ΔEN EIMEΘA AΛBANIA, ΕΙΜΕΘΑ ΕΛΛΑΣ, & Ο ΛΑΟΣ ΑΥΤΟΣ ΑΜΑ ΞΥΠΝΗΣΕΙ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΛΕΩΝ ΒΡΥΧΟΜΕΝΟΣ & ΩΣ ΝΥΚΤΕΡΙΔΕΣ ΘΑ ΤΡΥΠΩΣΟΥΝ ΣΤΑ ΣΠΗΛΑΙΑ ΟΛΟΙ ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΜΑΣ. Θα ξαναχτυπησουν τα σημαντρα της Aγιας Σοφιας. Aλλα υπο εναν ορο…(Μητροπολιτης Φλωρινης Αυγουστινος) 2. ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΚΙΑΣ ΝΟΜΟΥ – ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ (217 π.Χ.) (2021 μ.Χ.) «Παρηλθεν η σκια του νομου, της Χαριτος ελθουσης»
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΛΑΟΣ ΑΜΑ ΞΥΠΝΗΣΗ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΛΕΩΝ ΒΡΥΧΟΜΕΝΟΣ…
Θα ξαναχτυπησουν τα σημαντρα της Aγιας Σοφιας. Aλλα υπο εναν ορο…
Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστινου
Δεν είμεθα Aλβανία, είμεθα Eλλάς, Πόντος, Mικρά Aσία, είμεθα λαός ολόκληρος και ο λαός αυτός άμα ξυπνήσει θα είναι ως λέων βρυχόμενος και ως νυκτερίδες θα τρυπώσουν στα σπήλαια όλοι οι εχθροί του γένους και της πατρίδος μας.
-
Kαι τώρα αγαπητοί μου, θα πούμε και μια προφητεία. Mη στεναχωριέστε, θα ξαναπάμε στην Mικρά Aσία. Θα ξαναπάμε όχι εμείς, γιατί είμαστε ανάξιοι, αλλά τα εγγόνια και τα τρισέγγονά σας. Θα πάνε στην Πέργαμο, στην Σμύρνη, στην Kιουτάχια, στο Eσχή Σεχείρ, στην Άγκυρα. Θα ξαναπάμε και θα είναι ημέρα μεγάλη. Θα ξαναχτυπήσουν τα σήμαντρα της Aγιάς Σοφιάς. Aλλά υπό έναν όρο. Ότι και οι Tούρκοι κατα μια προφητεία θα γίνουν χριστιανοί. Θα αφήσουν τον Aλαάχ και το κοράνιο και θα πιστέψουν στο Xριστό. Kαι θα γίνουμε μια φυλή Eλλάς και Tουρκία, χριστιανική πέρα ως πέρα και θα δοξάζουμε τον Θεό, εις αιώνας αιώνων. Eίθε να ξημερώσει το ταχύτερο αυτή η ημέρα, που χωρίς πολέμους θα λυθεί ο Γόρδιος δεσμός, των δύο τούτων λαών. O Θεός να είναι μαζί σας.
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΚΙΑΣ ΝΟΜΟΥ – ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ
(217 π.Χ.) (2021 μ.Χ.)
2. «Παρῆλθεν ἡ σκιά τοῦ νόμου, τῆς Χάριτος ἐλθούσης» (Ἱ. Ὑμνολογία)
—- . —-
Ἱερεύς Ἰωάννης Νικολόπουλος
Κaλαμαρια Θεσσαλονίκης
Οὐκ ἀργούσης τῆς Θείας Χάριτος·
Ἀναλαβέτω ἕκαστος τάς εὐθύνας του.
Ἀποδότω λόγον περί τῶν πράξεών του
«Ἰησοῦ ὀνόματι μάστιζε πολεμίους» (Ἰωάν. Κλίμακος)
Ἐξωρκίσατε τούς ἰούς τῶν Κορωνῶν σας ἀπό πάσης τῆς οἰκουμένης.
Εἰ οὐ δύνασθε ποιμένειν καί διδάσκειν, σκάνδαλον φανέντες τοῖς πιστοῖς, «μύλον ὀνικόν τῷ τραχήλῳ περιθέντες, ρίψατε ἑαυτούς τῷ τῆς θαλάσσης πελάγει», ἵνα συμπνιγῶσι μεθ’ ὑμῶν τά λάθη καί τά πάθη. (Ματ.18,6. Μάρ.9,42. Λουκ.17,2.) & (Β΄Κανών Ζ΄Οἰκουμ., ΚΔ΄Καρθαγ., Ψαλ.118,16, Ὠσηέ 4,6 «ὡμοιώθη ὁ λαός μου ὡς οὐκ ἔχων γνῶσιν· ὅτι σύ (ἐπίσκοπε) ἐπίγνωσιν ἀπώσω, καγώ ἀπώσομαί σε τοῦ μή ἱερατεύειν μοι· καί ἐπελάθου νόμον Θεοῦ σου». (ΠΗΔΑΛΙΟΝ, σελ.323-325, Ὑπόμνημα (1) ρκγ΄ Νεαρά
Ἰουστινιανοῦ καί Ἱερός Χρυσόστομος προστάζουσιν ὅτι,
«ὁ μέλλων γίνεσθαι Ἀρχιερεύς πρέπει νά διδάσκεται τρεῖς μῆνας τάς θείας Γραφάς καί τούς Ἱερούς Κανόνας, ὁ δέ μή τοιουτοτρόπως χειροτονηθείς νά καθῂρεται, καί ὁ χειροτονήσας αὐτόν νά ἀργῆται· ἐπειδή εἶναι πρᾶγμα αἰσχρόν καί παράλογον νά διδάσκεται μετά τήν χειροτονίαν ἀπό ἄλλους, ἐκεῖνος ὁποῦ χρεωστεῖ νά διδάσκῃ τούς ἄλλους».
«Ὁ πνευματικός ἀνακρίνει μέν πάντα, αὐτός δέ ὑπ’ οὐδενός ἀνακρίνεται. ἡμεῖς νοῦν Χριστοῦ ἔχομεν» (Α΄Κορ.2,15).
«Οὐκ οἴδατε ὅτι οἱ ἅγιοι τόν κόσμον κρινοῦσιν; οὐκ οἴδατε ὅτι ἀγγέλους κρινοῦμεν; μήτι γε βιωτικά;» (Α΄Κορ.6,2-3).
Τά βόδια, εἶναι φυσικό νά μή γνωρίζουν τή δύναμή τους, γιατί ἄν τή γνώριζαν θά κάναν τούς ἀνθρώπους ὑπηρέτας των. Ὁ θεός τά ἔταξε εἰς διακονίαν τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως καί τό ἄλογο καί τό γαϊδουράκι καί ὅλα τά ἄλλα. Καί ἐν ταπεινώσει καί ὑπομονῇ ἀνεξαντλήτῳ, θαυμάζουμε, πόσα ἔτη ἐκδαπανῶνται ἀδιαμαρτύρητα, πού δέν μᾶς κάνει καρδιά νά πᾶμε «νά τά πετάξουμε κάποτε» ἄνευ οἴκτου, ἀλλά τά τοποθετοῦμε μέ εὐγνωμοσύνη καί κάποιο -ἐλάχιστο ἔστω- σεβασμό καί συμπάθεια, σέ κάποιο χῶρο, πού δέν θά τά λερώσῃ κάποιος ἐκεῖ πού θά εἶναι θαμμένα, δέν θά τά πατήσῃ, δέν θά τά ἀτιμάσῃ. Ὄχι ὅτι εἶχαν ψυχή, ἀλλά ζωή διά τῆς ὁποίας μᾶς ὑπηρέτησαν, πειθαρχήσαντα -χωρίς νά τό γνωρίζουν- στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, συμπάσχοντα ἀχρεωστήτως μαζί μας -ἕνεκα τῆς πτώσεώς μας-, μετά τῆς λοιπῆς «συνωδινούσης καί συστεναζούσης κτίσεως» (Ρωμ.8,22).
Ἀκόμη, «ἔγνω βοῦς τόν κτησάμενον καί ὄνος τήν φάτνη τοῦ Κυρίου αὐτοῦ» (Ἡσα.1,3), ὁ ἄνθρωπος ὅμως ἔχει ἀπομακρυνθῆ καί ἔχει ξαχάσει τόν Δημιουργό του!
