Ουτε μια σταγονα αγαπης δεν εχουμε στο Χριστο. Καρδιες βρωμερες, καρδιες αισχρες… Αν ημασταν ολοι οι επισκοποι ενωμενοι, θα δημιουργουσαμε ενα ρευμα χριστιανικον πανελληνιον & δεν θα μπορουσε ο καθε ελεεινος & εκμεταλλευτης να διαφθειρη τους ανθρωπους…
Αν ημασταν ολοι οι επισκοποι ηνωμενοι
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου
Δὲν εἶνε ἡ ἐκκλησία ὠργανωμένη, καὶ τὸ λέω αὐτὸ μὲ δάκρυα. Εἶμαι ὁ μόνος ποὺ πολεμάω αὐτὰ τὰ πράγματα.… Ἂν ἤμασταν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι ἡνωμένοι, θὰ δημιουργούσαμε ἕνα ῥεῦμα χριστιανικὸν πανελλήνιον καὶ δὲν θὰ μποροῦσε ὁ κάθε ἐκμεταλλευτὴς καὶ ὁ κάθε ἐλεεινὸς νὰ παρουσιάζῃ…, νὰ μεταβάλλῃ τοὺς ἀνθρώπους σὲ θεατὰς τοῦ ἀμφιθεάτρου τῆς Ῥώμης.
Τὸ δεύτερο ποιό εἶνε; Μοῦ κάνει ἐντύπωσι ἡ ἀγάπη τοῦ Ἰγνατίου. Ἀγαποῦσε τὸ Χριστὸ ὅταν μικρὸ παιδάκι καὶ τὸν κοιτοῦσε μὲ τὰ γαλανά του μάτια. Ἀγαποῦσε τὸ Χριστὸ ὅταν τὸν πῆρε στὴν ἀγκαλιά του. Ἀγαποῦσε τὸ Χριστὸ ὅταν μεγάλωσε. Τὸν ἀγαποῦσε ὅταν ἦταν νέος. Τὸν ἀγαποῦσε ὅταν ἔγινε διᾶκος, τὸν ἀγαποῦσε ὅταν ἔγινε παπᾶς, τὸν ἀγαποῦσε ὅταν ἔγινε ἐπίσκοπος. Τὸν ἀγαποῦσε κι ὅταν ἔγινε πλέον γ έροντας ὀγδόντα χρονῶν καὶ εἶχε ἄσπρα μαλλιά. Τὸν ἀγαποῦσε μέχρι τελευταία στιγμή, τὸν ἀγαποῦσε μ έχρι τὰ θηρία, καὶ ἡ καρδιά του ἦταν ἑνωμένη μὲ τὸ Χριστό.
Δὲ᾿ μοῦ λέτε ἀδέλφια μου, δὲ᾿ μοῦ λέτε ἀδελφάδες μου καὶ πατεράδες μου, ἐμεῖς τὸν ἀγαποῦμε τὸ Χριστό; Γι᾿ αὐτὸ θὰ καταστραφοῦμε. Ἂν κατέβαινε ἕνας ἄγγελος καὶ ἄνοιγε τὴν καρδιά μας, τί θὰ ἔβλεπε στὴν καρδιά μας; Θὰ μποροῦσε ὁ ἄγγελος νὰ γράψῃ· «Ὁ Χριστὸς ὁ ἔρως τῆς καρδιᾶς μου»;
Ὦ ντουνιᾶ ψεύτη κι ἀπατεώνα!
Γιορτάζουμε Χριστούγεννα. Καθαρίζουμε τὰ σπίτια μας, πλένουμε τὰ ροῦχα μας, καθαρίζουμε τὰ ἔπιπλά μας. Ποῦ ν᾿ ἀνοίξῃ ὁ ἄγγελος τὴν καρδιά μας! Τί θὰ βρῇ; Θὰ βρῇ χυδαῖο ἔρωτα.
Ἔρχεται στὴ μητρόπολι ἐκεῖνος ὁ χαμένος νέος καὶ λέει·
–Θ᾿ αὐτοκτονήσω, δέσποτα;
–Γιατί; τοῦ λέω.
–Δὲ᾿ μοῦ μιλᾷ αὐτὴ ποὺ ἀγαπῶ.
