ΣΤΡΟΦΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ ΚΑΙ ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟΣΤΡΟΦΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ ΚΑΙ ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΓΛΥΚΥΤΕΡΟ ΠΡΑΓΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑ ΣΚΕΠΤΕΤΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ!
Κυριακὴ τῆς Τυροφάγου
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
ΣΤΡΟΦΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ ΚΑΙ ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ
Εἴπαμε, ἀγαπητοί μου, ὅτι ἡ μετάνοια εἶνε πρῶτα – πρῶτα στροφὴ πρὸς τὸν ἑαυτό μας, τὸν ὁποῖο καλούμεθα νὰ γνωρίσουμε.
Ὁ Σωκράτης, ὁ ἀρχαῖος φιλόσοφος τῶν Ἀθηνῶν, δὲν εἶχε ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὴν πόλι του παρὰ μόνο γιὰ ὡρισμένη στρατιωτικὴ ὑποχρέωσι· δὲν εἶχε πάει οὔτε μέχρι τὸν Ἰσθμὸ τῆς Κορίνθου. Κι ὅταν τὸν ρωτοῦσαν, γιατί δὲν πάει κι αὐτὸς ὅπως ὅλοι κάπου ἐκτὸς Ἀθηνῶν, ἀπαντοῦσε, ὅτι δὲν εὐκαιρεῖ διότι ἔχει σοβαρὴ ἀπασχόλησι. Προσπαθῶ, ἔλεγε, νὰ λύσω τὸ δυσκολώτερο πρόβλημα, ποὺ εἶνε τὸ νὰ γνωρίσω τὸν ἑαυτό μου· ὅταν λύσω τὸ πρόβλημα αὐτό, θὰ ἔχω χρόνο γιὰ περιηγήσεις…
Τὸ «γνῶθι σαυτόν», τὸ νὰ γνωρίσῃς τὸν ἑαυτό σου, πρέπει νά ᾽νε τὸ πρῶτο μέλημά σου. Ἐὰν στρέψῃς τὸν προβολέα τῆς ἐρεύνης πρὸς τὰ ἔσω, στὸν ἑαυτό σου, θ᾽ ἀνακαλύψῃς ἔκπληκτος ἕνα ὁλόκληρο σύμπαν ἀπείρως σπουδαιότερο ἀπὸ τὸ ὑλικὸ σύμπαν. Γι᾽ αὐτὸ εἶπαν, ὅτι ἕνας βοσκὸς ποὺ ἔχει τὸ «γνῶθι σαυτὸν» εἶνε ἀνώτερος ἀπὸ ἕνα ἀστρονόμο ποὺ μὲ τὸ τηλεσκόπιο μελετᾷ τὸ σύμπαν.
Πολὺ πρὶν τὸ Σωκράτη ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης συνιστᾷ τὴν προσεκτικὴ φρούρησι τοῦ ἑαυτοῦ μας λέγοντας· «Πρόσεχε σεαυτῷ…» (Δευτ. 15,9). Καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Μέγας Βασίλειος, ἔχει κάνει πάνω στὸ ῥητὸ αὐτὸ μιὰ θαυμάσια ὁμιλία, τὴν ὁποία σᾶς συνιστῶ νὰ μελετήσετε τὴν περίοδο τῆς σαρακοστῆς. Ἕνας ἄλλος ἅγιος πατήρ, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, λέει· Θά ᾽θελα κάπου ν᾽ ἀπομονωθῶ κ᾽ ἐκεῖ νὰ κλείσω τὰ μάτια νὰ μὴ βλέπω τὰ ἄθλια θεάματα, νὰ κλείσω τ᾽ αὐτιὰ νὰ μὴν ἀκούω τὶς βέβηλες φωνές· κι ἀφοῦ καθαρίσω τὸν ἑαυτό μου, νὰ πάρω φτεροῦγες πνευματικὲς καὶ νὰ πετάξω μέχρι τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὴ τὴ στροφὴ πρὸς τὸν ἑαυτό μας συνιστᾷ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες. Ἕνας κατανυκτικὸς ὕμνος λέει·
