Αυγουστίνος Καντιώτης



ΣΤΡΟΦΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ ΚΑΙ ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟΣΤΡΟΦΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ ΚΑΙ ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΓΛΥΚΥΤΕΡΟ ΠΡΑΓΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑ ΣΚΕΠΤΕΤΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ!

date Μαρ 13th, 2021 | filed Filed under: ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ

Κυριακὴ τῆς Τυροφάγου
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

ΣΤΡΟΦΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ ΚΑΙ ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ

ΚΥΡΙΕ Των δυν. ιστΕἴπαμε, ἀγαπητοί μου, ὅτι ἡ μετάνοια εἶνε πρῶτα – πρῶτα στροφὴ πρὸς τὸν ἑαυτό μας, τὸν ὁποῖο καλούμεθα νὰ γνωρίσουμε.
Ὁ Σωκράτης, ὁ ἀρχαῖος φιλόσοφος τῶν Ἀ­θηνῶν, δὲν εἶχε ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὴν πόλι του παρὰ μόνο γιὰ ὡρισμένη στρατιωτικὴ ὑ­πο­χρέωσι· δὲν εἶχε πάει οὔτε μέχρι τὸν Ἰ­σθμὸ τῆς Κορίνθου. Κι ὅταν τὸν ρωτοῦσαν, γιατί δὲν πάει κι αὐ­τὸς ὅ­πως ὅλοι κάπου ἐκτὸς Ἀθηνῶν, ἀπαν­τοῦσε, ὅτι δὲν εὐκαιρεῖ διότι ἔχει σοβα­ρὴ ἀ­πασχόλησι. Προσπαθῶ, ἔλεγε, νὰ λύσω τὸ δυσ­κολώτερο πρόβλημα, ποὺ εἶνε τὸ νὰ γνωρίσω τὸν ἑαυτό μου· ὅταν λύσω τὸ πρόβλημα αὐ­τό, θὰ ἔχω χρόνο γιὰ περιηγήσεις…
Τὸ «γνῶθι σαυτόν», τὸ νὰ γνωρίσῃς τὸν ἑ­αυτό σου, πρέπει νά ᾽νε τὸ πρῶτο μέλημά σου. Ἐὰν στρέψῃς τὸν προβολέα τῆς ἐρεύνης πρὸς τὰ ἔσω, στὸν ἑαυτό σου, θ᾽ ἀνακαλύψῃς ἔκ­πλη­κτος ἕνα ὁλόκληρο σύμπαν ἀπείρως σπου­δαιότερο ἀπὸ τὸ ὑλικὸ σύμ­παν. Γι᾽ αὐτὸ εἶ­παν, ὅτι ἕνας βοσκὸς ποὺ ἔχει τὸ «γνῶθι σαυ­τὸν» εἶ­νε ἀνώτερος ἀπὸ ἕνα ἀστρονόμο ποὺ μὲ τὸ τηλεσκόπιο μελετᾷ τὸ σύμπαν.
Πολὺ πρὶν τὸ Σωκράτη ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης συνιστᾷ τὴν προσε­κτικὴ φρούρησι τοῦ ἑαυτοῦ μας λέγον­τας· «Πρόσεχε σεαυτῷ…» (Δευτ. 15,9). Καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Μέγας Βασίλειος, ἔχει κάνει πάνω στὸ ῥητὸ αὐτὸ μιὰ θαυμάσια ὁμιλία, τὴν ὁποία σᾶς συνιστῶ νὰ μελετήσετε τὴν περίοδο τῆς σαρακοστῆς. Ἕνας ἄλλος ἅ­γιος πα­τήρ, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, λέει· Θά ᾽θελα κάπου ν᾽ ἀπομονω­θῶ κ᾽ ἐκεῖ νὰ κλείσω τὰ μάτια νὰ μὴ βλέπω τὰ ἄ­θλια θεάματα, νὰ κλείσω τ᾽ αὐτιὰ νὰ μὴν ἀ­κούω τὶς βέ­βηλες φωνές· κι ἀφοῦ καθαρίσω τὸν ἑ­αυ­τό μου, νὰ πάρω φτεροῦγες πνευματι­κὲς καὶ νὰ πετάξω μέχρι τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὴ τὴ στροφὴ πρὸς τὸν ἑαυτό μας συνιστᾷ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες. Ἕνας κατανυκτικὸς ὕμνος λέει·

