Αυγουστίνος Καντιώτης



«Χαιρε, το ανθος της αφθαρσιας· χαιρε, το στεφος της εγκρατειας» (Ακαθ. υμν. Ν1)

date Απρ 2nd, 2021 | filed Filed under: Xαιρετισμοι της Παναγιας

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΣΤ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2169

Γ΄ Στάσις Χαιρετισμῶν
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστινου

Ενα ανθος αμαραντο

«Χαῖρε, τὸ ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας·
χαῖρε, τὸ στέφος τῆς ἐγκρατείας» (Ἀκάθ. ὕμν. Ν1)

Εικ. Παναγ.Καὶ πάλι, ἀγαπητοί μου, βρισκόμαστε ἐ­δῶ, γιὰ νὰ παρακολουθήσουμε τὴν Γ΄ (τρί­τη) στάσι τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου. Ὅπως ἔχουμε πεῖ καὶ ἄλλοτε, ὀνομάζεται Ἀκάθιστος ὕμνος, δι­ότι οἱ πρόγονοί μας, οἱ κάτοικοι τῆς Κωνσταν­τινουπόλεως, ὕστερα ἀπὸ τὴ θαυμαστὴ νίκη ἐναντίον τῶν βαρβάρων, πῆγαν σύσσωμοι στὴν ἐκκλησία καὶ ἐκεῖ ὅλη τὴ νύχτα δὲν κάθησαν καθόλου, ἀλλὰ ὕμνησαν ὄρθιοι τὴν ὑ­­περαγία Θεοτόκο ὡς ἀρχιστράτηγο καὶ προστάτη τοῦ γένους μας.
Εἶνε ὡραῖος ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος. Τὸν ψάλλει ἡ Ἐκκλησία τὶς Παρασκευὲς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς στοὺς ναούς· ἀλλὰ καὶ στὰ σπίτια πολλοὶ πιστοὶ ἔχουν συνηθίσει νὰ τὸν διαβάζουν κάθε βράδυ προτοῦ νὰ κοιμηθοῦν ὡς προσευχὴ πρὸς τὴν Παναγία. Τώρα, μὲ τὴ βαθμιαία ἀπομάκρυνσι ἀπὸ τὴ γλῶσσα τῶν πα­τέρων μας, παρουσιάζεται δυσκολία στὴν κατανόησί του γλωσσικῶς, γι᾽ αὐτὸ ἀπὸ ἐτῶν σπουδαῖοι ἐργάται τῆς Ἐκ­κλησίας συντάσσουν σχετικὰ βοηθήματα. Γνωστὸ εἶνε τὸ ἐγ­κόλπιο μὲ τίτλο «Ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος μετὰ ἑρ­μηνείας» τοῦ ἀειμνήστου ἀρχιμανδρίτου π. Ἐπιφα­νί­ου Θεοδωροπούλου, ὁ ὁποῖος τὸν ἔ­χει ἀ­πο­δώσει σὲ λαϊκὴ γλῶσσα· σᾶς τὸ συνιστῶ.
Ἀπὸ τὰ ἐγκώμια τοῦ Ἀκαθίστου ποὺ ἀ­κούσαμε ἀπόψε, ἂς ποῦμε λίγα λόγια στὰ δύο πρῶτα «χαῖρε» τοῦ ψηφίου Νῦ, τὰ ὁποῖα λένε·
«Χαῖρε, τὸ ἄνθος τῆς ἀ­φθαρσίας·
χαῖρε, τὸ στέφος τῆς ἐγκρατείας» (Ἀκάθ. ὕμν. Ν1).
Ἐγκωμιάζει τὴν Παναγία ὡς ἄφθαρτο καὶ ἀμάραντο ἄνθος, καὶ ὡς στεφάνι καὶ ἐπιβράβευσι τῆς ἐγκρατείας καὶ παρθενίας.

* * *

Ἡ Παναγία, ἀγαπητοί μου, ὡς γυναίκα εἶνε μοναδικὴ στὸν κόσμο. Ξεπέρασε ὄχι μόνο ὅ­λους τοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ καὶ αὐτοὺς τοὺς ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους.