«Ὄλβιός ἐστιν ὅς ἱστορίης ἔσχε μάθησιν» (Εὐριπίδης). Οἱ Ἑβραῖοι, εὐτυχεῖς ὄντες πού ξέρουν καί κρατοῦν τίς ἀρχές πού διδάσκονται ἀπό τήν ἱστορία τους, ἠξιώθησαν τό 1948 καί συνέπηξαν καί πάλιν Κράτος· Πατρίδα οὐδέποτε ἀρνηθέντες «μή ἔχειν».
Ἐμεῖς, οἱ περί πολλά αὐτοβαφκαλιζόμενοι καί αὐτοχαϊδευόμενοι στά αὐτιά μας Ἕλληνες, ὅτι «ἦρε ἀπ’ αὐτῶν τήν βασιλείαν καί τήν ἔδωκε σ’ ἐμᾶς, εἰς ἔθνος ποιοῦν καρπούς» (Ματ.21,43) καί τά κουραφέξαλα τῶν καταντημάτων, πού πρέπει νά ντρεπώμαστε νά λέμε … νά μή συνεχίσω, καί νοηθῇ ὅτι εἰρωνεύομαι τούς λόγους τοῦ Κυρίου. Ἄπαγε ἀπ’ ἐμοῦ τοῦτο! Ἐμεῖς, λέγω, ἔχουμε ἀνοίξει ποτέ τήν Καινή Διαθήκη, «νά πᾶμε κατ’ εὐθείαν νά πνιγοῦμε» (Ματ.18,6 / Μάρκ.9,42 / Λουκ.17,2), πού φτάσαμε σ’ αὐτά τά σημεῖα ἐντροπῆς, «σκανδαλισμοῦ», καί ἀδυναμίας αὐτοστηριγμοῦ μας ὡς Ἐκκλησίας καί «αὐτοζωΐας» (Ίωάν.10,10), ὄχι ζητοῦντες δεκανίκι, ἐπιβληθείσης διά τῆς βίας τῆς παρουσίας τῆς Πολιτείας ἐντός τοῦ Σώματός μας, ἀλλ’ ἀδιαμαρτυρήτως ἀνεχόμενοι αὐτό, ἀνταλλάσσοντες τοῦτο τό εὐτελές καί ἀδύναμο καί οὐτιδανό, μέ τήν τοῦ Παντοδυνάμου Δημιουργοῦ, Κυριάρχου, Προνοητοῦ, Ρυθμιστοῦ, Συντηρητοῦ Θεοῦ Ὑπερβάλλουσαν πάντας καί πάντα Δύναμιν, τοῦ καί ἰσχύοντος καί ἱκανοῦ Ὄντος ἑνί Αὐτοῦ νεύματι μόνον, «διασκεδάσαι βουλάς ἐθνῶν» (Ψαλ.32,10), Κορωνοϊῶν, Ἐμβολίων, Λοιμοξιολόγων, τῶν τήν «κοινήν ἀνθρωπίνην σοφίαν» (Α΄Κορ.3,19) κατεχόντων καί χειριζομένων, «ἀποδεικνύων τούτους ἀσόφους» (Α΄Κορ.3,19), καί ἀθήρματα βυθιζόμενα καί ἀφανιζόμενα μετά θορύβου ἐν τῇ ριχότητι τοῦ ρύακος τῆς ἀλαζονείας των. Διότι, «ὅπου Θεός βούλεται, νικᾶται φύσεως τάξις, ποιεῖ δε ὅσα βούλεται» (Ὑμνολογία). «Ἐκγελᾶ αὐτούς, μυκτηρίζων ὡς φρεναπάτας» (Τίτ.1,10 & Α΄Κορ.3,20). «Εἰ ὁ δίκαιος μόλις σώζεται, ἀσεβεῖς καί ἁμαρτωλοί ποῦ φανήσεσθε καί ποῦ φύγητε;» (Α΄Πέτρ.4,18). «Τίς ὁ ρυόμενος ὑμᾶς ἐκ τῆς δικαίας ὀργῆς αὐτοῦ;» (Λουκ.3,7 / Β΄Τιμ.4,8 / Ἐφεσ.5,6). Τίς εἰσαγγελεύς; Ποιός Ἄρειος Πάγος; Ποιό Συμβούλιο Ἐπικρατείας; Ποιό Εὐρωπαϊκό καί ποιό Διεθνές δικαστήριο;
Συνανάγνωτε, ὦ ἄφρονες, ἄπιστοι, καί ἀμεταμέλητοι, μετ’ ἐμοῦ ἐκ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἵνα παιδευθῶμεν καί αὐξηθῶμεν εἰς τήν πρός Θεόν πίστιν, ὅτι οὗτος «πιστός καί πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος» μέν (Α΄Τιμ.4,9), ἀλλά καί «πᾶσα γραφή θεόπνευστος καί ὠφέλιμος πρός διδασκαλίαν, πρός ἔλεγχον, πρός ἐπανόρθωσιν, πρός παιδείαν τήν ἐν δικαιοσύνῃ, ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, πρός πᾶν ἔργον ἀγαθόν ἐξηρτισμένος» (Β΄Τιμ.3,16). Ναί! ναί! Γιά νά αἰσθάνεται ἐν συνεχείᾳ αὐτός ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ὁ «ἄρτιος καί ἐξηρτισμένος», ἤτοι ὁ τέλειος καί καταρτισμένος γιά κάθε καλό ἔργο, ὡς ἐπιβεβλημένο καί ἱερό καθῆκον, νά μήν ἀκούῃ τίς φωνές ἐκείνων πού τοῦ λέν, «τί ἀνακατέβεσαι ἐκεῖ πού δέν σοὖπαν νά ἀνακατέβεσαι» καί «τί σπέρνεις ἐκεῖ πού δέν σέ βάλανε νά σπέρνῃς»; / Νά τολμᾶς τό «οὐκ ἔξεστι» τοῦ Τιμίου Προδρόμου νά ἐξέρχεται τῶν χειλέων σου, ἄν χρειασθῇ, καί νά ὁμολογῇς Χριστόν μετά παρρησίας, μή προδίδων Αὐτόν, ὅπως συμβαίνει κατά τάς ἡμέρας καί τάς στιγμάς πού διερχόμεθα.
Ἀμβλυωποῦν ἤ τετύφλωνται οἱ Πνευματικοί ἡγήτορες τῆς Ἐκκλησίας σήμερον, οἱ τόν Νόμον νυχθημερόν μελετῶντες καί τῷ ποιμνίῳ διδάσκοντες, ἐν τούτῳ δέ καί οἱ ἴδιοι ἱστάμενοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καθ’ ὅτι «οἱ ἀγαπῶντες Αὐτόν, τούς λόγους Του τηροῦσι» (Ἰωάν.14,21); Πῶς, λέγω, ἐντελλόμενοι ὑπό τοῦ εὐαγγελίου «νά ἐλέγξωσιν» ὡρισμένα, ἐξόφθαλμα μάλιστα, ἀνομήματα-σφάλματα-ἁμαρτήματα τῶν ἀρχόντων τοῦ λαοῦ, εὐθέως ἐρχόμενα εἰς ἀντίθεσιν πρός αὐτόν τόν Νόμον, οὐ μόνον οὐκ ἐλέγχουσιν, πολλάκις κατά περίπτωσιν καί «ἀποτόμως» ὡς ἐπιμένει ὁ Παῦλος (Τίτου1,13), ἀλλά συναυλίζονται οἱ μέν μετά τῶν δέ καί συντρώγουσι, παραθεωροῦντες τελείως τόν Νόμον ἀμφότεροι· ἔχοντες οὕτω ἔναντι αὐτοῦ μεγαλυτέραν εὐθύνην οἱ Πνευματικοί ἄρχοντες, ὧν αἱ παραλήψεις ἀπό Θεοῦ κρίνονται ὡς «ἁμαρτήματα», ἐνῶ αἱ τῶν τοῦ Λαοῦ -ἆρα καί τῶν Πολιτειακῶν ἀρχόντων- ὡς «ἀγνοήματα» (Θεία Λειτουργία). «Δαρήσσονται δέ πολλάς οἱ μέν, οἱ δέ ὀλίγας» (Λουκ.12,47-48).
