Αυγουστίνος Καντιώτης



Ο Χριστος μας καλει· «Πιετε εξ αυτου παντες, τουτο εστι το αιμα μου…» (Ματθ. 26,27). Μας ποτιζει, μας μεταγγιζει το πεντακαθαρο αιμα του. Την ωρα που κοινωνας, καθε σταγονα ειναι το αιμα του Χριστου που αχνιζει. Ο Χριστος μας σωζει με τη μετανοια

date Ιαν 23rd, 2021 | filed Filed under: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΚΒ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 1134

Κυριακὴ ΛΑ΄ (Α΄ Τιμ. 1,15-17)
24 Ἰανουαρίου 2021 (2005)

 Ο Χριστος μας σωζει με τη μετανοια

«Χριστὸς Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ» (Α΄ Τιμ. 1,15)

ΚΥΡΙΕ Των δυν. ιστἮρθε, ἀγαπητοί μου, μᾶς λέει σήμερα στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὁ Παῦλος, ἦρθε στὸν κόσμο ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ εἶνε Θεός, γιὰ νὰ μᾶς σώσῃ. Στὸ Σύμβολο ὅμως τῆς πίστεως χρησιμοποιεῖται εἰδικώτερα τὸ ῥῆμα «κατῆλθε» («κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν…» – ἄρθρ. 3). Μπαίνω σ᾿ ἕνα μεγάλο μυστήριο, σὲ πλατειὰ καὶ βαθειὰ θάλασσα. Τὸ Σύμβολο τῆς πίστεως λέει, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν «ἦλθε» ἁπλῶς, ὅπως λέει ὁ Παῦλος ἐδῶ (Α΄ Τιμ. 1,15), ἀλλὰ «κατῆλθε». Γιατί «κατῆλθε»;
Πέρα ἀπὸ τὰ ἄστρα καὶ πέρα ἀπὸ τὸν ἥλιο, πάνω ψηλά, στὸν κόσμο τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, ἐκεῖ εἶνε ἡ Θεότης. Κι ἀπὸ ᾿κεῖ ἦλθε κοντά μας. Φανταστῆτε ὁ βασιλιᾶς μιᾶς χώρας ν᾿ ἀφήσῃ κάποια στιγμὴ τὸ παλάτι του, νὰ βγῇ στὰ βουνά, νὰ φορέσῃ μιὰ κάππα, νὰ πάρῃ μιὰ γκλίτσα καὶ νὰ γίνῃ βοσκός. Θὰ βουΐξῃ ὁ κόσμος καὶ θὰ καταπλαγῇ. Ἀλλὰ τί εἶν᾿ αὐτό! Ὁ Χριστὸς κατέβηκε ἀπὸ πολὺ ψηλότερα, ἀπ᾿ τὰ παλάτια τοῦ οὐρανοῦ. Ἔχετε δεῖ ποτὲ ἀετό; Πετάει σὲ μεγάλο ὕψος· τὸν βλέπεις στὸν οὐρανὸ σὰν κεφάλι καρφίτσας. Καὶ κάνοντας ἀλλεπάλληλους κύκλους χαμηλώνει, μέχρι ποὺ ἔρχεται καὶ κάθεται πάνω σ᾿ ἕνα βράχο. Ἔτσι κι ὁ Χριστός, ὁ χρυσάετος –ἡ Ἀποκάλυψις ὀνομάζει τὸ Χριστό μας ἀετό (βλ. Ἀπ. 12,14)–, ἄφησε τὰ οὐράνια δώματά του καὶ ἄγγιξε τὴ γῆ. Καὶ ἡ γῆ δὲν κάηκε. Ὤ ταπείνωσις, ὤ μεγαλεῖο ταπεινώσεως ἄφραστο!
Γιὰ ποιό σκοπὸ κατέβηκε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο; Γιὰ νὰ σώσῃ τὸν ἄνθρωπο.
Ἀπὸ τί κινδύνευε ὁ ἄνθρωπος;