Μὲ τὴ ζωή της ἔ­δειξε, ὅτι εἶνε δυνατὸν ἡ γυναίκα νὰ ζήσῃ ὑ­περάνω ἀδυναμιῶν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.
Κάθε γυναίκα βέβαια ὡς ἄνθρωπος ἔχει μπροστά της ν᾽ ἀκολουθήσῃ ἕναν ἀπὸ τοὺς δύο δρόμους· ἢ νὰ μείνῃ παρθένος, ἢ νὰ ἔλ­θῃ σὲ γάμο καὶ νὰ δημιουργήσῃ οἰκογένεια.
Ὁ συνηθέστερος δρόμος βίου, ὁ κανόνας, εἶνε ὁ γάμος, δρό­μος νομοθετημένος ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ εὐλογημένος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Οἱ περισσότερες γυναῖκες ἐκλέγουν τὸν ἔγγαμο βίο καὶ παντρεύονται· σμίγουν μετὰ ἀν­δρός, κάνουν οἰκογένεια, ἀποκτοῦν παιδιά. Ὁ ἔγ­γαμος βίος εἶνε ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν σωτηρία καὶ στεφανώνεται· ὁ γάμος εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ γάμος ὅμως ἔχει καὶ σταυρό. Οἱ πολλοὶ λοιπόν, ὅταν ἐκ­λέγουν τὸν γάμο, ἐπιδιώκουν νὰ ἀποφύγουν τὸ σταυρό. Φυσικὸ ἐπακόλουθο καὶ καρπὸς τοῦ γάμου εἶνε ἡ τεκνογονία, τὸ νὰ φέ­ρῃ δηλαδὴ τὸ ζεῦγος στὴ ζωὴ παιδιά. Ἡ φυσιολογικὴ τεκνογονία σήμερα ἐμποδίζεται μὲ πολλοὺς σατανικοὺς τρόπους. Πολὺ σπάνιο νὰ συναντήσῃ κανεὶς γυναῖκα ἔγγαμη μὲ πολλὰ παιδιά. Ἡ χώρα μας δὲν ἔχει γεννήσεις, ἐνῷ τὰ γειτονικά μας κράτη αὐξάνονται.
Τὸ χειρότερο ποιό εἶνε· ὅτι ἡ ἔκτρωσις τῶν ἐμβρύων, ἐνῷ εἶνε φόνος ἐν ψυχρῷ, τώρα δὲν θεωρεῖται ἔγκλημα. Ἐὰν σκοτώσῃς ἕναν ἄν­θρωπο, κάποια ἀφορμὴ σοῦ ἔδωσε, ἀλλὰ τὸ ἀ­γέννητο βρέφος τί σοῦ φταίει; Γι᾽ αὐτὸ ἐπακολουθοῦν τύψεις. Ὅταν ἤμουν στὴν Ἀθήνα ἱ­εροκήρυκας, μὲ κάλεσε σὲ νοσο­κομεῖο μιὰ γυ­ναίκα. Τὴ βρῆκα λυπημένη. Ἔχω μέσα μου, λέ­ει, κάρβουνο ἀναμμένο καὶ μὲ καίει· ὅταν ἤ­μουν νέα, ὁ ἄντρας μου μὲ προέτρεψε νὰ κάνω ἔκτρωσι κι ἀπὸ τότε δὲν ἡσυχάζω… Γι᾽ αὐ­­τὸ στὴ Φλώρινα ἔγινε συλλαλητήριο κατὰ τῶν ἐκτρώσεων καὶ ἕνα μικρὸ παιδὶ κρατοῦσε τὴν ἐπιγραφή· «Μάνα, γιατί μὲ σκοτώνεις;» Κι ὅ­ταν δικαζόταν ἕνας πιστὸς γιατρὸς διότι δὲν συνεργοῦσε σὲ ἔκτρωσι, τοῦ συμπαρασταθήκαμε στὸ δικαστήριο καὶ ἀθωώθηκε.