«Τὸν διεσπαρμένον μου νοῦν συνάγαγε, Κύριε,… ὡς τῷ Πέτρῳ διδούς μοι μετάνοιαν, ὡς τῷ τελώνῃ στεναγμὸν καὶ ὡς τῇ πόρνῃ δάκρυα…» (Παρακλ., ἦχ. γ΄, Δευτ. πρ., ἀπόστ. αἴν.), ποὺ ἀπηχεῖ τὴν προσευχὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ «Ἐπισυνάγαγε τὸν ἐσκορπισμένον μου νοῦν». Δηλαδὴ Κύριε, τὸ μυαλό μου, ποὺ εἶνε διασκορπισμένο σὲ ἀνάξια καὶ βλαβερὰ πράγματα, συγκέντρωσέ το σ᾽ ἐσένα. Καὶ στὸν Μέγα Κανόνα ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος στρέφεται πρὸς τὴν ψυχή του, ἀνοίγει μαζί της μυστικὸ διάλογο καὶ λέει· «Ψυχή μου ψυχή μου, ἀνάστα· τί καθεύδεις;…» (Τριῴδ., Δευτ. Α΄ ἑβδ. Νηστ. ἑσπ., Μ. Ἀπόδ., κοντ.).
Μακάριος ὄντως ἐκεῖνος ποὺ ἔκανε αὐτὴ τὴ στροφὴ καὶ ἔφτασε σὲ κάποια αὐτογνωσία.
* * *
Μετάνοια, ὅπως εἴπαμε, εἶνε πρῶτον ἡ στροφὴ πρὸς τὸν ἑαυτό μας, αὐτὸ ποὺ ἐννοεῖ ἡ παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου μὲ τὴ φράσι «εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν…» (Λουκ. 15,17). Καὶ ἡ στροφὴ αὐτὴ θὰ μᾶς βοηθήσῃ νὰ κάνουμε ἐν συνεχείᾳ μία δεύτερη κίνησι, ἀκόμα πιὸ σημαντική· καὶ αὐτὴ εἶνε ἡ πορεία πρὸς τὸ Θεό. Διότι ὁ ἄσωτος πρῶτα ἔκανε στροφὴ στὸν ἑαυτό του καὶ κατόπιν εἶπε· «Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου». Ὁ ἄνθρωπος ποὺ γνώρισε τὸν ἑαυτό του, τὶς ἀδυναμίες του, αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ, σπεύδει σ᾽ αὐτὸν καὶ κράζει τὸ «Ἥμαρτον» (ἔ.ἀ. 15,18,21).
Σὲ ὁποιαδήποτε ἐποχὴ καὶ ὑπὸ ὁποιεσδήποτε συνθῆκες καὶ ἂν ζῇ ὁ ἄνθρωπος, παντοῦ καὶ πάντοτε θὰ ἔχῃ ἀνάγκη τὸ Θεό. Πλάστηκε γι᾽ αὐτὸν καὶ μοιάζει μὲ τὸ διψασμένο ἐλάφι, ποὺ δὲν σταματᾷ νὰ τρέχῃ στὴν ἄνυδρη ἔρημο παρὰ μόνο ὅταν βρῇ νερό. Μοιάζει μὲ τὸ ψάρι, ποὺ ἔξω ἀπ᾽ τὴ θάλασσα σπαρταρᾷ καὶ σὲ χρυσῆ ἀκόμα ἄμμο ἂν τ᾽ ἀποθέσουν. Μοιάζει μὲ τὸ παιδὶ πού, ὅταν χάνῃ τὴ μητέρα του, δὲν ἡσυχάζει καὶ τὴν ἀναζητᾷ, γιατὶ δὲν τὴν ἀνταλλάσσει οὔτε μὲ τὴν πιὸ ἔνδοξη βασίλισσα. «Μάνα!» φωνάζει, καὶ δὲν παρηγορεῖται παρὰ μόνο ὅταν ξαναδῇ τὸ πρόσωπό της καὶ αἰσθανθῇ νὰ τὸ θωπεύῃ τὸ ἱλαρό της βλέμμα.