«Τὸν δι­ε­σπαρμένον μου νοῦν συνάγαγε, Κύριε,… ὡς τῷ Πέτρῳ διδούς μοι μετάνοιαν, ὡς τῷ τελώ­νῃ στεναγμὸν καὶ ὡς τῇ πόρνῃ δάκρυα…» (Παρακλ., ἦχ. γ΄, Δευτ. πρ., ἀπόστ. αἴν.), ποὺ ἀπηχεῖ τὴν προσευχὴ τοῦ ἁ­γίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ «Ἐπισυνάγαγε τὸν ἐ­σκορπισμένον μου νοῦν». Δηλαδὴ Κύριε, τὸ μυα­λό μου, ποὺ εἶνε διασκορπισμένο σὲ ἀν­άξια καὶ βλαβερὰ πράγματα, συγ­κέντρωσέ το σ᾽ ἐσένα. Καὶ στὸν Μέ­γα Κανόνα ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος στρέφεται πρὸς τὴν ψυχή του, ἀνοίγει μαζί της μυστικὸ δι­άλογο καὶ λέει· «Ψυχή μου ψυχή μου, ἀ­νάστα· τί καθεύδεις;…» (Τριῴδ., Δευτ. Α΄ ἑβδ. Νηστ. ἑσπ., Μ. Ἀπόδ., κοντ.).
Μακάριος ὄντως ἐκεῖνος ποὺ ἔκανε αὐτὴ τὴ στροφὴ καὶ ἔφτασε σὲ κάποια αὐτογνωσία.

