Ο διωκτης κηρυξ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ
Γαλ. 1, 11-19
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Ο διωκτης κηρυξ
«Καθʼ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ…
Ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεός,… ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν» (Γαλ. 1, 13-16)
ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ, ἀγαπητοί μου, τὴν ἱστορία τῆς ζωῆς του ἀφηγεῖται στὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπὴ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἡ ζωὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὅπως γνωρίζουμε, χωρίζεται σὲ δύο μέρη. Στὸ πρῶτο μέρος ἔζησε ἀγνοώντας τὸ Χριστό. Καὶ ὄχι μόνο ἀγνοώντας ἀλλὰ καὶ πολεμώντας τὸ Χριστὸ καὶ τὴ χριστιανικὴ πίστι. Σὰν γνήσιος Ἰουδαῖος, σὰν φαντικὸς φαρισαῖος, ἐδίωκε τότε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ.
Κάποτε ὅμως ἦλθε καὶ γιʼ αὐτὸν ἡ ὥρα τῆς θείας χάριτος. Τότε ὁ Θεός, μὲ ἕνα ὅραμα, τοῦ ἀπεκάλυψε τὸν Υἱό του, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τοῦ ἀνέθεσε νὰ τὸν εὐαγγελίζεται στὰ ἔθνη, στοὺς εἰδωλολάτρες. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἔγινε στὴ ζωή του ἡ μεγάλη ἀλλαγή. Ὅλα ἄλλαξαν˙ καὶ ὁ προσανατολισμός του, καὶ ἡ κατεύθυνσί του, καὶ οἱ σκοποί του, ὥς καὶ αὐτὸ τὸ ὄνομά του ποὺ ἀπὸ Σαοὺλἤ Σαῦλος ἔγινε Παῦλος. Αὐτός, λοιπόν, ποὺ μέχρι τώρα δίωκε τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία του, τώρα παύει νὰ διώκῃ. Κι ὄχι μόνο παύει νὰ διώκῃ, ἀλλὰ καὶ γίνεται στὸ ἐξῆς ὑπηρέτης τῆς πίστεως ποὺ ακτεδίωκε. Ὁ διώκτης κῆρυξ!
* * *
Πολλὲς καὶ μεγάλες ἀλλαγὲς παρατηρεῖ κανεὶς νὰ γίνωνται μέσα στὸ Εὐαγγέλιο ἀπὸ τὸ Χριστό. Τὸ νερὸ γίνεται κρασί, ἡ τρικυμία γίνεται γαλήνη, τὰ πέντε ψωμιὰ καὶ τὰ δύο ψάρια πολλαπλασιάζονται καὶ τρέφουν χιλιάδες κόσμο. Καὶ μόνο αὐτά; Δαιμονισμένοι ἐλευθερώνονται ἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα, τυφλοὶ βλέπουν τὸ φῶς τους, λεπροὶ καθαρίζονται, κωφάλαλοι βρίσκουν τὴ λαλιά τους, παράλυτοι σηκώνονται στὰ πόδια τους, κουτσοὶ περπατοῦν, μέχρι καὶ νεκροὶ ἀνασταίνονται. Ἀλλὰ κι αὐτὰ εἶνε μικρὰ μπροστὰ στὶς ἄλλες ἐκεῖνε ἀλλαγές, ποὺ γίνονται ὄχι πλέον στὸ σῶμα καὶ στὴν ὑγεία ἀλλὰ στὴν καρδιὰ καὶ στὴν ψυχὴ τῶν ἀνθρώπων. Βλέπει ἀκόμη κανεὶς τὸ φιλάργυρο καὶ σκληρόκαρδο Ζακχαῖο τὸν τελώνη νὰ ματανοῆ, νὰ ἐπιστρέφῃ μὲ τὸ παραπάνω τὰ κλεμμένα καὶ νὰ μοιράζῃ στοὺς φτωχοὺς τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του. Βλέπει τὴν πόρνη γυναῖκα νʼ ἀφήνῃ τὴν ἀκάθαρτη ζωὴ καὶ νὰ γίνεται σώφρων. Βλέπει τοὺς δειλοὺς καὶ φοβισμένους μαθητὰς νὰ γίνωνται ἀτρόμητοι λέοντες. Βλέπει…
Θαυματουργικὲς ἀλλαγὲς στὴ σωματικὴ κατάστασι ἀλλὰ καὶο θαυμαστὲς ἀλλαγὲς στὸν ψυχικὸ κόσμο τῶν ἀνθρώπων. Ἰδιαιτέρως ὅμως θαυμαστὲς εἶνε οἱ περιπτώσεις τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων, ποὺ ἐνῶ μέχρι ἑνὸς σημείου εἶχαν ἐχθρικὴ στάσι ἀπέναντι τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὸ σημεῖο ἐκεῖνο, ὅταν τοὺς ἄγγιξε ἡ χἀρις τοῦ Θεοῦ, ἄλλαξαν κʼ ἔγιναν θερμοὶ ἀκόλουθοί του. Βλέπουμε φανατικοὺς ἐχθροὺς καὶ διῶκτες τοῦ Χριστοῦ νὰ γίνονται κήρυκες τοῦ ὀνόματός του καὶ τῆς βασιλείας του. Ἄς ὑπενθυμίσουμε μερικὲς τέτοιες περιπτώσεις.
