁ νέος» (ἔ.ἀ. 3, 10). Ἔτσι τοὺς ὀνομάζει. Μέ ποιό, παρακαλῶ, ἀπʼ τοὺς δύο μοιάζουμε, μὲ τὸν παλαιὸ ἤ μὲ τὸ νέο; Ἀλλὰ πρὶν ἀπαντήσουμε στὸ ἐρώτημα αὐτὸ πρέπει νὰ δώσουμε κάποια ἑρμηνεία σʼ αὐτὲς τὶς δύο λέξεις ποὺ ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος.
«Παλαιὸς» – «νέος». Μή νομίσετε, ὅτι οἱ λέξεις αὐτὲς ἔχουν σχέσι μὲ τὴν ἡλικία. Μπορεῖ νὰ εἶνε ἔνας πολὺ ἡλικιωμένος, γέρος 80 ἤ 90 χρονῶν, κι ὅμως νὰ εἶνε νέος. Καὶ πάλι μπορεῖ ἕνας νὰ εἶνε νέος στὴν ἡλικία, πάνω σʼ ὅλη τὴν ἀκμὴ τῆς νεότητος, κι ὅμως νὰ εἶνε παλαιός. Τί εἶνε ἆραγε ἐκεῖνο ποὺ τὸν ἕνα ἄνθρωπο τὸν κάνει παλαιό, καὶ τὸν ἄλλο τὸν κάνει νέο;
«Παλαιὸς ἄνθρωπος»! Στὴ δημοτικὴ γλῶσσα λέγεται παλιάνθρωπος. Παλιάνθρωπος; Τόλμησε νὰ πῆς ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο παλιάνθρωπο, καὶ θὰ δῆς τί θὰ γίνη˙ θὰ θυμώσῃ, θὰ ἐξαγριωθῆ καὶ θὰ σοῦ κάνῃ μήνυση. Κι αὐτὸ θὰ εἶνε τὸ λιγώτερο. Γιατὶ ὑπάρχουν καὶ χειρότερα˙ ὑπάρχει περίπτωσι πού, ὅταν κάποιος ἄκουσε νὰ τὸν λένε παλιάνθρωπο, πῆρε πιστόλι καὶ σκότωσε αὐτὸν ποὺ τὸν εἶπε ἔτσι. Κάθε ἄνθρωπος ἔχει μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ δὲν ἐπιτρέπει νὰ τὸν ὀνομάζουν ἔτσι. Ἐγὼ παλιάνθρωπος; σοῦ λέει. Πρέπει νὰ πλύνῃς τὸ στόμα σου μὲ ὁροδόσταμο γιὰ νʼ ἀναφέρῃς τʼ ὄνομά μου… Καὶ ὁ πιὸ διεφθαρμένος ἄνθρωπος ὑπερασπίζει τὴν τιμὴ τοῦ ὀνόματός του. Ἄτιμο καὶ παλιάνθρωπο δὲν θέλει κανένας νὰ τὸν ὀνομάσουν. Καθένας, καὶ μάλιστα αὐτὸς ποὺ εἶνε οἰκογενειάρχης, θέλει νʼ ἀφήσῃ στὰ παιδιά του καὶ στὰ ἐγγόνια του καλὸ ὄνομα. Γιατὶ τὸ καλὸ ὄνομα ζυγίζει παραπάνω ἀπὸ ἕνα τόννο χρυσάφια καὶ διαμάντια. Τὸ καλὸ ὄνομα εἶνε θησαυρὸς ἀνεκτίμητος.