Ἀπὸ σεισμό, ἀπὸ φωτιά, ἀπὸ ἐπιδημία, ἀπὸ ἀσθένεια, ἀπὸ πλημμύρα, ἀπὸ ἕνα νέο κατακλυσμό, ἀπὸ πολέμους καὶ ἐμφύλιους σπαραγμούς; Ἀπὸ πολλὰ πράγματα κινδυνεύει. Πρὸ παντὸς ὅμως κινδυνεύει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτὸ ἦρθε ὁ Χριστός, γιὰ νὰ σώσῃ τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ἂν βγάλῃς ἕνα σπυράκι, φοβᾶσαι καὶ τρέχεις στὸ γιατρό, μήπως εἶνε καρκίνος. Χριστιανέ μου, σήμερα – αὔριο, ἕνα κουφάρι θὰ γίνῃς μέσα στὴ γῆ. Τρέμεις τὴν ἀσθένεια, ἀλλὰ τὴν ἁμαρτία δὲν τὴν τρέμεις.
Σήμερα οἱ ἄνθρωποι γεύονται τὴν ἁμαρτία ὄχι μὲ τὸ κουταλάκι τοῦ γλυκοῦ ἀλλὰ μὲ τὴν κουτάλα, πίνουν τὴ μοιχεία καὶ τὴν πορνεία σὰν ἕνα ποτήρι δροσερὸ νερό (πρβλ. Ἰὼβ 15,16). Τοὺς φαίνεται σὰν ἕνα ὡραῖο πρᾶγμα, σὰν γλύκυσμα, ἀλλὰ μέσα σ᾿ αὐτὸ ὁ διάβολος ἔχει ῥίξει τὸ φαρμάκι του. Ἡ ἁμαρτία εἶνε φωτιὰ ποὺ καίει, σκορπιὸς ποὺ κεντάει· εἶνε φίδι, κεραυνός, σεισμός, τὸ μεγαλύτερο κακό.
Ὁ διάβολος εἶνε φοβερὸς ψαρᾶς. Ἁπλώνει τὰ δίχτυα του στὰ παλάτια, στὰ δικαστήρια, στοὺς στρατῶνες, στὰ χωράφια, στὰ ἐργαστήρια, στὰ χρηματιστήρια, στὶς τράπεζες, στὰ σχολεῖα, στὰ πανεπιστήμια, παντοῦ. Σὰν τὴν ἀράχνη τοὺς πιάνει ὅλους, δὲν μένει κανείς ἔξω. Καὶ οἱ ἄντρες, καὶ οἱ γυναῖκες, κ᾿ ἐκεῖνος ὁ ἀσπρομάλλης γέρος ποὺ ἔχει τὸ ἕνα πόδι στὸν τάφο καὶ πρέπει νὰ κρατάῃ κομποσχοίνι καὶ κάθε μέρα νὰ προσεύχεται, καὶ τὸ μικρὸ παιδί· κι ὁ ἀγράμματος ἀλλὰ καὶ ὁ καθηγητής, ὅλοι εἶνε ἁμαρτωλοί. Ἁμαρτάνει καὶ ὁ στρατιώτης ποὺ στὸ στρατόπεδο βλαστημάει τὸ Θεό, ἁμαρτάνει κι ὁ ἀξιωματικὸς ποὺ δὲν ἐκτελεῖ τὸ ἱερό του καθῆκον. Ἁμαρτάνουν οἱ θνητοὶ ὅλων τῶν χρωμάτων καὶ τῶν καταστάσεων. Ὅπως τὸ ψάρι κολυμπάει μέσ᾿ στὴ θάλασσα, ἔτσι ὁ ἄνθρωπος κολυμπάει μέσ᾿ στὴν ἁμαρτία.