Τίς σήμερον θά ἐτόλμα νά ἀνασύρῃ χωρία ἐκ τῆς Γραφῆς καί δέν θά ἐχαρακτηρίζετο -οὐχί Γραφικός, μέ τήν ἔννοια τοῦ Βιβλικός, ἀλλά «γραφικός», ὡς ἀναχρονιστικός, σκοταδιστής, πλαιοντολογικός, ἀρχάνθρωπος, ἤτοι γιά γέλια- πού ζῆ στήν κοσμάρα του καί στά σκοτάδια του, καί δέν ἔχει «ἐκσυγχρονιστῆ», δέν ἔχει «προοδεύσει», δέν ἔχει ἐκμοντερνιστῆ;! Οὐδείς. Διότι, ἄν θίξῃς Προσωπική ζωή, ἀμφίεση, ἀνθρώπους πού παρασκηνιακά συνήργησαν σέ ἐκλογή ἔνομη ἤ ἔκνομη, ἤ, ἤ, ἤ… πού σήμερα εἶναι διά νόμου κατοχυρωμένη, εὐκολότατα θά σοῦ τοποθετηθῇ ἡ ταμπέλα τοῦ τρελοῦ, θά χάσῃς τή δουλειά σου καί θά βρεθῇς στό περιθώριο καί τό πεζοδρόμιο. Ἄν εἶναι δέ ὁ ἀπό ’κεῖ, ὁ ἀπό τήν ἀπέναντι ὄχθη Πατριάρχης; Σέ περιμένει Ἀκοινωνησία ἤ Ἀφορισμός! Δικτατορία, ἤ Ἐλέῳ Θεοῦ Νταϊλίκι;! Διαλέγεις καί παίρνεις…
Προσωπικά, τούς τά χαρίζω ὁλονῶν. Ἄς ψαχτοῦνε. Τούς ἔδωσε μυαλό ὁ Θεός, ἄς τό χρησιμοποιήσουνε. Ἄς βροῦνε καί ἄς ἐκλέξουν-ἄς προκρίνουν τό αἰώνιο ἀπό τό πρόσκαιρο συμφέρον, πού τούς «φρεναπατᾶ» (Γαλάτ.6,3 / Τιτ.1,10) καί ξεγλιστρᾶνε σ’ αυτό. Γιατί ὁ Νόμος Του δέν ἐξέλειπε, ὑπάρχει, τόν γνωρίζουν, καί ἐπιπόλαια καί συμφεροντολογικά, ἰδιοτελῶς καί ἐν γνώσει τους τόν ὑπερβαίνουν (Ἰωάν.7,23 . Κι’ ἄν κάτι τούς διαλανθάνῃ· ἐπιστροφή καί μελέτη μέ ζῆλο καί διάθεση μεμειγμένη μέ ταπείνωση πρός διόρθωσιν βίου (Β΄Τιμ.3,16), καί ὁ Θεός θά ἐπιφέρῃ «τήν ἔκβαση» (Α΄Κορ.10,13), θά κάνῃ τό θαῦμα.
Ὁ Πτολεμαῖος ὁ 4ος ὁ Φιλοπάτωρ μετά τήν παρά τήν Ραφίαν νίκην του κατά τοῦ Ἀντιόχου Γ΄, τοῦ Μεγάλου (217 π.Χ.), ἐπισκέπτεται τήν Ἱερουσαλήμ καί ἐπιθυμεῖ νά εἰσέλθῃ εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων τοῦ Ναοῦ, ὅπερ αὐστηρῶς ἀπηγορεύετο (Ἑβρ.9,7). Αἱ ἱκεσίαι καί οἱ ὀδυρμοί τῶν Ἰουδαίων πρός ἀποτροπήν τοῦ ἀνοσιουργήματος τούτου ἀπέβησαν ἄκαρποι. Ἀναγκάζεται δέ ὁ βασιλεύς νά ματαιώσῃ τήν ἀπόφασίν του κατόπιν θείας πρός αὐτόν τιμωρίας, ἐπελθούσης διά τῆς προσευχῆς τοῦ Ἀρχιερέως Σίμωνος (Γ΄Μακαβ.2,1-2,24)
Στίχος 10, «Οὗτος (ὁ Πτολεμαῖος ὁ Φιλοπάτωρ) …καί ἔλαβε τήν ἀπόφασιν νά εἰσέλθῃ εἰς τόν ναόν αὐτόν. (11)Εἷς δε ἐκ τῶν παρισταμένων εἶπεν εἰς αὐτόν, ὅτι τοῦτο δέν πρέπει νά γίνῃ, διότι ἡ εἴσοδος εἰς τόν ναόν εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων ἀπαγορεύεται καί εἰς τούς Ἰουδαίους λαϊκούς καί εἰς αὐτούς τούς ἱερεῖς. Ἐπιτρέπεται μόνον εἰς τόν ἀρχηγόν αὐτῶν τόν ἀρχιερέα, ἀλλά καί εἰς αὐτόν ἐπιτρέπεται νά εἰσέρχεται ἐκεῖ ἅπαξ τοῦ ἔτους. Ὁ Φιλοπάτωρ ὅμως ἐπ’ ούδενί λόγῳ ἤθελε νά ὑπακούσῃ εἰς τοῦτο. (12)Καίτοι δέ ἀναγινώσκεται ἐνώπιόν του τό σχετικό χωρίον τοῦ νόμου, ὁ Φιλοπάτωρ ἐπ’ οὐδενί λόγῳ ἀφίσταται τῆς ἀποφάσεώς του ἰσχυριζόμενος, ὅτι πρέπει οὗτος νά εἰσέλθῃ ἐκεῖ. (16)Τότε οἱ Ἱερεῖς ἐνδεδυμένοι τάς ἱεράς στολάς των εἶχον πέσει κατά γῆς ἐνώπιον τοῦ ναοῦ τοῦ μεγίστου Θεοῦ καί παρεκάλουν αὐτόν νά βοηθήσῃ αὐτούς εἰς τήν δύσκολον περίστασιν ταύτην καί νά ματαιώσῃ τήν ὁρμήν τοῦ κακῶς ἐπιμένοντος βασιλέως. Οὗτοι εἶχον γεμίσει τόν ἱερόν ναόν διά κραυγῶν καί δακρύων. (17)Οἱ ἐν τῇ πόλει εὑρισκόμενοι Ἰουδαῖοι ταραχθέντες ἐκ τοῦ γεγονότος τούτου ἀνεπήδησαν, διότι ἐπίστευον, ὅτι κάτι τό ἀνήκουστον θέλει συμβῇ! (18)Αἱ παρθαίνοι, αἱ ὁποῖαι ἦσαν κεκλεισμέναι εἰς τά δωμάτιά των μετά τῶν μητέρων των, ὥρμησαν πρός τά ἔξω καί ἔθεσαν στάκτην καί χῶμα εἰς τάς κεφαλάς των. Ἐγέμισαν δέ τάς πλατείας τῆς «Ιερουσαλήμ στεναγμῶν καί γοερῶν φωνῶν. (19)Καί αἱ νεόνυμφοι ἀκόμη, αἱ ὁποῖαι ἦσαν συνεσταλμέναι λόγῳ τοῦ προσφάτου γάμου των, ἀφήσασαι τήν διαμονήν των ἐν τοῖς ηὐπρεπισμένοις νυμφικοῖς θαλάμοις των καί κατά μέρος θέσασαι τήν ἁρμόζουσαν αἰδημοσύνην, ἔτρεχον εἰς τήν πόλιν ἀτάκτως. (20)Καί τά μικρά παιδία, αἱ μητέρες των καί αἱ τροφοί των ἄφηνον ἐδῶ ἤ ἐκεῖ, ἄλλαι μέν εἰς τούς οἴκους των, ἄλλαι δέ εἰς τούς δρόμους καί συνεκεντρώνοντο, χωρίς νά ἐπιστρέφωσι ἵνα προσέχωσιν αὐτά, εἰς τόν πάνσεπτον ναόν των. (21)Μεγάλη λοιπόν ἦτο ἡ δέησις πρός τόν Θεόν τῶν συγκεντρωθέντων εἰς τόν ἱερόν ἐκεῖνον τόπον διά τό ἐπιχειρούμενον ὑπό τοῦ Φιλοπάτορος ἀνοσιούργημα, τῆς εἰσόδου του εἰς τόν ναόν. (22)Ἐκτός ὅμως τῶν ἀνωτέρω ἀναφερομένων, οἱ τολμηρότεροι ἐκ τῶν Ἰουδαίων πολιτῶν ἐπ’ ούδενί λόγῳ ἠνείχοντο τήν ἐπιμονήν τοῦ Φιλοπάτορος, ὁ ὁποῖος διενοεῖτο νά ἐκπληρώσῃ ὁπωσδήποτε τήν ἀπόφασίν του. (23)Ὅταν οὗτοι ἐφώναξαν καί προεκάλεσαν τήν ὁρμήν τοῦ πλήθους, ἵνα λάβωσιν εἰς χεῖρας τά ὅπλα καί μετά θάρρους