«Παλαιὸς ἄνθρωπος»! Καὶ ὅμως, ἀγαπητοί μου˙ παρʼ ὅλη τὴν καλωσύνη ποὺ δείχνουν ἐξωτερικῶς πολλοὶ ἄνθρωποι, καὶ γιὰ τὴν ἐξωτερικὴ αὐτὴ καλωσύνη καὶ εὐγένεια ὀνομάζον ται καλοὶ ἄνθρωποι, ὑπάρχει στὸ βάθος πολλὴ κακία καὶ διαφθορά. Ὁ «παλαιὸς ἄνθρωπος» εἶνε κρυμμένος στὴν καρδιὰ κάθε ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος;, κι αὐτὸς ἀκόμα ποὺ ὀνομάζεται καλός, μοιάζει μʼ ἕνα πηγάδι πολὺ βαθύ, ποὺ στὴν ἐπιφάνειά του φαίνεται καθαρό˙ ἄν ὅμως πάρῃς ἕνα κουβᾶ κι ἀρχίσης νὰ τὸ ἀδειάζῃς καὶ φτάσῃς στὸν πάτο, τότε θὰ δῆς πόση ἀκαθαρσία ἦταν κρυμμένησ τὸ βάθος τοῦ πηγαδιοῦ. Ἔτσι εἶνε κι ὁ ἄνθρωπος˙ ἀπʼ ἔξω φαίνεται καλός, ἀλλὰ μέσα στὴν καρδιά του, ποὺ τὴ βλέπει μόνο ὁ Θεός, πόση διαφθορὰ καὶ κακία εἶνε κρυμμένη! Μόνο ὅσοι δὲν πῆραν ποτὲ στὰ χέρια τους τὸ Εὐαγγέλιο καὶ δὲν τὸ ἔκαναν καθρέφτη γιὰ νὰ δοῦν σʼ αὐτὸν τὴν κακία καὶ τὴ διαφθορά τους, μόνο αὐτοί, ἐνῶ τὸ πρόσωπό τους εἶνε γεμᾶτο μουτζοῦρες, μποροῦν νὰ λένε, ὅτι εἶνε καθαροὶ καὶ ἅγιοι κι ὅτι σʼ αὐτοὺς δὲν ταιριάζει ἡ ὀνομασία «παλαιὸς ἄνθρωπος». Ὅσοι ὅμως διαβάζουν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ βλέπουν σὲ ποιό ὕψος ἀρετῆς θέλει ὁ Χριστὸς τὸν ἄνθρωπο, κʼ ἐξετάζουν τὸν ἑαυτό τους καὶ βλέπουν πόσο μακριὰ εἶνε ἀπʼ τὸ ἰδανικὸ μιᾶς ἁγίας ζωῆς ποὺ κήρυξε καὶ ἔζησε ὁ Χριστός, μόνο αὐτοὶ ἔχουν τὸ «γνῶθι σαυτόν», καὶ συμφωνοῦν μὲ τὸν Παῦλο, καὶ συντετριμμένοι ἀπʼ τὴ συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός τους γονατίζουν καὶ παρακαλοῦν τὸ Θεό, νὰ ξερριζώσῃ ἀπὸ μέσα τους τὸ δέντρο τῆς ἁμαρτίας μὲ τὰ πολλὰ κλαδιά, καὶ νὰ φυτέψῃ, μέσα στὴν καρδιά τους τὸ νέο δέντρο τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς πίστεως.