* * *

Μετάνοια, ὅπως εἴπαμε, εἶνε πρῶτον ἡ στρο­φὴ πρὸς τὸν ἑαυτό μας, αὐτὸ ποὺ ἐννοεῖ ἡ πα­ραβολὴ τοῦ Ἀσώτου μὲ τὴ φράσι «εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν…» (Λουκ. 15,17). Καὶ ἡ στροφὴ αὐτὴ θὰ μᾶς βοηθήσῃ νὰ κάνουμε ἐν συνεχείᾳ μία δεύτερη κίνησι, ἀκόμα πιὸ σημαντική· καὶ αὐτὴ εἶνε ἡ πο­ρεία πρὸς τὸ Θεό. Διότι ὁ ἄσωτος πρῶ­τα ἔκανε στροφὴ στὸν ἑαυτό του καὶ κατόπιν εἶ­πε· «Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου». Ὁ ἄν­θρωπος ποὺ γνώρισε τὸν ἑαυτό του, τὶς ἀ­δυνα­μίες του, αἰσθά­νεται τὴν ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ, σπεύδει σ᾽ αὐτὸν καὶ κράζει τὸ «Ἥμαρτον» (ἔ.ἀ. 15,18,21).
Σὲ ὁποιαδήποτε ἐποχὴ καὶ ὑπὸ ὁποιεσδήποτε συνθῆκες καὶ ἂν ζῇ ὁ ἄνθρωπος, παντοῦ καὶ πάντοτε θὰ ἔχῃ ἀνάγκη τὸ Θεό. Πλάστηκε γι᾽ αὐτὸν καὶ μοιάζει μὲ τὸ διψασμένο ἐ­λάφι, ποὺ δὲν σταματᾷ νὰ τρέχῃ στὴν ἄνυδρη ἔ­ρημο παρὰ μόνο ὅταν βρῇ νερό. Μοιάζει μὲ τὸ ψάρι, ποὺ ἔξω ἀπ᾽ τὴ θάλασσα σπαρταρᾷ καὶ σὲ χρυ­σῆ ἀκόμα ἄμμο ἂν τ᾽ ἀποθέσουν. Μοιά­ζει μὲ τὸ παιδὶ πού, ὅταν χάνῃ τὴ μητέρα του, δὲν ἡσυχάζει καὶ τὴν ἀναζητᾷ, γιατὶ δὲν τὴν ἀνταλλάσσει οὔτε μὲ τὴν πιὸ ἔνδοξη βασίλισ­σα. «Μάνα!» φωνάζει, καὶ δὲν παρηγορεῖ­ται πα­ρὰ μόνο ὅταν ξαναδῇ τὸ πρόσωπό της καὶ αἰσθανθῇ νὰ τὸ θωπεύῃ τὸ ἱλαρό της βλέμμα.
Ὅπως τὸ ἐλάφι διψᾷ τὸ νερό, ὅπως τὸ ψάρι ἔχει ἀνάγκη τὴ θάλασσα, ὅπως τὸ παιδὶ ἀ­ναζητᾷ τὴ μητέρα του, ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος ἀ­να­ζητᾷ τὸ Θεό, τὸν πατέρα καὶ προστάτη του, καὶ δὲν ὑποφέρει τὴ στέρησι τοῦ βλέμματός του. Αὐτὸ ἀκρι­βῶς ἐκφράζει ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸν ψαλμικὸ στίχο ποὺ ψάλλει ὡς μέγα προκεί­μενο τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή· «Μὴ ἀποστρέ­ψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου, ὅ­τι θλίβομαι…» (Ψαλμ. 68,18). Μὴ παύσῃς δηλαδή, Κύριε, νὰ μὲ βλέπῃς, γιατὶ χωρὶς τὴν παρηγορία τοῦ βλέμματός σου βυθίζομαι στὴ θλῖψι.
Ἂς προσπαθήσουμε τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες νὰ πλησιάσουμε τὸ Θεὸ καὶ γιὰ τὶς ἀναρί­­θμη­τες εὐεργεσίες του ἂς ψάλλουμε· «Τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια (μόνος)». Δὲν ὑπάρχει γλυκύ­τερο πρᾶ­γμα ἀπὸ τὸ νὰ θυμᾶται κανεὶς τὸ Θεό. «Ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καὶ εὐφράνθην», λέει ὁ ψαλμῳ­δός (ἔ.ἀ. 76,14-15,4). Ἂς κάνουμε κάθε μέρα στροφὴ στὸν ἑαυτό μας κι ἂς προσπαθοῦ­με νὰ πλησιάζουμε στὸ Θεό. Οἱ ἀστροναῦτες προσπαθοῦν νὰ πλη­σιάσουν τοὺς πλανῆτες τοῦ οὐρα­νοῦ μὲ τὰ δια­στημόπλοια, ἐμεῖς ἂς πλησιά­ζουμε τὸν οὐράνιο Πατέρα μὲ ὄχημα τὴν προσευχή. Ἔμβλημά μας ἂς εἶνε ὄχι «Πορεύομαι πρὸς τοὺς ἀ­στέ­ρας» ἀλλὰ «Πορεύομαι πρὸς τὸν Πατέ­ρα» (Ἰω. 16,28). Πλησιέστερα, πιὸ κοντά, στὸ Θεό! Ἐκεῖ εἶνε ἡ παρηγορία, ἡ ἀνάπαυσις, ἡ εὐφροσύνη.