Ὅπως τὸ ἐλάφι διψᾷ τὸ νερό, ὅπως τὸ ψάρι ἔχει ἀνάγκη τὴ θάλασσα, ὅπως τὸ παιδὶ ἀναζητᾷ τὴ μητέρα του, ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος ἀναζητᾷ τὸ Θεό, τὸν πατέρα καὶ προστάτη του, καὶ δὲν ὑποφέρει τὴ στέρησι τοῦ βλέμματός του. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἐκφράζει ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸν ψαλμικὸ στίχο ποὺ ψάλλει ὡς μέγα προκείμενο τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή· «Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι…» (Ψαλμ. 68,18). Μὴ παύσῃς δηλαδή, Κύριε, νὰ μὲ βλέπῃς, γιατὶ χωρὶς τὴν παρηγορία τοῦ βλέμματός σου βυθίζομαι στὴ θλῖψι.
Ἂς προσπαθήσουμε τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες νὰ πλησιάσουμε τὸ Θεὸ καὶ γιὰ τὶς ἀναρίθμητες εὐεργεσίες του ἂς ψάλλουμε· «Τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια (μόνος)». Δὲν ὑπάρχει γλυκύτερο πρᾶγμα ἀπὸ τὸ νὰ θυμᾶται κανεὶς τὸ Θεό. «Ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καὶ εὐφράνθην», λέει ὁ ψαλμῳδός (ἔ.ἀ. 76,14-15,4). Ἂς κάνουμε κάθε μέρα στροφὴ στὸν ἑαυτό μας κι ἂς προσπαθοῦμε νὰ πλησιάζουμε στὸ Θεό. Οἱ ἀστροναῦτες προσπαθοῦν νὰ πλησιάσουν τοὺς πλανῆτες τοῦ οὐρανοῦ μὲ τὰ διαστημόπλοια, ἐμεῖς ἂς πλησιάζουμε τὸν οὐράνιο Πατέρα μὲ ὄχημα τὴν προσευχή. Ἔμβλημά μας ἂς εἶνε ὄχι «Πορεύομαι πρὸς τοὺς ἀστέρας» ἀλλὰ «Πορεύομαι πρὸς τὸν Πατέρα» (Ἰω. 16,28). Πλησιέστερα, πιὸ κοντά, στὸ Θεό! Ἐκεῖ εἶνε ἡ παρηγορία, ἡ ἀνάπαυσις, ἡ εὐφροσύνη.
* * *
Λέγοντας ὅμως, ἀγαπητοί μου, ὅτι πρέπει νὰ κάνουμε στροφὴ στὸν ἑαυτό μας καὶ πορεία πρὸς τὸ Θεό, μὴ νομίσετε ὅτι πρέπει νὰ γίνουμε ἀπόκοσμοι ἀσκηταί. Θὰ μείνουμε στὸν κόσμο. Ἀλλά, ζῶντας στὸν κόσμο, δὲν θὰ πολιτευώμεθα κατὰ κόσμον. «Ἡμῶν τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιπ. 3,20). Οὐράνιο δέντρο ὁ ἄνθρωπος, ἔχει τὶς ῥίζες του στὴ γῆ, ἀλλὰ οἱ κορυφές του ἀγγίζουν τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ.