* * *
«Παλαιὸς ἄνθρωπος»! Ὁ ἄνθρωπος, ὅπως καὶ ἄλλοτε μᾶς δόθηκε ἀφορμὴ νὰ κηρύξουμε, δὲν εἶνε ὅπως βγῆκε ἀπʼ τὰ χέρια τοῦ Δημιουργοῦ. Ὁ ἄνθρωπος, ὅπως τὸν ἔπλασε ὁ Θεός, ἦταν ἕνα ἔξοχο δημιούργημα˙ ἦταν σὰν ἄγγελος, καὶ διέφερε ἀπʼ τοὺς ἀγγέλους μόνο στὸ ὅτι εἶχε σῶμα. Κακία μέσα του δὲν ὑπῆρχε. Τὰ ἔβλεπε ὅλα μὲ ἀθωότητα. Ἦταν ὑγιὴς κατὰ πάντα. Καὶ δὲν θὰ πέθαινε ποτέ. Αὐτὸς ἦταν ὁ ἄνθρωπος ὅπως βγῆκε ἀπʼ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἀλλʼ ἀλλοίμονο! Μέσα στὸν ἄνθρωπο, ἀπὸ δική του ἀπροσεξία, μπῆκε τὸ πρῶτο μικρόβιο, ποὺ γέννησε ὅλα τὰ ἑκατομμύρια τῶν μικροβίων ποὺ προξένησαν καὶ προξενοῦν τόση καταστροφῆ στὸν κόσμο. Καὸ τὸ πρῶτο μικρόβιο εἶνε αὐτὸ ποὺ ἡ Γραφὴ ὀνομάζει «ἁμαρτία». Ἡ ἁμαρτία ἔβγαλε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν παράδεισο. Αὐτὴ ἔρριξε τὸν ἄνθρωπο ἄρρωστο στὸ κρεβάτι. Αὐτὴ ἔφερε τὸν πόνο καὶ τὰ δάκρυα στὸν κόσμο. Αὐτὴ ἔσπρωξε τὸν Κάιν νὰ σκοτώσῃ τὸν ἀδελφό του. Αὐτὴ ὥπλισε καὶ ὁπλίζει τοὺς ἀνθρώπους μέ μαχαίρια καὶ τσεκούρια καὶ μὲ ἄλλα ἀκόμη πιὸ φοβερὰ ὅπλα, γιὰ νὰ σκοτώνωνται, ἀντὶ νὰ ζοῦν ὅλοι ἀγαπημένοι σὰν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Αὐτή, ναὶ ἡ ἁμαρτία, ἄλλαξε τὸν ἄνθρωπο, κατέστρεψε τὴν ἀγγελικὴ ὀμορφιὰ ποὺ εἶχε, τὸν γέμισε μὲ ῥυτίδες καὶ πληγές, τὸν ἔκανε ἀγνώριστο, ὥστε οἱ ἄγγελοι, ποὺ τὸν ἔβλεπαν σʼ αὐτὴ τὴν ἀθλία κατάστασι, νὰ λένε˙ Αὐτὸς εἶνε ὁ ἄνθρωπος ποὺ βγῆκε ἀπʼ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ;… Αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο τῆς κακίας καὶ ἀθλιότητος καὶ διαφθορᾶς ἔχει ὑπʼ ὄψι του καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ὀνομάζῃ τὸν ἄνθρωπο «παλαιόν» (ἔ.ἀ.).
«Παλαιὸς ἄνθρωπος»! Ξέρετε πῶς μοιάζει ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος; Ὑποθέστε, ὅτι ἕνας γλύπτης κάνει ἀπὸ καθαρὸ μπροῦντζο ἕνα ἄγαλμα. Τὸ ἄγαλμα εἶνε ὡραῖο, εἶνε τέλειο. Ὅταν ἔγιναν τὰ ἀποκαλυπτήριά του ὅλοι τὸ θαύμασαν. Οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου, ποὺ ἔπεφταν πάνω του, τὸ ἔκαναν νʼ ἀστράφτῃ. Ἀλλʼ ἀπὸ τότε ποὺ τὸ ἔστησαν μέχρι σήμερα περάσανε δυὸ καὶ τρεῖς χιλιάδες χρόνια. Βάρβαροι τὸ γκρέμισαν ἀπʼ τὴ θέσι του. Τὸ ἄγαλμα, ἐγκαταλελειμμένο, σκεπάστηκε ἀργότερα ἀπʼ τὰ χώματα καὶ τὶς ἀκαθαρσίες. Χρόνια, αἰῶνες, ἦταν ἐκεῖ θαμμένο. Ἦρθε ὅμως κάποιος, ἔσκαψε καὶ τὸ βρῆκε. Ἦταν σὲ ἀθλία κατάστασι˙ τίποτε δὲν θύμιζε τὴν πρώτη του δόξα. Ἀλλʼ ὁ τεχνίτης – καὶ τεχνίτης ἀπαράμιλλος ἦταν αὐτὸς ποὺ τὸ ἀνέσυρε – δὲν ἀπελπίστηκε. Τὸ πῆρε, τὸ ἔρριξε μέσα στὸ καμίνι, τὸ ἔλειωσε, κι ἀπὸ τὸ ἴδιο ὑλικὸ ἔκανε πάλι τὸ ἄγαλμα, ποὺ ἦταν χίλιες φορὲς ὡραιότερο ἀπὸ τὸ πρῶτο.