νά ἀποθάνωσιν ὑπέρ τοῦ πατρῲου νόμου, ἐπροκάλεσαν μεγάλην ἀναταραχήν ἐν τῷ ἱερῷ ἐκείνῳ τόπῳ. Μόλις δέ καί διά τῆς βίας συγκρατηθέντες ὑπό τῶν γεροντοτέρων καί τῶν πρεσβυτέρων Ἰουδαίων ἐστράφησαν καί πάλιν εἰς τήν αὐτήν στάσιν τῆς προσευχῆς. (24)Καί τό μέν πλῆθος ὅπως καί πρῶτα ἐπεδόθη εἰς τήν προσευχήν, ἐνῶ ἐγίνοντο ταῦτα. (25)Οἱ πρεσβύτεροι δέ ἐκ τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι ἦσαν γύρω τοῦ βασιλέως προσεπάθουν διά πολλῶν τρόπων νά ἀπομακρύνωσι τήν ὑπερήφανον αὐτοῦ ἀπόφασιν, τήν ὁποίαν εἶχε λάβει νά ἐκτελέσῃ. (26)Ὁ Φιλοπάτωρ ὅμως ἔγινε περισσότερον πείσμων καί ὅλας τάς παρακλησεις ταύτας παριδών, ἐπλησίασεν, ἵνα φέρῃ εἰς πέρας ὡς ἐνόμιζε τήν ληφθεῖσαν ἀπόφασίν του, νά εἰσέλθῃ δηλαδή εἰς τόν ναόν. (27)Βλέποντας λοιπόν ταῦτα καί ἐκεῖνοι, οἱ ὁποίοι ἦσαν γύρω τοῦ βασιλέως, ἡνώθησαν μετά τῶν ἡμετέρων Ἰουδαίων ἐπικαλούμενοι τόν Θεόν, ὁ ὁποῖος εἶχε τήν δύναμιν νά ὑπερασπίσῃ τά πράγματα αὐτά καί νά μή παρίδῃ τήν παράνομον καί ὑπερήφανον ταύτην πρᾶξιν. (28)Ἐκ τῆς κραυγῆς ταύτης ἐνόμιζέ τις, ὅτι ὄχι μόνον οἱ ἄνθρωποι ἐφώναζον, ἀλλά ἀκόμη τά τείχη καί ὁλόκληρον τό ἔδαφος, διότι τότε ὅλοι ἐπροτίμων τόν θάνατον ἀντί τῆς βεβηλώσεως τοῦ ἱεροῦ ναοῦ ὑπό τοῦ Φιλοπάτορος.
Κεφάλαιον 2ον
(1)Ὁ ἀρχιερεύς Σίμων, ἔναντι τοῦ ναοῦ ἱστάμενος, κάμψας τά γόνατά του καί ὑψώσας τάς χεῖρας του ἡρέμως πρός τόν οὐρανόν ἔκαμεν τήν δέησιν ταύτην. (2) «Κύριε, Κύριε Βασιλεῦ τῶν οὐρανῶν καί Δέσποτα πάσης κτίσεως, Ἁγιώτατε, Μονοκράτωρ, Παντοκράτωρ, πρόσεξε εἰς ἡμᾶς, οἱ ὁποῖοι βασανιζόμεθα ὑπό ἀνδρός ἀνοσίου καί βεβήλου, ὁ ὁποῖος καυχᾶται καί κομπάζει εἰς τό θράσος καί τήν δύναμιν αὐτοῦ! (3)Διότι Σύ, ὁ ὁποῖος ἐδημιούργησες ὅλον τόν κόσμον καί τό πᾶν εὑρίσκεται εἰς τήν δύναμίν σου, εἶσαι δίκαιος βασιλεύς καί κρίνεις ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι κάμνουν κάτι ἐν ὑπερηφανίᾳ καί ἀγερωχίᾳ! (4) Σύ ἐξηφάνισας ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι εἰς προηγουμένας ἐποχάς ἔκαμον ἄδικόν τι. Μεταξύ αὐτῶν εὑρίσκονται ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἦσαν γίγαντες κατά την σωματικήν δύναμιν καί τό ψυχικόν θράσος. Τούτους κατέστρεψας, πνίξας αὐτούς εἰς ἄμετρον ὕδωρ κατακλυσμοῦ. (5)Σύ, τούς Σοδομίτας οἱ ὁποῖοι περιέπεσον εἰς ὑπερηφανίαν καί οἱ ὁποῖοι ἔγιναν γνωστοί ἐκ τῶν κακιῶν των, ἔκαυσας διά πυρός καί θείου, δώσας αὐτούς εἰς τάς ἐπερχομένας γενεάς ὡς παράδειγμα τιμωρίας. (6)Σύ τόν θρασύν Φαραώ, ὁ ὁποῖος εἶχε δοῦλον τόν λαόν σου τόν ἅγιον Ἰσραήλ τιμωρήσας διά πολλών καί ποικίλων τιμωριῶν, ἔκαμες εἰς αὐτόν γνωστήν τήν δύναμίν σου. Διά τῶν πληγῶν τούτων τοῦ Φαραώ ἔκαμες γνωστήν εἰς ὅλους τήν ἰσχύν σου. (7)Διότι τόν Φαραώ τοῦτον, ὁ ὁποῖος κατεδίωξε μέ πολεμικά ἅρματα καί μέ πλῆθος λαοῦ τόν Ἰσραηλιτικόν λαόν, ἔπνιξας εἰς τόν βυθόν τῆς θαλάσσης. Τούς Ἰσραηλίτας ὅμως, οἱ ὁποῖοι ἐπίστευσαν εἰς Σέ, τόν Βασιλέα ὅλης τῆς κτίσεως, ὡδήγησας καί διεφύλαξας σῲους. (8)Οἱ Ἰσραηλίται οὗτοι ἰδόντες τά θαυμαστά ἔργα ταῦτα τῆς χειρός Σου ᾔνεσάν Σέ, τόν Παντοκράτορα. (9)Σύ, Βασιλεῦ, εἶσαι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἐδημιούργησας τόν ἀπέραντον καί ἀμέτρητον αὐτόν κόσμον! Σύ ἐξέλεγξας τήν πόλιν ταύτην Ἱερουσαλήμ καί ἐντός αὐτῆς ἡγίασας τόν ἱερόν τοῦτον ναόν διά τό ὄνομά Σου, ἄν καί οὐδενός ἔχει ἀνάγκην! Τόν ἱερόν τοῦτον τόπον ἐδόξασας διά τῆς μεγαλοπρεποῦς εἰς αὐτόν ἐμφανίσεώς Σου καί ἔκαμας οὕτω αὐτόν, ἵνα δοξάζηται τό μέγα καί ἔντιμον ὄνομά Σου. (10)Ἐπειδή δέ ἀγαπᾶς τόν Ἰσραηλιτικόν λαόν, ὑπεσχέθης εἰς αὐτόν, ὅτι ἐάν ἀποστατήσωμεν καί καταλάβῃ ἡμᾶς στεναχωρία τις, καί κατόπιν ἔλθωμεν ἐν μετανοίᾳ εἰς τόν ἱερόν τοῦτον τόπον καί προσευχηθῶμεν εἰς αὐτόν, θά ἀκούσῃς τῆς προσευχῆς ἡμῶν. (11)Σύ πράγματι, Κύριε, εἶσαι εἰς τούς λόγους σου ἀξιόπιστος, ἀληθινός! (12)Ἐπειδή λοιπόν πολλάς φοράς οἱ πατέρες ἡμῶν ἐθλίβησαν καί Σύ ἐβοήθησας αὐτούς εἰς τήν θλίψιν των ταύτην καί ἀπήλλαξας αὐτούς ἐκ μεγάλων κινδύνων, (13)παρακαλοῦμεν Σε: Ἰδού καί τώρα, Ἅγιε Βασιλεῦ, διά τάς πολλάς καί μεγάλας ἡμῶν ἁμαρτίας ὑποφέρομεν καί ἔχομεν γίνει δοῦλοι εἰς τούς ἐχθρούς ἡμῶν, ἔχομεν δέ παραλύσει ἐκ τῆς πολλῆς ἀδυναμίας. (14)Λόγῳ τῆς καταπτώσεως ἡμῶν ταύτης ὁ θρασύς καί βέβηλος οὗτος βασιλεύς σκοπεύει νά ἐξευτελίσῃ τόν ἅγιον τοῦτον ναόν, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται εἰς τόν τόπον τοῦτον καί ὁ ὁποῖος