* * *

Ἂν ὅμως, ἀγαπητοί μου, ὁ κόσμος σήμερα δὲν ἀγαπᾷ τὸν γάμο, πολὺ περισσότερο δὲν ἀγαπᾷ τὴν παρθενία, τὸν ἄλλο δρόμο ποὺ μπορεῖ κατ᾽ ἐξαίρεσιν ν᾽ ἀκολουθήσῃ μία γυναίκα, αὐτὸ ποὺ ἐγκωμιάζει ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος. Ἐγ­κωμιάζεται ὄχι ὡς ἀντίθετη μὲ τὸ γάμο ἀλλ᾽ ὡς ὑπέρτερη τοῦ γάμου, ὡς μία νίκη.
Παρατηροῦμε στὴν ἁγία Γραφὴ ὅτι πολλὲς γυναῖκες, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, κατώρθω­σαν τὴ νίκη αὐτὴ ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Στὰ χρόνια βέβαια τῆς παλαιᾶς διαθήκης, τότε ποὺ δὲν εἶχε λάμψει ἀκόμη τὸ φῶς καὶ ἡ χάρις τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ τὰ πάθη καταδυνάστευαν τοὺς ἀνθρώπους καὶ οἱ σαρκικὲς ἐκ­τροπὲς ἐξαχρείωναν τὰ λογικὰ πλάσματα, στὰ χρόνια ποὺ ἡ γυναίκα ἐθεωρεῖτο ὄχι πρόσωπο ἀλλὰ πρᾶγμα, ἕνα σκεῦος ἡδονῆς καὶ τίπο­τε ἄλλο, τότε τὸ ἄνθος αὐτὸ ἦταν δυσεύρετο (βλ. Ψαλμ. 44,15). Τὴν περίοδο ἐκείνη ἡ ἀτεκνία ἐθεωρεῖτο ὄνειδος, καὶ κατὰ συνέπειαν ἡ ἄ­σκησις τῆς παρθενίας δὲν εἶχε ἀκόμη ἔδαφος κατάλληλο νὰ βλαστήσῃ.
Κατόπιν, στὰ χρόνια τῆς καινῆς διαθήκης, μετὰ τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο, τὸν τίμιο Πρόδρομο καὶ τοὺς ἁγίους ἀποστόλους (τὸν Ἰωάννη τὸν Θεολόγο, τὸν ἀπόστολο Παῦλο κ.λπ.) ἄρχισαν νὰ παρουσιάζωνται ἅγιες γυναῖκες ποὺ ἑλκύονταν ἀπὸ τὸ ὕψος τῆς κορυ­φῆς αὐ­τῆς καὶ ἄγγιξαν τὸν ἰδανικὸ τοῦτο τρόπο βίου (π.χ. ἡ μυροφόρος Μαρία ἡ Μαγδαληνή, οἱ 4 θυγατέρες τοῦ διακόνου Φιλίππου κ.λπ.). Στὸ ἑξῆς, στοὺς βίους τῶν ἁγίων, πυκνώνουν τὰ παραδείγματα παρθένων γυναικῶν (π.χ. ἡ ἰσα­πόστολος Θέκλα κ.ἄ.) καὶ καθιερώνεται ὁ παρ­θενικὸς βίος μὲ τὸν θεσμὸ τοῦ μοναχισμοῦ.
Μὴ λησμονοῦμε ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ προ­μήτωρ μας Εὔα, ὅσο ἔμεινε μὲ τὸν Ἀδὰμ μέσα στὸν παράδεισο, ἔζησαν ἐν παρθενίᾳ· ἔπειτα, μετὰ τὴν πτῶσι καὶ τὴν ἐκδίωξι ἀπὸ τὸν παράδεισο, τότε ὁ «Ἀδὰμ ἔγνω Εὔαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ», ἦλθε δηλαδὴ σὲ συζυγικὴ ἕνωσι μαζί της, «καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκε…» (Γέν. 4,1). Συνεπῶς ἡ παρ­θενία εἶνε ἕνα χαρακτηριστικὸ τῆς ἀρχεγόνου καταστάσεως, τῆς ἰδανικῆς ζωῆς τοῦ ἀν­θρώπου, ὄχι κάτι ποὺ ἐπινοήθηκε κατόπιν, κάτι ξένο ἢ παρέμβλητο καὶ ἀκατόρθωτο.
Γι᾽ αὐτό, ὅσο καὶ ἂν ἄλλαξαν οἱ καιροὶ καὶ ὅσο καὶ ἂν τὸ κοσμικὸ πνεῦμα κυριαρχῇ, ὑ­πάρχουν καὶ θὰ ὑπάρχουν μέχρι συντελείας τοῦ αἰῶνος ἐκλεκτὲς ψυχές, μετρημένες στὰ δάχτυλα βέβαια, νέοι καὶ νέες, ἄντρες καὶ γυναῖκες, ποὺ θὰ νικοῦν τὴν φυσικὴ ὁρμή, θὰ πε­ριφρονοῦν τὴν ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων ἀ­πολαύσεων καὶ θὰ ἐκ­λέγουν τὸν παρθενικὸ βίο εἴτε σὲ ἱερα­ποστολικὲς ἀδελφότητες (π.χ. στὴν Ἀθήνα, στὴ Θεσσαλονίκη καὶ σὲ ἐπαρχί­ες) εἴτε σὲ ὀρθόδο­ξα μονα­στήρια, ποὺ ἔχουν ἱδρυθῆ καὶ λειτουργοῦν ἀνὰ τὸν κόσμο καὶ στὴ χώρα μας (π.χ. στὸ Ἅγιο Ὄρος, στὰ Μετέ­ωρα, στὴν Χίο, στὴ Λέσβο, στὴν Πάρο κ.λπ.).
Οἱ δὲ ἅγιοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας συμβου­λεύουν μὲ σοφία αὐτοὺς ποὺ ἀσπάζονται τὴ ζωὴ αὐτή, ἡ ὁποία λέγεται ἀγγελικὴ διότι προσπαθεῖ νὰ μιμηθῇ τοὺς ἀγγέλους.
Διάλεξες, λέει π.χ. ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζι­ανζηνός, τὴν ἀγγελικὴ πολιτεία καὶ κατετάγης στοὺς ἀγάμους; μὴ καταπέσῃς ὥστε νὰ γί­νῃς σάρκα καὶ ὕλη. Πρέπει καὶ τὸ μάτι καὶ ἡ γλῶσσα καὶ τὰ πόδια καὶ πρὸ παντὸς ἡ διάνοιά σου νὰ κρατηθοῦν καθαρά· διαφορετικά, αὐτὰ ποὺ ἀπαρνήθηκες τὰ κάνεις εἴδωλα καὶ τὰ λατρεύεις. Ἡ ζωὴ τῆς παρθενίας εἶνε «ἔκ­βα­­σις (=ὑπέρ­βα­σις) τοῦ σώματος» (βλ. P.G. 36,296Α· 37,958Α).
Εἶνε δυνατὸν κάποιος, λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, ἐνῷ διατηρεῖ παρθένο τὸ σῶμα του, νὰ μὴ ἔχῃ παρθένο καὶ τὴν ψυχή του. Μία παρ­θένος πρέπει νὰ ἔχῃ παρθένα καὶ τὴν ἀκοή της καὶ τὸ βλέμμα της καὶ τὴν ἁφή της καὶ κάθε κίνησί της (βλ. ἔ.ἀ. 30,693C-D· 704Α-Β).