* * *

Λέγοντας ὅμως, ἀγαπητοί μου, ὅτι πρέπει νὰ κάνουμε στροφὴ στὸν ἑαυτό μας καὶ πορεία πρὸς τὸ Θεό, μὴ νομίσετε ὅτι πρέπει νὰ γίνουμε ἀπόκοσμοι ἀσκηταί. Θὰ μείνουμε στὸν κόσμο. Ἀλλά, ζῶντας στὸν κόσμο, δὲν θὰ πολιτευώμεθα κατὰ κόσμον. «Ἡμῶν τὸ πολίτευ­μα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιπ. 3,20). Οὐράνιο δέν­τρο ὁ ἄνθρωπος, ἔχει τὶς ῥίζες του στὴ γῆ, ἀλλὰ οἱ κορυφές του ἀγγίζουν τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ.
Δὲν ἐννοοῦμε λοιπὸν ὅτι πρέπει νὰ φύγου­με ἀπὸ τὰ σπίτια καὶ νὰ κατοικήσουμε στὰ σπή­λαια, ἐπιδιώκοντας ἀποκλειστικὰ τὴν ἀτομική μας σωτηρία. Ὡρισμένοι λένε· «Ἐγὼ ἀγαπῶ τὸ Χριστό, κοιτάζω τὴν ψυχή μου, καὶ ἀδιαφο­ρῶ γιὰ τὰ ἄλλα». Καὶ ἂν μὲν τὰ «ἄλλα» αὐτὰ εἶ­νε οἱ κακίες καὶ πονηρίες τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου, ἔχει καλῶς. Ἂν ὅμως τὰ «ἄλλα» εἶνε οἱ πεινασμένοι Λάζαροι ποὺ ἐκλιπαροῦν ψίχουλα στὶς πόρτες ἢ οἱ πληγωμένοι ποὺ περιμένουν τὸν καλὸ Σαμαρείτη, τότε δὲν μποροῦ­με νὰ ποῦμε ὅτι ἀγαποῦμε τὸ Θεὸ ἐὰν δὲν δείξουμε ἐνδιαφέρον καὶ γιὰ τὰ πλάσματά του.
Στὸ Θεὸ πλησιάζουμε καὶ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ μὲ τὴ νηστεία καὶ μὲ τὶς ἄλλες ἀρετές. Ἀλλὰ ὁ συντομώτερος δρόμος εἶνε ἡ ὁδὸς τῆς ἀγάπης. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει ὅτι, κι ἂν νηστεύῃς, κι ἂν κάνῃς γονυκλισίες, κι ἂν κατοι­κῇς σὲ σπήλαια, κι ἂν κοιμᾶσαι χάμω, κι ἂν ἐκ­τελῇς ὅλα τὰ διατεταγμένα, δὲν ἔχῃς ὅμως ἀγάπη καὶ δὲν δείχνῃς ἔλεος στὸν ἀδελφό σου, εἶσαι πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό· ἂν νομί­ζῃς πὼς εἶσαι κοντά του, ἀπατᾶσαι.
Ἡ ἀγάπη ἔκανε τὸ Μωϋσῆ ν᾿ ἀ­φήσῃ τὴν ἔ­ρημο καὶ νὰ ἔρθῃ στὴν Αἴγυπτο, γιὰ νὰ ὑπερα­σπίσῃ τὸ δίκαια τοῦ λαοῦ. Αὐτὴ κατέβασε τὸν Ἠλία ἀπὸ τὸ Καρμήλιο ὄρος καὶ τὸν ἔφερε στ᾽ ἀνάκτορα τῆς Ἰεζάβελ, γιὰ νὰ τὴν ἐλέγξῃ γιὰ τὶς ἀδικίες τῶν φτωχῶν. Αὐτὴ πῆρε τὸν ἀπόστολο Παῦλο καὶ τὸν ἔκανε ἀετὸ ποὺ πέταξε στὴν οἰκουμένη γιὰ νὰ φέρῃ στὰ ἔθνη τὸ μήνυμα τῆς λυτρώσεως, καὶ αὐτὴ τὸν ἔκανε νὰ λέῃ γιὰ τοὺς συμπατριῶτες του Ἰσραηλῖτες ὅτι θὰ δεχόταν νὰ ἀπολεσθῇ αὐτὸς προκειμένου νὰ σωθοῦν ἐκεῖνοι (βλ. ῾Ρωμ. 9,3). Ἡ ἀγάπη ἔκανε τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλὸ νὰ βγῇ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ νὰ μὴ δοκιμάσῃ ἀνάπαυσι μέχρις ὅτου θυσιασθῇ γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ ἀναγέν­νησι τῆς Ἑλλάδος. Καὶ πρὶν τὸν ἅγιο Κοσμᾶ ἡ ἀγάπη ἔκανε ἀσκητὰς σὰν τὸν ἅγιο Ἀντώνιο καὶ ἄλλους νὰ κατεβαίνουν ἀπὸ τὰ ἀσκητή­ρια στὶς πόλεις καὶ νὰ συμπαρίστανται στοὺς δοκιμαζομένους Χριστιανοὺς ἢ νὰ μπαίνουν στὰ πορνεῖα καὶ νὰ διασῴζουν ἀπὸ τὴν ἀκάθαρτη ζωὴ δυστυχισμένα πλάσματα. Ἡ ἀγάπη, ὢ ἡ ἀγάπη! κατέβασε τὸ Θεὸ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τὸν ἀνέβασε στὸ σταυρό, ἐπάνω στὸν ὁποῖο ὁ Πιλᾶτος θὰ ἔπρεπε νὰ θέσῃ τὴν ἐπιγραφὴ «Διῆλθεν εὐεργετῶν» (Πράξ. 10,38).
Ὅταν, ἀγαπητοί μου, ἔρθῃ ἡ ὥρα τοῦ θανάτου καὶ ἡ ψυχή μας ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τὸ μάταιο τοῦτο κόσμο, ἡ ἀγάπη, ποὺ θὰ ἔχουμε δείξει ἐπὶ τῆς γῆς, θὰ γίνῃ «ἐπιταγὴ» ποὺ θὰ «ἐξαργυρω­θῇ» στὸν οὐρανό.
Ἂς ἑτοιμάσουμε λοιπὸν διὰ τῆς μετανοίας τὸ ἅρμα γιὰ τὸ τελικὸ ταξίδι. Τὸ ἅρμα αὐ­τὸ ἔ­χει τέσσερις τροχούς· ὁ πρῶτος τρο­χὸς εἶνε ἡ ἁγνότης καὶ ἡ ἐγκράτεια, ὁ δεύτερος τρο­χὸς εἶνε ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐλεημοσύνη, ὁ τρίτος τροχὸς ἡ προσευχὴ καὶ ἡ μετοχὴ στὰ ἱε­ρὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ὁ τέταρτος τρο­χὸς ἡ ἀκρόασις καὶ ἡ μελέτη τοῦ θείου νό­μου.
Ἡ ἀγάπη εἶνε ἔμπρακτη μετάνοια. Προετοιμασμένη ἡ ψυχή μας μὲ τὴν ἀνακαι­νιστικὴ μετάνοια, θ᾽ ἀνεβῇ στὸ οὐράνιο ἅρμα, ποὺ θὰ τὴ μεταφέρῃ σὰν νύφη στολισμένη γιὰ νὰ συναν­τήσῃ τὸν ὡραῖο Νυμφίο της, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Ἁγ. Κωνσταντίνου Ὁμονοίας – Ἀθηνῶν 18-3-1962 ἑσπ.)