εἶναι ἀφιερωμένος εἰς τό ἔνδοξόν Σου ὄνομα. (15)Ἡ κατοικία Σου εἶναι ὁ Οὐρανός τοῦ Οὐρανοῦ, ἀπροσπέλαστος λόγῳ τοῦ ὕψους της εἰς τούς ἀνθρώπους. (16)Ἐπειδή ὅμως ἐκ τῆς μεγάλης Σου καλωσύνης πρός δόξαν Σου ἡγίασας καί ἀφιέρωσας τόν τόπον τοῦτον εἰς τόν Ἰσραηλιτικόν Σου λαόν, (17)μή τιμωρήσῃς ἡμᾶς ἐπιτρέπων τήν διάπραξιν τῆς ἀκαθάρτου πράξεως ταύτης ὑπό τοῦ βασιλέως, μηδέ τιμωρήσῃς ἡμᾶς λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν διά τῆς βεβηλώσεως τοῦ ἱερωτάτου τόπου, ἵνα μή καυχηθοῦν οἱ παράνομοι ἐν θυμῷ εὑρισκόμενοι ἐναντίον ἡμῶν, μηδέ χαροῦν ἐν ἑαυτοῖς ἀγαλλόμενοι καί ἐν ὑπερηφάνῳ γλῶσσῃ λέγοντες. (18) «Ἡμεῖς κατεπατήσαμεν τόν ἅγιον τοῦτον ναόν, ὡς καταπατοῦνται οἱ εἰδωπολατρικοί ναοί». (19)Ἐξάλειψον λοιπόν τάς ἁμαρτίας ἡμῶν καί συγχώρησον τάς παραβάσεις ἡμῶν καί δεῖξον τό ἔλεός Σου πρός ἡμᾶς κατά τήν ὥραν ταύτην. (20)Ἄς καταλάβωσιν ἡμᾶς, ἀμέσως οἱ οἰκτιρμοί Σου καί δός δοξολογίαν εἰς τό στόμα ἡμῶν τῶν καταπεπτωκότων καί συντετριμμένων, ἀποστέλλων πρός ἡμᾶς εἰρήνην». (21)Μετά ταῦτα ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ὡς Παντογνώστης ἐποπτεύει ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, ὁ προαιώνιος, ὁ ἁγιώτατος, ἀκούσας τήν σύμφωνα μέ τον νόμον προσευχήν ταύτην, ἐμάστιξε τόν Φιλοπάτορα, ὁ ὁποῖος εἶχε καταληφθῆ ἀπό μαγάλην ὑπερηφάνειαν, μέγα θράσος. (22)Διά τῶν μαστιγώσεων τούτων περιέφερεν ὁ Θεός αὐτόν ἐδῶ καί ἐκεῖ ὡς κάλαμον ὑπό ἀνέμου ταρασσόμενον, ὥστε τελικῶς νά πέσῃ καί νά κεῖται ἐπί τοῦ ἐδάφους ἀκίνητος καί ὅλα τά μέλη αὐτοῦ νά παραλύσωσιν. Δέν ἠδύνατο οὗτος νά προφέρῃ λέξιν! Οὕτω περιέπεσεν οὗτος εἰς τήν δικαίαν τιμωρίαν τοῦ Θεοῦ. (23)Οἱ φίλοι του καί οἱ σωματοφύλακές του ἰδόντες τήν ἄμεσον καί βαρεῖαν τιμωρίαν, ἡ ὁποία κατέλαβεν αὐτόν, φοβούμενοι μήπως καί ἀποθάνῃ, ἔσυραν αὐτόν ἀμέσως ἐκ τοῦ ἱεροῦ ναοῦ κατάπληκτοι ἐκ τοῦ ὑπερβολικοῦ φόβου διά τά γενόμενα. (24)Μετ’ ὀλίγον δέ χρόνον ὁ βασιλεύς συνελθών ἐκ τῆς ἀναισθήτου καταστάσεώς του ταύτης, οὐδεμίαν μεταμέλειαν ἔδειξεν ἐκ τῆς τιμωρίας ταύτης, ἀλλά ἀνεχώρησεν ἐκ τοῦ ναοῦ ἐκτοξεύων φοβεράς ἀπειλάς.
Μιά ἀπό τά ἴδια. Ἀλλά, ἴδιος ὁ λαός καί οἱ ποιμένες, τότε εἰς τήν Παλαιάν, καί νῦν εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, μέ ἴδιες δυνατότητες καί προϋποθέσεις δράσεως; Μᾶλλον δύσκολες καί συγκεχυμένες πως εἰς σύγκρισιν καί συσχέτισιν.
Καί σήμερα ποιός Θεός μᾶς ἔχει ὑποσχεθῆ αὐτά, πού Ἐνηνθρώπησε καί μᾶς ὑπεσχέθη ὅτι θά τά ἔχωμε μετά πάσης βεβαιότητος; Ὁ ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ σκιωδῶς ἐνυπάρχων καί προφητευόμενος, ἤ ὁ Ἰδιος ὁ Κύριος καί Δημιουργός μας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, «ὁ Ἐμμανουήλ», ὁ ἐμπεριπατήσας ἐν τῇ γῇ, ὁ συναναστραφείς μεθ’ ἡμῶν, ὁ Σωτήρας καί Λυτρωτής μας, πού «δέν μᾶς ἀφῆκε ὀρφανούς, ἀποστείλας τό Πανάγιο Πνεῦμα» (νά ζωογονῇ τά πάντα. Ἀλλά κι’ Ἐκεῖνος ὑπεσχέθη ὅτι «θά εἶναι μαζί μας πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς ἡμῶν» (Ματ.28,20), καί «θά εῖναι πάντοτε ὁ ἴδιος, χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβρ.13,8) ἀπέναντί μας. Ἐμεῖς νά προσέχουμε τήν αὐξομείωσιν τῆς ἀπό Ἐκείνου ἀποστάσεως ἤ προσεγγίσεώς μας, πού πρέπει μᾶλλον νά εἶναι ἡ ἐπιμελημένη διαρκής ἡμῶν μετ’ Αὐτοῦ ἕνωσις διά τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων καί δή τοῦ τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί τῆς ἐξ αὐτῆς Μεταλήψεως, ἀλλά καί τῆς ἑκουσίου πλήρους «δουλώσεως εἰς Αὐτόν» (Ρωμ.1,1 / Ἐφεσ.6,6 / Ἰακ.1,1 / Β΄Πετ.1,1 / Ἰούδα 1). Διότι ἡ δουλεία αὕτη, εἶναι ἡ μόνη ἡ ὁποία καταξιώνει καί ἀπεργάζεται τόν ἄνθρωπον, ἀπελεύθερον ἀπό πάσης ἄλλης τῆς ἐν κόσμῳ δουλείας, εἴτε εἰς ἄνθρωπον (νά «τραβᾶ κουπί» διαρκῶς δουλικά σάν σέ κάτεργα), εἴτε εἰς «τά πάθη τῆς σαρκός καί τοῦ πνεύματος» (Ἰωάν.8,34 & Ρωμ.6,16-23). Γιατί ὄχι, ἀκόμη καί εἰς τήν πικροτάτην δουλείαν αἱρέσεώς τινός (Τιτ.3,10), Κράτους (Πράξ.17,26 / Παροιμ.22,28 «μή μέταιρε ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ πατέρες σου»), ἤ τί ἄλλο αὔριον, διά τῆς ὁλονέν περισσότερον καί ἐπικινδυνωδέστατα(!) ἀναπτυσσομένης διαδικτυακῆς τεχνολογίας, πού δέν θέλω κἄν νά τό φαντασθῶ, ἀλλά δέν δύναμαι παντελῶς καί νά τό ἀποκλείσω. (Σημειῶ τήν λεπτομέρειαν ἀπεργάζεται καί ὄχι κατεργάζεται, ἐξ οὗ κάτεργα ἐν τῷ πλοίῳ, κατεργάρης, κατεργάζομαι, καταναγκάζω, ἀγγαρία).