Δὲν ἐννοοῦμε λοιπὸν ὅτι πρέπει νὰ φύγουμε ἀπὸ τὰ σπίτια καὶ νὰ κατοικήσουμε στὰ σπήλαια, ἐπιδιώκοντας ἀποκλειστικὰ τὴν ἀτομική μας σωτηρία. Ὡρισμένοι λένε· «Ἐγὼ ἀγαπῶ τὸ Χριστό, κοιτάζω τὴν ψυχή μου, καὶ ἀδιαφορῶ γιὰ τὰ ἄλλα». Καὶ ἂν μὲν τὰ «ἄλλα» αὐτὰ εἶνε οἱ κακίες καὶ πονηρίες τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου, ἔχει καλῶς. Ἂν ὅμως τὰ «ἄλλα» εἶνε οἱ πεινασμένοι Λάζαροι ποὺ ἐκλιπαροῦν ψίχουλα στὶς πόρτες ἢ οἱ πληγωμένοι ποὺ περιμένουν τὸν καλὸ Σαμαρείτη, τότε δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἀγαποῦμε τὸ Θεὸ ἐὰν δὲν δείξουμε ἐνδιαφέρον καὶ γιὰ τὰ πλάσματά του.
Στὸ Θεὸ πλησιάζουμε καὶ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ μὲ τὴ νηστεία καὶ μὲ τὶς ἄλλες ἀρετές. Ἀλλὰ ὁ συντομώτερος δρόμος εἶνε ἡ ὁδὸς τῆς ἀγάπης. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει ὅτι, κι ἂν νηστεύῃς, κι ἂν κάνῃς γονυκλισίες, κι ἂν κατοικῇς σὲ σπήλαια, κι ἂν κοιμᾶσαι χάμω, κι ἂν ἐκτελῇς ὅλα τὰ διατεταγμένα, δὲν ἔχῃς ὅμως ἀγάπη καὶ δὲν δείχνῃς ἔλεος στὸν ἀδελφό σου, εἶσαι πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό· ἂν νομίζῃς πὼς εἶσαι κοντά του, ἀπατᾶσαι.
Ἡ ἀγάπη ἔκανε τὸ Μωϋσῆ ν᾿ ἀφήσῃ τὴν ἔρημο καὶ νὰ ἔρθῃ στὴν Αἴγυπτο, γιὰ νὰ ὑπερασπίσῃ τὸ δίκαια τοῦ λαοῦ. Αὐτὴ κατέβασε τὸν Ἠλία ἀπὸ τὸ Καρμήλιο ὄρος καὶ τὸν ἔφερε στ᾽ ἀνάκτορα τῆς Ἰεζάβελ, γιὰ νὰ τὴν ἐλέγξῃ γιὰ τὶς ἀδικίες τῶν φτωχῶν. Αὐτὴ πῆρε τὸν ἀπόστολο Παῦλο καὶ τὸν ἔκανε ἀετὸ ποὺ πέταξε στὴν οἰκουμένη γιὰ νὰ φέρῃ στὰ ἔθνη τὸ μήνυμα τῆς λυτρώσεως, καὶ αὐτὴ τὸν ἔκανε νὰ λέῃ γιὰ τοὺς συμπατριῶτες του Ἰσραηλῖτες ὅτι θὰ δεχόταν νὰ ἀπολεσθῇ αὐτὸς προκειμένου νὰ σωθοῦν ἐκεῖνοι (βλ. ῾Ρωμ. 9,3). Ἡ ἀγάπη ἔκανε τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλὸ νὰ βγῇ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ νὰ μὴ δοκιμάσῃ ἀνάπαυσι μέχρις ὅτου θυσιασθῇ γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ ἀναγέννησι τῆς Ἑλλάδος. Καὶ πρὶν τὸν ἅγιο Κοσμᾶ ἡ ἀγάπη ἔκανε ἀσκητὰς σὰν τὸν ἅγιο Ἀντώνιο καὶ ἄλλους νὰ κατεβαίνουν ἀπὸ τὰ ἀσκητήρια στὶς πόλεις καὶ νὰ συμπαρίστανται στοὺς δοκιμαζομένους Χριστιανοὺς ἢ νὰ μπαίνουν στὰ πορνεῖα καὶ νὰ διασῴζουν ἀπὸ τὴν ἀκάθαρτη ζωὴ δυστυχισμένα πλάσματα. Ἡ ἀγάπη, ὢ ἡ ἀγάπη! κατέβασε τὸ Θεὸ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τὸν ἀνέβασε στὸ σταυρό, ἐπάνω στὸν ὁποῖο ὁ Πιλᾶτος θὰ ἔπρεπε νὰ θέσῃ τὴν ἐπιγραφὴ «Διῆλθεν εὐεργετῶν» (Πράξ. 10,38).