«Τὸν δι­ε­σπαρμένον μου νοῦν συνάγαγε, Κύριε,… ὡς τῷ Πέτρῳ διδούς μοι μετάνοιαν, ὡς τῷ τελώ­νῃ στεναγμὸν καὶ ὡς τῇ πόρνῃ δάκρυα…» (Παρακλ., ἦχ. γ΄, Δευτ. πρ., ἀπόστ. αἴν.), ποὺ ἀπηχεῖ τὴν προσευχὴ τοῦ ἁ­γίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ «Ἐπισυνάγαγε τὸν ἐ­σκορπισμένον μου νοῦν». Δηλαδὴ Κύριε, τὸ μυα­λό μου, ποὺ εἶνε διασκορπισμένο σὲ ἀν­άξια καὶ βλαβερὰ πράγματα, συγ­κέντρωσέ το σ᾽ ἐσένα. Καὶ στὸν Μέ­γα Κανόνα ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος στρέφεται πρὸς τὴν ψυχή του, ἀνοίγει μαζί της μυστικὸ δι­άλογο καὶ λέει· «Ψυχή μου ψυχή μου, ἀ­νάστα· τί καθεύδεις;…» (Τριῴδ., Δευτ. Α΄ ἑβδ. Νηστ. ἑσπ., Μ. Ἀπόδ., κοντ.).
Μακάριος ὄντως ἐκεῖνος ποὺ ἔκανε αὐτὴ τὴ στροφὴ καὶ ἔφτασε σὲ κάποια αὐτογνωσία.