Αὐτός εἶπε, «πρίν τοῦ ζητήσουμε θά μᾶς παρέχῃ τά πάντα» (Ματ.6,8). Ἄν τόν ρωτήσουμε γιατί δέν μᾶς δίδει; Θά μᾶς ἀπαντήσῃ, «γιατί αὐτά πού τοῦ ζητᾶμε νά μᾶς δώσῃ, κακῶς τοῦ τά ζητᾶμε, γιατί τά θέλουμε γιά νά τά δαπανήσουμε ἐν ταῖς ἡδοναῖς ἡμῶν» (Ἰακ.4,3). Καί δέν πρέπει νά πολυπραγνωμονοῦμε ἐν τῇ πλεονεξίᾳ μας, καθιστώντας καί τόν Θεόν συνένοχον καί συνυπεύθυνον κατ’ αὐτόν τόν τρόπον -θά μποροῦσε νά πῇ ἄστοχα καί λαθεμένα κανείς-, καθ’ ὅσον, ἄν δέν εἴχαμε τήν ὑγεία, τά μέσα καί τίς δυνατότητες ἐκ τοῦ πλούτου καί τῶν περισσευμάτων νά ζῶμεν ἐν εὐμαρείᾳ καί χλιδῇ «διασκεδάζοντες» (=διασκορπώντας) ταῦτα, δέν θά ἁμαρτάναμε. Δέν ἔχει ἔτσι ὅμως τό πρᾶγμα. Ὅ,τι μᾶς χορηγεῖ ὁ Θεός, μέ τήν ἐλευθέρα βούληση πού μᾶς ἔχει δώσει, πρέπει νά φανοῦμε καλοί καί πιστοί διαχειρισταί ὅλων αὐτῶν τῶν εὐεργεσιῶν, κάνωντας μόνον χρῆσιν, ὄχι κατάχρησιν καί παράχρησιν, καί «τό ἡμῶν περίσσευμά νά πηγαίνει εἰς τό νά συμπληρώσῃ τό τοῦ πλησίον ὑστέρημα» (Β΄Κορ.8,13). Μή ποτε καί ἡμεῖς ἐν χρεία καί ἀνάγκῃ εὑρισκόμενοι αὔριον, θά ἐπιδεώμεθα τῆς ἐκ τῶν ἐκείνων περισσευμάτων βοηθείας. «Ἔχοντες διατροφάς καί σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα» (Α΄Τιμ.6,8). Ἀπό κεῖ καί πέρα οἱ ἐπιθυμίες, οἱ ἀπαιτήσεις, ἡ ἀλαζονεία καί ἡ τρέλα, αἱ ἔχουσαι ἀρχήν, τέλος δέν ἔχουν. Τί ἔφερε, πῶς ἔζησε, τί παράδειγμα ἔδωσε καί τί πῆρε -ἐκτός ἀπ’ τίς ἁμαρτίες μας- μαζί του ὁ Χριστός, ἀλλά -σέ σύγκριση- κι’ὁ καθένας μας, τί παίρνει μαζί του φεύγοντας ἀπ’τόν κόσμο; Σχήματα παρερχόμενα πάντα τά τοῦ κόσμου. Χρήση αὐτῶν μέ μέτρο καί ὀλιγάρκεια. Ποτέ κατάχρηση, παράχρηση, διαστροφή, πλεονεξία, εἰδωλολατρεία!
Καί μέ φόβο Θεοῦ, καί μέ θυσία καί αὐτῆς τῆς ζωῆς του ἀκόμη καθένας, ὅπου ἐτάχθη, «νά ἀγωνισθῇ μέχρι θανάτου ὑπέρ τῆς ἀληθείας, καί ὁ Κύριος θά συμπολεμᾶ μετ’ αὐτοῦ» (Σ.Σειρ.4,28), «γινόμενος πιστός ἕως θανάτου» (Ἀποκ.2,10), ὄχι γιά νά λάβῃ ὡς ἀνταμοιβήν τόν στέφανον τῆς ζωῆς, ἀνεξάρτητα ἀπό αὐτό. Ἀλλά γιατί καί μόνο τοῦ τό ζητᾶ ὁ Πατέρας του καί Πλάστης του Θεός, καί δέν τοῦ ταιριάζει, νιώθει ἄσχημα, ἀφύσικα νά φερθῇ ἄπιστα κι’ ἀγνώμονα ἀπέναντί Του. Ἡ Γραφή ρητῶς δηλοῖ πώς «ἕνας τέτοιος ἐπίγειος δίκαιος ἀπέναντι στόν Θεό Δημιουργό Πατέρας, δέν θά βρεθῇ ποτέ ἐγκαταλελειμμένος, οὔτε τά παιδιά του ἐπιδεόμενα ἄρτου» (Ψαλ.36,25). Σ’ ἕνα τέτοιο Θεό πιστεύουν, στηρίζονται καί ἐλπίζουν, ὅσοι μελετοῦν, γεύονται καί τηροῦν τόν Νόμο Του.
«Ἡ ἄγνοια τῶν Γραφῶν, τά ἄνω κάτω πεποίηκεν», τά ἀναποδογύρισεν (Ἱ.Χρυσόστομος).
Γαντζωμένοι στό βράχο τῶν αἰώνων πορεύονται, καί δέν διστάζουν νά ὁμολογοῦν Χριστό, καί στίς μέρες αὐτές πού «ὁ φόβος ἔχει νικήσῃ ὅλους καί ἔχει ὑποτάξει τά πάντα», λές καί ἡ Παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ ἠλαττώθη εἰς τό ἐλάχιστο, καί ἀνέχεται νά στέκῃ περιφρονημένος καί «προδομένος» στήν πάντα!
Συγνώμην, ἅγιοι καί ὅσιοι . . . ώ τ α τ ο ί μ ο υ ,
ἀλλά, σέ καλό νά σᾶς βγῇ!