Ἁμαρτάνουμε μὲ κάθε μέλος καὶ σὲ κάθε μέρος. Ἁμαρτάνουμε μὲ τὰ χέρια· ἀντὶ μ᾿ αὐτὰ νὰ κάνουμε τὸ σταυρό μας, νὰ κάνουμε τὸ καλό, νὰ βοηθᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ἐμεῖς τὰ βάφουμε μὲ αἷμα ἢ τ᾿ ἁπλώνουμε στὰ δικαστήρια καὶ δίνουμε ὅρκους. Ἁμαρτάνουμε μὲ τὰ πόδια, ποὺ εἶνε ἕτοιμα νὰ τρέξουν στὸ κακό, νὰ γλιστρήσουν τὴ νύχτα στὸ ξένο σπίτι καὶ ν᾿ ἀτιμάσουν τὴ γυναῖκα τοῦ ἄλλου. Ἔχουμε πόδια γιὰ τὸ διάβολο, πόδια γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν ἔχουμε. Χτυπᾷ ἡ καμπάνα, καὶ δὲν τρέχουμε στὴν ἐκκλησία. Ἁμαρτάνουμε μὲ τὰ μάτια· μᾶς τά ᾿δωσε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ βλέπουμε τὰ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ καὶ τὰ ὡραῖα τῆς γῆς καὶ νὰ τὸν δοξάζουμε, κ᾿ ἐμεῖς τὰ ἔχουμε μόνο γιὰ τὴ διαφθορά. Ἁμαρτάνουμε μὲ τὰ αὐτιά· τὰ τεντώνουμε ν᾿ ἀκούσουμε ὅ,τι αἰσχρό, ἀλλὰ τὰ κλείνουμε μὲ βουλοκέρι νὰ μὴν ἀκούσουμε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. Ἁμαρτάνουμε μὲ τὴ γλῶσσα· ἀντὶ νὰ εἶνε μιὰ κιθάρα ποὺ θὰ ὑμνῇ τὸ Θεό, ἐμεῖς μ᾿ αὐτὴν κάνουμε κατακρίσεις, συκοφαντίες, ὕβρεις, βλασφημίες· τὸ σκουλήκι τῆς γῆς βλαστημάει τὸ Δημιουργό του. Ἁμαρτάνουμε μὲ ὅλες τὶς αἰσθήσεις καὶ μὲ τὸ μυαλό. Πές μου τί σκέπτεσαι, νὰ σοῦ πῶ ποιός εἶσαι. Σκέπτεσαι γυναῖκες; εἶσαι ἕνας διεφθαρμένος. Σκέπτεσαι λεφτά; εἶσαι ἕνας φιλάργυρος. Σκέπτεσαι νὰ ἐκδικηθῇς; εἶσαι ἕνας Κάϊν. Ποῦ φτερουγίζουν τὰ ὄνειρά σου; Ἁμαρτάνουμε καὶ μὲ τὴν καρδιά. Μᾶς τὴν ἔδωσε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ἀγαποῦμε, κ᾿ ἐμεῖς τὴ γεμίσαμε φίδια καὶ σκορπιούς.
Ἁμαρτάνουμε τὴ μέρα, τὴ νύχτα, στὸ δρόμο, στὸ χωράφι, στὸ αὐτοκίνητο, στὸ ἀεροπλάνο, στὸ πλοῖο, παντοῦ. Ἁμαρτάνουμε –ὦ Θεέ μου– καὶ μέσα στὴν ἐκκλησία, ποὺ ἔπρεπε νὰ εἶνε χῶρος ἀπυρόβλητος ἀπὸ τὸ διάβολο.