Μὲ καταλάβατε τί θέλω νὰ πῶ μὲ τὸ παράδειγμα αὐτό; Παραβολικῶς σᾶς μίλησα. Ἄγαλμα εἶνε ὁ ἄνθρωπος˙ ἄγαλμα ἔξοχο, ἄγαλμα ὄχι ἄψυχο ἀλλʼ ἔμψυχο, ἄγαλμα μὲ νοῦ καὶ καρδιά. Ἕνα ἄγαλμα κάποιος τὸ κάνει. Ἀλλὰ τὸ ἄγαλμα αὐτὸ ποὺ λέγεται ἄνθρωπος ποιός τὸ ἔκανε; Ὁ Θεὸς τὸ ἔκανε. Ὅποιος πῆ, ὅτι ἔτσι φύτρωσε, δὲν εἶνε στὰ λογικά του. Τὸ ἄγαλμα τὸ κάνει ὁ γλύπτης˙ τὸν ἄνθρωπο τὸν ἔκανε ὁ μέγας καλλιτέχνης ποὺ λέγεται Θεός. Τὰ ἀγάλματα τὰ τρώει ἡ σκουριά, τὰ καταστρέφουν οἱ βάρβαροι. Καὶ τὸν ἄνθρωπο; Τὸν καταστρέφει ἡ σκουριὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τὰ βαρβαρικὰ πάθη. Ἀγνώριστος πιὰ κατήντησε ὁ ἄνθρωπος.
Ἔ, αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο, τὸν κακὸ καὶ διεφθαρμένο, τὸν φονιᾶ καὶ τὸν ἐγκληματία, τὸν πόρνο καὶ τὸν μοιχό, τὸν γεμᾶτο ἀπὸ κακίες καὶ πάθη, αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο, τὸν «παλαιὸν ἄνθρωπον» (ἔ.ἀ.), ἦρθε ὁ Χριστός, ὁ Θεῖος καλλιτέχνης, τὸν πῆρε, τὸν ἔρριξε μέσα στὸ φλογερὸ καμίνι τῆς ἀγάπης του, καὶ ἀπὸ ʼκεῖ μέσα ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος, ὁ φονιᾶς καὶ ὁ ληστής, βγῆκε νέος ἄνθρωπος, βγῆκε ἅγιος. Κι ὁ κόσμος εἴδε καὶ θαύμασε καὶ εἶπε˙ Μόνο ὁ Χριστὸς ἔχει τὴ δύναμι νὰ παίρνῃ τὰ παλιὰ πράγματα καὶ νὰ τὰ κάνῃ νέα˙ νὰ παίρνῃ τὰ κάρβουνα καὶ νὰ τὰ κάνῃ διαμάντια˙ νὰ παίρνῃ τὴ σκουριὰ καὶ νὰ τὴν κάνῃ χρυσάφι. Σʼ αὐτόν, τὸν Χριστό, τὸ Δημιουργὸ τοῦ παντός, τὸν σοφὸ Καλλιτέχνη, τιμὴ καὶ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) »ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ», σελ. 294-299 (ἕκδοσις Γ΄ 2001).
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.