Ὅταν, ἀγαπητοί μου, ἔρθῃ ἡ ὥρα τοῦ θανάτου καὶ ἡ ψυχή μας ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τὸ μάταιο τοῦτο κόσμο, ἡ ἀγάπη, ποὺ θὰ ἔχουμε δείξει ἐπὶ τῆς γῆς, θὰ γίνῃ «ἐπιταγὴ» ποὺ θὰ «ἐξαργυρωθῇ» στὸν οὐρανό.
Ἂς ἑτοιμάσουμε λοιπὸν διὰ τῆς μετανοίας τὸ ἅρμα γιὰ τὸ τελικὸ ταξίδι. Τὸ ἅρμα αὐτὸ ἔχει τέσσερις τροχούς· ὁ πρῶτος τροχὸς εἶνε ἡ ἁγνότης καὶ ἡ ἐγκράτεια, ὁ δεύτερος τροχὸς εἶνε ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐλεημοσύνη, ὁ τρίτος τροχὸς ἡ προσευχὴ καὶ ἡ μετοχὴ στὰ ἱερὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ὁ τέταρτος τροχὸς ἡ ἀκρόασις καὶ ἡ μελέτη τοῦ θείου νόμου.
Ἡ ἀγάπη εἶνε ἔμπρακτη μετάνοια. Προετοιμασμένη ἡ ψυχή μας μὲ τὴν ἀνακαινιστικὴ μετάνοια, θ᾽ ἀνεβῇ στὸ οὐράνιο ἅρμα, ποὺ θὰ τὴ μεταφέρῃ σὰν νύφη στολισμένη γιὰ νὰ συναντήσῃ τὸν ὡραῖο Νυμφίο της, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Κωνσταντίνου Ὁμονοίας – Ἀθηνῶν 18-3-1962 ἑσπ.)
«Τὸν διεσπαρμένον μου νοῦν συνάγαγε, Κύριε,… ὡς τῷ Πέτρῳ διδούς μοι μετάνοιαν, ὡς τῷ τελώνῃ στεναγμὸν καὶ ὡς τῇ πόρνῃ δάκρυα…» (Παρακλ., ἦχ. γ΄, Δευτ. πρ., ἀπόστ. αἴν.), ποὺ ἀπηχεῖ τὴν προσευχὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ «Ἐπισυνάγαγε τὸν ἐσκορπισμένον μου νοῦν». Δηλαδὴ Κύριε, τὸ μυαλό μου, ποὺ εἶνε διασκορπισμένο σὲ ἀνάξια καὶ βλαβερὰ πράγματα, συγκέντρωσέ το σ᾽ ἐσένα. Καὶ στὸν Μέγα Κανόνα ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος στρέφεται πρὸς τὴν ψυχή του, ἀνοίγει μαζί της μυστικὸ διάλογο καὶ λέει· «Ψυχή μου ψυχή μου, ἀνάστα· τί καθεύδεις;…» (Τριῴδ., Δευτ. Α΄ ἑβδ. Νηστ. ἑσπ., Μ. Ἀπόδ., κοντ.).
Μακάριος ὄντως ἐκεῖνος ποὺ ἔκανε αὐτὴ τὴ στροφὴ καὶ ἔφτασε σὲ κάποια αὐτογνωσία.