* * *

Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς εἶνε μακρόθυμος. Ἦρθε νὰ μᾶς σώσῃ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ ἀκοῦμε στὰ ἐγκώμια ἕνα παράδειγμα σχετικό. Ὁ πελεκᾶνος εἶνε φιλόστοργος· ἀγαπᾷ τὰ παιδιά του καὶ τρέχει νὰ τοὺς βρῇ τροφή. Τὴν ὥρα ὅμως ποὺ λείπει πάει τὸ φίδι στὴ φωλιά, τσιμπάει καὶ δηλητηριάζει τὰ πουλιά. Ὅταν ἔρχεται ὁ πελεκᾶνος καὶ βλέπῃ τὰ πουλάκια νὰ σπαρταρᾶνε, σχίζει μὲ τὸ ῥάμφος τὸ στῆθος του καὶ τοὺς μεταγγίζει ἀπὸ τὸ καθαρὸ αἷμα του· ἔτσι τὰ σῴζει.
«Ὥσπερ πελεκᾶν
τετρωμένος τὴν πλευράν σου, Λόγε,
σοὺς θανόντας παῖδας ἐζώωσας
ἐπιστάξας ζωτικοὺς αὐτοῖς κρουνούς».
Ὁ Χριστὸς καλεῖ· «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τὸ αἷμα μου…» (Ματθ. 26,27). Μᾶς ποτίζει, μᾶς μεταγγίζει τὸ πεντακάθαρο αἷμα του. Τὴν ὥρα ποὺ κοινωνᾷς, κάθε σταγόνα εἶνε τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀχνίζει.
Ὁ Χριστὸς σῴζει ὅλους, καὶ τοὺς πιὸ μεγάλους ἀκόμη ἁμαρτωλούς. Ἡ ἀξία ἑνὸς γιατροῦ φαίνεται ἂν θεραπεύῃ ὄχι μιὰ μικρὴ πάθησι ἀλλὰ καὶ τὶς βαρειὲς ἀρρώστιες. Καὶ σήμερα βλέπουμε ἕνα τέτοιο ἄρρωστο, ἕναν πολὺ βαρειὰ ἁμαρτωλὸ ποὺ ἔσωσε ὁ Χριστός. Εἶνε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἦταν διώκτης καὶ ἤθελε ν᾿ ἀφανίσῃ τοὺς Χριστιανούς. Θὰ πῇ κανείς· Πῶς τὸν ἀνεχόταν ὁ Χριστός; Μποροῦσε ὁ Χριστὸς νὰ στείλῃ ἀστροπελέκι νὰ τὸν κάψῃ. Δὲν τὸ ἔκανε, γιατὶ μακροθυμοῦσε· ἤξερε, ὅτι ἀπ᾿ τὸ κάρβουνο αὐτὸ θὰ γίνῃ ἕνα διαμάντι.
Γι᾿ αὐτὸ τώρα ὁ Παῦλος λέει· Ἤμουν ἁμαρτωλός, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς μὲ ἔσωσε· ἦρθε στὸν κόσμο νὰ σώσῃ τοὺς ἁμαρτωλούς, καὶ πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους εἶμαι ἐγώ (Α΄ Τιμ. 1,15 ).
Καὶ μόνο τὸν Παῦλο ἔσωσε ὁ Χριστός; Ἔσωσε τὸν τελώνη ποὺ ἔγινε εὐαγγελιστής, ἔσωσε τὸ Ζακχαῖο ποὺ πῆγε στὸ σπίτι του καὶ εἶπε «Σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο» (Λουκ. 19,9), ἔσωσε τὸν ἑκατόνταρχο, ἔσωσε τὸ λῃστή, ἔσωσε μυριάδες ψυχές. Σῴζει κ᾿ ἐμᾶς.
Σ᾿ ἕνα χωριὸ τῆς Ῥούμελης ἦταν μιὰ γριὰ ἐνενήντα χρονῶν. Πήγαινε στὶς ἐκκλησιές, ἀσπαζόταν τὶς εἰκόνες, ἔκανε μετάνοιες· τὴν εἶχαν γιὰ ἁγία. Ὅταν πλησίαζε νὰ πεθάνῃ, φοβήθηκε. Ζήτησε παπᾶ. Ἔτρεξαν τὰ ἐγγόνια της νὰ φέρουν πνευματικό. Ἐπειδὴ ὅμως ἀργοῦσαν κι αὐτὴ ξεψυχοῦσε, εἶπε· Ἐλᾶτε, παιδιά μου, νὰ σᾶς πῶ τὰ κρίματά μου… Ποιό τὸ κρίμα της; Ὅταν ἦταν δεκαέξι χρονῶν πῆγε στὸ ποτάμι νὰ πλύνῃ. Ἐκεῖ μάλωσε μ᾿ ἕνα παιδὶ μικρότερο, τὸ χτύπησε μὲ μιὰ πέτρα καὶ τὸ σκότωσε. Ἄνοιξε λάκκο καὶ τὸ σκέπασε. Ἦρθε ἀστυνομία, δὲν τὴν ὑπωπτεύθηκαν. Πέρασαν ἑβδομηνταπέντε χρόνια, μὰ δὲν ἡσύχασε. Ἐλᾶτε, παιδιά μου, νὰ σᾶς πῶ· σκότωσα παιδί! Παναγιά, Χριστέ, συχωρέστε με τὴν ἁμαρτωλή… Καὶ μὲ τὸ «συχωρέστε με τὴν ἁμαρτωλή» ξεψύχησε ἡ βάβω. Μπορεῖ ν᾿ ἀσπρίσουν τὰ μαλλιὰ καὶ νὰ πέσουν τὰ δόντια, ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία μένει μέσα κάρβουνο ἀναμμένο.
* * *
Ἀδέρφια μου, μὴν ἀπελπισθῆτε· μετανοεῖτε. Μιὰ σταγόνα ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ κάνει λειῶμα τὶς ἁμαρτίες σας. Καὶ μὴν ἀργεῖτε, γιατὶ ἡ ὥρα πέρασε. Εἶνε δώδεκα παρὰ πέντε. Δὲν ἔχω κλειδὶ ν᾿ ἀνοίξω τὶς καρδιές σας, νὰ μετρήσω τ᾿ ἁμαρτήματά σας. Ὁ Χριστὸς τὰ ξέρει καὶ τὰ ζυγίζει ὅλα. Ἀνοῖξτε τὶς καρδιές, βγάλτε τ᾿ ἁμαρτήματά σας στὴν ἐκκλησία, ἐξομολογηθῆτε μὲ εἰλικρίνεια. Ἐλᾶτε κοντὰ στὸ Χριστό, γονατίστε μπροστά του, καὶ στὴν καρδιά σας θὰ αἰσθανθῆτε παράδεισο. Κι ὅταν ἔρθῃ ἡ τελευταία ὥρα τῆς ζωῆς μας, νὰ ποῦμε· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42)· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Ἁγίου Γεωργίου[;\ Νεαπόλεως νομοῦ Κοζάνης τῆς ἱ. μητροπόλεως Σισανίου, Σεπτέμβριος 1965)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.