* * *

Μετάνοια, ὅπως εἴπαμε, εἶνε πρῶτον ἡ στρο­φὴ πρὸς τὸν ἑαυτό μας, αὐτὸ ποὺ ἐννοεῖ ἡ πα­ραβολὴ τοῦ Ἀσώτου μὲ τὴ φράσι «εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν…» (Λουκ. 15,17). Καὶ ἡ στροφὴ αὐτὴ θὰ μᾶς βοηθήσῃ νὰ κάνουμε ἐν συνεχείᾳ μία δεύτερη κίνησι, ἀκόμα πιὸ σημαντική· καὶ αὐτὴ εἶνε ἡ πο­ρεία πρὸς τὸ Θεό. Διότι ὁ ἄσωτος πρῶ­τα ἔκανε στροφὴ στὸν ἑαυτό του καὶ κατόπιν εἶ­πε· «Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου». Ὁ ἄν­θρωπος ποὺ γνώρισε τὸν ἑαυτό του, τὶς ἀ­δυνα­μίες του, αἰσθά­νεται τὴν ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ, σπεύδει σ᾽ αὐτὸν καὶ κράζει τὸ «Ἥμαρτον» (ἔ.ἀ. 15,18,21).
Σὲ ὁποιαδήποτε ἐποχὴ καὶ ὑπὸ ὁποιεσδήποτε συνθῆκες καὶ ἂν ζῇ ὁ ἄνθρωπος, παντοῦ καὶ πάντοτε θὰ ἔχῃ ἀνάγκη τὸ Θεό. Πλάστηκε γι᾽ αὐτὸν καὶ μοιάζει μὲ τὸ διψασμένο ἐ­λάφι, ποὺ δὲν σταματᾷ νὰ τρέχῃ στὴν ἄνυδρη ἔ­ρημο παρὰ μόνο ὅταν βρῇ νερό. Μοιάζει μὲ τὸ ψάρι, ποὺ ἔξω ἀπ᾽ τὴ θάλασσα σπαρταρᾷ καὶ σὲ χρυ­σῆ ἀκόμα ἄμμο ἂν τ᾽ ἀποθέσουν. Μοιά­ζει μὲ τὸ παιδὶ πού, ὅταν χάνῃ τὴ μητέρα του, δὲν ἡσυχάζει καὶ τὴν ἀναζητᾷ, γιατὶ δὲν τὴν ἀνταλλάσσει οὔτε μὲ τὴν πιὸ ἔνδοξη βασίλισ­σα. «Μάνα!» φωνάζει, καὶ δὲν παρηγορεῖ­ται πα­ρὰ μόνο ὅταν ξαναδῇ τὸ πρόσωπό της καὶ αἰσθανθῇ νὰ τὸ θωπεύῃ τὸ ἱλαρό της βλέμμα.
Ὅπως τὸ ἐλάφι διψᾷ τὸ νερό, ὅπως τὸ ψάρι ἔχει ἀνάγκη τὴ θάλασσα, ὅπως τὸ παιδὶ ἀ­ναζητᾷ τὴ μητέρα του, ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος ἀ­να­ζητᾷ τὸ Θεό, τὸν πατέρα καὶ προστάτη του, καὶ δὲν ὑποφέρει τὴ στέρησι τοῦ βλέμματός του. Αὐτὸ ἀκρι­βῶς ἐκφράζει ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸν ψαλμικὸ στίχο ποὺ ψάλλει ὡς μέγα προκεί­μενο τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή· «Μὴ ἀποστρέ­ψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου, ὅ­τι θλίβομαι…» (Ψαλμ. 68,18). Μὴ παύσῃς δηλαδή, Κύριε, νὰ μὲ βλέπῃς, γιατὶ χωρὶς τὴν παρηγορία τοῦ βλέμματός σου βυθίζομαι στὴ θλῖψι.
Ἂς προσπαθήσουμε τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες νὰ πλησιάσουμε τὸ Θεὸ καὶ γιὰ τὶς ἀναρί­­θμη­τες εὐεργεσίες του ἂς ψάλλουμε· «Τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια (μόνος)». Δὲν ὑπάρχει γλυκύ­τερο πρᾶ­γμα ἀπὸ τὸ νὰ θυμᾶται κανεὶς τὸ Θεό. «Ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καὶ εὐφράνθην», λέει ὁ ψαλμῳ­δός (ἔ.ἀ. 76,14-15,4). Ἂς κάνουμε κάθε μέρα στροφὴ στὸν ἑαυτό μας κι ἂς προσπαθοῦ­με νὰ πλησιάζουμε στὸ Θεό. Οἱ ἀστροναῦτες προσπαθοῦν νὰ πλη­σιάσουν τοὺς πλανῆτες τοῦ οὐρα­νοῦ μὲ τὰ δια­στημόπλοια, ἐμεῖς ἂς πλησιά­ζουμε τὸν οὐράνιο Πατέρα μὲ ὄχημα τὴν προσευχή. Ἔμβλημά μας ἂς εἶνε ὄχι «Πορεύομαι πρὸς τοὺς ἀ­στέ­ρας» ἀλλὰ «Πορεύομαι πρὸς τὸν Πατέ­ρα» (Ἰω. 16,28). Πλησιέστερα, πιὸ κοντά, στὸ Θεό! Ἐκεῖ εἶνε ἡ παρηγορία, ἡ ἀνάπαυσις, ἡ εὐφροσύνη.