Σ’ ἐσᾶς δέν ἐπαρκεῖ τό «ἔχοντες διατροφάς καί σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα» (Α΄Τιμ.6,8). Πώ, πώ! Θά κλείσουν τά πάντα, θά σταματήσῃ τό ἐμπόριο, θά νεκρωθῇ τό πᾶν! Τί λέτε, καλέ; Τί Σούπερ «Οἰκονομολογάρες» εἶστε σεῖς; Στόν Ἄρη σπουδάσατε; Ἀκόμη δέν γύρισε ὁ «Τραμπαρίφας» ὁ τῆς «Ἐπιμονῆς – Perseveranse;
Σεῖς συνεκεράσατε τά πάντα, ὑπερακοντίσατε τά ἐσκαμμένα, «ἐγνώκατε (δῆθεν) ἐν τῇ ἀλαζονείᾳ ὑμῶν (τόν) νοῦν Κυρίου, καί ἐν φαντασιώσει σύμβουλοι αὐτοῦ γεγονότες» (Ρωμ.11,34), σπεύδετε ἀκάθεκτοι νά προλάβητε νά λυτρώσητε τήν φύσιν καί τήν κτίσην ἅπασαν ἀπό τῆς ἐπερχομένης ἀργῆς, ἀλλά βεβαίας καταστροφῆς. Ἥτις τά τελευταῖα ἔτη παρατηρεῖται ὡς αὐξανομένη μέ γεωμετρικήν πρόοδον, οὐχί (βεβαίως) ἐκ τῆς εὐλογημένης παρά Θεοῦ «χρήσεως» (Ἰακ.4,3 / Α΄Τιμ.6,8), ἀλλ’ ἐκ τῆς παθολογικῆς, ἀφύσικης, ἐφαμάρτου, πλεονεκτικῆς, καταδικαστέας ἀδηφάγου καί ἀκορέστου ὑπερχρήσεως, καταχρήσεως, παραχρήσεως, καί ὑπέρεκμεταλλεύσεως αὐτῆς· ἵνα ὑπερκαταναλώνωμεν, «ἵνα δαπανῶμεν ἐν ταῖς ἡδοναῖς ἡμῶν» (Ἰακ.4,3). Δέν μᾶς ἤρκουν αἱ παρά Θεοῦ ἐπί μέρους ρυθμίσεις τῶν πάντων, -Γενῶν, Εἰδῶν, Συνομοταξιῶν, Οἰκοσυστημάτων κλπ-, Κλιματολογικῶν συνθηκῶν τοῦ Περιβάλλοντος, Θερμοκρασίας, Ἐποχῶν, / καί ἀφοῦ διεσαλεύσαμεν ἥν παρελάβομεν «λίαν καλήν» (Γεν.1,31) παρ’ Αὐτοῦ (ἐξελθοῦσαν) κατάστασιν ἐν τῇ δημιουργίᾳ, ἀρχίσαμε -πρό καιροῦ ἤδη- τά πολυποίκιλα «κουβαρνταλίκια» καί τούς «ὑπερσυναισθηματισμούς», ἀπό «Πρασίνου Πατριάρχου» μέχρι «Παρδαλῶν Δημάρχων» μ’ «ὅ,τι βιολί βαρᾶ» καθένας τους· μέ ὅ,τι συνέπειες καί ἀδιόρθωτα, ἀναντικατάστατα καί θλιβερά γιά τό μέλλον ἀποτελέσματα μᾶς περιγράφονται καί μᾶς δίδονται, ὡς πολύμορφες τραγικές πληροφορίες καθημερινά στά διάφορα ΜΜΕ. Θέλεις; Ὡς Φιλοζωϊκές Οἰκοσίτων Ὀργανώσεις, Σύλλογοι, Ἑταιρείες, Σωματεία, Μέριμνες, Ἑνώσεις, Διασώσεις, Προστασίες, Περιθάλψεις, Φροντίδες, καί αὐτοῦ ἔτι τοῦ Συλλόγου τῶν Καναρινοφίλων -γιατί ὄχι-· γιά νά πᾶμε κατόπιν στήν Προστασία τῆς Θαλάσσιας Χελώνας· κι’ ἀπό κεῖ στό Νυμφαῖο περιοχῆς Ἀετοῦ Φλωρίνης, μέ τό Καταφύγιο «Ἀρκτοῦρος» τῆς Καφετιᾶς Ἄρκτου καί τό Καταφύγιο τοῦ «Ποιμένος» Λύκου, χωρίς νά παραλείψω βέβαια καί την Ἑλληνική Ὀρνιθολογικήν Ἑταιρεία, τήν ἐνταγμένη μέσα στήν Διεθνοῦς σημασίας Ὀργάνωσιν RAMSAR, τήν ἱδρυθεῖσαν τόν Δεκέμβριον τοῦ 1975, διά τῆς ὁποίας ἡ Ἑλλάδα καταβάλλει κάθε δυνατήν προσπάθειαν, ὥστε νά διατηρήσῃ 11 ἀξιολόγους Ὑγροτόπους καί νά παραμείνῃ ζωντανός μεγάλος ἀριθμός, ἐκεῖ ἐγκαταβιούσης Βιοπανίδος. Μέριμναν καί φροντίδα τοσαύτην ἀναλίσκοντες ὅμως, χωρίς νά γνωρίζωμεν, ἤ νά ἔχωμεν ταυτοχρόνως συναίσθησιν, ὅτι, τά «λίαν καλά» (ἔ.ἀ.) ποιηθέντα ὑπό τοῦ Θεοῦ ταῦτα, περί τῶν ὁποίων ἐμεῖς σήμερον τοσοῦτον μεριμνῶμεν, δέν εὑρίσκονται εἰς ἥν θά ἔδει καί τούς ἤξιζε νά εὑρίσκωνται (εἰς τήν ἐκείνην φυσικήν) κατάστασιν, ἀλλά «συνωδίνουσι καί συστενάζουσι» ταῦτα μαζί μας (Ρωμ.8,22), ἕνεκα τῆς πτώσεώς μας. «Ἡ γάρ ἀποκαραδοκία, δηλαδή ἡ ἔντονη προσδοκία τῆς κτίσεως εἶναι, ὅτι περιμένει μέ ἀγωνία τήν ἔνδοξη φανέρωση τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Διότι ἡ κτίσις ὑπετάχθη στήν φθορά, ὄχι θεληματικά, ἀλλ’ ἐξ αἰτίας ἐκείνου (τοῦ Θεοῦ), ὁ ὁποῖος τήν ὑπέταξε μέ τήν ἐλπίδα, ὅτι καί αὐτή ἡ κτίσις θά ἐλευθερωθῇ ἀπό τή (στή φθορά) δουλεία της· γιά νά συμμετάσχῃ στήν ἐλευθερία γιά τήν ἀπόλαυση τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ.8,19-21).
Πόσο θλιβεροί καταντήσαμε. Τραγικώτεροι τῆς κτίσεως! «Κάψεμε Γιάννη, νά σ’ ἀλείψω μέλι» (Θυμοσοφία τοῦ Λαοῦ). Τί ἀλλοπροσαλλότης. «Ὀνοματίζει»-«βαφτίζει» ὁ Πατριάρχης στά παλιά του Λημέρια τῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης τό Γαϊδαράκο «Λέοντα» (ὁ ΛΕΩΝ) καί ἄλλον (δεύτερον) ἀργότερα -μόνο Τελετουργικό δέν ἔκανε- γιά νά κάνῃ θόρυβο ὡς ἔχων Οἰκολογικές ὑπερευαισθησίες(!), σερνάμενος μέσα σέ Βουστάσια, Μονάδες Ὀρνιθοκαλλιέργειας καί Χοιροτροφείων· // καί στά Τραπεζώματα μετά τῶν «Θρησκευτικῶν Κορυφῶν» Ἀνατολῆς καί Δύσεως, ὡς κοινοί «Πεπτικοί σωλῆνες» καί μόνον, «ἄνευ εὐχαριστίας» (Α΄Τιμ.4,4) πρός τόν δωρεοδότην Θεόν (γιά τά μάτια ἔστω τῶν δισεκατομμυρίων πιστῶν πού παρακολουθοῦν στούς δέκτας Τηλεοράσεως), πού «ἀπάδει!!!» δέν εἶναι -βλέπεις κάτι τέτοια- τῆς στιγμῆς ἐκείνης τῶν ἀντιφωνήσεων καί τῶν δευτερολογιῶν, τῶν ἄλλων, ἰδιοτελῶν εὐχαριστήσεων καί φιλοφρονήσεων διά τά ὁποῖα γίνωνται τά Τραπεζώματα καί τά Ντερλικώματα· ἀλλά στήν ἀλληλογραφία τῶν ἑπομένων ἡμερῶν θά ἐμπεριέχωνται οἱ εὐχαριστίες περί τῆς Ἀβραμιαίας Φιλοξενίας καί τά συνήθη ἄλλα «γλυκανάλατα»(!), ἀφοῦ τό «σάκχαρον» καί τό δυσκόλως ἀνευρεθέν «ἅλας», τῆς ἐξυπηρετησάσης τούς (ἄχαρους) σκοπούς Τραπέζης, διελθόντα καί τοῦ δευτέρου σφιγκτῆρος τοῦ σχετικοῦ ἀσχήμονος μέλους, «ὧ Κύριος (ἔγνω διατί) ἔδωκεν καί περιεποιήσατο μεγαλυτέραν τιμήν καί εὐσχημοσύνην» (Α΄Κορ.12,23), θά ἔχουν μεταβληθῆ εἰς στοιχεῖα καί ὑλικά ἐξεταζόμενα διά Κορωνοϊόν μετά τῶν λοιπῶν ἰολοιμάτων τῶν ἑκασταχοῦ ἁρμοδίων Κρατικῶν Λειτουργῶν, πρός ἐξαγωγήν συμπερασμάτων, ἄν καί αὐτοί οἱ ἴδιοι ὡς μέλη τῆς Κοινωνίας θά δύνανται νά ἀνταποκρίνωνται ἄνετα εἰς τάς κοινωνικάς των καί Ὑπηρεσιακάς ὑποχρεώσεις, ἤ, ἐντεταγμένοι καί οὗτοι ἑκόντες ἄκοντες εἰς τήν πεζήν Κοινωνίαν τοῦ αὐτοῦ Παρονομαστοῦ, θά εἶναι ὑποχρεωμένοι νά συμορφώνωνται εἰς τάς ἰσχυούσας ἀπαγορευτικάς διατάξεις. Ποιοί; Αὐτοί πού σέ κάποιες ἄλλες στιγμές, μετά ἀπ’ ὀλίγο, ὅλως ἀσυστόλως καί ὑποκρινόμενοι σέ Διεθνῆ Forum εἰς Ἑλβετίες, Σουηδίες, Γερμανίες, Παρίσια, Μαδρίτες, ΗΠΑ καί δέ συμμαζεύεται, -σἄν νά μή συμβαίνει τίποτε- μέ μεγαλοστομίες θ’ ἀκούγονται ν’ ἀνησυχοῦν (;!) γιά τό «πλαγκτόν» τῶν θαλασσῶν καί τῶν ὠκεανῶν, τό ὁποῖον ὀλονέν καί περισσότερον ἐλαττοῦται, καλυπτομένης τῆς ἐπιφανείας τῶν βυθῶν ὑπό καταλοίπων συσκευασιῶν νάϋλον καί ἄλλων χημικῶν συνθέσεων, οὐσιῶν καί ἑνώσεων, ἤ ἀποβλήτων ἐργοστασίων, ἅτινα, ἐπί μακράν σειράν ἐτῶν ἐν πλήρει ἀδιαφορίᾳ καί τῇ ἀνοχῇ πολλάκις τῶν ἁρμοδίων, ἀλλά καί παντός ἑτέρου διαπιστοῦντος τήν παρανομίαν ἀδιαμαρτυρήτως, τελείως ἀνεπεξέργαστα καταλήγουν εἰς τήν θάλασσαν.