* * *
Μετάνοια, ὅπως εἴπαμε, εἶνε πρῶτον ἡ στροφὴ πρὸς τὸν ἑαυτό μας, αὐτὸ ποὺ ἐννοεῖ ἡ παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου μὲ τὴ φράσι «εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν…» (Λουκ. 15,17). Καὶ ἡ στροφὴ αὐτὴ θὰ μᾶς βοηθήσῃ νὰ κάνουμε ἐν συνεχείᾳ μία δεύτερη κίνησι, ἀκόμα πιὸ σημαντική· καὶ αὐτὴ εἶνε ἡ πορεία πρὸς τὸ Θεό. Διότι ὁ ἄσωτος πρῶτα ἔκανε στροφὴ στὸν ἑαυτό του καὶ κατόπιν εἶπε· «Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου». Ὁ ἄνθρωπος ποὺ γνώρισε τὸν ἑαυτό του, τὶς ἀδυναμίες του, αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ, σπεύδει σ᾽ αὐτὸν καὶ κράζει τὸ «Ἥμαρτον» (ἔ.ἀ. 15,18,21).
Σὲ ὁποιαδήποτε ἐποχὴ καὶ ὑπὸ ὁποιεσδήποτε συνθῆκες καὶ ἂν ζῇ ὁ ἄνθρωπος, παντοῦ καὶ πάντοτε θὰ ἔχῃ ἀνάγκη τὸ Θεό. Πλάστηκε γι᾽ αὐτὸν καὶ μοιάζει μὲ τὸ διψασμένο ἐλάφι, ποὺ δὲν σταματᾷ νὰ τρέχῃ στὴν ἄνυδρη ἔρημο παρὰ μόνο ὅταν βρῇ νερό. Μοιάζει μὲ τὸ ψάρι, ποὺ ἔξω ἀπ᾽ τὴ θάλασσα σπαρταρᾷ καὶ σὲ χρυσῆ ἀκόμα ἄμμο ἂν τ᾽ ἀποθέσουν. Μοιάζει μὲ τὸ παιδὶ πού, ὅταν χάνῃ τὴ μητέρα του, δὲν ἡσυχάζει καὶ τὴν ἀναζητᾷ, γιατὶ δὲν τὴν ἀνταλλάσσει οὔτε μὲ τὴν πιὸ ἔνδοξη βασίλισσα. «Μάνα!» φωνάζει, καὶ δὲν παρηγορεῖται παρὰ μόνο ὅταν ξαναδῇ τὸ πρόσωπό της καὶ αἰσθανθῇ νὰ τὸ θωπεύῃ τὸ ἱλαρό της βλέμμα.
Ὅπως τὸ ἐλάφι διψᾷ τὸ νερό, ὅπως τὸ ψάρι ἔχει ἀνάγκη τὴ θάλασσα, ὅπως τὸ παιδὶ ἀναζητᾷ τὴ μητέρα του, ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος ἀναζητᾷ τὸ Θεό, τὸν πατέρα καὶ προστάτη του, καὶ δὲν ὑποφέρει τὴ στέρησι τοῦ βλέμματός του. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἐκφράζει ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸν ψαλμικὸ στίχο ποὺ ψάλλει ὡς μέγα προκείμενο τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή· «Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι…» (Ψαλμ. 68,18). Μὴ παύσῃς δηλαδή, Κύριε, νὰ μὲ βλέπῃς, γιατὶ χωρὶς τὴν παρηγορία τοῦ βλέμματός σου βυθίζομαι στὴ θλῖψι.
Ἂς προσπαθήσουμε τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες νὰ πλησιάσουμε τὸ Θεὸ καὶ γιὰ τὶς ἀναρίθμητες εὐεργεσίες του ἂς ψάλλουμε· «Τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια (μόνος)». Δὲν ὑπάρχει γλυκύτερο πρᾶγμα ἀπὸ τὸ νὰ θυμᾶται κανεὶς τὸ Θεό. «Ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καὶ εὐφράνθην», λέει ὁ ψαλμῳδός (ἔ.ἀ. 76,14-15,4). Ἂς κάνουμε κάθε μέρα στροφὴ στὸν ἑαυτό μας κι ἂς προσπαθοῦμε νὰ πλησιάζουμε στὸ Θεό. Οἱ ἀστροναῦτες προσπαθοῦν νὰ πλησιάσουν τοὺς πλανῆτες τοῦ οὐρανοῦ μὲ τὰ διαστημόπλοια, ἐμεῖς ἂς πλησιάζουμε τὸν οὐράνιο Πατέρα μὲ ὄχημα τὴν προσευχή. Ἔμβλημά μας ἂς εἶνε ὄχι «Πορεύομαι πρὸς τοὺς ἀστέρας» ἀλλὰ «Πορεύομαι πρὸς τὸν Πατέρα» (Ἰω. 16,28). Πλησιέστερα, πιὸ κοντά, στὸ Θεό! Ἐκεῖ εἶνε ἡ παρηγορία, ἡ ἀνάπαυσις, ἡ εὐφροσύνη.