–Βρὲ δὲ᾿ ντρέπεσαι; τοῦ λέω. Καὶ μιὰ γυναίκα νὰ ἦταν στὸν κόσμο, δὲν ἀξίζει νὰ κάνῃς τέτοιο κακό. Ὑπάρχουν παραπάνω ἀπὸ τὴ γυναῖκα κάτι ἄλλα πράγματα, ἀνώτερα. Δὲ᾿ σοῦ λέω νὰ μὴ βρῇς κάποια γυναῖκα, γιατὶ κ᾿ ἐγὼ δὲ᾿ βγῆκα ἀπὸ βράχο· ἀπὸ γυναῖκα, ἀπὸ μάνα βγῆκα. Ἀλλὰ νὰ πᾷς ν᾿ αὐτοκτονήσῃς, νὰ πέσῃς στὸ σιδηρόδ ρομο, νὰ πέσῃς μέσα στὸ χάος· κ᾿ ἐσὺ ἡ ἄλλη, νὰ παίρνῃς δηλητήριο καὶ νὰ πᾷς ν᾿ αὐτοκτονήσῃς γιὰ ἕναν τεντυμπόη ἐπειδὴ δὲ᾿ σ᾿ ἀγαπάει;
Βρὲ χαμένα κορμιά, βρὲ ντουνιᾶ ψεύτη, ποὺ γεμίσατε ἀπὸ τέτοιους ἔρωτας!
Τὸν ἕνα τὸν ἔπιασε ὄχι ἁπλῶς ἔρωτας ἀλλὰ λύσσα γιὰ τὰ λεφτά. Ξέρω κάποιον ἐδῶ, ποὺ κρύβεται τὴ νύχτα καὶ μετράει· βγάζει ἕναν τενεκὲ λίρες καὶ τὶς μετράει ὅλη νύχτα. Ἂν τοῦ πῇς, Ἔλα ἐδῶ στὴν ἐκκλησία τὴ νύχτα νὰ κάνουμε ἀγρυπνία, δὲν ἔρχεται. Κάθεται ἐκεῖ καὶ μετράει τὶς λίρες. Λὲς καὶ τὸν ἐξουσιάζει ὁ διάβολος, τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῦ Ἰούδα.
Ἡ μία καρδιὰ ἔχει ἔρωτα χρημάτων, ἡ ἄλλη καρδιὰ ἔχει ἔρωτα γυναίου. Ἄλλη καρδιὰ ἔρωτας τῶν κέντρων. Μοῦ λέγανε κάτω στὴν Πτολεμαΐδα, ὅτι κάτι ἁμαρτωλὰ γύναια, ποὺ τὰ διώξανε ἀπὸ ᾿δῶ ἀπὸ τὴ Φλώρινα, στήσανε τὸ τσαντίρι τους ἔξω ἀπὸ τὴν Πτολεμαΐδα καὶ βγάζανε χρήματα. Ἕνα πτωχαδάκι, ποὺ δουλεύει στὴ ΛΙ.ΠΤΟΛ., πῆρε τὰ χρήματα ἀπὸ τὸ μισθό του καὶ πῆγε τὴ νύχτα καὶ χόρευε μέχρι τὶς πρωϊνὲς ὧρες, καὶ τὰ ἔχασε ὅλα. Πάει στὸ σπίτι, οὔτε ψωμὶ οὔτε φαγητό· τίποτα ἀπολύτως.
Αὐτὸς εἶνε ὁ ἔρωτας τῶν ἁμαρτωλῶν γυναικῶν…
Μοῦ λέτε μετὰ γιὰ ἔρωτα καὶ ἀγάπη στὸ Χριστό. Οὔτε μιὰ σταγόνα ἀγάπης δὲν ἔχουμε στὸ Χριστό. Καρδιὲς βρωμερές, καρδιὲς αἰσχρές, καρδιὲς μοιχῶν καὶ πορνῶν, καρδιὲς ἀπίστων καὶ διεφθαρμένων ἀνθρώπων, ὑπάρχουν μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν αἰσχρὰ ἐποχὴ τῶν Σοδόμων καὶ τῆς Γομόρρας.
(‘Απόσπασμα «ομιλίας
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.