Υ.Γ. Ἀγωνίας. Ἕνας Ἀρχιερεύς Σίμων τό 217 π.Χ, Ἑβραῖος τοῦ Νόμου, σταθείς ἔναντι τοῦ ναοῦ, κάμψας τά γόνατα καί ὑψώσας τάς χεῖρας του εἰς τόν οὐρανόν, δεηθείς θερμά πρός τόν Θεόν, ὁμολογήσας ὅτι ἥμαρτε ὁ λαός, ἀλλ’ ὅτι ὁ Θεός ἐν τῇ ἀπείρῳ του εὐσπλαγχνίᾳ εἶχε ὑποσχεθῆ εἰς τόν ἠγαπημένο του λαό Ἰσραήλ, ὅσες φορές ἐν τῷ ναῷ τῷ ἁγίῳ του προσέφευγον μετανοοῦντες θά εἰσήκουεν αὐτῶν, καί συγχωρῶν τάς ἁμαρτίας αὐτῶν θά ἱκανοποιοῦσε τά αἰτήματά του· κατώρθωσε, συμπροσευχομένου καί ὅλου ἀνεξαιρέτως τοῦ πλήθους τοῦ λαοῦ, νά λάβῃ τήν ἐξ οὐρανοῦ ἀπάντησιν, κατά θαυμαστόν τρόπον. /// Ἕνας Σίμων Κυρηναῖος τό 33 μ.Χ, γίνεται ὁ τρισευτυχής ἐκεῖνος ἀχθοφόρος τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Κυρίου, εἰς παντελῆ ἀδυναμίας περιελθόντος τοῦ Κυρίου νά ἄρῃ Τοῦτον, ἕνεκα τῶν βασανιστηρίων καί δή τῆς φραγγελώσεως. /// Ἕνας Σίμων, Βοῦς ἐξ ἀγροῦ, ἀπό Ἐπαρχίας προερχόμενος, Χωριατόπαιδο ἁγνό, πού ἀπό Βοῦς θά γίνῃ «Ταῦρος ἐν ὑαλοπωλείῳ» νά μή ἀφήσῃ τίποτε ὄρθιο καί ἄθραυστο, τό ὁποῖο θυμίζει ἁμαρτία καί εἰδωλολατρεία, δέν ἐνυπάχει πού κεκρυμένος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, νά τραβήξῃ μποστά φέτος καί πίσω ὁ λαός, νά γίνῃ αὐτό τό Πάσχα, ἡ ἔξοδος, ἡ διάβασις, νά γιορτάσουμε φέτος Ἀνάσταση καί ἀπελευθέρωση ἐκ τῶν «δεσμῶν» τοῦ σκότους, τοῦ ψεύδους καί τοῦ θανάτου, ἀναπνέοντες μαζί μέ τή Φύση ἀνοιξιάτικο ὀξυγόνο, καθ’ ὅτι «πρός ἀναπνοάς τόν ἀέρα ἐξέχεεν» (Εὐχή Μ.Ἁγιασμοῦ Ἑορτῆς Θεοφανείων-Σωφρονίου Ἱεροσολύμων) πού ἔχει τίς δικές του ἀπό Θεοῦ ἀναλογίες; Τούς «ἀσθενοῦντας προσλαμβάνομεν» (Ρωμ.14,1) καί δέν ἀποφεύγομεν «ἀντιπαρερχόμενοι, ὡς ὁ Ἱερεύς καί ὁ Λευΐτης» (Λουκ.10,31-32), ἀλλά καί γινόμεθα θυσία ὑπέρ παντός πλησίον καί ἄς μή εἶναι οἰκεῖος καί ἀδελφός κατά σάρκα ἤ ἐκ τῆς πίστεως, χωρίς νά πρέπῃ (ἀκόμη ἀπαραιτήτως) νά εἴμεθα Ἰατροί ἤ νοσηλευταί εἰ μή μόνον «Καλοί Σαμαρίται» (Λουκ.10,33) καί τῶν ἐχθρῶν ἀκόμη! Διότι δέν ἤρθαμε γιά νά ζήσουμε ἀλλά γιά νά πεθάνουμε, τί σήμερα τί αὔριο. Δέν εἴμεθα κάτοικοι, ἀλλά «ἔνοικοι» τῆς γῆς κάπου ὁ καθένας γιά ἕνα διάστημα. Ὅποια ὥρα θέλει, μᾶς κοινοποιεῖ «ἔξωση»! Γιά μᾶς «τό ζῆν Χριστός καί τό ἀποθανεῖν κέρδος» (Φιλιπ.1,21). Ὁ χριστιανός κάθε μέρα «ἐπιθυμίαν ἔχει τοῦ ἀναλῦσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι» (Φιλιπ.1,23). Ποιός μπορεῖ φροντίζοντας μόνος του, ἄν δέν τό θέλῃ ὁ Θεός «νά ἀλλάξῃ τό χρῶμα μιᾶς τρίχας τῶν μαλλιῶν του»; (Ματ.5,36) Νά αὐξήσῃ τό μπόϊ του; Νά θρέψῃ τά παιδιά του;
Ὅ λ α ε ἶ ν α ι σ τ ό χ έ ρ ι τ ο ῦ Θ ε ο ῦ .
«Ὅτι ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τά πάντα, τά ἐν τοῖς οὐρανοῖς καί τά ἐπί τῆς γῆς, τά ὁρατά καί τά ἀόρατα, εἴτε θρόνοι εἴτε κυριότητες εἴτε ἀρχαί εἴτε ἐξουσίαι· τά πάντα δι’ αὐτοῦ καί εἰς αὐτόν ἔκτισται· καί αὐτός ἐστι πρό πάντων, καί τά πάντα ἐν αὐτῷ συνέστηκε, καί αὐτός ἐστιν ἡ κεφαλή τοῦ σώματος, / τῆς ἐκκλησίας» (Κολοσ.1,16-18)
Ἱερεύς Ἰωάννης Νικολόπουλος
ΚΑΛΑΜΑΡΙΑ
28.2.2021
(Κυριακή τοῦ Ἀσώτου. Μεγάλε
ἀδελφέ, πρόσεξε θά μείνῃς γιά
πάντα ἔξω! «Πεσεῖτε ἐκ τοῦ κλί-
τους σου χιλιάς, καί μυριάς ἐκ
δεξιῶν σου»(Ψαλ.90,7). Πρόσε-
χε τούς ἐκ δεξιῶν λογισμούς.
Πέφτουν περισσότεροι. Εἶναι
ὕπουλοι. Εἶδες πόσο καλό παιδί
ἀπεδείχθη ὅτι ἤσουν τόσα χρόνια;
Ὅ,τι καί νά ἦταν, ὅ,τι καί νἆναι.
Τόν ἀδελφό σου δέν μπορεῖς νά
ἀγαπήσῃς. Πῶς θά ἀγαπήσῃς τόν
ξένο; Κι’ «ἄν τόν ἄνθρωπο πού
βλέπεις δέν μπορεῖς νά ἀγαπήσῃς.
Πῶς θα ἀγαπήσῃς τόν Θεόν πού
δέν τόν βλέπεις;» (Α΄Ἰωάν.4,20).
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.