Οἱ φαρισαῖοι, μισώντας τὸ Χριστό, ἔστειλαν κάποτε τοὺς ὑπερέτες τους μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τοὺς τὸν φέρουν δεμένο. Ὅταν ὅμως ἐκεῖνοι ἐπέστρεψαν χωρὶς νὰ ἔχουν ἐκτελέσει τὴν ἐντολὴ καὶ τʼ ἀφεντικὰ τοὺς ρώτησαν, «Διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν;», δηλαδὴ «Γιατί δὲν τὸν φέρατε;», ἐκεῖνοι ἀπήντησαν˙ «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος», «Ποτέ», δηλαδή, «δὲν μίλησε ἄνθρωπος (τόσο ὡραῖα) σὰν αὐτόν» (Ἰωάν. 7, 45-46). Ἡ τάξι τῶν φαρισαίων ἦταν παντοδύναμη. Αὐτοὶ ἦταν οἱ ἔθνικοὶ καὶ θρησκευτικοὶ ἄρχοντες τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ. Ἀπὸ τοὺς φαρισαίους ζοῦσαν καὶ οἱ ὑπηρέτες. Εἶχαν λοιπὸν κι αὐτοὶ σὰν ὑπάλληλοι ἀνάγκη τὴν εὔνοια τῶν ἀφεντάδων τους, καὶ ἀσφαλῶς μὲ κάθε τρόπο θὰ ἐπεδίωκαν νὰ μὴ τοὺς δυσαρεστήσουν. Διαφορετικά, θὰ βρίσκονταν πεταμένοι στὸ δρόμο ἀπὸ τὴ δυσμένεια τῶν κυρίων τους. Παρʼ ὅλα αὐτὰ οἱ ὑπηρέτες τῶν φαρισαίων ἐδῶ, μὴ ὑπολογίζοντας τὸ συμφέρον τους, ἐκφράζουν τὸ θαυμασμό τους γιὰ τὸ Χριστό. Γίνονται κήρυκες τοῦ Χριστοῦ – σὲ ποιούς; Στοὺς πιὸ φανατικοὺς ἐχθρούς του. Τόσο τοὺς εἶχε κατακτήσει ἡ ἀλήθεια τῆς διδασκαλίας του. Καὶ δὲν εἶνε αὐτὸ τὸ μόνο παράδειγμα˙ ὑπάρχουν κι ἄλλα.
Ὁ Λογγῖνος ὁ ἑκατόνταρχος ἦταν ἕνας τραχὺς Ῥωμαῖος ἀξιωματικός, λοχαγὸς τοῦ ῥωμαϊκοῦ στρατοῦ. Δεχόταν διαταγὲς ἀπὸ τοὺς ἀνωτέρους του καὶ τὶς ἐκτελοῦσε μὲ ἀπόλυτη πειθαρχία. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπον ἔδινε κι αὐτὸς διαταγὲς στοὺς κατωτέρους του, στοὺς Ῥωμαίους στρατιῶτες, κι αὐτοὶ πειθαρχοῦσαν τυφλά. Ἡ ῥωμαϊκὴ στρατιωτικὴ αὐστηρότης ἦταν ξακουστή. Οἱ Ῥωμαῖοι στρατιωτικοὶ ἐκτελοῦσαν τὶς διαταγές, ὅσο σκληρὲς κι ἄν ἦταν, χωρὶς συναίσθημα καὶ συμπόνοια. Ἀκόμα κι ὅταν ἐπρόκειτο νὰ θανατώσουν ἄνθρωπο, κάποιον ἐγκληματία ποὺ τὰ ῥωμαϊκὰ δικαστήρια εἶχαν καταδικάσει στὴν ἐσχάτη τῶν ποινῶν, αὐτοὶ ἀνάλγητοι ἐκτελοῦσαν τὴν μακάβρια διαταγή. Δὲν λυποῦνταν μήτε τὸν κατάδικο, ποὺ τελείωνε τὴ ζωή του μέσα σε φρικτοὺς πόνους, μήτε τοὺς δικούς του, ποὺ ἔκλαιγαν καὶ ὠδύρονταν ἀπαρηγόρητοι. Πλῆθος ἄνθρωποι εἶχαν θανατωθῆ μὲ σταυρικὴ ἐκτέλεσι, ὅπως συνήθιζαν τότε οἱ Ῥωμαῖοι. Καὶ τὸ ἐκτελεστικὸ ἀπόσπασμα, ποὺ διοικοῦσε ὁ Λογγῖνος, πολλὲς τέτοιες ἐκτελέσεις θὰ εἶχε κάνει. Ἦλθε ὅμως καὶ ἡ Μεγάλη Παρασκευή, τότε ποὺ ὁ Λογγῖνος ἔλαβε διαταγὴ νὰ σταυρῶσῃ μὲ τοὺς στρατιῶτες του τὸν Υἱὸν τῆς Παρθένου, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ἡ διαταγὴ ἐκτελέστηκε. Ἀλλʼ ὅταν εἶδε τὸν ἥλιο νὰμ κρύβῃ τὶς ἀκτῖνες του μέσα στὸ μεσημέρι, ὅταν ἔνιωσε τὸ φοβερὸ σεισμὸ τῆς γῆς, ὅταν ἄκουσε τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Ἐσταυρωμένου, τότε κι αὐτὸς καὶ οἱ στρατιῶτές του γεμᾶτοι φόβο ὡμολόγησαν˙ «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος» (Ματθ. 27, 54). Μετὰ δὲ τὴν ἀνάστασι τοῦ Κυρίου ὁ Λογγῖνος ἔγινε ὁμολογητὴς τῆς θεότητος καὶ μάρτυρας τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται κάθε χρόνο στὶς 16 Ὀκτωβρίου.
Σʼ αὐτοὺς ἦλθε νὰ προστεθῆ καὶ ὁ Σαοὺλ ἤ Σαῦλος ποὺ ὠνομάσθηκε Παῦλος. Ὁ ἴδιος, ἀπευθυνόμενος ἐπισήμως στὸν βασιλέα Ἀγρίππα, ἀφηγεῖται πῶς συνέβη ἡ μεταστροφή του˙ «Ἐγὼ θεώρησα καθῆκόν μου, ὅτι πρέπει νὰ καταπολεμήσω πολὺ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου˙ κι αὐτὸ τὸ ἔκανα στὰ Ἰεροσόλυμα, καὶ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ἔκλεισα ἐγὼ στὶς φυλακὲς ἔχοντας τὴν ἐξουσιοδότησι ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς, καὶ στὶς καταδικαστικὲς ἀποφάσεις ἔδινα τὴν ψῆφό μου γιὰ νὰ θανατωθοῦν. Καὶ τιμωρώντας τους σὲ ὅλες τὶς συναγωγὲς τοὺς ἀνάγκαζα νὰ βλασφημοῦν, καὶ μὲ ὑπερβολικὰ τρελλὸ μῖσος ἐναντίον τους τοὺς κατεδίωκα μέχρι καὶ στὶς ἐκτὸς (τῶν Ἰεροσολύμων) πόλεις. Σὲ μιὰ τέτοια ἐπιχείρησι, βαδίζοντας πρὸς τὴ Δαμασκὸ κατόπιν ἀδείας καὶ ἐξουσιοδοτήσεως ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς, μέρα μεσημέρι εἶδα στὸ δρόμο, βασιλιᾶ μου, ν˙ ἀστρᾶφτῃ ἐμπρὸς σʼ ἐμένα καὶ τοὺς συνοδοιπόρους μου ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἕνα φῶς λαμπρότερο κι ἀπʼ τὸν ἥλιο. Καὶ καθὼς πέσαμε ὅλοι μας στὴ γῆ, ἄκουσα φωνὴ στὴν ἑβραϊκῆ γλῶσσα νʼ ἀπευθύνεται σʼ ἐμένα καὶ νὰ μοῦ λέῃ˙ “Σαοὺλ Σαούλ, γιατί μὲ καταδιώκεις; Εἶνε σκληρὸ γιὰ σένα νὰ κλωτσᾶς ἐπάνω σὲ κεντριά”. Κι ἐγὼ εἶπα˙ “Ποιός εἶσαι, κύριε;”. Κι αὐτὸς εἶπε˙ “Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἰησοῦς, ποὺ ἐσὺ καταδιώκεις. Ἀλλὰ σήκω καὶ στάσου στὰ πόδια σου˙ γιατὶ γιʼ αὐτὸ σοῦ φανερώθηκα, γιὰ νὰ σὲ χειροτονήσω ὑπηρέτη καὶ μάρτυρα καὶ γιὰ ὅσα εἶδες καὶ γιὰ ὅσα θὰ σοῦ ἀποκαλυφθοῦν σὲ μελλοντικές μου ἐμφανίσεις, γλυτώνοντάς σε ἀπὸ τὸ γένος σου κι ἀπʼ τοὺς εἰδωλολάτρες, στοὺς ὁποίους ἐγὼ σὲ στέλνω, γιὰ νʼ ἀνοίξῃς τὰ μάτια τους, ὥστε νὰ ἐπιστρέψουν ἀπʼ τὸ σκοτάδι στὸ φῶς κι ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ σατανᾶ στὸ Θεό, ὥστε νὰ λάβουν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν τους καὶ νὰ συμπεριληφθοῦν σʼ αὐτοὺς ποὺ ἁγιάζονται μὲ τὴν πίστι σʼ ἐμένα”. Μετὰ ἀπʼ αὐτά, βασιλιᾶ Ἀγρίππα, δὲν ἔδειξα ἀπειθαρχία στὸ οὐράνιο ὅραμα, ἀλλὰ πρῶτα στοὺς κατοίκους τῆς Δαμασκοῦ καὶ τῶν Ἰεροσολύμων, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε μέρος τῆς Ἰουδαίας καὶ στοὺς ειδωλολάτρες κηρύττω νὰ μετανοοῦν καὶ νὰ ἐπιστρέφουν στὸ Θεό, πράττοντας ἔργα ποὺ θὰ δείχνουν τὴ μετάνοια» (Πράξ. 26, 9-20).
Οἱ ὑπηρέτες, λοιπόν, κατʼ ἐντολὴν τῶν φαρισαίων πῆγαν νὰ συλλάβουν τὸν Χριστό, ἀλλὰ γύρισαν μὲ ἀλλαγμένες διαθέσεις. Ὁ Λογγῖνος, κατὰ διαταγὴ τοῦ Πιλάτου ἐξετέλεσε τὴ σταύρωσι, ἀλλʼ ἐν συνεχείᾳ ἔγινε διαλαλητὴς τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ καὶ μάρτυρας τῆς πίστεώς του. Ὁ δὲ Παῦλος μανιασμένος ἀπὸ μῖσος, μὲ δική του πρωτοβουλία καὶ μὲ ἐξουσιοδότησι τῶν ἀρχιερέων, πήγαινε στὴ Δαμασκὸ γιὰ νὰ συλλάβῃ καὶ νὰ κακοποιήσῃ τοὺς Χριστιανούς, ἀλλὰ κατόπιν ἔγινε ὁ μεγαλύτερος ἀπόστολος καὶ κῆρυξ τοῦ Χριστοῦ σὲ ὅλο τὸν τότε γνωστὸ κόσμο. Τί θαυμαστὲς ἀλλαγές!
* * *
Δὲν ἔπαυσαν ὅμως νὰ γίνωνται μεγάλες ἀλλαγὲς μέσα στὴν Ἐκκλησία διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Ἀνοίγοντας τὰ συναξάρια καὶ τοὺς βίους τῶν ἁγίων, βλέπουμε κʼ ἐκεῖ ὅλη τὴν ἀλλαγὴ ποὺ φέρνει ἡ μετάνοια. Βλέπουμε καὶ διώκτας νὰ γίνωνται ὑπέρμαχοι τῆς πίστεως (ὅπως ὁ βασιλεὺς Ἀντωνῖνος στὸ βίο τῆς ἁγίας Παρασκευῆς – 26 Ἰουλίου) καὶ δημίους νὰ γίνωνται μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ (ὅπως ὁ δεσμοφύλαξ Ἀγλάιος στὸ βίο τῶν 40 μαρτύρων – 9 Μαρτίου).