* * *

Λέγοντας ὅμως, ἀγαπητοί μου, ὅτι πρέπει νὰ κάνουμε στροφὴ στὸν ἑαυτό μας καὶ πορεία πρὸς τὸ Θεό, μὴ νομίσετε ὅτι πρέπει νὰ γίνουμε ἀπόκοσμοι ἀσκηταί. Θὰ μείνουμε στὸν κόσμο. Ἀλλά, ζῶντας στὸν κόσμο, δὲν θὰ πολιτευώμεθα κατὰ κόσμον. «Ἡμῶν τὸ πολίτευ­μα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιπ. 3,20). Οὐράνιο δέν­τρο ὁ ἄνθρωπος, ἔχει τὶς ῥίζες του στὴ γῆ, ἀλλὰ οἱ κορυφές του ἀγγίζουν τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ.
Δὲν ἐννοοῦμε λοιπὸν ὅτι πρέπει νὰ φύγου­με ἀπὸ τὰ σπίτια καὶ νὰ κατοικήσουμε στὰ σπή­λαια, ἐπιδιώκοντας ἀποκλειστικὰ τὴν ἀτομική μας σωτηρία. Ὡρισμένοι λένε· «Ἐγὼ ἀγαπῶ τὸ Χριστό, κοιτάζω τὴν ψυχή μου, καὶ ἀδιαφο­ρῶ γιὰ τὰ ἄλλα». Καὶ ἂν μὲν τὰ «ἄλλα» αὐτὰ εἶ­νε οἱ κακίες καὶ πονηρίες τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου, ἔχει καλῶς. Ἂν ὅμως τὰ «ἄλλα» εἶνε οἱ πεινασμένοι Λάζαροι ποὺ ἐκλιπαροῦν ψίχουλα στὶς πόρτες ἢ οἱ πληγωμένοι ποὺ περιμένουν τὸν καλὸ Σαμαρείτη, τότε δὲν μποροῦ­με νὰ ποῦμε ὅτι ἀγαποῦμε τὸ Θεὸ ἐὰν δὲν δείξουμε ἐνδιαφέρον καὶ γιὰ τὰ πλάσματά του.
Στὸ Θεὸ πλησιάζουμε καὶ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ μὲ τὴ νηστεία καὶ μὲ τὶς ἄλλες ἀρετές. Ἀλλὰ ὁ συντομώτερος δρόμος εἶνε ἡ ὁδὸς τῆς ἀγάπης. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει ὅτι, κι ἂν νηστεύῃς, κι ἂν κάνῃς γονυκλισίες, κι ἂν κατοι­κῇς σὲ σπήλαια, κι ἂν κοιμᾶσαι χάμω, κι ἂν ἐκ­τελῇς ὅλα τὰ διατεταγμένα, δὲν ἔχῃς ὅμως ἀγάπη καὶ δὲν δείχνῃς ἔλεος στὸν ἀδελφό σου, εἶσαι πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό· ἂν νομί­ζῃς πὼς εἶσαι κοντά του, ἀπατᾶσαι.
Ἡ ἀγάπη ἔκανε τὸ Μωϋσῆ ν᾿ ἀ­φήσῃ τὴν ἔ­ρημο καὶ νὰ ἔρθῃ στὴν Αἴγυπτο, γιὰ νὰ ὑπερα­σπίσῃ τὸ δίκαια τοῦ λαοῦ. Αὐτὴ κατέβασε τὸν Ἠλία ἀπὸ τὸ Καρμήλιο ὄρος καὶ τὸν ἔφερε στ᾽ ἀνάκτορα τῆς Ἰεζάβελ, γιὰ νὰ τὴν ἐλέγξῃ γιὰ τὶς ἀδικίες τῶν φτωχῶν. Αὐτὴ πῆρε τὸν ἀπόστολο Παῦλο καὶ τὸν ἔκανε ἀετὸ ποὺ πέταξε στὴν οἰκουμένη γιὰ νὰ φέρῃ στὰ ἔθνη τὸ μήνυμα τῆς λυτρώσεως, καὶ αὐτὴ τὸν ἔκανε νὰ λέῃ γιὰ τοὺς συμπατριῶτες του Ἰσραηλῖτες ὅτι θὰ δεχόταν νὰ ἀπολεσθῇ αὐτὸς προκειμένου νὰ σωθοῦν ἐκεῖνοι (βλ. ῾Ρωμ. 9,3). Ἡ ἀγάπη ἔκανε τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλὸ νὰ βγῇ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ νὰ μὴ δοκιμάσῃ ἀνάπαυσι μέχρις ὅτου θυσιασθῇ γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ ἀναγέν­νησι τῆς Ἑλλάδος. Καὶ πρὶν τὸν ἅγιο Κοσμᾶ ἡ ἀγάπη ἔκανε ἀσκητὰς σὰν τὸν ἅγιο Ἀντώνιο καὶ ἄλλους νὰ κατεβαίνουν ἀπὸ τὰ ἀσκητή­ρια στὶς πόλεις καὶ νὰ συμπαρίστανται στοὺς δοκιμαζομένους Χριστιανοὺς ἢ νὰ μπαίνουν στὰ πορνεῖα καὶ νὰ διασῴζουν ἀπὸ τὴν ἀκάθαρτη ζωὴ δυστυχισμένα πλάσματα. Ἡ ἀγάπη, ὢ ἡ ἀγάπη! κατέβασε τὸ Θεὸ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τὸν ἀνέβασε στὸ σταυρό, ἐπάνω στὸν ὁποῖο ὁ Πιλᾶτος θὰ ἔπρεπε νὰ θέσῃ τὴν ἐπιγραφὴ «Διῆλθεν εὐεργετῶν» (Πράξ. 10,38).
Ὅταν, ἀγαπητοί μου, ἔρθῃ ἡ ὥρα τοῦ θανάτου καὶ ἡ ψυχή μας ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τὸ μάταιο τοῦτο κόσμο, ἡ ἀγάπη, ποὺ θὰ ἔχουμε δείξει ἐπὶ τῆς γῆς, θὰ γίνῃ «ἐπιταγὴ» ποὺ θὰ «ἐξαργυρω­θῇ» στὸν οὐρανό.
Ἂς ἑτοιμάσουμε λοιπὸν διὰ τῆς μετανοίας τὸ ἅρμα γιὰ τὸ τελικὸ ταξίδι. Τὸ ἅρμα αὐ­τὸ ἔ­χει τέσσερις τροχούς· ὁ πρῶτος τρο­χὸς εἶνε ἡ ἁγνότης καὶ ἡ ἐγκράτεια, ὁ δεύτερος τρο­χὸς εἶνε ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐλεημοσύνη, ὁ τρίτος τροχὸς ἡ προσευχὴ καὶ ἡ μετοχὴ στὰ ἱε­ρὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ὁ τέταρτος τρο­χὸς ἡ ἀκρόασις καὶ ἡ μελέτη τοῦ θείου νό­μου.
Ἡ ἀγάπη εἶνε ἔμπρακτη μετάνοια. Προετοιμασμένη ἡ ψυχή μας μὲ τὴν ἀνακαι­νιστικὴ μετάνοια, θ᾽ ἀνεβῇ στὸ οὐράνιο ἅρμα, ποὺ θὰ τὴ μεταφέρῃ σὰν νύφη στολισμένη γιὰ νὰ συναν­τήσῃ τὸν ὡραῖο Νυμφίο της, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Ἁγ. Κωνσταντίνου Ὁμονοίας – Ἀθηνῶν 18-3-1962 ἑσπ.)

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.