* * *

Ἐγκώμια πρέπουν, ἀγαπητοί μου, στὴν ἀ­ρετὴ τῆς παρθενίας, καὶ μάλιστα στὴν κορυφαία ἐκ­πρόσωπό της, τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο, ποὺ ἐνσαρκώνει κατὰ τρόπο μοναδικὸ καὶ ἀν­επανάληπτο τὸ ἰδανικὸ τῆς παρθε­νίας.
Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ φωτίσῃ ὅλους μας νὰ βαδίζουμε σύμφωνα μὲ τὸ ἅγιο θέλημά του. Ὅ­σοι μὲν ἐκλέγουν τὸν ἔγγαμο βίο, νὰ τὸν δι­άγουν μὲ ἐγκράτεια καὶ σωφροσύνη, ἁγιαζόμενοι μὲ τὴν ἄρσι τοῦ χρηστοῦ ζυγοῦ του. Καὶ ὅσοι ἐκ­λέγουν τὴν ὁδὸ τῆς παρθενίας, νὰ τὴν ἀκολου­θοῦν ὄχι τυπικῶς ἀλλὰ μὲ συνέπεια καὶ ἀ­πόφα­σι νὰ νεκρωθῇ ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ζήσῃ ὁ νέος, ὁ καινὸς ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος.
Ἐλευθερία εἶνε ὁ Χριστιανισμός, ἡ Ἐκ­κλησία σέβεται τὴν ἐ­λευθερία, τιμᾷ δὲ τὸ ἀμάραν­το ἄνθος τῆς παρθενίας ψάλλοντας στὴν Παναγία· «Χαῖρε, τὸ ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας· χαῖρε, τὸ στέφος τῆς ἐγκρατείας».

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης 15-3-1996 βράδυ)

 

     Add A Comment

You must be logged in to post a comment.