Ἀλλὰ καὶ στὶς μέρες μας ἔχουμε ἀλλαγές. Παρὰ τὴ μεγάλη τώρα ἀπιστία καὶ ἀποστασία, δὲν ἔπαυσαν τὰ ἐξομολογητήρια νὰ βλέπουν μεταμορφώσεις. Ἄσωτοι ἐπιστρέφουν μετανοιωμένοι, παραστρατημένες γυναῖκες ἀφήνουν τὴν ἁμαρτία καὶ γίνονται σώφρονες, ἠθοποιοὶ πεθαίνουν μὲ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε», ἄσπονδοι ἐχθροὶ δίνον τὰ χέρια, ἀνθρωποι ἐκδικητικοὶ μετανοιώνουν καὶ συγχωροῦν, φονιᾶδες ῥίχνουν τὰ ὅπλα καὶ ἐξομολογοῦνται, μέθυσοι κόβουν τὸ κρασί, καπνισταὶ τὸ τσιγάρο, ναρκομανεῖς τὶς θανατηφόρες οὐσίες… Κοντὰ σʼ αὐτοὺς βλέπουμε καὶ διῶκτες νὰ γίνονται κήρυκες. Ἄν οἱ διῶκτες ἄλλων καιρῶν καταδίωκαν μὲ φονικὰ ὅπλα τοὺς χριστιανούς, ὑπάρχουν ὅμως καὶ διῶκτες μὲ ἄλλα ὅπλα. Ἀλλὰ καὶ σʼ αὐτοὺς συμβαίνουν θαυμαστὲς ἀλλαγές.
Ὁ γνωστὸς λ.χ. ἰατροφιλόσοφος Ἀλέξιος Καρὲλ ἀπὸ ὀρθολογιστὴς καὶ ἀρνητὴς ἔγινε πιστὸς καὶ ἔγραψε βιβλία ὑπὲρ τῆς πίστεως.
Πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια στὴν ἀθεϊστικὴ τότε Ῥωσία σὲ κάποιο θεατρικὸ ἔργο διακωμωδοῦσαν τὸ κείμενο τῶν Μακαρισμῶν (Ματθ. 5, 3-12), ἀλλʼ ὁ διάσημος ἠθοποιὸς Ροστόβτσεφ, ποὺ ἔπαιζε τὸ ῥόλο τοῦ χλευαστοῦ, πάνω στὴ σκηνὴ προφέροντας τὰ λόγια «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῶ πνεύματι…» ἔνιωσε συγκλονισμό. Ἀντὶ νὰ χλευάσῃ ἔκανε τὸ κοινὸ νὰ συγκινηθῆ καὶ νὰ πιστέψῃ στὸ Θεό (βλ. Β. Νικηφόρωφ – Βόλγιν, Τὸ ὁδοιπορικὸ ραβδί, ἐκδ. ἱ. μονὴ Παρακλήτου, Ώρωπὸς Ἀττικῆς 1995, σελ. 106-109).
Ἀγαπητοί μου χριστιανοί,
Προβάλλοντας σήμερα τὴ θαυμαστὴ μεταστροφὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, πιστεύω ἀκραδάντως στὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ, ποὺ κατὰ θαυμαστὸ τρόπο μεταμορφώνει τοὺς ἀνθρώπους καὶ κάνει τοὺς λύκους νὰ γίνωνται ἀρνιὰ καὶ τὰ γεράκια νὰ γίνωνται περιστέρια. Ἄν τώρα, κοντὰ στὰ παραδείγματα ποὺ ἀναφέραμε ἐδῶ, προστεθῆ κʼ ἕνα ἀκόμη, ἡ ἀλλαγὴ δηλαδὴ καὶ μεταστροφὴ ἑνὸς ἀκροατοῦ τοῦ ταπεινοῦ τούτου κηρύγματος, τότε ἄξιζε τόν κόπο νὰ γραφοῦν καὶ νὰ διαβαστοῦν οἱ γραμμὲς αὐτές.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) »ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ», σελ. 307-315 (ἕκδοσις Γ΄ 2001).
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.