* * *
Λέγοντας ὅμως, ἀγαπητοί μου, ὅτι πρέπει νὰ κάνουμε στροφὴ στὸν ἑαυτό μας καὶ πορεία πρὸς τὸ Θεό, μὴ νομίσετε ὅτι πρέπει νὰ γίνουμε ἀπόκοσμοι ἀσκηταί. Θὰ μείνουμε στὸν κόσμο. Ἀλλά, ζῶντας στὸν κόσμο, δὲν θὰ πολιτευώμεθα κατὰ κόσμον. «Ἡμῶν τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιπ. 3,20). Οὐράνιο δέντρο ὁ ἄνθρωπος, ἔχει τὶς ῥίζες του στὴ γῆ, ἀλλὰ οἱ κορυφές του ἀγγίζουν τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ.
Δὲν ἐννοοῦμε λοιπὸν ὅτι πρέπει νὰ φύγουμε ἀπὸ τὰ σπίτια καὶ νὰ κατοικήσουμε στὰ σπήλαια, ἐπιδιώκοντας ἀποκλειστικὰ τὴν ἀτομική μας σωτηρία. Ὡρισμένοι λένε· «Ἐγὼ ἀγαπῶ τὸ Χριστό, κοιτάζω τὴν ψυχή μου, καὶ ἀδιαφορῶ γιὰ τὰ ἄλλα». Καὶ ἂν μὲν τὰ «ἄλλα» αὐτὰ εἶνε οἱ κακίες καὶ πονηρίες τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου, ἔχει καλῶς. Ἂν ὅμως τὰ «ἄλλα» εἶνε οἱ πεινασμένοι Λάζαροι ποὺ ἐκλιπαροῦν ψίχουλα στὶς πόρτες ἢ οἱ πληγωμένοι ποὺ περιμένουν τὸν καλὸ Σαμαρείτη, τότε δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἀγαποῦμε τὸ Θεὸ ἐὰν δὲν δείξουμε ἐνδιαφέρον καὶ γιὰ τὰ πλάσματά του.
Στὸ Θεὸ πλησιάζουμε καὶ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ μὲ τὴ νηστεία καὶ μὲ τὶς ἄλλες ἀρετές. Ἀλλὰ ὁ συντομώτερος δρόμος εἶνε ἡ ὁδὸς τῆς ἀγάπης. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει ὅτι, κι ἂν νηστεύῃς, κι ἂν κάνῃς γονυκλισίες, κι ἂν κατοικῇς σὲ σπήλαια, κι ἂν κοιμᾶσαι χάμω, κι ἂν ἐκτελῇς ὅλα τὰ διατεταγμένα, δὲν ἔχῃς ὅμως ἀγάπη καὶ δὲν δείχνῃς ἔλεος στὸν ἀδελφό σου, εἶσαι πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό· ἂν νομίζῃς πὼς εἶσαι κοντά του, ἀπατᾶσαι.
Ἡ ἀγάπη ἔκανε τὸ Μωϋσῆ ν᾿ ἀφήσῃ τὴν ἔρημο καὶ νὰ ἔρθῃ στὴν Αἴγυπτο, γιὰ νὰ ὑπερασπίσῃ τὸ δίκαια τοῦ λαοῦ. Αὐτὴ κατέβασε τὸν Ἠλία ἀπὸ τὸ Καρμήλιο ὄρος καὶ τὸν ἔφερε στ᾽ ἀνάκτορα τῆς Ἰεζάβελ, γιὰ νὰ τὴν ἐλέγξῃ γιὰ τὶς ἀδικίες τῶν φτωχῶν. Αὐτὴ πῆρε τὸν ἀπόστολο Παῦλο καὶ τὸν ἔκανε ἀετὸ ποὺ πέταξε στὴν οἰκουμένη γιὰ νὰ φέρῃ στὰ ἔθνη τὸ μήνυμα τῆς λυτρώσεως, καὶ αὐτὴ τὸν ἔκανε νὰ λέῃ γιὰ τοὺς συμπατριῶτες του Ἰσραηλῖτες ὅτι θὰ δεχόταν νὰ ἀπολεσθῇ αὐτὸς προκειμένου νὰ σωθοῦν ἐκεῖνοι (βλ. ῾Ρωμ. 9,3). Ἡ ἀγάπη ἔκανε τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλὸ νὰ βγῇ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ νὰ μὴ δοκιμάσῃ ἀνάπαυσι μέχρις ὅτου θυσιασθῇ γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ ἀναγέννησι τῆς Ἑλλάδος. Καὶ πρὶν τὸν ἅγιο Κοσμᾶ ἡ ἀγάπη ἔκανε ἀσκητὰς σὰν τὸν ἅγιο Ἀντώνιο καὶ ἄλλους νὰ κατεβαίνουν ἀπὸ τὰ ἀσκητήρια στὶς πόλεις καὶ νὰ συμπαρίστανται στοὺς δοκιμαζομένους Χριστιανοὺς ἢ νὰ μπαίνουν στὰ πορνεῖα καὶ νὰ διασῴζουν ἀπὸ τὴν ἀκάθαρτη ζωὴ δυστυχισμένα πλάσματα. Ἡ ἀγάπη, ὢ ἡ ἀγάπη! κατέβασε τὸ Θεὸ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τὸν ἀνέβασε στὸ σταυρό, ἐπάνω στὸν ὁποῖο ὁ Πιλᾶτος θὰ ἔπρεπε νὰ θέσῃ τὴν ἐπιγραφὴ «Διῆλθεν εὐεργετῶν» (Πράξ. 10,38).
Ὅταν, ἀγαπητοί μου, ἔρθῃ ἡ ὥρα τοῦ θανάτου καὶ ἡ ψυχή μας ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τὸ μάταιο τοῦτο κόσμο, ἡ ἀγάπη, ποὺ θὰ ἔχουμε δείξει ἐπὶ τῆς γῆς, θὰ γίνῃ «ἐπιταγὴ» ποὺ θὰ «ἐξαργυρωθῇ» στὸν οὐρανό.
Ἂς ἑτοιμάσουμε λοιπὸν διὰ τῆς μετανοίας τὸ ἅρμα γιὰ τὸ τελικὸ ταξίδι. Τὸ ἅρμα αὐτὸ ἔχει τέσσερις τροχούς· ὁ πρῶτος τροχὸς εἶνε ἡ ἁγνότης καὶ ἡ ἐγκράτεια, ὁ δεύτερος τροχὸς εἶνε ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐλεημοσύνη, ὁ τρίτος τροχὸς ἡ προσευχὴ καὶ ἡ μετοχὴ στὰ ἱερὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ὁ τέταρτος τροχὸς ἡ ἀκρόασις καὶ ἡ μελέτη τοῦ θείου νόμου.
Ἡ ἀγάπη εἶνε ἔμπρακτη μετάνοια. Προετοιμασμένη ἡ ψυχή μας μὲ τὴν ἀνακαινιστικὴ μετάνοια, θ᾽ ἀνεβῇ στὸ οὐράνιο ἅρμα, ποὺ θὰ τὴ μεταφέρῃ σὰν νύφη στολισμένη γιὰ νὰ συναντήσῃ τὸν ὡραῖο Νυμφίο της, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Κωνσταντίνου Ὁμονοίας – Ἀθηνῶν 18-3-1962 ἑσπ.)
Add A Comment
You must be logged in to post a comment.